Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΡΦΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΟΡΦΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Το Παγκοσμιο Χωριο

Tου Πασχου Μανδραβελη

Τελικά ο Τζέρεμι Ρίφκιν είναι αισιόδοξος άνθρωπος. Παρά το γεγονός ότι πιστεύει πως βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη καμπή του πολιτισμού μας, βλέπει ευκαιρίες στις σημερινές δυσκολίες και όχι δυσκολίες στην ευκαιρία που μας ανοίγεται για ένα αποκεντρωμένο σύστημα εκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

«Αυτή τη στιγμή ζούμε τρεις κρίσεις που είναι αλληλένδετες», μας είπε το περασμένο Σάββατο, όταν βρέθηκε στην Αθήνα για να μιλήσει στο συνέδριο των «Ευρωπαϊκών Χημικών Βιομηχανιών». «Εχουμε την χρηματοπιστωτική κρίση, την ενεργειακή κρίση και την οικολογική κρίση και η μία τροφοδοτεί την άλλη δημιουργώντας την τέλεια θύελλα.»

Για τον πρόεδρο του Ιδρύματος Οικονομικών Τάσεων και συγγραφέα δεκάδων βιβλίων, η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση έχει τις ρίζες της στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε που οι ΗΠΑ βγήκαν από την ύφεση, όχι εξαιτίας κάποιας τεχνολογικής αλλαγής που αύξησε την παραγωγικότητα, αλλά διά του δανεισμού των νοικοκυριών, όταν το πραγματικό εισόδημά τους παρέμενε στάσιμο ή και μειωνόταν.

«Η “κουλτούρα της πιστωτικής κάρτας” φούντωσε την αγοραστική δύναμη των Αμερικανών. Εφερε δουλειές στις αμερικανικές επιχειρήσεις και τους υπαλλήλους της για να παραχθούν όλα αυτά τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που αγοράζονταν με δάνεια.»

Για τον Ρίφκιν η καταναλωτική δύναμη των Αμερικανών ήταν ο χρηματοδότης της παγκοσμιοποίησης. «Επί 17 χρόνια, οι ΗΠΑ υπήρξαν η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, κυρίως με τις αγορές διά του δανεισμού. Το κόστος όμως ήταν η εκμηδένιση των οικογενειακών αποταμιεύσεων. Ο μέσος όρος της αποταμίευσης των νοικοκυριών το 1991 ήταν 8%. Το 2006, οι αποταμιεύσεις είναι αρνητικές. Τώρα, τα αμερικανικά νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα βγάζουν. Ο όρος που περιγράφει αυτή την κατάσταση είναι “αρνητικό εισόδημα”, ένα οξύμωρο που αναδεικνύει την αποτυχημένη προσέγγιση στην οικονομική ανάπτυξη».

«Οταν οι αποταμιεύσεις έγιναν αρνητικές, οι τράπεζες δημιούργησαν μια δεύτερη γραμμή τεχνητού δανεισμού, επιτρέποντας στους Αμερικανούς να αγοράσουν σπίτια με λίγα ή καθόλου λεφτά με χαμηλά ή μηδενικά βραχυχρόνια επιτόκια και τις πραγματικές υποχρεώσεις να μετατίθενται στο μέλλον. Εκατομμύρια Αμερικανοί τσίμπησαν το δόλωμα και αγόρασαν σπίτια παρά την οικονομική τους αδυναμία να τα ξεπληρώσουν στο μέλλον, δημιουργώντας έτσι τη φούσκα της κτηματαγοράς. Χειρότερα: ευρισκόμενοι σε ανάγκη, χρησιμοποίησαν τα σπίτια τους σαν μηχανές αναλήψεως χρημάτων επαναχρηματοδοτώντας τις υποθήκες (σε μερικές περιπτώσεις δύο ή τρεις φορές) για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία μετρητά. Η φούσκα της κτηματαγοράς έσκασε και εκατομμύρια Αμερικανοί αντιμετωπίζουν πτώχευση και τράπεζες απειλούνται με κατάρρευση».

Τα πράγματα, κατά τον Τζέρεμι Ρίφκιν, γίνονται χειρότερα καθώς οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν δραματικά φτάνοντας σε κάποιο σημείο τα 147 δολάρια το βαρέλι. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι αυξημένες τιμές της ενέργειας αυξάνουν τον πληθωρισμό, μειώνουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, επιβραδύνουν την ανάπτυξη και διογκώνουν την ανεργία σε μια βεβαρημένη από τα δάνεια οικονομία.

Για τον οικονομολόγο και σύμβουλο πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων με την τιμή του πετρελαίου στα 150 δολάρια έρχεται η «ακρώρεια της παγκοσμιοποίησης». «Η βασική προϋπόθεση της παγκοσμιοποίησης είναι ότι το φθηνό και άφθονο πετρέλαιο επιτρέπει στις επιχειρήσεις να μετακινούν το κεφάλαιο στις χώρες φθηνού εργατικού δυναμικού. Εκεί τα τρόφιμα και τα βιομηχανικά προϊόντα μπορούν να παραχθούν με μικρό κόστος και υψηλά περιθώρια κέρδους και μετά να μετακινηθούν σε κάθε γωνιά της γης. Αυτή η βασική προϋπόθεση εξαφανίζεται με το ακριβό πετρέλαιο κάτι που θα έχει δυσάρεστες επιπτώσεις στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Οποια οφέλη είχαν οι επιχειρήσεις μετακινώντας την παραγωγή σε χώρες φθηνού εργατικού κόστους, τώρα ακυρώνονται από τις υψηλές τιμές πετρελαίου».

Η οικολογική κρίση από την μεριά της προσθέτει επιπλέον κόστος στη διαδικασία. «Μέχρι στιγμής, το κόστος των τυφώνων (Κατρίνα, Ρίτα, Αϊκ, Γκούσταβ) που έπληξαν τις ΗΠΑ φτάνει τα 240 δισ. δολάρια, ποσό που είναι το ένα τρίτο του κόστους του Σχεδίου Πόλσον».

Η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση

Για τον Τζέρεμι Ρίφκιν υπάρχει μια ευκαιρία σε αυτή την τριπλή κρίση που διατρέχει σήμερα τον κόσμο. Μια νέα οικονομική ανάγνωση της πραγματικότητας που θα αφήσει πίσω της την βασισμένη σε ορυκτά καύσιμα δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και θα προχωρήσει σε ένα αποκεντρωμένο σύστημα παραγωγής ενέργειας συνδεδεμένο με έξυπνα δίκτυα.

Η ιδέα του βασίζεται στην τεχνολογική–συνεργατική επανάσταση που γίνεται σήμερα στον κόσμο σε ό,τι αφορά την παραγωγή και διάχυση της γνώσης. «Οι ίδιες αρχές σχεδίασης και οι έξυπνες τεχνολογίες που έκαναν πραγματικότητα το Διαδίκτυο και τα απέραντα δίκτυα επικοινωνίας», λέει, «άρχισαν να χρησιμοποιούνται για να επαναδιευθετήσουν τα ενεργειακά δίκτυα της ανθρωπότητας, έτσι ώστε οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να τις ανταλλάσσουν, δημιουργώντας ένα αποκεντρωμένο σύστημα διανομής και χρήσης της ενέργειας.

Ο πρώτος πυλώνας αυτής της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης είναι οι ανανεώσιμη ενέργεια: ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική, γεωθερμική, τα κύματα των ωκεανών και βιομάζα. Η Ευρώπη ήδη πρωτοστατεί σ’ αυτή την επανάσταση: μόνο στη Γερμανία το 2006 η βιομηχανία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είχε τζίρο 21,6 δισ. δολάρια και απασχολεί 214.000 εργαζόμενους. Μέχρι το 2010, η βιομηχανία αυτή θα δημιουργήσει 700.000 θέσεις εργασίας, ενώ το 2030 οι παγκόσμιες επενδύσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα φτάσουν τα 460 δισ. ευρώ.

Ο δεύτερος πυλώνας παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Θέλει κάθε κτίριο να έχει θετικό ισοδύναμο ενέργειας. «Ενώ η ανανεώσιμη ενέργεια βρίσκεται παντού και οι νέες τεχνολογίες μας επιτρέπουν να τη συλλέξουμε με φθηνό και αποδοτικό τρόπο, δεν έχουμε τις υποδομές. Εδώ εισέρχεται η οικοδομική βιομηχανία που θα δημιουργήσει τις αναγκαίες υποδομές.

Σήμερα τα κτίρια καταναλώνουν 30% - 40% της παραγόμενης ενέργειας παγκοσμίως δημιουργώντας αντίστοιχες εκπομπές ρύπων. Σε 25 χρόνια από σήμερα εκατομμύρια κτίρια (σπίτια, γραφεία, εμπορικά κέντρα, βιομηχανικά και τεχνολογικά πάρκα) μπορούν να σχεδιαστούν και να χτιστούν έτσι που να είναι «εργοστάσια ενέργειας».

Ηδη, εξηγεί ο Ρίφκιν, μεγάλες επιχειρήσεις όπως η «Frito Lay» στις ΗΠΑ αναδιαρθρώνει το εργοστάσιο της για να κινείται με ανανεώσιμη ενέργεια και ανακυκλωμένο νερό, η μεγάλη γαλλική κατασκευαστική εταιρεία «Boygues» χτίζει συγκρότημα γραφείων που συλλέγει τόση ηλιακή ενέργεια ώστε όχι μόνο ικανοποιεί τις ενεργειακές του ανάγκες, αλλά δημιουργεί και πλεόνασμα.

Αυτό το πλεόνασμα είναι η βάση για τον τρίτο και τον τέταρτο πυλώνα της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης. Μπορεί να αποθηκευτεί με μορφή υδρογόνου κατά τόπους –«το υδρογόνο είναι παγκόσμιο μέσο αποθήκευσης, που μπορεί να συμπυκνώσει όλες τις προηγούμενες μορφές ανανεώσιμης ενέργειας»– ή μπορεί αν ανταλλαγεί μέσω ενός έξυπνου ηλεκτρικού δικτύου. «Ο τέταρτος πυλώνας είναι η αναδιάρθρωση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας (κάτι που ήδη πειραματικά γίνεται στην Ευρώπη), γεγονός που θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις και τους ιδιοκτήτες σπιτιών να ανταλλάσσουν τα πλεονάσματα ενέργειας που παράγουν».

Η σκέψη του Ρίφκιν είναι αιρετική, αλλά όχι ουτοπική. Μπορεί η παραγωγή και η αποθήκευση υδρογόνου να παρουσιάζει ακόμη πολλά προβλήματα, αλλά τα αποκεντρωμένα δίκτυα παραγωγής ενέργειας ήδη άρχισαν να λειτουργούν στην Ευρώπη κι αν κρίνουμε από τον αριθμό των αιτήσεων που έγιναν στην Ελλάδα για την (έστω επιδοτούμενη) παραγωγή ηλιακής ενέργειας, το όραμα για ένα αποκεντρωμένο δίκτυο είναι εφικτό. Αρκεί να μην σκοντάφτει σε γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, όπως έγινε πρόσφατα στη χώρα μας.

«Και Το τέλος της εργασίας, πού είναι», τον ρωτάμε.

«Μετατίθεται, για πενήντα τουλάχιστον χρόνια», μας λέει. Για να προχωρήσει η τρίτη βιομηχανική επανάσταση, απαιτείται επαναδιαμόρφωση των υπαρχόντων κτιρίων και πολλές δουλειές, ακόμη και χαμηλής ειδίκευσης, για το χτίσιμο των νέων...

Ιnfo

Στα ελληνικά κυκλοφορούν πέντε βιβλία του Τζέρεμι Ρίφκιν, όλα από τις εκδόσεις «Νέα Σύνορα- Α.Α. Λιβάνη»: «Το Τέλος της εργασίας», «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας», «Η νέα εποχή της πρόσβασης», «Η οικονομία του υδρογόνου», «Το ευρωπαϊκό όνειρο».

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

35 Χρόνια απο το Αμερικανο-Φασιστικό Πραξικόπημα στη Χι




Παρασκευή, 12 Σεπτέμβριος 2008

Salvador Allende 11.9.1973 en Radio Magallanes

«Ίσως αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να σας μιλήσω. Η
Αεροπορία βομβάρδισε τους πύργους αναμετάδοσης του Ράδιο Πορτάλες και
του Ράδιο Κορπορασιόν. Τα λόγια μου δεν εκφράζουν πικρία αλλά
απογοήτευση. Ας αποτελέσουν την ηθική καταδίκη για αυτούς που
καταπάτησαν τον όρκο τους. Είναι στρατιώτες της Χιλής. Ο Ναύαρχος
Μερίνο, αυτοδιορισμένος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων και ο κύριος
Μεντόζα, αυτοδιορισμένος Γενικός Διευθυντής της Αστυνομίας, ένας
κόλακας, ο οποίος μέχρι χθες υποκρινόταν πίστη και αφοσίωση στην
κυβέρνηση. Αντιμετωπίζοντας αυτά τα γεγονότα, δηλώνω στους εργάτες: Δεν
θα παραιτηθώ! Είναι μια ιστορική στιγμή και θα πληρώσω με τη ζωή μου
για την αφοσίωση του λαού μου. Είμαι βέβαιος, πως οι σπόροι που
φυτεύτηκαν στις άξιες συνειδήσεις εκατομμυρίων Χιλιανών, θα καρπίσουν.
Αυτοί έχουν την εξουσία, αυτοί είναι οι κατακτητές. Όμως ούτε το
έγκλημα, ούτε η βία μπορούν να διακόψουν την κοινωνική εξέλιξη.


Η Ιστορία είναι δική μας, η Ιστορία γράφεται απ' τους
λαούς. Εργάτες της πατρίδας μου, επιθυμώ να σας ευχαριστήσω για την
διαρκή σας αφοσίωση, για την εμπιστοσύνη σας σε έναν άνθρωπο που απλώς
εξέφρασε την μακρόχρονη αναμονή σας για δικαιοσύνη. Που υποσχέθηκε να
τηρεί το Σύνταγμα και τους Νόμους και έτσι έπραξε. Αυτή την καθοριστική
στιγμή, με αυτά τα τελευταία μου λόγια, σας καλώ να διδαχθείτε από αυτό
το μάθημα: Το ξένο κεφάλαιο, η ιμπεριαλιστική εξουσία, μαζί με την
ντόπια αντίδρ
αση, καλλιέργησαν το κατάλληλο κλίμα που επέτρεψε
στις Ένοπλες Δυνάμεις να διαρρήξουν την παράδοση που δίδαξε ο Στρατηγός
Σνάιντερ και συνέχισε ο Διοικητής Αράγια, θύματα κι οι δυο του ίδιου
τμήματος της κοινωνίας που σήμερα περιμένει την ξένη χείρα βοηθείας να
το οδηγήσει στην εξουσία και στην υπεράσπιση του πλούτου και των
προνομίων του.


Απευθύνομαι ξεχωριστά, στις ταπεινές γυναίκες της πατρίδας
μας, στους αγρότες που μας πίστεψαν. Στους εργάτες που δούλεψαν
παραπάνω, στις μητέρες που αισθάνθηκαν το ενδιαφέρον μας για τα παιδιά
τους. Στους επαγγελματίες πατριώτες, αυτούς που παρανομούσαν με την
υποστήριξη των επαγγελματικών ενώσεων, των ταξικών ενώσεων, για να
επωφεληθούν από τα προνόμια που παρέχει η καπιταλιστική κοινωνία.
Απευθύνομαι στους νέους της Χιλής, σ' αυτούς που τραγουδούσαν, που
μετέφεραν την χαρά τους και το αγωνιστικό πνεύμα. Μιλάω στους
ανθρώπους, στους εργάτες, στους αγρότες, στους διανοούμενους. Σ' αυτούς
που πρόκειται να διωχθούν, για
τί ο φασισμός εδώ και λίγες ώρες
είναι παρών, με τρομοκρατικές επιθέσεις, ανατινάζοντας γέφυρες,
κόβοντας τις σιδηροδρομικές γραμμές, καταστρέφοντας αγωγούς πετρελαίου
και αερίου, μπροστά στα μάτια αυτών που είχαν το καθήκον να επέμβουν,
αλλά αποδείχθηκαν συνεργοί σιωπώντας.


Η ιστορία θα τους κρίνει. Ο Ραδιοσταθμός του Ράδιο
Μαγκαγιάνες θα σιγήσει, η ήρεμη φωνή μου δεν θα φτάνει στ' αυτιά σας.
Δεν πειράζει, θα εξακολουθείτε να μ' ακούτε, θα εξακολουθώ να βρίσκομαι
κοντά σας, τουλάχιστον η ανάμνησή μου. Θα με θυμάστε ως έναν άξιο
άνδρα, αφοσιωμένο στο έθνος του. Ο λαός πρέπει να αμυνθεί, όχι να
θυσιαστεί. Να αρνηθεί την υποταγή, την ταπείνωση, την απώλεια των
ηθικών αξιών. Εργάτες της πατρίδας μου. Πιστεύω στη Χιλή και το
πεπρωμένο της. Ότι θα ξεπεράσουμε αυτές τις πικρές, γκρίζες ώρες της
προδοσίας. Ότι όπως γνωρίζετε, αργά ή γρήγορα οι μεγάλες λεωφόροι θα
ξανανοίξουν και ο ελεύθερος άνθρωπος θα τις διαβεί για να χτίσει μια
καλύτερη κοινωνία.



Ζήτω η Χιλή!

Ζήτω ο Λαός!

Ζήτω οι εργάτες!

Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια.

Είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν είναι μάταια.

Έχω την βεβαιότητα, πως θα αποτελέσει τουλάχιστον ένα ηθικό μάθημα για την καταδίκη των κακούργων, των προδοτών, των επίορκων».

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ


O Maricone Oublie, ένας άγνωστος στοχαστής στον τόπο μας καίτοι τον τίμησε με τη διετή διαμονή του, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της διαλεχτικής: επαναστάτης διανοούμενος αρχικά, κατέληξε ως γνήσιο τέκνο της εποχής του σε αμφιλεγόμενες έως και εκκεντρικές αναζητήσεις καταλήγοντας στην ψυχική και νοητική κατάρρευση. Ας είναι…



Μια ζωή ασυμβίβαστος με το κατεστημένο, μα πολύ περισσότερο με τον εαυτό του. Η ζωή του βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Δε σταμάτησε στιγμή να επεξεργάζεται τις θεωρίες του κι αν κανείς εμβαθύνει στην εργοβιογραφία του, γοητευμένος ανακαλύπτει ότι μια περίοδος της ζωής του είναι μια διαλεκτική άρνηση και ένα ξεπέρασμα της προηγούμενης. Στα έργα την πρώτης νιότης του, είναι εμφανής η επιρροή που άσκησε πάνω του ο “Πρίγκιπας του Αρνητικού” Γκυ Ερνεστ Ντεμπόρ. Πολλές από τις συζητήσεις τους, εν μέσω κρασοκατανύξεων στα καπηλειά της Δυτικής όχθης, με το Καλβαντός να δίνει το τέμπο, είναι αποτυπωμένες σ’ αυτά. Δεν είναι τυχαίο πως σημείο αναφοράς της Διεθνούς των Καταστασιακών είναι το βιβλίο που συνυπέγραψε με τον Ντεμπόρ: “Η Τέχνη ως Υπόσταση και η προοπτική του επαναστατικού ξεπεράσματός της”. Ήταν τότε που ο Ντεμπόρ χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Ζακ Ντε Μολέ, παραπέμποντας στον ηγέτη του μυστικού τάγματος των Ναϊτών , που τόσο ηρωικά κατασπαράχθηκε ηρωικά από τις φλόγες της Ιεράς Εξετάσεως.

Φυσικά η ρήξη δε θ’ αργήσει να έρθει, συνηθισμένη κατάληξη για τις σχέσεις των δύο αντρών, που πέρα από την οξύνοια χαρακτηρίζονται και για το πεισματώδες του χαρακτήρα τους.

Για πολλά έτη θα τον απασχολήσει η θρησκευτική ποίηση και δη των επαναστατικών αναβαπτιστικών κινημάτων του Μεσαίωνα. Θα γράψει την “Πραγματεία για τη θρησκευτική τέχνη” και το “Για την ένωση Τέχνης και Θρησκείας σε μια διαχωρισμένη σφαίρα”, που πραγματεύεται ζητήματα της λαϊκής θρησκευτικότητας. Θα γράψει, επίσης, τη βιογραφία του Ούγγρου Γιόχαν Κόζεφ, φίλου και συντρόφου του Τόμας Μίντσερ, όπου με τους χριστιανικούς του ύμνους ενέπνεε και εμψύχωνε τις ξυπόλυτες και πεινασμένες μάζες των χωρικών του μεσαίωνα κατά της αμείλικτης παπικής εξουσίας.

Το θεωρητικό του οίστρο θα διακόψει η δίψα του για δράση. Θα συμμετάσχει στις ανεπανάληπτες ταραχές του 68, παρέα με τους enrages. Εκεί θα βρει έντονα τα χαρακτηριστικά των αναβαπτιστικών κινημάτων. Θα δηλώσει: “όπως τα αναβαπτιστικά κινήματα είναι ο ταξικός πόλεμος που μιλάει για τελευταία φορά τη γλώσσα της θρησκείας, έτσι και οι ταραχές του Μάη είναι ο ταξικός πόλεμος που μιλάει για τελευταία φορά τη γλώσσα της πολιτικής”. Το πρώτο μέρος αυτής της δήλωσης θα το “δανειστεί” στη δεύτερη έκδοση της περίφημης Κοινωνίας του Θεάματος ο αξεπέραστος Γκυ Ντεμπόρ, το σπουδαιότερο ίσως βιβλίο του 20ου αιώνα.



Στις αρχές της δεκαετίας του 70 θα περιπλανηθεί στη Ευρώπη, όπου θα ζήσει ως γνήσιος μποέμ, μοιράζοντας τις νύχτες μεταξύ τεραστίων ποσοτήτων αλκοόλ και παθιασμένου έρωτα. Γυναίκες, αλλά και άντρες, κάθε ηλικίας θα μοιράζοντας για μια διετία την κλίνη του μαζί του, παρασυρόμενοι από την αδιαμφισβήτητη γοητεία του. Θα προκαλέσει μέγα σκάνδαλο όταν σε ένα ταξίδι του στην Ισπανία θα φτύσει, ως άλλος Μπρετόν, δημοσίως τον Σαλβαντόρ Νταλί αποκαλώντας τον “σαρδανάπαλο, ανοητόσαυρο και κουφιοκέφαλο φρανκικό”. Αποτέλεσμα ήταν να κατηγορηθεί ότι παίζει τη Διαλεχτική στα δάκτυλα, μα που το επιλήψιμο στην εμβάθυνση μέσω του παιχνιδιού;



Άνθρωπος χαμηλών τόνων καίτοι φασαριόζος, άθεος καίτοι βαθειά θρησκευόμενος, ασκητικός καίτοι φλογερός εραστής, ποιοτικός καίτοι γαρμπής, διανοούμενος καίτοι άνθρωπος της δράσης, φίλος του Τριστιάν Τζαρά καίτοι νιετνιετιστής (όρος που ο ίδιος ανακάλυψε σατιρίζοντας τον ντανταισμό).

Ορκισμένος εχθρός κάθε ορθοδοξίας γιαούρτωσε μπροστά στον τηλεοπτικό φακό τον γενικό γραμματέα του γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ζωρζ Μαρσαί, αποκαλώντας τον “μικροτσούτσουνο σταλινικό, πρόωρο εκσπερματιστή και πόρνη της Μόσχας”. Θα γλιτώσει τη σύλληψη καταφεύγοντας στην Ινδία. Εκεί θα σηματοδοτηθεί η στροφή της σκέψης του σε πιο ιδεαλιστικά μονοπάτια.

Θα ασπαστεί τις ιδέες του μοντεραλισμού, της πιο ριζοσπαστικής, αλλά και μυστικιστικής τάσης της “βαθειάς οικολογίας (deep ecology)”, κράμα εσωτερισμού και πολιτικής οικολογίας. Σύμφωνα με τα παράξενα δόγματα του μοντεραλισμού, η γη πάλιωσε και άρχισε να χαλάει. Το κίνημα πρότεινε ως λύση τον συλλογικό παγκόσμιο διαλογισμό, προκειμένου η γη να αρχίσει να περιστρέφεται ανάποδα, ώστε να ανανεωθεί.



Δε θα αργήσει αν επισκεφθεί τα μέρη μας. Γοητευμένος από τη φυσική ομορφιά και αρμονία του ελληνικού τοπίου θα εγκατασταθεί στην Ύδρα για δυο χρόνια. Εκεί θα επεξεργαστεί τη θεωρία που τον καθιέρωσε στους ιδεαλιστικούς κύκλους. Με το βιβλίο του “Ο τεμαχισμός του μη υλικού: το πρόβλημα της ύπαρξης και της υπόστασης”, θα έρθει σε αντίθεση με τον αναγεννησιακό μετανεωτερικό νεοπλατωνισμό, που “έλυνε” το γνωσιολογικό ζήτημα πρεσβεύοντας ότι οι ιδέες έπεφταν κάθετα, όπως οι σταγόνες της βροχής, στα κεφάλια των ανθρώπων. Κάποιοι μάλιστα θέλησαν να επιβάλουν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις να φορούν καπέλα, προστατεύοντας, κατά πως νόμιζαν, την κοινωνική ευταξία από ανατρεπτικές ιδέες! Για αυτόν οι ιδέες πλανώνται, αιωρούνται και στροβιλίζονται ωσότου βρουν το κατάλληλο δοχείο-νου, για την εισχώρησή τους. Πολλές φορές όμως, όπως στην περίπτωση Λένιν, γίνονται λάθη και οι σωστές ιδέες μπαίνουν σε λάθος μυαλά.



Μπορεί η σκέψη του να απομακρύνθηκε τα μάλα από την ορθόδοξη επαναστατική κουλτούρα, μα έμεινε ανεξίτηλη η όρεξή του να προκαλεί σκάνδαλα. Σάλο στους κύκλους της διανόησης προκάλεσε η παραληρηματική του συνέντευξη στη Limperation το 1980, όπου αποκάλεσε τον Ντεμπόρ “κακόφωνη Έντιθ Πιάφ της Δυτικής Όχθης” και δήλωσε ότι σταμάτησε να κάνει παρέα με τον Καστοριάδη επειδή έπεφταν οι τρίχες από τα μαλλιά του στη σούπα του!!! Στην ίδια συνέντευξη δήλωσε πως “η ανθρωπότητα είναι υπερεκτιμημένη, αφού μόνο σ’ αυτήν ένας Βανεγκέμ θα μπορούσε να θεωρείται διανοούμενος”. Το αποκορύφωμα του παραληρήματος ήταν η τουλάχιστον αυθάδης και υβριστική δήλωση του “αν ο κώλος μου είχε τρίχες θα ήταν ίδιος ο Ουμπέρτο Έκο, ενώ τώρα που δεν έχει είναι ίδιος ο Φουκώ”.



Ως γνήσιο τέκνο της ταραγμένης εποχής του, θα εγκλειστεί το 1983 σε ψυχιατρείο, αφού πρώτα μας έδωσε με την τελευταία αναλαμπή του πνεύματός του το εκπληκτικό “Η Αυτοπραγμάτωση του Ατόμου έξω από τον εαυτό του”. Θα μας αποχαιρετήσει ένα χρόνο αργότερα, 45 Μαϊων, αναγκάζοντας το ταλαιπωρημένο του σώμα να αποχωριστεί την ταραγμένη του ψυχή. Ήταν 23 Μαϊου του 1984, όταν βρέθηκε κρεμασμένος στο θάλαμο της κλινικής όπου “νοσηλευόταν”.



Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης



Τήνος, Ιούνιος 1996

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2008

McKenzie Wark - Η θεωρία του παίκτη για τη συνεργατική παραγωγή γνώσης


Ο McKenzie Wark πλέκει το εγκώμιο της Wikipedia ως ένα παράδειγμα ενός νέο είδους κοινωνικών σχέσεων, σαν ένα μοντέλο για την παραγωγή γνώσης εκτός του υποδείγματος του οικονομικού αγαθού….

Μια συνέντευξη στην Κορίννα Πατέλη για το republic.gr


Κορίννα Πατέλη: Πώς σας φαίνονται οι wiki καταχωρήσεις σχετικά με το ποιος είστε;

McKenzie Wark: Μόλις τώρα έριχνα μια ματιά. Διαβάζονται καλά. Είναι ουδέτερες και τα γεγονότα είναι σωστά, όσα, δηλαδή, περιμένει κάποιος σε μια καταχώρηση της wikipedia.

Κ.Π.: Κάνετε αναφορές στις καταχωρήσεις της wikipedia στο ακαδημαϊκό σας έργο;


K.W.: Τη wikipedia τη χρησιμοποιώ καθημερινά, ειδικά μέσα στην τάξη. Προτρέπω τους φοιτητές μου να κοιτάξουν πρώτα εκεί, αλλά μετά να διασταυρώσουν τα ευρύματά τους και με μια άλλη πηγή. Σε ορισμένα από τα μαθήματά μου τους αναθέτω ως εργασία να γράψουν ή να βελτιώσουν μια καταχώρηση της wikipedia.

Κ.Π.: Με τη χρησιμοποίηση όρων, όπως «πληροφορία» ή «χρήση» αποδίδετε οργανική λογική στη γνώση. Μεταχειρίζεστε όρους που συχνά χρησιμοποιούνται στην πρακτική-χρησιμοθηρική σκέψη. Αλλά η γνώση δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα συνοθύλευμα πληροφοριών;


K.W.: Η γνώση είναι κάτι που μπορούμε να το ποσοτικοποιήσουμε και άρα να το εμπορευθούμε, όπως τα οικονομικά αγαθά. Κατά κάποιον τρόπο αυτό είναι καλό πράγμα. Αποτελεί βελτίωση από την κατάσταση του κρατικού μονοπωλίου του δικαιώματος της γνώσης. Ενδιαφέρομαι, ωστόσο, και για τους τρόπους με τους οποίους η πληροφορία υπερβαίνει τη μορφή του αγαθού. Οι τεχνικές της ψηφιακής αποθήκευσης και της μετάδοσης παρέχουν στην πληροφορία τη δυνατότητα να διαφύγει, τουλάχιστον εν μέρει, από τη σπανιότητα, προσφέροντας εξωλοκλήρου νέους τρόπους παραγωγής γνώσης και πολιτισμού από αυτήν.


Τέτοιου είδους παράδειγμα είναι και η wikipedia. Αποτελεί είδος οικονομίας της δωρεάς της εργασίας με την πληροφορία. Το κέρδος για όσους εργάζονται με ζήλο δεν είναι άλλο από το κύρος που αποκτούν στο πλαίσιο της κοινότητας της wikipedia. Αλλά η wikipedia είναι σίγουρα κάτι περισσότερο από ένα συνοθύλευμα πληροφοριών. Είναι ένα νέο είδος κοινωνικών σχέσεων. Είναι ένα μοντέλο για την παραγωγή γνώσης εκτός του υποδείγματος του οικονομικού αγαθού. Να σημειωθεί, όμως, ότι δεν βασίζεται σε ανθρώπους που αφιερώνουν το χρόνο τους έχοντας στο μυαλό τους ότι ασκούν φιλανθρωπικό έργο. Ο χρόνος που αφιερώνουν επιβραβεύεται με κάτι άλλο εκτός από χρήματα. Είναι μια τελείως διαφορετική πρακτική του τι δύναται να παρακινήσει τους ανθρώπους.


Κ.Π.: Θεωρείτε ότι παρόμοιου είδους (wiki) εγχειρήματα συμβάλλουν στο άνοιγμα της γνώσης;


K.W.: Στην εποχή μας, θα πρέπει κάποιος να ασχοληθεί λίγο πιο σοβαρά με αυτά τα πράγματα. Είναι καλό ότι οι άνθρωποι θέλουν να δημιουργήσουν όλες αυτές τις ιστοσελίδες και να προσφέρουν τόσο υλικό, αλλά σε πολλές περιπτώσεις απλά κάνουν το Google πλουσιότερο. Πουλά διαφημίσεις εκμεταλλευόμενο όλη αυτήν την εθελοντική εργασία. Θεωρώ ότι μερικές φορές, αντί να εξυμνούμε την εν λόγω κατάσταση, καλό θα ήταν να την μελετήσουμε υπό το πρίσμα μιας συνολικής κριτικής. Αυτό που αποκαλούσε ο Guy Debord «κοινωνία του θεάματος» φαντάζει τώρα σαν τις παλιές καλές μέρες. Τουλάχιστον ασχολήθηκε με την κατασκευή εικόνων που ίσως να θέλουμε να κοιτάξουμε. Σήμερα, πρέπει να φτιάξουμε τις δικές μας εικόνες. Αυτό είνα ένα από τα «μοντέλα εργασίας» της νέας διανυσματικής (vectoralist) τάξης πραγμάτων: μην κάνεις τίποτα, αλλά επίτρεψέ μας να εργαζόμαστε για τη διασκέδασή μας και παρόλα αυτά χρεωνέ μας με ενοίκιο γι΄αυτό!


Κ.Π.: Η wikipedia ως μέσον αλληλεπίδρασης θέτει περιορισμούς στους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να συνεισφέρουμε πληροφορίες;


K.W.: Φυσικά, και αυτό είναι που την κάνει τόσο καλή. Έλυσε ένα τεράστιο πρόβλημα. Στην αγγλική γλώσσα τουλάχιστον (γνωρίζω λιγότερα για τις υπόλοιπες γλώσσες), η κυρίαρχη μορφή της επικοινωνίας στο διαδίκτυο ήταν η συζήτηση. Η δημιουργία blogs επιδείνωσε την υπάρχουσα κατάσταση. Κοιτάχτε, δεν έχω τίποτα άλλο εναντίον της συζήτησης, εκτός από ότι παρέχει περιορισμένες δυνατότητες στην προσπάθεια παραγωγής γνώσης. Η Wikipedia προσέφερε μια τελείως διαφορετική πρακτική. Περιόρισε τη συζήτηση στις τελευταίες σελίδες και δημιούργησε ένα υπόδειγμα που είναι σε θέση να παράγει ένα είδος «ενημερωμένης ομόφωνα αποδεκτής πραγματικότητας». Δεν είναι αγνή δημοκρατία. Ορισμένες γνώμες στη wikipedia μετρούν περισσότερο από ότι άλλες, αλλά χρειάζεται να κερδίσει πρώτα κάποιος το σεβασμό των άλλων, προτού η γνώμη του αρχίσει πραγματικά να υπολογίζεται. Δεν μπορείς, έτσι απλά να το διασφαλίσεις. Δεν μπορείς να το εξαγοράσεις.


Αυτή, όμως, δεν είναι η απάντηση σε όλα. Πρέπει να αντιληφθούμε τη wikipedia σαν ένα παράδειγμα ενός συνόλου πρακτικών για τη συνεργατική παραγωγή γνώσης, οι περισσότερες εκ των οποίων δεν έχουν ακόμη επινοηθεί. Ξετυλίγεις, λοιπόν, τα επιχειρήματά σου στα blogs και καταχωρίζεις τις πληροφορίες που χρίζουν κοινής αποδοχής στη wikipedia. Τι άλλο; Αλλά τι γίνεται με τη συνεργατική ποιητική; Υπάρχει στη μουσική και στη μαζική κουλτούρα. Και η συνεργατική κριτική θεωρία; Αυτό είναι δύσκολο. Έκανα μια μικρή προσπάθεια να την προσεγγίσω με το βιβλίο μου για τη Θεωρία Παικτών (Gamer Theory). Επιχειρεί να συνδυάσει τη φωνή της ιδιοσυγκρασίας του συγγραφέα με την κοινόχρηστη παραγωγή κειμένων. Αυτό, όμως, είναι μόνο ένα παράδειγμα. Εμπρός, λοιπόν, ας επινοήσουμε και άλλα!


Κ.Π.: Η πίστη σας στη συνεργατική παραγωγή γνώσης, την αποκέντρωση και τις νέες πρακτικές συγγραφής υποδηλώνει ότι αυτόματα ανθίστανται σε κάθε είδους δύναμη. Πείτε μου για τη δύναμη. Καθίσταται αυτόματα απαρχαιωμένη η κριτική προσέγγιση της γνώσης σαν παιχνίδι; Και αν τα πράγματα έχουν έτσι, αποτελεί προϋπόθεση η κριτική κατανόηση της συνεργασίας για την ενασχόληση με τέτοιου τύπου πρακτικές;


K.W.: Δεν θα έθετα το ζήτημα ακριβώς έτσι, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θεωρώ τη δύναμη μόνο ως αρνητικό, σαν ένα είδος περιορισμού ή διαστρέβλωσης του φυσικού, του αληθινού ή του δίκαιου. Κοντολογίς, όπως ακριβώς τη θεωρούσε ο Ρουσσώ. Αντιθέτως, ο Φουκώ προτείνει να δούμε την εξουσία σαν κάτι θετικό. Σύμφωνα με το Φουκώ, υπάρχουν διαφορετικά είδη θετικής και παραγωγικής δύναμης. Εγώ, στην πραγματικότητα, συνδυάζω τις δύο προσεγγίσεις. Θεωρώ ότι το υπόδειγμα του οικονομικού αγαθού είναι πράγματι στρεβλωτικό και περιοριστικό, αλλά όχι όσον αφορά στη φυσική κατάσταση των πραγμάτων, αλλά αναφορικά με την ποικιλία των πιθανών δυνάμεων.


Η πληροφορία παγιδευμένη στη μορφή του οικονομικού αγαθού είναι, κατά μίαν έννοια, οντολογικά τυφλή, αλλά ούτως ή άλλως κάθε μορφή δύναμης επιβάλλει κάποιο είδος τύφλωσης. Θα είμαστε καλύτερα, όταν υπάρχουν περισσότερες της μίας μορφές δύναμης, περισσότεροι του ενός είδους περιορισμοί και στρεβλώσεις. Συνεπώς, επιχειρηματολογώ υπέρ της συνεργατικής παραγωγής γνώσης πέρα από τη θεώρησή της ως οικονομικού αγαθού, και όχι ως χρυσού δείκτη του τι είναι αληθινό, αλλά ως μιας πιθανής αντιθετικής μορφής δύναμης.


Σε μια «οικονομία της δωρεάς», οι συνεργατικές πρακτικές, πέρα από το υπόδειγμα του οικονομικού αγαθού, έχουν τη δική τους ιδιαίτερη ιστορία στις τάξεις των λογίων, των καλλιτεχνών και των χάκερς. Το ενδιαφέρον μου επικεντρώνεται στα κοινά των εν λόγω εμπειριών. Μια κριτική αποτίμησή τους, των περιορισμών και των δυνατοτήτων τους θα μας βοηθούσε να παράγουμε γνώση με διαφορετικό τρόπο. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της «αξίας» σε άλλη βάση. Πρέπει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο να γίνουμε διαφορετικοί. Καλά πληροφορημένοι για τους άλλους και πληροφορημένοι με διαφορετικούς τρόπους.


Κ.Π.: Στο έργο σας, προσδιορίζετε την εμπορευματοποίηση ως τον πραγματικό εχθρό της αφθονίας, υποστηρίζοντας ότι το «έργο των χάκερς» την απελευθερώνει από την τεχνητή έλλειψη. Σίγουρα η έλλειψη δεν αποτελεί μόνο μια λειτουργία του υποδείγματος του οικονομικού αγαθού; Σίγουρα όλοι εμείς που έχουμε τη δυνατότητα πρόσβασης στο wiki δεν θα επιλύαμε το πρόβλημα του πώς παράγεται και δομείται η γνώση;


K.W.: Το μόνο πράγμα που πραγματικά δεν βρίσκεται σε έλλειψη, και αυτό εν μέρει, είναι η πληροφορία. Τώρα μόλις, ανακαλύπτουμε τις περίεργες οντολογικές της ιδιότητες: η κατοχή πληροφοριών από κάποιον δεν τις στερεί από κάποιον άλλο. Εδώ, λοιπόν, τίθενται τα θεμέλια ενός νέου είδους κοινωνικής σχέσης, γύρω από αυτό το σημείο της υπερβολής, όπου το οικονομικό αγαθό λειτουργεί πλέον ως τροχοπέδη αντί για ενδυναμωτής.


Αλλά και η ελεύθερη πληροφόρηση από μόνη της δεν αποτελεί λύση. Είναι και ζήτημα εκδημοκρατισμού της ικανότητας χρήσης της- το ονομάζω ικανότητα γνώσης. Γνώση είναι η πληροφορία στο κατάλληλο πλαίσιο, ως πρακτική. Θα διαχωρίζω την προαναφερθείσα θεώρηση της γνώσης από αυτό που ονομάζω «εκπαίδευση», το οποίο εξακολουθεί να βασίζεται στο μοντέλο της έλλειψης.Στις Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, η εκπαίδευση είναι ένα αγαθό πολυτελείας. Η πρόσβαση σε αυτήν είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Συνεπώς, πρωτοβουλίες σαν τη wikipedia, ίσως αποτελούν αναγκαίο βήμα, αλλά σίγουρα όχι αρκετό. Δεν φανταζόμαστε ακόμα μια γενικευμένη πρακτική γνώσης γύρω από αυτήν.


Κ.Π.: Πώς αποτυπώνεται στο έργο σας το άτομο, ο χάκερ; Από πού εκπηγάζει η σχετική αυτονομία και κυριαρχία που προσδίδετε στο άτομο ως χάκερ; Έχει γεννηθεί ελεύθερος/η από το ζυγό του κεφαλαίου; Πώς η αντίληψή της διέφυγε από τα πλοκάμια της γλώσσας, ώστε να απελευθερωθεί πραγματικά; Πώς θα μπορούσε μια εξηντάχρονη Ελληνίδα γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα να ανήκει πραγματικά στη συνομοταξία των χάκερς;


K.W.: Θα ήθελα αφαιρέσω το μυστήριο γύρω από τον όρο «χάκερ» και να τον γενικεύσω. Ο χάκερ δημιουργεί γνώση, ή ακόμα και πολιτισμό σε οποιαδήποτε μορφή, ενδεχομένως στον προγραμματισμό, αλλά και στη μουσική, ακόμα και στη βιοτεχνολογία. Ο διαχωρισμός της εργασίας μάς ωθεί να φανταζόμαστε ότι όλοι αυτοί είναι ξεχωριστοί κόσμοι, χωρίς να υπάρχει κανένα συνδετικό στοιχείο μεταξύ τους. Ο καθένας διαθέτει τη δική του κουλτούρα και υποκουλτούρες. Οι προγραμματιστές δεν έχουν, συνήθως, καμιά σχέση με τους μουσικούς και οι μουσικοί με τους συγγραφείς και ου το κάθ’ εξής.


Όσον αφορά, όμως, στο υπόδειγμα του οικονομικού αγαθού, όλα αυτά τα είδη «έργου των χάκερς» είναι ισοδύναμα, και αυτό που τα καθιστά ισοδύναμα είναι η πνευματική ιδιοκτησία. Χ ποσότητα των αντιγράφων ενός έργου μου αξίζουν όσο Υ ποσότητα των πατεντών κάποιου άλλου. Συνεπώς, θεωρώ ότι έχουμε κοινό συμφέρον, ακόμα και εκεί που η κουλτούρα μας διαφέρει.


Ο χάκερ είναι αυτόνομος μόνο υπό μία έννοια, μόνο κατά τη διάρκεια που μπαίνει παράνομα στο δίκτυο, τη στιγμή της δημιουργίας, κάθε τέτοιου είδους πράξη δημιουργίας προέρχεται και επιστρέφει σε μία σημαντική συλλογική δουλειά. Είναι το προϊόν αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «γενική διάνοια», αν και εγώ δεν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο.


Κ.Π.: Πώς καθορίζουν οι δομικές ανισότητες την πρόσβαση στη συνομοταξία των χάκερς. Ποια είναι τα προαπαιτούμενα για να γίνει κάποιος χάκερ;


K.W.: Ο καθένας είναι χάκερ με την οντολογική έννοια. Ο καθένας δημιουργεί κάτι καινούριο από το παλιό, και το έργο των χάκερ αποδεσμεύει την πραγματικότητα από την ιδιοκτησία. Δεν στρέφονται, όμως, όλοι προς την πνευματική ιδιοκτησία. Οι χάκερς ως ομάδα προσδιορίζονται από τη σχέση του έργου τους ορόμενου ως γενική κοινωνική δραστηριότητα και της πνευματικής ιδιοκτησίας, η οποία αναγνωρίζει ορισμένους μόνο χάκερς και όχι άλλους.


Άρα οι χάκερς είναι μια προνομιούχος τάξη. Οι χάκερς ωστόσο, σε γενικές γραμμές, δεν διαθέτουν τα μέσα για να συνειδητοποιήσουν την πραγματική αξία του τι κάνουν (κάνουμε). Πρέπει να πουλήσουμε ή να εκχωρήσουμε την πνευματική ιδιοκτησία μας σε άλλους, στους ιδιοκτήτες των μέσων πραγματοποίησης της αξίας. Τους αποκαλώ διανυσματική τάξη. Είναι οι ιδιοκτήτες των χώρων όπου αποθηκεύονται, επικοινωνούνται ή αποκτούν οι πληροφορίες υλική υπόσταση.


Κ.Π.: Συμφωνείτε με όσους υποστηρίζουν ότι η σύγχρονη μαζικά παραγόμενη αλληλεπίδραση με την οποία λειτουργεί το διαδίκτυο δομεί τη διαδικτυακή επικοινωνία; Θεωρείτε ότι η αλληλεπίδραση (ένας συνδυασμός γλώσσας, οπτικής γλώσσας και ου το κάθ’ εξής) μέσω της οποίας παράγεται και συγκεντρώνεται η γνώση επηρεάζει το «έργο» των χάκερς;


K.W.: Ναι, αλλά μόνο εν μέρει. Το πλαίσιο στο οποίο κάποιος εργάζεται, θέτει τα όρια του τι μπορεί να κάνει. Αλλά (για να παραφράσω τον Deleuze, ο οποίος παραφράζει το Spinoza), ποιος είναι σε θέση να γνωρίζει τι πραγματικά μπορεί να κάνει ένας χακερ; Ποιος γνωρίζει τις δυνατότητες μιας αλληλεπίδρασης μέχρι κάποιος να ασχοληθέι μαζί της; Να προσπαθήσει, ίσως, να τη διασπάσει; Να τη μεταχειριστεί από αισθητικής άποψης και λειτουργικής;


Για ΄μένα το πρόβλημα έγκειται, περισσότερο μάλλον, στο υπόδειγμα του οικονομικού αγαθού παρά στον τρόπο επικοινωνίας. Η θεώρηση της πληροφορίας ως αντικειμένου και άρα ως αντικείμενο ανήκει σε κάποιον αποτελεί παρεξήγηση του τι πράγματι είναι η πληροφορία και τι δύναται να επιτύχει.


Κ.Π.: Με την αναφορά της λέξης «παιχνίδι» στον τίτλο του νέου σας βιβλίου τοποθετείτε το έργο σας εντός ενός πολύ διαφορετικού επιστημολογικού παραδείγματος. Γιατί δεν αποφεύγετε τη «θεωρία παιγνίων» και δεν χρησιμοποιείτε τη λέξη «play (παιχνίδι)»;


K.W.: Στην πραγματικότητα, το βιβλίο ασχολείται με τη θεωρία παικτών και όχι με τη θεωρία παιγνίων, την οποία θεωρώ ως κάτι τελείως αντίθετο. Αναφέρεται στην ποιότητα, την υποκειμενικότητα και το προσωρινό- όλα όσα, δηλαδή, αφήνει απ’ έξω η θεωρία παιγνίων. Το θεωρητικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου βιβλίου αποτελούν οι Huizinga, Bataille, Callois, Debord και Perec. Δεν θέλω, όμως, να προσδώσω προνομιούχο θέση στη λέξη «play (παιχνίδι)» σε αντίθεση με τη λέξη «game». Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο έχει «θέση στο παιχνίδι». Η στρατιωτική βιομηχανία διασκέδασης έχει σφετεριστεί τη λέξη «play (παιχνίδι)», όπως ακριβώς και τη λέξη «game», κυρίως υπό τη σκέπη της «δημιουργικότητας», η οποία θεωρείται πλέον πηγή παραγωγικότητας.


Βασικά, υποστηρίζω ότι σε έναν κόσμο, ο οποίος ομοιάζει όλο και περισσότερο με παιχνίδι, στο οποίο όλοι ανταγωνιζόμαστε ο ένας τον άλλο, είτε στον εργασιακό χώρο μας, είτε στον ελέυθερο χρόνο μας, ακόμα και στην ερωτική ζωή μας, αυτό που πραγματικά διακρίνει τα παιχνίδι των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι ότι είναι το μόνο μέρος, όπου ο αγώνας διεξάγεται επί ίσοις όροις και ο αγωνιστικός χώρος είναι όντος επίπεδος. Εκεί, η νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία της «δίκαιης μεταχείρισης» αποτελεί «πραγματοποιημένη ουτοπία», αλλά σε αυτόν το λόγο βασίζεται και η κριτική της αποτυχίας της νεο-φιλελεύθερης ζωής να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις της.


Διαβάστε ακόμα


Η θεωρία του παίκτη (Gamer theory)


Συνέντευξη του McKenzie Wark στο First Monday



Δευτέρα 7 Ιουλίου 2008

Έφυγε ο σύντροφος Κανέλλος



Στον σύντροφο Κανέλο, του χρωστάγαμε να πεθάνει με την αξιοπρέπεια που κέρδισε με τους αγώνες του, όπως εζησε στα χέρια των συντρόφων του και συναγωνιστών του και όχι του μπόγια όπου τον πέταξαν πέρυσι εξαιτίας των γηρατιών του, εγκληματικά, ψυχρά και τεχνοκρατικά οι τσανακογλύφτες της εξουσίας.




Η επιθυμία του σύντροφου Κάνελλου να ζήσει και να πεθάνει νικητής, στα χέρια των συντρόφων και φίλων του, και να επιστρέψει για πάντα στο χώρο που αγάπησε και τον αγάπησαν, εκεί όπου πέρασε όλη του τη ζωή με δική του βούληση (προστατεύοντας με αυταπάρνηση το Πολυτεχνείο μέρα νύχτα, για πάνω από μια δεκαετία), εκπληρώθηκε. Στις 2 Ιούλη του 2008, ο σύντροφος Κανέλλος με την συμμετοχή πολλών συντρόφων και φίλων του, επέστρεψε για πάντα στο χωρο του και στην αθανασία.




Πισω ρουφιάνοι, εμπρός για πάντα Κανέλλο!




Θα σε έχουμε για παντα στο μυαλό μας. Ευχαριστούμε




Ντικ, Κανέλλος και Σύντροφοι








Ο σ. Κανέλος περνάει καλά






Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

Χοακίν Πέρεζ Ναβάρρο Ο τελευταίος των «Φίλων του Ντουρρούτι»

Νεκρολογία για τον τελευταίο επιζώντα της θρυλικής αναρχικής ομάδας «Οι Φίλοι του Ντουρρούτι»Χοακίν Πέρεζ Ναβάρρο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, παρακολούθησα στο Λονδίνο μια ταινία για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Κάποια στιγμή, ένας γέροντας που καθόταν δίπλα μου άρχισε να δακρύζει μέχρι που από μια στιγμή και έπειτα το δάκρυ μεταβλήθηκε σε κλάμα και άρχισε να γίνεται περισσότερο έκδηλο. Αργότερα, έμαθα ότι ο γέροντας αυτός ήταν ο Χοακίν Πέρεζ Ναβάρρο, ο οποίος πέθανε πρόσφατα (Σεπτέμβρης 2006) σε ηλικία 99 χρόνων και ήταν ο τελευταίος επιζών από τα μέλη της ομάδας «Οι Φίλοι του Ντουρρούτι».

Η ομάδα αυτή σχηματίστηκε με πρωταρχικό καθήκον να αντιταχθεί στη στρατιωτικοποίηση των πολιτοφυλακών της CNT καθώς και τις προδοσίες του Κομμουνιστικού Κόμματος, παίρνοντας το όνομα του επικεφαλής των πολιτιφυλακών αυτών Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, ο οποίος σκοτώθηκε το Νοέμβρη του 1936 στη διάρκεια των μαζών για την υπεράσπιση της Μαδρίτης από τα φρανκικά στρατεύματα.

Ο Χοακίν γεννήθηκε από αγροτική οικογένεια στο Calpes de Arenso, κοντά στην Castillon και ήταν το πρώτο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Σε ηλικία 11 χρόνων έχασε τον πατέρα του και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Βαρκελώνη. Το 1919, σε ηλικία 12 χρόνων, έγινε μέλος του αναρχοσυνδικαλιστικού συνδικάτου CNT.

Στις αρχές του 1936, ο Χοακίν πήρε μέρος στην αρχική μάχη στη Βαρκελώνη εναντίον των φρανκιστών και μετέπειτα πολέμησε σο μέτωπο της Αραγκόν με τις αναρχικές πολιτοφυλακές. Το 1937 έγινε μέλος της ομάδας «Οι Φίλοι του Ντουρρούτι» και πήρε μέρος στις μάχες το Μάη του 1937 στη Βαρκελώνη. Τα γεγονότα αυτά, το ξέσπασμα δηλαδή των μαχών μεταξύ των αναρχικών και των ανεξάρτητων σοσιαλιστών από τη μια και των σταλινικών κομμουνιστών και δυνάμεων της Εθνοφρουράς από την άλλη, έγιναν αντικείμενο του βιβλίου του Τζορτζ Όργουελ «Φόρος Τιμής στην Καταλονία» καθώς και της ταινίας του Κεν Λόουτς «Γη και Ελευθερία» («Land and Freedom») του 1995.

Αργότερα, ο Χοακίν πολέμησε με τη «Σιδηρά Φάλαγγα», μια αναρχική πολιτοφυλακή η οποία αρχικά αποτελέστηκε από πρώην φυλακισμένους που απελευθερώθηκαν από τι φυλακές της Δημοκρατίας.
Στα τέλη του 1938, ο Χοακίν συνελήφθη και υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τους σταλινικούς, που τον απείλησαν και με θάνατο, και φυλακίστηκε στη φυλακή Montjuic. Αλλά με απέδρασε και με την επικράτηση του Φράνκο κατέφυγε στη Γαλλία, όπου, όμως, κλείστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις τοποθεσίες Argeles και Barcares, ενώ εργάστηκε σε καταναγκαστικά έργα στη Βρέστη. Με την πτώση της Γαλλίας στους χιτλερικούς το 1940, απέδρασε και κατέφυγε στην Αγγλία.
Εκεί συμμετείχε σε μια αναρχική ομάδα Ισπανών εξορίστων. Στο διάστημα 1969-1974 ήταν μέλος της επιτροπής συμπαράστασης της CNT στη Βρετανία. Μετά από ένα μικρό διάστημα εργαζόμενος στον οικοδομικό χώρο, εργάστηκε στο ξενοδοχείο Mayfair για αρκετά χρόνια. Μετέπειτα εργάστηκε σε διάφορες άλλες εργασίες μέχρι τη συνταξιοδότησή του.

Ο Χοακίν έγραψε τρία βιβλία στην ισπανική γλώσσα. Στο πρώτο από αυτά τα βιβλία με τον τίτλο «Relato Poetico» («Ποιητική Αναφορά» - 1995) περιείχε τις εμπειρίες του. Αφιερωμένος ολοκληρωτικά στις αναρχικές του ιδέες, μετέφερε στο βιβλίο αυτό όλη την ατμόσφαιρα αδικίας και αγώνα στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα λες και έγιναν μόλις την προηγούμενη μέρα.

Το 1953 συνάντησε την Κάρμεν, κουνιάδα του καλύτερου φίλου του, αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν και έζησαν μαζί για 50 χρόνια. Η Κάρμεν πέθανε δύο χρόνια πριν τον Χοακίν. Απέκτησαν μια κόρη τη Βιολέτ.

* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Guardian» και μετά στο www.anarkismo.net στα τέλη Σεπτέμβρη 2006. Ελληνική μετάφραση «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 25 Οκτώβρη 2006.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Ο Badiou για τον Althusser και την Υποκειμενικότητα χωρίς Υποκείμενο

Ακολουθεί μια δική μου μετάφραση του κεφαλαίου “Althusser: Subjectivity without a Subject,” σελ. 58-67, του βιβλίου του Alain Badiou, Metapolitics (London: Verso 2005), αγγλικής μετάφρασης (από τον J. Barker) του πρωτότυπου γαλλικού βιβλίου Abrégé de métapolitique (Paris: Seuil, 1998). (Επίσης, μπορείτε να το κατεβάσετε σαν αρχείο pdf εδώ.)

Althusser: Υποκειμενικότητα χωρίς Υποκείμενο
Alain Badiou

Αν παραβλέψουμε τους αμέτρητους κακεντρεχείς θεατές, για τους οποίους ο Αλτουσέρ είχε γίνει μια απλώς παθολογική περίπτωση, κληρονομημένη στους μελετητές των ιδιορρύθμων ψυχών, μου φαίνεται ότι υπάρχουν δυο ιδέες, που κυριαρχούν στην έρευνα για την θεωρητική δουλειά του, έρευνα που διεξάγεται με μεγάλη διεθνή θέρμη και η οποία δεν έχει ακόμη εξασθενίσει – κι αυτό είναι ένα καλό σημάδι.

Η πρώτη είναι η τοποθέτηση του Αλτουσέρ σε σχέση με τον Μαρξισμό.

Η δεύτερη είναι η προσπάθεια αναζήτησης στη δουλειά του μιας θεωρίας του υποκειμένου

Για το πρώτο ζήτημα, πιστεύω, για να το θέσω καθαρά, ότι ο Μαρξισμός δεν υπάρχει. Όπως έχω ήδη πει, ο Sylvain Lazarus έχει δείξει ότι μεταξύ Μαρξ και Λένιν υπάρχει μάλλον μια ρήξη και μια ανασύνθεση, παρά μια συνέχεια και μια εξέλιξη. Παρόμοια, υπάρχει μια ρήξη μεταξύ Στάλιν και Λένιν και μεταξύ Μάο και Στάλιν. Ο Αλτουσέρ εκφράζει μια ακόμη άλλη προσπάθεια ρήξης. Κι αυτό που κάνει την εικόνα ακόμη πιο περίπλοκη είναι ότι όλες αυτές οι ρήξεις είναι διαφορετικών τύπων. Όλα αυτά κάνουν τον ‘Μαρξισμό’ το (κενό) όνομα ενός απόλυτα ασυμβάτου συνόλου, κάθε φορά που σ’ αυτόν αναφέρεται, όπως θα έπρεπε φυσικά, η ιστορία των πολιτικών ιδιαιτεροτήτων.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το σχέδιο για μια ‘Μαρξιστική φιλοσοφία,’ που κάποτε κήρυσσε ο Αλτουσέρ, ήταν αυτό που ο ίδιος αργότερα εγκατέλειπε. Ο Αλτουσέρ εξηγεί με τέλειο τρόπο, στο Ο Λένιν κι η Φιλοσοφία,[1] ότι οι Μαρξ και Λένιν δεν εγκαινίαζαν μια νέα φιλοσοφία, αλλά μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που έχει σχέση με την πολιτική.

Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να διεισδύσει κανείς στη δουλειά του Αλτουσέρ, αν τη βλέπει σαν ‘περίπτωση’ του Μαρξισμού ή σαν μια (ατελή) έκφανση της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Για να διεισδύσουμε στη δουλειά του Αλτουσέρ, πρέπει να εξετάσουμε την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματός του και τους εντελώς ιδιαίτερους στόχους του.

Το πρωταρχικό ερώτημα είναι, επομένως, το εξής: πώς – από ποιο γνωσιακό τόπο – μπορεί κανείς να συλλάβει την ιδιαιτερότητα του Αλτουσέρ; Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει, χωρίς να χρειάζεται κανείς να καταφεύγει στα a priori, δηλαδή, στα a priori του Μαρξισμού;

Για το δεύτερο ζήτημα, η ετυμηγορία μου είναι απόλυτη: δεν υπάρχει καμία θεωρία του υποκειμένου στον Αλτουσέρ, ούτε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.

Για τον Αλτουσέρ, κάθε θεωρία προχωρά μέσω εννοιών. Αλλά το ‘υποκείμενο’ δεν είναι έννοια. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στη ‘Σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ.’ Για παράδειγμα: “η έννοια ‘διαδικασία’ είναι επιστημονική, η έννοια ‘υποκείμενο’ είναι ιδεολογική.”[2] Το ‘υποκείμενο’ δεν είναι το όνομα μιας έννοιας, αλλά μιας αντίληψης, δηλαδή, το σημάδι κάποιου ανύπαρκτου πράγματος. Δεν υπάρχει κανένα υποκείμενο, αφού υπάρχουν μόνο διαδικασίες.

Η συχνή προσπάθεια συμπλήρωσης του Αλτουσέρ με τον Λακάν σ’ αυτό το ζήτημα, κάτι που φαίνεται να βασίζεται σε κάποια απ’ τα κείμενα του Αλτουσέρ για την ψυχανάλυση, είναι κατά τη γνώμη μου ανυπόστατη. Στον Λακάν υπάρχει μια θεωρητική έννοια του υποκειμένου, η οποία, επιπλέον, έχει και οντολογική βάση. Διότι η ουσία του υποκειμένου στον Λακάν είναι η σύζευξη του κενού με το ‘αντικείμενο μικρό α’ [‘objet petit a’]. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στον Αλτουσέρ, για τον οποίον η ύπαρξη του αντικειμένου είναι περισσότερο προβληματική απ’ ό,τι του υποκειμένου. Ο Αλτουσέρ γράφει: ‘αντικείμενο = κατοπτρική αντανάκλαση του υποκειμένου.’[3] Το αντικείμενο είναι, επομένως, το είδωλο κάποιου ανύπαρκτου πράγματος. Η διαδικασία χωρίς υποκείμενο λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά, όπως η διαδικασία χωρίς αντικείμενο.

Το δεύτερο πρωταρχικό ερώτημα, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι το εξής: αν δεν υπάρχει υποκείμενο, αν υπάρχουν μόνο διαδικασίες χωρίς υποκείμενο, τότε πώς μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική απ’ την επιστήμη των διαδικασιών χωρίς υποκείμενο, δηλαδή, απ’ την επιστήμη της ιστορίας, με τη μορφή του ιστορικού υλισμού; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική απ’ την επιστήμη (του ιστορικού υλισμού) χωρίς, προφανώς, να την αναγάγουμε σε ιδεολογία;

Τώρα, το ότι η πολιτική δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε ιδεολογία είναι μια πεποίθηση, που σταθερά διαβεβαιώνεται απ’ τον Αλτουσέρ. Το 1965, είχε διακρίνει την πολιτική πρακτική απ’ την ιδεολογική και την επιστημονική πρακτική. Το 1968, είχε εξηγήσει ότι κάθε διαδικασία γίνεται μέσα σε ‘σχέσεις,’[4] που μπορεί να είναι οι σχέσεις παραγωγής, αλλά επίσης κι άλλες σχέσεις: πολιτικές ή ιδεολογικές, εδώ για μια φορά ακόμη ξεχωριστές μεταξύ τους.

Κι ακόμη καλύτερα: ο Αλτουσέρ δέχεται ότι μόνο οι “αγωνιστές της επαναστατικής ταξικής πάλης” μπορούν στην πραγματικότητα να συλλάβουν την έννοια της διαδικασίας μέσα σε σχέσεις. Επομένως, η αληθινή έννοια της διαδικασίας είναι κτήμα μόνον όσων ασχολούνται με την πολιτική πρακτική.

Τέλος, υπάρχουν τρία ζητήματα, των οποίων η ενότητα πρέπει να γίνει κατανοητή πλήρως. Πρώτο, η πολιτική είναι ξεχωριστή κι απ’ την επιστήμη κι απ’ την ιδεολογία. Δεύτερο, πάνω στην έννοια του υποκειμένου είναι αδύνατο να θεμελιωθούν αυτές οι διακρίσεις. Τρίτο, είναι με την πολιτική που η έννοια ‘της διαδικασίας μέσα σε σχέσεις’ μπορεί να γίνει αντιληπτή.

Ας υποστηρίξουμε λοιπόν ότι κάθε ‘αντιληπτή’ [pensant] σχέση για τον Αλτουσέρ πρέπει να αρχίζει με τη διαπραγμάτευση δυο ερωτημάτων. Πρώτο, υπάρχει το ερώτημα της ιδιαιτερότητας του εγχειρήματός του, η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή εντελώς διαφορετικά από ό,τι σαν περίπτωση υπαγωγής στο κενό όνομα του ‘Μαρξισμού.’ Και δεύτερο, μέσα σ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, βρίσκεται το ερώτημα της πολιτικής σαν διαδικασίας χωρίς υποκείμενο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από μόνη της η πολιτική διαδικασία είναι ικανή, στην αγωνιστική της διάσταση, να οδηγήσει στην έννοια του τι γενικώς είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο.

Ας δώσουμε κάποιες κατευθύνσεις σ’ αυτές τις δυο προϋποθέσεις.

Ο τόπος, απ’ όπου μιλά ο Αλτουσέρ είναι η φιλοσοφία. Όπως σε κάθε φιλοσοφία, ο Αλτουσέρ επιδιώκει να δώσει έναν ορισμό της ίδιας της φιλοσοφίας. Κι όλοι γνωρίζουν ότι ο Αλτουσέρ έχει δώσει (τουλάχιστον) δυο ορισμούς της φιλοσοφίας.

Ο πρώτος είναι η ‘θεωρία της θεωρητικής πρακτικής.’[5] Ο ορισμός αυτός παραμένει μέσα στο πλαίσιο του διαλεκτικού υλισμού σαν μια τυπική σύνθεση των διαδικασιών της σκέψης.

Ο δεύτερος είναι η ‘αναπαράσταση της ταξικής πάλης στις επιστήμες’ [représentation de la lutte des classes auprès des sciences].[6] Ή: η αναπαράσταση, ως προς τις επιστήμες, της πολιτικής. Ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι η θεμελιώδης συνθήκη της φιλοσοφικής δραστηριότητας είναι η εξάρτησή της απ’ την πολιτική, απ’ την πολιτική διασαφήνιση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το σχέδιο του Αλτουσέρ γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης των χαρακτηριστικών της πολιτικής μετά τον Στάλιν κάτω απ’ την αιγίδα μιας φιλοσοφικής ρήξης.

Γιατί είναι βάσιμο αυτό το σχέδιο; Ακριβώς επειδή ο,τιδήποτε συμβαίνει στην φιλοσοφία είναι οργανικά συνδεδεμένο με την πολιτική συνθήκη της φιλοσοφίας. Έτσι, μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί την φιλοσοφία, από μέσα απ’ το εσωτερικό της, σαν ένα είδος μηχανισμού αντιγραφής της ίδιας της δικής της πολιτικής συνθήκης. Ιδιαίτερα, μια νέα φιλοσοφική δυνατότητα θα μπορούσε να επιτρέψει την αποκρυπτογράφησή της – παρότι με κόστος μια πολύπλοκη ‘διάστρεψη’ – σαν ένα ενδο-φιλοσοφικό δείκτη της πραγματικής κίνησης της πολιτικής συνθήκης. Για τον Αλτουσέρ, η ελπίδα ήταν ότι μια νέα φιλοσοφική δραστηριότητα θα ερχόταν να επιβεβαιώσει αυτό που ήταν στη διαδικασία να γίνει αντιληπτό μέσα στην πολιτική μετά τον Στάλιν.

Για να γίνει κατανοητή κάθε χροιά αυτού του σχεδίου, είναι κρίσιμης σημασίας να μη συγχέεται αυτό με το σχέδιο της πολιτικής φιλοσοφίας και είναι σ’ αυτό το ζήτημα, που η ρήξη, την οποίαν έφερε ο Αλτουσέρ, οδηγεί στα κατευθυντήρια ερωτήματα της δικής μας της μεταπολιτικής. Το ότι η φιλοσοφία είναι το μέρος που μπορεί να γίνει κατανοητή η πολιτική μετά τον Στάλιν, εξ ολοκλήρου απορρίπτεται απ’ τον Αλτουσέρ. Στην πραγματικότητα, μόνον οι πολιτικοί αγωνιστές σκέφτονται αποτελεσματικά την πολιτική καινοτομία. Αυτό που η φιλοσοφία είναι ικανή να κάνει είναι να αντιγράψει, μέσα στο ξεδίπλωμα των προηγουμένως αοράτων φιλοσοφικών δυνατοτήτων, το σημάδι μιας ανανεωμένης ‘ικανότητας αντίληψης’ (όπως λέει ο Lazarus) της πολιτικής, που γίνεται κατανοητή στη βάση της δικής της άσκησης. Ο Αλτουσέρ γνώριζε πολύ καλά ότι οποιοσδήποτε ισχυριζόταν πως η φιλοσοφία σκέφτεται απευθείας την πολιτική – και συνεπώς μετονόμαζε ‘το πολιτικό’ – απλώς υπέβαλε την φιλοσοφία στην αντικειμενικότητα του Κράτους. Αν η φιλοσοφία είναι ικανή να αντιγράψει ό,τι συμβαίνει στην πολιτική, αυτό γίνεται ακριβώς επειδή η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία της πολιτικής, αλλά μια ιδιάζουσα [sui generis] δραστηριότητα της σκέψης, η οποία καθορίζεται απ’ τα συμβάντα της πραγματικής πολιτικής (τα συμβάντα της ταξικής πάλης, με τη γλώσσα του Αλτουσέρ). Και μέσα απ’ την επιτέλεση μιας σεισμογραφικής λειτουργίας ως προς τις πραγματικές κινήσεις της αντιληπτής πολιτικής, ο Αλτουσέρ θα κατασκευάσει τις πολύ ειδικές ρυθμίσεις, που η φιλοσοφία απαιτείται να κατέχει:

Η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια δραστηριότητα διαχωρισμών, ένας συλλογισμός των διαχωρισμών μέσα στη σκέψη. Επομένως, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να σχηματίσει τη θεωρία της πολιτικής. Αλλά μπορεί να χαράξει νέες γραμμές διαμερισμού, να συλλογισθεί νέους διαχωρισμούς, που να επαληθεύουν τη ‘μετατόπιση’ της πολιτικής συνθήκης.

Η φιλοσοφία δεν έχει κανένα αντικείμενο. Ιδιαίτερα, το ‘πολιτικό’ αντικείμενο δεν υπάρχει γι’ αυτήν. Η φιλοσοφία είναι μια δράση, της οποίας τα αποτελέσματα είναι αυστηρώς ενυπάρχοντα [immanent]. Είναι η ανακάλυψη νέων πραγματικών [in actu] δυνατοτήτων αυτό που κάνει την φιλοσοφία να υποκλίνεται στην πολιτική της συνθήκη.

Η φιλοσοφία προστατεύεται απ’ τον κίνδυνο της σύγχυσης της ιστορίας με την πολιτική (κι, επομένως, της επιστήμης με την πολιτική) λόγω του ότι η ίδια στερείται ιστορίας. Η φιλοσοφία επιτρέπει μια μη ιστορικίστικη αντίληψη των πολιτικών συμβάντων.

Σ’ όλα αυτά τα ζητήματα, η φιλοσοφική ιδιαιτερότητα του Αλτουσέρ είναι πολύ έντονη, παρότι ακόμη απέχει απ’ το να έχει παραγάγει σε πλήρες εύρος τα αποτελέσματά της. Κάθε αληθινά σύγχρονη φιλοσοφία πρέπει να ξεκινά απ’ αυτές τις ιδιαίτερες θέσεις, με τις οποίες ο Αλτουσέρ προσδιόριζε την φιλοσοφία

Βλέποντας ότι το σχέδιο του Αλτουσέρ είναι ο προσδιορισμός της πολιτικής διαμέσου των ενυπαρχόντων [immanent] αποτελεσμάτων της μέσα στην φιλοσοφική δραστηριότητα, η πρώτη φάση του σχεδίου ουσιαστικά βρίσκεται στην τάξη του διαχωρισμού. Ο σκοπός εδώ είναι να αποδειχθεί πώς η πολιτική διαχωρίζεται κι απ’ την ιδεολογία κι απ’ την επιστήμη και αυτό γίνεται δια μέσου κάποιων δράσεων (κι, επομένως, θέσεων) φιλοσοφικού χαρακτήρα.
Για τον Αλτουσέρ, η επιστήμη χαρακτηρίζεται απ’ την εννοιολογική κατασκευή των αντικειμένων της. Αν το ‘αντικείμενο,’ με τη γενική έννοια, είναι μια ιδεολογική ιδέα (που συσχετίζεται με την ανυπαρξία του υποκειμένου), με μια άλλη έννοια το ‘αντικείμενο’ (που αυτή τη φορά συσχετίζεται, λόγω ανυπαρξίας του υποκειμένου, με την ‘αντικειμενικότητα’) καθορίζει ακριβώς τον πυρήνα της επιστημονικής πρακτικής. Η επιστήμη είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο, αλλά με αντικείμενα, και η αντικειμενικότητα είναι ο συγκεκριμένος κανόνας, που αντιστοιχεί σ’ αυτήν. Ο διαχωρισμός της πολιτικής απ’ την επιστήμη γίνεται πρώτα με την αναγνώριση του γεγονότος ότι η πολιτική, όπως ακριβώς κι η φιλοσοφία, δεν έχει κανένα αντικείμενο και δεν εμπίπτει στην ισχύ του κανόνα της αντικειμενικότητας. Για να χαρακτηρίσει το μη αντικειμενικό κανόνα της πολιτικής, ο Αλτουσέρ χρησιμοποιεί τις εκφράσεις ‘αγωνιστικότητα’ [partisanship], ‘(ταξική) τοποθέτηση’ ή ‘(επαναστατική) μαχητική δραστηριότητα.’

Η (αστική) ιδεολογία χαρακτηρίζεται απ’ την έννοια του υποκειμένου, που έχει μια νομική μήτρα και υποτάσσει το άτομο στους ιδεολογικούς Κρατικούς μηχανισμούς: αυτό είναι το θέμα της ‘ανάκρισης του υποκειμένου’ [interpellation en sujet]. Είναι αποφασιστικής σημασίας να παρατηρήσουμε εδώ ότι η ιδεολογία, της οποίας η υλικότητα παρέχεται απ’ τους μηχανισμούς, είναι μια κρατικίστικη έννοια κι όχι μια πολιτική έννοια. Το υποκείμενο, όπως το κατανοεί ο Αλτουσέρ, επιτελεί μια λειτουργία του Κράτους. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα πολιτικό υποκείμενο, αφού η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί λειτουργία του Κράτους.

Όλο το πρόβλημα είναι, τότε, το εξής: πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον ιδιαίτερο χώρο της πολιτικής, αν απ’ αυτήν αφαιρεθεί το αντικείμενο κι η αντικειμενικότητα (η πολιτική δεν είναι επιστήμη), καθώς επίσης και το υποκείμενο (η πολιτική δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι λειτουργία του Κράτους); Στην πράξη και με φανερά ημιτελή τρόπο, ο Αλτουσέρ προσέγγιζε αυτό το ζήτημα με τους παρακάτω δυο τρόπους.

1. Η ‘τάξη’ κι η ‘ταξική πάλη’ είναι τα σημαίνοντα, που σταθερά ‘τιθασεύουν’ τη φευγαλέα ταυτότητα της πολιτικής. Είναι τα ονόματα της πολιτικής. Η λέξη ‘πάλη’ δηλώνει ότι δεν υπάρχει κανένα πολιτικό αντικείμενο (η πάλη δεν είναι αντικείμενο) και η λέξη ‘τάξη’ δηλώνει ότι δεν υπάρχει ούτε κι υποκείμενο (ο Αλτουσέρ ήταν αντίθετος με την ιδέα του προλεταριάτου-υποκειμένου στο πεδίο της ιστορίας). Αυτός ο ονομαστικός χαρακτηρισμός είναι αυστηρά προσωρινός, ακόμη κι αμφίβολος, για ένα λόγο που πειστικά εξέφραζε ο Lazarus: η λέξη ‘τάξη’ κυκλοφορεί με αντιφατικό τρόπο μεταξύ της επιστήμης της ιστορίας (της οποίας αποτελεί μια έννοια, που έχει σχέση με την κατασκευή του αντικειμένου) και της πολιτικής.

2. Με εκφράσεις, όπως ‘αγωνιστικότητα,’ ‘επιλογή,’ ‘απόφαση’ ή ‘επαναστατική μαχητικότητα,’ ο Αλτουσέρ δηλώνει ότι ο,τιδήποτε περιλαμβάνεται στην πολιτική είναι κάλλιστα κι αληθινά υποκειμενικής τάξης.

Ας πούμε ότι το ζήτημα, στο οποίο μας οδηγεί ο Αλτουσέρ, χωρίς όμως να μπορούμε να αποφανθούμε αν το είχε ήδη αναγνωρίσει ο ίδιος, είναι το εξής: μπορούμε να σκεφθούμε την υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο; Επιπλέον, μπορούμε να σκεφθούμε την υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο, έτσι ώστε η μορφή της να μην είναι πλέον ένα (επιστημονικό) αντικείμενο; Προς την κατεύθυνση αυτού του αινίγματος της υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο, σαν ένα ενδο-φιλοσοφικό σημάδι της πολιτικής, κινείται όλο το πλαίσιο της σκέψης του Αλτουσέρ, το οποίο μπορεί να ονομασθεί τοπογραφικό πλαίσιο [l’appareillage topique].

Σύμφωνα με το δόγμα του ‘όλα ήδη βρίσκονται εκεί,’ η τοπογραφική δόμηση βγάζει στο φως τρία ουσιαστικά ζητήματα:

1. Έναν υλιστικό προσδιορισμό απ’ την οικονομία, που παρέχει την αρχή της μαζικής σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, η οικονομία είναι η μορφή της αντικειμενικότητας, ο τόπος του αντικειμένου κι, επομένως, ο τόπος της επιστήμης.

2. Τις φανταστικές συνθέσεις, που φέρνουν τα άτομα, τα οποία είναι ονομαστικώς ανύπαρκτα. Αυτός είναι ο τόπος του υποκειμένου, ο τόπος της ιδεολογίας. Αλλά επίσης και του Κράτους στο επιχειρησιακό του εύρος, στην ‘κατάκτηση’ των ιδιαιτέρων σωμάτων, στη λειτουργική (κι όχι κυρίως αντικειμενική) ύπαρξη των μηχανισμών του.

3. Τα συμβάντα των υπερ-προσδιορισμών, των καταστροφών, των επαναστάσεων, των καινοτομιών, της κυριάρχησης της μη κυρίαρχης αντίφασης. Εδώ βρίσκεται η πραγματική ουσία της αγωνιστικότητας, η ευκαιρία του μαχητή, η στιγμή της επιλογής. Ο υπερ-προσδιορισμός βάζει το δυνατό μέσα στην ημερήσια διάταξη, ενώ ο οικονομικός τόπος (η αντικειμενικότητα) είναι ο τόπος της καλά-διατεταγμένης σταθερότητας και ο κρατικίστικος τόπος (η ιδεολογική υποκειμενικότητα) κάνει τα άτομα να ‘λειτουργούν.’ Ο υπερ-προσδιορισμός είναι ο αληθινός πολιτικός τόπος. Και στην πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί ότι ο υπερ-προσδιορισμός ανήκει στην υποκειμενική σφαίρα (της επιλογής, της αγωνιστικότητας, της μαχητικότητας), ακόμη και παρότι δεν παράγει κανένα υποκείμενο (τέτοιες παραγωγές είναι κρατικίστικες), ούτε επαληθεύει, ούτε κατασκευάζει κανένα αντικείμενο (τέτοιες κατασκευές υπάρχουν μόνο στο πεδίο της επιστήμης).

Πώς λοιπόν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή εδώ η ‘υποκειμενικότητα’ χωρίς υποκείμενο ή αντικείμενο; Είναι μια διαδικασία της ομοιογενούς σκέψης μέσα στην υλική μορφή της μαχητικότητας, η οποία δεν προσδιορίζεται δια μέσω της (επιστημονικής) αντικειμενικότητας, ούτε αιχμαλωτίζεται στην (ιδεολογική) παραγωγή του υποκειμένου. Στον τόπο του υπερ-προσδιορισμού, η διαδικασία αυτή εξισορροπεί πάνω στο δυνατό κι αυτό το κάνει στο πνεύμα της αγωνιστικότητας, της δεοντολογίας [prescription], χωρίς να εγγυάται τίποτε, ούτε μέσα στην αντικειμενική τάξη της οικονομίας, ούτε μέσα στην κρατικίστικη τάξη του υποκειμένου, αλλά όντας εντούτοις ικανή να εξιχνιάσει μια πραγματική τροχιά μέσα στην κατάσταση.

Ο Αλτουσέρ δεν σκεφτόταν γι’ αυτόν τον τόπο έτσι όπως προσπαθεί να το κάνει σήμερα ο Lazarus, δια μέσου μιας θεμελιακής προσέγγισης, που εγκαταλείπει τη φιλοσοφική παράκαμψη. Αλλά πράγματι αναζητούσε μια υποθετική τοπογραφία, η οποία, διευρύνοντας, ή όπως έλεγε ‘εκπληρώνοντας,’ την οπτική των Μαρξ και Ένγκελς, θα έκανε δυνατή τη θεώρηση αυτής της οπτικής. Όχι άμεσα (γιατί στην πραγματικότητα ο Αλτουσέρ δεν ήταν πολιτικά ενεργός), αλλά εντός της συναγόμενης σφαίρας από την φιλοσοφική εγγραφή.

Για την εποχή του ήταν ένα σπουδαίο σχέδιο και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εστιάζεται πάνω του η διανοητική προσοχή όλων μας. Αυτή η αξιοθαύμαστη προσπάθεια, ακόμη κι ακατονόμαστη (η σύλληψη της υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο), αρκεί για να κάνει τον Λουΐ Αλτουσέρ άξιο αποδέκτη του πιο ειλικρινούς σεβασμού μας. Γιατί ήταν αυτός, που άνοιξε το δρόμο σ’ εκείνες τις δύσκολες προσπάθειες, που επιχειρούν, έξω από κάθε πολιτική φιλοσοφία, να φέρουν νέες, πολιτικά συγκροτημένες, φιλοσοφικές επιδράσεις στη ζωή. Επίσης, ακολουθώντας το δικό του δρόμο, αναγκασθήκαμε να απορρίψουμε την ανθρωπιστική θεώρηση του δεσμού ή της κοινότητας, που προσδένει μια αφηρημένη και σε τελική ανάλυση και υποδουλωμένη αίσθηση της πολιτικής πάνω στο άρμα της θεολογικής ηθικής των δικαιωμάτων.Γι’ αυτό το λόγο, θα αφιερώσω στον Αλτουσέρ τις δυο επόμενες ασκήσεις μεταπολιτικής, που διαπραγματεύονται την έννοια του ‘πολιτικού δεσμού’ και της δημοκρατίας.

Σχόλια
[1] Louis Althusser, Lenin and Philosophy and Other Essays, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1971.

[2] Louis Althusser, ‘Marx’s Relation to Hegel,’ στο Politics and History. Montesquieu, Rousseau, Hegel, Marx, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1972, σ. 185.

[3] Ibid.

[4] Ibid., σ. 186.

[5] Louis Althusser, For Marx, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1969. Althusser & Étienne Balibar, Reading Capital, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1970.

[6] Althusser, ‘Lenin and Philosophy,’ στο Lenin and Philosophy and Other Essays, σ. 65.

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

Ραούλ Βανεγκέμ: Η μάχη μόλις ξεκινάει


Ο Βανεγκέμ δέχτηκε να απαντήσει μέσω e-mail σε μια σειρά ερωτήσεων που του έθεσε ο Guy Deplat για λογαριασμό της εφημερίδας Libre Belgique, υπό τον όρο ότι οι απαντήσεις του θα δημοσιευτούν αυτούσιες και χωρίς περικοπές. Η «συνέντευξη» δημοσιεύτηκε στις 30 Απρίλη 2008.


Ερώτηση: Τα 40 χρόνια από το Μάη του 68 γιορτάζονται μέσα σε μια ατμόσφαιρα παλινόρθωσης. Εσείς, αντίθετα, ισχυρίζεστε ότι ο Μάης του 68 ήταν «μια πρώτη κραυγή συναγερμού» που άλλαξε τον κόσμο με μόνιμο τρόπο. Τι απομένει από το Μάη του 68;


Απάντηση: Τίποτα για τους εξηνταοχτάρηδες τροτσκιστο-μαοϊκούς που είχαν ήδη από εκείνη την εποχή τις απαιτούμενες ικανότητες για να επανέλθουν στην πολιτική αισχροκέρδεια. Τα πάντα, αντίθετα, για εκείνους που αντιλαμβάνονται στο κίνημα των καταλήψεων του Μάη 1968 την έναρξη μιας επανάστασης που ψελλίζει ακόμα τις πρώτες της λέξεις. Δεν έχει μετρηθεί ακόμα σε ποιο σημείο βρισκόμαστε στην καρδιά μιας μετάλλαξης όπου διενεργείται το επικίνδυνο πέρασμα από έναν χιλιαστικό εμπορευματικό πολιτισμό σε έναν πολιτισμό ανθρώπινο, που συχνά σκιαγραφήθηκε αλλά πάντα καταπνίγηκε (η Γαλλική Επανάσταση, η Κομμούνα του Παρισιού, τα εργατικά συμβούλια του 1917, οι ισπανικές ελευθεριακές κολλεκτίβες του 1936). Αυτό που, το 1968, εκφράστηκε με τη διαύγεια μιας απότομης και σκληρής αποκάλυψης δεν είναι τίποτα λιγότερο από την άρνηση της επιβίωσης στο όνομα της ζωής. Η ιερή τράπεζα των πατριαρχικών αξιών θρυμματίστηκε οριστικά: έτσι ώστε να επέλθει το τέλος της εργασίας, της εκμετάλλευσης της φύσης, της ανταλλαγής, της αρπακτικότητας, του διαχωρισμού από τον εαυτό, της θυσίας, της ενοχής, της αποκήρυξης της ευτυχίας, του φετιχισμού του χρήματος, της ιεραρχικής εξουσίας, της περιφρόνησης και του φόβου απέναντι στη γυναίκα, της εξαγοράς του παιδιού, των πνευματικών αρχαϊσμών, του στρατιωτικού και αστυνομικού δεσποτισμού, των θρησκειών, των ιδεολογιών, της πνευματικής καταπίεσης και των θανατηφόρων εκτονώσεών της. Δεν είναι μια σταθερά, αλλά μια εμπειρία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Απαιτεί περισσότερη εγρήγορση, περισσότερη συνείδηση, περισσότερη αλληλεγγύη με το ζων. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα θεμελίωση του εαυτού, προκειμένου να οικοδομηθεί ξανά σε ανθρώπινες βάσεις ένας κόσμος ερειπωμένος από την απανθρωπιά που διαδίδουν παντού το εμπορευματικό πνεύμα και η λατρεία του βραχυπρόθεσμου κέρδους.


Ε: Αλλά η εμπορευματική κοινωνία, η «πλύση εγκεφάλου», η «κοινωνία του θεάματος» κέρδισαν τα πάντα, συμεριλαμβανομένων των παλιών εξηνταοχτάρηδων. Αυτό που υπάρχει είναι το βασίλειο του χρήματος.

Α: Είμαστε μάρτυρες της κατάρρευσης ενός συστήματος θεμελιωμένου στην ακόρεστη εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης. Βρισκόμαστε σε μια οικονομία που καταστρέφεται καταστρέφοντας τον πλανήτη. Ο καπιταλισμός, αντί να επενδύει στον εκσυγχρονισμό των τομέων προτεραιότητας, θυσιάζει στο βωμό της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας τη βιομηχανία και τις δημόσιες υπηρεσίες για την προώθηση των οποίων μέχρι χτες αυτοεξυμνούνταν. Η κυριαρχία της σπουδής για το κέρδος διέδωσε ένα μηδενισμό, όπου το αντεστραμμένο λογίζεται σαν να είναι θεμιτό, και μια απελπισία την οποία συσσωρεύει και ξορκίζει η καταναλωτική φρενίτιδα, ενώ την ίδια στιγμή η αγοραστική δύναμη μειώνεται. Η λατρεία του χρήματος εδραιώνει, πέρα από τη συνενοχή, μια πνευματική κοινότητα ανάμεσα στο κάθαρμα που επιτίθεται στους φτωχούς, που καίει ένα σχολείο ή μια βιβλιοθήκη και τον στυγνό κερδοσκόπο που συσσωρεύει τα οφέλη του καταστρέφοντας το δημόσιο καλό και τα κοινωνικά κεκτημένα. Ποτέ άλλοτε εκείνοι που αναλαμβάνουν το ρόλο του ηγέτη δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανικανότητας και ανοησίας, και ποτέ άλλοτε αυτό το «λιγότερο από το τίποτα» από το οποίο γοητεύονται δε θεωρήθηκε τόσο σαν να είναι «κάτι», στο βαθμό που διαιωνίζεται η προκατάληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να δράσει με αυτόνομο τρόπο και να δημιουργήσει τη δική του μοίρα. Οι πελατειακές σχέσεις στην πολιτική διέφθειραν τις δημοκρατίες, που βρίσκονται πλέον κάτω από την μπότα των πολυεθνικών. Δεν υπάρχουν πια ούτε ιδέες ούτε πεποιθήσεις που να μην είναι κενές νοήματος, ξεκοιλιασμένες, υποβιβασμένες σε κουφάρια που συναρπάζουν πλήθη τυφλωμένα από την απελπισία, τη δυσφορία, την ύστατη αρπακτικότητα, την αγωνιώδη αναζήτηση μιας δουλικής απασχόλησης και την εντύπωση μιας παράλογης ύπαρξης που οδηγεί σε μια ευρεία ποικιλία αυτοκτονικών συμπεριφορών (όπως οι δολοφονίες στο γυμνάσιο Κολουμπάιν (1), οι σφαγές στη Ρουάντα και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η ισλαμική βαρβαρότητα). Αλλά, μολονότι ο σκοταδισμός που είναι στη μόδα σήμερα διαδίδει την αναισθησία, την υποταγή, τη μοιρολατρία, το νόμο του πιο ισχυρού και του πιο πανούργου, τίποτα δε θα εμποδίσει τη ριζοσπαστική σκέψη να προοδεύσει υπογείως και να υπονομεύσει το θέαμα μέσω του οποίου εδραιώνεται η αθλιότητα της ύπαρξης. Πώς θα μπορούσε εκείνο που ήταν ανυπόφορο το 1968, ενώ η οικονομία ανθούσε, να μην είναι ακόμα πιο ανυπόφορο σήμερα; Χρειάζεται να παραστήσει κανείς τον προφήτη για να προβλέψει ότι η επιθυμία για ζωή θα σαρώσει σαν κύμα αυτόν τον ερειπωμένο κόσμο όπου ο καθένας έχει την αίσθηση ότι ωθείται στον παραλογισμό της ανυπαρξίας του; Τα κριτήρια της ζωής (η αγάπη, η φιλία, η συντροφικότητα, η γενναιοδωρία, η επιθυμία για ευτυχία και απόλαυση, η απληστία για γνώση) θα πρέπει να αντικαταστήσουν τα παλιά κριτήρια της πατριαρχικής εξουσίας.


E: Είναι δυνατή η αποφυγή της αφομοίωσης; Ποια είναι σήμερα η συμβολή του σιτουασιονισμού [sic];


A: Ο σιτουασιονισμός είναι μια ιδεολογία. Οι καταστασιακοί πάντα αποκήρυσσαν αυτόν τον όρο. Αυτός που αρνείται κάθε εξουσία, που δε δέχεται να κυβερνά ούτε να κυβερνιέται, που δεν εισέρχεται σε αυτό «το θέαμα της ζωής που αρνείται τη ζωή», που δε διαχωρίζει τις ιδέες του από τη δική του καθημερινή ύπαρξη, που προτιμά το είναι από το έχειν και την αυθεντικότητα των επιθυμιών του από την καταναλωτική τους διαστρέβλωση, αυτός δεν μπορεί να αφομοιωθεί.


Ε: Ασκείτε κριτική σε μια ορισμένη οικολογία που, όπως λέτε, αντικαθιστά έναν καπιταλισμό με έναν άλλο;


Α: Ο χρηματιστικός καπιταλισμός, σύμφωνα ακόμα και με τη γνώμη εκείνων που τον προωθούν, είναι καταδικασμένος στην ενδόρρηξη, η οποία θα επέλθει αργά ή γρήγορα. Κάτω από αυτή την αρτηριοσκληρωμένη μορφή, ωστόσο, προβάλλει ένας καπιταλισμός με νέα δυναμική που σχεδιάζει να καταστήσει κερδοφόρες τις ανανεώσιμες ενέργειες και να μας κάνει να πληρώσουμε γιʼ αυτές πολύ ακριβά, ενώ πρσφέρονται δωρεάν. Μας «προσφέρουν» βιοκαύσιμα υπό τον όρο να αποδεχτούμε την καλλιέργεια διαγενετικών σπόρων αγριοκράμβης (ρέβας)• ο οικοτουρισμός θα διευκολύνει τη λεηλασία της βιόσφαιρας• αιολικά πάρκα εγκαθίστανται χωρίς πλεονεκτήματα για τους καταναλωτές. Σε αυτό το σημείο είναι δυνατή η παρέμβαση. Οι φυσικοί πόροι μάς ανήκουν, είναι δωρεάν, πρέπει να τεθούν στην υπηρεσία της χαριστικότητας της ζωής. Οι κοινότητες θα πρέπει να εξασφαλίσουν την ενεργειακή και διατροφική αυτονομία τους, ώστε να απελευθερωθούν από την επιρροή των Κρατών και των πολυεθνικών, από τις οποίες εξαρτώνται. Μας προσφέρεται η ευκαιρία να οικειοποιηθούμε τις φυσικές ενέργειες μέσω της επανοικειοποίησης της ίδιας μας της ύπαρξης.


Ε: Περισσότερο από ποτέ, οι άνθρωποι επιδιώκουν να επιβιώσουν μάλλον παρά να ζήσουν, ή – τουλάχιστον – επιδιώκουν να συγχωνεύσουν τις δύο αυτές έννοιες.


Α: Η επιβίωση αντιστοιχεί στην κατάσταση του ζώου. Η ζωή αποτελεί χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου. Καθώς απελευθερώνεται από τη ζωώδη κατάσταση, ο άνθρωπος αποκτά την ικανότητα να δημιουργεί τη δική του μοίρα και να αναδημιουργεί αδιάκοπα τον κόσμο. Σήμερα, ωστόσο, η αναγκαιότητα να εργάζεται τον υποβιβάζει στην κατάσταση του υποζυγίου. Ο καταναλωτισμός τού επέτρεψε να επιβιώνει καλύτερα ζώντας λιγότερο. Ωστόσο, η τιμή των καταναλωτικών αγαθών αυξάνεται συνεχώς. Η επιβίωση των ειδών του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, απειλείται. Νά γιατί στηρίζομαι σε ένα άλμα της θέλησης για ζωή. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα στην ιστορία μιας κοινωνίας που, οσοδήποτε ερημωμένη κι αν ήταν, να μην κατάφερε να εγερθεί ξανά μέσα από τα ερείπιά της.


Ε: Η εξέγερση έγινε δύσκολη, ενώ οι εξουσίες μοιάζουν ήδη πολύ κλονισμένες. Η αλλοτρίωση – για να πάρουμε μια μαρξιστική έννοια – εσωτερικεύτηκε. Ακόμα και χωρίς ηγέτες, παπάδες, γκουρού ή «δεσπότες», καθένας φαίνεται να θεωρεί ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» απέναντι σε έναν κόσμο του οποίου, ωστόσο, όλοι αντιλαμβάνονται τις θανατηφόρες διολισθήσεις (περιβάλλον, ανισότητες, πίεση για εργασία, κ.λ.π).


Α: Πράγματι, ποτέ η εθελοντική υποταγή δεν ήταν τόσο διευρυμένη. Οι κερδοσκοπικές μαφίες εκμεταλλεύονται αυτόν τον ενστικτώδη φόβο που οι ίδιες συντηρούν, εξαιτίας του οποίου τα πλήθη υποτάσσονται σαν να απειλούνταν από τα όπλα ενός φανταστικού στρατού. Υπάρχουν, ωστόσο, συλλογικότητες, υπάρχουν ατομικές πρωτοβουλίες που επιβεβαιώνουν την παρουσία δημιουργικών δυνάμεων, αλλά η πληροφόρηση που υπηρετεί έμμισθα τα συμφέροντα των εμπόρων τις καταπνίγει κάτω από το βάρος της σιωπής. Από την ατομική δημιουργικότητα και την επιθυμία για καλύτερη ζωή μπορεί να γεννηθεί μια αυτοδιευθυνόμενη δημοκρατία ικανή να καταργήσει αυτή τη δημοκρατική απάτη που τολμάει να αποκαλεί ελευθερία την τυραννία της ελεύθερης ανταλλαγής, το δικαίωμα της κατάχρησης του δημόσιου καλού και την πελατειακή χειραγώγηση των ψηφοφόρων. Πάνω στους τοίχους της γκρίζας ύπαρξης που υψώνουν γύρω μας οι εμπορικοί ταξιδιώτες της παγκόσμιας κερδοσκοπίας, εύχομαι να ανθίσουν ξανά εκείνα τα λόγια του Λουσταλό (2) που, αν και χρονολογούνται από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, δεν έχουν χάσει τίποτα από την προκλητική πρωτοτυπία τους: «Οι μεγάλοι δε μας φαίνονται μεγάλοι παρά μόνο επειδή εμείς γονατίζουμε. Ας εγερθούμε!»


Ε: Μπορούμε να αποφύγουμε την εμπορευματική εργασία;


Α: Θα πρέπει να το κάνουμε, διότι η ίδια η εργασία μάς αποφεύγει ολοένα και περισσότερο. Αυτοί που απευθύνουν εκκλήσεις για περισσότερη εργασία είναι οι ίδιοι που κλείνουν τα εργοστάσια για να τα παίξουν στο Χρηματιστήριο. Πριμοδοτούν την παρασιτική εργασία πολλαπλασιάζοντας τις άχρηστες υπηρεσίες και θέτουν σε αχρηστία τους τομείς προτεραιότητας (σχολεία, νοσοκομεία, μεταλλουργία, υφαντουργία, στέγαση, μεταφορές). Μόνο μια δημιουργικότητα που θα αναπτύξει τις φυσικές ενέργειες στην υπηρεσία των πολιτών, στη βάση ενός δικτύου που θα αποτελείται από αυτοδιευθυνόμενες κοινότητες, θα καταστήσει δυνατό το τέλος της εργασίας της εκμετάλλευσης και της λεηλασίας της γήινης και ανθρώπινης φύσης.


Ε: Ποια είναι η ελπίδα σας; Ένας καινούριος Μάης του ʼ68; Τι θα έπρεπε να κάνουν οι σημερινοί νέοι;


Α: Να μάθουν να ζουν, και όχι να πουλάνε τον εαυτό τους. Θα φτάσουν σε αυτό το σημείο μόνοι τους όταν θα καταλάβουν ποια σκλαβιά τους περιμένει στην αγορά της απάτης της εργασίας. Όταν, αρνούμενοι τον ανταγωνισμό (τους οικονομικούς μηχανισμούς που μας μετατρέπουν σε ρομπότ), τον αρριβισμό, τη λατρεία του χρήματος με κάθε τίμημα, θα αποδώσουν επιτέλους προτεραιότητα στην αγάπη για τη ζωή και στη δική τους ζωή που θα είναι γεμάτη με αγάπη, στη γνώση του ζώντος, στη βελτίωση του περιβάλλοντός τους, στην προσωπική άμιλλα, στον μοναδικό πλούτο που υπάρχει: τον πλούτο τού είναι και όχι του έχειν. Όταν θα αντιληφθούν ότι το ζήτημα δεν είναι για κάποιον να είναι ο καλύτερος αλλά να ζει καλύτερα. Όταν θα αρνηθούν να υποστηρίζουν κυβερνήτες που κατασκευάζουν φυλακές και καταστρέφουν σχολεία αντί να τα πολλαπλασιάζουν. Όταν θα εξεγερθούν ενάντια σε μια συγκεντρωτική εκπαίδευση που ευνοεί τη βία και εναντιώνεται στην ίδια την έννοια μιας αληθινά ανθρώπινης εκπαίδευσης, στο πλαίσιο της οποίας κάποιος μαθαίνει για να δώσει τη γνώση του στους άλλους. Η ζωή έχει όλα τα δικαιώματα• η αρπακτικότητα δεν έχει κανένα. Μην εκπλήσσεστε, η μάχη μόλις ξεκινάει.




Μετάφραση από τα γαλλικά: Άλογος Ταχυδρόμος


Σημειώσεις της Μετάφρασης: (1) Στις 20 Απριλίου 1999, δύο μαθητές (ο Eric Harris και ο Dylan Klebold) του γυμνασίου Κολουμπάιν στο Κολοράντο πυροβόλησαν και σκότωσαν 12 συμμμαθητές και έναν καθηγητή τους, τραυμάτισαν άλλους 24 μαθητές και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν. Η σφαγή του Κολουμπάιν είναι ένα από τα πιο αιματηρά επεισόδια που έχουν συμβεί ποτέ σε σχολείο των ΗΠΑ.


(2) Ο Elysée Loustalot (1761-1790) ήταν δημοσιογράφος, δικηγόρος και εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας “Révolutions de Paris” την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Πέθανε ξαφνικά το Σεπτέμβρη του 1790, σε ηλικία 29 ετών. Φήμες απέδωσαν το θάνατό του σε δηλητηρίαση. Ο Λουσταλό ήταν υποστηρικτής της λαϊκής κυριαρχίας και της κατάργησης της θανατικής ποινής.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2008

«Έφυγε» ο Αγγελος Ελεφάντης


«Έφυγε» σε ηλικία 72 χρονών ο κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος Αγγελος Ελεφάντης, εκδότης του περιοδικού «Πολίτης» και αγωνιστής από το χώρο της κομμουνιστικής ανανέωσης και ανανεωτικής αριστεράς.

Αθήνα



«Έφυγε» σε ηλικία 72 χρονών ο κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος Αγγελος Ελεφάντης, εκδότης του περιοδικού «Πολίτης». Δημοσίευσε πολλά άρθρα και δοκίμια σχετικά με την πολιτική, την ιστορία, την εκπαίδευση και τις μειονότητες.

Ο Αγγελος Ελεφάντης γεννήθηκε το 1936 στο Καρπενήσι. Σε νεαρή ηλικία, το 1948, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στο γυμνάσιο Χαλανδρίου και το 1962 αποφοίτησε από τη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τη δεκαετία 1964-1974 έζησε στο Παρίσι, όπου σπούδασε κοινωνιολογία στη Σορβόννη και ιστορία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes.

Από το 1976 είναι διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης». Στην διάσπαση του ΚΚΕ εσ το 1987 συστράτευεται με το ΚΚΕ εσ. Α/Α και ειναι μονιμος αρθρογραφος της εφημεριδας «η Εποχη» Το 2000 και το 2004 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το Συνασπισμό και μονιμος συνεργατης της εφημεριδας «η Αυγή»

Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και δοκίμια σχετικά με την πολιτική, την ιστορία, την εκπαίδευση και τις μειονότητες. Το 1976 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο: Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης-ΚΚΕ και αστισμός στον μεσοπόλεμο.

Έχει γράψει, επίσης, τα βιβλία: Στον αστερισμό του λαϊκισμού (1991), Ο ανεύρετος σοσιαλισμός (1982), Διά γυμνού οφθαλμού (1998), Minima Memoralia-Η ιστορία του παππού μου (2001), Μας πήραν την Αθήνα. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία 1941-50 (2002

Πέθανε ο 'Αγγελος Ελεφάντης
Πέθανε χθες το βράδυ ο Άγγελος Ελεφάντης, διανοούμενος και μαχητικό στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς.

Ο Άγγελος Ελεφάντης, ευρύτερα γνωστός ως ο διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης» από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, υπήρξε ένας άνθρωπος που συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και της πολιτικής πρακτικής της Αριστεράς κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Εκτός από την μαχητική συμμετοχή του σε πολιτικούς σχηματισμούς της Αριστεράς, ο Άγγελος Ελεφάντης αφήνει και ένα τεράστιο συγγραφικό έργο.

Η επικήδεια τελετή θα γίνει αύριο Παρασκευή στις 4.00 μ.μ. στο Α΄ Νεκροταφείο, ενώ η κηδεία θα γίνει μεθαύριο Σάββατο στο Νεχώρι Ευρυτανίας.

Ο Άγγελος Ελεφάντης γεννήθηκε το 1936 στο Νεχώρι Ευρυτανίας. Τον Οκτώβριο του 1947 όλη η οικογένεια του μετακινείται στη Λαμία, καθώς ο στρατός εκκενώνει το χωριό. Στη συνέχεια, μεταβαίνει στη Μήλο και μετά στο Χαλάνδρι, όπου τελειώνει το Γυμνάσιο.

Σπούδασε στη Νομική Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1964. Στα φοιτητικά του χρόνια εντάχθηκε στη νεολαία της ΕΔΑ. Το φθινόπωρο του 1964 πηγαίνει στο Παρίσι, όπου σπούδασε ανθρωπολογία και κοινωνιολογία στη Σορβόννη και ιστορία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, με καθηγητή τον George Haupt. Το 1973 παρουσίασε την (ανέκδοτη μέχρι σήμερα) εργασία του Le Parti Communiste de Grece devant la Resistance. Το 1968, με τη διάσπαση του ΚΚΕ, εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Μετείχε ενεργά στην έκδοση των περιοδικών «Ελληνική Παρουσία», «Πορεία» (όργανο της ΕΠΕΣ, συλλόγου των Ελλήνων φοιτητών του Παρισιού, στο ΔΣ του οποίου υπήρξε για πολλά χρόνια μέλος), «L΄ Autre Grece» (αντιδικτατορική έκδοση των Ελλήνων του Παρισιού) και «Αγώνας» (όργανο της οργάνωσης του ΚΚΕ Εσωτερικού στο Παρίσι).

Έζησε στο Παρίσι μέχρι την πτώση της χούντας, οπότε και επέστρεψε στην Αθήνα. Από το Μάιο του 1976 ήταν μέλος της γραμματείας σύνταξης και στη συνέχεια, μέχρι και το θάνατό του, διευθυντής και εκδότης του περιοδικού «Ο Πολίτης», καθώς και «Δεκαπενθήμερος Πολίτης» -καθώς και των ομώνυμων εκδόσεων.

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, από τις στήλες του περιοδικού και γενικότερα με τη δημόσια παρουσία του, υπεράσπισε μαχητικά τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς. Μετείχε στην Κίνηση των 400 και άλλες πρωτοβουλίες ανένταχτων για τη συγκρότηση του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς.

Το 1987 εντάχθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού - Ανανεωτική Αριστερά, του οποίου υπήρξε μέλος της Πολιτικής Γραμματείας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και βασικός συνεργάτης της εφημερίδας «Η Εποχή», καθώς και του περιοδικού «Κάπα». Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Η Αυγή», της οποίας διετέλεσε διαδοχικά αντιπρόεδρος, πρόεδρος και μέλος του ΔΣ. Επίσης, από τον Ιούλιο του 2000 και μέχρι το θάνατό του επιμελούνταν το ένθετο «Ενθέματα» ("Γνώμες και Ιδέες, Λόγος και Τέχνες") της «Κυριακάτικης Αυγής».

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και μέλος του ΔΣ των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) όπου επιμελούνταν και τη σειρά «Μαρτυρίες» (μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί επτά τόμοι με μαρτυρίες αγωνιστών, κυρίως της εποχής της Αντίστασης και του Εμφυλίου). Επίσης, δίδαξε για δύο χρόνια με αντικείμενο τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στα «εργαστήρια των ΑΣΚΙ» στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Την εποχή της έξαρσης του εθνικισμού, με τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπήρξε ένας από τους διανοούμενους που πρωτοστάτησαν σε πρωτοβουλίες κατά του εθνικισμού, μεταξύ των οποίων και το κείμενο των «160». Ο Άγγελος Ελεφάντης υπήρξε υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΚΚΕ Εσωτερικού το 1985, στις εκλογές του 2004 με το Συνασπισμό Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) στο νομό Ευρυτανίας και στις εκλογές του 2007 ξανά με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρυτανία. Είχε παντρευτεί τη Μαριάννα Δήτσα. Έχει δύο παιδιά, τον Νικόλα που ζει στη Γαλλία και την Άννα.

Η συμβολή του Άγγελου Ελεφάντη στον τομέα των ιδεών, της πολιτικής και της πολιτικής σκέψης υπήρξε καίρια και εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους: ως εκδότη και διευθυντή του «Πολίτη», ως βασικού αρθρογράφου της «Εποχής» και της «Αυγής», ως εμπνευστή και εμψυχωτή πολλών πρωτοβουλιών και ανθρώπων, ως ενεργού και δραστηριου αριστερού.Το συγγραφικό έργο του είναι ογκώδες, καθώς εκτός από τα άρθρα, τα δοκίμια και τις μελέτες που συνέγραψε, επιμελήθηκε, μετέφρασε και εξέδωσε πλήθος σημαντικών έργων.

Βιβλία του: «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο Μεσοπόλεμο», Ολκός Αθήνα 1976 (και επανεκδόσεις: Θεμέλιο 1979 και 2000), «Ο ανεύρετος σοσιαλισμός», εκδόσεις Ο Πολίτης 1982. «Στον αστερισμό του λαϊκισμού», εκδ. Ο Πολίτης 1991, «Δια γυμνού οφθαλμού Πόλις», 1998, «Minima memoralia. Η ιστορία του παππού μου», Πόλις 2001, «Μας πήραν την Αθήνα... Ξαναδιαβάζοντας μερικά σημεία της ιστορίας 1940-1950», Βιβλιόραμα 2002.

Επίσης μετείχε σε πολλούς συλλογικούς τόμους μεταξύ των οποίων: «Ο Ιανός του εθνικισμού και η ελληνική βαλκανική πολιτική» (Ο Πολίτης 1992), «Των αφανών. Τρεις ομιλίες για το βιβλίο της Παγώνας Στεφάνου», ΑΣΚΙ - Θεμέλιο, 1998. Επίσης είχε γράψει το κεφάλαιο «Το αντιστασιακό φαινόμενο» στο πολύτομο συλλογικό έργο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000 σε επιμέλεια Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Επιμελήθηκε και μετέφρασε πολλά βιβλία και άρθρα. Κυριότερες μεταφράσεις του: Antre Leroi-Gourhan, Το έργο και η ομιλία του ανθρώπου, Τεχνική και γλώσσα, 2 τόμοι, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, Ζαν - Κλωντ Μισεά, Η εκπαίδευση της αμάθειας, Βιβλιόραμα 2002. Ζαν Πωλ Σαρτρ, Υπέρ διανοουμένων συνηγορία, εκδ. Ο Πολίτης.

Επιθυμία της οικογένειας, αντί στεφάνων να κατατεθούν χρήματα για την ενίσχυση του περιοδικού «Ο Πολίτης».

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ






Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Γκουίντο Τσιόφφι: πέρα από σύνορα και Τείχη


Καθώς γράφονται αυτές οι αποχαιρετιστήριες γραμμές, λίγο πριν αρχίσει το μεγάλο συλλαλητήριο της Γενικής Απεργίας της 19ης Μαρτίου, μου φαίνεται αδιανόητο ότι αυτή την φορά δεν πρόκειται να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά μου, όπως γίνονταν πάντα, ο Γκουίντο, με την χαρακτηριστική του ψιλόλιγνη φιγούρα, το παλαιστινιακό μαντήλι στο λαιμό και τον χαιρετισμό του στα εβραϊκά : Σαλώμ! Ο Γκουίντο εξαφανίστηκε ξαφνικά από την ζωή, όσο ξαφνικά φρόντιζε πάντα να εμφανίζεται στην δικιά μου ζωή. Όσοι είχαμε την τύχη, την ευτυχία, να τον γνωρίσουμε, τον γνωρίσαμε στους δρόμους, στις διαδηλώσεις, στις αλυσίδες, στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, εκεί που με ταξικό αγώνα ο καταπιεσμένος άνθρωπος διεκδικεί την ζωή και κατακτά την αξιοπρέπεια. Από την Γένοβα στην Αθήνα ή και την Ραμάλα και την Βηρυτό, πέρα από σύνορα, πάνω από τα Τείχη που χτίζουν οι Κυρίαρχοι, ο διεθνιστής σύντροφος Γκουίντο Τσιόφφι, Ιταλός στην Ελλάδα, Εβραίος σταθερά στο πλευρό του παλαιστινιακού λαού, ενεργητικά στο πλευρό του λιβανέζικου λαού στον πόλεμο του 2006, αγωνιστής του κινήματος κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, μαχητής του αντιπολεμικού κινήματος, εχθρός των τρομονόμων και συμπαραστάτης σε κάθε θύμα της κρατικής τρομοκρατίας, παρών σε κάθε αγώνα- πώς σήμερα θα είναι απών;

Όσοι είχαν την τύχη, την ευτυχία, να τον γνωρίσουν τον γνώρισαν στο σκληρό, ασυμβίβαστο πεδίο της ταξικής πάλης. Έτσι, η φιλία μαζί του δεν μπορούσε να είναι εφήμερη. Γιατί ήταν συνειδητή φιλία. Από νωρίς στην Αριστερά, στην Ιταλία και την Ελλάδα, μέλος του Δικτύου από το 2002, με τροτσκιστικές αναφορές αλλά αφοσιωμένος στον κινηματισμό. Δεν έκρυψε ούτε έκρυψα ποτέ τις όποιες διαφορές μας. Ακόμα και την παραμονή του αιφνίδιου θανάτου του, ανταλλάσσαμε ηλεκτρονικά μηνύματα όπου αστεϊσμοί στα εβραϊκά συνδυάζονταν με καλόβολα «βέλη» για την διαφορετική μας στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαφορές δεν εμπόδιζαν τον συντροφικό δεσμό.

Στην περίπτωσή μας αυτός δεν άρχιζε ούτε τέλειωνε στους κοινούς αγώνες. Άρχιζε, χωρίς να τελειώνει, στη κοινή μας αγωνία για το εβραϊκό και παλαιστινιακό ζήτημα. Η αγωνία που έκανε και τους δυο μας να θεωρούμε αυτονόητη πολιτική-ηθική προτεραιότητα να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή σε διαδηλώσεις αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό, μένοντας ασυμβίβαστοι αντίπαλοι του σιωνισμού και κάθε κρυφού ή φανερού αντισημιτισμού, της κάθε ρατσιστικής και εθνικιστικής βαρβαρότητας.

Μια κορυφαία στιγμή, που αμοιβαία μάς σημάδεψε, ήταν η εκδήλωση στη Στοά του Βιβλίου, στις 5 Μαρτίου 2007, για την εβραϊκή και παλαιστινιακή ποίηση. Συμφωνούσαμε και οι δυο με την κοινή προσπάθεια του αξέχαστου Παλαιστίνιου μαχητή και λόγιου Εντουάρντ Σαϊντ και του Εβραίου μουσικού Ντάνιελ Μπάρρενμπόϊμ να προωθήσουν κοινές εβραιο-παλαιστινιακές πολιτιστικές εκδηλώσεις σαν γέφυρα πάνω κι ενάντια από τα τείχη του ιδιότυπου απαρτχάιντ στην κατεχόμενη Παλαιστίνη.

Πολιόρκησε την πολιορκία!

γράφει, στην συλλογή Κατάσταση Πολιορκίας, ο μέγας Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουϊς, αποκλεισμένος στην πολιορκημένη Ραμάλα το ζοφερό εκείνο 2002. Και προτρέπει:

να 'σαι το μέσα που περιπλανιέται στο Έξω

και το έξω που περιπλανιέται στο Μέσα

Θα συνεχίσουμε να πολιορκούμε την πολιορκία. Χωρίς τον Γκουίντο; Δεν νομίζω. Ο Γκουίντο θα συνεχίσει να είναι το μέσα που περιπλανιέται στο Έξω, πάνω από τα σύνορα, πάνω από τα τείχη.

Σαλώμ χαβέρ- αντίο σύντροφε

Σάββας Μιχαήλ


www.politikokafeneio.com

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Eduard Limonov: Εγώ ο Λιμόνωφ, άπατρις και αντικοινωνικός


Από πάρα πολύ μικρός, θυμάμαι, οι αρχές μου προξενούσαν ένα παράξενο είδος φόβου. Αυτό συνέβαινε και μετά τις πρώτες μου επαφές με τη διοίκηση: με τον γυμνασιάρχη στο Καρκόφ, το διευθυντή της τοπικής Αστυνομίας, όπου με τραβούσαν σαν αλήτη για διάφορους πραγματικούς ή φανταστικούς λόγους. Αυτή ίσως να είναι και η αιτία που με 'κανε να διαλέξω για πρώτη μου δουλειά ένα από τα πιο ελεύθερα επαγγέλματα: κλέφτης, μέλος μιας ομάδας νεαρών κλεφτών.


Αργότερα που μεγάλωσα και έπηξε το μυαλό μου, δούλεψα σε γραφεία μετακομίσεων, σε οικοδομές, σε μεταλλεία, προσπαθώντας να αποφύγω τους γραφειοκράτες γιατί κάθε παρουσία μου στο γραφείο κάποιου υπεύθυνου, μου προκαλούσε μιαν ατέλειωτη αμηχανία. Ίδρωνα δίχως λόγο, δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου, έβηχα, έβγαζα και έβαζα τα γυαλιά μου χωρίς αιτία.


Αντίθετα οι σχέσεις μου με όλον τον υπόλοιπο κόσμο που δεν είχε τίποτα ιδιαίτερες ευθύνες, ήταν καθ' όλα ομαλές, στηριζόμενες στη βιολογική φιλία και το βιολογικό μίσος και είμαι πεπεισμένος πως αυτός είναι ο πιο δίκαιος οδηγός που πρέπει να κυβερνά τις ανθρώπινες σχέσεις.


Υποφέροντας πάντα από την αναγκαστική συναλλαγή με τις αρχές, ανακάλυψα ένα νέο ελεύθερο επάγγελμα. Έγινα λοιπόν ράφτης κατ' οίκον. Οι σχέσεις μου τότε λοιπόν με το ανθρώπινο είδος περιορίστηκαν στο ελάχιστο δυνατό. Οι σχέσεις πελάτη-ράφτη είναι από τις πιο βιομηχανοποιημένες που μπορούμε να φανταστούμε. Τα χρόνια εκείνα, το να βγαίνεις έξω από την παραγωγή έπεφτε στην παγίδα του νόμου.


Στα είκοσι τρία μου διεύρυνα ακόμα λίγο την απόσταση που με χώριζε από την ομάδα εκείνη των ανθρώπων που δέχονταν διαταγές από τις αρχές, και έτσι έφτασα στη Μόσχα με τη ραπτομηχανή στα χέρια. Ο λόγος που εγώ πήγα στη Μόσχα, είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με το λόγο για τον οποίο εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες τρέχουν στην πρωτεύουσα. Ήθελα να συνεργαστώ με τους περιθωριακούς του είδους μου, με τα μέλη της ομάδας των ανεπισήμων ποιητών, το ΣΜΟΓΚ.


Μια διάταξη σχετική με τις εσωτερικές μετακινήσεις προστατεύει τη Μόσχα όπως επίσης και μερικές άλλες πόλεις από την αθρόα προσέλευση πολιτών: Για να εγκατασταθεί κανείς στη Μόσχα θάπρεπε να έχει τη συγκατάθεση των αρχών - με τη μορφή μιας σφραγίδας πάνω στην ταυτότητά του. Oι κάτοικοι του Καυκάσου αποκτούσαν τη σφραγίδα αυτή πληρώνοντας τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας ή κάνοντας ένα λευκό γάμο. Εγώ όμως ήμουνα φτωχός. Έτσι λοιπόν εγκαταστάθηκα στη Μόσχα μέσα στην παρανομία.Έξι χρόνια έζησα εκτός νόμου. [...] Στα 1973, το πιο αμείλικτο τμήμα του σοβιετικού καθεστώτος, η KGB, άρχισε να εστιάζει την πολύτιμη προσοχή της στο άτομό μου.


Το αντικοινωνικό στοιχείο, που ως την ημέρα εκείνη ζούσε αποκομμένο από την ομαδική ζωή, είδε να του προσφέρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία: να γίνω πληροφοριοδότης, να συντάξω πληροφορίες-εκθέσεις για τους τόσους αλλοδαπούς φίλους που είχα τότε. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν διπλωμάτες. Αρνήθηκα το πατριωτικό αυτό καθήκον και όλα αυτά με έκαναν ν' αντιληφθώ πως ο φόβος μου αυτός για τις αρχές, πήγαζε περισσότερο από μιαν απέχθεια παρά από τρόμο.


Έντουαρντ Λιμόνοβ (1943)

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Ο Αντόνιο Γκράμσι και η επικαιρότητα της σκέψης του για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα


Του Θαναση Τσακιρη

Μέσα στη φυλακή, ο Αντόνιο Γκράμσι συνέγραψε τα σημαντικότερα έργα του, που ξεπερνούσαν τις 3.000 σελίδες (φιλοσοφία, πολιτική κοινωνιολογία και ιστορία). Η σκέψη του επηρεάστηκε τόσο από Ιταλούς στοχαστές, όπως ο Νικολό Μακιαβέλι και ο Μπενεντίτο Κρότσε, όσο και από το έργο του Κάρολου Μαρξ, του Αντόνιο Λαμπριόλα και άλλων.
Οι βασικές του συνεισφορές του Γκράμσι στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής: α) η έννοια της πολιτισμικής "ηγεμονίας" ως μέσου διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους, β) ο τονισμός της ανάγκης για την μόρφωση των εργατών ώστε να δημιουργηθούν οι "οργανικοί διανοούμενοι" της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής "ηγεμονίας", γ) η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.ά.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.ά.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης, δ) η πρωταρχική σημασία του "ιστορικισμού", δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο^1^ και ε) η κριτική του οικονομικού ντετερμινισμού.
Ο όρος "ηγεμονία" αναφέρεται σε μια διεργασία ηθικής και πνευματικής καθοδήγησης και διοίκησης, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η απόσπαση της συναίνεσης των κυριαρχούμενων ή υποτελών τάξεων στη διακυβέρνησή τους από τις εκάστοτε κυρίαρχες τάξεις και είναι τόσο περισσότερο εξασφαλισμένη όσο λιγότερη είναι η χρήση ή η απειλή χρήσης της βίας και του εξαναγκασμού. Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή τον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Λένιν, που ήταν ο ηγέτης της πρώτης επιτυχημένης κομμουνιστικής επανάστασης. Υποστήριξε ότι το κράτος δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη βία και την καταστολή ή τη δικτατορική επιβολή ως μέσα επιβίωσής του αλλά η σχέση του με την κοινωνία βασίζεται στο σχηματισμό και τη διάδοση/διάχυση πολιτιστικών, ιδεολογικών και ηθικών/διανοητικών συστημάτων αξιών και πεποιθήσεων. Ο Γκράμσι διαπίστωσε ότι στη Δυτική Ευρώπη, χοντρικά από το 1870 και ύστερα, υποχωρούσε η κατασταλτική πολιτική έναντι της ιδεολογικής ηγεμονίας που δημιουργούσε τους όρους της ταξικής συναίνεσης προς τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτή όμως η συναίνεση δεν είναι κάποια στατική κατάσταση, αλλά βρίσκεται διαρκώς υπό αναδιαπραγμάτευση, οπότε η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη ή μερίδα τάξης που επικρατεί στο ηγεμονικό μπλοκ νοιώθει υποχρεωμένη να επιδιώκει συνεχώς την εκ νέου απόσπαση της συναίνεσης^2^. Στις ειδικές ιστορικές συνθήκες της ενοποιημένης Ιταλίας των αρχών του 20ού αιώνα, χαρακτηριστική ήταν η πολιτική του "τρανσφορμισμού" στη διάρκεια των φιλελεύθερων κυβερνήσεων υπό τον Τζιουζέπε Τζιολίτι, σύμφωνα με την οποία με ποικίλους τρόπους, όπως ο προσεταιρισμός σοσιαλιστών πολιτικών, η εξαγορά ψήφων, η επεκτατική πολιτική στο εξωτερικό και η παροχή του δικαιώματος ψήφου σε όλο τον πληθυσμό είχε ως αποτέλεσμα την απόκτηση συναίνεσης από ευρέα στρώματα εργατών, κυρίως του βιομηχανικού Βορρά πριν από την έναρξη του πολέμου^3^.
Συνοψίζοντας, τονίζουμε ότι η ηγεμονία είναι μια μορφή ελέγχου που ασκείται πρώτα και κύρια μέσω του εποικοδομήματος, σε αντίθεση με την υποδομή της βάσης της κοινωνίας ή τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με κυριαρχικό οικονομικό χαρακτήρα. Έτσι, η ιδεολογική κυριαρχία έχει ως αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε για τον κόσμο σύμφωνα με τη δική της λογική και αντίληψη^4^. Έτσι, ο Γκράμσι άλλαξε τις μαρξιστικές αντιλήψεις για το κράτος και την κοινωνία και τη μεταξύ τους σχέση. Η κοινωνία των πολιτών είναι, τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς, αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Είναι, δηλαδή, η αρένα όπου συγκρούονται οι πάσης φύσεως ενώσεις και οργανώσεις, επίσημες ή ανεπίσημες, από τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα μέχρι τις Εκκλησίες, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και όλες τις ομάδες συμφερόντων και ενδιαφερόντων. Αυτή η συνύφανση πολλαπλών επιπέδων και οργανώσεων στις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες ή "κοινοβουλευτικές δικτατορίες" της εποχής του ήταν το στοιχείο, ακριβώς, που δυσκόλευε τις σοβιετικού τύπου επαναστάσεις.
Η έννοια του "οργανικού διανοούμενου" είναι μια ακόμη έννοια που προσέφερε στην πολιτική θεωρία ο Γκράμσι. Ενώ όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι, με την έννοια ότι έχουν τη δυνατότητα της σκέψης και του σχηματισμού νοητικών σχημάτων για την κατανόηση του κόσμου που τους περιβάλλει, δεν έχουν όλοι την ικανότητα να γίνουν διανοούμενοι με την έννοια ότι αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία που ασκεί ορισμένες λειτουργίες στο πλαίσιο της κοινωνίας. Οι τελευταίοι χωρίζονται, σύμφωνα με τον Γκράμσι, σε δύο τύπους, τους "παραδοσιακούς" και τους "οργανικούς". Οι πρώτοι είναι καθαρά επαγγελματίες διανοούμενοι και η θέση τους βρίσκεται στα διάκενα της κοινωνίας~ διαθέτοντας μια αίσθηση διαταξικότητας συγκαλύπτουν την προσκόλλησή τους στην εκάστοτε κυρίαρχη τάξη. Οι δεύτεροι είναι οι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι που αποτελούν μέρη μιας από τις δύο βασικές κοινωνικές τάξεις και προωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους. Οι οργανικοί διανοούμενοι δεν διακρίνονται τόσο για την επαγγελματική τους υπόσταση αλλά από τον ρόλο που παίζουν ως προωθητές και υπερασπιστές των ταξικών συμφερόντων της εργατικής ή της αστικής τάξης. Όσον αφορά την εργατική τάξη, οι οργανικοί διανοούμενοί της επιδιώκουν να συμβάλουν στην ανάδειξη της ταξικής της ιδεολογίας και στην υπέρβαση των κατακερματισμένων συντεχνιακών και οικονομίστικης χροιάς αγώνων των επιμέρους στρωμάτων της^5^.
Ο οικονομικός ντετερμινισμός ως μεθοδολογική, θεωρητική και πολιτική προσέγγιση ήταν λαθεμένη κατά τον Γκράμσι. Παρόλο που αναγνώριζε ότι υπήρχαν ιστορικές κανονικότητες, αρνούνταν ότι οι ιστορικοί νόμοι που ενυπάρχουν ως αντίληψη στο έργο του Μαρξ πρέπει να θεωρούνται απαρέγκλιτοι, αναπόφευκτοι και απαράβατοι, καθώς πίστευε ότι είναι οι ίδιες οι μάζες που κάνουν την ιστορία να κινείται, αρκεί να αντιληφθούν ότι πρέπει να δράσουν για να αποφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, ενώ θεωρούσε ότι οι δομές της εκάστοτε κοινωνίας δομούν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές των ατόμων, δεν ήταν της άποψης ότι αυτός ο καθορισμός αυτόματα θα οδηγούσε σε επαναστατική δράση. Απέρριπτε, επομένως, όσους μαρξιστές θεωρούσε "ντετερμινιστές, φαταλιστές και μηχανιστικούς". Επειδή, όμως, οι εργάτες δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να αναπτύξουν την ιδεολογία και την ταξική συνείδησή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να προχωρήσουν μαζικά σε μια κοινωνική επανάσταση, ο Γκράμσι θεωρούσε αναντικατάστατο τον ρόλο των "οργανικών διανοουμένων" που αναφέραμε^6^. Για να μπορέσει η εργατική τάξη να αντιτάξει τη δική της ιδεολογία και να κατακτήσει την ηγεμονία, σημαντικότατη, εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση είναι μέσα από τις γραμμές της να καταφέρει να διαμορφώσει ένα σώμα διανοουμένων που τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν ολοκληρωτικά από αυτά των διανοουμένων της κυρίαρχης τάξη, καθώς και το πολιτικό κόμμα που θα αξιοποιεί τη δραστηριότητα των οργανικών διανοουμένων αλλά και θα ανοίγει διαδρόμους που θα συνδέουν την εργατική τάξη και με ομάδες παραδοσιακών διανοουμένων. Οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης, με τη σειρά τους, ορίζονται αφενός από τον ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας και αφετέρου από τον καθοδηγητικό πολιτικό ρόλο τους. Με την ανάληψη της συνειδητής ευθύνης από αυτούς και με την απορρόφηση από τις εργατικές οργανώσεις ιδεών και πνευματικών ανθρώπων προερχόμενων από πιο προωθημένα στρώματα αστών διανοουμένων μπορεί η εργατική τάξη και τα συνδικάτα να ξεκολλήσουν από τον παραδοσιακό συντεχνιακό, γραφειοκρατικό και οικονομίστικο συνδικαλισμό και να προωθήσουν την ηγεμονία τους.
Ο Γκράμσι θεωρούσε ότι τα συνδικάτα έπρεπε να ξεφύγουν από τον παραδοσιακό ρόλο που τους επιφύλασσαν οι οικονομίστικες εκδοχές του μαρξισμού και να αναπτύξουν μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού. Η άποψή του ήταν ότι το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς επεκτεινόταν, δημιουργούσε ένα ολοένα και μεγαλύτερο στρώμα αξιωματούχων που αποσπάτο από τις μεμονωμένες επιχειρήσεις, το προσωπικό των οποίων εκπροσωπούσε, και ουσιαστικά εργαζόταν ακολουθώντας τους νόμους του εμπορίου, διαπραγματευόμενο την τιμή του εμπορεύματος της εργασίας με τους εργοδότες και εγγυάτο την πειθαρχία των εργατών στους όρους και τις διατάξεις της συλλογικής σύμβασης που υπογραφόταν με τους εργοδότες^7^. Με άλλα λόγια, ήταν εντελώς αδιάφορο για το αν οι συνδικαλιστές στο παρελθόν ξεκίνησαν ως οικοδόμοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι γραφείου, βιομηχανικοί εργάτες ή τεχνικοί, δημόσιοι υπάλληλοι ή μισθωτοί επιστήμονες. Αρκεί που γνώριζαν πώς να διαπραγματεύονται με τους εργοδότες και ως αντισυμβαλλόμενοι να υπογράφουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Έτσι, δεν χρειαζόταν η γνώση των ειδικών κανόνων και τεχνικών του συγκεκριμένου επαγγέλματος αλλά μόνο του εργατικού δικαίου που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αυτή η κατάσταση παγιώθηκε με τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων και τη διεθνοποίηση των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται.
Κι όμως, ο Γκράμσι θεωρούσε ότι το συνδικάτο δεν είναι ένα προκαθορισμένο πολιτικό φαινόμενο αλλά αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, εργαλείο των ίδιων των μελών του που έχουν τις δυνατότητες να καθορίζουν τη στρατηγική και τακτική του, είτε μαζί είτε και ενάντια στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Αυτή η συμβολή του στη συζήτηση για τα συνδικάτα συνδυάζεται με την αντιπρότασή του για την επέκταση των εργατικών συμβουλίων και των αρμοδιοτήτων τους με βάση το πρότυπο των αυτοκινητοβιομηχανιών της Βόρειας Ιταλίας. Απέναντι στους εργοδότες, σύμφωνα με τον Γκράμσι, τα συνδικάτα εμφανίζονται πειθαρχημένα γιατί πρέπει να υπερασπίσουν την εργασιακή νομιμότητα που κατέκτησαν με τους συγκεκριμένους αγώνες τους, επιβάλλοντας τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό "που πρέπει να υποστηριχθεί μέχρις ότου ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοήσει την εργατική τάξη". Τα εργατικά συμβούλια, όμως, είναι η επαναστατική "άρνηση της νομιμότητας" και επιδιώκουν "να οδηγήσουν την εργατική τάξη στην κατάκτηση της βιομηχανικής εξουσίας". Λόγω του "επαναστατικού αυθορμητισμού τους", τα εργατικά συμβούλια "μπορούν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν ταξικό πόλεμο", ενώ τα συνδικάτα, λόγω της "γραφειοκρατικής μορφής τους", έχουν την τάση να τον εμποδίζουν ή να τον αποτρέπουν.
Πού μπορεί να βοηθήσει η γκραμσιανή λογική στη σημερινή κατάσταση; Θα πρέπει να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας και ότι κάθε απόπειρα τοποθέτησής του σε ένα πλαίσιο όχι μόνο διαφορετικό από πλευράς γεωγραφικού χώρου αλλά και σε διαφορετικό χρονικό πλαίσιο στην ίδια του τη χώρα είναι παρακινδυνευμένη^8^. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να φτάνουμε στην κατάσταση ενό υπεραυστηρού ιστορικισμού, αρνούμενοι τη δυνατότητα οποιασδήποτε σύγχρονης και ευρύτερης χωρικά προσέγγισης της γκραμσιανής θεωρίας. Όπως τονίζεται από νεογκραμσιανούς μελετητές, όπως ο Στιούαρτ Χωλ^9^, ή διανοητές της φιλολογικής κριτικής, όπως ο Έντουαρντ Σαϊντ^10^, πρέπει αφενός μεν να μπορούμε να εντάσσουμε τον Γκράμσι στην ευρύτερη συζήτηση περί Βορρά και Νότου ή Ανατολής και Δύσης και των αντίστοιχων κοινωνικών διαστάσεων, αφετέρου δε να μην πέφτουμε στο άλλο άκρο και να θεωρούμε ότι κάθε ανάγνωση του έργου του Γκράμσι είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες ώστε να μην υπάρχουν ορισμένα κοινά σημεία επαφής και ο Γκράμσι να μην υφίσταται ως αυτόνομη σκέψη με όλα τα παράγωγά της.
Η ανάδειξη των συνδικάτων σε συλλογικό πολιτικό υποκείμενο των εργαζομένων είναι μια προοπτική που αντλεί στοιχεία από το έργο του Γκράμσι, καθώς εντάσσει τον κόσμο της οργανωμένης εργασίας σε μια διαδικασία μέσα από την οποία μπορεί να συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες αυτοτελούς παρέμβασής του ως αυτεξούσια οντότητα και για τον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας και την αποτελεσματικότερη προώθηση και διεύρυνση των διεκδικήσεων και των δικαιωμάτων του. Η απεμπλοκή των συνδικάτων από μια σειρά παράγοντες που τα κρατούν στο περιθώριο είναι εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση για μια τέτοια πορεία. Οι παράγοντες αυτοί είναι η εργοδοσία και ο πολιτικός λόγος της, το κράτος και οι μηχανισμοί του και, τέλος, τα πολιτικά κόμματα που ποζάρουν ως προστάτες ή καθοδηγητές του συνδικαλιστικού κινήματος, θέτοντας τους εργαζόμενους ως παθητικούς θεατές στο περιθώριο. Ακόμη, η αναδιάρθρωση των συνδικάτων ώστε να περάσει η λήψη αποφάσεων στα χαμηλότερα επίπεδα οργάνωσης με βάση την αρχή της άμεσης δημοκρατίας, η συμμετοχή των συνδικάτων στο κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, η ένταξη στις γραμμές τους των ανέργων, υποαπασχολούμενων και των πρόσκαιρα και επισφαλών εργαζομένων, των μεταναστών και των προσφύγων.
Η σκέψη του Αντόνιο Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την κατάκτηση της "ηγεμονίας" από την πλευρά του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

1. Για μια πολύ καλή παρουσίαση του ιστορικισμού ως επιστημονικής μεθόδου, βλ. Hamilton, P. (2003) |Historicism|. London, UK: Routledge.
2. Βλ. Fiske, J. (1992) "British Cultural Studies and Television", στο Allen C.R. (ed.), Channels of Discourse, Reassembled. London, UK: Routledge.
3. Βλ. Coppa, Fr. (1986) "Economic and Ethical Liberalism in Conflict: The extraordinary liberalism of Giovanni Giolitti", στο Coppa Fr. (ed.) |Studies in Modern Italian History: From the Risorgimento to the Republic|. New York, NY: Peter Lang. Bλ. επίσης το λήμμα Giovanni Giolitti στην |1911 EncyclopediaBritannica| (http://encyclopedia.jrank.org/Cambridge/entries/020/Giovanni-Giolitti.html).
4. Βλ., εκτός των άλλων, και τις απόψεις του H. Marcuse όπως παρουσιάζονται στο Bennett, Tony (1982) "Theories of the media, theories of society", στο Gurevitch, M., Bennett Τ., Curran J. & Woollacott J. (ed.) (1982) |Culture, Society and the Media|. London: Methuen (Part 1: Class, Ideology and the Media).
5. Gramsci, A. (1971) "The Intellectuals" στο Selections from the Prison Notebooks. New York: International Publishers, σ. 3-23. [ελλ. έκδ: Gramsci, Antonio. α' έκδοση: 2005 |Οι διανοούμενοι|. Αθήνα: Στοχαστής (α' έκδ.: 1972)].
6. Γι’ αυτή την "υποτίμηση" των δυνατοτήτων της εργατικής τάξης, ο Γκράμσι θεωρείται ότι επηρεάστηκε αρκετά από τους ελιτιστές κοινωνιολόγους της εποχής του, και ιδιαίτερα από τον Γκαετάνο Μόσκα. Βλ. Mosca G. (1939) |The Ruling Class|. New York, NY: McGraw-Hill. Οι σύγχρονες ελίτ των "γραφειοκρατικών κοινωνιών", κατά τον Μόσκα, διακρίνονται για τις οργανωτικές δεξιότητές τους, που τις χρησιμοποιούν πολύ συχνά για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Εκείνο που τον διαφοροποιεί σε σχέση με τους άλλους θεωρητικούς της "θεωρίας των ελίτ", ιδιαίτερα τον Βιλφρέντο Παρέτο, είναι η θέση του ότι οι ελίτ δεν είναι υποχρεωτικά κληρονομικού χαρακτήρα και θεωρητικά όλα τα μέλη της κοινωνίας μπορούν να ανέλθουν στις θέσεις των ελίτ. Τέλος, η ιστορία είναι μια συνεχής εναλλαγή ή "κυκλοφορία των ελίτ" και κάθε κοινωνία χαρακτηρίζεται από την κυρίαρχη ελίτ της (π.χ. στρατιωτική, ολιγαρχική, αριστοκρατική κ.ο.κ.). Για μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των θεωριών του Μόσκα και του Γκράμσι, βλ. Finocchiaro, Maurice A., |Beyond Right and Left. Democratic Elitism in Mosca and Gramsci|. New Haven, London: Yale UP (1999).
7. Βλ. ανυπόγραφο άρθρο στην |L' Ordine Nuovo|, 12.6.1920, τόμ. 11, τχ. 5 ( http://www.marxisme.dk/arkiv/gramsci/1920/06/12-fgfra.htm).
8. Για τη συζήτηση αυτή, βλ. Morton D.A. (1999) "On Gramsci". |Politics|. 19(1), σ. 1-8.
9. Βλ. Hall, St. (1988) |The Hard Road to Renewal. Thatcherism and the Crisis of the Left|. London, UK: Verso.
10. Βλ. Said, Ed. (1985) "Orientalism Reconsidered", |Race and Class| τόμ. 27, τχ. 2, φθινόπωρο, σ. 1-15.


|Ο Θανάσης Τσακίρης είναι δρ ΠΜΣ Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Το κείμενο είναι συμπύκνωση της ανακοίνωσης με θέμα "Η επικαιρότητα της σκέψης του Α. Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες 'νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας' και 'παγκοσμιοποίησης', στο συνέδριο "Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία", που οργάνωσαν στις 30.11 και 1.12.2007, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών (ΚΠΕ)|.

Αναγνώστες