Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

ΜΑΖΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΑΠΌ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 18/07/2009 ΣΤΙΣ 13:00 Μ.Μ. ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΟΛΓΑΣ

ΜΑΖΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΑΠΌ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΔΕΙΞΗΣ ΑΚΡΑΙΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ

Πλέον γίνεται σε όλους αντιληπτό ότι ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός στη χώρα μας γύρισε σελίδα. Η υπουργοποίηση Μαρκογιαννάκη, ο εξτρεμισμός του υπ. Εσωτερικών Παυλόπουλου, η κάλυψη και ενθάρρυνση της βάρβαρης αστυνομικής βίας, τα πογκρόμ εναντίον μεταναστών, που ακολούθησε την εξέγερση του Δεκέμβρη, αποκαλύπτουν ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, με την υποστήριξη ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ-ΜΜΕ-Εργοδοτικών οργανώσεων-Ε.Ε. στήνει ένα ακραίο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Οι μαζικές συλλήψεις αγωνιστών του Δεκέμβρη, κυρίως ανυποψίαστων μαθητών και νεολαιών, η δίωξη τους με τρομονόμους και ο δια βίου στιγματισμός τους, αποτελούν σαφή προσπάθεια ολόκληρου του αστικού κατεστημένου να τρομοκρατήσει, να χειραγωγήσει, να καθυποτάξει. Η οικονομική κρίση γίνεται αιτία και αφορμή για την κατάργηση και των τελευταίων εργασιακών δικαιωμάτων, την εμπορευματοποίση-ιδιωτικοποίηση όλων των κοινωνικών αγαθών. Ο φόβος νέων εξεγέρσεων πιέζει για σκληρά μέτρα κρατικού αυταρχισμού.

Στιγμιότυπο αυτής της διαδικασίας τρομοκράτησης της κοινωνίας είναι η κτηνώδη συμπεριφορά δικαστικών και αστυνομικών αρχών, που βρίσκεται ενταγμένος σε κυβερνητικό σχεδιασμό, απέναντι στον παράνομα συλληφθέντα νεολαίο αγωνιστή Θοδωρή Ηλιόπουλο που προχώρησε σε απεργία πείνας.

Οι μετανάστες ήταν το επόμενο θύμα. Επαναλαμβανόμενα πογκρόμ με ανοικτή συνεργασία ΜΑΤ-φασιστών, μαζικές απελάσεις, βασανιστήρια και εκτελέσεις, στρατόπεδα συγκέντρωσης και φακέλωμα ήταν η κυβερνητική επιλογή.

ΠΑΣΟΚ - ΛΑΟΣ - Εκκλησία - Καταστηματάρχες - Επενδυτές στην Αγορά Γης-Μεγαλοδημοσιογράφοι έστρωσαν το χαλί για να περάσουν τα ΜΑΤ και οι μπουλντόζες πάνω από τον καταυλισμό των απελπισμένων μεταναστών στην Πάτρα. Εικόνες που θυμίζουν Βαγδάτη, εισβολή του φασιστικού ισραηλινού στρατού στην Τζενίν, νίκες των κρυστάλλων στην χιτλερική Γερμανία αναβίωσαν εν μέσω καλοκαιριού και ενώ η αλληλεγγύη του κινήματος ήταν σχεδόν αδύνατη.

«Όσοι δεν παρανομούν δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε» προπαγανδίζουν τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης αφού πλέον αποκαλύπτεται ότι μετά τους αγωνιζόμενους εργαζόμενους και νεολαίους, μετά τους μετανάστες ήρθε η ώρα να φακελωθεί ολόκληρη η κοινωνία.

Η κυβέρνησης της ΝΔ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟΝ ΓΥΨΟ
Το σκληρό αστυνομικό κράτος που εγκαθιδρύεται προχωρά σε εκτεταμένες παρακολουθήσεις πολιτών. Δεκάδες εκατ. ευρώ δαπανώνται για να μπορεί η ΕΥΠ να παρακολουθεί και καταγράφει τον εσωτερικό εχθρό.

Οι μιζαδόροι της SIEMENS κυβερνητικοί υπάλληλοι της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ επιβάλλουν το κράτος χαφιέ. Τον περιπτερά και θυρωρό της Χούντας των Συνταγματαρχών αντικατέστησαν τα μηχανάκια που παρακολουθούν 3000-3500 τηλέφωνα και μηνύματα ταυτόχρονα.

Κάμερες παντού. Και χρήση τους όλο το 24ωρο χωρίς την παρουσία εισαγγελέα. Δημιουργία τράπεζας DNA από πολίτες που κατηγορούνται ακόμη και για πλημμελήματα.
Ο λόγος; Η πάταξη της τρομοκρατίας, η επιβολή Νόμου και Τάξης.

Από ποιους: τους ληστές του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ του Χρηματιστηρίου, του Βατοπεδίου, τους εμπρηστές της Πελοποννήσου και της Πάρνηθας που προστάτευαν το Καζίνο και άφηναν να καεί ένα ολόκληρο βουνό, τους διαπλεκόμενους με εκδότες-καναλάρχες-εργολάβους, τους φορομπήχτες, αυτούς που με πρόσχημα την «εθνική ανάπτυξη» σε συνεργασία με ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ μετέτρεψαν τον εργαζόμενο στην Ελλάδα αυτόν που εργάζεται περισσότερο, πληρώνεται λιγότερο, με ελάχιστα δικαιώματα, που θέλουν και αυτά να καταργήσουν.

Αυτούς που μας τρομοκρατούν καθημερινά με τον εφιάλτη της ανεργίας, επιβάλλοντας δια βίου λιτότητα και πάγωμα μισθών για να αυξάνουν τα κέρδη τους, που στέλνουν ελληνικό στρατό σε (16) χώρες ως στρατό κατοχής, συμμετέχοντας σε όλα τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα.

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ.
ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
(Ραντεβού το Σαββάτο 18/7, στις 9:00 πμ. στο Πολυτεχνείο (είσοδος Στουρνάρη)

ΜΑΖΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ 20/7/09 ΣΤΙΣ 9:00 Π.Μ ΑΠΑΙΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ Θ.ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 21/07/09 ΣΤΙΣ 6:00 Μ.Μ

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Στο καλό σύντροφε!!!!!!!«Έφυγε» ο Κομμουνιστής Κώστας Μπατίκας

Κυριακή 17 Μάη, 64 μόνο, χρόνων- την Τρίτη στη Ν. Σμύρνη η "έξοδος".

Μεταφέρω , όπως έλαβα από Συντρόφους του, την άσκημη πληροφορία:

Έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 17 Μαΐου σε ηλικία 64 ετών, ο Κώστας Μπατίκας, εξέχον στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας, από την περίοδο της δικτατορίας μέχρι σήμερα.

Ο Κώστας Μπατίκας γεννήθηκε στα Στουρναραίικα Τρικάλων στις 10/3/1945. Η στρατιωτική δικτατορία τον βρίσκει στη Δυτική Γερμανία, όπου εργάζεται και παράλληλα σπουδάζει γεωπόνος. Κατά τη διάρκεια της χούντας αναπτύσσει σημαντική αντιδικτατορική δράση στο φοιτητικό και μεταναστευτικό κίνημα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ. Μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα και προσφέρει τις υπηρεσίες του σαν στέλεχος του ΚΚΕ από διάφορες καθοδηγητικές θέσεις: Μέλος του γραφείου της Κ.Ο. Πειραιά, γραμματέας της Ν.Ε. Αιτωλοακαρνανίας, γραμματέας της επιτροπής περιοχής Δυτικής Πελοποννήσου – Δυτικής Στερεάς – Νήσων, μέλος του εργατικού τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, μέλος του Αγροτικού τμήματος της Κ.Ε.

Υπήρξε μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ από το 10ο συνέδριο (1978) μέχρι το καλοκαίρι του 1989, όταν συγκρούστηκε με τον κυβερνητισμό της ηγεσίας του κόμματος που οδήγησε στη συνεργασία με τη Ν.Δ. και την κυβέρνηση Τζανετάκη. Μαζί με άλλα στελέχη και μέλη του ΚΚΕ που αποχώρησαν την ίδια περίοδο, υπήρξε συνιδρυτής του Νέου Αριστερού Ρεύματος. Αποχώρησε ωστόσο και από το ΝΑΡ το 1991, μαζί με άλλους συντρόφους επειδή διαφώνησε με την εγκατάλειψη της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας ως βάση για την κομμουνιστική πολιτική.

Το 1992 πρωτοστατεί στην έκδοση του θεωρητικού – πολιτικού περιοδικού «Αριστερή Ανασύνταξη», στο οποίο αρθρογραφούσε μέχρι σήμερα, καθώς και στην ίδρυση της ομώνυμης οργάνωσης. Από τη συνένωση της «Αριστερής Ανασύνταξης» με την οργάνωση «Εργατική Πολιτική», προέκυψε το 2007 η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, της οποίας ο Κώστας Μπατίκας υπήρξε ιδρυτικό μέλος και θεωρητικός νους.

Αφιερωμένος στην επανάσταση, ασυμβίβαστος, σκεπτόμενος και μαχόμενος κομμουνιστής σε όλη του τη ζωή, συγκρούστηκε με κάθε τάση συμβιβασμού και οπισθοδρόμησης εντός του κομμουνιστικού κινήματος, υποστήριξε με πάθος τη θεωρητική και πολιτική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, θεμελιωμένη στην επαναστατική θεωρία του προλεταριάτου, το μαρξισμό – λενινισμό. Συνέβαλε ο ίδιος καθοριστικά στην επεξεργασία μαρξιστικών ταξικών θέσεων για την οργανωτική συγκρότηση και την πολιτική του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με τις τοποθετήσεις του εντός του ΚΚΕ, με την μετέπειτα αρθρογραφία του στην «Αριστερή Ανασύνταξη» και με το βιβλίο του «Συνδικάτα και Πολιτική» (1994). Παρήγαγε επίσης σημαντικές επεξεργασίες μαρξιστικών θέσεων για ένα ευρύ φάσμα πολιτικών ζητημάτων, όπως το εθνικό ζήτημα, το αγροτικό ζήτημα, το ενιαίο μέτωπο πάλης των εργαζομένων. Ιδιαίτερο έργο του αποτέλεσε η επανανακάλυψη της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό και της επαναστατικής μετάβασης σ’ αυτόν, καταδεικνύοντας τη θεωρητική συγγένεια της γραφειοκρατικής με την καουτσκική εκδοχή του σοσιαλισμού και διορθώνοντας πολλές παραναγνώσεις της λενινιστικής θεωρίας από τη σοβιετική γραφειοκρατία.

Κατάφερε έτσι με επίπονη μελέτη και επίμονη εργασία να ξεδιαλύνει τη μαρξιστική θεωρία από την ιδεολογική σκουριά της σοβιετικής γραφειοκρατίας και άλλες αστικές θεωρητικές διαστρεβλώσεις της. Καρπός της εργασίας του αυτής είναι, εκτός από τα σχετικά άρθρα του και το καινούργιο υπό έκδοση βιβλίο του, το οποίο δεν πρόλαβε δυστυχώς να δει τυπωμένο, ηττημένος από την μοιραία αρρώστια – και μόνο απ’ αυτή.

Και την αρρώστια όμως την αντιμετώπισε σαν κομμουνιστής, με λεβεντιά και καρτερικότητα και με το πείσμα να αξιοποιεί κάθε στιγμή υγείας που κέρδιζε στον αγώνα του με το θάνατο για να παράγει επαναστατικό έργο.

Ήταν και θα είναι πηγή έμπνευσης για όλους τους συντρόφους του και για όλους τους κομμουνιστές. Θα μείνει αθάνατος, όπως αθάνατη είναι η επαναστατική θεωρία και η στάση ζωής που μας δίδαξε. Το έργο του θα είναι πάντα σημείο αναφοράς και πηγή γνώσης για όλους όσους θελήσουν στο μέλλον να συμβάλουν στον αγώνα για την επαναστατική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος.

http://politikokafeneio.com/Forum/viewtopic.php?p=143357#143357
Η κηδεία του Κώστα Μπατίκα θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 19 Μαΐου στις 4 η ώρα στο νεκροταφείο Νέας Σμύρνης.
Η νεκρώσιμη πομπή θα ξεκινήσει στις 3 από το σπίτι του στην οδό Άνοιξης 3, Πλατεία Άνοιξης στη Νέα Σμύρνη.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Μ.Γλέζος: «Να συνεργαστούν οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς»

Άμεση συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς «με στόχο να βρεθεί τρόπος να βγούμε από τα πολλαπλά αδιέξοδα», προτείνει με σημερινή επιστολή του προς τα ΜΜΕ ο Μανόλης Γλέζος.

Στην επιστολή αναφέρεται: «Η ΑΝΤ.ΑΡΣ.Υ.Α., το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ να αποφασίσουν να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της κρίσης, που οι συνέπειές της πλήττουν τους εργαζόμενους, για τη συντριβή του δικομματισμού, που έχει οδηγήσει τη χώρα σε κατάρρευση, και για ν΄ανοίξει ο δρόμος προς ένα καλύτερο μέλλον. Με την ευκαιρία μάλιστα των ευρωεκλογών, μια κοινή παρουσία με ένα ενιαίο ευρωψηφοδέλτιο θα ήταν η καλύτερη λύση».


Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Εκδήλωση ΕΑΑΚ Ιωαννίνων : Παγκόσμια Κρίση Επιστροφή στον Μαρξ Επιστροφή στο Μέλλον

Η Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά Ιωαννίνων
σας καλεί στην
εκδήλωση – συζήτηση που διοργανώνει

Με θέμα

Παγκόσμια Κρίση Επιστροφή στον Μαρξ Επιστροφή στο Μέλλον
την Τετάρτη 11 Μάρτη 2009
και ώρα 7,30 μ.μ.
στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων .

Ο μ ι λ η τ έ ς:
Βένιος Αγγελόπουλος
Καθηγητής Πολυτεχνείου
Σταμάτης Κοιλάκος
Οικονομολόγος

Συντονίζει ο Φιλήμων Καραμήτσιος Δημοσιογράφος


Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΕ!!


Είναι έγκυρες οι "πληροφορίες" μας και δέν χωρούν αμφισβήτηση.!!
Εμπλοκή σημειώθηκε προς το τέλος των εργασιών του 18ου συνεδρίου του ΚΚΕ,όταν ομάδα συνέδρων,απο οργανώσεις της νεολαίας του κόμματος καθώς και συνέδρους των οργανώσεων στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα και τους οικοδόμους,παίρνοντας το λόγο επι της διαδικασίας πρότειναν να εκδοθεί απο το σώμα του συνεδρίου, ψήφισμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης στους 44 (μέχρι στιγμής) νεκρούς εργάτες που έιχαν τραγικό τέλος σε ένα απο τα ορυχεία της αχανούς σοσιαλιστικής Κίνας. Στην πρόταση ψηφίσματος των συνέδρων για τα θύματα στο ορυχείο της πόλης Γκούτζαο,αναφέρονταν στοιχεία για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας,τις απαρχαιομένες υποδομές, την έλλειψη μέτρων ασφαλείας και εκπαίδευσης με αποτέλεσμα τα αλλεπάληλα εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν στα ορυχεία της χώρας καθώς και τις αντισοσιαλιστικές μεθόδους αμοιβής και απασχόλησης σε πολλές επιχειρήσεις που ελέγχει το Αδελφό Κόμμα. Οι "πληροφορίες" μας αναφέρουν ότι επικράτησε σχετικός πανικός απο την πλευρά του προεδρείου και χρειάστηκε η παρέμβαση της γραμματέως του κόμματος για να παρακαμφθεί τελικά η πρόταση(με την αποδοχή απο την πλευρά των συνέδρων να εκδοθεί ανακοίνωση απο το ΠΑΜΕ) και να συνεχιστεί η διαδικασία.Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μέλος της αντιπροσωπείας του ΚΚΚίνας στην αίθουσα,αναγκάστηκε να αποχωρήσει επιδεικτικά,(ακολουθούμενο απο τον υπεύθυνο διεθνών σχέσεων του κόμματος)ανεβάζοντας την ένταση και την αμηχανία του προεδρείου.Το επεισόδιο είχε ήδη λήξει όταν εμφανίστηκε ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΚΚΚίνας και ο γραμματέας της πρεσβείας της χώρας στην Ελλάδα,για να παρακολουθήσει το κλείσιμο του δεύτερου θέματος που αφορά στις «εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα απ' τη σοσιαλιστική οικοδόμηση τον 20ό αιώνα - και την αντίληψη του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό».

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ ...

Πρόταση συνάντησης του αντικαmταλιστικoύ δυναµικού της εξέγερσης και κλιµάκωσης της µάχης

"Συντρόφισσα, σύντροφε. Εξεγερµένη Ελλάδα. Εµείς, οι πιο µικροί, από αυτή τη γωνιά του κόσµου, σε χαιρετάµε. Δέξου το σεβασµό µας και το θαυµασµό µας γι' αυτό που σκέφτεσαι και κάνεις. Από µακριά µαθαίνουµε από σένα. Ευχαριστούµε." (Μήνυµα του υποδιοικητή Μάρκος, EZLN).
"Πλανιέται σήµερα στην Ευρώπη, µετά τις βιαιότητες των Αθηνών, ένα άρωµα άνοιξης των λαών, ένα φάντασµα γενικευµένης εξέγερσης της ευρωπα'ϊκής νεολαίας ενάντια στην κρίση .... "~ (Κριστόφ Μπαρµπιέ, διευθυντής του συντηρητικού γαλλικού Εξπρές).


Τα "Δεκεµβριανά του 2008" αποτελούν το σοβαρότερο εξεγερτικό γεγονός µετά τη µεταπολίτευση. Για πρώτη φορά προκλήθηκε µια τόσο σοβαρή πολιτική κρίση πραγµατικά "από τα κάτω και από τα αριστερά", που απείλησε µε ανατροπή την κυβέρνηση και κλυδώνισε συνολικά το πολιτικό σύστηµα. Η εξέγερση έφερε στο προσκήνιο ένα ορµητικό κύµα πολιτικοποίησης µε νέα ποιοτικά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισµικά χαρακτηριστικά. Η νέα εργατική βάρδια, η νεολαία της εκπαίδευσης, οι εργαζόµενοι, οι µετανάστες, όλοι αυτοί που η ζωή τους έγινε µάχη για την επιβίωση -ενώ γύρω τους χορεύουν τα δισ. που ενισχύουν τις τράπεζες και οι αγοραπωλησίες του Βατοπεδίου- ανέτρεψαν το φόβο, τη σιωπή, την εκλογική αναµονή και τα προγραµµατισµένα σχέδια όλου του επίσηµου πολιτικού σκηνικού.
Η βάση της εξέγερσης έχει βαθιές κοινωνικές ρίζες µέσα στην πολύπλευρη κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισµού και στις συνθήκες της συνολικής αστικής επίθεσης σε παιδεία - εργασία - λαϊκές ελευθερίες, που δηµιουργούν ένα εκρηκτικό µείγµα εργασιακής ανασφάλειας - υποβάθµισης όλων των συνθηκών ζωής - αντιδηµοκρατικής ασφυξίας, ταυτόχρονα µε ένα τεράστιο έλλειµµα "εκπροσώπησης" από το υπάρχον πολιτικό σύστηµα και πολιτικής προοπτικής.
Το "κοινωνικό υποκείµενο" που αποτέλεσε την "καρδιά" της εξέγερσης είναι µια πρωτότυπη, για τα ελληνικά δεδοµένα, σύνθεση - συνάντηση τµηµάτων της παιδείας και της εργασίας: µαθητές, φοιτητές, εργατική νεολαία της επισφαλούς εργασίας, της ελαστικότητας, της ανεργίας αλλά και µεγαλύτερες γενιές µε τα ίδια χαρακτηριστικά, εργαζόµενοι και µετανάστες. Αυτά τα κοινωνικά τµήµατα βρίσκονται στον πυρήνα της παιδείας και της νέας εργασίας, στην καρδιά του µοντέλου απόσπασης υπεραξίας και εκµετάλλευσης που προώθησε ο ολοκληρωτικός καπιταλισµός τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό ήταν που, άλλωστε, έκανε δυνατή την ευρύτατη λα'ϊκή απήχηση έως και στήριξη της εξέγερσης, αφού η πλειοψηφία της εργατικής τάξης αναγνώριζε, ακόµα και όταν δεν συµµετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις, χαρακτηριστικά της δικής της αγωνίας και αγανάκτησης απέναντι στην κατάργηση και των πιο στοιχειωδών δικαιωµάτων της.
Με αυτή την έννοια, το κίνηµα αυτό είναι και νεολαιίστικο και εργατικό, µε χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο στη νέα σύνθεση της εργασίας του ολοκληρωτικού καπιταλισµού και δεν είναι απλώς "νεολαία", ούτε πολύ περισσότερο "περιθώριο", "γκέτο" ή λούµπεν. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε ένα ενιαίο κίνηµα η µαθητική - φοιτητική και η εργατική νεολαία, και µε ένα τρόπο όλες οι γενιές (και όχι η γενιά) των 700 ευρώ και των νέων εργασιακών σχέσεων.
Μέσα από την εξέγερση εκφράστη κε ένα συνολικό "µπούχτισµα" και αντιπαράθεση µε την αστική τάξη πραγµάτων, και όχι µόνο µια αντικατασταλτική καταγγελία ή µια δηµοκρατική διαµαρτυρία (παρότι προφανώς αυτή έπαιξε το ρόλο του πυροδότη). Ήρθε στο προσκήνιο ένα βαθύ αντικαπιταλιστικό φορτίο που αγγίζει όλες τις πλευρές της ζωής, µια ευρύτερη προσπάθεια νοηµατοδότησης της καθηµερινής ζωής, µε σπάσιµο του καπιταλιστικού προτύπου (στο σχολείο, στην εργασία, στην κατανάλωση, στις εορτές κ.λπ.), η άρνηση του "κανονικού", του "οµαλού", του "συνηθισµένου", η επανοικειοποίηση "χαµένων" κοινωνικών δραστηριοτήτων, της πόλης κ.λπ., η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής έξω από τη δικτατορία του εµπορεύµατος (κάτι που εκφράσθηκε και µε την πληθώρα επιθετικών ενεργειών ενάντια στα σύµβολα του συστήµατος, αλλά και µε ένα πλούτο πρωτοβουλιών εναντίωσης στον κυρίαρχο πολιτισµό).
Η εξέγερση είχε ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά πολιτικά χαρακτηριστικά: εξέφρασε συνολική αντίθεση µε όλο το πολιτικό σύστηµα, τον αστικό συνασπισµό εξουσίας και το κράτος (και όχι πρόσδεση σε κάποια τµήµατά του ή "εναλλακτικές λύσεις" εντός του), διεκδίκησε την ανατροπή της κυβέρνησης (και όχι απλά την παραίτηση κάποιων "υπευθύνων"), µίλησε για τις ανάγκες και τα δικαιώµατα σε παιδεία και εργασία και συνέδεσε το κοινωνικό πρόβληµα µε το αυταρχικό πλέγµα (δεν µίλησε απλά για "δηµοκρατία"), είχε µαζικά µαχητικά συγκρουσιακά χαρακτηριστικά στη δράση (και όχι απλά "παρελάσεις"). Ο Δεκέµβρης έδειξε το πώς κινήµατα µπορούν να γεννιούνται και να αναπτύσσονται γύρω από επιθετικά αιτήµατα µε ταχύτητα, µε την οποία οι αγώνες πολιτικοποιούνται σήµερα µπροστά στην ολότητα της επίθεσης.
Η εξέγερση ανέδειξε ένα πλούτο µορφών οργάνωσης και δράσης. Ξεχώρισε η µορφή της κατάληψης - κέντρο αγώνα - κέντρο αντιπληροφόρησης και των ανοιχτών συνελεύσεων, η οποία διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και έπαιξε πολύ σηµαντικό και κρίσιµο ρόλο, τόσο για την οργάνωση του κινήµατος µε ένα αµεσοδηµοκρατικό τρόπο, όσο και για τη συγκέντρωση και την παρέµβαση του αντικαπιταλιστικού δυναµικού. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην κατάληψη Νοµικής, αποτέλεσαν πραγµατικά µαζικά "εργαστήρια" πολιτικοποίησης και ανάπτυξης της εξέγερσης, ενώ ταυτόχρονα έδωσαν φωνή και "οργάνωση" σε ένα µεγάλο µέρος ανένταχτων αγωνιστών του κινήµατος. Αυτή η λογική δεν απάντησε µόνο στις πρώτες δυσκολίες του συντονισµού αλλά γεννήθηκε και από την ανάγκη για υπέρβαση της πλήρης απουσίας συλλογικών οργάνων σε τµήµατα της νεολαίας αλλά και εργαζόµενους που συµµετείχαν, αλλά και την προσπάθεια να γίνουν διαδικασίες σε µαζικούς χώρους που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η επίσηµη Αριστερά ούτε ήθελαν ούτε µπορούσαν να τροφοδοτήσουν. Ένας "αστερισµός" πολύµορφων πρωτοβουλιών αναπτύχθηκαν, επίσης, στις συνοικίες και τις πόλεις, µε διαδηλώσεις, καταλήψεις, κέντρα αντιπληροφόρησης, λα'ϊκές συνελεύσεις κ.λπ., διαχέοντας το κλίµα της εξέγερσης σε όλη την κοινωνία και διαµορφώνοντας χώρους για την ενότητα και αγωνιστική έκφραση ενός ευρύτερου λα'ϊκού δυναµικού.
Σηµαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν και η υιοθέτηση µαζικών πρακτικών βίας, ως αντι-βία απέναντι στη θεσµοθετηµένη πολυεπίπεδη βία της αστικής εξουσίας. Η σύγκρουση, φαντάζει όλο και περισσότερο ως φυσιολογική πρακτική του κινήµατος όσο και η διαδήλωση και η κατάληψη. Πέρα από αυθόρµητη έκφραση οργής, αυτό αποτελεί και µια έµπρακτη κριτική προς όλες εκείνες τις συνηθισµένες "δοµηµένες", "οργανωµένες" και "περιφρουρηµένες" µορφές αντίδρασης. Η συµβολική βία ήταν συστατικό στοιχείο του κινήµατος, συγκροτούσε το "φαντασιακό" και τροφοδοτούσε το συµβολικό κόσµο της εξέγερσης (όπως φάνηκε πολύ χαρακτηριστικά στο µαζικό "πέσιµο" των µαθητών στα αστυνοµικά τµήµατα σε όλη την Ελλάδα, στη µαζική συµµετοχή νέων στα σπασίµατα τραπεζών και µαγαζιών, στο συµβολικό κάψιµο του χριστουγεννιάτικου δέντρου κ.λπ.).
Αν έτσι έχουν τα πράγµατα γύρω από τις βασικές εκτιµήσεις της εξέγερσης του Δεκέµβρη, θα πρέπει να αποτιµήσουµε σοβαρά τη στάση των "δίδυµων πύργων" του αστικού πολιτικού συστήµατος (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), αλλά και της ρεφορµιστικής και διαχειριστικής Αριστεράς. Η συζήτηση για την ανακήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης που απασχόλησε στα σοβαρά την κυβέρνηση (για πρώτη φορά τίθεται τέτοιο θέµα µετά τη µεταπολίτευση) δεν ήταν απλώς ένα τροµοκρατικό τέχνασµα, αντίθετα απηχούσε τον πραγµατικό φόβο της αστικής τάξης µπροστά στις διαστάσεις που έτεινε να λάβει η εξέγερση και κυρίως µπροστά στον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα της. Είναι καθαρό πως η ΝΔ επένδυσε στην προσπάθεια για την επιβολή του Νόµου και της Τάξης, ενώ το εύρος της καταστολής που εξαπέλυσε αποτελεί "επένδυση" για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήµατος συνολικά. Το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να παίξει στην ίδια ακριβώς "ατζέντα" µε πρώτιστο στόχο την περιφρούρηση της αστικής οµαλότητας, ξεκαθαρίζοντας µε τη στάση του ότι δεν πρόκειται να "αξιοποιήσει" κρίσιµες για το σύστηµα καταστάσεις για την άνοδό του στην κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, µέσα στην εξέγερση αναδείχθηκε ακόµη περισσότερο ο εξίσου βαθύς καθεστωτικός ρόλος και των δύο εκδοχών της κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο ΣΥΝ -ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη µέρα κιόλας έσπευσε να ζητήσει εκλογές ως διέξοδο από την κρίση, ακολούθησε τη ΓΣΕΕ στο ξεπούληµα της απεργιακής πορείας, ενώ "συνόψισε" τα αιτήµατα της εξέγερσης στο αίτηµα για "εκδηµοκρατισµό της αστυνοµίας". Το ΚΚΕ εξέφρασε µε καθαρό τρόπο την εχθρότητά του απέναντι σε οτιδήποτε µπορεί να απειλήσει πραγµατικά το σύστηµα, αποτέλεσε δύναµη υποστήριξης της κυβέρνησης και συκοφάντησης του κινήµατος, καθώςε αποδέχθηκε και ενίσχυσε την κυβερνητική επιχειρηµατολογία περί "κουκουλοφόρων" και πρόσφερε µαζί µε τις πιο συντηρητικές δυνάµεις άλλοθι στην κυβέρνηση, µε τις θεωρίες περί "ξένων κέντρων". Και οι δύο έδωσαν διαπιστευτήρια προς το κεφάλαιο πως δεν θα διαταράξουν τη σταθερότητα του συστήµατος.
Είναι φανερό ότι µπροστά στα µάτια µας εκρήγνυται µια νέα πολιτικοποίηση, η οποία δεν µπορεί να εκπροσωπηθεί από την υπάρχουσα Αριστερά. Το µεγάλο "στοίχηµα"~ είναι πώς αυτό το πολύµορφο αλλά βαθύ ρεύµα αµφισβήτησης και αντικαπιταλιστικής αναζήτησης θα διαµορφώσει το δικό του ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό πολιτικό ρεύµα, ικανό να δώσει τη µάχη της συνολικής ανατροπής και να δηµιουργήσει τις συνθήκες της επαναστατικής αλλαγής. Και σε αυτό το ερώτηµα δεν υπάρχουν έτοιµες απαντήσεις, ούτε προφανώς αρκεί µόνο η επίκληση του Δεκέµβρη. Η επαναστατική Αριστερά έχει να συνεισφέρει πολλά, αλλά πρέπει και να ακούσει και να "πάρει" πολλά ..
Η εξέγερση ανέδειξε την επείγουσα ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστική ς Αριστεράς στο σύνολό της και προώθησης άλλου τύπου κοινωνικών και πολιτικών πρωτοβουλιών από αυτές που έχει συνηθίσει. Σε τέτοιες στιγµές, µέσα στη φωτιά της πολιτικής αντιπαράθεσης και των κοινωνικών συγκρούσεων, οι "πρωτοπορίες" κρίνονται στην πράξη, κατά πόσο και ποιες προθέσεις τους ισχύουν, και τελικά ποια είναι η αντικαπιταλιστική Αριστερά πέρα από τις διακηρύξεις της. Παρά το γεγονός ότι σε γενικές γραµµές υπήρξε επαφή µε την εξέγερση και κινητοποίηση εντός της, η αντικαπιταλιστική Αριστερά ούτε ενιαία εκτίµηση και στάση είχε, ούτε πολύ περισσότερο µια συνεπή πολιτική κατεύθυνση πλήρους "αγκαλιάσµατος"", ανάπτυξης και κλιµάκωσης της εξέγερσης. Αντίθετα αναδείχθηκαν και οξύνθηκαν µέσα στην εξέγερση οι διαφορές και τα αποκλίνοντα σχέδια των δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Όλα αυτά έδειξαν στην πράξη ότι µια κεντρική συµµαχία οργανώσεων απέχει πολύ από το να έχει και πραγµατικά ενιαίο και προωθητικό για το κίνηµα προσανατολισµό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ πριν ο χώρος αυτός δεν είχε ταυτόχρονα τέτοιο πληθωρισµό κοινών πολιτικών ανακοινώσεων, αλλά και τέτοια πολυδιάσπαση στις πρακτικές. Το πρόσφατο αντιπολεµικό κίνηµα που ακολούθησε αµέσως µετά τον Δεκέµβρη είναι αδιάψευστος µάρτυρας για κάτι τέτοιο.
Το σοβαρότερο, όµως, είναι ότι, µε ευθύνη και του ΝΑΡ, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά και στην κοινή εκδήλωση στο Σπόρτινγκ, αναπαράγεται στο χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ένα µοντέλο όπου οι οργανώσεις είναι οι αξιολογητές που βαθµολογούν και βγάζουν τα συµπεράσµατα του κινήµατος, φροντίζοντας πάντα να αυτοεπιβεβαιώνουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους, και προτείνοντας ως πολιτική προοπτική την "κεφαλαιοποίηση"" των πιο θετικών χαρακτηριστικών του κινήµατος στην επόµενη εκλογική αναµέτρηση. Τείνει να παγιώνεται η λογική πως τα πραγµατικά βήµατα ενοποίησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν δοκιµάζονται από τη συγκεκριµένη πράξη όλων, στα υπαρκτά µέτωπα της πάλης και στις µεγάλες συγκρούσεις, όπως αυτή της εξέγερσης του Δεκέµβρη, µε κριτή τους ίδιους τους αγωνιστές και µε κριτήριο τι προωθεί, οξύνει και κλιµακώνει την αντικαπιταλιστική πάλη, αλλά µέσα από µια "παράλληλη" πραγµατικότητα των πολιτικών γραφείων όπου οι όποιες πολιτικές µετατοπίσεις κρίνονται αποκλειστικά µε βάση τις διατυπώσεις και τις συγκλίσεις στα κείµενα και τις ανακοινώσεις.
Η πράξη του Δεκέµβρη έδειξε, όµως, ότι η ανεπάρκεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν προκύπτει απλά από τη µη συνένωσή της, αλλά από τη δυσκολία της να αναγνωρίσει το νέο κοινωνικό τοπίο του ολοκληρωτικού καπιταλισµού, την αδυναµία της να βγει από το καβούκι της αυτοαναγορευόµενης πρωτοπορίας και να επικοινωνήσει ουσιαστικά µε υποκείµενα, αντιστάσεις, αγώνες και αναζητήσεις που ξεφεύγουν από τις κατατάξεις και το βαθµολόγιο του δικού της πολιτικού λόγου, και κυρίως από το εκκωφαντικό έλλειµµα προγραµµατικής, θεωρητικής και πολιτισµικής τόλµης για επαναθεµελίωση και βαθιά ανανέωση της επαναστατικής πολιτικής και της εργατικής χειραφέτησης.

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Μέσα στις νέες συνθήκες που δηµιούργησε η εξέγερση, και µε ορατό το ενδεχόµενο µιας αναζωπύρωσής της καθώς θα οξύνεται η οικονοµική κρίση, επιβάλλεται ο επαναπροσδιορισµός των σκέψεων όλων µας και η τολµηρή αναπροσαρµογή του πολιτικού µας σχεδίου. Κεντρικός άξονας αυτής της αναπροσαρµογής πρέπει να είναι η διαµόρφωση και προώθηση µιας πρότασης για πλατιά συνάντηση του αντικαπιταλιστικού δυναµικού της εξέγερσης και των αγώνων, για τη συνέχιση και κλιµάκωση της µάχης για την ανατροπή της αστικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, για µια αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Για την ακρίβεια, χρειαζόµαστε όχι απλώς µια άλλη "πρόταση" αλλά ένα άλλο "µοντέλο πολιτικής"" για την προώθηση του παραπάνω στόχου. Μια λογική και πρακτική που θα υπερβαίνει το κυρίαρχο, ακόµη και µέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, µοντέλο της "εκπροσώπησης"" και της "από τα πάνω (και σε πολλές περιπτώσεις εκ των έξω) πολιτικοποίησης"" που αντιλαµβάνεται την ταξική επαναστατική πολιτική µε όρους a priori πρωτοποριών, άρα και αυτόκλητων εκφραστών της πολιτικοποίησης των "απαίδευτων εξοργισµένων µαζών"".
Η ανώτερη πολιτικοποίηση του εξεγερτικού κοινωνικού δυναµικού δεν µπορεί να γίνει µε τους όρους, τους δρόµους και τα σχήµατα του παρελθόντος: σωµατείο - παράταξη - κόµµα, ή µέτωπο - εκλογές - κόµµα. Η πολιτικοποίηση θα αναπτύσσεται όσο θα κατακτούνται στην πράξη περιεχόµενα που θα ενοποιούν και θα βγάζουν µπροστά τις ανάγκες και τις επιθυµίες, άλλα κριτήρια και αξίες από αυτά της καταναγκαστικής εργασίας, της αγοράς και της κατανάλωσης, αντικρατικές και αντιεµπορευµατικές πρακτικές και µορφές συλλογικότητας, αλληλεγγύης αλλά και πρακτικής οργάνωσης της ζωής. Περιεχόµενα και πρακτικές που θα σπάνε το µονοπώλιο του εµπορεύµατος, της γνώσης, του πολιτισµού, της πληροφορίας. Που θα τείνουν να διαµορφώσουν έναν ολόκληρο εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό τρόπο ζωής και πολιτισµό.
Η εξέγερση, αλλά και όλοι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, έχουν φέρει στο προσκήνιο ένα µαχητικό ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό δυναµικό πολύ ευρύτερο (και σε ορισµένες περιπτώσεις πολύ πιο τολµηρό στην αναζήτηση και τη δράση) από τις οργανωµένες δυνάµεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό το δυναµικό δεν εντάσσεται εύκολα σε προαποφασισµένες και οργανωτικά ελεγχόµενες διαδικασίες, δεν αναζητά "εκπροσώπηση", αλλά ψηλαφεί µέσα από τις δικές του εµπειρίες τους δικούς του δρόµους µιας ανατρεπτικής πολιτικής λογικής και πρακτικής. Χωρίς πραγµατική συµµετοχή, επικοινωνία και αλληλεπίδραση µε αυτές τις διεργασίες, κανένα σχέδιο για την άλλη Αριστερά δεν µπορεί να προχωρήσει µε πραγµατικούς κοινωνικούς όρους. Πραγµατικά βήµατα για τον πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς µπορούν να γίνουν µόνο και στο βαθµό που αυτό το δυναµικό θα γίνεται υποκείµενο αυτής της πορείας.
Τώρα είναι η ώρα ο δρόµος προς τον πόλο και την άλλη Αριστερά να γεµίσει µε τις αγωνίες, τις αναζητήσεις και τις πρακτικές των εξεγερµένων και των αγωνιζόµενων, καθώς η εξέγερση δείχνει ότι ο άµεσος επαναστατικός αγώνας είναι όχι µόνο ρεαλιστικός, αλλά ότι προσεγγίζεται αυθόρµητα και αντιφατικά από σηµαντικά τµήµατα νεολαίας και εργαζοµένων. Ένας τέτοιος δρόµος απαιτεί σήµερα ανοιχτές αµεσοδηµοκρατικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες που θα εµπλέκουν µε πρωταγωνιστικό ρόλο το αντικαπιταλιστικό δυναµικό και θα διαµορφώνουν έναν αστερισµό - δίκτυο επιτροπών πρωτοβουλίας, επιτροπών αγώνα, εργατικών σχηµάτων, λα'ϊκών συνελεύσεων, κινήσεων πόλης, καταλήψεων, πολιτιστικών οµάδων κ.λπ. Μέσω πραγµατικών αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων (και όχι καρικατούρων του τύπου που προηγήθηκαν της προηγούµενης εκλογικής αναµέτρησης, ούτε βέβαια "βαφτίζοντας"" συνελεύσεις τις εκδηλώσεις της Επιτροπής των οργανώσεων που συµφώνησαν στο Σπόρτινγκ) κατά θέµα, χώρο εργασίας και εκπαίδευσης, πόλη και γειτονιά, αλλά και πανελλαδικά, µπορεί και πρέπει να επιχειρηθεί η πολιτική ενοποίηση αυτών των πολύµορφων αντικαπιταλιστικών πρωτοβουλιών και συλλογικοτήτων, µε στόχο µια ανώτερου τύπου "κοινή δράση" που θα απλώνεται "από τα κάτω"" σε όλα τα µέτωπα και στο συνολικό πολιτικό επίπεδο µε κεντρικό άξονα την αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Αυτό το µοντέλο άµεσης πολιτικής έκφρασης και συνδιαµόρφωσης των ίδιων των αγωνιστών απαιτεί την υπέρβαση του µονοπωλίου των πολιτικών οργανώσεων και της γραφειοκρατικής διαχείρισης της συνεργασίας τους, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει το ρόλο τους αντίθετα υπάρχει "πεδίο δόξης λαµπρό"" για όσες από αυτές µπορούν να δεχτούν να κρίνονται µέσα σε τέτοιου τύπου διαδικασίες και να συµβάλλουν δηµιουργικά σε αυτές. Σε αυτή την κατεύθυνση µπορούν και πρέπει να κινηθούν το ΝΑΡ και το ΜΕΡ Α (το οποίο πρέπει και το ίδιο να δοκιµάσει και να αναπτύξει ποιοτικά τους κοινωνικούς δεσµούς του, το πολιτικό και προγραµµατικό του κεκτηµένο).
Κεντρικό συστατικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας πρέπει να είναι η επανεξόρµηση και τολµηρή ανάπτυξη των ιδεών και των πρακτικών του νέου εργατικού κινήµατος της χειραφέτησης. Η εξέγερση έφερε στην επιφάνεια και βάθυνε το χάσµα ανάµεσα στις δυνάµεις της εργασίας και τον αστικοποιηµένο γραφειοκρατικό συνδικαλισµό. Το χάσµα αυτό θα διευρυνθεί ακόµη περισσότερο, καθώς εν µέσω κρίσης αυτός ο συνδικαλισµός δεν µπορεί να κάνει ούτε τα στοιχειώδη για την υπεράσπιση της θέσης των εργαζοµένων. Ήδη πληθαίνουν οι πρωτοβουλίες και οι µορφές ανεξάρτητης και αυτόνοµης συγκρότησης, αναζήτησης άλλης οργάνωσης και άλλου περιεχοµένου για το εργατικό κίνηµα. Είναι µια µεγάλη ευκαιρία, εποµένως, για να κοινωνικοποιηθεί µέσα σε αυτές τις αναζητήσεις η λογική του νέου εργατικού κινήµατος, να συνδεθεί πρακτικά µε τις προσπάθειες για αυτοοργάνωση, να προτείνει συγκεκριµένες µορφές και περιεχόµενα, ιδιαίτερα για τα νέα τµήµατα της εργασίας.
Για να προχωρήσει αυτή η λογική και πρακτική πρέπει να συγκρουστεί µε τη λογική και πρακτική της οµάδας πίεσης στο επίσηµο συνδικαλιστικό κίνηµα, που έχει όλη η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Πρέπει να δώσει πραγµατική µάχη για οργάνωση µορφών συγκρότησης για τη µεγάλη πλειοψηφία των εκτός συνδικαλισµού. Να αξιοποιήσει υπάρχοντα σωµατεία και την προσπάθεια συντονισµού τους, αλλά όχι ως αποκλειστικό πεδίο και µάλιστα στο όνοµα ενός "θεσµικού συνδικαλισµού"" που αντιπαρατίθεται στην "αυτονοµία"". Κύριο µέτωπο αυτής της προσπάθειας πρέπει να είναι η µάχη για συνελεύσεις, επιτροπές βάσης, αυτοτελή ανάπτυξη αγώνων, ακόµη και απεργιών, πέρα έξω και ενάντια στο πλαίσιο του αστικοποιηµένου συνδικαλισµού.
Ειδικά για τη νεολαία, ο Δεκέµβρης έδειξε τη δυνατότητα ενοποίησης των επιµέρους αγώνων µε βάση µια πρόταση που θα τοποθετείται από τη σκοπιά του κοινωνικά αναγκαίου, δηλαδή µιας σύγχρονης χάρτας αναγκών και δικαιωµάτων της νεολαίας µε αντικαπιταλιστικό περιεχόµενο. Τώρα, µε την εµπειρία σε αιτήµατα και µορφές που έδωσε ο Δεκέµβρης, µπορούµε να προτάξουµε την ενότητα της εργατικής και της σπουδάζουσας νεολαίας, µπορούµε να συµβάλλουµε αποφασιστικά σε µια αγωνιστική αντικαπιταλιστική πρόταση, σε περιεχόµενο και µορφή που θα απευθύνεται σε όλη τη νεολαία κόντρα στον κατακερµατισµό και την πολυδιάσπαση, στη δηµιουργία αντίστοιχων κέντρων αγώνα και συνελεύσεων νεολαίας που θα ενοποιούν το διάσπαρτο δυναµικό και θα τροφοδοτούνται από τα µέτωπα και τους αγώνες.
Συνολικά, αυτή η πολιτική πρόταση και δράση, και το σχέδιο το οποίο συνεπάγεται (που αφορά τόσο το πολιτικό επίπεδο αλλά και τα κρίσιµα µέτωπα του εργατικού, της εκπαίδευσης, του πολέµου, των λα'ϊκών ελευθεριών), είναι πραγµατικά η πλέον ενωτική, µετωπική, αντισεχταριστική προσπάθεια για ουσιαστικά βήµατα διαµόρφωσης του αντικαπιταλιστικού πόλου στις σηµερινές συνθήκες. Απαντά στο κορυφαίο ζήτηµα της ταξικής πάλης σήµερα, που µπορεί να δηµιουργήσει πολιτικά γεγονότα µεγάλης εµβέλειας. Μπορεί να πυροδοτήσει πολύµορφες δράσεις που θα τροφοδοτούν την ενιαία κοίτη της αντικαπιταλιστικής πάλης. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία θα κρίνονται και οι πραγµατικές πολιτικές συγκλίσεις ή και το πραγµατικό βάθος των διαφορών. Μια τέτοια πρωτοβουλία µπορεί να επιδρά και να επηρεάζει την παρέµβαση στους υπαρκτούς θεσµούς που δρα η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Θα είναι ο πραγµατικός ελεγκτής του αντιθεσµικού ή όχι προτάγµατός της, της υπέρβασης ή όχι του εφησυχασµού και της περιχαράκωσης σε αυτό που χρόνια αναγνώριζε η Αριστερά ως "οργανωµένο κίνηµα>" και που σήµερα αδυνατεί να οργανώσει ούτε το ένα τρίτο των εργαζοµένων. Ταυτόχρονα θα διαµορφώσει το έδαφος για τον πραγµατικό επαναστατικό µετασχηµατισµό της ίδιας της αντικαπιταλιστική ς Αριστεράς. Πιστεύουµε ότι η συζήτηση και η δράση για πολιτικές πρωτοβουλίες µε αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το βασικό στοίχηµα για την περίοδο που διανύουµε, µπροστά και στις αναµετρήσεις που έρχονται.
Στο εκρηκτικό τοπίο της κρίσης και της εξέγερσης, η σύνδεση της ανάγκης για ζωή χωρίς καπιταλισµό, µε το πρόταγµα και τις µορφές του αγώνα στο σήµερα, η ρεαλιστικότητα της επαναστατικής λύσης του κοινωνικού προβλήµατος θα πρέπει να είναι στην προµετωπίδα µιας τέτοιας προσπάθειας. Αυτό είναι που µπορεί να αλλάζει συσχετισµούς, να αλλάζει και τις ιδέες και τις ίδιες τις πράξεις. Και το µέλλον της εξέγερσης του Δεκέµβρη που διαρκεί πολύ δεν µπορεί παρά να προχωρήσει µέσα από τις κοινωνικές αναµετρήσεις που έρχονται, µέσα από την αγωνία και την ελπίδα των αγωνιστών και του δυναµικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που "δίχως καβάντζα καµιά" γέµισαν τους δρόµους, τις συνοικίες, τις σχολές και τα σχολεία µε την πιο ρεαλιστική ουτοπία της εποχής µας.

Αγαπητού Κυριακή,
Ζέρβας Βαγγέλης,
Λεγάκη Αντωνία,
Μανώλης Ισαάκ,
Παπαδηµητρίου Φώντας,
Πελεκούδας Νίκος,
Φωτάκης Κώστας,
Χαριτάκης Κώστας


Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Κρίση, κοινωνία και Αριστερά


Γράφει ο Γιώργος Δελαστίκ

Καθώς μαίνεται η οικονομική κρίση, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς είναι η εμφανής αδυναμία της Αριστεράς, και δη της παραδοσιακά κυβερνητικής συνιστώσας της, της σοσιαλδημοκρατικής, να εκμεταλλευθεί πολιτικά την κρίση και να συσπειρώσει γύρω της την πλειοψηφία των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων που πλήττονται από την κρίση.

Είναι προφανές ότι η προσχώρηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση τα έχει κατοχυρώσει πλέον στη συνείδηση του κόσμου ως κόμματα ταυτόσημης κυβερνητικής διαχείρισης με τα συντηρητικά και όχι ως φορείς μιας άλλης ιδεολογίας και πολιτικής. Εκ παραλλήλου, όμως, παρατηρεί κανείς πως ούτε τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, τα κομμουνιστικά, αναβιώνουν μέσω της κρίσης. Είναι πρόδηλο πως και αυτά αδυνατούν να εκφράσουν είτε την ανησυχία των εργαζομένων είτε τον νέο κοινωνικό ριζοσπαστισμό που εκδηλώνεται.

Εντελώς ανίκανο να εκφράσει αυτόν τον ριζοσπαστισμό αποδείχθηκε και το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, το οποίο είναι πλέον ανύπαρκτο και έχει διαλυθεί την ώρα που οι οικονομικές εξελίξεις έχουν αποδείξει με τον πιο αδιαφιλονίκητο τρόπο την ορθότητα των όσων έλεγε!

Υπάρχει ένα σοβαρό κενό στα αριστερά του σύγχρονου πολιτικού φάσματος σε όλη την Ευρώπη. Η συγκυβέρνηση των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών με τη δεξιά καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, ο νεοφιλελεύθερος εκφυλισμός των Βρετανών Εργατικών υπό τον Τόνι Μπλερ και τον Γκόρντον Μπράουν, ο στροβιλισμός των Γάλλων Σοσιαλιστών στο κούφιο λαϊφστάιλ της Σεγκολέν Ρουαγιάλ και τόσα άλλα ανάλογα πολιτικά αμαρτήματα, συνδυαζόμενα με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και τη συνακόλουθη περιθωριοποίηση των κομμουνιστών κομμάτων (με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα και το ΚΚΕ), εξουδετέρωσαν τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές ως δυνάμεις αριστερής αλλαγής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Κοινωνικός ριζοσπαστισμός, όμως, υπάρχει και μάλιστα ενισχύεται παντού.

Η έκρηξη της νεολαίας και οι αγροτικές κινητοποιήσεις στη χώρα μας, τα εκατομμύρια Γάλλων απεργών, οι Ισλανδοί που με τις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις τους ανέτρεψαν τη δεξιά κυβέρνησή τους έπειτα από δεκαπέντε και πάνω χρόνια, οι Βρετανοί εργάτες που με άγριες απεργίες απαιτούν δουλειά, οι Λετονοί και οι Λιθουανοί που ορμούν εναντίον των Κοινοβουλίων τους και τόσα άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λαοί της Ευρώπης είναι οργισμένοι με τους ηγέτες τους και την πολιτική τους.

Αυτό οδηγεί υποχρεωτικά και σε πολιτικές διεργασίες. Πρώτα πρώτα η συντηρητική πολιτική αναθεωρείται εσπευσμένα σε σημαντικά σημεία της, από τους ίδιους τους συντηρητικούς πολιτικούς. Αν ακούσει κανείς τη ρητορική του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί, αυτή την εποχή, θα νομίσει ότι ετοιμάζεται να βγει στα... οδοφράγματα εναντίον του καπιταλισμού!

Από την άλλη πλευρά, τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία εμφανίζονται με αξιώσεις νέα κόμματα στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος, πιο αριστερά από κάθε άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα.

Το κόμμα «Η Αριστερά» του Οσκαρ Λαφοντέν, αριστερού Δυτικογερμανού σοσιαλδημοκράτη, και των μεταλλαγμένων πρώην κομμουνιστών της Ανατολικής Γερμανίας, αναμένεται να ξεπεράσει το 10% στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα φαίνεται πως οδεύει προς το χαμηλότερο ποσοστό του εδώ και μισό αιώνα. Αν οι τάσεις αυτές, που αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις και σε κρατιδιακές εκλογές, επαληθευτούν και στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου, σίγουρα το γερμανικό πολιτικό τοπίο θα αλλάξει.

ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ
Ισως περάσει το 10% ο Μπεζανσενό

Σημαντικό πολιτικό γεγονός για τη Γαλλία αποτελεί η ίδρυση του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΑΚ) της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με ηγέτη τον χαρισματικό νεαρό ταχυδρόμο Ολιβιέ Μπεζανσενό. Το ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος αυτού ολοκληρώθηκε χθες και ο Μπεζανσενό πήρε το 78% των ψήφων των συνέδρων. Παρόλο που, ως γνωστόν, οι ευρωεκλογές έχουν ελάχιστη έως ανύπαρκτη πολιτική βαρύτητα, το ΝΑΚ έχει την ευκαιρία να τις αξιοποιήσει, για να υποδηλώσει τη θεαματική είσοδό του στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό, καθώς οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν ήδη ποσοστό άνω του 10% στις εκλογές αυτές!

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

REBEL WITH A CAUSE

ΚΡΑΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ, ΘΕΣΜΙΚΗ ΒΙΑ

ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΑΓΑΖΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ




1. Το κράτος ως επιχείρηση


Η κρίση αξίωσε να βιώσουμε σε όλο το μεγαλείο του το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος ως ιδιότυπη επιχείρηση, η οποία έχει κατορθώσει να τελειοποιήσει τις αρχές και δομές λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με τρόπο που συνδυάζει μοναδικά τις «ευκαιρίες της ελεύθερης οικονομίας» με την «προστασία της κοινωνικής πρόνοιας».

Πράγματι, το κράτος που ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης «αποσύρεται» από την οικονομική σφαίρα προκειμένου να απελευθερώσει δυνάμεις για το ιδιωτικό κεφάλαιο και την αγορά, πολιτεύεται στα δημόσια οικονομικά με βάση την αρχή: μηδενικό ρίσκο και θεσμική προστασία στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, αξιοποίηση όλων των ευκαιριών ενισχυμένης κερδοφορίας με εγγύηση την προεξόφληση μελλοντικής «προσόδου» από τη μοναδική εξαρτημένη μεταβλητή στην κοινωνική εξίσωση, την εργασία.

Αν το παραπάνω ξενίζει αρκεί να εξετάσει κανείς από κοντά αυτή την παράξενη επιχείρηση που λέγεται «σύγχρονο κράτος», μια επιχείρηση που παράγει τους όρους γενικευμένης αναπαραγωγής της κοινωνίας ενισχύοντας τη θέση του κεφαλαίου στον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης.

Πρόκειται κατ’ αρχάς για τη μοναδική καπιταλιστική επιχείρηση, στην οποία το μετοχικό κεφάλαιο εισφέρουν κυρίως οι «διοικούμενοι» και όχι οι «διοικούντες». Ο μηχανισμός συγκέντρωσης και εισφοράς, η φορολογία, είναι εξαιρετικά αποδοτικός σε ό,τι αφορά τη μισθωτή εργασία και καταστατικά ατελέσφορος έως θεσμικά διάτρητος για το κεφάλαιο.

Αυτή η επιχείρηση έχει τη μοναδική ιδιότητα να επιδιώκει ως μέσο θεσμικής ολοκλήρωσης το πριόνισμα του κλαδιού πάνω στο οποίο κάθεται: σε αντίθεση με κάθε «υγιή» επιχείρηση που επιδιώκει τη χρηματοοικονομική ευρωστία με αύξηση των ιδίων και μείωση των ξένων κεφαλαίων, το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος θεωρεί ότι η γενικευμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας απαιτεί ολοένα λιγότερη συμβολή του «κοινού»: μειώνει λοιπόν τα ίδια (με την επιλεκτική μείωση της φορολογίας στα ανώτερα εισοδήματα και το κεφάλαιο) με αποτέλεσμα να στηρίζεται, νομοτελειακά, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα σε δανεισμό.

Συμβάλλουν όμως οι «ζημιές» που αναπόφευκτα προκύπτουν στην εμπέδωση του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου; Τα ελλείμματα που διευρύνονται μεταφέρονται διαρκώς «εις νέο» με επακόλουθο την απομείωση των ιδίων κεφαλαίων και τον διαρκή δανεισμό, τόσο για την εξυπηρέτηση των ελλειμμάτων όσο και του ίδιου του χρέους που ολοένα αυξάνεται. Δανεισμός που γίνεται ολοένα περισσότερο επαχθής μιας και η επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνοδεύεται από δυσμενέστερους όρους, σύμφωνα με τα θέσφατα της κυκλικά προσανατολισμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Και τότε –ώ του θαύματος– το κράτος-επιχείρηση αντί να προχωρήσει στο μόνο ενδεικνυόμενο μέτρο που είναι η «αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» με τη φορολόγηση των πηγών χρήματος που δεσπόζουν στον κοινωνικό συσχετισμό, αν οι τελευταίες «επιθυμούν» να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, πραγματοποιεί ακριβώς το αντίθετο: αντί να επιβάλει φόρους, δανείζεται από εκείνους που διαθέτουν χρήμα.

Συμπέρασμα: μειώνει τους φόρους στους κρατούντες, δανείζεται από αυτούς δίνοντάς τους πρόσθετο εισόδημα, εισπράττει από τους κυριαρχούμενους στους οποίους με διάφορους τρόπους μειώνει επιπροσθέτως το εισόδημα, και συνεχώς επισείει το φόβητρο της χρεοκοπίας ώστε οι κυριαρχούμενες τάξεις να επιδείξουν τη δέουσα «σύνεση» για να «διασώσουν» κάποια από τα «κεκτημένα» (!) τους.

Το «σύγχρονο» κράτος φαίνεται να εφευρίσκει την «κοινωνική αέναη κίνηση» παραβιάζοντας κάθε νόμο της κοινωνίας και της λογικής. Παράγει χρήμα και εξουσία εκ του μηδενός, συμπιέζοντας τις κυριαρχούμενες τάξεις ολοένα περισσότερο.




2. Οι μηχανισμοί της επιχειρηματικότητας


Και ενώ το κράτος «πασχίζει» να διατρανώσει με περισσή «διαφάνεια» τον «μονόδρομο» της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών ως βασικό μηχανισμό εμπέδωσης και διεύρυνσης της συντριπτικής για το κεφάλαιο υπεροχής στον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, δείχνοντας διαρκώς τις άδειες τσέπες του στις όποιες διεκδικήσεις, προβαίνει σιωπηρά και εν κρυπτώ, αξιοποιώντας τη στεγανότητα των μηχανισμών, σε επιπρόσθετες ενέργειες βίαιης αναδιανομής εισοδήματος από τους μη έχοντες στους κατέχοντες.

Μιλάμε συγκεκριμένα για την επινόηση των πάσης φύσεως «αποδόσεων» που καλούνται οι μη έχοντες να «εκμεταλλευτούν» με βάση το γενικό πρόσταγμα: «Δεν έχεις καμία ευκαιρία. Αξιοποίησέ την!».

Το πρώτο βήμα έγινε εδώ και πολλά χρόνια σε όλο τον κόσμο, κατά προτίμηση με την παρότρυνση των κατά τόπους σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες εισήγαγαν τον καπιταλισμό του καζίνο σε κάθε σπίτι με την προσέλκυση των μικρο-αποταμιευτών στο χρηματιστήριο. Οι «παίκτες» είχαν περισσότερο από μια φορά την «ευκαιρία» να ζήσουν από κοντά το θαύμα της «επένδυσης» που μαγικά ξεδιπλώνεται ή συρρικνώνεται ανάλογα με τις επιθυμίες και προσταγές των κατεχόντων, σε αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκλήθηκε το «έγκλημα του χρηματιστηρίου».

Και το πρώτο βήμα ακολούθησαν πολλά επόμενα, των οποίων η πλήρης δυναμική μόλις σήμερα άρχισε να διαφαίνεται στην κρίση, συνδυαζόμενη με ευρείας κλίμακας κινήσεις του πολιτικού προσωπικού και της οικονομικής νομενκλατούρας. Σε όλα υπάρχει κοινός παρονομαστής: οι «αποδόσεις» της πάσης φύσεως ιδιοκτησίας φυσικών ή νομικών προσώπων.

Εδώ μεγαλούργησαν οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι κάθε λογής κράχτες τους με την εξαιρετικής σύλληψης «αξιοποίηση» των αποθεματικών των ταμείων σε δομημένα ομόλογα που αν δεν είχε προκύψει το «σκάνδαλο» ενδέχεται να είχαν καταλήξει σε κάποιους σκουπιδοτενεκέδες με trash bonds από ξεχασμένες τιτλοποιήσεις.

Εδώ δημιούργησαν και πάλι μερικοί υψηλής ευφυΐας χρηματοοικονομικοί εγκέφαλοι, που συνέλαβαν τη μοναδικής έμπνευσης ιδέα του swap που «πολλαπλασιάζει» την αξία του και μόνο από την ανταλλαγή «δημόσιας» με «μοναστηριακή» περιουσία, κάπως σαν τα ψάρια της Καινής Διαθήκης, ενώ ταυτόχρονα απαλλάσσεται από όλες τις δεσμεύσεις διαφάνειας και υποχρεώσεις λογοδοσίας των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.

Εδώ τέλος αποκαλύφθηκε ότι το κράτος μπορεί να κινηθεί γρήγορα, αξιόπιστα και αποτελεσματικά, αν είναι να «διευκολύνει» το ιδιωτικό κεφάλαιο να αποκτήσει «κατ’ εξαίρεση» δικαιώματα και τίτλους που εγγυώνται μεγάλες αποδόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα εις βάρος των κοινωνικών αναγκών. Το κράτος αποχαρακτήρισε ταχύτατα δασικές εκτάσεις, έδωσε σε χρόνο ρεκόρ χρήσεις γης και όρους δόμησης, έκανε τάχιστα τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις και παρέσχε τις σχετικές άδειες, σε πλήρη αρμονία με τις απαιτήσεις του ατομικού κεφαλαίου.

Ενώ συγχρόνως «ανέθετε» σε υπουργούς να ασκούν «επιχειρηματικότητα χωρίς κινδύνους» και να παραδίδουν μαθήματα «νόμιμης» φοροδιαφυγής και φιλοσοφίας του δικαίου αναφορικά με την ηθική διάσταση της νομιμότητας από τηλεοράσεως. Γιατί η κερδοφόρα ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα βρίσκεται στον πυρήνα του δημοκρατικού κράτους και δεν πρέπει να δαιμονοποιείται – αντίθετα, αν δεν μπορεί να τύχουν υπεράσπισης οι πρακτικές της, όπως στην περίπτωση της Μανωλάδας, πρέπει να φιλτράρονται και να συγκαλύπτονται τα αποτελέσματά τους, με την ευγενική συνδρομή πάντα των δελτίων μαζικής προπαγάνδας των οκτώ, όπως συνέβη στην περίπτωση της δολοφονικής επίθεσης ενάντια στη συνδικαλίστρια στον χώρο των ιδιωτικών συνεργείων καθαρισμού Κωνσταντίνας Κούνεβα.

Όπου η στεγανότητα των μηχανισμών ταυτίζεται με τη δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ «νομιμότητας» και «παρανομίας»!




3. Η διεύρυνση της προεξόφλησης


Και ενώ το κράτος ενστερνίζεται σε όλες τις εκδοχές της τη σύγχρονη επιχειρηματικότητα, η κοινωνία βιώνει τη συνολική απαξίωσή της μέσα στην κρίση με τη γενικευμένη κατάρρευση των αγορών και των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών τους. Η οποία βεβαίως δεν οδηγεί αυτόματα σε γενικευμένη ριζική αμφισβήτηση των συσχετισμών: η πρώτη αντίδραση στην κρίση είναι η γενικευμένη αμηχανία, ο φόβος μπροστά στο αβέβαιο μέλλον και ένα ενστικτώδες «συντηρητικό» ανακλαστικό που στοχεύει κατ’ ελάχιστο να περισώσει το υπάρχον, το «κεκτημένο».

Έτσι ενώ καταρρέει η προεξόφληση των μελλοντικών αποδόσεων των αξιών στο νεοφιλελεύθερο καρουσέλ, έρχεται αυτόχρημα να καταλάβει τη θέση της μια νέα διευρυμένη έννοια «κοινωνικής προεξόφλησης» που εδράζεται στη φαινομενολογία της συγκυρίας. Το κράτος, το κεφάλαιο και οι κυρίαρχοι συσχετισμοί δύναμης «προεξοφλούν» τη συναίνεση στην όποια διέξοδο, στο νέο «μονόδρομο», προκρίνοντας ήδη πριν το ανοιχτό ξέσπασμα της κρίσης λύσεις που προϋποθέτουν και «προεξοφλούν» την υποταγή των κυριαρχούμενων.

Το αποτέλεσμα είναι ότι με περισσό θράσος αξιοποιούνται οι συνέπειες της κρίσης για να οδηγηθούμε σε περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης εις βάρος της εργασίας: Στο επίπεδο της απασχόλησης προεξοφλούνται μαζικές απολύσεις και ανεργία, τις οποίες ήδη σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου ασκούν προειδοποιητικά και χωρίς προφανή αιτία, ως άσκηση που βελτιώνει τους όρους ανταγωνισμού για το μεμονωμένο κεφάλαιο. Στην κατανάλωση προβάλλεται η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, με μόνο ομολογημένο «αρνητικό» σύμπτωμα τη συμπίεση των κερδών και τη μείωση του εισοδήματος κεφαλαιακών μερίδων, για την οποία όμως αξιοποιείται η λύση που αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείο. Ενώ παράλληλα γίνεται πιο ρεαλιστικό το ενδεχόμενο αποδοχής από μέρους της εργασίας τού έως σήμερα αδιανόητου: μοίρασμα της ανεργίας, μείωση του χρόνου εργασίας με περικοπή των αποδοχών σύμφωνα και με τη «ρηξικέλευθη» πρόταση του ΕΒΕΑ. Τέλος, η κρίση ανοίγει εξ ορισμού το κεφάλαιο «ασφάλιση» αφού είναι φανερό ότι η κρίση θα μεταφερθεί σε (διευρυμένη) κρίση του ασφαλιστικού που θα φέρει πιο κοντά χρονικά την «εξυγίανση», δηλαδή περισσότερα χρόνια εργασίας, αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τον εργαζόμενο και μείωση για τον εργοδότη, μείωση των συντάξεων.

Όλα τα παραπάνω μετατρέπουν θρασύτατα τη χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση της εργασίας, όπως ακριβώς έχει επανειλημμένα δοκιμαστεί έως σήμερα με την κρίση υπερσυσσώρευσης και τη δημοσιονομική κρίση. Μόνο που η συνταγή αυτή πετυχαίνει μόνο αν επιβληθεί βιαίως, αν συνδυαστεί με το κατάλληλο μίγμα καταστολής. Και μια πρόχειρη ματιά στα φαινόμενα δείχνει ξεκάθαρα ότι η καταστολή είναι παντού, από τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι «δυνάμεις της αγοράς» έως τη θεσμική βία. Βία που πρέπει να υπάρχει αλλά και να φαίνεται για να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα με τις «δυνάμεις κατοχής» των ΜΑΤ που ξεπροβάλλουν όταν η νύχτα πέφτει για να θυμίσουν «τις μέρες τις παλιές».




4. Η πρωτοκαθεδρία της βίας


Η βία είναι πανταχού παρούσα στην καθημερινότητα ως άποψη και τρόπος ζωής. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσες απλές υπηρεσίες υποστηρικτικές των καθημερινών λειτουργιών ενός νοικοκυριού, μιας δημόσιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης έχουν αναίτια υποκατασταθεί από τις λεγόμενες «υπηρεσίες ασφαλείας». Από τους σεκιουριτάδες που υποκαθιστούν τους θυρωρούς στις πολυκατοικίες και τις δημόσιες υπηρεσίες, ή το προσωπικό υποδοχής σε καταστήματα έως τους κάθε είδους συναγερμούς στις ιδιοκτησίες και τις αντίστοιχες περιπολίες στους δρόμους, η κοινωνία οφείλει να αισθάνεται ότι απειλείται, πρέπει να βιώσει την απειλή της ανασφάλειας καθημερινά στο πετσί της.

Αν όμως αυτή η «ιδιωτική» βία είναι απεχθής και ενίοτε κωμική ως προς το φαντασιακό που υπαινίσσεται (γιατί χρειάζομαι ένστολους μπράβους στα νοσοκομεία για να με κατευθύνουν στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας εισαγωγής ασθενούς;), η δημόσια βία με την ανεξέλεγκτη πανταχού παρούσα αστυνομία των ΜΑΤ είναι αποκρουστική και γενεσιουργός ενός νέου κύκλου βίας παντού, με το σύνδρομο του μπράβου σε νυχτερινό κέντρο που επιδεικτικά προβάλλουν.

Η κοινωνική βία υπάρχει καταστατικά ως απότοκος της δημοκρατικής παντοδυναμίας της αγοράς και των δυνάμεων της ταξικής κυριαρχίας. Με πολλαπλούς αποδέκτες.

Υπογραμμίζει την κρατική αυθαιρεσία και ωμή βία που δεν έχει ανάγκη να στηρίζεται πάντα στους νόμους ή που μπορεί να τους αγνοεί επιδεικτικά, μιας και στη δημοκρατία νόμος είναι πάντα το δίκιο του ισχυρότερου.

Συμπληρώνεται από τον κατασταλτικό ρόλο της δικαιοσύνης που με την «ελέω θεού» ανεξέλεγκτη και απόλυτα στεγανή λειτουργία της σχεδόν πάντα προστατεύει τη βία της αστυνομίας κατά της ακεραιότητας και ζωής των πολιτών (οι καταδίκες σε εκατοντάδες περιπτώσεις ωμής αστυνομικής βίας μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού!). Για να μη μιλήσουμε για τη διατεταγμένη και κατόπιν συναλλαγής «απονομή δικαιοσύνης» η οποία με έναν απίστευτο ευφημισμό αποκλήθηκε «παραδικαστικό κύκλωμα». Ή για το πόσες φορές «κατόρθωσε» η δικαιοσύνη να μην κρίνει μια απεργία «παράνομη και καταχρηστική»! Ή για την πρόσφατη ενεργοποίηση του «τρομονόμου» απέναντι στους διαδηλωτές του Δεκέμβρη, την άρνηση λήψης καταθέσεων αυτοπτών μαρτύρων που δεν στοιχειοθετούν τα φανταστικά κατηγορητήρια και την εξίσωση της συμμετοχής σε διαδήλωση με τη συμμετοχή σε παράνομες δραστηριότητες.

Μιλάμε για τα στοιχειώδη δικαιώματα που αγνοούνται ή καταπατώνται με απλές συμφωνίες-συναλλαγές που γίνονται δημόσια μπροστά στα μάτια μας.

Όπως τη σχετικά «ανώδυνη» κληρονομική (ενίοτε και διακομματική) μεταφορά του «δημοκρατικού εκλέγεσθαι» εντός της «πολιτικής οικογένειας», φαινόμενο που αισίως φαίνεται ότι έχει αγγίξει το ένα τρίτο περίπου των βουλευτών και επισφραγίζεται μπροστά στις κάμερες (βλ. ενδεικτικά την τοποθέτηση στις λίστες της ΝΔ και μετέπειτα εκλογή της κόρης του καταδικασθέντος για προστασία χασισοκαλλιεργητών πρώην υπουργού και πρωθυπουργικού συμβούλου Μ. Κεφαλογιάννη).

Ή την πολύ σημαντικότερη βεβαίως θεσμική βία που εκδηλώνεται με την προσπάθεια της κυβέρνησης να αγνοήσει την αποτυχία της στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και να επιβάλει από την πίσω πόρτα τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων με διάφορα νομικά τεχνάσματα.

Κυρίως όμως μιλάμε για την καθημερινή συστηματική και γενικευμένη καταπάτηση των «νόμων» που ρυθμίζουν εργασιακά, εισοδηματικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του εργαζόμενου.

Όπως την παράνομη, ανασφάλιστη και κάτω του ελάχιστου ημερομισθίου απασχόληση μεταναστών, που μικρό δείγμα της είχαμε στη θερινή εξέγερση των μεταναστών που απασχολούνται εποχιακά στη συγκομιδή της φράουλας στην Αμαλιάδα.

Ή ακόμη την ανασφάλιστη εργασία καθαριστικού συνεργείου σε χώρους του ΙΚΑ (το οποίο προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την παρανομία!).

Ή τον ξυλοδαρμό της καθαρίστριας στο Πολυτεχνείο Κρήτης από τον «εργολάβο» γιατί τολμούσε να επιμένει στο σεβασμό των δικαιωμάτων της.

Ή την εκπαραθύρωση οικιακής βοηθού, την απόπειρα συγκάλυψης του γεγονότος και τη σύλληψή της με σκοπό την απέλαση, ενώ ήταν κατάκοιτη στο νοσοκομείο.

Ή τη μαφιόζικη επίθεση με οξύ κατά της συνδικαλίστριας καθαρίστριας εργολαβικού συνεργείου στον ΗΣΑΠ για την οποία υπήρξε αγαστή συνεργασία όλων των μέσων ώστε να αποσιωπηθεί για να μην διαταράξει τη «χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα της Αθήνας»!

Ή την εν ψυχρώ δολοφονία του μαθητή στα Εξάρχεια που «είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή», όπως μας πληροφόρησαν τα δημοκρατικά μέσα ενημέρωσης.




5. Ο αδύναμος κρίκος


Ένα περιστατικό καθημερινής βίας με απρόσμενη κατάληξη, που φάνηκε ότι ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στη γενικευμένη εξέγερση με κυρίαρχο το στοιχείο του «εξωθεσμικού». Όψη που έφερε σε μεγάλη αμηχανία τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αδύναμους πλέον να χειριστούν την καθημερινότητα με τις συνήθεις προφάσεις και τον ολότελα αναξιόπιστο λόγο τους.

Είδαμε λοιπόν την περίφημη «δικαιοσύνη» να χρειάζεται μερικές εβδομάδες για να αποφανθεί αν τελικά «εξοστρακίστηκε» η σφαίρα πριν δολοφονήσει τον «άτυχο» μαθητή (όπου η ζωή είναι πλέον θέμα «τύχης»!), και τελικά να προβάλλει ως Πυθία.

Βιώσαμε τη θεσμική πολιτική και τους πολιτικούς να προσπαθούν να κουκουλώσουν το «συμβάν» και να καλούν τους εξεγερμένους να επιστρέψουν σε μια καθημερινότητα την οποία ούτε μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να κατανοήσουν.

Διαβάσαμε περισπούδαστες αναλύσεις που τοποθετούν τη σημερινή εξέγερση στην ιστορική προοπτική των «μεγάλων κατακτήσεων» προηγούμενων γενεών, ώστε γρήγορα να τελειώσουν με την «ανορθογραφία» του παρόντος και να στιγματίσουν το αναίτιο της «μηδενιστικής επανάστασης».

Είδαμε χορτασμένους φαλαινόμορφους πολιτικούς να μας εξηγούν ότι αναμένουν τη διατύπωση αιτημάτων από τους «ταραξίες», λες και η εξέγερση δεν είναι αίτημα από μόνη της.

Διότι δεν είναι σε θέση να «αντιληφθούν» το επίδικο αντικείμενο της εξέγερσης μιας και δεν ταιριάζει στον θαυμαστό κόσμο που έχουν οικοδομήσει πάνω στα συντρίμμια της κοινωνίας της αλληλεγγύης και των αναγκών.

Η ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία του νεοφιλελευθερισμού αδυνατεί να συλλάβει την «εξέγερση των προνομιούχων» διότι έχει απεμπολήσει βασικές έννοιες που –έστω και συμπληρωματικά και ηγεμονευόμενα– συνόδευαν το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος, και μαζί τους τα τελευταία θραύσματα κοινωνικής συνοχής.

Τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα έχουν πλέον αντικατασταθεί από το αδυσώπητο καθεστώς του ανταγωνισμού και των ευκαιριών. Οι συλλογικές αξίες και ανάγκες είναι μια υποσημείωση της ιστορίας του αιώνα των «μεγάλων ολοκληρωτισμών» και αποβάλλονται μαζί με τα απόνερα των κατακτήσεων της εργασίας. Οι ανάσες αναζήτησης και προβληματισμού υπάρχουν μόνο για τη «νέα επιχειρηματικότητα» και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των κοινωνιών στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Η κατοχύρωση των κεκτημένων μπορεί να γίνει μόνο αποδεκτή ως μέσο περιστολής των δικαιωμάτων του «άλλου», του «ξένου», του «εκτός». Και επειδή οι παλαιότεροι μπορεί να φέρουν ακόμη μνήμες από τον «αιώνα των άκρων», η πειθάρχηση και η προσαρμογή έχει από χρόνια εστιαστεί στους νέους που καλούνται να «μάθουν» τους νέους κοινωνικούς ρόλους και να ενστερνιστούν άμεσα τις κοινωνικές αξίες του ανταγωνισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού.

Η πρώτη εκδοχή αυτής της αλλαγής παρατηρείται στο σχολείο, όπου ο συνδυασμός της παραδοσιακής εθνικιστικής, θρησκόληπτης και ελληνοκεντρικής ιδεολογίας συνυπάρχει με την λατρεία της ανταγωνιστικότητας, του γρήγορου «προσανατολισμού στο επάγγελμα» και της προσαρμογής σε πρότυπα περιστολής των βαθμών ελευθερίας της καθημερινότητας αναντίστοιχης με τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που δίνονται στην εποχή.

Και κυρίως για τους εφήβους που ήδη από το γυμνάσιο, αλλά το αργότερο στο λύκειο οδηγούνται σε μια αδιανόητη πολυετή εκμάθηση της υποταγής μέσα από τον πειθαναγκασμό ενός παράλογου εξεταστικού για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, που όμοιό του δεν έχει υπάρξει στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας και άλλων κοινωνιών. Των ΑΕΙ που φυσικά στόχο έχουν να είναι χώροι στους οποίους μέσα από τη «σύνδεση με την παραγωγή» εκκολάπτεται η «νέα επιχειρηματικότητα».

Η εξέγερση με αφορμή τη στυγνή δολοφονία έδειξε ότι η νεολαία που ζει υπό καθεστώς περιστολής των επιθυμιών και καταστολής της δημιουργικότητας αποτελεί αδύναμο κρίκο που έσπασε μέσα στην κρίση. Οι διάφορες εκδηλώσεις της –βίαιες και μη– έδειξαν ότι αναβαπτίζεται στη συλλογική δράση, βρίσκει τη χαρά του κοινού έξω από τους καθημερινούς καταναγκασμούς του ανελέητου ανταγωνισμού, που επιπλέον έχει δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα στην κρίση, και ζητάει ρόλο σε όσα προγραμματίζονται ερήμην αυτής για λογαριασμό της.

Γύρω από αυτό το σημείο κρυστάλλωσης άρχισαν βεβαίως να συμπυκνώνονται και άλλες αντιφάσεις που από μόνες τους δεν είχαν τη δυναμική να εκφραστούν: οι νέοι μετανάστες που ζουν σε καθεστώς «αθλίων» – το οποίο θα επιδεινωθεί καθώς θα επιδεινώνεται η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, οι συνταξιούχοι που στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές θυμήθηκαν τα παλιά, οι νέοι εργαζόμενοι που θυσιάζονται στο βωμό της κρίσης όπως πετιέται η σαβούρα από το πλοίο που βουλιάζει.

Και ενώ η αντίδραση ογκώνεται, υπάρχουν μερικοί που βιάζονται να «κλείσουν το ζήτημα». Συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στο νέο «συνταγματικό τόξο».




6. Τα παραμάγαζα της πολιτικής


Είναι απόλυτα «θεμιτό» και στη λογική των μηχανισμών να ισχυριστεί ο όποιος Υπουργός Εσωτερικών ότι το «συμβάν» της δολοφονίας είναι μεμονωμένο. Είναι αναμενόμενο ότι η «αξιωματική αντιπολίτευση», ακόμη και ηγουμένου του Γ. Παπανδρέου, θα κατορθώσει να ψελλίσει παραδοσιακά «εκλογάς!» για να δώσει τη λύση ο «λαός», έστω και αν ο τελευταίος ενίοτε «παραφέρεται» και δεν περιορίζεται στις κόσμιες διεκδικήσεις.

Είναι επίσης αναμενόμενο –και ευκταίο– η ριζοσπαστική Αριστερά να προσπαθήσει να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να στηρίξει την εξέγερση. Πράγμα το οποίο επιχειρεί με συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ, διαχειριζόμενος την καθημερινή πολιτική σε μια εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία και με όλα τα βέλη στραμμένα επάνω του.

Είναι επίσης προβλέψιμο ότι το ΚΚΕ αισθάνεται «ψύλλους στον κόρφο του», όποτε η δυναμική των αντιφάσεων ξεπερνάει τα –έτσι κι αλλιώς– εξαιρετικά περιορισμένα, στρεβλά και αντιδραστικά ερμηνευτικά σχήματα με τα οποία νομίζει ότι ιδιοποιείται νοητικά την πραγματικότητα. Και ότι είναι πάντα εχθρικό προς οτιδήποτε αφίσταται της «κομμουνιστικής» προοπτικής: δηλαδή των «αγώνων», της «αντιιμπεριαλιστικής»-«αντιμονοπωλιακής» συμμαχίας υπό την ηγεσία της «εργατικής πρωτοπορίας», της λατρείας του «έθνους», της «πατρίδας», των όποιων κρατικών μηχανισμών. Συνοπτικά ενός εθνικο-κομμουνισμού με ισχυρό κράτος στην κατοχή του.

Δεν ήταν όμως αναμενόμενο, να καταγγέλλει ως εξω- και αντι-θεσμική την εξέγερση και όσους την στήριξαν, ταυτιζόμενο με τα αντιδραστικά ανακλαστικά του συνταγματικού τόξου, την ιδεολογία των νοικοκυραίων και τη θεσμολαγνεία των μηχανισμών. Ή μήπως ήταν;

Γιατί δείγματα της συγκεκριμένης στάσης που εμπνέεται από τις εθνικιστικές - αντιδραστικές ιδεολογίες των μηχανισμών έχει δώσει από παλιά. Είναι αυτές οι ιδεολογίες που το οδήγησαν:

  • να καταγγείλει «το κλίμα που καλλιεργείται και τη διαπαιδαγώγηση στα Σώματα Ασφαλείας», σε αντιδιαστολή με τους «δημοκρατικούς θεσμούς» καθημερινού τραμπουκισμού, χαφιεδισμού και συκοφαντίας που έχει καθιερώσει στην πολιτική αντιπαράθεση, αφού τα είχε με συνέπεια θεσμικά υπηρετήσει στους ανύπαρκτους «σοσιαλιστικούς παραδείσους»,

  • να καταγγείλει την εξέγερση ως προβοκάτσια «βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης», τον «πυρήνα των λεγόμενων αντιεξουσιαστών (που) είναι ασύδοτος, ελεύθερος, να διασύρει τον οργανωμένο αγώνα, να εμφανίζεται ως ανώδυνο υποκατάστατο της ταξικής πάλης» όπως άλλωστε το έχει κάνει επανειλημμένα στις «επικράτειες» της ηγεμονίας του,

  • να εγκαλεί «την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει να χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων» μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό με θέμα την εξέγερση, πράγμα που κάνει «γιατί βλέπει μπροστά την κάλπη, καρέκλες, ή μαξιλάρια», ενώ το ίδιο στην απόφαση της ΚΕ κήρυξε «εκλογική ετοιμότητα»,

  • να διαχωρίζει «τη δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση για τα θύματα της κρατικής καταστολής» από τον «σκληρό πυρήνα των κουκουλοφόρων και τα όσα λέγονται για νέες μορφές κινήματος» που «έχει προκύψει από τους κόλπους της κρατικής εξουσίας και χρησιμοποιείται για να συκοφαντήσει το λαϊκό κίνημα»,

  • να σημειώνει ότι «δεν υπήρξε προσχεδιασμός για το θάνατο του μαθητή», πιθανώς γιατί αποφεύγει να κινείται σε «απαγορευμένες περιοχές» όπως τα Εξάρχεια και δεν «γνωρίζει» τίποτε για την παρουσία δυνάμεων κατοχής στην περιοχή.

Και ενώ καλοπροαίρετες ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ «ελπίζουν ότι κάποτε θα σταματήσει αυτός ο κατήφορος», η προοπτική αυτή φαντάζει μάλλον ανέφικτη. Γιατί η στάση του ΚΚΕ ούτε συμπτωματική ούτε ευκαιριακή είναι, αλλά συνειδητή επιλογή μετά την κατάρρευση των «υπαρκτών» καθεστώτων που στήριζαν την αντιπροσώπευση των συμφερόντων τους από το «Κόμμα».

Το ΚΚΕ είναι «κόμμα της τάξης» γιατί στόχο έχει να διατηρήσει το status quo στις ανακατατάξεις που το έφεραν στην αδύνατη θέση του μοχλού. Ελλείψει στόχου, διεκδικεί στήριξη για να συντηρεί δυνάμεις μέσα από την αντιπροσώπευση λογής-λογής συμφερόντων: σφυρίζει αδιάφορα στην πώληση του «Γερμανού», δεν έχει πρόβλημα με τους «κομμουνιστές» αγοραστές του ΣΕΜΠΟ του ΟΛΠ, υιοθετεί «περίεργες» θέσεις σε διάφορες οικονομικές συναλλαγές με το κράτος που κατά επίσης «περίεργη» σύμπτωση συνδέονται με δικά του οικονομικά συμφέροντα. Η ιστορική σχέση του ΚΚΕ με την Αριστερά έχει διαρραγεί από καιρό, ενώ οι θιασώτες της «συνεπούς πολιτικής του» απαντώνται ολοένα συχνότερα στα εκάστοτε κυβερνητικά έδρανα, που θαυμάζουν την αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία εκστομίζει εθνικο-κομμουνιστικές ανοησίες, για τις οποίες οι διαχειριστικοί περιορισμοί τους λειτουργούν απαγορευτικά.

Το ΚΚΕ είναι πλέον μια καρικατούρα της –έτσι κι αλλιώς– αντιφατικής ιστορίας του, ένα παραμάγαζο των κρατικών μηχανισμών, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτούς και αποσπά ολοένα περισσότερο τον θαυμασμό του συνταγματικού τόξου, συμπεριλαβανομένου του Καρατζαφέρη και της Αυριανής.

Και αυτό δεν το συγκαλύπτει κανένας «αντιιμπεριαλισμός» που ανέξοδα και ανεγκέφαλα εκδηλώνεται σε κάθε διεθνοπολιτική διαταραχή. Ενώ το επιβεβαιώνει η βαθμιαία εντεινόμενη διολίσθησή του στον εθνικοκομμουνισμό, ιδίως μετά την κατάρρευση των κοινωνιών του κρατικού καπιταλισμού.

Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα οποιοδήποτε τυχαίο απόσπασμα από τις θέσεις της ΚΕ για το επικείμενο συνέδριο που αποτυπώνουν το εθνικιστικό, φοβικό παραλήρημα και την αποθέωση του χαφιεδισμού ως ιδεολογικού φάρου για το μέλλον.

Good night and good luck!

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Μπάτσοι, γουρούνια, αδέλφια μας;

Ο ΙΟΣ του Σαββάτου

ios@enet.gr / www.iospress.gr
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ




Λένε ότι η τέχνη προηγείται της πολιτικής. Την καρικατούρα του αποφθέγματος ζήσαμε τις περασμένες μέρες μετά τη δημοσίευση στον «Ριζοσπάστη» (Κυριακή, 28/12/08) ενός κειμένου, το οποίο με τη μορφή «διηγήματος» αποτελεί την πιο απροκάλυπτη υπεράσπιση της δολοφονίας του 15χρονου από τον ειδικό φρουρό το μοιραίο βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου. Το κείμενο αυτό σχολιάστηκε κριτικά από τον Γ. Κοροπούλη («Αυγή» 6/1/2009), τον Χ. Γεωργούλα («Εποχή», 4/1/2009), τον Γ. Ρούση («Ε», 5/1/09). Στη στήλη του «Ιού» είχαμε ήδη επισημάνει το περιεχόμενο του «διηγήματος» και καλούσαμε τους αναγνώστες μας να το διαβάσουν (3/1/09).


Η υπόθεση προκάλεσε σοβαρές αναταράξεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ γιατί, με έμμεσο τρόπο, ανέδειξε τις αντιφάσεις του δημόσιου λόγου και της πολιτικής του κόμματος απέναντι στη νεολαιίστικη έκρηξη και ήρθε να συμπληρώσει το δημόσιο έπαινο όλων των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων στην «υπεύθυνη» πολιτική του γραμμή.

Ανέλαβε, λοιπόν, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ο Μάκης Μαΐλης, εκπρόσωπος Τύπου του ΚΚΕ. Με άρθρο του στον «Ριζοσπάστη» (8/1/08) ο κ. Μαΐλης επιχειρεί να ανασκευάσει όσα καταλογίζονται στο κείμενο του Ριζοσπάστη και επιτίθεται κατά της «Εποχής», της «Αυγής», του «Ιού» και της «Ελευθεροτυπίας» για την κριτική που του άσκησαν. Βέβαια ακόμα και ο κ. Μαΐλης φροντίζει να πάρει τις αποστάσεις του από το δημοσίευμα (το οποίο επιμένει να αποκαλεί «διήγημα»), αναφέροντας ότι «η λογοτεχνική του αξία είναι αδιάφορη» και παραδεχόμενος ότι «αν η ψυχογράφηση γίνεται ολοκληρωμένα, είναι ένα άλλο θέμα, στο οποίο μπορεί να υπάρχουν αυτές ή εκείνες οι τοποθετήσεις».

Ο Μάκης Μαΐλης με την Αλέκα Παπαρήγα
Ομως με το κείμενό του ο κ. Μαΐλης όχι μόνο υπερασπίζεται την πολιτική συλλογιστική του διηγήματος, αλλά την τοποθετεί και στο πλαίσιο του πολιτικού προγράμματος του κόμματος. Αντί λοιπόν να αμβλύνει τις εντυπώσεις που προκάλεσε το αρχικό δημοσίευμα, το επενδύει με την προστασία της κομματικής καθοδήγησης. Αυτός είναι ο λόγος που επανερχόμαστε, αυτή τη φορά όχι για το διήγημα, αλλά για το κείμενο του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ.

- Ο κ. Μαΐλης ξεκινά το κείμενό του με ένα εντελώς άσχετο «επιχείρημα». Καταγγέλλει «αστικές εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές που δημοσιεύουν άρθρα ή παρουσιάζουν συνεντεύξεις των Κουφοντίνα, Γιωτόπουλου, Ξηρού και άλλων υποκειμένων που λερώνουν την έννοια επανάσταση». Και λίγο παρακάτω ειρωνεύεται τη στήλη μας: «Καιρό έχει η εφημερίδα του Ιού να δημοσιεύσει συνέντευξη του Γιωτόπουλου - τι συμβαίνει;» Η σκοπιμότητα του επιχειρήματος σαφής: εσείς που ανοίγετε διάλογο στα μέσα ενημέρωσης με τους τρομοκράτες, τους υποθάλπετε κιόλας πολιτικά.

Αλλά δεν είναι άραγε η Λιάνα Κανέλλη αυτή που πήρε (και μάλιστα «ζωντανή») συνέντευξη του Σάββα Ξηρού από το κελί του Κορυδαλλού (Alpha, 16/9/2002, βλ. φωτογραφία) λίγο μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο το φθινόπωρο του 2002; Η κυρία Κανέλλη ήταν ήδη βουλευτής του ΚΚΕ και φιλοξενούσε στην ίδια εκπομπή άλλο ηγετικό στέλεχος του κόμματος, τον κ. Παναγιώτη Γεωργιάδη. Είναι δυνατόν να έχει ξεχάσει ο κ. Μαΐλης ότι το δεξί του χέρι στην εκλαΐκευση της γραμμής του κόμματος είχε αφιερώσει την εκπομπή της στο μέλος της 17Ν; Εκτός κι αν τότε ο Σάββας Ξηρός δεν «λέρωνε» τη λέξη επανάσταση.

- «Ο συγγραφέας του διηγήματος» (στον «Ριζοσπάστη»), υποστηρίζει παρακάτω ο κ. Μαΐλης, «δεν κάνει τίποτα άλλο από την προσπάθεια να αναλύσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που βεβαίως το αποκαλεί φονιά. Ψυχογραφώντας την προσωπικότητα του δολοφόνου, δεν σημαίνει ότι παίρνει το μέρος του και υιοθετεί ή δικαιολογεί το έγκλημα του ήρωά του».

Μόνο που σ' αυτή την «ψυχογράφηση», ο ημιανώνυμος «διηγηματογράφος» Α.Σ.Α. του Ριζοσπάστη φροντίζει να συμπεριλάβει και εντελώς ψευδή γεγονότα, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει την πράξη του φτωχού αστυνομικού και να τον παρουσιάσει ως θύμα επιθέσεων με μολότοφ από πλουσιόπαιδα.

- Στο δεύτερο μέρος του άρθρου του ο κ. Μαΐλης προσπαθεί να πείσει τους αναγνώστες του ότι το σύνθημα «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» ταιριάζει στην «ανώριμη πολιτική σκέψη» αλλά «βολεύει και το σύστημα». Είναι αλήθεια ότι δεν αποτελεί προϊόν των κομμάτων της Αριστεράς το σύνθημα αυτό, αλλά όποιος βρέθηκε στις νεολαιίστικες διαδηλώσεις του Δεκέμβρη σε όλη την Ελλάδα θα διαπίστωσε ότι το σύνθημα αυθόρμητα κυριάρχησε, ενώ δημιουργήθηκαν και εκατοντάδες (χιουμοριστικές οι περισσότερες) παραλλαγές του. Αλλά ποιο σύνθημα αντιπροτείνει ο κ. Μαΐλης; «Το σύνθημα που λέει ότι το αστικό κράτος πρέπει να τσακιστεί και στη θέση του να μπει το κράτος της εργατικής τάξης. Που σημαίνει ότι και τότε η Πολιτοφυλακή θα αναλάβει άλλον ταξικό ρόλο από τον σημερινό της Αστυνομίας». Μ' άλλα λόγια, περιμένετε λίγο να τσακιστεί το αστικό κράτος, οπότε θα φτιάξουμε εμείς πολιτοφυλακή. Μέχρι τότε, αφήστε τους αστυνομικούς να σας τσακίζουν εκείνοι. Κι αν κανένας πιο θερμόαιμος σκοτώσει και κάνα παιδί, κάντε του το ψυχογράφημα.

- Πρωτοφανής είναι και ο ισχυρισμός του κ. Μαΐλη ότι «ένα σωρό ΑΕΙ χρησιμοποιούνται ως ορμητήρια από κουκουλοφόρους, δήθεν αντιεξουσιαστές, και ως εργαστήρια κατασκευής μολότοφ». Πρόκειται για ευθεία ταύτιση με την επιχειρηματολογία όσων απαιτούν την κατάργηση του ασύλου. Γιατί αν δεν είναι ικανοί οι φοιτητές και οι διδάσκοντες να περιφρουρήσουν το χώρο τους, το μόνο που μένει είναι η νομιμοποίηση της εισόδου των κατασταλτικών μηχανισμών.

- Το κείμενο ολοκληρώνεται με την απάντηση του κ. Μαΐλη σε σχετικό πολιτικό αίτημα που έχει θέσει ο ΣΥΡΙΖΑ: «Είναι λοιπόν γραφικό το σύνθημα "να αφοπλιστεί η Αστυνομία", ενώ πέρα από ουτοπικό είναι και αποπροσανατολιστικό το "να διαλυθούν τα ΜΑΤ". Και να διαλύονταν, κάτι άλλο θα ερχόταν στη θέση τους, πέρα από αυτά που θα απέμεναν, όσο η εξουσία της πλουτοκρατίας παραμένει». Εδώ γίνεται σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια πραγματική πολιτική μετατόπιση του ΚΚΕ. Γιατί το αίτημα «να διαλυθούν τα ΜΑΤ» ήταν πάγιο δικό του σύνθημα σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Μάλιστα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια το ΚΚΕ περηφανευόταν ότι είναι «το μοναδικό κόμμα που ζητάει την κατάργηση των ΜΑΤ, γιατί είναι σταθερά υπέρ του αναπροσανατολισμού των αστυνομικών δυνάμεων στη δίωξη του εγκλήματος» («Ριζοσπάστης», 24/2/1999).

Το αίτημα αυτό το βρίσκουμε στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΚΚΕ το 1993 (σελ. 21), ενώ στην κομματική εφημερίδα υπάρχουν πάμπολλες αναφορές ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, αλλά και κομματικών οργάνων στην ανάγκη να διαλυθούν τα ΜΑΤ: ανακοίνωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ (8/1/1997), δήλωση του μέλους της Κ.Ε. Γιάννη Νάκη (8/6/97), δήλωση του βουλευτή Αχιλλέα Κανταρτζή (10/7/1997), δήλωση στη Βουλή (25/7/1997), δήλωση του βουλευτή Στρατή Κόρακα (10/1/1998), απόφαση ειδικής ημερίδας (27/1/2000), Θέσεις για το 8ο Συνέδριο της ΚΝΕ (2/9/2001). Τι συνέβη και τώρα ο κ. Μαΐλης θεωρεί «γραφικό» αυτό το προγραμματικό αίτημα του κόμματός του; Ως εξήγηση δεν αρκεί η διαπίστωση ότι ένα μέρος του συνδικαλισμού της ΕΛ.ΑΣ. ελέγχεται από το ΚΚΕ. Ανεπαίσθητα, εδώ και λίγα χρόνια το ΚΚΕ σταματά να αναφέρεται στη διάλυση των ΜΑΤ και μετατρέπει το αίτημα σε «απομάκρυνση των ΜΑΤ από τις πορείες» («Ριζοσπάστης», 13/3/2007).

Ομως τα ΜΑΤ ακριβώς αυτό το ρόλο έχουν: να αντιμετωπίζουν δηλαδή τις λαϊκές εκδηλώσεις. Το «γραφικό» αίτημα παραμένει μόνο στις θέσεις του Κ.Σ. της ΚΝΕ για το 9ο Συνέδριό της (Γενάρης 2006, σελ. 20).

Πρόκειται για μια συνολική μετεξέλιξη της πολιτικής του ΚΚΕ απέναντι στα ζητήματα της καταστολής. Μόνο που δεν ήταν μέχρι σήμερα ομολογημένη. Το άρθρο του κ. Μαΐλη είναι η πρώτη δημόσια παραδοχή αυτής της πολιτικής αλλαγής. Και ο ημιανώνυμος «διηγηματογράφος» απλά εξέφρασε με πιο χοντροκομμένο τρόπο αυτά που σκέφτεται η σημερινή ηγεσία του κόμματος. *

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

ΠΕΡΙ ΕΝΟΠΛΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

(Κείμενο που μας ήλθε με e-mail. Οι απόψεις αυτές, φυσικά, εκφράζουν την συλλογικότητα που της υπογράφει)

ΠΕΡΙ ΕΝΟΠΛΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΚΙΝΗΣΗ ΑΘΗΝΑΣ)

Όλο το προηγούμενο διάστημα το Δίκτυο δέχτηκε αρκετές κριτικές με συνισταμένη ότι δεν διαχωρίζεται σαφώς (ή επαρκώς) από τις ένοπλες οργανώσεις του τύπου της «17Ν» και, γενικότερα, από την ιδεολογία και την πρακτική της ατομικής τρομοκρατίας.

Έχοντας ολοκληρώσει ένα περίπου εξάμηνο κύκλο ενδοκινηματικών και ενδοαριστερών συζητήσεων και ζυμώσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου το Δίκτυο, λόγω και έργω, όχι πάντα με τον επιτυχέστερο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησε να περιγράψει τη σωστή, κατ αυτό, στάση απέναντι στο δίπολο κρατική τρομοκρατία-ατομική τρομοκρατία, με τούτο το κείμενο επιχειρούμε να συνοψίσουμε τις κύριες απόψεις μας σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα:

Θεωρούμε ότι η βία ή η απειλή βίας αποτελούν πολύτιμα μέσα για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Όμως, σε γενικές γραμμές και σε τελική ανάλυση, δεν είναι η βία αυτή που εξασφαλίζει την αστική ηγεμονία, αλλά η αποδοχή αυτής της ηγεμονίας από την κοινωνία ή, αλλιώς, η αλλοτρίωση των παραγωγών, η υιοθέτηση από την πλειονότητά τους του μοντέλου της εκμετάλλευσης της εργασίας ως φυσιολογικού και αναπόφευκτου. Με αυτή την έννοια, η μαζική κοινωνική και πολιτική βία αποτελεί υποχρεωτικό μέσο των «από κάτω» όχι μόνο για να υπερασπιστούν δικαιώματα και κατακτήσεις τους, αλλά, κυρίως, για να διεκδικήσουν την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την κοινωνική αλλαγή.

Όμως, επιμένουμε, δεν είναι η βία αυτή που κάνει ώριμο και επίκαιρο το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής απλώς κάνει αποτελεσματικότερη τη διεκδίκησή του απέναντι στο κρατικό μονοπώλιο της βίας-, αλλά η πολιτική υιοθέτηση εκ μέρους ευρέων λαϊκών στρωμάτων του προτάγματος μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Γι αυτό ακριβώς είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με την ένοπλη προπαγάνδα ως τρόπο διάδοσης των επαναστατικών ιδεών.

Όμως, εκτός από τις εκδηλώσεις μαζικής κοινωνικής και πολιτικής βίας (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι κ.λπ.) υπάρχουν πεδία άσκησης πολιτικής βίας, που χωρίς να σνήκουν στην προηγούμενη περίπτωση επ ουδενί εντάσσονται στην κατηγορία της αποκομμένης από το κίνημα και την κοινωνία ένοπλης προπαγάνδας. Αναφερόμαστε στις οργανώσεις και τις πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απεύθυνση. Πριν, ωστόσο, ασχοληθούμε με αυτές, οφείλουμε να κάνουμε δύο διευκρινίσεις:

α) Σ αυτό το κείμενο, για προφανείς, ελπίζουμε, λόγους, αναφερόμαστε μόνο στην ένοπλη δράση με αριστερό, αντικαθεστωτικό πρόταγμα. Είναι άλλο κεφάλαιο, εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά πολύ διαφορετικό, οι όροι συγκρότησης, τα χαρακτηριστικά και η δυναμική μαζικών ένοπλων οργανώσεων εθνικιστικού ή θρησκευτικού προσανατολισμού, όπως αυτές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

β) Ασφαλώς το ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις μορφές πάλης που επιλέγει ένα υποκείμενο, ως εκ τούτου, σε ότι μας αφορά, δεν είναι αυτονόητη, κάθε άλλο, η υποστήριξη της ένοπλης δράσης ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ή μιας αντικαθεστωτικής οργάνωσης, ακόμα κι αν διαθέτουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη, των οποίων το εθνικιστικό ή το κρατικίστικοαυταρχικό πρόταγμα τους υπαγορεύουν πρακτικές που αποπνέουν εθνοκαθάρσεις ή γκούλαγκ.
Επανερχόμενοι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι οργανώσεις και πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απέυθυνση (π.χ., πολλά αντάρτικά της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 60 και του 70, οι Σαντινίστας και του κουβανέζικο απελευθερωτικό κίνημα τα πρώτα χρόνια της δράσης τους κατά του Σομόζα και του Μπατίστα αντίστοιχα, πριν ακόμα γίνουν μαζικά ανατρεπτικά κινήματα, η PLO κατά τη δεκαπενταετία μεταξύ Μαύρου Σεπτέμβρη και πρώτης Ιντιφάντα, ο IRA και η ETA σε κάποιες φάσεις της δράσης τους, η πλειονότητα των τουρκικών επαναστατικών οργανώσεων μέχρι το πραξικόπημα του Εβρέν και μερικά χρόνια μετά, τα αντάρτικα κινήματα των ημερών μας στην Κολομβία και στις Φιλιππίνες, οι Ζαπατίστας κ.λπ.) υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όχι μόνο είναι υποστηρίξιμες, αλλά συνήθως αποδεικνύεται ότι ορθά υιοθέτησαν την ένοπλη επιλογή.

Εξηγούμαστε: Αν η ένοπλη μειοψηφική βία εντάσσεται σε κοινό σχέδιο και επικοινωνούσες δομές με ευρέα τμήματα του μαζικού κινήματος, υπηρετώντας τον ίδιο στόχο με αυτό (π.χ., να πέσει μια δικτατορία ή να φύγει ένας κατοχικός στρατός κ.λ.π), σεβόμενη τους ρυθμούς ανάπτυξης , τις προτεραιότητες και το πραγματικό επίπεδο συνείδησης αυτού του κινήματος, ,μπορεί, όπως έχει αποδειχθεί, να παίξει θετικό ρόλο στο απελευθερωτικό εγχείρημα.

Είναι τραγικό λάθος όταν δεν οφείλεται σε σκοπιμότητα- να αντιμετωπίζουμε την όποια εκδοχή της ένοπλης δράσης, από την πλέον μαζική και κοινωνικά νομιμοποιήμενη ως την πιο μειοψηφική και απομονωμένη, έξω από το ιστορικό πλαίσιο γέννησής της και το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε ή συνεχίζει να δρα. Η ένταση της πολιτικής καταπίεσης και η όξυνση της εκμετάλλευσης και της περιθωριοποίησης ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, η ιμπεριαλιστική αρπακτικότητα και η μη αναγνώριση στοιχειωδών εθνικών δικαιωμάτων, η αίγλη των αντιαποικιακών επαναστάσεων των δεκαετιών του 60 και του 70, σε συνδυασμό με την κρίση και τα αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς σε όλο τον πλανήτη, αποτελούν το υπόβαθρο της δημιουργίας πολλών ένοπλων οργανώσεων τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη, εξηγούν, χωρίς βέβαια να απαραιτήτως να δικαιολογούν, τη δράση τους.

Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης της εποχής, της αίγλης του αντιδικτατορικού αγώνα, των διαψεύσεων και των αυταπατών της Μεταπολίτευσης, της προσαρμογής της παραδοσιακής Αριστεράς στα «εθνικά» και «κοινωνικά συμβόλαια» της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, αλλά και στον ιδεολογικό πρωτογονισμό των θεωριών περί «κοινοβουλευτικού φασισμού» και «ένοπλου βραχίονα του κινήματος» πρέπει να εξεταστεί και η δημιουργία ένοπλων οργανώσεων στην Ελλάδα.

Είναι νομίζουμε προφανές ότι οι συνθήκες για την εκδήλωση αριστερών, αντικαπιταλιστικών ένοπλων κινημάτων στην εποχή μας είναι εμφανώς μειωμένες. Οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη άλλου τύπου ένοπλων οργανώσεων (εθνικοθρησκευτικών και αντί-δυτικών, που περιλαμβάνουν στους στόχους των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους και αμάχους), αλλά όπως προείπαμε, η εξέτασή τους αποτελεί άλλο κεφάλαιο. Αυτό πάντως, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας (και τέτοια είναι πλέον η ελληνική) η επιλογή της ένοπλης μειοψηφικής βίας δεν διαθέτει καμία προϋπόθεση σύνδεσης με το κοινωνικό κίνημα, είναι αναποτελεσματική και καταστροφική, και από ένα σημείο και μετά ανταγωνιστική με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης αυτού του κινήματος.

Είναι παράλογο σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου, παρά τις όποιες θετικές τροποποιήσεις στους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, ακόμα και με μαζικούς δημοκρατικούς όρους, βρίσκεται διεθνώς σε υποχώρηση, κάποιοι να επιχειρούν τη μετάβαση από το «όπλο της κριτικής» στην «κριτική των όπλων» κυριολεκτικά ερήμην του κινήματος και της κοινωνίας. Έτσι, συνοπτικά, θα λέγαμε ότι οι οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας όπως αυτές που έδρασαν στην Ελλάδα μετά το 1974, με προεξάρχουσα τη «17Ν», χαρακτηρίζονται από: υποκατάσταση και ελιτισμό, υποτίμηση των μορφών συλλογικής κινηματικής βίας και μολιταριστική πλειοδοσία-στην προσπάθειά τους να ισοφαρίσουν την αδυναμία αλλαγής και πολιτικών συσχετισμών με την αναβάθμιση της «επιχειρησιακής αρτιότητάς» τους, ως αποτέλεσμα του προηγούμενου, συρρίκνωση του πολιτικού σε βάρος του στρατιωτικού, με συνέπεια, αφενός την υιοθέτηση λαϊκιστικών, εθνικιστικών και αγοραία αντικαπιταλιστικών απόψεων και, αφετέρου, την υποτίμηση του ιδεολογικού και πολιτικού στοιχείου σε αφορμή ή πρόσχημα της ένοπλης δραστηριότητας. Μοιραία κατάληξη, όχι η αλληλοτροφοδότηση με το κοινωνικό κίνημα, αλλά με την κρατική καταστολή.

Έτσι, λοιπόν, η βία είναι αναπόφευκτη στο εσωτερικό του ταξικού, ιεραρχικού κοινωνικού σχηματισμού και για την ανατροπή του, επομένως, με αυτή την έννοια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επιδιωκτέα από το κίνημα και την Αριστερά, ποτέ όμως δεν πρέπει να ασκείται με μορφές που αμφισβητούν αγαθά ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από αυτά που διατείνεται ότι προστατεύει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζήτημα της ανθρώπινης ζωής και όχι σε μια γενική ηθικολογία στο ότι, δηλαδή, μια τυραννοκτονία, π.χ., είναι ηθικά νομιμοποιημένη στην κοινωνική συνείδηση γιατί κρίνεται πολιτικά σωστή και όχι γιατί δεν αποτελεί φόνο, ενώ, αντίθετα, ο φόνος ενός καπιταλιστή ή ενός υπουργού θεωρείται από την μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού λάθος και άδικος, και γι αυτό απαξιώνεται ηθικά πολύ ευκολότερα.

Μια κατάληψη, μια σύγκρουση με την αστυνομία, μια απαλλοτρίωση, ένας εμπρησμός, μια βομβιστική επίθεση ή μια εκτέλεση αποτελούν μορφές βίας, αλλά με χαώδη απόσταση μεταξύ τους. Απόσταση που δεν οφείλεται μόνο σε αυτό που προαναφέρουμε, δηλαδή στη σχέση της έντασης της ασκούμενης βίας με εκείνο που υπερασπίζεται, αλλά, κυρίως, στο πόσοι και ποιοι μπορούν να την ασκήσουν, στο πόσοι και ποιοι την αποδέχονται και διδάσκονται από αυτή, στο πόσοι και ποιοι την υφίστανται. Με αυτή την έννοια, μπορεί η βία να αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης ή και «μαμή της επανάστασης», (και νεκροθάφτη της επίσης?.), όμως επ ουδενί μπορεί να διαδεχτεί τη μαζική αυτενέργεια στο ρόλο του πρωταγωνιστή της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ακόμα και στις πλέον πλειοψηφικές και κοινωνικές εκδοχές της, η βία, τουλάχιστον στις αιματηρές μορφές της, παραμένει αναγκαίο κακό.

Συμπερασματικά, λοιπόν:

1.Θεωρούμε τις οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας ή ατομικής τρομοκρατίας τμήμα της ιστορικής διαδρομής του κινήματος και της Αριστεράς, με αναποτελεσματική και αδιέξοδη στρατηγική.

2.Πιστεύουμε ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας οι συγκεκριμένες οργανώσεις λειτουργούν ανταγωνιστικά με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης και χειραφέτησης του κοινωνικού κινήματος και γι αυτό τις αντιμετωπίζουμε ως πολιτικούς αντιπάλους, επιδιώκοντας την ήττα τους στο κίνημα και την κοινωνία.

3.Τέλος, υποστηρίζουμε ότι στο έδαφος της «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας» το κράτος απαξιώνει και απονομιμοποιεί ποικίλες μορφές του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα (το είδαμε χθες στη Γερμανία και την Ιταλία, το βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα), και επιμένουμε ότι η «συντεταγμένη δικαιοσύνη» του αστικού κράτους είναι απείρως πιο ένοχη από καθέναν που στρέφεται εναντίον αυτού του κράτους και του συστήματος που υπηρετεί.

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΚΙΝΗΣΗ ΑΘΗΝΑΣ)

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Το ΚΚΕ και η αντιμετώπιση του νεολαιίστικου ξεσπάσματος

Tο τελευταίο διάστημα, με αφορμή το πολύμορφο ξέσπασμα μιας σημαντικής μερίδας της νέας γενιάς, γράφτηκαν και ειπώθηκαν διάφορες εκτιμήσεις τόσο για τις αιτίες αυτού του ξεσπάσματος όσο και για τον χαρακτήρα του.

Οσον αφορά τις επιμέρους αιτίες, οι αναλύσεις και συντηρητικών ακόμη σχολιαστών δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια και τούτο διότι αυτές είναι μάλλον προφανείς και ήταν δύσκολο, αλλά και τελικά ανώφελο, να αποκρυφθούν.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι μια μερίδα νέων ανάμεσα σ' εκείνους που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις οργανωμένα, αλλά και ανάμεσα σ' εκείνους που ξεσηκώθηκαν αυθόρμητα, αντέδρασαν με αφορμή τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, όχι μόνο για επιμέρους αιτίες που έχουν να κάνουν με το παρόν και το μέλλον τους, αλλά αμφισβητώντας συνολικά το κυρίαρχο σύστημα. Και προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν άδικο να μην υπογραμμιστεί ο ρόλος που έχει παίξει τόσο το ΚΚΕ όσο και η συνεπής εξωκοινοβουλευτική αντικαπιταλιστική αριστερά, οι οποίοι καλλιεργούν σταθερά μια αντιιμπεριαλιστική συνείδηση και προάγουν σαν εναλλακτική λύση τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας.

Ποιος όμως είναι ο χαρακτήρας αυτού του ξεσηκωμού; Ως προς αυτό οι εκτιμήσεις στο ίδιο το εσωτερικό του αριστερού χώρου υπήρξαν έως και αντιθετικές. Εδώ θα μας απασχολήσει πιο ειδικά η θέση του ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ, λοιπόν, ορθά κατήγγειλε τον ρόλο των προβοκατόρων κουκουλοφόρων, ορθά επεσήμανε ότι η εργατική τάξη και όχι γενικώς η νεολαία είναι το υποκείμενο της επανάστασης, ορθά μας θύμισε ότι τα προβλήματα της νεολαίας δεν περιορίζονται μόνο σε εκείνα των κατόχων μεταπτυχιακού, ορθά επεσήμανε ότι βία είναι και ο οικονομικός καταναγκασμός και η βία της εργοδοσίας. Επίσης, καλώς περιφρούρησε τις πορείες του και θα ήταν ακόμη καλύτερο αν αυτό το έπραττε συμμετέχοντας, όπως άλλωστε κατά την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, με τα δικά του μπλοκ και συνθήματα σε κοινές πορείες.

Από την άλλη, όμως, το ΚΚΕ δεν αρκέστηκε να καταγγείλει τους συνειδητούς προβοκάτορες, δεν αρκέστηκε να καταγγείλει τον αντικειμενικά προβοκατόρικο ρόλο του σπασίματος βιτρινών, δεν αρκέστηκε έστω να καταγγείλει όλους όσοι στις διαδηλώσεις κρύβουν τα πρόσωπά τους, ξεχνώντας βεβαίως ότι το ίδιο κάνουν μεταξύ άλλων οι ζαπατίστας και ο υποδιοικητής Μάρκος, ή οι Κορεάτες διαδηλωτές, ξεχνώντας ακόμη ότι η μεταμφίεση αποτελεί συνήθη τεχνική της παρανομίας, αλλά προχώρησε παραπέρα.

Στη βάση μιας λογικής καχυποψίας απέναντι σε κάθε τι μη ελεγχόμενο από το ίδιο, δηλαδή μιας κατεξοχήν σεχταριστικής λογικής, για την οποία πέρα από το άσπρο και το μαύρο δεν υπάρχουν άλλα χρώματα, ακολούθησε μια συλλογιστική η οποία οδηγούσε στην εναντίωσή του συνολικά με το αυθόρμητο ξέσπασμα της νεολαίας.

Κατ' αρχάς το ΚΚΕ όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη του ότι το αυθόρμητο κίνημα μπορεί να είναι εκφραστής αιτημάτων πιο προχωρημένων από το οργανωμένο κίνημα, στον βαθμό που αυτό το τελευταίο, όπως πολύ συχνά συνέβη στην Ιστορία με τη σοδιαλδημοκρατία, έχει ενσωματωθεί, αλλά ακόμη ξέχασε ότι, όπως πολύ εύστοχα επεσήμανε ο Λένιν πιο ειδικά, «ο αναρχισμός είναι συχνά ένα είδος τιμωρίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του εργατικού κινήματος»1.

Ταυτόχρονα, υποστηρίζοντας ότι η φτώχεια και η καταπίεση γεννούν νομοτελειακά μόνο «την ανάπτυξη και όξυνση της ταξικής πάλης»2, και όχι και άλλες μορφές αντίδρασης όπως το αυθόρμητο κίνημα ή μορφές όπως ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός ή και μορφές ατομικής βίας, όπως συμβαίνει με τους Παλαιστίνιους κομάντος αυτοκτονίας, ή και ότι μπορεί να οδηγήσουν στον πι0 ακραίο συντηρητισμό, ουσιαστικά ταυτίζει αντιδιαλεκτικά το Είναι με τη συνείδηση. Αυτό όμως «είναι καθαρός παραλογισμός [και] μια απόλυτα αντιδραστική θεωρία»3.

Αντί λοιπόν το ΚΚΕ να περιοριστεί στην ορθή επισήμανση ότι το αυθόρμητο κίνημα μόνον αν ενταχθεί στη συνειδητή και οργανωμένη πάλη μπορεί να γίνει αποτελεσματικό, διαφορετικά θα λειτουργήσει απλά σαν μια περιστασιακή εκτόνωση, η οποία θα ξεφουσκώσει και θα οδηγήσει στην απογοήτευση όσους συμμετείχαν, υποτιμά τον σημαντικό ρόλο που παίζει το αυθόρμητο ως πρόπλασμα του συνειδητού κι ακόμη παραπέρα φτάνει στο σημείο να το αντιμετωπίζει εχθρικά και να το ταυτίζει με προβοκάτσια.

Οι εντελώς άστοχες αναλογίες με τον ρόλο που έπαιξε η τρομοκρατική ενέργεια στους δίδυμους πύργους, ή ακόμη και με τον εμπρησμό του Ράιχσταγτ, και με τη 17η Νοέμβρη, με δεδομένη την άποψη του ΚΚΕ γι' αυτήν την οργάνωση4, είναι ενδεικτικές αυτής της αντίληψης και ακόμη πιο άμεσα ενδεικτικό είναι αυτό το εξωφρενικό που γράφτηκε στον «Ριζοσπάστη» της 25ης του Δεκέμβρη, δηλαδή ότι το κίνημα αυτό της νεολαίας «στέκεται απέναντι στο εργατικό κίνημα, στην επαναστατική πάλη για την αντικατάσταση του καπιταλισμού από τον σοσιαλισμό, απέναντι στην εργατική τάξη».

Από μια άλλη σκοπιά, το ΚΚΕ ναι μεν ορθά ξεκαθαρίζει ότι η νεολαία γενικά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εργατική τάξη, από την άλλη όμως υποτιμά τον ιδιαίτερο ρόλο της, ξεχνώντας ότι η ίδια η πεπερασμένη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και το γεγονός ότι οι νέοι έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους και την ελπίδα να την αλλάξουν, καθώς και το γεγονός ότι είναι πιο αγνοί και λιγότερο διαβρωμένοι από τις κυρίαρχες αξίες, τους οδηγεί πιο εύκολα στην αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωτεργάτες όλων των μεγάλων επαναστάσεων και κινημάτων ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα νέοι. Ο μέσος όρος των Γάλλων επαναστατών της περιόδου 1775-1795 ήταν κάτω από 30 ετών5, τον Λένιν τον αποκαλούσαν παππού στη ρωσική επανάσταση, ενώ πιο πρόσφατα νέοι ήταν και οι ηγέτες της κουβανικής επανάστασης, του γαλλικού Μάη, της δικής μας εξέγερσης του Πολυτεχνείου.

Οσον αφορά πιο ειδικά τη χρήση βίας γενικώς, η γ.γ. της Κ.Ε. του κόμματος, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, υποστήριξε ότι «με την πραγματική λαϊκή εξέγερση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι», λες και υπήρξε ή θα υπάρξει ποτέ τέτοια εξέγερση, λες και η πράξη του Γιάννη Αγιάννη στους Αθλιους του Βίκτωρος Ουγκό να σπάσει τη βιτρίνα του αρτοπωλείου δεν ήταν πράξη λαϊκής εξέγερσης αλλά προβοκάτσια. Στο ίδιο πλαίσιο ειπώθηκε και το ανήκουστο ότι «δεν μπορεί να υπάρξουν μορφές πάλης που απαγορεύονται»6, λες και η ίδια η σοσιαλιστική επανάσταση είναι νόμιμη για την αστική εξουσία.

Εκείνο όμως που ξεπέρασε κάθε όριο και προκάλεσε σοκ ήταν ένα απίστευτο και όμως αληθινό, πραγματικά προβοκατόρικο πριν απ' όλα για το ίδιο το ΚΚΕ, «διήγημα» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη7, με τίτλο «Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά». Σε αυτό το πολιτικό κείμενο, που εμφανίζεται σαν διήγημα και που θα αποτελέσει μελανή κηλίδα για το ΚΚΕ, με μια πολύ πιο συγκροτημένη δομή απ' ό,τι εκείνη των προκλητικών δηλώσεων Κούγια, αθωώνεται, ναι καλά διαβάσατε, αθωώνεται ο αστυφύλακας - «παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό», που πυροβόλησε «τα κωλόπαιδα» «με σπίτι ιδιόκτητο, τρία αυτοκίνητα, νταντάδες και καθηγητές στο σπίτι», τα οποία του «βρίζανε τη μάνα» και «πήγαν να τον κάψουν σαν λαμπάδα»!!!

Αν δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και πιο ειδικά ο Συνασπισμός, λειτουργώντας σαν ξέφραγη παιδική χαρά όχι μόνο λόγω οργανωτικής αδυναμίας, αλλά και λόγω πολιτικής ελαφρότητας, πράγματι φάνηκε να χαϊδεύουν τα αυτιά των νεαρών που προέβαιναν σε πράξεις βίας, μόνο και μόνο για να τους φανούν αρεστοί, το ΚΚΕ με τη στάση του, ναι μεν κατόρθωσε να αναδειχτεί ως η πλέον υπεύθυνη δύναμη από όλα τα κόμματα8, από τη συντηρητική «σιωπηρή πλειονότητα» των αλλοτριωμένων, πολιτών οι οποίοι εναντιώνονται τόσο σε αυτό το ξέσπασμα όσο και σε κάθε άλλο προοδευτικό κίνημα, που θίγει το όποιο βόλεμά τους, από την άλλη όμως έχασε ένα μεγάλο τμήμα της εξεγερμένης νεολαίας και απογοήτευσε πολλά μέλη, οπαδούς του και ανένταχτους αριστερούς πολίτες.

1. Λένιν, Ο «Αριστερισμός» παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Απαντα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τόμος 41, σελίδα 15

2. Βλέπε σχετικά εισηγητική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα σε συνέντευξη Τύπου, Ριζοσπάστης 20 Δεκέμβρη 2008 σελ. 9-10

3. Λένιν, Υλισμός και εμπειριοκρατισμός, Απαντα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, τ. 18, σελ. 350

4. Βλέπε σχετικά εισηγητική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα ό.π.

5. Βλέπε Μ. Vovelle, La mentalite revolutionnaire editions Sociales 1985, σελ. 72

6. Βλέπε σχετικά εισηγητική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα ό.π.

7. Ριζοσπάστης της 28ης Δεκέμβρη, σελίδες 8-9 του ένθετου

8. Με βάση στοιχεία δημοσκόπησης της GPO για τη στάση των κομμάτων στο θέμα των επεισοδίων στην Αθήνα, οι πολίτες θεωρούν ότι το ΚΚΕ τήρησε την πιο σωστή στάση. Αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που μετέδωσε το MEGA, στο ερώτημα ποιο κόμμα τήρησε την πιο σωστή στάση στα επεισόδια, το ΚΚΕ συγκεντρώνει 23,4%, το ΠΑΣΟΚ 21,2%, η Ν.Δ. 16,8%, ο ΛΑΟΣ 7,5% και ο ΣΥΡΙΖΑ 5,6%

Αναγνώστες