Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Οπως είπα και στο προηγούμενο δικαστήριο, προβληματίστηκα πολύ για το τι θα σας πω σήμερα. Οχι μόνο γιατί όλα έχουν ειπωθεί, αλλά και γιατί τα πράγματα, στο βαθμό που σας αφορούν, είναι εξαιρετικά απλά. Πριν σας εξηγήσω γιατί είναι εξαιρετικά απλά, θα επαναλάβω και σε σας πως όσα θα πω, ανεξάρτητα από το πώς θα τα χαρακτηρίσετε εσείς, για μένα δεν συνιστούν απολογία.
Δεν είμαι εγκληματίας για να απολογηθώ για κάτι. Βρίσκομαι κατηγορούμενος για την πολιτική μου δράση, που είναι ταυτισμένη με την ίδια τη ζωή μου. Μια δράση που ήταν στην υπηρεσία του Ελληνικού λαού και αυτός είναι ο μόνος αρμόδιος για να την κρίνει. Επομένως, δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα σε ένα δικαστήριο της άρχουσας τάξης. Μην κάνετε το λάθος να το πάρετε και εσείς προσωπικά. Είναι ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση, που πηγάζει από την κοσμοθεωρία μου. Μαρξιστής ήμουν, είμαι και θα παραμείνω, επομένως δεν μπορώ να δεχτώ πως υπάρχουν θεσμοί ανεξάρτητοι και υπερταξικοί. Ολοι οι θεσμοί είναι ταξικοί.
Oσα θα πω στη συνέχεια, λοιπόν, δεν τα θεωρώ απολογία. Τα θεωρώ κατάθεση απόψεων, κατάθεση ψυχής, ενώπιον του ελληνικού λαού, του μόνου αρμόδιου να κρίνει την πολιτική μου δράση και την ιστορική διαδρομή του ΕΛΑ
Ομως, μια και είναι η τελευταία φορά που μιλάω απ’ αυτή τη θέση, είμαι υποχρεωμένος να αναφερθώ στην προσωπική πολιτική μου διαδρομή. Οσο πιο συνοπτικά γίνεται. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κλείσεις 50 χρόνια μέσα σε μια ώρα. Δεν πρόκειται να πω καινούργια πράγματα. Ο,τι είχα να πω το είπα από την πρώτη δίκη. Θα τα ξαναπώ, όμως, γιατί πρέπει.
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Οι προσωπικές μου επιλογές είναι ταυτισμένες με την πορεία της ζωής μου. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, ένα σύντομο βιογραφικό, μέσα από το οποίο θα φανεί το δίκαιο των επιλογών μου.
Γεννήθηκα τον Οκτώβρη του 1939 στη Ξυλαγανή Κομοτηνής. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα. Ηταν ένας από τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος νεκρός του αλβανικού μετώπου. Μοναχογιός ενός πλούσιου γαιοκτήμονα στο Μπιλέτσι Τρικάλων, σημερινό Παλαιομονάστηρο, με πολύχρονες σπουδές στη Γαλλία.
Η μητέρα μου έζησε μέχρι τα 20 χρόνια της στη Σοβιετική Ενωση, στο Λένινγκραντ. Σπούδαζε Ιατρική, όταν οι μπολσεβίκοι έπιασαν την γιαγιά μου να μαζεύει κρυφά συνάλλαγμα, κατάσχεσαν τις επιχειρήσεις της οικογένειάς της και τους έδιωξαν. Η μητέρα μου δεν πρόλαβε να τελειώσει την Ιατρική, πρόλαβε όμως να γίνει κομμουνίστρια, να γίνει το «μαύρο πρόβατο» της συντηρητικής οικογένειας.
Για να τα βγάλει πέρα με την Κατοχή, η μητέρα μου πηγαίνει να ζήσει στο χωριό του παππού μου. Το Μπιλέτσι είναι ανταρτοχώρι. Η μητέρα μου γίνεται σύνδεσμος των ανταρτών. Επειδή μιλά ξένες γλώσσες, πράγμα σπάνιο για εκείνη την εποχή, αντιλαμβάνεται ότι ο αυστριακός γιατρός, που οι ναζί έχουν εγκαταστήσει στο αρχοντικό του παππού μου, επιτάσσοντας ένα τμήμα του, είναι αντιφασίστας. Τον πείθει να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα και έτσι αρχίζει μια σταθερή ροή φαρμάκων προς τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα κινίνης.
To 1945 επιστρέφουμε στην Αθήνα, όμως κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι ξαναγυρίζω στο χωριό. Η περίοδος αυτή είναι για μένα περίοδος όχι μόνο φυσικής, μα και κοινωνικής και πολιτικής ενηλικίωσης. Στην Αθήνα ακούω τη γιαγια μου να βρίζει τη μητέρα μου «μπολσεβίκα» και «συμμορίτισσα». Στο χωριό βλέπω τις συνέπειες του μοναρχοφασισμού πάνω στους περήφανους ανθρώπους που αγωνίστηκαν για τη λευτεριά αυτού του τόπου. Oι «χαρακτηρισμένοι» ούτε σαν εποχιακοί εργάτες δεν μπορούν να δουλέψουν. Νέοι με πανεπιστημιακά διπλώματα κάθονται στο καφενείο ή δουλεύουν στα χωράφια, αν έχουν. Προϋπόθεση για την αλλαγή της ζωής τους είναι οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Η ανεργία θερίζει και φέρνει πείνα, πραγματική πείνα, όχι μεταφορική. Ο χωροφύλακας ορίζει τις ζωές των ανθρώπων. Κι όμως, λίγοι λύγισαν.
Oλα αυτά τα γεγονότα τα έβλεπα και παρ’ όλες τις εξηγήσεις της μητέρας μου δεν μπορούσα, δεν ήθελα πιθανά, να τα συνδυάσω σε ένα κεντρικό πολιτικό μήνυμα. Μέχρι που 17 χρονών συνέβη ένα γεγονός που με συγκλόνισε, με ξύπνησε, με συνειδητοποίησε και σημάδεψε τη ζωή μου. Καθόμουν στην πλατεία του χωριού, όταν με πλησίασε μια γυναίκα με δυο παιδιά. Κρατούσε ένα τετράδιο. Μου είπε: «Πάρτο, είσαι μορφωμένος, είσαι πρωτευουσιάνος, αξιοποίησέ το στη μνήμη του άνδρα μου». Hταν η χήρα του δασκάλου του χωριού, που τον εκτέλεσαν, σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γιατί αρνήθηκε να πει «Ζήτω η Αμερική, κάτω ο Κομμουνισμός». Hταν ένα γράμμα που ξεχείλιζε από αγάπη για τα παιδιά του, τη γυναίκα του, την ανθρωπότητα. Τους εξηγούσε γιατί έπρεπε να πεθάνει για τις ιδέες του.
Αυτό το γράμμα σφράγισε την προσωπικότητα και τη ζωή μου. Αυτή η περήφανη στάση του δάσκαλου, που δεν ήταν ο μόνος, αλλά ένας ανάμεσα σε χιλιάδες κομμουνιστές που αντιμετώπισαν περήφανα το εκτελεστικό απόσπασμα, δίνει την κατ’ αρχήν απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, εγώ, ένας άνθρωπος 65 χρονών, όταν ο ανώνυμος κομμουνιστής 30 χρονών πέθαινε για να στηρίξει τις ιδέες του.
Το ξέρω ότι οι κωλοτούμπες σήμερα αποτελούν το εθνικό μας σπορ. Δεν είμαστε όμως όλοι για κωλοτούμπες, κύριε εισαγγελέα. Δεν γεννηθήκαμε όλοι με τις ιδιότητες του χαμαιλέοντα. Αυτός ο τόπος γέννησε ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, που είχαν ψηλά την έννοια της κοινωνικής στράτευσης, όπως και τις έννοιες της αξιοπρέπειας, της τιμής και του χρέους. Αυτά είναι που δεν μπορείτε να κατανοήσετε.
Τα δυο τελευταία χρόνια στο σχολείο διάβαζα ό,τι υπήρχε, στα ελληνικά ή στα αγγλικά, σχετικά με το μαρξισμό. Hμουν πεπεισμένος πλέον, πως για την αδικία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη βαρβαρότητα που έβλεπα γύρω μου, υπήρχε εξήγηση, υπήρχε αιτία, υπήρχε και διέξοδος.
Αιτία ήταν η ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, σχέσεων εκμετάλλευσης και κλοπής της απλήρωτης δουλειάς των εργαζόμενων. Αυτές τις σχέσεις παραγωγής προστάτευε το πολιτικό σύστημα, το κράτος, όλοι οι θεσμοί. Και διέξοδος ήταν η ανατροπή του καπιταλισμού, η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Φορέας αυτής της μεγάλης επαναστατικής αλλαγής, που θα γίνει για λογαριασμό ολόκληρου του εργαζόμενου λαού, είναι η εργατική τάξη, η πιο πρωτοπόρα τάξη της κοινωνίας μας.
Φοιτητής στο Πολυτεχνείο εντάχθηκα στη νεολαία της ΕΔΑ. Με έπεισε ένα από τα πιο σημαντικά στελέχη τότε, με συγκρότηση, με τεράστιες γνώσεις για τη μαρξιστική θεωρία, ταυτισμένο τόσο με τους σκοπούς του Κομμουνιστικού Κόμματος, που δρούσε μέσα και μέσω της ΕΔΑ, σε σημείο που δεν είχε προσωπική ζωή. Είναι ο γνωστός φιλόσοφος Στέλιος Ράμφος. Τον αναφέρω, γιατί είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των οβιδιακών μεταμορφώσεων ενός πρώην κομμουνιστή. Εξελίχθηκε σε φιλόσοφο της Δεξιάς, σε σπόκμαν της Εκκλησίας, σε απολογητή των Αμερικάνων για τον πόλεμο στο Ιράκ, σε ψυχολόγο της επαναστατικής Αριστεράς.
Σαν φοιτητής συμμετέχω στο φοιτητικό συνδικαλιστικό κίνημα. Το 1961 ήμουν εκλογικός αντιπρόσωπος της ΕΔΑ στις εκλογές της βίας και νοθείας. Εκανα πάνω από 50 τεκμηριωμένες ενστάσεις. Μέχρι το πρωί έγραφε ο δικαστικός αντιπρόσωπος..
Είχα την τύχη να συμμετέχω στη συντακτική επιτροπή ενός θετικού δημιουργήματος, της εφημερίδας της νεολαίας της ΕΔΑ «Πανσπουδαστική», από το τεύχος 32 και μετά ως σκιτσογράφος της. Oι συντάκτες της, προικισμένα στελέχη και ανένταχτοι προοδευτικοί φοιτητές, έδιναν μάχη ανανέωσης στο φοιτητικό συνδικαλισμό. Τα συνεχόμενα ξενύχτια και οι ζωντανές συζητήσεις που παρακολουθούσα με ωρίμασαν πολιτικά. Ξενύχτια με το φόβο των τραμπούκων της παρακρατικής ΕΚOΦ, που οι ηγέτες της έγιναν βουλευτές της ΕΡΕ και μερικοί ήταν και μέχρι πρότινος βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας. Η μάχη της συντακτικής επιτροπής της «Πανσπουδαστικής» για την ανανέωση του φοιτητικού κινήματος και κατ’ επέκταση του κόμματος, χάθηκε οριστικά το 1963, με την ωμή επέμβαση της ηγεσίας της ΕΔΑ στο περιοδικό. Φοβήθηκαν ότι μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αυτοδύναμο, υλικά και πολιτικά, κύτταρο του κόμματος.
Η δεκαετία του ‘60 φέρνει ένα σχίσμα όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι η δεκαετία που ολοκληρώνεται η μετάλλαξη των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Από κόμματα επαναστατικά που ήταν, ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις, τα λάθη, τις παλινωδίες και την κριτική που μπορούσε κάποιος να τους κάνει, μετατρέπονται σε κόμματα καθεστωτικά. Κόμματα που επιδιώκουν να βρουν μια θεσούλα κάτω από τον κοινοβουλευτικό ήλιο. Κόμματα που ξεπουλάνε τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού για τις δικές τους ιδιαίτερες πολιτικές ανάγκες. Λειτουργούν σαν βαρίδια στα πόδια του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Στη θέση της επαναστατικής στρατηγικής για την ανατροπή του καπιταλισμού βάζουν την ειρηνική συνύπαρξη και το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, κυλώντας στον οπορτουνισμό. .
Από το 1961 τα ρεύματα της αμφισβήτησης είχαν αρχίσει να φυσάνε και φτάνουν μέχρι την Ελλάδα. Μετά το 1963, τα προβλήματα της ειρηνικής συνύπαρξης, του ειρηνικού περάσματος και της αναγκαιότητας της παράνομης δουλειάς, συζητιούνται ανάμεσα στους κομμουνιστές συνεχώς. Η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΕΔΑ έχει μεταλλαχθεί πλήρως, σε βαθμό που στις εκλογές του 1961 και του 1963, τρομοκρατημένη από το 25% που πήρε στις εκλογές του 1958, να ζητά από τα στελέχη να πείσουν τους πρώην εξόριστους και φυλακισμένους, τους συγγενείς και τους φίλους τους, να ψηφίσουν την Eνωση Κέντρου του Παπανδρέου. Να ψηφίσουν το δήμιο της Αντίστασης. Να εγκαταλείψουν τον επαναστατικό δρόμο και να γίνουν ουρά ενός αστικού κόμματος, που το είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι οι Αμερικάνοι.
Σ’ αυτή την περίοδο και λόγω αυτής της στάσης, αποχώρησαν από την ΕΔΑ εκατοντάδες κομμουνιστές και τα πιο σημαντικά στελέχη της Νεολαίας. Το δρόμο της αποχώρησης πήρα και εγώ το 1963. Συμμετέχω βέβαια σε όλες τις λαϊκές κινητοποιήσεις και ταυτόχρονα αναζητώ έναν άλλο δρόμο, ανατρεπτικό, επαναστατικό. Δεν ήμουν ο μόνος, άλλωστε.
Hταν φανερό από κάποια στιγμή και μετά, ότι η δικτατορία ερχόταν. Πολύ πριν την 21η Απρίλη του 1967. Η δικτατορία τελικά ήρθε. Την επέβαλαν συγκεκριμένες ξένες δυνάμεις σε συνεργασία με τους υποτακτικούς τους στην Ελλάδα.
Το βράδυ της 20/4/1967, όπως έμαθα αργότερα, οι νεολαίοι της ΕΔΑ συμμετείχαν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Είχαν συμφωνήσει με την ηγετική ομάδα, μετά την κατάληψη, να πάνε στα γραφεία να συζητήσουν τρόπους, μορφές αγώνα, συμπεριφορές, επικοινωνίες, αντίσταση στη δικτατορία που ερχόταν. Βρήκαν τα γραφεία κλειστά!
Εγώ πέρασα από την Oμόνοια, πήρα την «Αυγή» που έγραφε πρωτοσέλιδα ότι δικτατορία δεν θα γίνει και πως καθήκον των στελεχών ήταν να πάνε στην επαρχία να ενισχύσουν τον εκλογικό αγώνα, και ανέβηκα την Πατησίων. Είχα ραντεβού με ένα σύντροφο στη Φωκίωνος Νέγρη. Γωνία Αγίου Μελετίου και Πατησίων με σταμάτησε ένα τανκ. O φαντάρος στον πύργο τα είχε χαμένα. Με παρακαλούσε να φύγω. Δεν ξέρω αν είναι ουτοπία αυτό που θα πω, το πιστεύω όμως ακράδαντα. Διακόσιοι αποφασισμένοι άνθρωποι θα μπορούσαν να είχαν δημιουργήσει τεράστιες δυσκολίες στο πραξικόπημα, να μην σας πω πως θα μπορούσαν να το είχαν αποτρέψει. Και υπήρχαν όχι διακόσιοι, αλλά χιλιάδες αποφασισμένοι.
Κατεβαίνοντας την Πατησίων αντίκρισα ένα απίστευτο θέαμα. Χαφιέδες με ιδιωτικά αυτοκίνητα να χτυπούν κουδούνια και άνθρωποι με βαλιτσάκια στο χέρι να βγαίνουν από τις πολυκατοικίες και ήσυχα-ήσυχα να στοιβάζονται στο αυτοκίνητο και να παίρνουν το δρόμο για τον Ιππόδρομο. Αυτή η εικόνα ήταν για μένα ένα σοκ. Oι κομμουνιστές, οι αριστεροί, περίμεναν τη δικτατορία με το βαλιτσάκι τους έτοιμο και έπαιρναν το δρόμο για τα ξερονήσια με σκυμμένο το κεφάλι, χωρίς να έχουν καμιά δυνατότητα αντίστασης. Δεν υπήρχαν οργανώσεις, δεν υπήρχε παράνομος μηχανισμός του κόμματος για να φιλοξενήσει και να οργανώσει τους ανθρώπους που θα αντιστέκονταν, τα πάντα τα είχαν διαλύσει. O αείμνηστος Αγαπίου, όταν ήμασταν μαζί στη φυλακή, μου είχε διηγηθεί ότι ο τρόπος που βρέθηκαν οι νεολαίοι ήταν να περπατάνε μέρα-νύχτα στους κεντρικούς δρόμους –Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Σταδίου– ελπίζοντας σε τυχαία συνάντηση με κάποιο σύντροφο. Τέτοιες τραγικές στιγμές έζησαν όλοι οι κομμουνιστές.
Το ΚΚΕ φτιάχτηκε από τους κομμουνιστές σαν κόμμα της εργατικής τάξης, για να τη συνδέσει με τον Μαρξισμό και να την οδηγήσει στην επανάσταση, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για να φέρει τον σοσιαλισμό και να δημιουργήσει ένα νέο λαϊκό πολιτισμό. Αυτό το κόμμα πάλεψε, μάτωσε, οι άνθρωποί του στήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, κλείστηκαν στα σύρματα, μαρτύρησαν στα κολαστήρια, ήταν αυτοί που σήκωσαν τη σημαία της αντίστασης ενάντια στο ναζιφασίστα κατακτητή, αυτοί που αντιστάθηκαν στη συνέχεια στην αγγλοκρατία και την αμερικανοκρατία. Πώς κάθησαν αυτοί οι άνθρωποι με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας «τον γαλατά να τους χτυπήσει την πόρτα»;
Πολλοί προσπαθούσαμε να βρούμε απαντήσεις σ’ αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα. Κατά τη δική μου άποψη, οι απαντήσεις βρίσκονται καταρχήν στα ιδεολογικοπολιτικά κείμενα του ΕΛΑ, με τα οποία συμφωνώ. Και βέβαια, ακόμα και σήμερα εξακολουθώ να ψάχνω, όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου, γιατί αυτή η αναζήτηση δεν τελειώνει ποτέ.
Η μετάλλαξη του κόμματος από επαναστατική σε καθεστωτική δύναμη είναι αυτή που σφράγισε τη δράση του πριν τη χούντα, στη διάρκεια της χούντας και μετά τη χούντα, με την αποδοχή της φάρσας της μεταπολίτευσης, την απόλυτη νομιμοφροσύνη απέναντι στο αστικό καθεστώς και τη συκοφάντηση κάθε αγωνιστικού σκιρτήματος του λαού και της νεολαίας, ακόμα και τη συμμετοχή σε δυο αστικές κυβερνήσεις το 1989-90.
Χρειάστηκε το σοκ της δικτατορίας, για να προβληματιστούν οι κομμουνιστές, να έχουν ερωτηματικά, να κάνουν κριτική. Είχαν τη γνώση ότι ο κόσμος, είκοσι χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την αντιφασιστική νίκη, ήταν εξίσου σκληρός και βάρβαρος για τους εργαζόμενους και ο φασισμός ήταν ζωντανός και χαμογελούσε. O ιμπεριαλισμός και ο καπιταλισμός, ανανεωμένοι, συνέχιζαν το έργο τους. Η αστική δημοκρατία παραχωρούσε μόνο το δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε πολιτικούς σχηματισμούς και αρχηγούς που τους επέλεγαν και τους προωθούσαν οι ξένες δυνάμεις. Ετσι, η συνείδηση των κομμουνιστών, που αρχικά αφυπνίστηκε μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 και μαστιγώθηκε από τη διάσπαση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, από τα γεγονότα στην Ινδονησία, τη Χιλή, την Κίνα, το Βιετνάμ, είχε πλέον διαμορφωθεί και από την εμπειρία της εφτάχρονης δικτατορίας της χούντας.
Τα ερωτηματικά σχετιζόντουσαν με τις διαφορετικές εμπειρίες του καθενός, γιατί άλλοι αξιολογούσαν γενικότερα συμπτώματα και ενδείξεις, ενώ οι περισσότεροι αναφερόντουσαν στις εμπειρίες του χώρου που είχαν δράσει. Αλλοι είχαν αναφορά τους χώρους δουλειάς, άλλοι το χώρο των σπουδών τους, άλλοι ζούσαν στην πόλη και άλλοι στην επαρχία.
Στον υπαρκτό σοσιαλισμό κάτι δεν πήγαινε καλά. Ρώσοι και Κινέζοι συγκρούονταν στη Μογγολία, κομμουνιστικά τανκ επιτίθονταν εναντίον άοπλων στην Τσεχοσλοβακία, οι εργάτες στην Πολωνία εξεγείρονταν εναντίον του σοσιαλιστικού κράτους, η εγκατάλειψη των επαναστατημένων Παλαιστίνιων στο Αμάν το 1970, η σφαγή των Σουδανών κομμουνιστών και άλλα. Σημαντικά κινήματα στην Ευρώπη, οι φοιτητές του Ντούτσκε στη Δυτική Γερμανία, ο γαλλικός Μάης, το ιταλικό «ζεστό φθινόπωρο», δεν είχαν κινητήρια δύναμη τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα.
Η στρατιωτική δικτατορία και η συνεπακόλουθη τρομοκρατία εμπόδισαν την επικοινωνία, τις πληροφορίες, τα βιβλία, γιατί ήθελαν, όπως και κάθε αστικό καθεστώς, το άτομο απομονωμένο, να ζει στο μικρόκοσμό του.
Μετά τη δικτατορία, βέβαια, γέμισε ο τόπος αντιστασιακούς. Γέμισαν τα στήθη παράσημα και οι εφημερίδες με ηρωικά πορτραίτα. Η υπαρκτή ή ανύπαρκτη αντιστασιακή δράση έγινε το καλύτερο εισιτήριο για καριέρα, πολιτική ή άλλη. Λίγοι αρνήθηκαν να εξαργυρώσουν τη δράση τους και παρέμειναν σεμνοί μέχρι το τέλος.
Αναφερόμενοι στην περίοδο της δικτατορίας πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην αντίσταση αστικού προσανατολισμού και στην αντίσταση επαναστατικού προσανατολισμού. Υπήρξαν άτομα και ομάδες που έκαναν αντίσταση αστικού προσανατολισμού. Ενοπλη αντίσταση, με βόμβες και επιθέσεις, με συνέπεια πάρα πολλά μέλη τους να φυλακιστούν για χρόνια και αρκετά να βασανιστούν Ομως, στόχος τους και τελικός τους σκοπός ήταν η αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Υπήρξαν, όμως, και άτομα και ομάδες που έκαναν αντίσταση επαναστατικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού. Στόχος τους και τελικός τους σκοπός δεν ήταν η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού, αλλά η ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό.
Τι έκανε ο λαός στη διάρκεια της δικτατορίας; Η πικρή αλήθεια είναι ότι έσκυψε το κεφάλι ηττημένος. Δεν φταίει ο λαός γι’ αυτό. Φταίει η φυσική του ηγεσία που τον πρόδωσε, που δεν του έδωσε καμιά προοπτική και που τον άφησε απροστάτευτο στα νύχια της χούντας και των οργάνων της. Eνα κομμάτι της νεολαίας έσωσε την τιμή του λαού και της Αριστεράς. Κι όμως, αυτό το κομμάτι της νεολαίας και οι αντιστασιακές οργανώσεις που έστησε λοιδορήθηκε και συκοφαντήθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ, που από το 1968 είχε κοπεί στα δύο.
Ακόμα και το Πολυτεχνείο υπονομεύτηκε και συκοφαντήθηκε. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την περιβόητη «Πανσπουδαστική» Νο 8, που χαρακτήριζε προβοκάτορες του Ρουφογάλη και της ΚΥΠ τους φοιτητές που πορεύτηκαν από τη Νομική και κλείστηκαν στο Πολυτεχνείο;
Στη διάρκεια της δικτατορίας και έχοντας υπόψη μου τα συμβαίνοντα και όλα τα παραπάνω, που ελλειπτικά ανέφερα, έκανα μια προσπάθεια για να προσδιορίσω μια νέα κοινωνική συνείδηση, που θα ξανάδινε στον κομμουνισμό την επαναστατική προοπτική του: κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, κατάργηση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ένα νέο λαϊκό πολιτισμό. Τώρα ξέρω, γιατί το επιβεβαίωσα, ότι αυτή η νέα κοινωνική συνείδηση θα είναι το αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών αγώνων και φορέας της θα είναι ο οργανωμένος εργαζόμενος λαός. Προσπαθώντας να σταθώ ερευνητικά και κριτικά απέναντι στο ιστορικό γίγνεσθαι, απέναντι σε γεγονότα, απέναντι σε ιδεολογίες, ξέρω ότι η άποψή μου θα είναι τελικά πολιτική. Ξέρω ακόμη ότι η πρόθεσή μου είναι όσα λέω να έχουν άμεση σχέση με τις ιδέες μου, τον κομμουνισμό, τον μαρξισμό. Αυτό είναι σημαντικό για μένα, αλλά προφανώς ασήμαντο πια για άλλους.
Τη δικτατορία την τελείωσαν οι ίδιες δυνάμεις που την επέβαλαν, όταν τα σχέδια τους πέτυχαν και τα συμφέροντά τους κινδύνευαν από τη συνέχισή της. Η λεγόμενη «μεταπολίτευση», με επικεφαλής τον «εθνάρχη Καραμανλή», αποκατέστησε τη «Νέα Δημοκρατία». Με τον Καραμανλή τα μέλη του ΕΛΑ είχαν κάτι κοινό. Είχε και αυτός ψευδώνυμο: «Τριανταφυλλίδης», αν δεν το θυμόσαστε.
Η μεταπολίτευση ήταν μια «αλλαγή φρουράς των Αμερικάνων και του ΝΑΤO», όπως εύστοχα την είχε χαρακτηρίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μια αλλαγή φρουράς, όμως, που ο λαός δεν την αντιλαμβανόταν ως τέτοια. Τους όποιους προβληματισμούς του φρόντιζαν τα καθεστωτικά κόμματα να τους οδηγήσουν σε ανώδυνες για το σύστημα κατευθύνσεις, ώστε βαθμιαία, με την περιθωριοποίηση του λαού, να στεριώνεται η νέα πολιτική εξουσία, η οποία διαχειριζόταν το ίδιο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό.
Η επίσημη, η νόμιμη πλέον Αριστερά παίζει με όλο της το «είναι» το παιχνίδι του στεριώματος της νέας εξουσίας. Eτσι εξαγοράζει τη νομιμοποίησή της και τη δυνατότητά της να απολαμβάνει πλέον κοινοβουλευτικές έδρες και κρατικά πόστα. Μετατρέπεται οριστικά και αμετάκλητα σε καθεστωτική δύναμη κι αυτό είναι φανερό από τους πρώτους κιόλας μήνες της μεταπολίτευσης.
Το μεταπολιτευτικό κράτος, λοιπόν, κάνει ό,τι μπορεί για να μη μας αφήσει καμιά αμφιβολία ότι μέσω αυτού υλοποιείται μια τυπική δυναστική μεταβολή, μια αλλαγή φρουράς στο πολιτικό προσωπικό της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας. Μια από τις κορυφαίες πράξεις του είναι ο χαρακτηρισμός του πραξικοπήματος της χούντας ως «στιγμιαίου». Eτσι, πέρα από την άσκηση δίωξης στους λεγόμενους «πρωταίτιους» του πραξικοπήματος, όλοι οι υπόλοιποι, που στελέχωσαν το κράτος της δικτατορίας –υπουργοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί και άλλοι– παραμένουν ατιμώρητοι. Δεν επέρχεται καν μια στοιχειώδης κάθαρση, έτσι για τα μάτια του κόσμου, στον κρατικό μηχανισμό. Oλα τα στηρίγματα της χούντας στη διοίκηση, στο στρατό, στην αστυνομία, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, παραμένουν ακλόνητα. Με τον ίδιο ζήλο που υπηρέτησαν πριν τη δικτατορία υπηρετούν πλέον το κοινοβουλευτικό καθεστώς. Κερασάκι στην τούρτα η «συμπτωματική» κατάθεση μηνύσεων εκατοντάδων κομμουνιστών εναντίων βασανιστών, εκπρόθεσμα.
Και βέβαια, οι «μεγάλοι μας σύμμαχοι», οι Αμερικάνοι και το ΝΑΤO, διατηρούν όλα τα στηρίγματά τους στη νέα εξουσία. Oι υπεύθυνοι για το ματοκύλισμα του λαού μας και για τη διχοτόμηση της Κύπρου εξακολουθούν να λατρεύονται από την άρχουσα τάξη και το πολιτικό της καθεστώς ως προστάτες. O ραγιαδισμός, αυτή η αρρώστια του νεοελληνικού κράτους, που το συνοδεύει από τη γέννησή του ακόμα, εξακολουθεί να αποτελεί την κυρίαρχη ιδεολογία του συστήματος.
Η μεταπολίτευση ήταν μια δυναστική, μια καθεστωτική μεταβολή, ταυτόχρονα όμως αποδέσμευσε ένα τεράστιο κοινωνικό δυναμικό, το οποίο συμπιεζόταν και ασφυκτιούσε την περίοδο της δικτατορίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, εργάτες, εργαζόμενοι, φτωχοί αγρότες, νέοι, ξεχύθηκαν στους δρόμους και δημιούργησαν ένα ριζοσπαστικό κίνημα, το οποίο προέβαλε αιτήματα και τα διεκδικούσε με μορφές που είχαν χρόνια να εμφανιστούν στην Ελλάδα.
Βέβαια, αυτό το κίνημα είχε και τις αντιφάσεις και τα όριά του. Θυμάμαι μαζικές και μαχητικές διαδηλώσεις να διαλύονται με τον πιο εύκολο τρόπο από την Αστυνομία, επειδή οι κομματικοί εγκάθετοι έσπρωχναν τον κόσμο στη μη αντίσταση.
Η μεταπολίτευση ήταν μια εντελώς νέα κατάσταση και για την Αριστερά. Oλα τα ζητήματα που είχαν τεθεί στη δεκαετία του ‘60 και τα οποία βάθυναν το σχίσμα ανάμεσα στις καθεστωτικές και τις αντικαθεστωτικές συνιστώσες της Αριστεράς ξανατέθηκαν στις συνθήκες της μεταπολίτευσης. Δεν τέθηκαν μόνο από ανθρώπους και οργανώσεις που είχαν αναπτύξει δράση μέσα στη δικτατορία, αλλά από ένα ευρύτερο επαναστατικό δυναμικό, το οποίο στη διάρκεια της δικτατορίας βρισκόταν σε μια διαδικασία αναζήτησης, χωρίς να έχει βρει οργανωμένο τρόπο για να δράσει. O κόσμος «ψαχνόταν», όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Τα ζητήματα που έμπαιναν σε συζήτηση ήταν πάρα πολλά. Ζητήματα ιδεολογίας και προγραμματικής κατεύθυνσης, ζητήματα πολιτικής τακτικής, ζητήματα οργάνωσης, στο πολιτικό, στο συνδικαλιστικό και στο ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Σταχυολογώ μερικά από αυτά:
- Ειρηνικό ή επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό;
- Νόμιμη δουλειά ή υποχρεωτικός συνδυασμός νόμιμης και παράνομης δουλειάς;
- Ποιος ο ρόλος της επαναστατικής βίας στις συνθήκες της μεταπολίτευσης;
- Πώς θα οικοδομηθεί ένα ανεξάρτητο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα;
- Ποια σχέση πρέπει να αναπτυχθεί ανάμεσα στην επαναστατική πρωτοπορία και στο μαζικό κίνημα;
Το καθένα από τα παραπάνω ζητήματα αναλυόταν σε δεκάδες υποζητήματα, τα οποία τροφοδοτούσαν συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, φιλολογική δουλειά, πολεμικές. Δίπλα στη νόμιμη κοινοβουλευτική Αριστερά, την «ορθόδοξη» και τη «μοβ» του «εσωτερικού», υπήρχε ένα ολόκληρο κίνημα της επαναστατικής Αριστεράς, με τους δικούς του διαχωρισμούς, τις δικές του έντονες αντιπαραθέσεις. Eνα κίνημα από το οποίο δεν έλειπαν τα καπετανάτα, τα παραγοντιλίκια, τα αρχηγηλίκια, τα κακέκτυπα του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ. σε πιο αγωνιστική έκδοση.
Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκαν διάφορες επιτροπές στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσονταν συζητήσεις για όλα τα επίμαχα ζητήματα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την επιτροπές όπως των «400», των «77», στις οποίες όμως κυριαρχούσαν προσωπικότητες που είχαν προσωπικούς ή κοματικούς πολιτικούς στόχους.
O καθένας είχε τα βιώματά του από την δικτατορία και από τη «μεταπολίτευση». Είχα και εγώ τα δικά μου και με αυτά τα βιώματα αποφάσισα να συμμετέχω σε μια άλλη επιτροπή. Hταν μια επιτροπή στην οποία μαζευόταν πολύς κόσμος. Aνθρωποι διάφορων ηλικιών και εμπειριών. Από καπεταναίους του ΕΛΑΣ μέχρι νέα παιδιά που έπαιρναν το πρώτο πολιτικό τους βάπτισμα στις συνθήκες της μεταπολίτευσης. Συμμετείχα σε αυτή την επιτροπή γιατί πληρούσε δυο βασικές για μένα προϋποθέσεις: δεν λειτουργούσε σε στενά κομματικά πλαίσια και δεν έβαζε στον εαυτό της την προοπτική να μετεξελιχτεί σε κόμμα. Hταν μια επιτροπή που έβαζε στον εαυτό της το πρακτικό καθήκον να αναπτύξει την αλληλεγγύη στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, βοηθώντας τους να αναπτυχθούν σε μαχητική κατεύθυνση.
------------------------------------------------------------------------------------------------
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Οπως έλεγα προηγουμένως, μετά τη μεταπολίτευση τέθηκαν επί τάπητος, με πολύ μεγαλύτερη ένταση, όλα τα θέματα που είχαν αρχίσει να συζητιούνται πριν τη δικτατορία.
Μετά τη μεταπολίτευση υπήρξαν αυτοί που σκεφτόντουσαν πώς να βολευτούν σε όποια θέση, ακόμα και δευτερεύουσα, τους παραχωρούσε η εξουσία, αυτοί που το προσωπικό τους βόλεμα το ονόμασαν απογοήτευση από τα κοινωνικά δρώμενα, αυτοί που εντάχθηκαν στα παραδοσιακά κόμματα και τις εξωκοινοβουλευτικές ομάδες και συνέχισαν να πιπιλίζουν τις παλιές συνταγές.
Υπήρξαν και μερικοί που ξεπερνώντας τους ιδεολογικούς διαχωρισμούς θεώρησαν ότι το σύστημα πρέπει να χτυπηθεί με ενέργειες αντιβίας και οργανώθηκαν σε πολιτικοστρατιωτικούς σχηματισμούς. Τη σημασία της προοπτικής αυτών των οργανώσεων το σύστημα την αντιλήφθηκε πολύ καλά. Σε κάθε διεθνή συνάντηση πάντα συζητούσαν και το θέμα των ένοπλων οργανώσεων. Ας θυμηθούμε τον Κίσινγκερ, αρχιτέκτονα του σχεδίου που κατέληξε στην κυπριακή τραγωδία, τους ομίλους που δημιούργησε και συμμετείχε, τα ποσά των επικηρύξεων.
Τι φοβόντουσαν; Οτι μερικοί ένοπλοι θα ανέτρεπαν τα καθεστώτα; Οχι βέβαια. Φοβόντουσαν τα μηνύματα που πέρναγαν στο λαό. Δηλαδή:
1) Οτι υπάρχει και είναι πραγματοποιήσιμη και αυτή η μορφή πάλης.
2) Οτι μπορεί και πρέπει να σπάσει το μονοπώλιο της βίας από τους εκμεταλλευτές και τους κρατικούς τους μηχανισμούς.
3) Οτι είναι μύθος πως οι μηχανισμοί ξέρουν τα πάντα και επομένως κάθε προσπάθεια δράσης έξω από τα όρια που βάζει το καθεστώς είναι καταδικασμένη. Ιδιαίτερα αυτή ήταν εδραία πεποίθηση των μελών του ΚΚΕ, που τη δημιούργησε και τη συντήρησε η ηγεσία. Γι’ αυτό και ερμήνευαν την αδυναμία του καθεστώτος να πιάσει τους ένοπλους σαν προστασία των «δικών τους ανθρώπων», επιστρατεύοντας τη χαφιεδολογία αντί για την πολιτική αντιπαράθεση.
4) Οτι μπορούσε να σπάσει το μονοπώλιο της πληροφόρησης με τις ενέργειες ένοπλης προπαγάνδας.
5) Οτι οι μηχανισμοί δεν μπορούσαν να προστατεύσουν από τη δίκαιη τιμωρία κανέναν υπεύθυνο για ενεργό συμμετοχή στην εκμετάλλευση και καταπίεση και σε εγκλήματα κατά του λαού.
6) Οτι γινόταν φανερή η προοπτική της δυνατότητας ανατροπής του συστήματος.
Αυτές οι συζητήσεις και διεργασίες συνδέονταν με σημαντικές εμπειρίες για το ταξικό επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα και παγκόσμια, στην προοπτική της αναπτυσσόμενης σύνδεσης των αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών αγώνων. Οι εκατό περίπου ένοπλες οργανώσεις στη Βόρεια Αμερική, τα αντάρτικα της Λατινικής Αμερικής, ο αγώνας των Παλαιστίνιων, ο ένοπλος αγώνας στην Ιρλανδία, την Ισπανία και τη χώρα των Βάσκων, οι ένοπλες οργανώσεις στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και αλλού, που χτυπούσαν το σύστημα, δημιουργούσαν σκέψεις για την αναγκαιότητα μιας πολιτικοστρατιωτικής οργάνωσης και στην Ελλάδα.
Η πρώτη ενέργεια ένοπλης προπαγάνδας έγινε από τον ΕΛΑ με το κάψιμο αμερικάνικων αυτοκινήτων στην αμερικάνικη βάση ελλιμενισμού στην Ελευσίνα. Ακολούθησαν δεκάδες πυρπολήσεις αυτοκινήτων του αμερικάνικου στρατού κατοχής από αυθόρμητες πρωτοβουλιακές ομάδες. Το καθεστώς αντέδρασε άμεσα μετά την εκτέλεση του Γουέλς από την «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη». Είναι γνωστή η σύσκεψη που έγινε από όλους τους διευθυντές των εφημερίδων, με συμμετοχή όλων των ειδών των παραγόντων, στην οποία αποφασίστηκε να κρύψουν το γεγονός της ανάληψης της ευθύνης από τη 17Ν και να το παρουσιάσουν σαν ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων. Τη σκυτάλη πήραν και κρατούν ακόμα οι υπηρέτες του συστήματος, το σύνολο των καθεστωτικών κομμάτων και οι αερολογοριζοσπάστες. Αυτοί που βάφονται με κόκκινο, ροζ ή μοβ χρώμα, για να κρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα, αυτοί που πολέμησαν και πολεμούν τις ένοπλες οργανώσεις αναμασώντας την πρακτορολογία, επειδή δεν είχαν και δεν έχουν να αντιπαραθέσουν ιδεολογικά και πολιτικά επιχειρήματα.
Εκείνη την περίοδο, τέλη 1975 με αρχές 1976, γνωρίστηκα με τον Χρήστο Κασίμη. Η γνωριμία μας ήταν τυχαία. Τον συνάντησα σε μια οικοδομή που επέβλεπα ως μηχανικός και τον αναγνώρισα ως ένα από τα άτομα που ερχόταν στην επιτροπή. O Χρήστος Κασίμης δεν μου είχε προκαλέσει καμιά εντύπωση στην επιτροπή. Δεν ήταν από εκείνους που έπαιρναν το λόγο και προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους. Oυδέποτε μιλούσε για την πλούσια αντιστασιακή του δράση, ως ένα από τα στελέχη της οργάνωσης «20 Oκτώβρη». Αυτή τη δράση εγώ την πληροφορήθηκα αργότερα. Hταν ένας σεμνός άνθρωπος, ένας ακέραιος αγωνιστής, που η ικανότητά του ήταν να κινητοποιεί τη σκέψη των ανθρώπων γύρω του, επίμονος και ακούραστος, πραγματικό παράδειγμα προς μίμηση. Eνας χαρισματικός άνθρωπος που τιμούσε την ιδιότητα του κομμουνιστή.
Ξαναπήγα σε μια βδομάδα στην οικοδομή, του μίλησα, γνωριστήκαμε από την επιτροπή και κανονίσαμε να τα πούμε.
Yστερα από ένα μήνα συζητήσεων, μου έφερε το ιδεολογικοπολιτικό κείμενο συγκρότησης του ΕΛΑ, τα περίφημα «Χημικά Λιπάσματα», που ο πραγματικός του τίτλος είναι «Για την ανάπτυξη του Ελληνικού Λαϊκού και Επαναστατικού Κινήματος», και μου έκανε πρόταση να μπω στην οργάνωση. Πάνω σ’ αυτό το ντοκουμέντο συζητήσαμε για ένα εξάμηνο. Αναλύσαμε κάθε παράγραφο, κάθε λέξη του. Μετά από αυτό το εξάμηνο συζητήσεων έφτασα σε ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική συμφωνία και έγινα μέλος του ΕΛΑ. Eξι μήνες συζητήσεων και κοινής πολιτικής δουλειάς στο μαζικό κίνημα, δουλειάς που έβλεπα ότι είχε αρχίσει να περνά σε ένα νέο ποιοτικό περιεχόμενο, με έπεισαν και συμφώνησα να συμμετέχω στον ΕΛΑ με τρόπους και περιεχόμενο που θα αναφέρω παρακάτω.
Μετά το 1974, λοιπόν, αρχίζει να αναδύεται και στην Ελλάδα το αυτόνομο κίνημα, που ήδη είχε ιστορία στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Το αυτόνομο κίνημα εξέφραζε τον κοινωνικό ανταγωνισμό στις συνθήκες της γενικής προδοσίας του κινήματος από τη ρεφορμιστική Αριστερά. Το αυτόνομο κίνημα είχε κόψει τις γέφυρες με την καθεστωτική Αριστερά και τα συνδικάτα της, με τα γκρουπούσκουλα που συνέχιζαν την προσπάθειά τους να το ελέγξουν και να το εγκολπωθούν. Διέχεε μέσα στα εργοστάσια και τις γειτονιές νέες μορφές αγώνα, νέες μορφές οργάνωσης βάσης, προσπαθούσε να τις γενικεύσει. Δεν είχε καμιά σχέση με τον δήθεν ριζοσπαστικό ρεφορμισμό όσων σήμερα σφετερίζονται την ιστορία του, καθισμένοι στα «πολιτικά τους σαλόνια».
Αυτό το αυτόνομο κίνημα δεν ήταν μια αφ’ υψηλού κριτική της «αριστεράς» και της «αριστεράς της αριστεράς». Δεν ήταν απλά αυτόνομο απέναντι στους θεσμικούς οργανισμούς. Αντικατόπτριζε την προοπτική της γέννησης ενός κινήματος απελευθέρωσης του προλεταριάτου με τις δικές του δυνάμεις. Ηταν μια συνέχεια του κινήματος των εργατικών συμβουλίων του 1905 μέχρι το ιταλικό φθινόπωρο του 1969.
Κομμάτι της Αυτονομίας ήταν ο ΕΛΑ, που μορφοποίησε έναν πολιτικοστρατιωτικό σχηματισμό στο εσωτερικό αυτού του κινήματος.
O ΕΛΑ ήταν μια επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση, που έθεσε στον εαυτό του το καθήκον να συμβάλει στην ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Πίστευε και επεδίωκε μια άμεση σχέση με το κοινωνικό κίνημα. Γι’ αυτό, όπως σαφώς προσδιοριζόταν στο ιδεολογικοπολιτικό του κείμενο, τρεις από τους τέσσερις τομείς της δραστηριότητάς του ήταν η αντιπληροφόρηση, η συμμετοχή στο μαζικό κοινωνικό κίνημα και η συμμετοχή και ανάπτυξη των κοινωνικών συγκρούσεων.
Ο ΕΛΑ ξεκίνησε βάζοντας τρεις στόχους με την εξής σειρά:
1) Με τη δράση του να επαναγνωστοποιήσει, να ξαναθυμίσει στην κοινωνία την αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας. Αν αυτό το κατάφερνε χωρίς να χτυπηθεί, τότε θα επεδίωκε
2) Να συμβάλει στη δημιουργία πολλών αντάρτικων, χωρίς όμως να τα αφομοιώνει. Με σχέσεις ισοτιμίας, με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους όσον αφορά τις ιδεολογικοπολιτικές τους απόψεις. Ηταν σίγουρος πως στην ανοδική πορεία του κινήματος αυτές οι διαφορές θα λύνονταν, όταν θα γινόταν συνείδηση ποιος είναι ο μοναδικός κοινός εχθρός. Επιπλέον, μια τέτοια οργανωτική πραγματικότητα θα απέτρεπε ένα ολοκληρωτικό χτύπημα από τις δυνάμεις της αντίδρασης.
3) Να συμμετέχει και να συμβάλλει στη δημιουργία ενός αυτόνομου μαζικού κινήματος, που θα στόχευε στη διαρκή ρήξη με το καθεστώς. Ενα τέτοιο κίνημα θα ήταν η χοάνη από την οποία θα γινόταν η στράτευση των επαναστατών και στην οποία θα κατέληγαν όσα μέλη των ένοπλων οργανώσεων, για διάφορους πραγματικούς λόγους, δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Θα υπήρχε μια συνεχής αμφίδρομη σχέση. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η διάκριση ανάμεσα στις ένοπλες οργανώσεις και το μαζικό κινηματικό σώμα θα ήταν ευδιάκριτη, μέχρι που μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δυο αυτούς χώρους θα εμπλούτιζε τη συνείδηση του ενός από τον άλλο και αντίστροφα. Αυτό το κίνημα θα γινόταν ο ένοπλος και οργανωμένος λαός.
Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι τέτοια που δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν ένοπλες οργανώσεις, δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει βίαιη επαναστατική πολιτική δράση. Απλά, τα όρια, οι δυνατότητες, η τακτική κσι το είδος της δράσης αυτών των πολιτικών ομάδων θα εξαρτώνται από τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες.
Το μέλλον θα δείξει ποια ήταν η συνεισφορά του ΕΛΑ στο μακρύ δρόμο των εργαζόμενων προς την πολιτική αυτονομία της μόνης πραγματικά επαναστατικής τάξης της κοινωνίας μας.
Η δυνατότητα να προσεγγίσει κανείς την Ιστορία προϋποθέτει ελεύθερο μυαλό, που μπορεί να ασκήσει κριτική και να αξιολογήσει τα θετικά, τα λάθη, τους διαφορετικούς δρόμους, που να μαθαίνει από τις εμπειρίες του παρελθόντος και τις προσωπικές εμπειρίες, να επανεξετάζει την επαναστατική πορεία, συμμετέχοντας πάντα στο επαναστατικό κίνημα, να ελέγχει και να επαναδιατυπώνει τη θεωρία. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να κάνει σωστά το επαναστατικό του καθήκον.
Δεν είμαι ίσως ο κατάλληλος, μόνος μου, ούτε έχω αυτή την περίοδο το χρόνο, αλλά ούτε είναι και η στιγμή κατάλληλη για να μιλήσω αναλυτικά για την ιστορία του ΕΛΑ, η οποία δεν είναι ανεξάρτητη από τη γενική πολιτική ιστορία του τόπου μας μετά το 1974, από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι αυτής της περιόδου. Πρέπει μέσα στο επαναστατικό κίνημα να ξεκινήσει μια συζήτηση, μια κριτική προσέγγιση αυτής της περιόδου, με βάση την εμπειρία όλων των επαναστατών, απ’ όποια θέση κι αν υπηρέτησαν το επαναστατικό κίνημα. Μια συζήτηση, βέβαια, που δεν μπορεί να γίνει στην αίθουσα ενός δικαστηρίου, αλλά μπορεί και πρέπει να γίνει μέσα στο κίνημα, από τις ζωντανές επαναστατικές δυνάμεις του κινήματος, που εξακολουθούν να εμπνέονται από το όραμα της κοινωνικής επανάστασης.
Προσωπικά θα συμμετάσχω σ’ αυτή τη συζήτηση, καταθέτοντας την προσωπική μου εμπειρία, τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματα στα οποία έχω καταλήξει. Σήμερα, περιορίζομαι απλά να αναφέρω ότι θεωρώ κρίσιμη περίοδο την περίοδο 1982-1984, η οποία σκόρπισε σύγχυση και οδήγησε σε εκφυλισμό του ριζοσπαστικού ρεύματος που αναπτύχθηκε το 1974. Σύγχυση που δεν άφησε ανεπηρέαστες και τις ένοπλες οργανώσεις και ευρύτερα την επαναστατική Αριστερά.
O ΕΛΑ απέρριψε κατηγορηματικά τη θεωρία των σταδίων ως επαναστατική στρατηγική και τακτική. Είπε συγκεκριμένα: Το καπιταλιστικό καθεστώς θα το καταστρέψει, καταλαμβάνοντας την εξουσία, το ένοπλο λαϊκό και επαναστατικό κίνημα, που δημιουργείται και στηρίζεται στις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις, που ζητάνε μια ριζική κοινωνική αλλαγή. Επαναστατική προοπτική του λαϊκού αγώνα στην Ελλάδα είναι η πλήρης και οριστική καταστροφή της καπιταλιστικής κοινωνίας και η οικοδόμηση μιας άλλης που να αντιστοιχεί στα συμφέροντα και τις επιθυμίες των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων.
Η σύγκρουση για την ανατροπή του καθεστώτος θα είναι μακρόχρονη και βίαιη, δηλαδή επαναστατική. Θα γίνεται σε όλους τους χώρους, τους τομείς και τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, καθημερινά και με κάθε μορφή πάλης. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η σύγκρουση θα ακολουθεί μια συνεχή και ανοδική πορεία, αλλά σημαίνει ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αδυναμίας ή υποχώρησης του λαϊκού κινήματος, δεν πρέπει να εγκαταλείπεται ευκαιριακά ο στόχος του αγώνα.
Κατά την άποψη του ΕΛΑ, η προετοιμασία και άσκηση της επαναστατικής βίας πρέπει να γίνεται από την αρχή, να αποτελεί συνεχές καθήκον μέσα στον ταξικό πόλεμο, γιατί αυτό σημαίνει ότι:
α) Η επαναστατική προοπτική δεν είναι μια αφηρημένη συνθηματολογία, αλλά εκφράζεται με την καθημερινή πρακτική των επαναστατικών δυνάμεων.
β) Η άσκηση της επαναστατικής βίας οξύνει τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις και επιταχύνει την επαναστατική συνειδητοποίηση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος.
γ) Δημιουργεί με την εξέλιξή της ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις που προετοιμάζονται, δοκιμάζονται και συγκροτούνται μέσα στην ίδια τους την πρακτική.
Για τον ΕΛΑ, οι στρατηγικές ανάγκες και η τακτική δεν ήταν παρά οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Επρεπε επίσης να αποκατασταθεί η ενότητα ανάμεσα στις μορφές πάλης και στο περιεχόμενο και τον στόχο του αγώνα.
Ας έρθω τώρα στις μορφές οργάνωσης, που τόσο πολύ σας απασχόλησαν.
Ο ΕΛΑ ανέφερε στο ιδρυτικό του μανιφέστο: «Δεν μπορούμε να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε για τον σοσιαλισμό και να ακολουθούμε μορφές και τρόπους οργάνωσης που να ενισχύουν την ιεραρχία και τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Αντίθετα, πρέπει να εφαρμόζουμε τέτοιες οργανωτικές διαδικασίες που να τα χτυπούμε». Γι’ αυτό και στον ΕΛΑ δεν χωρούσαν αρχηγιλίκια και φωτισμένες καθοδηγήσεις. O ΕΛΑ δεν δημιούργησε ποτέ κεντρική επιτροπή, κεντρικό συμβούλιο ή οποιοδήποτε άλλο καθοδηγητικό όργανο. Oργανωτικά εφάρμοζε πλήρως το μοντέλο της Αυτονομίας.
O ΕΛΑ το διακήρυσσε ρητά: Την ίδια ανάγκη για αντίστοιχη οργάνωση και δράση βλέπουμε για κάθε πολιτική ομάδα που έχει βασικά τους ίδιους στόχους με εμάς. Αντίθετα, δεν βλέπουμε καθόλου την ανάγκη, εμείς οι ίδιοι να συμπεριλάβουμε και να εκφράσουμε ολόκληρο το λαϊκό κίνημα και τις επαναστατικές του δυνάμεις. Κάτι τέτοιο δεν είναι με κανένα τρόπο στόχος της δουλειάς μας.
Η πολιτική πρακτική του ΕΛΑ ήταν μια ολοκληρωμένη πολιτική τακτική που αναπτυσσόταν πάνω σε τέσσερις άξονες και έπρεπε να εκφράζει τις ανάγκες του λαϊκού κινήματος και να οδηγεί στην πραγμάτωση του τόχου..Ταυτόχρονα θα έπρεπε να μπορεί να προωθεί την οργάνωση των δυνάμεων του λαϊκού κινήματος και την επιτυχία των επι μέρους λαϊκών αγώνων.
1. Προπαγάνδα - Αντιπληροφόρηση. Προπαγάνδα πολύπλευρη και πολύμορφη, που δεν θα γίνεται για αυτοδιαφήμιση και αυτοπροβολή, αλλά για να αποκαλύπτει όσα οι μηχανισμοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης του καθεστώτος κρύβουν, διαστρεβλώνουν και συσκοτίζουν.
2. Oργάνωση και ανάπτυξη των δυνάμεων.. Πολιτική πρακτική σε διάφορους κοινωνικούς χώρους. Προσπάθεια να βοηθήσει και να βοηθηθεί από κάθε οργανωμένη πολιτική προσπάθεια.
3. Επαναστατική βία. Επαναστατική βία που θα έχει σαν σκοπό να καταργήσει το μονοπώλιο της βίας από το αστικό κράτος, αλλά και να οξύνει τον προβληματισμό και την ταξική συνείδηση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων, με στόχο την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή τους στον επαναστατικό λαϊκό αγώνα.
4. Πολιτικές πρωτοβουλίες και αγώνας για την ανάπτυξη και προώθηση των ταξικών συγκρούσεων σε κάθε κοινωνικό χώρο και τομέα. Για να αποκατασταθεί η ενότητα του οικονομικού με τον πολιτικό αγώνα. Για να χτυπηθεί ο ρεφορμισμός που δηλητηριάζει τις συνειδήσεις και παραλύει τους αγώνες.
Oλα τα παραπάνω, που εντελώς περιληπτικά ανέφερα, δίνουν μια εικόνα για τη φυσιογνωμία του ΕΛΑ. Η οργάνωση κατέληγε στο ιδεολογικοπολιτικό της κείμενο:
«Με αυτή την έννοια καλούμε σε αγώνα. Δεν καλούμε το λαό να μας πλαισιώσει, ούτε το σύνολο των επαναστατικών δυνάμεων να οργανωθούν στο δικό μας ιδιαίτερο οργανωτικό σχήμα, γιατί εμείς λέμε τα πιο σωστά πράγματα από τους άλλους. Καλούμε, όμως, όλες εκείνες τις δυνάμεις που θέλουν να αγωνιστούν για την ανατροπή αυτού του συστήματος, της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής εξουσίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης, για τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό, να οργανωθούν όσο πιο γρήγορα μπορούν, να διαμορφώσουν την απαραίτητη ιδεολογική και πολιτική τους βάση, να κάνουν πρόγραμμα δουλειάς, να προσδιορίσουν τον τρόπο συλλογικής λειτουργίας και δράσης τους και να ΔΡΑΣOΥΝ τώρα και αμέσως, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, στον κάθε κοινωνικό χώρο που βρίσκονται και σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης που μπορούν. Να προωθήσουν κι αυτές από τη μεριά τους τις ταξικές συγκρούσεις. Να προετοιμάσουν πολιτικά και οργανωτικά τις λαϊκές δυνάμεις για τον επαναστατικό λαϊκό αγώνα».
Αυτό το απόσπασμα από τη διακήρυξη του ΕΛΑ απαντά με τον καλύτερο τρόπο σε όσους έχουν λανσάρει την ασφαλίτικη θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων» ή υποστηρίζουν ότι ο ΕΛΑ έφτιαχνε οργανώσεις-μαϊμού, που ήταν ο ίδιος με άλλα ονόματα.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να πω λίγα πράγματα για τις βίαιες ενέργειες που οργάνωνε ο ΕΛΑ. Hταν βομβιστικές ενέργειες μικρής έντασης, με συμβολικό χαρακτήρα, που σχετιζόντουσαν με υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα. Ποτέ δεν γινόντουσαν ενέργειες για λόγους εντυπωσιασμού ή αυτοπροβολής. Πάντα δινόταν εξήγηση, μέσα από τις προκηρύξεις, γιατί έγινε μια ενέργεια. Και βέβαια, προϋπόθεση για να υλοποιηθεί οποιαδήποτε ενέργεια ήταν η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για να μη χτυπήσει άνθρωπος.
O τρόπος αυτός των ενεργειών, που επέλεγε ο ΕΛΑ, δεν έχει να κάνει με κάποια ηθικολογική προσέγγιση. Hταν απόρροια της πολιτικής τακτικής του ΕΛΑ, που ήθελε να μη δημιουργείται απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που κάνει μια οργανωμένη επαναστατική δύναμη και σ’ αυτό που μπορεί να κάνει μια ομάδα αγωνιστών ή και το ίδιο το λαϊκό κίνημα. O ΕΛΑ είχε πάντα κατά νου να μη δημιουργεί θεατές της δικής του δράσης, αλλά να προωθεί την ανάπτυξη της επαναστατικής αντιβίας, να την κάνει πρακτική της ίδιας της εργαζόμενης κοινωνίας. Στόχος των ενεργειών του ΕΛΑ δεν ήταν να γίνουν κάποιες υλικές καταστροφές, αλλά να σταλεί ένα μήνυμα αντίστασης. Να πυροδοτηθεί η ενεργοποίηση του λαού, της εργατικής τάξης, της νεολαίας, στην κατεύθυνση ανάπτυξης μιας δυναμικής αντίστασης, όχι υποχρεωτικά με τα ίδια μέσα πάλης που χρησιμοποιούσε ο ΕΛΑ, αλλά με όλες τις μορφές λαϊκής αντιβίας.
Με τον σύντροφο Χρήστο Κασίμη συμφωνήσαμε ακόμα να μην ενταχθώ σε κανένα από τους αυτόνομους πυρήνες της οργάνωσης. Δεν υπήρχε κανένας λόγος άλλωστε. O σύντροφος Χρήστος μου εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης: αυτόνομοι πυρήνες με οριζόντια διασύνδεση, η οποία εξασφάλιζε τη συλλογική λειτουργία, τη μεταφορά των απόψεων σε όλη την οργάνωση, την ανάπτυξη της κριτικής και αυτοκριτικής.
Η σύνδεσή μου με την οργάνωση γινόταν με συγκεκριμένο σύνδεσμο. Είχαμε συγκεκριμένη επαφή κατά τη διάρκεια της οποίας ενημέρωνα για τη δική μου δράση, ενημερωνόμουν για τα ζητήματα που συζητιόνταν στην οργάνωση, έλεγα τις απόψεις μου γι’ αυτά και κατέθετα την κριτική μου, αν υπήρχε. Η δική μου ενημέρωση αφορούσε τον τομέα του περιοδικού «Αντιπληροφόρηση», στον οποίο δούλευα, καθώς και την ενημέρωση για τη συμμετοχή μου στο μαζικό κίνημα, μαζί με αιτήματα για παροχή βοήθειας από την οργάνωση όπου χρειαζόταν κ.τ.λ.
Μέχρι το 1977 που δολοφονήθηκε, σύνδεσμός μου με την οργάνωση ήταν ο σύντροφος Χρήστος Κασίμης. Μετά το θάνατό του ενεργοποιήθηκε η εναλλακτική σύνδεση που υπήρχε.
Oπως έχω δηλώσει πολλές φορές, η «Αντιπληροφόρηση» δεν ήταν περιοδικό του ΕΛΑ. Hταν ένα μαζικό επαναστατικό έντυπο, το οποίο εκδιδόταν από συντακτική επιτροπή, στην οποία μάλιστα δεν συμμετείχαν σύντροφοι του ΕΛΑ. Σύντροφοι του ΕΛΑ, όπως εγώ, συμμετείχαν στην έκδοση της «Αντιπληροφόρησης», τραβώντας το κουπί, κατά το κοινώς λεγόμενο. Γιατί κάθε τεύχος της «Αντιπληροφόρησης» κρύβει πίσω του πολλή δουλειά. Πολλές ώρες συλλογής και ταξινόμησης του υλικού, συγγραφής άρθρων και σημειωμάτων, δακτυλογράφησης, πολυγράφησης, βιβλιοδεσίας.
O τρόπος με τον οποίο εκδιδόταν η «Αντιπληροφόρηση» αντανακλούσε απόλυτα την ιδέα που είχε ο ΕΛΑ για τον εαυτό του και για το κίνημα. O ΕΛΑ δεν ήθελε να μετεξελιχτεί σε κόμμα, δεν ήθελε να γίνει το κέντρο του κινήματος. Είχε μια καθαρά κινηματική αντίληψη, η οποία είναι ανάγλυφη στα ιδεολογικοπολιτικά του κείμενα, ακόμα και για ανθρώπους που δεν είναι μυημένοι στα ζητήματα της μαρξιστικής θεωρίας.
Συμμετείχα ακόμη στο μαζικό κίνημα. Σε εργατικές κινητοποιήσεις, τις οποίες ο ΕΛΑ ήθελε να βοηθήσει να εξελιχτούν σε ταξική και όχι ρεφορμιστική κατεύθυνση. Τους γράφαμε τα κείμενά τους, τους μοιράζαμε τα κουπόνια οικονομικής ενίσχυσης, τους φέρναμε σε επαφή με εργαζόμενους σε κοντινά εργοστάσια, τους διοργανώναμε συναυλίες, τους μαζεύαμε τα χρήματα για να πληρώσουν τις ποινές τους όταν καταδικάζονταν από τα δικαστήρια. Συμμετείχα σε επιτροπές γειτονιάς που συγκροτούνταν για διάφορα προβλήματα. Η συμμετοχή μου αυτή γινόταν σύμφωνα με τις αντιλήψεις και την πολιτική τακτική του ΕΛΑ. Για παράδειγμα, σε μια απεργία που είχε πρόβλημα με τους εργοδότες, προσπαθούσαμε να συζητήσουμε με τους εργάτες και να τους δείξουμε τρόπους μαχητικής περιφρούρησης της απεργίας τους. Να μην απεργούν παθητικά, αλλά π.χ. να στρατοπεδεύσουν στην είσοδο του εργοστασίου ή ακόμα να κάμουν κατάληψη του εργοστασίου για να μη μπορούν τα αφεντικά να πουλάνε το στοκ, να ξυλοφορτώσουν τους χαφιέδες και τους απεργοσπάστες κ.τ.λ. Σε μια διαδήλωση προσπαθούσαμε να βάλουμε την ιδέα της αντίστασης. Να πάψουμε να είμαστε μια ζωή οι καρπαζοεισπράκτορες της Αστυνομίας, όπως ήθελαν τα καθεστωτικά κόμματα, για να κάνουν μετά καταγγελίες και να μαζεύουν ψήφους. Αλλά να φροντίσουμε να οργανώσουμε μαχητικές ομάδες που να μπορούν να αντιμετωπίσουν την Αστυνομία και να μάθει επιτέλους το κίνημα πως μπορεί να πετύχει νίκες.
Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, μέχρι την αποχώρησή μου από την οργάνωση. Μια αποχώρηση που έγινε για προσωπικούς λόγους και επ’ αυτού δεν πρόκειται να πω τίποτε άλλο, γι’ αυτό μην επιμείνετε να με ρωτήσετε.
Στα τέλη του 1989, ο σύνδεσμός μου μου ανακοίνωσε ότι για προσωπικούς λόγους αποχωρεί από την οργάνωση και μου πρότεινε ραντεβού με άλλον σύντροφο. Του είπα ότι αν δεν πάω στο επόμενο ραντεβού, η οργάνωση να ξέρει ότι αποχωρώ και εγώ για προσωπικούς λόγους. Στο επόμενο ραντεβού δεν πήγα και έκτοτε δεν είχα καμιά επαφή με την οργάνωση. Γι’ αυτό και τοποθέτησα την αποχώρησή μου στις αρχές του 1990.
Eχω πει πολλές φορές στη διάρκεια αυτών των δικών, ότι μέχρι τη στιγμή που ήμουν μέλος του ΕΛΑ δεν είχα ακούσει τίποτα για την οργάνωση «1η Μάη». Την ύπαρξή της την πληροφορήθηκα από τις ενέργειές της, όπως την πληροφορήθηκε όλος ο ελληνικός λαός. Το ίδιο ισχύει και για τις διαδικασίες κοινής δράσης και κατόπιν ενοποίησης του ΕΛΑ με την «1η Μάη». Πρόκειται για μια καινούργια οργάνωση, με τη δική της ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική συγκρότηση. Αυτό δεν είναι κάτι που το λέω εγώ σήμερα. Είναι αποτυπωμένο σε όλα τα ιδεολογικοπολιτικά κείμενα που κατά καιρούς εξέδωσε ο ΕΛΑ. Εκεί δηλώνεται ρητά και κατηγορηματικά ποιες ενέργειες είναι του ΕΛΑ, ποιες ενέργειες είναι αυτόνομων πυρήνων του ΕΛΑ, που έδρασαν με δική τους ευθύνη και ο ΕΛΑ αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, σε ποιες ενέργειες ο ΕΛΑ αναλαμβάνει συνυπευθυνότητα και ποιες ενέργειες είναι άλλων οργανώσεων και ο ΕΛΑ τις καταγράφει ως ενέργειες, για να υπάρχει μια πλήρης αποτύπωση της επαναστατικής δραστηριότητας. Γιατί, όπως έγινε σαφές με όσα ανέφερα παραπάνω, ο ΕΛΑ ποτέ δεν διεκδίκησε για τον εαυτό του τον τίτλο του κέντρου του κινήματος, της οργάνωσης που κατέχει την απόλυτη αλήθεια και στην οποία όλες οι άλλες οργανώσεις πρέπει να συγχωνευτούν.
Φυσικά και έχω άποψη γι’ αυτές τις οργάνωσεις και τη δράση τους. Αυτή η άποψη, όμως, αφορά εμένα, αφορά τη συζήτηση μέσα στο επαναστατικό κίνημα και δεν αφορά το δικαστήριό σας, το οποίο άλλωστε, όπως έχετε αποφανθεί, δικάζει ποινικά αδικήματα και όχι πολιτικές απόψεις. Δεν προτίθεμαι, λοιπόν, να αναπτύξω από αυτή τη θέση τις απόψεις μου για οποιαδήποτε επαναστατική οργάνωση, πέρα από τον ΕΛΑ, κι αυτό μόνο για το διάστημα της συμμετοχής μου στην οργάνωση.
Οταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου στον ΕΛΑ, αρκετοί αναρωτήθηκαν γιατί το έκανα. Oι περισσότεροι αναρωτήθηκαν καλοπροαίρετα, ακόμα και η οικογένεια μου και σχεδόν το σύνολο των γνωστών μου. Ελεγαν: «δικαστήριο είναι, μπορεί να αθωωθείς». Αυτή η τοποθέτηση είχε προσωπικά κίνητρα. Αγνοούσαν ή ήθελαν να αγνοούν την πολιτική πραγματικότητα.
Κατ’ αρχάς, όταν με συνέλαβαν δεν γνώριζα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος μου. Είχα όμως την απόλυτη πεποίθηση ότι αν με συνελάμβαναν θα είχαν σχεδιάσει και τον τρόπο να με καταδικάσουν. Τόσα έχουν δει τα μάτια μας την τελευταία τριετία. Θα μπορούσαν να έχουν μια κατάθεση, μια ομολογία κάποιου που αποφάσισε να συνεργαστεί με την Αντιτρομοκρατική. Θα μπορούσαν να έχουν κατασκευάσει δακτυλικά αποτυπώματα και γραφικούς χαρακτήρες. Και να σας πω και κάτι; Είμαι σίγουρος ότι κάτι είχαν κατασκευάσει, επειδή δεν ήξεραν ότι εγώ θα αναλάμβανα την πολιτική ευθύνη. Απλώς, μετά την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης, δεν χρειάστηκε να βγάλουν τίποτε άλλο. Σας θυμίζω, ότι στην κατάθεση Βεντούρη αναφέρεται το όνομά μου.
Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, ανεξάρτητα από το αν θα εμφάνιζαν ή όχι στοιχεία σε βάρος μου, εγώ είχα αποφασίσει να αναλάβω την πολιτική ευθύνη. Το είχα ήδη ανακοινώσει στην οικογένειά μου, για να την προετοιμάσω για τη θύελλα που έρχεται. Η απόφασή μου αυτή ήταν προϊόν μιας εσωτερικής διαδικασίας. Ηταν μια ώριμη απόφαση. Κάθε άτομο δεν έχει απλώς δικαίωμα, αλλά έχει υποχρέωση να πράξει ανάλογα με τις ηθικές του αξίες. Και οι δικές μου ηθικές αξίες, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή, μου επέβαλαν να ενεργήσω έτσι. Το γιατί είναι αυτονόητο.
Υπήρχε ένα κλίμα. Κλίμα όχι μόνο τρομολαγνείας και τρομοϋστερίας, αλλά και απαξίωσης των οργανώσεων του ένοπλου και συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς. Oι επαναστατικές οργανώσεις παρουσιάζονταν σαν μαφιόζικες συμμορίες, που διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος του λαού μας. Τα μέλη τους παρουσιάζονταν σαν γκάνγκστερ. Διακυβεύονταν, λοιπόν, πράγματα πολύ πιο σημαντικά από την προσωπική μου ελευθερία.
Η συνείδησή μου δεν μου επέτρεπε να μην υπερασπιστώ την επαναστατική τιμή του ΕΛΑ, της οργάνωσής μου. Στον κυρίαρχο λόγο, στα μυθεύματα των διάφορων συγγραφέων της δεκάρας, που τους έγραφε τα βιβλία η ίδια η Αντιτρομοκρατική, στα κοράκια των ΜΜΕ που έκραζαν ανενόχλητα, έπρεπε να υπάρξει αντίλογος.
Ταυτόχρονα, έπρεπε να σταλεί το μήνυμα σε όλο τον κόσμο, που είχε περάσει από τον ΕΛΑ ή συμμετείχε στον ευρύτερο επαναστατικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνταν ο ΕΛΑ, ότι τα μέλη του ΕΛΑ δεν αφήνουν την οργάνωσή τους ανυπεράσπιστη. Κι επίσης, ότι τα μέλη του ΕΛΑ ξέρουν να σφραγίζουν το στόμα τους και να μη καταδίδουν ή εμπλέκουν άλλους ανθρώπους.
Αυτά τα διλήμματα μπήκαν μπροστά μου, μήνες πριν τη σύλληψή μου και έδωσα την απάντηση που η προσωπική μου ηθική και η επαναστατική μου συνείδηση μου επέβαλαν: Αν με συλλάβουν, θα αναλάβω την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου, για να μπορέσω να υπερασπιστώ δημόσια την ιστορία του ΕΛΑ και να μην αφήσω να πετιέται στα σκυλιά και να σπιλώνεται η τιμή και το μεγαλείο των δολοφονημένων συντρόφων μου, του Χρήστου Κασίμη και του Χρήστου Τσουτσουβή.
Υστερα από μισό αιώνα πολιτικής δράσης ως κομμουνιστής, αισθάνθηκα ότι αυτό είναι το χρέος μου και έτσι έπραξα.
Oι συγκατηγορούμενοί μου ήρθαν σ’ αυτή τη δίκη από κανάλια διαφορετικά, που πουθενά δεν διασταυρώνονται με το κανάλι που ήρθα εγώ. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ όχι μόνο δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος τους, αλλά αντίθετα ενισχύει την άποψη, ότι δεν έχουν καμιά σχέση με τον ΕΛΑ. Είδατε εσείς ένα τόσο δα αποδεικτικό στοιχείο, μια οποιαδήποτε μαρτυρία που να δείχνει μια οποιαδήποτε δική μου σχέση με τους συγκατηγορούμενούς μου; Η μόνη σχέση που υπάρχει είναι η επαγγελματική μου σχέση με τον Κανά, για ένα διάστημα, η οποία μάλιστα τερματίστηκε με τους χειρότερους επαγγελματικούς όρους. Εγινε εδώ μία προσπάθεια από τους εισαγγελείς να εμφανιστεί ο Κανάς σαν ηλεκτρολόγος μου, σαν να υπήρχε μια συνεχής σύνδεση των επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων τη δεκαετία 79-89. Εγώ σε αυτή τη δεκαετία έβγαλα 500 τουλάχιστον άδειες οκοδομών και είμαι βέβαιος ότι και ο Κανάς έκανε την ίδια περόδο την ηλεκτρλογική εγκατάσταση σε 200 οικοδομές. Από τη δικιά μου δραστηριότητα, μόνο σε 7-8 οικοδομες που ήμουνα επιβλέπων μηχανικός ήταν ηλεκτρολόγος ο Κανάς.Σας εξήγησα και τον τρόπο και τα κριτήρια με τα οποία πήρε και αυτές τις δουλειές. Το παραμύθι λοιπόν ότο ο Κανάς ήταν «ο ηλεκτρολόγος μου» αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της κατάθεσης της ψευδομάρτυρα Κυριακίδου.
Στη διάρκεια της διαδικασιας η πρόεδρος με εγκάλεσε αρκετές φορές με τη φράση «μα γιατί ανακατεύεστε και τους υπερασπίζεστε, οι μάρτυρες δεν λένε τίποτε για σας». Υπάρχουν δύο λόγοι, κυρία πρόεδρε. Πρώτον, η ηθική μου, οι αξιακές μου αρχές μου επιβάλλουν να υπερασπιστώ αθώους ανθρώπους, αδιαφορόντας για τη συμπεριφορά τους. Δεύτερον, μια καταδικαστική απόφαση θα σημαίνει ότι ο Κανάς κι η Κυριακίδου ήταν μέλη του ΕΛΑ. Αυτό είναι μεγάλη ντροπή, είναι κόλαφος για την οργάνωσή μου και για μένα προσωπκά. Ο συνήγορος του Κανά στις δύο πρώτες δίκες είχε πει: «Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς πως το καρκατσουλιό της Κυριακίδου και του Κανά έχει σχέση με τον ΕΛΑ;».Ελπίζω να μην το πιστέψετε εσείς και να λασπώσετε την οργάνωση μου.
Στις δυο προηγούμενες δίκες αναφέρθηκα και στα διάφορα κνώδαλα, μια χούφτα ανθρώπους, που ξεκίνησαν μια εκστρατεία λάσπης εναντίον μου. Αυτή τη φορά δεν θα πω τίποτα. Δεν αξίζουν ούτε το σάλιο μου. Αλλωστε, την απάντηση τούς την έχει δώσει το κίνημα.
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Πριν κλείσω αυτή την τοποθέτηση, οφείλω να παραδεχτώ ότι από τη μεριά σας δεν καταβλήθηκε προσπάθεια απαξίωσης του ΕΛΑ. Δεν πήρατε μέρος στην ενορχηστρωμένη εκστρατεία της τρομοϋστερίας. Δείξατε αυτοσυγκράτηση. Προσπαθήσατε να μείνετε σε θέσεις ποινικές. Πώς να το καταφέρετε, όμως, όταν τα ζητήματα που τίθενται είναι καθαρά πολιτικά; Αυτή την κραυγαλαία αντίθεση σας εύχομαι να την ξεπεράσετε με την απόφασή σας. Αν τα καταφέρετε, θα βάλετε ένα φραγμό στον παραπέρα εκφασισμό της αστικής δημοκρατίας. Αν ακολουθήσετε τη λογική του πρώτου δικαστηρίου, θα συμβάλλετε στον εκφασισμό, εκδίδοντας άλλη μια διατεταγμένη απόφαση. Δική σας είναι η επιλογή και εσείς θα κριθείτε γι’ αυτή.
Εγώ είμαι έτοιμος για κάθε απόφαση. Ημουν έτοιμος για κάθε απόφαση, όταν πήρα την απόφαση να αναλάβω την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ.
Ο ΕΛΑ έχει κλείσει προ πολλού τον ιστορικό του κύκλο. Η αποτίμηση της δράσης του είναι καθήκον του επαναστατικού κινήματος. Οπως είπα και στην προηγούμενη δίκη, είναι μια αποτίμηση που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει αυθαίρετα, αλλά τοποθετημένη στις συνθήκες της μεταπολίτευσης και των πολιτικών προτάσεων που διατυπώθηκαν στη διάρκειά της.
Ουδέποτε ο ο ελληνικός λαός αισθάνθηκε φόβο η ανασφάλεια από τη δράση των επαναστατικών οργανώσεων, ουδέποτε τοποθετήθηκε απέναντι από τις ενέργειες. Αντίθετα, πολλές φορές είπε «γειά στα χέρια τους», πολλές φορές αισθάνθηκε δικαιωμένος από τη δράση τους. Αυτός είναι που θα απαιτήσει την ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΥΣΗ αυτών των υποθέσεων, για να αποφυλακιστούν οι καταδικασμένοι είτε έχουν αναλάβει την πολιτική ευθύνη είτε έχουν αρνηθεί κάθε σχέση με την κατηγορία.
Βεβαια, οι συγκατηγορούμενοί μου, που διακηρύσσουν ότι είναι αθώοι, ότι δεν έχουν καμμία σχέση με την υπόθεση, δικαίως όπως αποδείχτηκε στις δύο προηγούμενες δίκες, δεν μπορούν να μιλούν για πολιτική λύση. Εγώ όμως που έχω αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, έχω κάθε λόγο να διεκδικώ τον τιμητικό τίτλο του «πολιτικού αδικηματία». Μετά το τέλος αυτής της δίκης, της τελευταίας από μια σειρά δικών για επαναστατικές οργανώσεις, πρέπει να δοθει μια πολιτική μάχη για την αναγνώριση των αδικημάτων ως πολιτικά.
Αυτό που δεν μπόρεσε να γίνει στα δικαστήρια, πρέπει να γίνει σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Και θα μπορέσει να γίνει, όταν αυτή η υπόθεση γίνει υπόθεση του ελληνικού λαού.
Αν δει κανεις διαχρονικα το δικαστικό μηχανισμό θα διαπιστώσει πως πρόκειται για τον πιο σκληρό μηχανισμό καταστολής της αστικής εξουσίας. Αυτόν που κατευθύνει την αστυνομική καταστολή και βρίσκεται πιο κοντά στην πολιτική εξουσία. Αυτός ο μηχανισμός στήριξε το όργιο της δωσιλογικής βίας ενάντια στους αγωνιστές της Αντίστασης στα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Ο ίδιος ξεκλήρισε τον ανθό της ελληνικής νεολαίας στη διάρκεια και μετά την ήττα της επανάστασης του 1946-1949, στελεχώνοντας τα έκτατα στρατοδικεία και βγάζοντας σωρηδόν στημένες καταδικαστικές αποφάσεις. Ο ίδιος μηχανισμός υπηρέτησε πιστά τη χούντα των συνταγματαρχών. Στη μεταπολίτευση ήταν ο μόνος μηχανισμός του κράτους που δεν υπέστη αυτή έστω την προσχηματική και περιορισμένη «αποχουντοποίηση». Εκτοτε, υπηρετεί με τον ίδιο ζήλο και φανατισμό την κοινοβουλευτική δημοκρατία, καταστέλλοντας κάθε αγωνιστική εκδήλωση και καλύπτοντας κάθε σκάνδαλο. Με την ίδια ευκολία που στέλνει στη φυλακή φτωχούς εργαζόμενους, νεολαίους, δυστυχείς τοξικοεξαρτημένους, για ασήμαντες παραβατικές συμπεριφορές, διεκπεραιώνει βολικά τις υποθέσεις που σχετίζονται με τους ισχυρούς του χρήματος και της πολιτικής.
Ας μη κοροϊδευόμαστε. Η πολιτική βία χαρακτηρίζει τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η επαναστατική βία δεν ήταν ανακάλυψη του ΕΛΑ. Οσο υπάρχει εκμετάλλευση και καταπίεση, όσο ο πόθος για απαλλαγή από την καπιταλιστική βαρβαρότητα θα φλογίζει τις καρδιές των καταπιεσμένων, όσο ολόκληροι λαοί θα ζουν κάτω από το ζυγό βάρβαρων κατακτητών, η επαναστατική βία θα είναι παρούσα. Δεν καταργείται με διατάγματα. Δεν καταργείται με τον τρόμο. Δείτε τι γίνεται σήμερα στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, όπου οι λαοί παλεύουν με όλα τα μέσα ενάντια σ' έναν πάνοπλο εχθρό, εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα μέσα. Αναλογιστείτε τι γίνεται εδώ και 60 χρόνια στην Παλαιστίνη, αυτό το παγκόσμιο σύμβολο της Αντίστασης. Το «τέλος της Ιστορίας» βρίσκεται μόνο στα σκουριασμένα μυαλά κάποιων μικρόνοων τύπου Φουκουγιάμα. Ο τροχός της Ιστορίας εξακολουθεί να γυρίζει, με κινητήρα του την ταξική πάλη, την πάλη για την απελευθέρωση και την ελευθερία.
--------------------------------------------------------------------------------------------------
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Θα σας εξηγήσω τώρα γιατί τα πράγματα για την απόφασή σας είναι εξαιρετικά απλά, όπως είπα στην αρχή.
Ας υποθέσουμε ότι εγώ δεν έλεγα τίποτα για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, πέρα από την αρχική δήλωση που έκανα αμέσως μετά τη σύλληψή μου, την οποία μάλιστα για συγκεκριμένους λόγους φρόντισα να διοχετεύσω αμέσως, μέσω του συνηγόρου μου, στα ΜΜΕ. Τι θα είχατε τότε να δικάσετε; Εναν άνθρωπο που σας είπε ότι υπήρξε μέλος του ΕΛΑ. Η συμμετοχή ως αδίκημα έχει ήδη παραγραφεί, επομένως θα έπρεπε να με δικάσετε για τη συμμετοχή μου στις ενέργειες της Οργάνωσης. Εχετε κάποιο στοιχείο για συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε ενέργεια; Μια μαρτυρία, ένα αποτύπωμα, κάτι που να έχει την ελάχιστη έστω αποδεικτική αξία; Οχι, βέβαια. Εχετε κάποιο άλλο στοιχείο για την εν γένει συμμετοχή μου στην οργάνωση; Οχι βέβαια. Δεν ξέρετε απολύτως τίποτα, όπως δεν έμαθαν απολύτως τίποτα και αυτοί που με συνέλαβαν και έφτιαξαν τη δικογραφία.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, δυο επιλογές υπάρχουν. Επιλογές πεντακάθαρες, που διαφέρουν μεταξύ τους όσο η μέρα με τη νύχτα.
Το προηγούμενο δικαστήριο, το δεύτερο πρωτόδικο δικαστήριο, έκανε τη μόνη νομικά σωστή επιλογή. Με αθώωσε, αφού δεν είχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για συμμετοχή μου στις ενέργειες της οργάνωσης ή στην εν γένει δράση της οργάνωσης,
Υπάρχει όμως και η απόφαση του πρώτου δικαστηρίου. Ενα νομικό έκτρωμα που επαναφέρει τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης. Που επαναφέρει τη χώρα μας στην εποχή του μοναρχοφασισμού, που κυριάρχησε μετά την ήττα των επαναστατών στον εμφύλιο πόλεμο, Είναι πολύ απλή και αυτή η ναζιστική λογική: Είσαι μέλος μιας αντικαθεστωτικής οργάνωσης; Τότε ευθύνεσαι στο ακέραιο για όλες τις ενέργειες, για όλη τη δράση αυτής της οργάνωσης. Ως απλός συνεργός. Κι αν δεν υπάρχει κανένα υλικό στοιχείο συνέργειας, τότε φτάνουμε στην ψυχική συνδρομή. Αφού είσαι μέλος, τότε συνέδραμες ψυχικά τους άγνωστους που εκτέλεσαν τις παράνομες πράξεις.
Εγώ δεν είμαι νομικός. Είμαι όμως λογικός άνθρωπος. Ως λογικός άνθρωπος, λοιπόν, σκέπτομαι: αφού όλοι είναι ένοχοι για όλα, τότε τι την θέλει ο νόμος σας τη συμμετοχή ως ανεξάρτητο αδίκημα; Προφανώς την θέλει για να τιμωρήσει εκείνους για τους οποίους δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία συμμετοχής τους σε κάποια επιμέρους ενέργεια. Ομως, το πρώτο δικαστήριο, επειδή ήταν αναγκασμένο να παραγράψει τη συμμετοχή, διότι ο ΕΛΑ είχε σταματήσει τη δράση του 1995, έπρεπε ταυτόχρονα να εφεύρει και κάτι άλλο, για να δικαιώσει τα σενάρια εκείνων που κατασκεύασαν τη δικογραφία.
Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά, λοιπόν. ‘Η συμπεριφέρεστε ως νομικοί και με απαλλάσετε ή συμπεριφέρεστε ως εντολοδόχοι της «αντιτρομοκρατίας» και με καταδικάζετε.
Εβλεπα την απεγνωσμένη προσπάθεια, ιδίως των εισαγγελέων, να βγάλουν από τους μάρτυρες μια φρασούλα, μια ιδέα, κάτι τέλος πάντων που να μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα για να θεμελιώσουν την πρόταση ενοχής μου, που πριν ακόμα την έναρξη της δίκης έχουν αποφασίσει να κάνουν. Ορισμένες φορές αυτή η προσπάθεια ήταν πραγματικά κωμική. Ξέρετε γιατί; Γιατί εισαγγελείς και μάρτυρες μιλούσαν μια εντελώς διαφορετική γλώσσα. Οι μάρτυρές μου μιλούσαν τη γλώσσα των πολιτικών και κοινωνικών επιστημών, μια γλώσσα εντελώς άγνωστη στους εισαγγελείς. Οι μάρτυρές μου μιλούσαν με βάση τα διαβάσματά τους και την εμπειρία τους από τα επαναστατικά κινήματα της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο, ενώ οι εισαγγελείς έχουν μαύρα μεσάνυχτα απ’ αυτά τα πράγματα.
Για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα, έχεις μαύρα μεσάνυχτα όταν υποστηρίζεις πως σε μια επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση οι διανοούμενοι βάζουν τη γραμμή και οι εργάτες εκτελούν. Οι μαρξιστές επιδιώκουν να ξεπεράσουν την αντίθεση ανάμεσα στη σωματική και την πνευματική εργασία και στα κινήματα που συγκροτούν, αυτό προσπαθούν να το κάνουν πράξη. Οποια μορφή οργάνωσης και αν εφαρμόζουν. Φυσικά και υπάρχουν εξαιρετικές προσωπικότητες, που βάζουν τη σφραγίδα τους σε κινήματα ή και σε ολόκληρες εποχές. Ομως, αυτές οι εξαιρετικές προσωπικότητες μπορούν να προέρχονται εξίσου από τη διανόηση ή από την εργατική τάξη. Ο Μπέμπελ, ο Λίμπνεχτ, ο Τέλμαν, προσωπικότητες με τεράστιο έργο, ήταν εργάτες, κύριοι. Ο Προυντόν, ένας από τους θεωρητικούς του αναρχισμού, ήταν εργάτης. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας είχε μόνο εργάτες στην Κεντρική του Επιτροπή, και η Κομμουνιστική Διεθνής το έφερνε ως πρότυπο σε όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Τους έλεγε, «έτσι πρέπει να γίνετε».
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά ακόμη παραδείγματα γι’ αυτό το χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι διωκτικοί μηχανισμοί την πραγματικότητα. Δεν έχει νόημα να το κάνω. Αλλωστε, θα χρειαζόταν να μιλώ επί ώρες και δεν έχω πια και τις φυσικές αντοχές να μιλάω επί ώρες.
Θέλω μόνο να υπενθυμίσω κάτι που σας είπε ένας από τους μάρτυρές μου. Σας έφεραν να δικάσετε εδώ ένα φαινόμενο της Ιστορίας και σας διέταξαν να το μετατρέψετε σε ποινικό φαινόμενο. Αν σας έφερναν και κάποια αποδεικτικά στοιχεία, κάτι θα μπορούσατε να κάνετε. Οταν δεν έχετε αποδεικτικά στοιχεία, τι να κάνετε; ‘Η θα προχωρήσετε σε αθωωτική απόφαση ή θα προσχωρήσετε στο στρατόπεδο εκείνων που επαναφέρουν το ναζισμό στη σημερινή πραγματικότητα. Εκείνων που θέλουν να επαναφέρουν τη χώρα στις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της. Τότε που ή αποκήρυττες τον κομμουνισμό ή οδηγούσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή –στην καλύτερη περίπτωση– στα κολαστήρια της Μακρονήσου, του Αι-Στράτη, της Λέρου κ.λπ. Ειδικά σ’ αυτή την υπόθεση δεν γίνεται να τα συνδυάσεις και τα δύο. Να λες δηλαδή ότι δικάζεις ως δικαστής, με βάση τη συνείδησή σου και το νόμο, και να οδηγηθείς σε καταδικαστική απόφαση. Καταδικαστική απόφαση μπορεί να βγει μόνο καθ’ υπαγόρευση, για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Ξέρετε τι είναι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο; Οχι η μεταχείριση στο άτομό μου. Εγώ ήξερα τι με περιμένει, όταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ. Με ανησυχεί ότι θα εισάγετε στο ισχύον Δίκαιο τη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης, την οποία θα πληρώσουν ακριβά οι επόμενες γενιές. Οπως πλήρωσαν το Ιδιώνυμο οι κομμουνιστές του μεσοπολέμου, όπως πλήρωσαν το έκτακτο καθεστώς οι κομμουνιστές και οι αριστεροί μετά τον εμφύλιο. Τότε που σε έστελναν στο εκτελεστικό απόσπασμα, στη φυλακή ή στην εξορία, όχι για κάτι που έκανες, αλλά γι’ αυτά που πίστευες. Για τις ιδέες σου. Εχετε, λοιπόν, την ευκαιρία, όπως έκανε το δεύτερο δικαστήριο, να βάλετε ένα τέρμα σ’ αυτόν τον κατήφορο. Μετά από λίγο καιρό θα ξέρουμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσετε.
Θα ήθελα τώρα να σταθώ σε τρία ακόμη σημεία, τα οποία απασχόλησαν τη διαδικασία καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των μηνών.
Σημείο πρώτο: Εγινε συζήτηση και εκφράστηκαν απορίες για την έννοια που έχει η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης εκ μέρους μου. Γιατί όμως; Δεν την έχετε ξανακούσει αυτή την έννοια; Φυσικά και την έχουμε ξανακούσει όλοι μας. Είναι και πολύ επίκαιρη μάλιστα. Πριν ένα χρόνο, ο Καραμανλής κάλυψε τους υπουργούς του για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου και ανέλαβε ο ίδιος την πολιτική ευθύνη, όπως είπε. Σκέφτηκε κανείς να αναζητήσει και στον ίδιο ποινικές ευθύνες; Οχι βέβαια. Αλλο παράδειγμα: συλλαμβάνονται τα μέλη ενός κόμματος για παραβατικές πράξεις. Σκέφτηκε κανείς να ασκήσει δίωξη σε όλα τα μέλη του κόμματος ή έστω στην ηγεσία του για την παράνομη πράξη; Αναλαμβάνει μια κομματική ηγεσία την πολιτική ευθύνη για τη δράση των μελών του. Σκέφτηκε κανείς να μετατρέψει αυτή την πολιτική ευθύνη σε συλλογική ποινική ευθύνη; Να κατηγορήσει την ηγεσία για ηθική αυτουργία και όλα τα άλλα μέλη για απλή συνέργεια;
Ο τακτικός εισαγγελέας κάποια στιγμή το είπε, αλλά θέλω να το ακούσω καθαρά. Θέλω ν’ ακούσω ότι η διάκριση πολιτικής και ποινικής ευθύνης ισχύει μόνο για τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις, ενώ για τις αντικαθεστωτικές ισχύει η ταύτιση πολιτικής και ποινικής ευθύνης. Να έχετε το θάρρος να το πείτε. Οχι σε μένα, αλλά στον ελληνικό λαό. Να το πείτε στα ίσια. Συλλογική ευθύνη ισχύει για τους πολιτικούς αντίπαλους του καθεστώτος και όχι για τα καθεστωτικά κόμματα. Κανένας δεν κατηγορεί όλο το στελεχικό δυναμικό των καθεστωτικών κομμάτων για τα σκάνδαλα και τις λαμογιές. Ούτε καν την ηγετική ομάδα. Εκεί η ποινική ευθύνη είναι εξατομικευμένη και μιλούν απλά για πολιτική ευθύνη της ηγεσίας. Σε μας δεν δέχονται την πολιτική ευθύνη και αποδίδουν συλλήβδην, συλλογικά, την ποινική. Αυτό να βγουν να το πουν εκείνοι που έστησαν αυτές τις δίκες, προσπαθώντας να απαξιώσουν και να ποινικοποιήσουν την πολιτική δράση. Να το πουν ευθέως αυτοί και όχι να κρύβονται πίσω από δικαστικές αποφάσεις, που αποτελούν μνημεία αυθαιρεσίας. Αν έβγαινε να το πει η αστική πολιτική ηγεσία, θα το δεχόμουνα. Οχι όμως έτσι. Οχι να κρύβονται πίσω από τα δικαστήρια και να πετάνε στα δικά σας χέρια την καυτή πατάτα. Να μας πουν ότι επανερχόμαστε στην εποχή του μοναρχοφασισμού. Οτι εφαρμόζουν ένα νέο ιδιώνυμο.
Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε πολιτικό επιστήμονα θα σας πει ότι η έννοια της πολιτικής ευθύνης είναι ίδια για κάθε πολιτικό μόρφωμα, καθεστωτικό ή αντικαθεστωτικό, νόμιμο ή παράνομο. Είναι η ευθύνη για την πολιτική υπόσταση αυτού του μορφώματος, το οποίο –ακριβώς επειδή είναι πολιτικό– συμμετέχει στον πολιτικό ανταγωνισμό (ο οποίος δεν διαξέγεται μόνο με τα κοινοβουλευτικά μέσα) και υπόκειται στην κριτική της κοινωνίας. Αν κατά την ανάπτυξη της πολιτικής δράσης υπάρχουν και ενέργειες που παραβιάζουν το νόμο, οι ευθύνες αναζητούνται ατομικά σ’ αυτούς που τον παραβιάζουν. Δεν αναζητούνται συλλογικά σε ολόκληρο το πολιτικό μόρφωμα.
Η πολιτική ευθύνη αναλαμβάνεται, ενώ οι ποινικές ευθύνες αποδίδονται από τα κρατικά όργανα που είναι επιφορτισμένα μ’ αυτό το καθήκον.
Να σας πω, λοιπόν, όσο γίνεται πιο απλά, τι σημαίνει η πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, που ανέλαβα αμέσως μετά τη σύλληψή μου. Σημαίνει διακήρυξη, ότι υπήρξα μέλος αυτής της οργάνωσης και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Οτι θα υπερασπιστώ την ιστορική διαδρομή της οργάνωσης, για το διάστημα που υπήρξα μέλος της. Από εκεί και πέρα, οι διωκτικοί μηχανισμοί είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν τις όποιες ποινικές ευθύνες, πέρα από την ποινική ευθύνη της συμμετοχής.
Κύριοι εισαγγελείς, όταν κατανοήσετε τι σημαίνει στράτευση και τι σημαίνει χρέος, τότε θα κατανοήσετε και τι σήμαινε η δική μου ανάληψη ευθύνης. Ισως με όσα είπα προηγουμένως να προσεγγίσετε κάπως καλύτερα τα πράγματα. Φτάνει να αφαιρέσετε τις ιδεολογικές παρωπίδες και τις παρωπίδες της προκατάληψης.
Είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω με σκληρά λόγια για τους εισαγγελείς.Ο τακτικός εισαγγελέας, όταν κατέθετε η κόρη μου, επέμενε να του πει τι σημαίνει η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και αναφέρθηκε με απαξιωτικό τρόπο στην κοινωνική απήχηση αυτής μου της πράξης. Προφανώς, δεν έχει την παραμικρή επαφή με την κοινωνία και ειδικά με τις πιο ζωντανές δυνάμεις αυτής της κοινωνίας. Ισως δεν διαβάζει και εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες, τουλάχιστον για μένα, δεν υπήρξαν απαξιωτικές. Βλέπετε, είναι και το κοινωνικό μου στάτους που δυσκόλεψε το έργο της απαξίωσης. Τι να πουν; Οτι εντάχθηκα στον ΕΛΑ για να λύσω τα προσωπικά μου προβλήματα ή για να γίνω πλούσιος; Εδωσα συνεντεύξεις στις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες. Εχω κληθεί ως ομιλητής στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις. Ακόμα και φοιτητικές οργανώσεις μου έχουν κάνει την τιμή να με καλέσουν να μιλήσω σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Αυτή ήταν η πολιτική και κοινωνική απήχηση του γεγονότος ότι δεν κρύφτηκα, αλλά ανέλαβα την πολιτική ευθύνη. Είχα κι εγώ μια μικρή συμβολή στον αγώνα ενάντια στην τρομοϋστερία, στον αγώνα ενάντια στην απαξίωση ενός πολιτικού φαινομένου, που αναπτύχθηκε και στη χώρα μας μετά την πτώση της χούντας. Οταν δεν καταλαβαίνει κάτι ο κύριος εισαγγελέας, καλύτερα να μην ασχολείται μ’ αυτό. Ας θυμηθεί τουλάχιστον το μύθο της κωλοβής αλεπούς, που επειδή έχασε την ουρά της στο δόκανο, σύστηνε στις άλλες αλεπούδες να κόψουν κι αυτές τις ουρές τους γιατί δεν είναι όμορφες.
Ο αναπληρωτής εισαγγελέας ρωτούσε την κόρη μου αν έχω πειθώ, αν ο λόγος που έφυγε από την ΚΝΕ ήταν εξαιτίας της εξαιρετικής μου ικανότητας στο να πείθω. Αν δεν αντιδρούσα, είμαι βέβαιος ότι θα τη ρωτούσε αν με φορτικότητα απαιτούσα απ’ αυτή να φύγει από την ΚΝΕ, ίσως και αν την απείλησα ότι θα τη διώξω από το σπίτι. Για να θεμελιώσει ότι το ίδιο έκανα κάθε φορά και στον ΕΛΑ.
Σημείο δεύτερο: Ρωτούσατε επίμονα τους μάρτυρες για τη μορφή οργάνωσης του ΕΛΑ. Προσπαθούσατε να βγάλετε κάποιο συμπέρασμα. Οι μάρτυρες, όπως είπα και προηγουμένως, είναι αξιόλογοι άνθρωποι, με αγωνιστική διαδρομή, με θεωρητική κατάρτιση, με πολιτική και κοινωνική δράση. Δεν υπήρξαν όμως μέλη του ΕΛΑ. Μάλιστα, κανένας τους δεν υπήρξα αυτόνομος, ενώ οι περισσότεροι ανήκαν ή και ανήκουν σε οργανώσεις λενινιστικού τύπου. Μπορούσαν να σας μεταφέρουν μόνο τη γενική θεωρητική τους γνώση για τις μορφές οργάνωσης. Σας εξήγησαν πολύ καλά τις διαφορές ανάμεσα στο Λενινιστικό μοντέλο και το μοντέλο της Αυτονομίας. Ομως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν σε παραπέρα εξειδίκευση. Γιατί απλούστατα γνωρίζουν πολύ καλά, ότι κάθε οργάνωση που ακολουθεί ένα μοντέλο, το προσαρμόζει στις δικές της ιδιαίτερες ανάγκες. Ανάγκες που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον στο οποίο δρα, με τον κόσμο που έχει στις γραμμές της, με το φιλικό περίγυρο, με την πίεση που αντιμετωπίζει από τον ταξικό αντίπαλο, με τις προτεραιότητες κάθε περιόδου (που δεν είναι πάντοτε ίδιες) κ.λπ. κ.λπ.
Εχω πει από την πρώτη κιόλας δίκη, απευθυνόμενος στους δικαστές, ότι μοναδική πηγή αλήθειας είμαι εγώ. Δεν ξέρω αν ακούστηκε σαν αλαζονικό, όμως δεν ήταν ούτε είναι αυτή η πρόθεσή μου. Θα έχετε διαπιστώσει, άλλωστε, ότι δεν είμαι αλαζόνας. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας πάρουμε το μοντέλο της Αυτονομίας, που ιδεολογικά και πολιτικά ακολουθούσε ο ΕΛΑ. Με τον ίδιο τρόπο θα το εφαρμόσει μια οργάνωση που έχει τρεις πυρήνες και μια οργάνωση που έχει τριάντα πυρήνες; Καταλαβαίνετε ότι κάθε οργάνωση θα κάνει πολλές προσαρμογές σ’ αυτό το μοντέλο. Πρέπει να το φέρει στα μέτρα της, στα μέτρα του κόσμου που συσπειρώνει και των καθηκόντων που θέτει. Εκείνο που μένει αναλλοίωτο είναι η ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση. Γιατί η Αυτονομία δεν είναι απλώς μια μορφή οργάνωσης. Είναι μια ιδιαίτερη ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα.
Επομένως, μόνο εγώ, που υπήρξα μέλος του ΕΛΑ, έχω τη γνώση του τρόπου οργάνωσής του. Και πάλι όχι σε όλες τις λεπτομέρειές του, όπως για παράδειγμα στις λεπτομέρειες λειτουργίας ενός πυρήνα, αφού δεν συμμετείχα σε πυρήνα. Είδατε ότι οι μάρτυρες πολλές φορές αναγκάζονταν να κάνουν εικασίες και σας το έλεγαν. Σε κάποια ζητήματα έδωσαν διαφορετικές ερμηνείες, σημειώνοντας ότι κάνουν ερμηνεία. Απολύτως λογικό, όταν πρόκειται για ανθρώπους με θεωρητική κατάρτιση, κρίση και εντιμότητα, οι οποίοι δεν ήρθαν εδώ για να πουν κάτι στο οποίο είχαν προσυνεννοηθεί.
Θα μπορούσα να μη δώσω καμιά πληροφορία για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ. Ισως ήταν λάθος μου που το έκανα. Είπα, όμως, από την πρώτη στιγμή και το επαναλαμβάνω και σε σας. Ο,τι σας πω είναι αλήθεια. Δεν πρόκειται να πω ό,τι μου απαγορεύει η ηθική μου συγκρότηση και η επαναστατική μου τιμή.
Κι όμως, αυτή η ειλικρινής μου δήλωση αντιμετωπίστηκε όχι με επιφύλαξη, που θα τη θεωρούσα δικαιολογημένη, αλλά και με ανεντιμότητα. Υπάρχει μια προκατασκευή, την οποία σώνει και καλά προσπαθούν να επιβεβαιώσουν: Ο Τσιγαρίδας είναι μορφωμένος, άρα έγραφε τις προκηρύξεις! Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει. Εγώ, λοιπόν, σας λέω, έτσι για να ευθυμήσουμε λίγο, ότι απεχθάνομαι το γράψιμο. Ακόμα και τις τοποθετήσεις που κάνω στα δικαστήρια, τις γράφω σαν σκόρπιες σκέψεις στο χαρτί, άλλες τις υπαγορεύω στο κασετόφωνο και μετά ζητάω βοήθεια για να γίνουν ένα ενιαίο κείμενο. Στην πρώτη δίκη, ρωτήθηκε σχετικά ο σύντροφος Πέτρος Γιώτης, που σαν δημοσιογράφος έχει μεγάλη εμπειρία στο γραπτό λόγο, και απάντησε: Διαβάστε τις προκηρύξεις του ΕΛΑ και συγκρίνετέ τες με τον τρόπο που μιλάει ο Τσιγαρίδας. Θα δείτε ότι δεν έχουν καμιά σχέση.
Το ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο κάθε προκήρυξης αντιστοιχούσε στη γραπτή πολιτική συμφωνία, βάσει της οποίας όλοι έγιναν μέλη του ΕΛΑ. Γι’ αυτό στις προκηρύξεις της δεκαετίας του ‘70 υπήρξαν αντιγραφές από τα «Χημικά Λιπάσματα», που συμπληρωνόντουσαν από τις εμπειρίες των μελών από τη συμμετοχή τους στο μαζικό κίνημα και από τον γραπτό ή προφορικό λόγο και τις αναλύσεις άλλων επαναστατικών ομάδων, όχι ένοπλων. Φτάσανε κάποια στιγμή σε ένα σημείο που δεν είχε κανείς να προσθέσει τίποτε καίριο. Ετσι αυτή η ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας έγινε ένα μοτίβο που επαναλαβανόταν από προκήρυξη σε προκήρυξη. «Το γιατί και το διότι» της κάθε ενέργειας προφανώς γραφόταν από τα μέλη του πυρήνα που έκανε την ενέργεια, γιατι «το γιατί και το διότι» συζητιόταν στον πυρήνα και έτσι έπαιρναν την απόφαση να κάνουν τη συγκεκριμένη ενέργεια.
Λένε ακόμη: ο Τσιγαρίδας μιλάει ωραία, άρα έχει πειθώ. Για να ευθυμήσουμε, θα σας πω ότι όντως στις γυναίκες είχα πειθώ. Οταν όμως πρόκειται για μια επαναστατική οργάνωση, οι διαδικασίες της δεν είναι φλερτ. Τι νομίζετε ότι είναι οι επαναστατικές οργανώσεις; Αστικά κόμματα, που μιλάει ο αρχηγός και από κάτω του βαράνε παλαμάκια; Στις επαναστατικές οργανώσεις μπαίνουν άνθρωποι που έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, άνθρωποι που έχουν ήδη μια πολιτική δαδρομή. Οι άνθρωποι που παίρνουν τόσα προσωπικά ρίσκα, που ρισκάρουν την ελευθερία τους, ακόμη και τη ζωή τους, δεν είναι πρόβατα για να τους πείθει ο καθένας που χειρίζεται καλά το λόγο. Εχουν γνώσεις, έχουν κρίση, έχουν άποψη. Το μέλος του ΕΛΑ ήξερε σε ποια οργάνωση συμμετέχει, δεν χρειαζόταν να τον πείσει κανείς γι’ αυτό.
Σημείο τρίτο: Ακούγεται συχνά από τους εισαγγελείς και όχι μόνο: «Επαναστατική βία σε συνθήκες κοινοβουευτικής δημοκρατίας; Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία κυριαρχεί η θέληση του λαού». Αυτοί που βάζουν τέτοια ερωτήματα μοιάζουν σαν να ήρθαν από άλλο πλανήτη.Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν εκτελέστηκαν τόσοι και τόσοι κουμουνιστές; Δεν ήταν στα ξερονήσια τόσοι και τόσοι κομουνιστές μέχρι το 1964; Δεν δολοφονήθηκαν ο Λαμπράκης και ο Πέτρουλας; Στοπ, θα μου πείτε, παλιά κουκιά. Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά στη δημοκρατία μας, στην τριακονταετία της «μεταπολίτευσης».
Μήπως μπορούν να μου πουν όσοι θέτουν αυτό το ερώτημα, πώς γίνεται κάθε χρόνο τα κέρδη των επιχειρηματιών και των τραπεζών να καλπάζουν μέχρι 300%, ενώ οι εργαζόμενοι γίνονται φτωχότεροι;
Πώς γίνεται και το 8ωρο, αίτημα εργατικό, κατακτημένο με αίμα, να έχει καταργηθεί στην πράξη;16ωρο έχει γίνει για να μπορέσουν να επιβιώσουν οι εργαζόμενοι,που με τα καινούργια μέτρα είναι και αδύνατο να συμπληρωθεί.
Κάθε χρόνο έχουμε δεκάδες νεκρούς από τα εργατικά «ατυχήματα», εκατοντάδες ανάπηρους, χιλιάδες να πεθαίνουν πριν την ώρα τους, επειδή εργάζονται σε ανθυγιεινές συνθήκες. Γιατί σε αυτή τη «δημοκρατία» οι κυβερνήσεις που δαλέγει με τη θέληση του ο λαός δεν κάνουν τίποτε για να προστατέψουν τον εργαζόμενο λαό; Γιατι για τα αφεντικά που την ελέγχουν είναι θέμα λογιστικό..Λένε δηλαδή: «Τι μας κοστίζει για να πάρουμε μέτρα ασφαλείας, για να δημιουργήσουμε υγιεινές συνθήκες εργασίας; Πάρα πολλά λεφτά. Ενώ για κάθε θάνατο, για κάθε αναπηρία καθαρίζουν με κάποια ψιλοαποζημίωση,αν δεν αθωωθούν από τα δικαστήρια.
Εκατοντάδες εξαρτημένοι πεθαίνουν κάθε χρόνο. Κάποιες επιτροπές, κάποια ΜΚΟ, η Εκκλησία στο παιχνίδι τελευταία, υποτίθεται ότι αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Ακόμα όμως κι όταν έχουν επιτυχία οι προπάθειές τους, αφορούν 50-100 χρήστες, ενώ υπάρχουν 200.000 χρήστες σκληρών ναρκωτικών, 1.000.000 χρήστες διαφορετικών ουσιών (χάπια, αλκοόλ), που αυξάνονται συνεχώς σε αριθμό, ενώ ταυτόχρονα μειώνονται οι ηλικίες των.χρηστών.
Θα μου πείτε, τι να κάνει η κυβέρνηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έχει τόσα προβλήματα του λαού να λύσει. Οπως τις απαγωγές των Πακιστανών, τις υποκλοπές, τα δομημένα ομόλογα, τη Siemens, τα διάφορα Βατοπέδια.Θα μου πείτε, κύριοι εισαγγελείς, πως δημοκρατία κα ελευθερία έχουμε, δεν είναι υπεύθυνη η κυβέρνηση του λαού γιατί ό,τι καταπίνε ο καθένας. Εδώ υπαρχει ενα ερωηματικό και παρακαλώ να μου το απαντήσετε εσείς. Η διακίνηση των ναρκωτικών γίνεται ελεύθερα σε όλη την Ελλάδα, στα φανερά. Ποιος μηχανισμός θα μπορούσε να καλύψει αυτό το τεράστιο εμπόριο με τα δισεκατομμύρια κέρδη;
Αυτή η «δημοκρατία» σας δεν δίνει ούτε καν «άρτο και θεάματα», που έδιναν οι Ρωμαίοι. Δίνει μόνο θεάματα. Εθνικοί ήρωες, αντιπρόσωποι του Eλληνα και της Ελλάδας, είναι τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές που αμείβονται με εκατοντάδες εκατομμύρια το χρόνο, όταν ο συνταξιούχος, ο άνεργος παίρνει μερικές εκατοντάδες ευρώ το μήνα. Αυτός είναι ο πολιτισμικός άξονας που προωθείται σήμερα.
Αυτή η «δημοκρατία» σας περιορίζει ή καταργεί εργατικά δικαιώματα, επιρέπει στον εργοδότη να απολύει και χωρίς αποζημιώσεις, έχει κάνει τον εργάτη λάστιχο, με προσχημα την αύξηση της παραγωγικότητας, έχει θεσπίσει ακόμη και το σύγχρονο δουλεμπόριο και έχει αποθρασύνει τόσο τους δουλέμπορους, που φτάνουν ακόμη και στο έγκλημα, όπως έγινε με τη δολοφονική επίθεση ενάντια στη μετανάστρια-συνδικαλίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα. Και γιατί όλος αυτός ο εργασιακός μεσαίωνας; Για να προσελκυστεί το ξένο κεφάλαιο να κάνει επενδύσεις, την ίδια στιγμή που το κομπραδόρικο ελληνικό κεφάλαιο μεταφέρεται στις βαλκανικές χώρες, όπου η εργασία πληρώνεται εξευτελιστικά και δεν υπάρχουν δικαιώματα, αφήνοντας στο δρόμο εκατοντάδες ελληνες εργαζόμενους. Και το κράτος της «δημοκρατίας» όχι μόνο δεν τους βάζει κανένα φραγμό, αλλά τους δίνει και πριμ, τους μπουκώνει με επιχορηγήσεις, με δωρεάν, ζεστό κρατικό χρήμα.
Eνα μεγάλο μέρος από το μικρό κομμάτι του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος που ανήκει στο δημόσιο παραχωρείται στους ιδιώτες. Ιδιωτική εκπαίδευση, ιδιωτική ασφάλιση, ιδιωτική υγεία.
Η «δημοκρατία» σας αφήνει τους βιομήχανους να μολύνουν με τα απόβλητα των εργοστασίων τους τους υδάτινους πόρους της Ελλάδας προκαλώντας τεράστια οικολογική καταστροφή. Κι όταν ο κόσμος ξεσηκώνεται, οι κρατικές υπηρεσίες βάζουν κάποια προστιματάκια, που και αυτά οι καπιταλιστές δεν τα πληρώνουν.
Η «δημοκρατία» σας συμμετέχει στο μακέλεμα ολόκληρων λαών, είτε έμμεσα μέσω της συμμετοχής της Ελλάδας στο ΝΑΤO, είτε άμεσα, όπως στο Αφγανιστάν.
Στη «δημοκρατία» σας είναι αποδεκτό και δεν τιμωρούνται οι «τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις» αστυνομικών περιστρόφων, που πάντα βρίσκουν στόχο, όταν απέναντί τους είναι κάποιος μετανάστης, κάποιος Τσιγγάνος, κάποιος τοξικοεξαρτημένος, κάποιος απόβλητος της κοινωνίας. 80 νεκροί τα τελευταία χρόνια κι ανάμεσα τους τρεις 15χρονοι και τρεις δεκάδες 17χρονοι και 18χρονοι. Αυτά και όλα τα προηγούμενα θύματα να τα βάλετε, κύριοι εισαγγελείς, στη ζυγαριά, γιατί έτσι αντιλαμβάνεστε την κοινωνικη πραγματικότητα.
Eχουμε βέβαια σαν πολίτες το δημοκρατικό δικαίωμα και την ελευθερία να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια τις πολιτικές οικογένειες και όσους αυτές διαλέγουν, για να διαχειριστούν υπάκουοι στα αφεντικά τους, ντόπια και ξένα, τα σχέδια που εκπονούν οι τεχνοκράτες της παγκοσμιοποίησης.
Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά ακόμα, αλλά δεν θέλω να σας κουράσω.Τα ξέρετε άλλωστε.
Αυτή είναι η «δημοκρατία», που όσοι την αμφισβητούμε χαρακτηριζόμαστε εγκληματικές προσωπικότητες.
Βεβαια, οι εισαγγελείς έχουν αρχίσει να γράφουν την καταδικαστική τους πρόταση πριν αρχίσει η δίκη. Υπάρχουν εκατοντάδες παραδείγματα, θα σας πω ένα χαρακτηριστικό. Ο τακτικός εισαγγελέας εκνευριζόταν με τους μάρτυρες που λέγανε ότι δεν θυμούνται τι ζημιές είχαν γίνει κα τους διάβαζε τις πραγματογνωμοσύνες που αναφέρονταν σε ένα προς ένα τα τζαμάκια που είχαν σπάσει, ζητώντας την επιβεβαίωση τους. Μέχρι εκεί καλά, όμως εκνευρίστηκε με ένα μάρτυρα που είπε ότι σπάσαν πολλά τζάμια, αλλά δεν θυμόταν και ένα βαθούλωμα που είχε γίνει στην οροφή ενός αυτοκινήτου. Κατάλαβα ότι μετρούσε την αποζημίωση που θα μου ζητούσε μαζί με την καταδικαστική του πρόταση, δεν ήθελε να γλιτώσω ούτε από το βαθούλωμα.
Και βέβαια, δεν διαφεύγει της προσοχής σας ότι όλες οι ερωτήσεις ξεκινούν με ένα «αν». Ολα στηρίζονται σε εικασίες. Ολες οι ερωτήσεις ξεκινούν με ένα «αν». Αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, αν σε μια σιδερόφρακτη εφορία που έγινε μια έκρηξη στις 4 το πρωί ήταν κάποιος εκεί, αν στο Γκαίτε που έγινε μια εσωτερική, μικρής ισχύος έκρηξη, το βράδυ, περνούσε κάποιος απέξω κλπ. Να μη ξεχνάμε και τα γενικά φανταστικά σενάρια και τα επιστημονικής φαντασίας, όπως αυτό της δραματικής μείωσης των μελών του ΕΛΑ το 1990, που ίσως θα βγάλουν το συμπέρασμα ότι έμεινα μόνο εγώ και, τι να κάνω, πήγα στην «1η Μάη», για να συνεχίσω το «εγκληματικό μου έργο». Ομως, επειδή ανησυχούν μήπως αποφασιστεί ότι αποχώρησα από τον ΕΛΑ το 1990, προσφεύγουν και στη «Σέχτα Επαναστατών», για να συμπεράνουν από τα γραφόμενα στην προκήρυξή της, ότι εγώ που αποχώρησα το 1990 ήμουν οπαδός της ιεραρχικής δομής!
Ας τελειώνουμε κάποια στιγμή μ’ αυτά τα στερεότυπα, που εκτός από εξωπραγματικά είναι και γελοία. Πείτε μας κατευθείαν την καταδικαστική σας πρόταση, κύριοι εισαγγελείς, και μην υποκρίνεστε ότι τάχα ψάχνετε την αλήθεια.
Υπάρχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη; Οχι, δεν υπάρχει.
Υπάρχουν δικαστές με συνείδηση και προσωπική αξιοπρέπεια; Ναι, υπηρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν, όπως για παράδειγμα οι συνάδελφοί σας στη δεύτερη δίκη, που εξέδωσαν τη μόνη έντιμη απόφαση που μπορούσε να εκδοθεί, πλήρως αιτιολογημένη. Εύχομαι να ανήκετε και εσείς σ’ αυτή την κατηγορία.
Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές
Εδώ τελειώνουν οι πολιτικές μου παρεμβάσεις στις πολιτικές δίκες που αντιμετώπισα. Θέλω να ευχαριστήσω όσους βρέθηκαν στο πλευρό μου από τη μέρα της σύλληψής μου μέχρι σήμερα. Τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του κινήματος αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Τους συντρόφους που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, καταθέτοντας το δικό τους πολιτικό λόγο. Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες απλούς ανθρώπους, που με διάφορους τρόπους μου εκδήλωσαν τη συμπαράστασή τους. Ιδιαίτερα στην Κάλυμνο και το Μπιλέτσι. Αυτή η συμπαράσταση είναι η ελπίδα, γιατί δείχνει ότι μέσα στο λαό επικρατούν άλλες αξίες και όχι αυτές που με το ζόρι θέλει να επιβάλει το καθεστώς. Την οικογένειά μου, το συγγενικό και φιλικό μου περιβάλλον, που στάθηκε δίπλα μου. Θέλω να στείλω τον πιο θερμό αγωνιστικό χαιρετισμό στα νέα παιδιά του κινήματος, που με τίμησαν με την αλληλεγγύη τους.
Ολοκληρώνω με τα ίδια λόγια που έκλεισα την τοποθέτησή μου στην προηγούμενη δίκη:
Ορίζομαι ως επαναστάτης κομμουνιστής. Επειδή τίποτα στην υπάρχουσα πραγματικότητα δεν δείχνει αλλαγή προς το καλύτερο, επειδή το κρίσιμο ερώτημα της εποχής μας εξακολουθεί να παραμένει το ερώτημα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα», δεν παραιτούμαι από την πολιτική δουλειά. Οταν είμαι ελεύθερος και στο βαθμό που μπορώ, συμμετέχω στο κίνημα αλληλεγγύης προς τους πολιτικούς κρατούμενους και σε όσες μαζικές κινητοποιήσεις μου επιτρέπει η υγεία μου και η ηλικία μου.
Οπως πολλοί άλλοι στην Ιστορία και στη γενιά μου, έκανα επιλογές που δέσμευσαν ολοκληρωτικά τη ζωή μου.
Καθόλου δεν μετανιώνω γι' αυτό.
Εχουμε δίκιο να επαναστατούμε!
Τολμάμε να αγωνιζόμαστε, γιατί θα νικήσουμε!
Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.