(Κείμενο που μας ήλθε με e-mail. Οι απόψεις αυτές, φυσικά, εκφράζουν την συλλογικότητα που της υπογράφει)
ΠΕΡΙ ΕΝΟΠΛΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΚΙΝΗΣΗ ΑΘΗΝΑΣ)
Όλο το προηγούμενο διάστημα το Δίκτυο δέχτηκε αρκετές κριτικές με συνισταμένη ότι δεν διαχωρίζεται σαφώς (ή επαρκώς) από τις ένοπλες οργανώσεις του τύπου της «17Ν» και, γενικότερα, από την ιδεολογία και την πρακτική της ατομικής τρομοκρατίας.
Έχοντας ολοκληρώσει ένα περίπου εξάμηνο κύκλο ενδοκινηματικών και ενδοαριστερών συζητήσεων και ζυμώσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου το Δίκτυο, λόγω και έργω, όχι πάντα με τον επιτυχέστερο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησε να περιγράψει τη σωστή, κατ αυτό, στάση απέναντι στο δίπολο κρατική τρομοκρατία-ατομική τρομοκρατία, με τούτο το κείμενο επιχειρούμε να συνοψίσουμε τις κύριες απόψεις μας σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα:
Θεωρούμε ότι η βία ή η απειλή βίας αποτελούν πολύτιμα μέσα για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Όμως, σε γενικές γραμμές και σε τελική ανάλυση, δεν είναι η βία αυτή που εξασφαλίζει την αστική ηγεμονία, αλλά η αποδοχή αυτής της ηγεμονίας από την κοινωνία ή, αλλιώς, η αλλοτρίωση των παραγωγών, η υιοθέτηση από την πλειονότητά τους του μοντέλου της εκμετάλλευσης της εργασίας ως φυσιολογικού και αναπόφευκτου. Με αυτή την έννοια, η μαζική κοινωνική και πολιτική βία αποτελεί υποχρεωτικό μέσο των «από κάτω» όχι μόνο για να υπερασπιστούν δικαιώματα και κατακτήσεις τους, αλλά, κυρίως, για να διεκδικήσουν την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την κοινωνική αλλαγή.
Όμως, επιμένουμε, δεν είναι η βία αυτή που κάνει ώριμο και επίκαιρο το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής απλώς κάνει αποτελεσματικότερη τη διεκδίκησή του απέναντι στο κρατικό μονοπώλιο της βίας-, αλλά η πολιτική υιοθέτηση εκ μέρους ευρέων λαϊκών στρωμάτων του προτάγματος μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Γι αυτό ακριβώς είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με την ένοπλη προπαγάνδα ως τρόπο διάδοσης των επαναστατικών ιδεών.
Όμως, εκτός από τις εκδηλώσεις μαζικής κοινωνικής και πολιτικής βίας (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι κ.λπ.) υπάρχουν πεδία άσκησης πολιτικής βίας, που χωρίς να σνήκουν στην προηγούμενη περίπτωση επ ουδενί εντάσσονται στην κατηγορία της αποκομμένης από το κίνημα και την κοινωνία ένοπλης προπαγάνδας. Αναφερόμαστε στις οργανώσεις και τις πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απεύθυνση. Πριν, ωστόσο, ασχοληθούμε με αυτές, οφείλουμε να κάνουμε δύο διευκρινίσεις:
α) Σ αυτό το κείμενο, για προφανείς, ελπίζουμε, λόγους, αναφερόμαστε μόνο στην ένοπλη δράση με αριστερό, αντικαθεστωτικό πρόταγμα. Είναι άλλο κεφάλαιο, εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά πολύ διαφορετικό, οι όροι συγκρότησης, τα χαρακτηριστικά και η δυναμική μαζικών ένοπλων οργανώσεων εθνικιστικού ή θρησκευτικού προσανατολισμού, όπως αυτές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
β) Ασφαλώς το ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις μορφές πάλης που επιλέγει ένα υποκείμενο, ως εκ τούτου, σε ότι μας αφορά, δεν είναι αυτονόητη, κάθε άλλο, η υποστήριξη της ένοπλης δράσης ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ή μιας αντικαθεστωτικής οργάνωσης, ακόμα κι αν διαθέτουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη, των οποίων το εθνικιστικό ή το κρατικίστικοαυταρχικό πρόταγμα τους υπαγορεύουν πρακτικές που αποπνέουν εθνοκαθάρσεις ή γκούλαγκ.
Επανερχόμενοι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι οργανώσεις και πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απέυθυνση (π.χ., πολλά αντάρτικά της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 60 και του 70, οι Σαντινίστας και του κουβανέζικο απελευθερωτικό κίνημα τα πρώτα χρόνια της δράσης τους κατά του Σομόζα και του Μπατίστα αντίστοιχα, πριν ακόμα γίνουν μαζικά ανατρεπτικά κινήματα, η PLO κατά τη δεκαπενταετία μεταξύ Μαύρου Σεπτέμβρη και πρώτης Ιντιφάντα, ο IRA και η ETA σε κάποιες φάσεις της δράσης τους, η πλειονότητα των τουρκικών επαναστατικών οργανώσεων μέχρι το πραξικόπημα του Εβρέν και μερικά χρόνια μετά, τα αντάρτικα κινήματα των ημερών μας στην Κολομβία και στις Φιλιππίνες, οι Ζαπατίστας κ.λπ.) υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όχι μόνο είναι υποστηρίξιμες, αλλά συνήθως αποδεικνύεται ότι ορθά υιοθέτησαν την ένοπλη επιλογή.
Εξηγούμαστε: Αν η ένοπλη μειοψηφική βία εντάσσεται σε κοινό σχέδιο και επικοινωνούσες δομές με ευρέα τμήματα του μαζικού κινήματος, υπηρετώντας τον ίδιο στόχο με αυτό (π.χ., να πέσει μια δικτατορία ή να φύγει ένας κατοχικός στρατός κ.λ.π), σεβόμενη τους ρυθμούς ανάπτυξης , τις προτεραιότητες και το πραγματικό επίπεδο συνείδησης αυτού του κινήματος, ,μπορεί, όπως έχει αποδειχθεί, να παίξει θετικό ρόλο στο απελευθερωτικό εγχείρημα.
Είναι τραγικό λάθος όταν δεν οφείλεται σε σκοπιμότητα- να αντιμετωπίζουμε την όποια εκδοχή της ένοπλης δράσης, από την πλέον μαζική και κοινωνικά νομιμοποιήμενη ως την πιο μειοψηφική και απομονωμένη, έξω από το ιστορικό πλαίσιο γέννησής της και το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε ή συνεχίζει να δρα. Η ένταση της πολιτικής καταπίεσης και η όξυνση της εκμετάλλευσης και της περιθωριοποίησης ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, η ιμπεριαλιστική αρπακτικότητα και η μη αναγνώριση στοιχειωδών εθνικών δικαιωμάτων, η αίγλη των αντιαποικιακών επαναστάσεων των δεκαετιών του 60 και του 70, σε συνδυασμό με την κρίση και τα αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς σε όλο τον πλανήτη, αποτελούν το υπόβαθρο της δημιουργίας πολλών ένοπλων οργανώσεων τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη, εξηγούν, χωρίς βέβαια να απαραιτήτως να δικαιολογούν, τη δράση τους.
Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης της εποχής, της αίγλης του αντιδικτατορικού αγώνα, των διαψεύσεων και των αυταπατών της Μεταπολίτευσης, της προσαρμογής της παραδοσιακής Αριστεράς στα «εθνικά» και «κοινωνικά συμβόλαια» της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, αλλά και στον ιδεολογικό πρωτογονισμό των θεωριών περί «κοινοβουλευτικού φασισμού» και «ένοπλου βραχίονα του κινήματος» πρέπει να εξεταστεί και η δημιουργία ένοπλων οργανώσεων στην Ελλάδα.
Είναι νομίζουμε προφανές ότι οι συνθήκες για την εκδήλωση αριστερών, αντικαπιταλιστικών ένοπλων κινημάτων στην εποχή μας είναι εμφανώς μειωμένες. Οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη άλλου τύπου ένοπλων οργανώσεων (εθνικοθρησκευτικών και αντί-δυτικών, που περιλαμβάνουν στους στόχους των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους και αμάχους), αλλά όπως προείπαμε, η εξέτασή τους αποτελεί άλλο κεφάλαιο. Αυτό πάντως, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας (και τέτοια είναι πλέον η ελληνική) η επιλογή της ένοπλης μειοψηφικής βίας δεν διαθέτει καμία προϋπόθεση σύνδεσης με το κοινωνικό κίνημα, είναι αναποτελεσματική και καταστροφική, και από ένα σημείο και μετά ανταγωνιστική με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης αυτού του κινήματος.
Είναι παράλογο σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου, παρά τις όποιες θετικές τροποποιήσεις στους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, ακόμα και με μαζικούς δημοκρατικούς όρους, βρίσκεται διεθνώς σε υποχώρηση, κάποιοι να επιχειρούν τη μετάβαση από το «όπλο της κριτικής» στην «κριτική των όπλων» κυριολεκτικά ερήμην του κινήματος και της κοινωνίας. Έτσι, συνοπτικά, θα λέγαμε ότι οι οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας όπως αυτές που έδρασαν στην Ελλάδα μετά το 1974, με προεξάρχουσα τη «17Ν», χαρακτηρίζονται από: υποκατάσταση και ελιτισμό, υποτίμηση των μορφών συλλογικής κινηματικής βίας και μολιταριστική πλειοδοσία-στην προσπάθειά τους να ισοφαρίσουν την αδυναμία αλλαγής και πολιτικών συσχετισμών με την αναβάθμιση της «επιχειρησιακής αρτιότητάς» τους, ως αποτέλεσμα του προηγούμενου, συρρίκνωση του πολιτικού σε βάρος του στρατιωτικού, με συνέπεια, αφενός την υιοθέτηση λαϊκιστικών, εθνικιστικών και αγοραία αντικαπιταλιστικών απόψεων και, αφετέρου, την υποτίμηση του ιδεολογικού και πολιτικού στοιχείου σε αφορμή ή πρόσχημα της ένοπλης δραστηριότητας. Μοιραία κατάληξη, όχι η αλληλοτροφοδότηση με το κοινωνικό κίνημα, αλλά με την κρατική καταστολή.
Έτσι, λοιπόν, η βία είναι αναπόφευκτη στο εσωτερικό του ταξικού, ιεραρχικού κοινωνικού σχηματισμού και για την ανατροπή του, επομένως, με αυτή την έννοια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επιδιωκτέα από το κίνημα και την Αριστερά, ποτέ όμως δεν πρέπει να ασκείται με μορφές που αμφισβητούν αγαθά ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από αυτά που διατείνεται ότι προστατεύει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζήτημα της ανθρώπινης ζωής και όχι σε μια γενική ηθικολογία στο ότι, δηλαδή, μια τυραννοκτονία, π.χ., είναι ηθικά νομιμοποιημένη στην κοινωνική συνείδηση γιατί κρίνεται πολιτικά σωστή και όχι γιατί δεν αποτελεί φόνο, ενώ, αντίθετα, ο φόνος ενός καπιταλιστή ή ενός υπουργού θεωρείται από την μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού λάθος και άδικος, και γι αυτό απαξιώνεται ηθικά πολύ ευκολότερα.
Μια κατάληψη, μια σύγκρουση με την αστυνομία, μια απαλλοτρίωση, ένας εμπρησμός, μια βομβιστική επίθεση ή μια εκτέλεση αποτελούν μορφές βίας, αλλά με χαώδη απόσταση μεταξύ τους. Απόσταση που δεν οφείλεται μόνο σε αυτό που προαναφέρουμε, δηλαδή στη σχέση της έντασης της ασκούμενης βίας με εκείνο που υπερασπίζεται, αλλά, κυρίως, στο πόσοι και ποιοι μπορούν να την ασκήσουν, στο πόσοι και ποιοι την αποδέχονται και διδάσκονται από αυτή, στο πόσοι και ποιοι την υφίστανται. Με αυτή την έννοια, μπορεί η βία να αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης ή και «μαμή της επανάστασης», (και νεκροθάφτη της επίσης?.), όμως επ ουδενί μπορεί να διαδεχτεί τη μαζική αυτενέργεια στο ρόλο του πρωταγωνιστή της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ακόμα και στις πλέον πλειοψηφικές και κοινωνικές εκδοχές της, η βία, τουλάχιστον στις αιματηρές μορφές της, παραμένει αναγκαίο κακό.
Συμπερασματικά, λοιπόν:
1.Θεωρούμε τις οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας ή ατομικής τρομοκρατίας τμήμα της ιστορικής διαδρομής του κινήματος και της Αριστεράς, με αναποτελεσματική και αδιέξοδη στρατηγική.
2.Πιστεύουμε ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας οι συγκεκριμένες οργανώσεις λειτουργούν ανταγωνιστικά με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης και χειραφέτησης του κοινωνικού κινήματος και γι αυτό τις αντιμετωπίζουμε ως πολιτικούς αντιπάλους, επιδιώκοντας την ήττα τους στο κίνημα και την κοινωνία.
3.Τέλος, υποστηρίζουμε ότι στο έδαφος της «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας» το κράτος απαξιώνει και απονομιμοποιεί ποικίλες μορφές του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα (το είδαμε χθες στη Γερμανία και την Ιταλία, το βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα), και επιμένουμε ότι η «συντεταγμένη δικαιοσύνη» του αστικού κράτους είναι απείρως πιο ένοχη από καθέναν που στρέφεται εναντίον αυτού του κράτους και του συστήματος που υπηρετεί.
ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΚΙΝΗΣΗ ΑΘΗΝΑΣ)
ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΚΙΝΗΣΗ ΑΘΗΝΑΣ)
Όλο το προηγούμενο διάστημα το Δίκτυο δέχτηκε αρκετές κριτικές με συνισταμένη ότι δεν διαχωρίζεται σαφώς (ή επαρκώς) από τις ένοπλες οργανώσεις του τύπου της «17Ν» και, γενικότερα, από την ιδεολογία και την πρακτική της ατομικής τρομοκρατίας.
Έχοντας ολοκληρώσει ένα περίπου εξάμηνο κύκλο ενδοκινηματικών και ενδοαριστερών συζητήσεων και ζυμώσεων, κατά τη διάρκεια του οποίου το Δίκτυο, λόγω και έργω, όχι πάντα με τον επιτυχέστερο τρόπο, είναι αλήθεια, προσπάθησε να περιγράψει τη σωστή, κατ αυτό, στάση απέναντι στο δίπολο κρατική τρομοκρατία-ατομική τρομοκρατία, με τούτο το κείμενο επιχειρούμε να συνοψίσουμε τις κύριες απόψεις μας σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα:
Θεωρούμε ότι η βία ή η απειλή βίας αποτελούν πολύτιμα μέσα για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Όμως, σε γενικές γραμμές και σε τελική ανάλυση, δεν είναι η βία αυτή που εξασφαλίζει την αστική ηγεμονία, αλλά η αποδοχή αυτής της ηγεμονίας από την κοινωνία ή, αλλιώς, η αλλοτρίωση των παραγωγών, η υιοθέτηση από την πλειονότητά τους του μοντέλου της εκμετάλλευσης της εργασίας ως φυσιολογικού και αναπόφευκτου. Με αυτή την έννοια, η μαζική κοινωνική και πολιτική βία αποτελεί υποχρεωτικό μέσο των «από κάτω» όχι μόνο για να υπερασπιστούν δικαιώματα και κατακτήσεις τους, αλλά, κυρίως, για να διεκδικήσουν την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την κοινωνική αλλαγή.
Όμως, επιμένουμε, δεν είναι η βία αυτή που κάνει ώριμο και επίκαιρο το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής απλώς κάνει αποτελεσματικότερη τη διεκδίκησή του απέναντι στο κρατικό μονοπώλιο της βίας-, αλλά η πολιτική υιοθέτηση εκ μέρους ευρέων λαϊκών στρωμάτων του προτάγματος μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Γι αυτό ακριβώς είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με την ένοπλη προπαγάνδα ως τρόπο διάδοσης των επαναστατικών ιδεών.
Όμως, εκτός από τις εκδηλώσεις μαζικής κοινωνικής και πολιτικής βίας (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, εμφύλιοι πόλεμοι κ.λπ.) υπάρχουν πεδία άσκησης πολιτικής βίας, που χωρίς να σνήκουν στην προηγούμενη περίπτωση επ ουδενί εντάσσονται στην κατηγορία της αποκομμένης από το κίνημα και την κοινωνία ένοπλης προπαγάνδας. Αναφερόμαστε στις οργανώσεις και τις πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απεύθυνση. Πριν, ωστόσο, ασχοληθούμε με αυτές, οφείλουμε να κάνουμε δύο διευκρινίσεις:
α) Σ αυτό το κείμενο, για προφανείς, ελπίζουμε, λόγους, αναφερόμαστε μόνο στην ένοπλη δράση με αριστερό, αντικαθεστωτικό πρόταγμα. Είναι άλλο κεφάλαιο, εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά πολύ διαφορετικό, οι όροι συγκρότησης, τα χαρακτηριστικά και η δυναμική μαζικών ένοπλων οργανώσεων εθνικιστικού ή θρησκευτικού προσανατολισμού, όπως αυτές που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
β) Ασφαλώς το ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις μορφές πάλης που επιλέγει ένα υποκείμενο, ως εκ τούτου, σε ότι μας αφορά, δεν είναι αυτονόητη, κάθε άλλο, η υποστήριξη της ένοπλης δράσης ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ή μιας αντικαθεστωτικής οργάνωσης, ακόμα κι αν διαθέτουν ευρεία λαϊκή υποστήριξη, των οποίων το εθνικιστικό ή το κρατικίστικοαυταρχικό πρόταγμα τους υπαγορεύουν πρακτικές που αποπνέουν εθνοκαθάρσεις ή γκούλαγκ.
Επανερχόμενοι, λοιπόν, ισχυριζόμαστε ότι οργανώσεις και πρακτικές ένοπλης μειοψηφικής βίας με πλειοψηφική απέυθυνση (π.χ., πολλά αντάρτικά της Λατινικής Αμερικής στις δεκαετίες του 60 και του 70, οι Σαντινίστας και του κουβανέζικο απελευθερωτικό κίνημα τα πρώτα χρόνια της δράσης τους κατά του Σομόζα και του Μπατίστα αντίστοιχα, πριν ακόμα γίνουν μαζικά ανατρεπτικά κινήματα, η PLO κατά τη δεκαπενταετία μεταξύ Μαύρου Σεπτέμβρη και πρώτης Ιντιφάντα, ο IRA και η ETA σε κάποιες φάσεις της δράσης τους, η πλειονότητα των τουρκικών επαναστατικών οργανώσεων μέχρι το πραξικόπημα του Εβρέν και μερικά χρόνια μετά, τα αντάρτικα κινήματα των ημερών μας στην Κολομβία και στις Φιλιππίνες, οι Ζαπατίστας κ.λπ.) υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όχι μόνο είναι υποστηρίξιμες, αλλά συνήθως αποδεικνύεται ότι ορθά υιοθέτησαν την ένοπλη επιλογή.
Εξηγούμαστε: Αν η ένοπλη μειοψηφική βία εντάσσεται σε κοινό σχέδιο και επικοινωνούσες δομές με ευρέα τμήματα του μαζικού κινήματος, υπηρετώντας τον ίδιο στόχο με αυτό (π.χ., να πέσει μια δικτατορία ή να φύγει ένας κατοχικός στρατός κ.λ.π), σεβόμενη τους ρυθμούς ανάπτυξης , τις προτεραιότητες και το πραγματικό επίπεδο συνείδησης αυτού του κινήματος, ,μπορεί, όπως έχει αποδειχθεί, να παίξει θετικό ρόλο στο απελευθερωτικό εγχείρημα.
Είναι τραγικό λάθος όταν δεν οφείλεται σε σκοπιμότητα- να αντιμετωπίζουμε την όποια εκδοχή της ένοπλης δράσης, από την πλέον μαζική και κοινωνικά νομιμοποιήμενη ως την πιο μειοψηφική και απομονωμένη, έξω από το ιστορικό πλαίσιο γέννησής της και το κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε ή συνεχίζει να δρα. Η ένταση της πολιτικής καταπίεσης και η όξυνση της εκμετάλλευσης και της περιθωριοποίησης ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων, η ιμπεριαλιστική αρπακτικότητα και η μη αναγνώριση στοιχειωδών εθνικών δικαιωμάτων, η αίγλη των αντιαποικιακών επαναστάσεων των δεκαετιών του 60 και του 70, σε συνδυασμό με την κρίση και τα αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς σε όλο τον πλανήτη, αποτελούν το υπόβαθρο της δημιουργίας πολλών ένοπλων οργανώσεων τόσο στη Λατινική Αμερική όσο και στην Ευρώπη, εξηγούν, χωρίς βέβαια να απαραιτήτως να δικαιολογούν, τη δράση τους.
Αντίστοιχα, στο πλαίσιο της ριζοσπαστικοποίησης της εποχής, της αίγλης του αντιδικτατορικού αγώνα, των διαψεύσεων και των αυταπατών της Μεταπολίτευσης, της προσαρμογής της παραδοσιακής Αριστεράς στα «εθνικά» και «κοινωνικά συμβόλαια» της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, αλλά και στον ιδεολογικό πρωτογονισμό των θεωριών περί «κοινοβουλευτικού φασισμού» και «ένοπλου βραχίονα του κινήματος» πρέπει να εξεταστεί και η δημιουργία ένοπλων οργανώσεων στην Ελλάδα.
Είναι νομίζουμε προφανές ότι οι συνθήκες για την εκδήλωση αριστερών, αντικαπιταλιστικών ένοπλων κινημάτων στην εποχή μας είναι εμφανώς μειωμένες. Οι συνθήκες ευνοούν την ανάπτυξη άλλου τύπου ένοπλων οργανώσεων (εθνικοθρησκευτικών και αντί-δυτικών, που περιλαμβάνουν στους στόχους των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους και αμάχους), αλλά όπως προείπαμε, η εξέτασή τους αποτελεί άλλο κεφάλαιο. Αυτό πάντως, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας (και τέτοια είναι πλέον η ελληνική) η επιλογή της ένοπλης μειοψηφικής βίας δεν διαθέτει καμία προϋπόθεση σύνδεσης με το κοινωνικό κίνημα, είναι αναποτελεσματική και καταστροφική, και από ένα σημείο και μετά ανταγωνιστική με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης αυτού του κινήματος.
Είναι παράλογο σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου, παρά τις όποιες θετικές τροποποιήσεις στους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, ακόμα και με μαζικούς δημοκρατικούς όρους, βρίσκεται διεθνώς σε υποχώρηση, κάποιοι να επιχειρούν τη μετάβαση από το «όπλο της κριτικής» στην «κριτική των όπλων» κυριολεκτικά ερήμην του κινήματος και της κοινωνίας. Έτσι, συνοπτικά, θα λέγαμε ότι οι οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας όπως αυτές που έδρασαν στην Ελλάδα μετά το 1974, με προεξάρχουσα τη «17Ν», χαρακτηρίζονται από: υποκατάσταση και ελιτισμό, υποτίμηση των μορφών συλλογικής κινηματικής βίας και μολιταριστική πλειοδοσία-στην προσπάθειά τους να ισοφαρίσουν την αδυναμία αλλαγής και πολιτικών συσχετισμών με την αναβάθμιση της «επιχειρησιακής αρτιότητάς» τους, ως αποτέλεσμα του προηγούμενου, συρρίκνωση του πολιτικού σε βάρος του στρατιωτικού, με συνέπεια, αφενός την υιοθέτηση λαϊκιστικών, εθνικιστικών και αγοραία αντικαπιταλιστικών απόψεων και, αφετέρου, την υποτίμηση του ιδεολογικού και πολιτικού στοιχείου σε αφορμή ή πρόσχημα της ένοπλης δραστηριότητας. Μοιραία κατάληξη, όχι η αλληλοτροφοδότηση με το κοινωνικό κίνημα, αλλά με την κρατική καταστολή.
Έτσι, λοιπόν, η βία είναι αναπόφευκτη στο εσωτερικό του ταξικού, ιεραρχικού κοινωνικού σχηματισμού και για την ανατροπή του, επομένως, με αυτή την έννοια, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επιδιωκτέα από το κίνημα και την Αριστερά, ποτέ όμως δεν πρέπει να ασκείται με μορφές που αμφισβητούν αγαθά ίσης ή μεγαλύτερης αξίας από αυτά που διατείνεται ότι προστατεύει. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζήτημα της ανθρώπινης ζωής και όχι σε μια γενική ηθικολογία στο ότι, δηλαδή, μια τυραννοκτονία, π.χ., είναι ηθικά νομιμοποιημένη στην κοινωνική συνείδηση γιατί κρίνεται πολιτικά σωστή και όχι γιατί δεν αποτελεί φόνο, ενώ, αντίθετα, ο φόνος ενός καπιταλιστή ή ενός υπουργού θεωρείται από την μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού λάθος και άδικος, και γι αυτό απαξιώνεται ηθικά πολύ ευκολότερα.
Μια κατάληψη, μια σύγκρουση με την αστυνομία, μια απαλλοτρίωση, ένας εμπρησμός, μια βομβιστική επίθεση ή μια εκτέλεση αποτελούν μορφές βίας, αλλά με χαώδη απόσταση μεταξύ τους. Απόσταση που δεν οφείλεται μόνο σε αυτό που προαναφέρουμε, δηλαδή στη σχέση της έντασης της ασκούμενης βίας με εκείνο που υπερασπίζεται, αλλά, κυρίως, στο πόσοι και ποιοι μπορούν να την ασκήσουν, στο πόσοι και ποιοι την αποδέχονται και διδάσκονται από αυτή, στο πόσοι και ποιοι την υφίστανται. Με αυτή την έννοια, μπορεί η βία να αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης ή και «μαμή της επανάστασης», (και νεκροθάφτη της επίσης?.), όμως επ ουδενί μπορεί να διαδεχτεί τη μαζική αυτενέργεια στο ρόλο του πρωταγωνιστή της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ακόμα και στις πλέον πλειοψηφικές και κοινωνικές εκδοχές της, η βία, τουλάχιστον στις αιματηρές μορφές της, παραμένει αναγκαίο κακό.
Συμπερασματικά, λοιπόν:
1.Θεωρούμε τις οργανώσεις ένοπλης προπαγάνδας ή ατομικής τρομοκρατίας τμήμα της ιστορικής διαδρομής του κινήματος και της Αριστεράς, με αναποτελεσματική και αδιέξοδη στρατηγική.
2.Πιστεύουμε ότι σε συνθήκες ώριμης αστικής δημοκρατίας οι συγκεκριμένες οργανώσεις λειτουργούν ανταγωνιστικά με την προσπάθεια ριζοσπαστικοποίησης και χειραφέτησης του κοινωνικού κινήματος και γι αυτό τις αντιμετωπίζουμε ως πολιτικούς αντιπάλους, επιδιώκοντας την ήττα τους στο κίνημα και την κοινωνία.
3.Τέλος, υποστηρίζουμε ότι στο έδαφος της «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας» το κράτος απαξιώνει και απονομιμοποιεί ποικίλες μορφές του κοινωνικού και του πολιτικού αγώνα (το είδαμε χθες στη Γερμανία και την Ιταλία, το βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα), και επιμένουμε ότι η «συντεταγμένη δικαιοσύνη» του αστικού κράτους είναι απείρως πιο ένοχη από καθέναν που στρέφεται εναντίον αυτού του κράτους και του συστήματος που υπηρετεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου