Της ΜΑΙΡΗΣ ΠΙΝΗ
Στη χώρα μας ζουν σήμερα 317.000 οικονομικές μετανάστριες αντιπροσωπεύοντας το 45% των καταγεγραμμένων 1.000.000 μεταναστών (55% είναι άνδρες).
Τέσσερις στις 10 μετανάστριες θέλουν να μείνουν για πάντα οικογενειακώς στην Ελλάδα. Αλλά τα παιδιά τους που γεννήθηκαν εδώ δεν γράφονται στα δημοτολόγια |
Οι περισσότερες, ηλικίας 22-44 χρόνων, απασχολούνται ως οικιακές βοηθοί, φροντίζουν ηλικιωμένους ασθενείς και παιδιά, ενώ αρκετές εξαναγκάστηκαν να «προσφέρουν» υπηρεσίες στη βιομηχανία του σεξ.
Το προφίλ τους κατέγραψε πανελλήνια έρευνα του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), σε δείγμα 612 μεταναστριών, η οποία ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούνιο από πενταμελή ομάδα συνεργατών του ΕΚΚΕ, υπό τη διευθύντρια του Κέντρου, Λάουρα Μαράτου-Αλιμπράντη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα οποία βασίστηκαν στην απογραφή της ΕΣΥ (2001) και σε δομημένο ερωτηματολόγιο για την προέλευσή τους, τις εμπειρίες, τις συνθήκες διαβίωσης, την οικογενειακή τους κατάσταση, το μορφωτικό τους επίπεδο και τις προσδοκίες τους:
* Το 48,5% από αυτές είναι απόφοιτες Λυκείου, το 26,5% ΑΕΙ και πολλές παιδαγωγικών σχολών Υγείας ή οικονομικών επιστημών. Δηλαδή ασκούν τα επονομαζόμενα «γυναικεία επαγγέλματα».
* Στην πλειονότητά τους προέρχονται από την Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία και τις Φιλιππίνες, ενώ σε πολύ μικρό ποσοστό προέρχονται από άλλες χώρες της Ασίας.
* Μία στις πέντε έχει σύζυγο άλλης εθνικότητας -οι περισσότερες Ελληνα- για να εξασφαλίσουν το νόμιμο της παραμονής τους.
* Οι περισσότερες ζουν σε νοικιασμένα σπίτια και μοιράζονται ένα δωμάτιο με τουλάχιστον άλλα δύο συγγενικά πρόσωπα.
* Αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, την οποία οι περισσότερες μαθαίνουν μόνες τους και στον τόπο εργασίας τους εξαιτίας της ανεπάρκειας των κρατικών δομών.
Τα ευρήματα
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για τη συμμετοχή των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό της χώρας και για το ποσοστό τους στο σύνολο του πληθυσμού.
* Το 10,3% του συνολικού πληθυσμού της χώρας είναι πλέον μετανάστες (νόμιμοι και μη) και ανέρχονται σε 1.100.000-1.200.000. Τα μεταναστευτικά νοικοκυριά είναι 188.723, με μέσο αριθμό μελών 3,3 μέλη, έναντι 2,7 των ελληνικών νοικοκυριών!
* Το 67,2% των μεταναστριών προέρχονται από την Αλβανία, 11,3% από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, 16,5% από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και 5,1% είναι άλλων εθνικοτήτων [Πολωνές, Φιλιππινέζες, Πακιστανές (476), Ινδές (496)].
* Το 82,9% είναι εγκαταστημένες στα αστικά κέντρα.
* Το 45,6% είναι 25-44 ετών.
* Το 47,5% των Αλβανίδων δήλωσαν ότι ήρθαν στη χώρα μας για λόγους εργασίας, ενώ το 20% επικαλέστηκαν λόγους επανένωσης της οικογένειας.
* Το 10% των μεταναστριών από τη Βουλγαρία χαρακτηρίζουν την Ελλάδα «εργασιακό παράδεισο».
* Το 33% των Γεωργιανών ανέφεραν λόγους παλιννόστησης και συνένωσης της οικογένειας.
* Το 80% από τη Μολδαβία, την Ουκρανία και την Πολωνία, ανέφεραν εργασιακά κίνητρα.
* Το 62,7% είναι έγγαμες ή συζούν (87,4%) και το 8,7% άγαμες, χωρισμένες ή σε διάσταση.
* Μία στις δέκα είναι παντρεμένες με Ελληνες (21,9%), το 22,9% με συζύγους άλλης εθνικότητας. Το 94,1% των Ελλήνων συζύγων εργάζονται, ενώ ένα μικρό ποσοστό από αυτούς «περιμένουν να τους ζήσει η μετανάστρια σύζυγος».
Οι μετανάστριες εμφανίζουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από τους άνδρες και είναι απόφοιτες της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
* Το 89,2% των μεταναστών ανδρών και γυναικών είναι μισθωτοί-μισθωτές, σε αντίθεση με τους/τις Ελληνες-Ελληνίδες, μόνο 62,8%.
* Το 90% των μεταναστριών απασχολούνται σε οικιακές και παρεμφερείς εργασίες. (Τα αστικά νοικοκυριά εξυπηρετούνται από τις αλλοδαπές εξαιτίας της υποανάπτυξης του κράτους πρόνοιας και της έλλειψης δημόσιων υποδομών για τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας -ηλικιωμένους και παιδιά προσχολικής ηλικίας.)
* Το 63,6% των Αλβανίδων εργάζονται ως καθαρίστριες, οικιακές βοηθοί και baby sitters.
* Το 42,5% απάντησε ότι δεν έχουν καμία ασφάλιση, λόγω της άρνησης των εργοδοτών, ενώ το 31,8% είναι ανασφάλιστες γιατί δεν έχουν σταθερή εργασία, και δέχονται ευκαιριακή απασχόληση προκειμένου να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με την έρευνα, η δομή της αγοράς εργασίας, ο μεγάλος αριθμός μικρομεσαίων επιχειρήσεων οικογενειακού τύπου, η παραοικονομία και ο ανεπαρκής έλεγχος στην αγορά δημιουργούν ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη φθηνού εργατικού δυναμικού, σύμφωνα με το φύλο και την υπηκοότητα.
* Το 85,1% των μεταναστριών διαμένουν με ενοίκιο και με συγγενικά πρόσωπα (σύζυγο, παιδιά, γονείς, συγγενείς), ενώ οι γυναίκες από την Πολωνία και τις Φιλιππίνες ως «οικότροφες» στον χώρο εργασίας τους. Το 80% ζουν σε κατοικίες ενός-δύο δωματίων με άλλα δύο-τρία άτομα.
* Ολες (ποσοστό 100%) αντιμετωπίζουν γραφειοκρατικά προβλήματα για απόκτηση άδειας παραμονής και εργασίας, αλλά και άλλα, όπως η πολύωρη απασχόληση και οι αποδοχές για το ελληνικό επίπεδο ζωής.
* Στη διάρκεια της εγκατάστασής τους δηλώνουν ότι βοηθήθηκαν αποφασιστικά από συγγενικά πρόσωπα ή ομοεθνείς, από τα «άτυπα κοινωνικά δίκτυα», τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις ΜΚΟ, την Εκκλησία και τους Συλλόγους Μεταναστών.
* Παρά τις αντιξοότητες, το 38,5% «ονειρεύονται να μείνουν για πάντα στην Ελλάδα» και να «στήσουν τη δική τους επιχείρηση». Οι Πολωνέζες και οι Φιλιππινέζες εξέφρασαν την επιθυμία να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, ενώ μία στις τέσσερις από χώρες των Βαλκανίων και της πρώην ΕΣΣΔ προτιμά να πηγαινοέρχεται. Οι Αλβανίδες φαίνεται να έχουν υιοθετήσει τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Στο πρώτο σκέλος της έρευνας αξιολογήθηκαν τα δεδομένα της απογραφής του 2001 (ιδιαιτερότητες των οικονομικών μεταναστριών). Στοιχεία αντλήθηκαν από το νομικό καθεστώς για τους αλλοδαπούς και από τα προγράμματα νομιμοποίησής τους που εφαρμόστηκαν το 1998, το 2001 και το 2005.
Στο δεύτερο σκέλος αξιολογήθηκαν 612 ερωτηματολόγια (επί 1.000 που διανεμήθηκαν), στα οποία οι μετανάστριες απάντησαν γραπτώς.
«Ακριβή η ζωή στην Ελλάδα, μεγάλο πρόβλημα οι ρατσιστικές διακρίσεις»
Η Λύρια είναι 56 χρόνων. Μαζί με την οικογένειά της είχαν την τύχη να πέσουν σε ελληνική οικογένεια, η οποία τους φέρθηκε «ανθρώπινα», όπως παραδέχεται.
Με τη συμβολή της Ελληνίδας για την οποία εργάζεται, δέχθηκε να μιλήσει στην «Ε».
«Ηρθαμε στην Ελλάδα από την Αλβανία το 1997 οικογενειακώς, από μια χώρα όπου οι φωτιές του πολέμου κάπνιζαν. Ο άντρας μου ήταν στρατιωτικός. Ταυτόχρονα όμως είχε σπουδάσει Χημεία και Φιλοσοφία. Εγώ είχα τελειώσει το Λύκειο και είχα παρακολουθήσει ανώτερη οικονομική σχολή. Εργαζόμουν στην Αλβανία ως λογίστρια.
Η μεγάλη μας κόρη μόλις είχε προλάβει να τελειώσει το Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου των Τιράνων. Η μεσαία είχε τελειώσει το Δημοτικό και στην Ελλάδα ολοκλήρωσε το Μεσαίο Σχολείο (σ.σ.: εννοεί το Λύκειο), η μικρή τελείωσε Δημοτικό και Λύκειο στη χώρα σας.
Η πρώτη μας επαφή με την Ελλάδα μάς δημιούργησε την αίσθηση ότι περάσαμε την πόρτα του παραδείσου. Δεν ξέραμε τι θα συναντούσαμε».
- Δηλαδή τι συναντήσατε;
«Πρώτον, μια κόλαση με τη γλώσσα. Αισθανόμασταν σαν να βράζαμε μέσα σ' ένα καζάνι.
Δεύτερον, βιώσαμε τον ρατσισμό, παρά το γεγονός ότι αρχίσαμε να δουλεύουμε σε όποια δουλειά του ποδαριού μπορούσαμε.
Τρίτον, χωριστήκαμε ως οικογένεια στα τρία σημεία του ορίζοντα. Γι' αυτό φταίει και η νομοθεσία που αφορά τους οικονομικούς μετανάστες».
- Θα θέλατε να γίνετε πιο σαφής;
«Αρχικά να πω ότι όποιος δεν έχει λεφτά για να πληρώσει νομιμοποιητικά χαρτιά, δεν τα παίρνει και εξαναγκάζεται ή να απελαθεί ή να ξενιτευτεί. Ο άντρας μου έμεινε στην Ελλάδα όσο μπόρεσε να είναι νόμιμος. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Αλβανία. Η μεγάλη μου κόρη μαζί με τον άνδρα της -έχουν και οι δύο σπουδάσει Ιστορία- έφυγαν για την Αμερική. Ο γαμπρός μου εκεί άρχισε να δουλεύει σε οικοδομές, η κόρη μου παρακολούθησε σχολή Νοσηλευτικής και εργάζεται ως νοσοκόμα.
»Η δεύτερη κόρη -μιλά τέλεια ιταλικά, ελληνικά, αλβανικά και αγγλικά- μόλις τελείωσε το Λύκειο, έπρεπε να γυρίσει στην Αλβανία, ως παράνομη, εκτός αν δούλευε ώστε να ενταχθεί στη σχετική νομοθεσία και να πάρει παραμονή εργαζόμενης. Αρχισε να προσέχει μια γιαγιά και ταυτόχρονα φοιτούσε σε σχολή Νοσηλευτικής. Μετά, παντρεύτηκε έναν Ελληνα. Εκανε δυο παιδιά μαζί του. Δυστυχώς χώρισε, διότι ο Ελληνας είχε την απαίτηση να δουλεύει η κόρη μου και να κάθεται αυτός. Σήμερα δουλεύει και μεγαλώνει τα παιδιά της. Δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο, αλλά προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά σωστά: τα πηγαίνει στην παιδική χαρά, τα παρακολουθεί στο σχολείο κ.λπ.
»Η τρίτη κόρη μόλις τελείωσε το Λύκειο ήταν έτοιμη για απέλαση, διότι και αυτή για την Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Δεν ήταν πουθενά δηλωμένη. Μόνο αν έπιανε δουλειά θα μπορούσε να μείνει ως οικονομική μετανάστρια. Αυτό έκανε. Εργάζεται σε καφετέρια και ταυτόχρονα σπουδάζει υπολογιστές».
- Σας αρέσει η ζωή στην Ελλάδα;
«Θα μπορούσε να ήταν ονειρική. Ομως είναι δύσκολη. Επιβιώνουμε κάτω από συνθήκες ρατσιστικών διακρίσεων και δεν μπορούμε να αποταμιεύσουμε ούτε μία δραχμή».
- Ποια είναι τα όνειρά σας;
«Να ζούσε όλη η οικογένεια ενωμένη κατά προτίμηση στην Αλβανία, στις ρίζες μας. Ωστόσο, αυτό είναι από δύσκολο έως αδύνατο. Ετσι, εγώ μαζί με τον σύζυγό μου θα πάμε στην Αμερική, στο εγγόνι μας. Η κόρη μου και ο γαμπρός μου, ως ιστορικοί, την Ελλάδα λατρεύουν, όμως προτιμούν την Αμερική διότι εκεί το παιδί τους έχει υπόσταση. Εδώ θα ήταν ανύπαρκτο. Και οι άλλες δύο κόρες μου στην Ελλάδα θέλουν να ζήσουν. Ελπίζω κάποια μέρα να εξαφανιστούν οι ρατσιστικές διακρίσεις και τα παιδιά μου να εκπληρώσουν τα όνειρά τους».
«Ηρθαμε στην Ελλάδα από την Αλβανία το 1997 οικογενειακώς, από μια χώρα όπου οι φωτιές του πολέμου κάπνιζαν. Ο άντρας μου ήταν στρατιωτικός. Ταυτόχρονα όμως είχε σπουδάσει Χημεία και Φιλοσοφία. Εγώ είχα τελειώσει το Λύκειο και είχα παρακολουθήσει ανώτερη οικονομική σχολή. Εργαζόμουν στην Αλβανία ως λογίστρια.
Η μεγάλη μας κόρη μόλις είχε προλάβει να τελειώσει το Ιστορικό Τμήμα του Πανεπιστημίου των Τιράνων. Η μεσαία είχε τελειώσει το Δημοτικό και στην Ελλάδα ολοκλήρωσε το Μεσαίο Σχολείο (σ.σ.: εννοεί το Λύκειο), η μικρή τελείωσε Δημοτικό και Λύκειο στη χώρα σας.
Η πρώτη μας επαφή με την Ελλάδα μάς δημιούργησε την αίσθηση ότι περάσαμε την πόρτα του παραδείσου. Δεν ξέραμε τι θα συναντούσαμε».
- Δηλαδή τι συναντήσατε;
«Πρώτον, μια κόλαση με τη γλώσσα. Αισθανόμασταν σαν να βράζαμε μέσα σ' ένα καζάνι.
Δεύτερον, βιώσαμε τον ρατσισμό, παρά το γεγονός ότι αρχίσαμε να δουλεύουμε σε όποια δουλειά του ποδαριού μπορούσαμε.
Τρίτον, χωριστήκαμε ως οικογένεια στα τρία σημεία του ορίζοντα. Γι' αυτό φταίει και η νομοθεσία που αφορά τους οικονομικούς μετανάστες».
- Θα θέλατε να γίνετε πιο σαφής;
«Αρχικά να πω ότι όποιος δεν έχει λεφτά για να πληρώσει νομιμοποιητικά χαρτιά, δεν τα παίρνει και εξαναγκάζεται ή να απελαθεί ή να ξενιτευτεί. Ο άντρας μου έμεινε στην Ελλάδα όσο μπόρεσε να είναι νόμιμος. Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Αλβανία. Η μεγάλη μου κόρη μαζί με τον άνδρα της -έχουν και οι δύο σπουδάσει Ιστορία- έφυγαν για την Αμερική. Ο γαμπρός μου εκεί άρχισε να δουλεύει σε οικοδομές, η κόρη μου παρακολούθησε σχολή Νοσηλευτικής και εργάζεται ως νοσοκόμα.
»Η δεύτερη κόρη -μιλά τέλεια ιταλικά, ελληνικά, αλβανικά και αγγλικά- μόλις τελείωσε το Λύκειο, έπρεπε να γυρίσει στην Αλβανία, ως παράνομη, εκτός αν δούλευε ώστε να ενταχθεί στη σχετική νομοθεσία και να πάρει παραμονή εργαζόμενης. Αρχισε να προσέχει μια γιαγιά και ταυτόχρονα φοιτούσε σε σχολή Νοσηλευτικής. Μετά, παντρεύτηκε έναν Ελληνα. Εκανε δυο παιδιά μαζί του. Δυστυχώς χώρισε, διότι ο Ελληνας είχε την απαίτηση να δουλεύει η κόρη μου και να κάθεται αυτός. Σήμερα δουλεύει και μεγαλώνει τα παιδιά της. Δεν έχει καθόλου ελεύθερο χρόνο, αλλά προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά σωστά: τα πηγαίνει στην παιδική χαρά, τα παρακολουθεί στο σχολείο κ.λπ.
»Η τρίτη κόρη μόλις τελείωσε το Λύκειο ήταν έτοιμη για απέλαση, διότι και αυτή για την Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. Δεν ήταν πουθενά δηλωμένη. Μόνο αν έπιανε δουλειά θα μπορούσε να μείνει ως οικονομική μετανάστρια. Αυτό έκανε. Εργάζεται σε καφετέρια και ταυτόχρονα σπουδάζει υπολογιστές».
- Σας αρέσει η ζωή στην Ελλάδα;
«Θα μπορούσε να ήταν ονειρική. Ομως είναι δύσκολη. Επιβιώνουμε κάτω από συνθήκες ρατσιστικών διακρίσεων και δεν μπορούμε να αποταμιεύσουμε ούτε μία δραχμή».
- Ποια είναι τα όνειρά σας;
«Να ζούσε όλη η οικογένεια ενωμένη κατά προτίμηση στην Αλβανία, στις ρίζες μας. Ωστόσο, αυτό είναι από δύσκολο έως αδύνατο. Ετσι, εγώ μαζί με τον σύζυγό μου θα πάμε στην Αμερική, στο εγγόνι μας. Η κόρη μου και ο γαμπρός μου, ως ιστορικοί, την Ελλάδα λατρεύουν, όμως προτιμούν την Αμερική διότι εκεί το παιδί τους έχει υπόσταση. Εδώ θα ήταν ανύπαρκτο. Και οι άλλες δύο κόρες μου στην Ελλάδα θέλουν να ζήσουν. Ελπίζω κάποια μέρα να εξαφανιστούν οι ρατσιστικές διακρίσεις και τα παιδιά μου να εκπληρώσουν τα όνειρά τους».
Μ.ΠΙΝ.
Ενεση για το Ασφαλιστικό οι μετανάστες
«Η εκμετάλλευση των μεταναστών από τους εργοδότες και η μη αναγνώριση και διασφάλιση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων στην Ελλάδα έχει συνέπεια όχι μόνο τη διαιώνιση της φτώχειας τους και του κοινωνικού τους αποκλεισμού, αλλά και τη στέρηση σημαντικών πόρων από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης και επομένως αντανακλά στην όλη κοινωνικο-οικονομική ζωή της χώρας».
Η διευθύντρια ερευνών στο ΕΚΚΕ Χάρις Συμεωνίδου |
«Η σχέση ασφαλισμένων προς συνταξιούχους μειώθηκε από 2,46 το 1990 σε 1,79 το 2005 για την κύρια σύνταξη. Χωρίς τη μετανάστευση η αναλογία αυτή θα ήταν ακόμη χαμηλότερη, ενώ απαιτούνται 4-5 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο για την υγιή λειτουργία του συστήματος», είπε δίνοντας στοιχεία για τη σχέση μεταναστών και Ασφαλιστικού:
* Εχει υπολογιστεί ότι το 1 εκατομμύριο μεταναστών που βρίσκονται στην Ελλάδα καταβάλλουν το 11% των εισφορών που εισπράττουν τα ασφαλιστικά ταμεία.
*Στο ΙΚΑ το 2003 από τους 1.920.000 ασφαλισμένους, ο 1 στους 4 ήταν μετανάστης, δηλαδή οι 505.036, εκ των οποίων το 50% είναι αλβανικής καταγωγής, με αμέσως επόμενες κατηγορίες Ρώσους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Πακιστανούς.
*Πρόσφατη έρευνα του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έδειξε ότι 4 στους 10 εργαζομένους είναι ανασφάλιστοι και ότι 3 στις 10 επιχειρήσεις αναπόγραφες, γεγονός που οδηγεί σε εισφοροδιαφυγή και παραβίαση ωραρίων και ωρών απασχόλησης.
*Η εισφοροδιαφυγή και εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού των μεταναστών (και των Ελλήνων) έχει αποτέλεσμα σημαντικούς διαφεύγοντες πόρους από το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης: το 1993 100 δισ. δραχμές και το 2001 1 τρισ. δραχμές τον χρόνο.
*Αν υπήρχαν εισφορές από πλήρη ασφάλιση, το ΙΚΑ το 1998 θα εισέπραττε 200 δισ. δραχμές τον χρόνο. Δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν 4 δισ. ευρώ ετήσια απώλεια των ασφαλιστικών οργανισμών λόγω εισφοροδιαφυγής. Πρώτο σε απώλεια είναι το ΙΚΑ και ακολουθούν ο ΟΓΑ και το ταμείο αυτοαπασχολούμενων.
*Υπάρχει ακόμη ένα πρόβλημα που επίσης μειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές στα ταμεία: αν και οι μετανάστες εργάζονται σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, οι εργοδότες τούς ασφαλίζουν ως μερικά απασχολουμένους.
ΙΩ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου