Γράφει ο Χατζηπετρής
Ο Πωλ Λαφάργκ γεννήθηκε στην Κούβα το 1842 από Γάλλους γονείς, κι έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Σε ηλικία εννέα ετών βρέθηκε στη Γαλλία, όπου και σπούδασε στην Τουλούζη και το Μπορντό. Οι κοινωνικές του ανησυχίες τον έφεραν αρχικά πιο κοντά στις θεωρίες του αναρχικού Προυντόν. Αργότερα έγινε ενεργό μέλος της Α’ Διεθνούς κι έλαβε μέρος στην Παρισινή Κομμούνα αναλαμβάνοντας επαναστατικά καθήκοντα στη νοτιοδυτική περιοχή της Γαλλίας.
Μετά την αποτυχία της επανάστασης βρέθηκε κυνηγημένος στην Ισπανία και αργότερα (1872) βρέθηκε στη Χάγη όπου και έλαβε μέρος στο τελευταίο Συνέδριο της Α’ Διεθνούς. Στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο, όπου μαζί με τον I. Γκεντ ίδρυσαν το Μαρξιστικό Γαλλικό Εργατικό Κόμμα. Ήρθε συχνά αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη για πολιτικούς λόγους και οδηγήθηκε στις φυλακές. Παντρεύτηκε την κόρη του Κ. Μαρξ Λάουρα, η οποία του συμπαραστάθηκε στο έργο και τους αγώνες του. Το 1911 έβαλε τέρμα στη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του, μια και θεωρούσε πλέον τον εαυτό του ανίκανο, λόγω γήρατος, “να υπηρετήσει την εργατική τάξη” και για να “μη γίνει βάρος”, όπως εξηγούσε σε γράμμα που άφησε στο γραφείο του, στον εαυτό του και στους άλλους.. Ο Λαφάργκ υπήρξε ένας ευφυέστατος διανοούμενος αγωνιστής, με πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα, που εκτείνονταν από την οικονομία και την ιστορία μέχρι τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τη φυσιολογία. Υπήρξε ταλαντούχος συγγραφέας πολλών έργων, τα περισσότερα των οποίων μεταφράστηκαν μερικά μόλις χρόνια μετά το τραγικό τέλος του βίου του και στην Ελλάδα. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε στην περίπτωση του Λαφάργκ είναι το καταιγιστικό χιούμορ του και ο χειμαρρώδης λόγος του, ο οποίος όμως ούτε στιγμή δεν πέφτει στο επίπεδο της κοινής χυδαιολογίας και της φτηνής εριστικότητας , αισθάνεται μάλιστα συχνά την ανάγκη να επιχειρηματολογεί ταυτόχρονα για όσα ισχυρίζεται.
Αξιοσημείωτες και σπαρταριστές βρήκα επίσης τις ιστορικές αναφορές του, προκειμένου να δείξει ότι η αποθέωση της εργασίας από τους μπουρζουάδες, τους πληρωμένους κονδυλοφόρους και τα σακιά τα φουσκωμένα με ταμπάκο, όπως αποκαλεί τους ιερείς, είναι φαινόμενο του αιώνα και αποτέλεσμα της παρανοϊκής μανίας των αστών και των εμπόρων για περισσότερα κέρδη. Οι προλετάριοι, λέει ο Λαφάργκ, κανένα λόγο δεν έχουν να θέλουν να δουλέψουν περισσότερο: στην καλύτερη των περιπτώσεων θα προκαλέσουν άλλη μια κρίση υπερσσυσώσρευσης, για να μείνουν στη συνέχεια άνεργοι και πεινασμένοι, έστω κι αν παρήγαγαν όλο τον πλούτο στα “ιδανικά κάτεργα”. Από τη σκοπιά αυτή μαστιγώνει το αλλοτριωμένο γαλλικό προλεταριάτο που δέχτηκε ως επαναστατική κατάκτηση την εργάσιμη ημέρα των 12 ωρών:
“Δώδεκα ώρες εργασίας ημερησίως, αυτό είναι το ιδανικό των φιλάνθρωπων και των ηθικολόγων του δέκατου όγδοου αιώνα. Πως φτάσαμε ως εδώ! Τα σύγχρονα εργοστάσια έχουν γίνει ιδανικά κάτεργα στα οποία οι μάζες φυλακίζονται, και καταδικάζονται σε υποχρεωτική εργασία για δώδεκα ή δεκατέσσερις ώρες, όχι μόνο οι άνδρες αλλά και γυναίκες και παιδιά. Σκεφτείτε ότι οι γιοι των ηρώων του τρόμου (σ.μ. γκιλοτίνα της Γαλλικής Επαναστάσεως) έχουν αλλοτριωθεί από την θρησκεία της εργασίας, στο σημείο της αποδοχής, από 1848, ως επαναστατική κατάκτηση, του νόμου που περιορίζει την εργασία εργοστασίων σε δώδεκα ώρες. Πιστοποιούν ως επαναστατική αρχή το δικαίωμα να εργαστούν.Ντροπή στο γαλλικό προλεταριάτο! Μόνο οι σκλάβοι θα μπορούσαν να δεχθούν τέτοια ποταπότητα. Για έναν Έλληνα των ηρωικών χρόνων θα είχαν απαιτηθεί είκοσι έτη κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού προκειμένου να μπορέσει να συλλάβει το μυαλό του μια τέτοια χωριατιά.”*
Για να φθάσει στην συνειδητοποίηση της δύναμής του το προλεταριάτο, λέει αλλού ο Λαφάργκ, πρέπει να ποδοπατήσει τις προκαταλήψεις της χριστιανικής ηθικής, της οικονομικής ηθικής και της ανεξάρτητης ηθικής, χρειάζεται να επιστρέψει στα φυσικά ένστικτά του, πρέπει να απαιτήσει τα δικαιώματα της τεμπελιάς, που είναι χίλιες φορές πιο ευγενέστερα και πιο ιερά από τα αναιμικά δικαιώματα του ατόμου που περιγράφονται από τους μεταφυσικούς δικηγόρους της επανάστασης των αστών. Πρέπει να απαιτήσουν οι ίδιοι οι προλετάριοι εργασία τριών ωρών ημερησίως, και να κράτησουν την υπόλοιπη ημέρα και την νύχτα για ξεκούραση και γλέντι.
Η εξωφρενική λατρεία της εργασίας στην οποία έχει επιδοθεί ”τα τελευταία εκατό έτη” το προλεταριάτο είναι “η πιο φοβερή μάστιγα που έχει χτυπήσει ποτέ την ανθρωπότητα”, συνεχίζει ο Λ. Δεν αρνείται ωστόσο, ολοσδιόλου την εργασία, ούτε βεβαίως υποστηρίζει ότι κάποιοι πρέπει να ζουν σε βάρος των άλλων, όπως θα βιάζονταν να του προσάψουν πολλοί ηθικολόγοι της πεντάρας τότε και σήμερα: Η εργασία, υποστηρίζει ο Λ. μπορεί να γίνει ένα μόνο καρύκευμα στην ευχαρίστηση της αδράνειας, μια ευεργετική άσκηση στον ανθρώπινο οργανισμό, ένα πάθος χρήσιμο στον κοινωνικό οργανισμό, μόνο όταν ρυθμίζεται σοφά και περιορισμένα σε ένα μέγιστο όριο τριών ωρών ημερησίως.
Αυτό που είναι προς το συμφέρον των εργατών είναι να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, τον οποίο σοφά ο Λ. θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πολύπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, πνευματική και σωματική. Προτρέπει ακόμη τους “αποκτηνωμένους προλετάριους” να καταναλώσουν, επιτέλους, αυτά που παρήγαγαν και δεν απολάμβαναν ποτέ μέχρι τότε:
“Οι προλετάριοι, αποκτηνωμένοι από το δόγμα της εργασίας, μη καταλαβαίνοντας ότι η υπερεργασία που τους έχουν επιβάλει κατά τη διάρκεια του χρόνου της προσποιούμενης ευημερίας είναι η αιτία της παρούσας δυστυχίας τους, δεν τρέχουν στους μύλους του σίτου και δεν φωνάζουν: «Είμαστε πεινασμένοι, επιθυμούμε να φάμε. Αληθινά δεν έχουμε ένα φράγκο επαίτες όπως είμαστε, αλλά εμείς, εντούτοις είμαστε αυτοί, οι οποίοι συγκόμισαν το σίτο και συλλέξανε τα σταφύλια». Δεν πολιορκούν την αποθήκη εμπορευμάτων του Bonnet, ή του Jujurieux, του εφευρέτη των βιομηχανικών μονάδων φωνάζοντας:“Μ. Bonnet, εδώ είναι οι εργαζόμενες γυναίκες σας, οι εργαζόμενοι μεταξιού, οι κλώστρες, οι υφάντρες Αυτοί τρέμουν συμπονετικά κάτω από τα επιδιορθωμένα βαμβακερά τους φορέματα, όμως είναι αυτοί που έχουν υφάνει τις τηβέννους μεταξιού των μοντέρνων γυναικών όλης της χριστιανοσύνης. Τα φτωχά πλάσματα που απασχολούνται δέκα τρεις ώρες ημερησίως δεν είχαν κανέναν χρόνο να σκεφτούν την τουαλέτα τους. Τώρα, είναι άνεργοι και έχουν το χρόνο να νιώσουν το θρόισμα που κάνουν τα μετάξια που έχουν υφάνει. Από τότε που έβγαλαν τα πρώτα τους δόντια έχουν αφιερωθεί στο να αυξάνουν την περιουσία σας και έχουν ζήσει στην στέρηση. Τώρα έχουν ελεύθερο χρόνο και επιθυμούν να απολαύσουν λίγο από τους καρπούς της εργασίας τους.Ελάτε, κύριε Bonnet, δώστε τους τα μετάξια σας, ο κύριος Harmel θα τους εφοδιάσει με τα μουσελίνα του, ο κύριος. Pouyer-Quertier με τα βαμβακερά υφάσματά του, ο κύριος Pinet με τις μπότες του για τις αγαπητές εργάτριες που υποφέρουν τα μικρά γυμνά πόδια τους από το κρύο και την υγρασία. Ντυμένοι από την κορυφή ως τα νύχια των ποδιών και χαρούμενοι, θα είναι ευτυχισμένοι να δουλέψουν.Ελάτε, χωρίς καμία υπεκφυγή , εσείς είστε ένας φίλος της ανθρωπότητας, ή μήπως δεν είστε Χριστιανός στην πράξη;Θέστε στη διαθεσιμότητα των εργαζόμενων κοριτσιών σας την περιουσία που φτιάξατε από τη σάρκα τους. θέλετε να βοηθήσετε την επιχείρηση; Δώστε τα αγαθά σας στην κυκλοφορία, – εδώ υπάρχουν καταναλωτές έτοιμοι με απλωμένα τα χέρια. Δώστε τους απεριόριστη πίστωση. Αναγκάζεστε απλά για να δώσετε την πίστωση σε εμπόρους που δεν τους, οι οποίοι δεν σας έχουν δώσει ποτέ τίποτα, ούτε ακόμη και ένα ποτήρι νερό. Οι εργαζόμενες γυναίκες σας θα πληρώσουν το χρέος τους με το καλύτερο τρόπο που μπορούν. Εάν τα γραμμάτια τους διαμαρτυρηθούν, και δεν έχουν τίποτα να σας δώσουν, μπορείτε να απαιτήσετε να σας πληρώσουν με προσευχές. Θα σας στείλουν στον παράδεισο καλύτερα από τους μαύροντυμένους ιερείς σας που μουσκεύονται στον καπνό.”*
Οι επιπτώσεις της κοπιαστικής και πολύωρης εργασίας στη ζωή των προλετάριων παρουσιάζονται τραγικές ακόμα και για όσους παρασιτικά καταναλώνουν τα προιόντα του μόχθου των εργατών:
“Στην αρχή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής έναν αιώνας ή δύο πριν, ο αστός ήταν σταθερό άτομο των λογικών ηθών και μετρημένων συνηθειών. Ικανοποιούταν μόνο με μια σύζυγο, έπινε μόνο όταν ήταν διψασμένος και έτρωγε μόνο όταν ήταν πεινασμένος. Άφηνε στους Λόρδους και στις κυρίες της αυλής τους τις «ευγενείς αρετές» της έκφυλης ζωής. Σήμερα κάθε απόγονος των πρόσφατα πλουσίων το καθιστά επιβεβλημένο επάνω του να ενισχύει την πορνεία τον εύκολο πλουτισμό και να ρουφά μορφίνη, καλλιεργεί «αρρώστια» (αφροδίσια) που μόνο γιατρικό της έχει τον υδράργυρο κι αυτό για να δικαιολογήσει την εργασία στα ορυχεία υδραργύρου φουσκώνει το στομάχι του με ορτύκια γεμιστά με τρούφες και με το καλύτερο κρασί προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι κτηνοτρόφοι των πουλερικών και οι καλλιεργητές κρασιού ποικιλίας Bordelais. Σε αυτήν την ενασχόληση ο οργανισμός γίνεται γρήγορα ισχνός, οι τρίχες πέφτουν , τα δόντια σαπίζουν, το σώμα γίνεται παραμορφωμένο, το στομάχι παραλύει ανώμαλα, η αναπνοή γίνεται δύσκολη, οι κινήσεις γίνονται βαριές οι κλειδώσεις των δαχτύλων γίνονται δύσκαμπτες, οι λιγότερο ικανοί θα υποστούν τις συνέπειες της παραλυσίας προικισμένοι με τη φαλάκρα του Προυντονισμού, στεγνώνουν τους εγκεφάλους τους σαν τους Γκάρνις της πολιτικής οικονομίας, ή τους Ακολλά της νομικής φιλοσοφίας στη συγγραφή παχιών υπνωτικών βιβλίων για να απασχολήσουν τις ώρες ελεύθερου χρόνου στοιχειοθετών και των τυπογράφων.”*
Και λίγο παρακάτω:
“Οι γυναίκες της μόδας ζουν μια ζωή του μαρτυρίου, να δοκιμάσουν και να επιδεικνύουν τις νεράιδόμορφές τουαλέτες που οι ράφτρες πεθαίνουν για να τις ράψουν. Μετατοπίζονται όπως οι σαΐτες από το πρωί μέχρι τη νύχτα από τη μια τουαλέτα στην άλλη. Για ώρες μαζί παραδίδουν τα κούφια κεφάλια τους στους κομμωτές, οι οποίοι με οποιοδήποτε κόστος επιμένουν στο πάθος τους για την κατασκευή των ψεύτικων μαλλιών. Στρεβλωμένες στους κορσέδες τους, στριμωγμένες στις στενές μπότες τους, με ντεκολτέ που κάνει κι έναν ανθρακωρύχο να κοκκινίσει, περιφέρονται ολόκληρη τη νύχτα στους φιλανθρωπικούς χορούς και γκαλά προκειμένου να μαζέψουν μερικά φράγκα για τους φτωχούς μήπως και σωθούν οι Άγιες ψυχές τους!”*
Μόνο “οι κομμουνιστές φυσιολόγοι, οι υγιεινολόγοι και οι οικονομολόγοι” θα μπορούσαν να μπουν σε περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπου συγκρότησης της κοινωνίας που θα έχει στο κέντρο της όχι τον εργάσιμο αλλά τον ελεύθερο χρόνο, υποστηρίζει σεμνά ο Λαφάργκ. Αυτό που εύστοχα δείχνει είναι ότι “εξαιτίας των σύγχρονων μέσων της παραγωγής και της απεριόριστης παραγωγικής δύναμής τους είναι αναγκαίο να συγκρατηθεί το υπερβολικό πάθος των εργατών για την εργασία και να υποχρεωθούν να καταναλώνουν τα αγαθά που παράγουν.” Αν αυτά ίσχυαν τότε, και οι προλετάριοι εν πολλοίς δεν μπορούσαν να το συλλάβουν, η παραγωγικότητα σήμερα έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Λαφάργκ δε θα χρειαζόταν επιπλέον επιχειρήματα ως προς αυτό.
‘Οσον αφορά τώρα την κοινωνία του μέλλοντος και τους καπιταλιστές που είναι ανίκανοι να μας αποδείξουν ότι είναι αλήτες, θα τους επιτρέψουμε να ακολουθήσουν τα ένστικτά τους. Υπάρχει αφθονία επαγγελμάτων στα οποία μπορείς να τους τοποθετήσεις, λέει ο Λ.:“Ο Dufaure να καθαρίζει δημόσιες τουαλέτες, ο Gallifet να χειρουργεί τα ασθενή άλογα και τα γουρούνια. Τα μέλη της επιτροπής αμνηστίας να σταλούν στις μάντρες για να διαλέγουν τα βόδια και τα πρόβατα που θανατώνονται. Οι γερουσιαστές να παίξουν το ρόλο των εργολάβων και των υπηρετών στις νεκρικές πομπές. Όσον αφορά άλλους, τα επαγγέλματα θα μπορούσαν να βρεθούν για αυτούς με βάση το επίπεδο νοημοσύνης τους. Οι Lorgeril και Eroglie μπορούν να βουλώνουν μπουκάλια σαμπάνιας, μόνο που αυτοί θα έπρεπε να βάλουν φίμωτρο για να προφυλαχτούν οι πότες από τη δηλητηρίαση. Οι Ferry, Freycinet και Tirard να κάνουν απεντομώσεις σε δημόσια κτίρια. Εντούτοις, θα ήταν απαραίτητο τα δημόσια κεφάλαια να τεθούν μακριά από τους κεφαλαιοκράτες από οφειλόμενο σεβασμό για τις επίκτητες συνήθειές τους και την έφεση τους στη ρεμούλα .”*
Ας κλείσουμε με τα τελευταία λόγια του βιβλίου:
Ω! τεμπελιά μητέρα των τεχνών και των ευγενών αρετών, εσύ είσαι το βάλσαμο της ανθρώπινου πόνου!
Ω! τεμπελιά , δείξε οίκτο στη μακροχρόνια δυστυχία μας!
*Πηγή:http://athens.indymedia.org/local/webcast/uploads/to_dikaiwma_stin_tempeliaedc0se.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου