Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

μνήμη 3ης δεκέμβρη 1944


«Όμως ο πόλεμος δεν τελείωσε ακόμα

Γιατί κανένας πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ!».

Μ.Αναγνωστάκης

Η ουτοπία της Απελευθέρωσης στο τέλος του πολέμου, η προσδοκία ενός καινούριου κόσμου που ανατέλλει πάνω στα ερείπια της βαρβαρότητας, κράτησε λίγο στην Ελλάδα. Αιτία ήταν πως υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ουτοπία, αφού είχε ήδη βρει τους τόπους της, πολύ πριν τη γερμανική υποχώρηση, στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας. Το σύντομο επεισόδιο της Απελευθέρωσης ξεκίνησε με μια μαζική σφαγή στις 15 Οκτωβρίου 1944 άοπλων διαδηλωτών από τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών, που είχαν ταμπουρωθεί στα ξενοδοχεία γύρω από την Ομόνοια. Τελείωσε με τον ίδιο τρόπο, με την επίθεση της αστυνομίας στην ΕΑΜική διαδήλωση της Κυριακής 3 Δεκέμβρη 1944.

Οι υπουργοί του ΕΑΜ είχαν παραιτηθεί 3 μέρες νωρίτερα μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων κατά τις οποίες ο Γ. Παπανδρέου προσπαθούσε να επιβάλει μονομερή αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Αφού έδωσε άδεια για την πραγματοποίηση της διαδήλωσης, η (εναπομείνασα) κυβέρνηση την ανακάλεσε το βράδυ της προηγουμένης φοβούμενη δήθεν μια απόπειρα “ένοπλης κατάληψης της εξουσίας”. Πολλά λέχτηκαν και γράφτηκαν για το τι πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα. Οι κατευθυνόμενες φήμες περί “αιματηρής δράσης του ΕΛΑΣ” διοχετεύτηκαν έκτοτε σε αφθονία. Τόσο που η μετέπειτα τάση υποστασιοποίησης των ψυχροπολεμικών ψυχώσεων από την πλευρά του επίσημου κράτους αλλά και η εν πολλοίς μυθολογική προσέγγιση της αριστεράς “σκέπασαν” τη μνήμη εκείνης της διαδήλωσης, “της μεγαλύτερης διαδήλωσης που είχε γνωρίσει ποτέ η πρωτεύουσα”.

Ως ελάχιστη συνεισφορά στη μνήμη εκείνης της ημέρας θα επικαλεστούμε και θα παραθέσουμε εδώ (σε δική μας μετάφραση) την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα που δε θα μπορούσε παρά να είναι αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντι στη διαδήλωση. Είναι αυτή του Βρετανού αξιωματικού W. Byford-Jones όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του The Greek Trilogy (Resistance-Liberation-Revolution) που εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα το 1945 στο Λονδίνο (Hutchinson and Co., σσ. 137-139):

Στις 10 το πρωί κυκλοφόρησαν οι φήμες πως η ηγεσία του ΕΑΜ εργαζόταν ολονυχτίς προετοιμάζοντας τη διαδήλωση, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Πληροφοριοδότες της κυβέρνησης δήλωναν πως το ΕΑΜ καλούσε τον κόσμο χτυπώντας τις καμπάνες και τις σειρήνες και λέγοντας πως θα γίνει η πιο μεγάλη διαδήλωση-διαμαρτυρία ενάντια στην επέμβαση του στρατηγού Σκόμπυ και στη διαταγή αφοπλισμού των ανταρτών. Παρά τις φήμες ο λαός της Αθήνας συνέχιζε να κυκλοφορεί ανέμελος στην οδό Πανεπιστημίου, να κάθεται στις καφετέριες, ή να προετοιμάζεται για την ορχηστρική συναυλία που ήταν προγραμματισμένη για τις 11 . [...]

Η ιδέα της συναυλίας με έθελγε και πήγα μέχρι το θέατρο Παλλάς με τη σκέψη πως ήταν δίπλα στην Πλατεία Συντάγματος, και ότι θα ήμουν πολύ κοντά σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι εξαιρετικό.

Οι σιδερένιες πύλες του θεάτρου ήταν κλειστές και ένα πολυάριθμο φιλόμουσο κοινό περίμενε να ανοίξουν. Ένας κοντός και γεροδεμένος άνδρας με μακριές μπούκλες που ανέμιζαν κι ένα βιολί στο χέρι, εμφανίστηκε λέγοντας: “Νομίζω πως είναι ανώφελο να περιμένετε. Πολλά μέλη του προσωπικού και της ορχήστρας ανήκουν στο ΕΑΜ.”

Πριν προλάβει κανείς να απαντήσει, η ησυχία εκείνου του κυριακάτικου πρωινού ταράχτηκε ξαφνικά από το βόμβο ενός ποδοβολητού και συνθήματα που τα φώναζαν από τηλεβόες. “Τελικά την κάνουν τη διαδήλωση!” είπε ένα κορίτσι δίπλα μου. “Φοβάμαι πως θα γίνουν φασαρίες”.

Γύρισα τρέχοντας στη “Μεγάλη Βρετάνια” για να έχω θέα στην πλατεία. Πολύς κόσμος στεκόταν στην είσοδο κοιτάζοντας την πλατεία, απ’ όπου άρχισαν να καταφθάνουν πομπές ολάκερες ανθρώπων. Στα παράθυρα των δωματίων μπορούσα να ξεχωρίσω τα κεφάλια κάποιων πολεμικών ανταποκριτών που είχαν μόλις ξυπνήσει. Από τα παράθυρα του αστυνομικού τμήματος που ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο, κάποιες παράξενες φάτσες παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα.

Όλο το επόμενο τέταρτο της ώρας παρακολουθούσα τους διαδηλωτές να φτάνουν στην πλατεία ανεμίζοντας τα λάβαρα και τις σημαίες τους, Βρετανικές, Αμερικάνικες, Ρώσικες κι Ελληνικές. Καθώς η μεγάλη αυτή συγκέντρωση συγκροτούνταν, οι τηλεβόες συνέχιζαν να φωνάζουν τα συνθήματα: “Κάτω η επέμβαση”, “Τιμωρήστε τους δοσίλογους”, “Κάτω ο βασιλιάς”. Ο κόσμος που περπατούσε στο δρόμο ή στεκόταν μπροστά στο θέατρο Παλλάς άρχισε να συγκεντρώνεται μπροστά στη Μεγάλη Βρετάνια για να δει τη διαδήλωση, ενώ κάποιοι λίγοι έφυγαν.

Διάλεξα μια θέση στη γωνία της πλατείας μπροστά από το μπαρ που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στέγαζε την αστυνομική διεύθυνση, κι έβλεπα τη διαδήλωση να προχωράει. Η κεφαλή της είχε φτάσει μπροστά από την είσοδο των Παλαιών Ανακτόρων, όταν την προσοχή μου απέσπασαν οι φωνές μιας ομάδας αστυνομικών που στέκονταν στο μπαλκόνι του κτιρίου πάνω από το μπαρ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι αστυνομικοί είχαν προτάξει τα όπλα τους. Κάποιοι ήταν όρθιοι, κάποιοι γονατιστοί έτσι που έβλεπε κανείς μονάχα τα κεφάλια τους. Μερικοί στόχευαν τη διαδήλωση στο ψαχνό. Θεώρησα πως επρόκειτο για μια προληπτική ενέργεια σε περίπτωση που οι διαδηλωτές επιτεθούν στο αστυνομικό τμήμα. Η ελληνική αστυνομία είναι ένοπλη.

Η διαδήλωση πλησίασε: άντρες, γυναίκες και παιδιά πορεύονταν σε σειρές των οκτώ ή δέκα. Ένας στους τέσσερις κρατούσε μια σημαία συμμαχική, ελληνική, ή ένα πλακάτ πάνω στο οποίο ήταν γραμμένα με χτυπητό κόκκινο χρώμα τα συνθήματα που φώναζαν άνδρες και γυναίκες με αυτοσχέδιους τηλεβόες στις δύο πλευρές της πορείας. Ήταν μια τυπική διαδήλωση του ΚΚΕ-ΕΑΜ. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από δέκα-δώδεκα μέχρι εξήντα χρονών και βάλε. Μερικά παιδιά ήταν ξυπόλητα, οι περισσότεροι χωρίς πανωφόρια, αλλά υπήρχαν και πολλοί καλοντυμένοι. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ξεχώριζε το πλήθος νέων γυναικών από 18 μέχρι 30 χρονών. Δεν υπήρχε τίποτα το σκοτεινό ή απειλητικό στη διαδήλωση. Κάποιοι άντρες φώναζαν με φανατισμό προς το αστυνομικό τμήμα ή το ξενοδοχείο, αλλά υπήρχε και μια χιουμοριστική χροιά, με διάφορα αστεία και πειράγματα να ανταλλάσσονται ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον κόσμο που παρατηρούσε από τα πεζοδρόμια.

Την προσοχή μου τράβηξε πάλι το μπαλκόνι από πάνω μου, όπου ακούστηκε κάτι σαν παράγγελμα, στα ελληνικά. Η κεφαλή της διαδήλωσης τότε βρισκόταν σε λιγότερο από τριάντα μέτρα. Ο Μπάρμπερ του United Press μου εξήγησε αργότερα πως ήταν εντολή να πυροβολήσουν. Την επόμενη στιγμή οι αστυνομικοί τράβηξαν τη σκανδάλη, όχι ταυτόχρονα σαν ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν μερικοί να δίσταζαν να υπακούσουν στη διαταγή. Νόμιζα ακόμα πως ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα πάλι το πλήθος που πλησίαζε.

Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό που ένιωθα σαν να παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της στη διαδήλωση. Είχα ακούσει ατέλειωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γι’ αυτό που αντίκρυσα σ’ εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα meros10_photo2_small.jpgαρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και πολλοί άλλοι. Όμως το χειρότερο είχε συμβεί. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνεια, κουνώντας τις σημαίες τους, και τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Μια νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο στήθος της. Ένας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν από αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα από λίγο να ξεψυχάει. Ένα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του. Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της αστυνομίας, κι ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος.

Είδα κάποιους Άγγλους κοκκινοσκούφηδες να τρέχουν στο αστυνομικό τμήμα αλλά δεν ξέρω αν ήταν για να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, σε μια στιγμή ο κόσμος σηκώθηκε, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, και βλέποντας τότε πια ποιοι είχαν σκοτωθεί, ποιοι ήταν τραυματίες , ποιοι σώθηκαν. Μαζεύτηκαν κατά ομάδες κοιτάζοντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας το όνομά τους και ανακοινώνοντάς το και στους άλλους. 1rey8c1.jpgΟι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά. Πάνω από εκατό διαδηλωτές, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών κείτονταν νεκροί ή τραυματίες. Πολλές χιλιάδες κόσμου βρυχώταν εκτοξεύοντας απειλές και βρισιές στην αστυνομία. Ήταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω ποτέ δει. “Θα μπούνε όλοι στο αστυνομικό τμήμα τώρα” είπε κάποιος που βρισκόταν κοντά μου. Βρετανικά τανκς κατέφτασαν και άρχισαν να παίρνουν θέσεις γύρω από το κτίριο, φτιάχνοντας ένα σιδηρούν προστατευτικό παραπέτασμα στις δύο πλευρές του αστυνομικού τμήματος. Οι διαδηλωτές στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν, έσκιζαν τα πουκάμισά τους και φώναζαν “Σκοτώστε με, δειλοί, τσιράκια του Παπαντρέου!”. Όσοι βρεθήκαμε μέσα στη γραμμή του πυρός, περίμεναμε ανά πάσα στιγμή την ένοπλη απάντηση του ΕΑΜ. Στην ταράτσα των γραφείων του ΚΚΕ υπήρχε ένα πολυβολείο που θα μπορούσε να θερίσει την αστυνομική ζώνη με καταιγιστικά πυρά. Αλλά το ΕΑΜ αρκέστηκε στις κατάρες και τις απειλές. Ήταν τέτοια η οργή του πλήθους που, αν είχαν ανοίξει πυρ, ο εμφύλιος θα ξέσπαγε εκείνη την ίδια στιγμή. Όσοι παρακολουθούσαμε μαζέψαμε τους τραυματίες και τους βάλαμε σε αυτοκίνητα που τους μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εγώ μετέφερα ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που πυροβολήθηκε στο πόδι κι είχε ένα επιπόλαιο επιφανειακό τραύμα στο κεφάλι. Ήταν χλωμή και υποσιτισμένη, και με κοίταζε χαμογελώντας ανόρεχτα.”

Στην κηδεία των θυμάτων την επομένη εμφανίστηκε ξανά μια πελώρια πένθιμη πομπή του κόσμου των εργατών, των γυναικών, των φτωχών μεροκαματιάρηδων των προσφυγικών γειτονιών. Μέχρι το βράδυ σχεδόν της ίδιας μέρας το ΕΑΜ αρκούνταν σε “κατάρες και απειλές”. Με την κατάληψη των πρώτων αστυνομικών τμημάτων από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ το βράδυ της 4ης προς 5 Δεκέμβρη ξεκίνησε η μάχη των 33 ημερών που έμεινε γνωστή ως Δεκεμβριανά και κατέληξε στην στρατιωτική ήττα του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα από τις συμπορευόμενες δυνάμεις των βρετανικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων, της βασιλόφρονος Ορεινής Ταξιαρχίας και των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας που επανεξοπλίστηκαν απέναντι στον εχθρό του “κοινωνικού μας καθεστώτος”.

Ήταν η πρώτη ένοπλη επέμβαση εναντίον των δυνάμεων της αντιφασιστικής αντίστασης στην Ευρώπη και τούτο πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος! Αντίπαλος δεν ήταν ένα κόμμα, ούτε μια “ένοπλη ανταρσία” όπως καταγράφηκε στα επίσημα κρατικά κατάστιχα. Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος του ΕΑΜικού κινήματος που είχε ήδη γεννηθεί μέσα στην κατοχή, ο κόσμος εκείνων που ως τότε δεν είχαν μήτε φωνή μήτε λόγο, μα δημιούργησαν, πληρώνοντας βαρύ τίμημα αίματος, μια νέα ζωή στις μαζικές συλλογικές πρακτικές λαϊκής εξουσίας, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, τέχνης, στις τέσσερις γωνιές της Ελλάδας. Αυτός ο κόσμος έπρεπε να συντριβεί για να διατηρήσουν οι προπολεμικές ελίτ την εξουσία τους στη χώρα. Θα χρειαζόταν ακόμα πολύς καιρός και μια συστηματική και θεσμοθετημένη θηριωδία. Η σφαγή του Δεκέμβρη ήταν μία -η πιο οργανωμένη και συμβολικά σημαντική- από τις επιθέσεις στον άμαχο, ανώνυμο πληθυσμό που πολέμησε για τη νίκη της “ελευθερίας” και της “δημοκρατίας” ενάντια στο φασισμό και τη βαρβαρότητα.

Το γεγονός ήταν απλά ο προάγγελος για τον διαρκή πόλεμο που κηρυσσόταν, από εκείνη κιόλας τη στιγμή, σε κάθε σκίρτημα της επανάστασης που αναδύθηκε από την αντιφασιστική νίκη. Κι η ανάμνηση αυτού του εγκλήματος του κράτους δεν είναι παρά μια ελάχιστη απόπειρα να ξαναστήσουμε στη μνήμη και στον κοινό μας λόγο τον κόσμο αυτόν που ακόμα κι αν χρειάστηκε να τον θερίσουν αλλεπάλληλες φορές γερμανικά, εγγλέζικα, αμερικανικά κι ελληνικά πολυβόλα κι εκτελεστικά αποσπάσματα υπήρξε πολύ δυνατός και πολύ πεισματάρης για να χαθεί.

-

Υ.Γ. Ξαναδιαβάζοντάς το, ανακαλύψαμε πως μια πρώτη ελληνική μετάφραση του παραπάνω κειμένου σε έντυπη μορφή παρατίθεται ατο βιβλίο του Θ. Κουτσουμπού, Ελλάδα 1941-1945. Πόλεμος των χωρικών και Κοινωνική Επανάσταση, Αθήνα, Λέων, 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες