Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Ενάντια στην «κουλτούρα του βιασμού»…




εισήγηση των terminal119

«Η 16χρονη μαθήτρια έφυγε κλαίγοντας και πήγε στο γραφείο των καθηγητών, όπου την ακολούθησαν οι τέσσερις συμμαθητές της, επιμένοντας να κάνει έρωτα μαζί τους. Στη συνέχεια, όπως καταγγέλλει, την χτύπησαν. Εκείνη διέφυγε πάλι στο χώρο που βρίσκονται οι τουαλέτες του σχολείου όπου υπέστη βιασμό. Πάνω στην ταραχή της, ανέφερε, αντιλήφθηκε κάποιον από τους τρεις να καταγράφει στο κινητό τηλέφωνό του όσα διαραματίζονταν. «Εγώ καθ' όλη τη διάρκεια έκλαιγα, τσίριζα και παρακαλούσα να σταματήσουν, αλλά εκείνοι μου φέρονταν σαν κτήνη» αναφέρει στην κατάθεσή της, σύμφωνα με την εφημερίδα»[i].

Το περιστατικό της Αμαρύνθου τον Οκτώβρη του 2006 έπαιξε έναν κομβικό ρόλο όχι μόνο για το τεύχος που εκδώσαμε αλλά και για τη γενικότερη πολιτικοποίησή μας. Ως τότε για μας τα περιστατικά βιασμού στην ελληνική κοινωνία ήταν μια μακρινή πραγματικότητα. Μετά την Αμάρυνθο και τη διαδήλωση στην οποία συμμετείχαμε εκεί, αντιληφθήκαμε ότι κάτι βαθύτερο συνέβαινε. Στην Αμάρυνθο συναντήσαμε, όπως γράψαμε αργότερα σε ένα κείμενό μας, ένα νέο για μας ανθρωπολογικό τύπο «πολίτη», τον συνειδητά βιαστή ή, έστω, τον πλήρη απολογητή του βιασμού. Γνωρίζαμε και πριν την Αμάρυνθο για το σεξισμό ή το ρατσισμό των υποκειμένων, αυτό που έγινε όμως αντιληπτό σε μας μετά από εκείνη την εμπειρία, με έναν μάλλον επώδυνο τρόπο, ήταν το ότι πρέπει να αποδίδουμε σε κάθε υποκείμενο την ευθύνη των λόγων και των πράξεών του. Κανένας άνθρωπος δεν είναι χαζός και άβουλος, κανείς δε χρειάζεται να σωθεί από τις διανοητικές μας πρωτοπορίες. Σε μερικά μέρη, σε μερικές γειτονιές, σε μερικά σπίτια τα πράγματα ήδη είναι οξυμένα και μας περιμένουν να πάρουμε θέση αναλόγως.

Το τεύχος ενάντια στον βιασμό προέκυψε κάπως έτσι ως ανάγκη. Ο βιασμός είναι ένα ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε εντατικά το δεύτερο κύμα των φεμινισμών και ως αναγνώστριες μιας βιβλιογραφίας αυτού του δεύτερου κύματος, νιώθαμε περισσότερο εξοικειωμένες με το θέμα. Εξάλλου, είναι ένα από τα ζητήματα αιχμής της φεμινιστικής πολιτικής γιατί, στην ουσία, αποτελεί ένα από τα όπλα αιχμής της, θα λέγαμε, «αντρικής πολιτικής». Εκ των υστέρων κρίνουμε πως και η Αμάρυνθος ήταν κάτι που μας ώθησε να κινηθούμε για ένα τέτοιο τεύχος. Θα επαναλάβουμε εδώ αναγκαστικά κάποια κομμάτια του τεύχους που ίσως θα κουράσουν αυτούς που το έχουν διαβάσει αλλά θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να επαναληφθούν για τους σκοπούς της εισήγησης.

Μία από τις πιο σοκαριστικές στατιστικές που μαθαίνει κανείς όταν αρχίζει να ασχολείται με το ζήτημα, γενικότερα, της βίας κατά των γυναικών είναι πως αυτού του είδους η βία αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου των γυναικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν από τα αυτοκινητιστικά και τους καρκίνους. Πιο συγκεκριμένα, μάλιστα, οι βιασμοί στην Ελλάδα, τη λεγόμενη «πρωτεύουσα των βιασμών» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπολογίζονται στους 4,500 ετησίως, εκ των οποίων το 34% γίνονται εις βάρος ανήλικων κοριτσιών[ii]. Και ακόμη χειρότερα, είναι αποτέλεσμα της ελληνικής ιδιαιτερότητας πως οι βιασμοί δε θεωρούνται καν πρόβλημα. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που καλλιεργεί με υπερηφάνεια τη δική της κουλτούρα του βιασμού. Από την όλο και εντονότερη εκμάθηση ενός βίαιου προτύπου αρρενωπότητας στα σχολεία, στα γήπεδα, στα καφενεία, στα μπουρδέλα, εκεί όπου «ο Έλλην αναστενάζει…» και μέχρι τη μηδενική ύπαρξη ξενώνων περίθαλψης κακοποιημένων γυναικών, τη μηδενική ύπαρξη γραμμών βοήθειας, τη μηδενική πρόληψη και καταστολή του φαινομένου.

Είναι ενδεικτικό για παράδειγμα το πώς αυτοί που με βάση τους υπάρχοντες νόμους είναι υπεύθυνοι να αντιμετωπίζουν και να χειρίζονται περιστατικά βιασμού, όπως οι έλληνες δικαστές, οι έλληνες αστυνομικοί και οι έλληνες ιατροδικαστές, είναι συνήθως υποκείμενα όχι απλά συντηρητικά και στενόμυαλα αλλά και πολλές φορές συμμέτοχοι ακριβώς της ίδιας της κουλτούρας του βιασμού! Για παράδειγμα, ο Φίλιππος Κουτσαύτης, ένας ιατροδικαστής που έχει ασχοληθεί στην καριέρα του με πολλούς βιασμούς μας λέει πως μόνο το 20% των περιστατικών βιασμών που εξετάζει είναι αληθινοί… υπονοώντας βέβαια ότι για το 80% των περιστατικών που φτάνουν στα χέρια του δεν δίνει την ιατρική πιστοποίηση. Θα έπρεπε να συνδυάσουμε βέβαια αυτό το δεδομένο με την τεράστια προσπάθεια που κάνει η ελληνική αστυνομία να αποτρέψει θύματα βιασμού να καταγγείλουν το τι έπαθαν καθώς και τη μεγάλη δουλειά που κάνει η έντιμη ελληνική δικαιοσύνη να ξύσει το τραύμα του θύματος βιασμού, ελαφρύνοντας παράλληλα τη θέση του δράστη. Όλα αυτά, βέβαια, δεν συμβαίνουν λόγω μιας έμφυτης κακίας που χαρακτηρίζει όλους αυτούς τους νευραλγικούς θεσμούς αλλά μάλλον λόγω της πλήρους πίστης τους στην κυρίαρχη ιδεολογική φαντασιακή σημασία σε ότι αφορά στις έμφυλες σχέσεις σήμερα, δηλαδή την πατριαρχία και, βεβαίως, στην κυρίαρχη κανονιστική αρρενωπότητα.

Μιλάμε για αρρενωπότητα εδώ – και όχι απλώς για άντρες δικαστές, μπάτσους, γιατρούς - μιας και δεν θέτουμε ζητήματα ουσιαστικά ανατομίας ή βιολογίας, αλλά μάλλον ένα γενικότερο ζήτημα θέσμισης και φαντασιακών σημασιών. Είναι γεγονός πως και οι γυναίκες δικαστίνες τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από τους άντρες συναδέλφους τους, όντας εγκλωβισμένες κατά έναν τρόπο στις ίδιες κυρίαρχες σημασίες. Η αρρενωπότητα αυτή, ως θεσμισμένη κοινωνική φαντασιακή σημασία, είναι που ενσωματώνει λόγους, πρακτικές και αντιλήψεις γύρω από το πώς διακρίνονται τα φύλα ιεραρχικά. Ειδικότερα, δε, κατασκευάζει λόγους, πρακτικές και αντιλήψεις γύρω από τους βιασμούς των γυναικών. Λέμε, λοιπόν, ότι αυτή η αρρενωπότητα είναι κανονιστική στο μέτρο που θεσμίζει, διά των υποκειμένων της, διά των κοινωνικών σχέσεων που τη φέρουν, ένα σύνολο κανόνων που τηρούνται βίαια και απαρέγκλιτα, ανεξαρτήτως διαφοροποιήσεων, ώστε να κατασκευάζουν, να αποκλείουν και να ελέγχουν όσες και όσους αποκλίνουν από την κυρίαρχη ηγεμονική της μορφή. Είναι αυτές οι φαντασιακές σημασίες ακριβώς που έχουν θεσμιστεί στην Ελλάδα ώστε οι βιασμοί να αποτελούν σιωπηρές ιστορίες με «σκοτεινούς αριθμούς», βασικά ένα προσωπικό πρόβλημα, καταδικασμένο με ντροπή να συζητιέται στην ιδιωτική σφαίρα, στην καλύτερη περίπτωση ένα θέμα για τα αστυνομικά ρεπορτάζ. Με αυτή την έννοια, η κουλτούρα του βιασμού που, για μας, αποτελεί όλο το έδαφος προετοιμασίας του εγκλήματος είναι απλώς αυτονόητη. Στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται και δεν ονομάζεται καν ως βία. Όχι μόνο κανείς δεν ενδιαφέρεται για τους βιασμούς, αλλά όλοι τρέχουν να υποστηρίξουν τους καημένους βιαστές, που είναι «παραστρατημένοι άνθρωποι», «ψυχικά διαταραγμένοι», «είτε προκλήθηκαν από το θύμα» είτε οτιδήποτε…

Η, δε, αμφισβήτηση του θύματος είναι ο κανόνας, οι «ψευδείς καταγγελίες βιασμών» είναι το ψωμοτύρι του κάθε άντρα που συζητά για το θέμα. Από το πορνογραφικό συνεχές στην υποβάθμιση του λόγου της «άλλης», από τους νόμους του κράτους μέχρι το πνίξιμο των χώρων για την έκφραση των γυναικείων βιωμάτων, από «την οργάνωση του κρεβατιού» ως τους δήθεν ριζοσπαστικούς λόγους για την εξουσία – κι αυτά είναι μόνο κάποια παραδείγματα – το δόγμα της ελληνικής κατάστασης μοιάζει να λέει: «Υπάρχουν χίλιοι λόγοι να δείρεις και να βιάσεις μια γυναίκα, ούτε ένας λόγος να το καταγγείλεις!»[iii].

Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να συζητηθεί κάτι με αφορμή έναν βιασμό: το θύμα να είναι ανήλικο ή υπερήλικο ώστε να υπάρχει ένα «γκροτέσκο» στοιχείο, το έγκλημα να είναι αποτρόπαιο και ειδεχθές, ώστε να εγείρει γενικότερα κοινωνικά ερωτήματα, το θύμα να είναι επώνυμο, ώστε να έχει μια πικάντικη διάσταση το θέμα, ο θύτης – τέλος – να είναι ξένος ώστε να γίνει εθνικιστική χρήση του περιστατικού.

Για παράδειγμα, πέρυσι, στις 24 Δεκέμβρη του 2007, 15-20 κουκουλοφόροι εισέβαλαν στο σπίτι όπου έμεναν δύο Σουδανοί, τους οποίους χτύπησαν με λοστούς! Είχε προηγηθεί- σύμφωνα με καταγγελίες- ο βιασμός 57χρονης γυναίκας από άγνωστο δράστη πριν από περίπου μία εβδομάδα.. Εικάζεται ότι οι άγνωστοι επιχείρησαν «να πάρουν εκδίκηση» για την υπόθεση, με μοναδικό στοιχείο το χρώμα του δέρματος των θυμάτων τους!

Ο βιασμός, για μας, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα αλλά τον ίδιο τον κανόνα της βίας. Δίπλα στο θεσμό της πορνείας αλλά και αυτόν της πορνογραφίας, αν και με ξεχωριστούς τρόπους, δημιουργούν ένα τρίπτυχο νομιμοποιημένης βίας εις βάρος των γυναικών που ακάθεκτα αλωνίζει στη Δύση και αλλού. Μέσα από αυτό το τρίπτυχο, οι άντρες καταφεύγουν στη βία ή την απειλή ενάντια στις γυναίκες εξυπηρετώντας, μεταξύ άλλων, και τους δύο εξής σκοπούς: α) τον αποκλεισμό των γυναικών από ορισμένους τομείς της κοινωνικής ζωής (ή τουλάχιστον τον περιορισμό της δράσης τους) και β) τον διά του φόβου εξαναγκασμό τους σε ορισμένες συμπεριφορές. Αυτό το πρακτικό νόημα, μεταξύ άλλων, έχει και ο συνεχής φόβος του βιασμού που διακατέχει μια γυναίκα, δηλαδή τη συνεχή συντήρηση της ύπαρξής της θέσης της μέσα στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Τα τελευταία χρόνια, εκτός από αυτό το αιώνιο τρίπτυχο, έχουμε να κάνουμε και με ένα είδος σύγχρονης σκλαβιάς που έχει ονομαστεί τράφικινγκ. Εκείνο που ενώνει όλες αυτές τις μορφές εξουσίας είναι αυτό που τόσο σωστά περιέγραψε ένας έλληνας δουλέμπορος γυναικών με δικά του λόγια, όταν δημοσιογράφοι τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό: «Άκου να δεις», είπε, «οι γυναίκες είναι το πιο εύκολο εμπόρευμα. Το κλωτσάς και πάει μόνο του στην αγορά». Παρεμπιπτόντως, να σημειώσουμε πως το 65% των αφεντικών του τράφικινγκ στην Αθήνα είναι Έλληνες.

Δε θα σταθούμε σήμερα στο φαινόμενο της πορνείας, αρκεί απλώς να διαπιστώσουμε την κατάφωρη αδικία που υφίστανται οι εκδιδόμενες γυναίκες σε αυτή την περίπτωση, όταν σε όλη τη χώρα λειτουργούν χιλιάδες οίκοι ανοχής, από τους οποίους το 90% παράνομοι, όπου πουλιούνται γυναικεία σώματα για λίγες ώρες, πολλές φορές, δε, βιάζονται και σχεδόν πάντοτε, εξευτελίζονται[iv] χωρίς να τους αναγνωρίζεται οποιοδήποτε δικαίωμα εργασίας και νομιμοποίησης.

Σε αυτή την εισήγηση, εδώ, θα δώσουμε λίγη έμφαση στον βοηθητικό ρόλο που πιστεύουμε ότι επιτελεί η πορνογραφία ως προς την συνολικότερη κουλτούρα του βιασμού. Κι αυτό γιατί ήταν από αυτά που θεωρούμε σημαντικά ζητήματα στο τεύχος μας. Ας πούμε ξανά προκαταβολικά ότι δεν γράψαμε ούτε επιθυμούμε να γράψουμε ούτε μια αράδα κριτικής για την gay/ lesbian πορνογραφία, ασχολούμαστε αποκλειστικά με την mainstream στρέιτ πορνογραφία που αποτελεί και το 99% των περιπτώσεων που συναντά κανείς μπροστά του σήμερα.

Γιατί όλη αυτή η ενασχόληση με την πορνογραφία στο τεύχος που ασχολείται με την κουλτούρα του βιασμού? Μήπως θεωρούμε την πορνογραφία υπεύθυνη για όλα τα κακά του κόσμου, μήπως είμαστε κατά βάθος άνθρωποι και ανθρωπίνες του Θεού, μήπως ηθικολογούμε, μήπως λογοκρίνουμε, μήπως δεν έχουμε καλή σχέση με το σεξ, μήπως είμαστε απλά «άπαρτοι/ες»?

Θέλουμε να μιλήσουμε για την ετεροσεξουαλική πορνογραφία γιατί την θεωρούμε συμπύκνωση νοημάτων και σημασιών που διέπουν, διατρέχουν και διαιωνίζουν την πατριαρχική κοινωνία. Η πορνογραφία δεν περιορίζεται στο χώρο του βίντεο κλάμπ και του στριπτιζάδικου και στον ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο προβολής των ταινιών σεξ. Δεν είναι μόνο τα soft ή hard πορνό, δεν είναι μόνο τα περιοδικά για «πραγματικούς άντρες» και για «γυναίκες με πάθος», δεν είναι μόνο τα ψηλά τακούνια ή οι κόκκινες γόβες. Είναι και τα Viagra στα φαρμακεία (αυτά που υπόσχονται την ολοκληρωμένη αντρική στύση), είναι και η σεξουαλική γλώσσα της επιβολής (π.χ. «αυτή θέλει ένα πούτσο για να στρώσει», «θα της πετάξω τα μάτια έξω») και της αντικειμενοποίησης (π.χ. «ωραίο μουνί για γαμήσι»), αλλά κυρίως είναι η «χαρούμενη» υποταγή της γυναίκας, είναι «το όχι που σημαίνει ναι» και η νομιμοποίηση του βιασμού. Αυτό είναι η πορνογραφία… Μιλάμε εδώ για την κυρίαρχη, ετεροσεξουαλική πορνογραφία, την συγκεκριμένη κουλτούρα που κυκλοφορεί ανάμεσα και μέσα μας, αυτή στην οποία μαθητεύσαμε άθελά (Wink μας.

Η πορνογραφία δεν είναι η ουδέτερη κουβέντα γύρω από ζητήματα σεξ. Υποτίθεται ότι είναι ουδέτερη, ότι απλά καταγράφει μεγεθυμένα μια «φυσική» συμπεριφορά ή μια «αφύσικη παρέκκλιση»[v]. Η πορνογραφία είναι αποτελεσματική μέθοδος εκμάθησης των νέων αντρών πως το αρσενικό αφού έχει πέος έχει και ορμές και αυτές πρέπει οπωσδήποτε να εκτονώσει. Όταν μιλούν οι ορμές δεν υπάρχει λογική ούτε ευαισθησία (και όλο το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ της εκπλήρωσης τους…). Επιπλέον, η πορνογραφία εκπαιδεύει πως η γυναίκα αποτελεί ένα μέσο, ένα σύνολο από τρύπες για την αντρική ευχαρίστηση. Η γυναίκα της πορνογραφίας είναι καταπιεσμένη: η ηδονή της από το σεξ είναι ακριβώς το να καταφάσκει σε αυτή την καταπίεση∙ όσο πιο πολύ ταπεινώνεται τόσο πιο πολύ ηδονή παίρνει. Επιπλέον, προβάλλεται τόσο ως ακόρεστη σεξουαλικά όσο και ως προκλητική σεξουαλικά («πήγαινε γυρεύοντας», κάτι πάνω της προκάλεσε την επίθεση).

Η πορνογραφία δημιουργήθηκε για τα αντρικά μάτια και τις αντρικές επιθυμίες. Η μυθολογία της πατριαρχικής πορνογραφίας κάνει διακηρύξεις για τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Μας λέει πώς πρέπει να είναι η σεξουαλικότητα μας (πώς; να κάνει κάποια αυτό που επιθυμούν οι άντρες ελεύθερα και χαρούμενα). Από το πολύ παραμύθι, στο τέλος εσωτερικεύεται μια εικόνα για την σεξουαλικότητά μας: αυτή της πορνογραφίας (εκτός αν καταφέρουμε να σταθούμε κριτικά απέναντί της καθώς πάντα υπάρχουν περιθώρια άρνησης), εκπαιδευόμαστε στην σεξουαλική υποταγή και την ερωτικοποιούμε, υπάρχει διέγερση πλέον από αυτήν. Έτσι νομιμοποιείται ο εξαναγκασμός («δεν βιάζουν οι άντρες, οι γυναίκες είναι μαζοχίστριες και το επιδιώκουν»). Επιπλέον, αυτή η λέξη (μαζοχίστρια), που χρησιμοποιείται από τον κάθε μαλάκα καθημερινά αναφέρεται σε κάθε μορφή υποταγής: από τη σεξουαλική πράξη (που «κατά βάθος της αρέσει»…) ως το πλύσιμο των πιάτων (που παραδόξως κι αυτό «κατά βάθος της αρέσει»…)[vi].

Αναγνωρίζουμε ότι η εξέλιξη της πορνογραφίας ως βιομηχανίας εκατομμυρίων δολαρίων μπορεί να είναι δυνατή μόνο μέσα στο συγκεκριμένο οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο (στον πατριαρχικό καπιταλισμό). Γράφει πολύ εύστοχα η Andrea Dworkin για τους αντικαπιταλιστές επαναστάτες της εποχής της που υποστήριζαν ότι «η πορνογραφία είναι ελευθερία» :

«… Ο καπιταλισμός δεν είναι κακός ή αγροίκος όταν το εμπόρευμα είναι ή πόρνη∙ το κέρδος δεν είναι κακό ή απαράδεκτο όταν ο αλλοτριωμένος εργάτης είναι ένα κομμάτι γυναικείο κρέας∙ η αφαίμαξη του κοινού δεν είναι κακή η απαράδεκτη όταν οι διάφορες εταιρίες, τα οργανωμένα συνδικάτα του εγκλήματος, πουλάνε μουνί∙ ο ρατσισμός δεν είναι κακός και απαράδεκτος όταν το «μουνί» κάθε φυλετικής απόχρωσης ανοίγει τα σκέλια του για την τέρψη οποιουδήποτε άντρα∙ η φτώχεια δεν είναι κακή ή απαράδεκτη όταν αφορά αποστερημένες γυναίκες πού δεν έχουν να πουλήσουν τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους∙ η βία του δυνατού ενάντια στον αδύνατο δεν είναι κακή ή απαράδεκτη όταν ονομάζεται σεξ∙ η δουλεία δεν είναι κακή ή απαράδεκτη όταν είναι σεξουαλική δουλεία, τα βασανιστήρια δεν είναι κακά ή απαράδεκτα όταν οι βασανιζόμενοι είναί γυναίκες, πόρνες, «μουνιά». Η νέα πορνογραφία είναι αριστερής υφής, η νέα πορνογραφία είναι ένα μεγάλο νεκροταφείο όπου ή Αριστερά πήγε να πεθάνει. Η Αριστερά δεν μπορεί να έχει τις πόρνες της και ταυτόχρονα την πολιτική της» (Dworkin, σελ.272).

Η μαζική πορνογραφία, όπως εμφανίστηκε την δεκαετία του 70, ξεπήδησε πατώντας πάνω στο αίτημα των γυναικών για σεξουαλική ελευθερία. Γυναίκες που έπρεπε να παραμείνουν αγνές ως το γάμο, που έπρεπε να χαμηλώνουν τα μάτια μπροστά σε κάθε αρσενικό, που έπρεπε να κάνουν σεξ σαν κυρίες (αφού για όλα τα άλλα οι άντρες τους πήγαιναν στα πορνεία), τώρα πια βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να έχουν πολλούς ερωτικούς συντρόφους και να κάνουν ό,τι θέλουν. Κάνουν όμως ο, τι θέλουν? Που είναι η ελευθερία που μας υποσχέθηκε η αριστερής προέλευσης πορνογραφία? Μήπως απλά αλλάξαμε λίγο τα λόγια σε ένα παλιό σενάριο? Είναι η μαζική πορνογραφία, σήμερα, ελευθερία για τις γυναίκες? Ή πρέπει πλέον να αφήσει κάποια το ένα ρόλο, αυτόν της αγνής παρθένας και να πιάσει τον άλλο, της απελευθερωμένης γυναίκας της πορνογραφίας, της πάντα χαρούμενα διαθέσιμης σε πολλούς, της πάντα καυλωμένης, που δεν «μασάει», δεν ηθικολογεί και δεν μένει «αγάμητη»; Πώς θα απελευθερωθούμε όταν μας καλουπώνουν σε έναν νέο, μοντέρνο ρόλο, πώς θα φανταστούμε κάτι άλλο ελεύθερα, όταν οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας δεν προβάλλονται και δεν αναπαριστώνται στο κυρίαρχο πορνογραφικό συνεχές; Για μια ακόμη φορά μας λένε ποιοι είναι οι κανόνες και πώς πρέπει να φέρεται ένας άντρας και πώς μια γυναίκα, ποιον να αγαπάμε και πώς να γαμιόμαστε.

Σήμερα, μετά από χρόνια φεμινισμού υπάρχει πολύ περισσότερη πορνογραφία από ποτέ: έντυπα, βίντεο, διαδίκτυο, τα soft πορνό ενσωματώνονται στα τηλεοπτικά σίριαλ, το πορνό κυκλοφορεί σε ευρείας κυκλοφορίας έντυπα, κανάλια , σεξ με παιδιά, snuff videos). Ως παράγοντας διαπαιδαγώγησης, λοιπόν, και δόμησης του αντρισμού και της θηλυκότητας, η κυρίαρχη πορνογραφία πλέον υπάρχει παντού. Αντίστροφα, η ανάδυση της gay πορνογραφίας έχει προκαλέσει φοβερή αγωνία και απέχθεια σε πολλούς ετερόφυλους άντρες[vii]. Η ομοφοβία και ο μισογυνισμός παίζουν ρόλο στη δόμηση της αντρικής ταυτότητας. Πολλοί άντρες δομούν τον ανδρισμό τους τρεφόμενοι με σεξουαλικές φαντασιώσεις κλεμμένες από τις πρακτικές της πορνογραφίας. Η κυρίαρχη πορνογραφία θέλει υπεραρρενωπούς ρόλους (άντρες με μεγάλο πούτσο και καταρρακτώδεις εκσπερματώσεις, που «έχουν τον τρόπο» να επιβάλλονται). Η κυρίαρχη πορνογραφία δεν αμφισβητεί την ετεροσεξουαλική νόρμα.

Η κοινωνικοποίηση των αντρών (αλλά και των γυναικών) περνά μέσα από την πορνογραφία. Τα αγόρια γίνονται άντρες και το αλληλοεπικυρώνουν μέσω της κοινής τηλεθέασης ταινιών πορνό και της πατροπαράδοτης μπουρδελότσαρκας .Μερικοί φτάνουν ακόμη και στο σημείο να προσδιορίσουν σε εκατοστά το μέγεθος του αντρισμού τους. Η ετεροσεξουαλική πράξη ως απόλυτη επιλογή ορίζει τον αντρισμό τους. Η κυριαρχία του άντρα και στο κρεβάτι αποτελεί τη φυσική συνέχεια όλων όσων έχουν διδαχθεί στο σπίτι ή στο σχολείο. Η εικόνα του φύλου τους ταυτίζεται με την πρωτιά, τη νίκη, την επιβολή. Αυτός ο μονόδρομος τους δημιουργεί το μόνιμο άγχος να μην χάσουν την προνομιακή ισχύ, να μην εκθηλυνθούν.

Αυτό που θέλουμε να πούμε σχετικά με την κοινωνικοποίηση μέσω της πορνογραφίας είναι ότι αυτή αναλαμβάνει να καλύψει το κενό της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης .Η πορνογραφία αναγκάζεται να κάνει όλη τη δουλειά. Δεν υπάρχει (στην Ελλάδα τουλάχιστον) καμία σοβαρή προσέγγιση στο ζήτημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης∙ αντίθετα υπάρχει ο έλληνας γονιός που πάει τον έφηβο γιο του (αλλά όχι και την κόρη του) στο μπουρδέλο για να «μορφωθεί» σεξουαλικά. Δεν πιστεύουμε, ωστόσο, ότι το περιεχόμενο αυτής (της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης) θα ήταν απελευθερωτικό, μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ζούμε δηλ. της πατριαρχικής κοινωνίας αλλά μάλλον θα αναπαρήγαγε τις ίδιες στερεοτυπίες «με το γάντι», ίσως να συμπλήρωνε κιόλας το πορνογραφικό συνεχές.

Συνοψίζοντας, θέλουμε να πούμε πως η πορνογραφία επικυρώνει αυτό που η κοινωνία ξέρει: πως η γυναίκα είναι ένοχη από τη φύση της. Ότι η βία που υπόκειται είναι αποτέλεσμα της φύσης της. Πως κινδυνεύει να βιαστεί όχι επειδή υπάρχουν άνδρες αλλά επειδή είναι γυναίκα.

Κλείνοντας την αναφορά στην πορνογραφία, πρέπει να πούμε ότι αυτό στο οποίο θέλουμε να στοχεύσουμε εμείς με αυτή την εκδήλωση και αυτό το τεύχος είναι να κινητοποιηθούμε πάνω σε μια πολιτική βάση που θα μας αναγκάσει να κάνουμε το αυτονόητο: αν δεν μπορούμε να σταματήσουμε την κουλτούρα του βιασμού, να αναζητήσουμε τους τρόπους που θα την περιορίσουμε. Αυτές οι παραδρομές των όρων και των συνθηκών, οι διαστρεβλώσεις και η διστακτικότητα σχετικά με το θέμα του βιασμού ως πολιτικό ζήτημα συμβαίνουν μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν εξωτερικές ερμηνείες του βιασμού, όχι από το ίδιο το υποκείμενο που τον υφίσταται. Και ένας πολύ σημαντικός λόγος που συμβαίνει αυτό είναι γιατί έχουν αφαιρέσει από αυτό το υποκείμενο το υπόβαθρο και το χώρο για να μιλήσει. Το μοναδικό κίνημα – κινήματα μάλλον – που έχει μιλήσει από την πλευρά του θύματος είναι αναμφίβολα ο φεμινισμός. Θα έπρεπε, λοιπόν, ως άμεση και αρχική αντίδραση να αποδεχτούμε a priori και αξιωματικά όσα οι φεμινισμοί αποπειράθηκαν να εφαρμόσουν γύρω από την αντιμετώπιση του βιασμού, από οποιαδήποτε γραπτή ή προφορική καταγγελία, νόμιμα ή μη μέσα, μέχρι και το μέσο της αυτοδικίας φυσικά στο οποίο αφιερώσαμε στο τεύχος λίγο παραπάνω χώρο.

Τα παραπάνω πρέπει να επισημαίνονται ακόμη περισσότερο όταν το ακροατήριό μας είναι ένα πολιτικοποιημένο ακροατήριο που πιθανόν έχει την ψευδαίσθηση πως στο «χώρο» (τον αριστερό, τον αναρχικό, τον οποιονδήποτε), «τα πράγματα είναι καλύτερα». Άραγε τι νόημα θα είχε τότε να παραδεχόμαστε πως το πρόσωπο του βιαστή δεν είναι άσχημο και απρόσωπο, κακό και μοχθηρό; Ότι αντιθέτως είναι καθημερινό και ίσως φιλικό, υψηλά ιδεολογικό και ίσως ηρωικό; Τι νόημα θα είχε να τα παραδεχόμαστε όλα αυτά, αν a priori αποκλείαμε έτσι όλους τους πολιτικοποιημένους; Θα αρκούσε τότε να λέγαμε πως οι βιαστές είναι, «έξω», στην κοινωνία, ενώ στους πολιτικούς χώρους είναι «τα λουλούδια». Άραγε, κανείς δε σπάει το κεφάλι του να καταλάβει πως γίνεται ένα 60% των γυναικών στην Ελλάδα να δηλώνει ότι έχει υποστεί μια μορφή κακοποίησης, ενώ στους πολιτικούς χώρους τέτοιες καταγγελίες δεν γίνονται ποτέ ή σχεδόν ποτέ; Ή μήπως οι σύντροφοι περιμένουν να τους πάρουν προσωπικές συνεντεύξεις για να πάρουν θέση πάνω σε ζητήματα βίας και βιασμού, κακοποίησης και παρενοχλήσεων; Για αυτό, ίσως, δεν θα έπρεπε να ξεγελαστεί καμιά και κανείς γύρω από το αν είναι καλύτερα τα πράγματα σε αυτή ή την άλλη κοινωνική-πολιτική κοινότητα. Και για αυτό ακριβώς, οι λύσεις που προτείνουν οι φεμινισμοί για τον βιασμό είναι απείρως ουσιωδέστερες από οποιαδήποτε άλλη λύση ή εφησυχασμό. Το αν θα είναι βέβαια και αποτελεσματικές είναι κάτι που εξαρτάται από πολλούς και διάφορους παράγοντες. Κλείνοντας εδώ την αναφορά μας στους πολιτικούς χώρους, θα πούμε ενδεικτικά ότι η συνέλευση μας συζήτησε, κατά τη σύνταξη του εντύπου, μια τουλάχιστον περίπτωση ξυλοδαρμού γυναίκας του «χώρου» από άντρα του «χώρου», ξυλοδαρμός ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η κοπέλα την πόλη όπου διέμενε λόγω απειλών του δράστη. Σε μια άλλη περίπτωση, όταν είχαμε τελειώσει πια και τη συγγραφή των κειμένων του τεύχους μας, μάθαμε για ακόμη μια περίπτωση ξυλοδαρμού εναντίον κάποιας γυναίκας του χώρου, η οποία αναγκάστηκε να αλλάξει απλώς κατάληψη και όχι πόλη.

Ξαναγυρνάμε σε αυτό που είπαμε, λοιπόν, πιο πριν. Τι θα σήμαινε πρακτικά ότι εκκινούμε από μια φεμινιστική ανάλυση των βιασμών; Ότι, καταρχήν, πρέπει να υιοθετήσουμε τους ορισμούς που τα υποκείμενα αυτά που υφίστανται τους βιασμούς υιοθετούν. Ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη το βίωμα της «άλλης». Ότι πρέπει να αποσυνδέσουμε το βιασμό από οποιοδήποτε είδος σεξουαλικότητας. Ο βιασμός είναι ένα σχήμα σεξουαλικής πράξης που σχετίζεται πολύ περισσότερο με την κοινωνική θέση, την εχθρότητα, την εξουσία, παρά με την αισθησιακή ηδονή ή την σεξουαλική ικανοποίηση. Συνεπώς, ο βιασμός δεν είναι παρά μια πράξη «σεξουαλικοποιημένης βίας», άσκηση εξουσίας και κυριαρχίας στο θύμα και επιβεβαίωση του ανδρισμού του θύτη πάνω σε αυτό. Ο όρος «σεξουαλικοποιημένη» δηλώνει εδώ πως για το θύμα η πράξη αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά βία. Αυτό φαίνεται πιο ξεκάθαρα στο παράδειγμα των βιασμών μέσα στις φυλακές ή στους βιασμούς ανηλίκων.

Η έννοια των ορίων ενός τέτοιου βιασμού είναι καθαρά υποκειμενική και διαφοροποιείται ανάλογα με το άτομο και το χρόνο. Τα όρια αυτά δεν αφορούν μόνο στο σώμα της αλλά και την ύπαρξή της όλη και για αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ορίσουμε τον βιασμό απλά σα μια βίαιη εισβολή στο σώμα. Αυτό που θέλουμε να αναδείξουμε είναι πως ο βιασμός του γυναικείου υποκειμένου, από κει και πέρα, είναι καθημερινός, είναι λεκτικός, είναι ψυχολογικός και φυσικά είναι και σωματικός. Με αυτό τον τρόπο θα θέλαμε να προσεγγίσουμε την κουλτούρα του βιασμού: καταγγέλλοντας την καθημερινότητά της και το εύρος της κοινωνικής της νομιμοποίησης. Ο βιασμός, για μας, δεν είναι μια κλειστή έννοια, δεν είναι μόνο μια στενά ορισμένη πράξη, αλλά μάλλον και ο ακρογωνιαίος λίθος μιας κουλτούρας. Ο βιασμός νομιμοποιείται – πιστεύουμε – όταν χάσουμε αυτή την σφαιρικότερη οπτική που τον συνδέει με τα βίαια μέσα της πατριαρχίας.

Υπάρχει ένα πρόβλημα, λοιπόν, με τη λέξη «βιασμός» όταν τη δούμε με τη στενή της έννοια. Καμιά και κανένας δε νομίζει ότι τον αφορά. Φαίνεται πολύ νομική λέξη, πολύ επίσημη, πολύ βαριά, πολύ κακιά, πολύ σοβαρή. Γενικά, ανήκει σε ένα άλλο πλαίσιο. Τι είναι ο βιασμός, άραγε, αν δεν είναι αυτό που λέμε «σεξ χωρίς συναίνεση»; Και πόσο διαφορετικά ακούγεται πια, αν θυμηθεί κάποια πόσες φορές δεν υπήρχε δική της συναίνεση ή έστω λιγότερη συναίνεση στο σεξ που έκανε; Υπάρχει λοιπόν ένα πρόβλημα ονομασίας της καταπίεσης, ονομασίας του βιώματος που υφίσταται η καθεμιά.

Είναι απλά, όμως, πρόβλημα ονομασίας; Τι υποδηλώνουν οι συνήθως παρούσες ενοχές για ένα θύμα βιασμού; Οι ενοχές υποδηλώνουν πως, αν υπάρχει κάτι κακό στο βιασμό τότε αυτό το κακό το προκάλεσε το θύμα το ίδιο. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από έναν εξαιρετικά επιδέξιο μηχανισμό της πατριαρχικής λογικής που ονομάζεται «αντιστροφή των σχέσεων θύματος-θύτη». Για αυτό μια γυναίκα πρέπει να απολογείται όταν δεν υπάρχει κανένας λόγος για κάτι τέτοιο, για αυτό πρέπει να της γίνονται εξαντλητικές ερωτήσεις για να εξεταστεί η συμπεριφορά της – κλασική αντίδραση ενός πολιτισμού μισογυνισμού και αποκλεισμών που προτιμά να ασχολείται με το τι κάνουν τα αντικείμενα του αποκλεισμού παρά τα υποκείμενά του, δηλαδή οι πατριαρχικοί άντρες. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως πραγματικά αξίζει θαυμασμού το θάρρος κάποιων γυναικών για την καταγγελία των βιασμών τους καθώς και των γυναικών και των αντρών που φροντίζουν να δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου παραχωρείται χώρος συζήτησης τέτοιων περιστατικών.

Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε κλείνοντας είναι το εξής: κάθε έντυπο, κάθε δημόσια συζήτηση, διαδήλωση και όποια άλλη δράση σχετικά με τα θέματα αυτά, στόχο θα πρέπει να έχει αφενός τον περιορισμό των αντρικών προνομίων και αφετέρου τον αγώνα με οποιοδήποτε μέσο ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού. Το πρόβλημα συνεχίζεται μόνο εφόσον δεν το βλέπουμε, δεν το ονομάζουμε ως έχει και δεν το αντιμετωπίζουμε αποφασισμένα. Ήταν Ιούλης του 2008 όταν στείλαμε το τεύχος στο τυπογραφείο και μόλις λίγες μέρες αργότερα λάβαμε άλλο ένα μέιλ όπου μας ζητήθηκε να βοηθήσουμε μια συντρόφισσα από το εξωτερικό που είχε πέσει θύμα ξυλοδαρμού και βιασμού σε κάποιο ελληνικό νησί. Και κάπως έτσι τελείωσε και η περίοδος σύνταξης του τρίτου τεύχους. Ευχαριστούμε.

Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία,

28/11/08

www.terminal119.gr
--------------------------------------------------------------------------------

[i] http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=751162

[ii] ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ στη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων είναι οι Έλληνες, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε χθες στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής ο Κώστας Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Κατά τη διάρκεια συζήτησης της κύρωσης από τη Βουλή του Πρωτοκόλλου για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία, την παιδική πορνεία και την παιδική πορνογραφία, ο κ. Παπαϊωάνου αποκάλυψε ότι «η ελληνική κοινωνία κάνει πρωταθλητισμό την εκμετάλλευση κατά πρώτο λόγο ενηλίκων και κατά δεύτερο ανηλίκων, με το 40% των θυμάτων να είναι αγόρια και κορίτσια κάτω των 18 ετών». http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=47292

ΘΕΜΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΦΗΝΕΙ ΑΤΙΜΩΡΗΤΟ ΒΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ

Αθήνα και Βιέννη, 14 Ιουλίου 2003. Η Διεθνής Ομοσπονδία Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (IHF) και το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) εκφράζουν τη βαθύτατη ανησυχία τους για την πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Πάτρας να αθωώσει αστυνομικό κατηγορούμενο για το βιασμό μιας 19χρονης Ουκρανής το Φεβρουάριο του 1998. Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η νεαρή γυναίκα, η οποία υπήρξε θύμα κυκλώματος πορνείας, έκανε συναινετικό σεξ με τον αστυνομικό, παρά το γεγονός ότι ούτε αυτή αλλά ούτε και οι λοιποί μάρτυρες ήταν παρόντες για να καταθέσουν στη δίκη. Αν και η ενάγουσα ήταν γνωστή στις αστυνομικές αρχές καθώς προσέφερε τις υπηρεσίες της ως διερμηνέας και είχε δώσει τη σημερινή διεύθυνσή της στο δικαστήριο, οι υπεύθυνοι δικαστικοί επιμελητές δήλωσαν ότι δεν στάθηκε δυνατό να επιδώσουν τις κλήσεις. Στην απόφασή του, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις γραπτές καταθέσεις της ενάγουσας από το προανακριτικό στάδιο. Δυστυχώς, στον αστυνομικό επιβλήθηκε ποινή με αναστολή για παράβαση καθήκοντος ενώ στους άλλους τέσσερις συγκατηγορούμενούς του επιβλήθηκαν τελικά μικρές χρηματικές ποινές (έως και 4.800 ευρώ) για τη συμμετοχή τους σε αξιόποινες πράξεις διακίνησης γυναικών. Μετά την ανακοίνωση των ποινών, το δικαστήριο μετέτρεψε όλες τις ποινές σε χρηματικά εξαγοράσιμες ύψους 1.600 ευρώ το έτος, υποστηρίζοντας ότι «[…] η χρηματική ποινή είναι αρκετή για να αποτρέψει τους κατηγορούμενους από τη διάπραξη άλλων εγκλημάτων, όπως προέκυψε από την έρευνα των χαρακτήρων τους και από τις λοιπές περιστάσεις […].» Στις 20 Ιουνίου 2003, μετά από αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατάθεσε έκθεση αναίρεσης της απόφασης, η οποία ωστόσο αφορά μόνο την αθώωση του αστυνομικού, με το σκεπτικό ότι η απόφαση «στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ:

«Εφόδους η Αστυνομία κάνει σε καθημερινή βάση. Μας συλλαμβάνουν το πρωί και μας αφήνουν ελεύθερες την επόμενη ημέρα το απόγευμα. Πόσες γυναίκες εκδίδονται και σε πόσους οίκους; Στην Αθήνα υπάρχουν περίπου 1.200 γυναίκες που εκδίδονται νόμιμα σε 220 «σπίτια». Οι παράνομες είναι περίπου 9.000. Υπάρχει κοινωνικός ρατσισμός; Οι Έλληνες είναι υποκριτές. Το βράδυ έρχονται στους οίκους ανοχής για να ικανοποιηθούν και το πρωί οι ίδιοι άνθρωποι μας πετάνε τενεκεδάκια».
http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=75761

[v] π.χ. φετιχιστικές σκηνές δεν προσδιορίζουν ακριβώς τον «σωστό» τρόπο σεξουαλικότητας, καθώς το πέος κατέχει τον πρωτεύοντα φετιχιστικό ρόλο σε αυτή την παράσταση.

[vi] Μεγαλώνοντας ως κορίτσι θυμάμαι (όχι με ενθουσιασμό, και σίγουρα δεν είμαι η μόνη) διάφορες ιστορίες από την εφηβεία. Ιστορίες μεταξύ ηδονής και ταπείνωσης, προσβολής και εκμηδενισμού. Όσοι, πάλι, είστε ετεροσεξουαλικοί άντρες μάλλον δεν θα έχετε τέτοιες μνήμες. Δεν έχω εντοπίσει σημεία εκμηδένισης και ταπείνωσης του άντρα στην κυρίαρχη σεξουαλική πορνογραφική σχέση.

[vii] Ακόμη και ταινίες που δεν έχουν καμία μα καμία πορνογραφική αναπαράσταση όπως η ταινία «επιστροφή στο Brokeback Mountain» συγκλόνισε πολλούς αρσενικούς θεατές, οι οποίοι δήλωναν έντονα την απέχθεία τους.

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=931346

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες