Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2008

Η φωτιά της συσσωρευμένης οργής

Γράφει ο Γιώργος Δελαστίκ

Κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου και του αττικού ουρανού, ο 15χρονος
Αλέξανδρος άρχισε από χθες το ταξίδι στα σκοτάδια του Αχέροντα. Οσο ζούσε,
ανήκε στους γονείς του, στην οικογένειά του, στους δικούς του. Από τη στιγμή
που η σφαίρα του δολοφόνου αστυνομικού τού έκοψε το νήμα της ζωής, ο Αλέξης
έγινε παιδί όλης της Ελλάδας. Ανήκει σε όλους μας και πάνω απ όλα στη γενιά
του. Τον αποχαιρετούμε, τον κλαίμε, τον τραγουδάμε για να τον φέρνουμε πίσω στα
όνειρά μας. «Οταν χτυπήσεις δύο φορές κι ύστερα τρεις κι ύστερα πάλι δύο,
Αλέξανδρέ μου, θα ρθω για να σου ανοίξω...». Ενα τόσο δα παιδί κι όμως
κατόρθωσε, σαν σε αρχαία τραγωδία, να συγκλονίσει συθέμελα τη συνείδηση ενός
ολόκληρου λαού, που χρόνια τώρα έχει άβουλος σχεδόν χυθεί πάνω στους καναπέδες.
Βαρύ το τίμημα που πλήρωσε για τον άθλο του, όμως η Ιστορία δεν ρωτάει ποτέ τα
σύμβολα αν συμφωνούν να τοποθετηθούν σε αυτό το βάθρο και με ποιο αντίτιμο...
Πανάρχαιο το αξίωμα αυτό...
Η δολοφονία του Αλέξανδρου αφύπνισε συνειδήσεις κι έβγαλε κόσμο στους δρόμους
της οργής. Λαμπάδιασε η πόλη της Αθήνας κι όλος ο κόσμος έμαθε για το φονικό -
έστω κι αν το έμαθε με πύρινες εικόνες. Βαθιές κοινωνικές διεργασίες και
άγνωστες πτυχές της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας ήρθαν στην επιφάνεια
αυτές τις τρεις μέρες της φωτιάς. Εμβρόντητοι είδαμε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες
νέων να βάζουν κουκούλες και να βγαίνουν στους δρόμους δεκάδων πόλεων της χώρας
για να εκδηλώσουν την οργή τους σπάζοντας και καίγοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά
τους.
Είναι προφανές ότι δεν έχουμε πλέον να κάνουμε με τις λίγες εκατοντάδες
«μπαχαλάκηδες» ούτε με κάποιους προβοκάτορες της Ασφάλειας ή μυστικών
υπηρεσιών. Το καινούργιο φαινόμενο είναι ότι χιλιάδες νέοι αισθάνονται τόσο
καταπιεσμένοι και ανήμπορα αδιέξοδα οργισμένοι, ώστε φόρεσαν κουκούλες και
βγήκαν στους δρόμους για να τα σπάσουν. Οι νέοι αυτοί αισθάνονται τόσο μίσος
απέναντι στην κοινωνία συνολικά, ώστε δεν αρκέστηκαν να κάψουν τις τράπεζες ή
οποιοδήποτε οίκημα συνδέεται με το κράτος, αλλά πυρπολούσαν κάθε κατάστημα που
έβλεπαν, θεωρώντας τον μεγάλο ή μικρομεσαίο ιδιοκτήτη τους εξίσου «βολεμένο στο
σύστημα» - ακόμη και τον ιδιοκτήτη του ψιλικατζίδικου. Εξίσου μεγάλο
κοινωνικοπολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της κοινωνίας σε μεγάλο μέρος
της απέναντι στους εμπρησμούς.
Από τη μία η κοινή γνώμη καταδικάζει απερίφραστα τον κάθε συγκεκριμένο εμπρησμό
και αισθάνεται αλληλεγγύη προς τον άτυχο ιδιοκτήτη του καταστήματος ή του
αυτοκινήτου που καίγεται. Μισεί τον κουκουλοφόρο δράστη, αισθάνεται πως θα
μπορούσε να βρίσκεται ο ίδιος πολίτης που τα σκέπτεται αυτά στη θέση του αθώου
θύματος.
Από την άλλη η κοινωνία διακατέχεται από χείμαρρο συναισθημάτων συσσωρευμένης
οργής. Πάμπολλοι είναι οι πολίτες που αισθάνονται ότι η κυβέρνηση τους πατάει
στον λαιμό, ότι αρνείται να ικανοποιήσει οποιοδήποτε αίτημά τους. «Κάνουμε
διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις, πορείες, απεργίες, καταλήψεις, εξαντλούμε όλα τα
μέσα ειρηνικής πάλης και δεν γίνεται απολύτως τίποτα, δεν μας ακούει κανείς»
σκέπτονται.
«Ας βρεθούν λοιπόν κάποιοι να τα κάψουν, να τα σπάσουν, να τα ρημάξουν όλα,
μήπως και φοβηθείτε και ταρακουνηθείτε λίγο!» λένε οργισμένοι πολλοί.
Δημιουργείται έτσι μια... «σχιζοφρενική» κατάσταση όπου η κοινωνία καταδικάζει
ειλικρινά τον κάθε συγκεκριμένο εμπρησμό και συμπάσχει με τον θιγόμενο
ιδιοκτήτη, αλλά ταυτόχρονα ανέχεται και ίσως ενδόμυχα εγκρίνει το αφηρημένο
«κάφ τε τα όλα!».
Αυτό είναι το γενικό κοινωνικό πλαίσιο, ένα καζάνι οργής που σιγοβράζει
εναντίον της κυβέρνησης και του συστήματος γενικότερα, μέσα στο οποίο
παρατηρείται αυτός ο εκπληκτικός πολλαπλασιασμός των κουκουλοφόρων τις μέρες
τούτες, καθώς οι κουκουλοφόροι αποτελούν τους πιο οργισμένους καρπούς αυτού του
κοινωνικού αναβρασμού, οι οποίοι όμως συνδέονται αναπόσπαστα με αυτή τη
γενικευμένη κοινωνική δυσφορία και δεν αποτελούν περιθωριακά, αποκομμένα
στοιχεία από το κοινωνικό σύνολο.
ΕΥΚΟΛΑ ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΕΤΑΙ
Τυφλή πορεία προς το αδιέξοδο
Οι εμπρησμοί και οι καταστροφές αποτελούν αφενός εκδήλωση συσσωρευμένης οργής
και μίσους προς το σύστημα και αφετέρου ομολογία έλλειψης πολιτικής διεξόδου.
Κανένας δεν καταστρέφει όταν αισθάνεται ότι υπάρχει η δυνατότητα να ανατρέψει
την κατάσταση που προκαλεί τον θυμό του. Τα σπάει όταν θεωρεί πως τίποτα δεν
πρόκειται να αλλάξει, οπότε η ανάγκη συναισθηματικής εκτόνωσης μέσω της
καταστροφής γίνεται αφόρητα πιεστική. Οι εμπρησμοί πλήττουν πολιτικά την
κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι παρόλο που
ωφελείται από την κατάσταση αυτή, οι καταστροφές αποκαλύπτουν ότι αυτό το
οργισμένο κομμάτι της κοινωνίας δεν θεωρεί ούτε μια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ως λύση
των προβλημάτων του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες