Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

ΠΑΡΑΓΚΟΥΠΟΛΕΙΣ, ΕΝΑ ΤΥΠΙΚΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

(θα δημοσιευθεί στον «Διάπλου» τ.28 Αύγ.-Σεπτ. 2008)



Παραγκουπόλεις (slums, bidonvilles, favelas, poblaciones, barriadas[1]). Οι «παραγκουπόλεις», ως τόπος και μορφή κατοικίας εξαθλιωμένης εργατικής τάξης, εμφανίστηκαν με διάφορες μορφές παράλληλα με την εμφάνιση και γιγάντωση του καπιταλιστικού συστήματος από τον 19ο αιώνα μέχρι και σήμερα, ανάλογα με την χώρα και τον βαθμό της καπιταλιστικής της ανάπτυξης.



Γιά παράδειγμα, στην Μεγάλη Βρετανία είναι γνωστές ως slums τα οποία αναπτύχθηκαν στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης κυρίως στα μέσα του 19ου αιώνα, από τα μισά του 20ου αιώνα ανθούν στην Γαλλία οι bidonvilles (=κατασκευασμένες από τενεκέδες -μπιτόνια- τενεκεδουπόλεις) και στην λατινική Αμερική, οι «φαβέλες»[2] και μετά την διάλυση της αποικιοκρατίας και την εισβολή του καπιταλισμού δημιουργούνται και στην Αφρική, ενώ στo τέλος του 20ου αιώνα ανθούν και στην Κίνα στις περιοχές που εμφανίζεται ο άγριος νεοκαπιταλισμός της. Γενικά, αυτής της μορφής η κατοίκηση, εμφανίζεται σε χώρες με «άγριο», επιθετικό καπιταλισμό, και με αδύνατο συνάμα εργατικό κίνημα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το φαινόμενο είναι έντονο στις λεγόμενες «χώρες του Τρίτου Κόσμου» ή «υποανάπτυκτες χώρες» σε διάφορους βαθμούς χωρίς να αποκλείεται και η εμφάνισή τους και σε ανεπτυγμένες χώρες –στην περίπτωση αυτή αφορούν συνήθως εξωτερικούς οικονομικούς μετανάστες, έχομε έτσι το φαινόμενο στο Μεξικό, την Νιγηρία, τις Ινδίες, αλλά και την χώρα μας, όπως και την Γαλλία από τους οικονομικούς μετανάστες από τις πρώην γαλλικές αποικίες.



Ποιά «αστυφιλία» και γιατί; Η αιτία του φαινόμενου, εντοπίζεται σε δύο επίπεδα: το πρώτο είναι στην ταχύτατη , συσσώρευση κατοίκων στα αστικά κέντρα και είναι γνωστό στην βιβλιογραφία ως «αστυφιλία» ή «αστικοποίηση». Ο πρώτος όρος ενέχει περιγραφική σημασία και υποδηλώνει την συσσώρευση κατοίκων από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις, ο δεύτερος είναι περισσότερο ουσιαστικός και υποδηλώνει την μετατροπή ενός αγροτικού πληθυσμού (και μάλιστα προκαπιταλιστικής αγροτιάς) σε κατοίκους αστικών κέντρων με παράλληλη αλλαγή της παραγωγικής του βάσης, από την αγροτική οικονομία σε αστική, εργασία δηλαδή που συντελείται στον αστικό χώρο, όπως εργάτες βιομηχανίας, υπάλληλοι, μικροεπιτειδευματίες, ευκαιριακά επαγγέλματα στην πόλη κ.α.



Σύμφωνα με την θεωρία (1945) του γάλλου οικονομολόγου Jean Fourastier[3] η μεταβολή του ποσοστού των απασχολουμένων ομαδοποιημένων στον πρωτογενή τομέα παραγωγής (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, μεταλλία κλπ, όπου παίρνουμε πρωτογενώς υλικά αγαθά από την Φύση), στον δευτερογενή (βιοτεχνία και βιομηχανία όπου επεξεργαζόμαστε τα πρωτογενή υλικά αγαθά) και τον τριτογενή, (όπου δεν παράγονται υλικά αγαθά αλλά παρέχονται υπηρεσίες – υπάλληλοι, επιστήμονες, στρατός και αστυνομία, θρησκευτικοί λειτουργοί κ.α.), ακολουθεί τα εξής στάδια :



στο πρώτο στάδιο ο πρωτογενής τομέας αποτελείται από το 80% των απασχολουμένων και οι δύο άλλοι από το 10% ο καθένας, μιλάμε τότε γιά πρωτογενή οικονομία ή πρωτογενή φάση πολιτισμού (π.χ. στην αρχαιότητα ή σε κάποιες πρώϊμες φάσεις του Μεσαίωνα) ή πρωτογενή περιοχή χώρας (αγροτική ενδοχώρα κλπ).

στο δεύτερο στάδιο, με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής απελευθερώνονται χέρια από τον πρωτογενή τομέα, (με έναν εργαζόμενο και ένα τρακτέρ μπορείς να καλλιεργήσεις γή γιά την οποία χρειαζόσουν εκατό και πλέον εργαζόμενους με την τσάπα), γιά να πραγματοποιηθεί όμως αυτό χρειάζονται να ασχοληθούν εργατικά χέρια στην επιστήμη, την βιομηχανία και την διοίκηση ενός συστήματος που απαιτεί δημόσια και ιδιωτική διοίκηση, ασφάλειες, τράπεζες, δυνάμεις «τάξεως» (και καταστολής) κλπ , έτσι το ποσοστό των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα πέφτει στο 25-30%, ενώ στον δευτερογενή αντιστοιχεί περίπου το 40- 50% και στον τριτογενή το 25% περίπου, ανάλογα με το επίπεδο και την μορφή ανάπτυξης. Τότε μιλάμε γιά «βιομηχανική κοινωνία».

Τέλος, στο τρίτο στάδιο, η ανάπτυξη της τεχνικής αλλά και η εξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής απελευθερώνει εργατικά χέρια και από την βιομηχανία (φυσικά και από τον πρωτογενή τομέα) αλλά γιά να συμβεί αυτό αναπτύσσεται ραγδαία ο τριτογενής τομέας. Υπάρχει πλέον ένα σύμπλοκο τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, ένα ισχυρό κράτος με πολύπλοκη διοίκηση, και βέβαια και μιά ανάλογη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής, και τελικά ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας πέφτουν στο 10-20% ο καθένας, ενώ ο τριτογενής διογκώνεται στο 60-70% , εδώ διάφοροι οικονομολόγοι μιλάν γιά «μεταβιομηχανική κοινωνία».



Ο Μαρξ, είχε ήδη περιγράψει γενικά αυτήν την κατάσταση με τα διάφορα στάδια του κυρίαρχου Κεφαλαίου, από τον χώρο της υπαίθρου στον πρώϊμο Μεσαίωνα, στην κυριαρχία του βιομηχανικού κεφαλαίου και στην συνέχεια την κυριαρχία του εμπορικού κεφαλαίου, αργότερα ο Λένιν πρόβλεψε την «κυριαρχία του τραπεζικού κεφαλαίου» επάνω σε όλη την οικονομία[4], πράγμα το οποίο συμβαίνει πλέον με τον εντονότερο και διαρκώς εντεινόμενο τρόπο στις μέρες μας, μιλάμε πιά γιά «χρηματιστική οικονομία» και την κυριαρχία του τραπεζικού Κεφαλαίου σε όλους τους τομείς της οικονομίας.



Μελετώντας το διάγραμμα του Fourastier μπορούμε να διακρίνουμε τις «τυπικές» μορφές οικονομίας, αλλά και τις στρεβλώσεις τους, πράγμα που συμβαίνει σε περιπτώσεις όπου διογκώνεται εκτός του πεδίου των καμπυλών ο τριτογενής τομέας, αυτό συμβαίνει στις λεγόμενες «μεταπρατικές» ή «κομπραδόρικες» οικονομίες[5], όπου –και ξαναγυρνάμε στο θέμα μας- συσσωρεύονται στις πόλεις άνεργοι, υποαπασχολούμενοι, εργαζόμενοι σε μή παραγωγικά επαγγέλματα κ.α. περισσότεροι από εκείνους που χρειάζεται μιά «υγιής» οικονομία. Το περίσσευμα αυτό, προκύπτει κυρίως από την διάλυση και κατάρρευση της προκαπιταλιστικής ή πρώϊμης καπιταλιστικής αγροτικής οικονομίας, και την αναγκαστική εισροή των κατεστραμμένων αγροτών στις πόλεις που επιβιώνουν μέσα σε μιά γενικώς παρασιτική οικονομία όσο η χώρα δεν είναι και βιομηχανικά αναπτυγμένη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτές που αναφέραμε ως «χώρες του Τρίτου Κόσμου», στην λατινική Αμερική, την Αφρική, αλλά και στην μεταπολεμική Ελλάδα κ.α.



Το φαινόμενο αυτό μπορεί να ενταθεί και από μιά σειρά άλλων γεγονότων, όπως εμφύλιοι ή διακρατικοί πόλεμοι, έντονες κλιματικές αλλαγές ή και συνδυασμός τους, όπως γιά παράδειγμα η θέσπιση κρατών και συνόρων σε περιοχές όπου πριν οι φυλές των κτηνοτρόφων έβοσκαν τα κοπάδια τους και που τώρα με τα «σύνορα» δεν μπορούν να μετακινηθούν και χάνουν τις δυνατότητες των αναγκαίων εποχιακών μετακινήσεων με αποτελέσματα την καταστροφή της οικονομίας τους, εμφύλιες συγκρούσεις, πείνα και τελικά εισροή στις πόλεις όπου υπάρχουν δυνατότητες έστω περιωρισμένης επιβίωσης. Τέτοιου είδους μεταβολές έχουμε στο Δυτικό Κέρας της Αφρικής (Σομαλία, Αιθιοπία, Σουδάν) ενώ προσφυγιά στις πόλεις από αποκλειστικά πολεμικές ενέργειες –αποτέλεσμα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και των εθνοκαθάρσεων που αυτές τελικά συνεπάγονται- έχουμε π.χ. στην Ελλάδα του 1922, και την Ελλάδα του Εμφύλιου του ’47-‘49, την Νιγηρία και την επαρχία της Μπιάφρα του 1970, μιά σειρά χωρών ακόμη της Αφρικής όπως το Σουδάν και την περιοχή του Νταρφούρ, τις σφαγές των Τούτσι κ.α. και φυσικά στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης τα κύματα των μεταναστών από χώρες που μαστίζονται από καπιταλιστικούς πολέμους όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, χώρες της κεντρικής Ασίας και της Καυκασίας κ.α., κάτοικοι των οποίων σε μεγάλες μάζες εισρέουν είτε στις πόλεις των χωρών τους είτε σε άλλες χώρες, ως «οικονομικοί μετανάστες», των οποίων η τύχη έχει αναλυθεί από πολλούς συγγραφείς σε πολλά άρθρα και αφιερώματα του «Διάπλου».



Παράλληλα, ας μην παραβλέπουμε και τις μάζες των εξαθλιωμένων κατοίκων των καπιταλιστικών μεγαλουπόλεων όπως π.χ. των ΗΠΑ αλλά και της Ευρώπης, όπου οι άστεγοι αποτελούν σημαντικό ποσοστό του συνολικού αριθμού των κατοίκων τους. Στις ΗΠΑ αυτό είναι εντονότερο στον έγχρωμο πληθυσμό τους, είτε «ντόπιους» είτε πορτορικανούς κ.α. μετανάστες.



Τελικά, έχομε μιά εισροή κατοίκων της υπαίθρου ή και από άλλες χειρότερης οικονομίας περιοχές σε πόλεις της ίδιας ή άλλων χωρών που ας την ονομάσουμε όπως θέλουμε, αστυφιλία, αστικοποίηση, γιγάντωση των μεγαλουπόλεων, ή όπως αλλιώς εμφανίζεται στην βιβλιογραφία, και αναφέραμε για παράδειγμα πόλεις όπως το Ρίο ντε Ζανέϊρο (Βραζιλία), το Καράκας (Βενεζουέλα) , την Λίμα (Περού), το Νέο Μεξικό (Μεξικό), το Κάϊρο (Αίγυπτος), το Λάγος (Νιγηρία) αλλά και την Σαγκάη , το Πεκίνο (γενικά την λεγόμενη «ζώνη ελεγχόμενης ανάπτυξης» στην Κίνα), και ακόμη περιοχές της Νότιας Ιταλίας- του λεγόμενου Mezzogiorno, της νότιας Γαλλίας και των «προαστείων» των μεγαλουπόλεων, της Αθήνας (δυτικό Λεκανοπέδιο) αλλά και αγροτικού χώρου της Ελλάδας (Ηλεία, Πιερία κ.α. γνωστά γκέττο μεταναστών). Οι αριθμοί στην λατινική Αμερική είναι εκτός ελέγχου, μιλάμε γιά favelas από 10.000 ως και 200.000 κατοίκων (900.000 σε όλο το Ρίο, το ένα τρίτο του πληθυσμού του).[6]



Πού όμως και με ποιά μορφή θα κατοικήσουν αυτές οι μάζες των μεταναστών; Η ταχύτητα εισροής είναι μεγάλη, και συνήθως το κράτος δεν διαθέτει κεφάλαια γιά κοινωνική πρόνοια στην κατοικία, αυτό έγινε στον Μεσοπόλεμο στην Ευρώπη, και τέλειωσε στην δεκαετία του 1960. Χτίστηκε η «κόκκινη Βιέννη» με τα μεγάλα μπλόκ κατοικιών του 1923-1933, χτίστηκε η λοιπή μεταπολεμική Δυτική Ευρώπη με τα HLM (Habitations a Loyer Modere), κατοικίες χαμηλού κόστους κυρίως γιά χαμηλά οικονομικά στρώματα στην Γαλλία και μετανάστες από τις πρώην γαλλικές αποικίες, ή η Neue Heimat στην Δυτική Γερμανία και οι διάφορες «νέες πόλεις» γιά μεσαία και ανώτερα εισοδήματα σε μιά σειρά αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών όπως την Σουηδία, την Φινλανδία, την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία, την Ολλανδία, το Ισραήλ[7] κ.α.[8] Σημειώνεται ότι αντίστοιχη κοινωνική πολιτική υπήρξε σε γιγαντιαία κλίμακα στις σοσιαλιστικές χώρες όπου κτίστηκαν εκατομμύρια κατοικίες από το 1920 ως το 1970 ή 1980 περίπου, με τον αντίστοιχο όμως κοινωνικό εξοπλισμό (σχολεία, παιδικοί σταθμοί, καταστήματα, πολιτιστικά κέντρα κ.α.) παράλληλα όμως και με μιά πολιτική συγκράτησης της αστυφιλίας μέσα από την κατανομή της παραγωγικής δραστηριότητας σε όλο τον χώρο.



Σε χώρες όμως «άγριου καπιταλισμού» αλλά και σε «πολιτισμένες χώρες» όπου δεν υπάρχει πιά το «αντίπαλο δέος» των σοσιαλιστικών χωρών και όπου ανθεί επίσης ο «άγριος καπιταλισμός», οι εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες, στην πλειονότητά τους εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από τους κάθε είδους νεοκαπιταλιστές εργοδότες, τόσο στην παραγωγή (μισθός, ασφάλιση) όσο και στην κατοικία.



Η γένεση της παραγκούπολης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Μιά πρώτη ήπια (λόγω μεγέθους) περίπτωση ήταν η τυπική εργατική κατοικία κυρίως σε βιομηχανικές περιοχές. Τέτοιες ήταν στον 19ο αιώνα το Λαύριο, τα Αναφιώτικα, η περιοχή της οδού Ζαλόγγου-Κωλέττη και το γνωστό Γκαζοχώρι.



Στο Λαύριο, έγινε η επαναλειτουργία των μεταλλείων και η γαλλική εταιρεία οικοδόμησε κατοικίες γιά τα διευθυντικά στελέχη της, τους τεχνικούς της αλλά και τους εργαζόμενους, οι τελευταίοι κατοίκησαν στον «οικισμό Κυπριανού» σε μικρά οικήματα αλλά φροντισμένα που δεν είχαν να κάνουν τίποτα με τα slums του άγριου βρετανικού καπιταλισμού των μέσων του 19ου αιώνα.



Στα Αναφιώτικα δημιουργήθηκε αυθαίρετα ένας τυπικός κυκλαδίτικος οικισμός στα ριζά της Ακρόπολης, από αναφιώτες οικοδόμους που εργάζονταν στην οικοδόμηση της Νέας Αθήνας[9]



Στην περιοχή της οδού Ζαλόγγου, τότε εκτός σχεδίου, επίσης από οικοδόμους από διάφορα μέρη, έχει απομείνη τώρα μόνο το σχήμα του ρυμοτομικού και ίσως ένα δυό κτίσματα[10]



Το Γκαζοχώρι όμως ήταν ένας τυπικός εργατικός οικισμός. Μικρά οικήματα, μονόροφα το πολύ διόροφα «λαϊκού νεοκλασικισμού», στέγαζαν σε μάλλον άθλιες συνθήκες τουλάχιστον από πλευράς υγιεινής πλήθος εργαζομένων στις βιομηχανίες της περιοχής, το Γκάζι, το Μεταξουργείο, κ.α.[11]



Ετσι κι’ αλλιώς, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμη γιά «παραγκουπόλεις» κυρίως λόγω μεγέθους, είχαν απλά βολευτεί κάποιες μάζες εργατικής τάξης στις παρυφές της Αθήνας, και ανάλογα με την περίπτωση σε δυσμενείς ή όχι κλιματολογικά περιοχές, αλλά σε πολεοδομική μορφή μάλλον χωρίς προβλήματα.



Οι πρόσφυγες της Μικρασίας. Η δεύτερη φάση ήταν εκείνη που ακολούθησε την Μικρασιατική Καταστροφή, όπου πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες βρέθηκε στην Ελλάδα, και από τους οποίους πάνω από τους μισούς εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα[12], τον Βόλο[13] και την Θεσσαλονίκη[14]. Ειδικά η Αθήνα απορρόφησε περίπου 220 000 πρόσφυγες σε έναν πληθυσμό μόνον 453.037 κατοίκων. Εδώ τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. ένα μικρό μέρος τακτοποιήθηκε σε οργανωμένη δόμηση ή σε παροχή οικοπέδου και χρηματικού βοηθήματος γιά οικοδόμηση, η πλειοψηφία τους όμως εγκαταστάθηκε σε «προσωρινούς» χώρους που παρέσχε το Κράτος (εκκλησιαστικά ή κρατικά οικόπεδα μέσα στον ιστό της πόλης όπως στην Καλλιθέα (Σκοπευτήριο, Χαροκόπου), τα Κουντουριώτικα, την Κοκκινιά, την Δραπετσώνα[15] και τον Κορυδαλλό κ.α. ή αυθαίρετα σε περιοχές εκτός σχεδίου ή ανάμεσα στους πλούσιους πολεοδομικά χώρους ανάμεσα στα κτήρια της οργανωμένης δόμησης όπως στην Κοκκινιά (πολυκατοικίες), την Νέα Φιλαδέλφεια, την Νέα Ιωνία και τις Τζιτζιφιές. Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις από τις κτισμένες από το κράτος κατοικίες, εγκαταστάθηκαν και άλλοι πρόσφυγες είτε συγγενείς ή συγχωριανοί εκείνων που έλαβαν διαμέρισμα ή κατοικία, οι οποίοι κατοίκησαν κυριολεκτικά σε παράγκες ανάμεσα στα μπλόκ της οργανωμένης δόμησης, όπως γιά παράδειγμα στις Τζιτζιφιές.[16]



Εδώ πιά έχουμε κανονικές παραγκουπόλεις, μεγάλες σε μέγεθος με πληθυσμό από 2-4 χιλιάδες κατοίκους, σε πυκνά συσσωματώματα παραγκών, από κάθε υλικό και μορφή, όπου αρκετά αργότερα το κράτος τις εξόπλισε με στοιχειώδη ύδρευση και αποχέτευση, και όπου παρέμειναν οι πρόσφυγες μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960 και αργότερα.



Η εσωτερική μετανάστευση στον Εμφύλιο και μετά. Η τρίτη φάση, ήταν μετά τον Εμφύλιο, όπου στην δεκαετία του ’50 εγκαταστάθηκαν πάνω από μισό εκατομμύριο εσωτερικών προσφύγων και μεταναστών σε μιά Αθήνα που αριθμούσε μόλις 1 378 586 κατοίκους το 1951 (το 1961 η Αθήνα έφθασε τους 1 850 709 κατοίκους). Είναι γνωστή η τακτική του κυβερνητικού στρατού να καταστρέφει τα χωριά γιά να μην έχουν ανεφοδιασμό και εφεδρείες οι αντάρτες, και με την τακτική αυτή ξερρίζωσε γύρω στους 350.000 αγρότες οι οποίοι κατέφυγαν στις πόλεις[17], αυτό ήταν το πραγματικό Παιδομάζωμα[18], που εκτός των άλλων προμήθευσε και φθηνά εργατικά χέρια στα αστικά κέντρα. Παράλληλα όμως έχουμε και την εντατική αποδιοργάνωση της υπαίθρου (τόσο λόγω του Εμφυλίου αλλά και λόγω της οικονομικής εξέλιξης – το φαινόμενο είχε αρχίσει ήδη από την λήξη του Α.Παγκοσμίου Πολέμου). Γιά την Αθήνα μόνο υπολογίζονται σε μισό εκατομμύριο οι εσωτερικοί μετανάστες, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων στεγάστηκε σε αυθαίρετα στην δυτική πλευρά του Λεκανοπεδίου, οι υπόλοιποι, πιό ευκατάστατοι έχοντας πουλήσει κτήματα και επιχειρήσεις στην επαρχία, κατοίκησαν στις περίφημες «αθηναϊκές πολυκατοικίες», τα νεώτερα αυτά slums των μικροαστών. Γιά τα αυθαίρετα του ’50 έχουν γραφεί πολλές μελέτες, και οικονομικές, και κοινωνικές[19] και έχουν μελετηθεί τόσο ο τρόπος παραγωγής τους όσο η εξέλιξή τους (είδαμε στο προηγούμενο τεύχος του Διάπλου την μετεξέλιξη του προλεταριάτου των αυθαιρέτων σε μικροαστούς των πολυκατοικιών που κτίστηκαν επάνω στα αυθαίρετα με την ένταξή τους στο σχέδιο πόλης[20]).



Περιοχές που αναπτύχθηκαν τότε και που μέχρι να ενταχθούν στο σχέδιο ήταν πραγματικές παραγκουπόλεις ίσως όμως με καλύτερα υλικά από τις φαβέλες της λατινικής Αμερικής. Μιλάμε γιά μεγάλες εκτάσεις στο Μενίδι, τα Λιόσια, την Πετρούπολη, το Περιστέρι, και προς τον Πειραιά και το Θριάσιο το Πέραμα, τον Κορυδαλλό, τον Ασπρόπυργο, την Ελευσίνα, κ.α



Οι σημερινές παραγκουπόλεις. Τέλος σήμερα έχουμε ακόμη χειρότερες φάσεις, όπου μορφοποιούνται δομές κατοίκησης χειρότερες από τα βρετανικά slums του 19ου αιώνα, και που αφορούν κυρίως μετανάστες τόσο από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης (ελλήνων κυρίως ρωσσοποντίων, πολωνών, βουλγάρων, αλβανών κ.α.) όσο και από περιοχές καπιταλιστικών πολέμων όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, χώρες της Αφρικής κ.α. Γιά τις πρώτες περιπτώσεις έχουμε ξανααναφερθεί σε προηγούμενα αφιερώματα του Διάπλου, ας δούμε σήμερα ακριβώς τις «παραγκουπόλεις» αυτών των μεταναστών.



Τυπικές περιοχές είναι ξανά του Δυτικού Λεκανοπέδιου η περιοχή του Δήμου Αχαρνών όπου διαβιούν ρωσσοπόντιοι, η Αγία Βαρβάρα πάλι με πρόσφυγες από την ΕΣΣΔ, κ.α.



Παράλληλα, υπάρχουν στον αστικό ή ευρύτερό του χώρο γεωργικές εκμεταλλεύσεις στις οποίες δημιουργούν οι ίδιοι οι μεγαλοαγρότες παραγκουπόλεις, με εντελώς απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, πρόκειται γιά ένα στοίβαγμα εργατικών χεριών χωρίς εγκαταστάσεις υγιεινής, σε ελάχιστους χώρους με εντελώς ευτελή υλικά όπως πλαστικά και χάρτμπορντ και μάλιστα τους αναγκάζουν να πληρώνουν και ...νοίκι[21]. Αλλοι επιχειρηματίες κυρίως στην βιομηχανία εγκαθιστούν τους εργαζόμενους οικονομικούς μετανάστες σε παροπλισμένα πλοία, σε αποθήκες ή σε εγκαταλειμμένα βιομηχανικά κτήρια[22] σε συνθήκες που περιέγραφε ο Μαρξ γιά το βρετανικό προλεταριάτο στον 19ο αιώνα, όπως η ενοικίαση «με την ώρα» [23], πάντα σε απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης. Τέτοιες εγκαταστάσεις είναι γνωστές από χρόνια αλλά όλοι βολεύονται και δεν μιλάν γενικώς. Αρχικά έγραψε η Ελευθεροτυπία στις 20 και 21 Αυγούστου του 2002, και μετά τέσσερα χρόνια στις 26 Ιουνίου 2006[24], στην συνέχεια ο Ριζοσπάστης στις 20 Μαίου του 2007 και ένα ακόμη χρόνο μετά η Ελευθεροτυπία στις 30 Μαρτίου του 2008 και αμέσως μετά ο Ελεύθερος Τύπος στις 9 και 10 Μαϊου του 2008 γιά να γίνουν ξανά και πρόσκαιρα θέμα και γιά να ξαναξεχαστούν σύντομα. Το θέμα αναζωπυρώθηκε πρόσκαιρα με την παρέμβαση του ΠΑΜΕ και την επίθεση των τραμπούκων των φραουλοπαραγωγών ενάντια στους επικεφαλής του ΠΑΜΕ και στους μετανάστες φυσικά με την ανοχή της αστυνομίας και όλων των τοπικών Αρχών[25]. Και τί έγινε άλλωστε με την παρέμβαση του Συνήγορου του Πολίτη το 2002[26] ; ό,τι και με την «Επιθεώρηση Εργασίας» το 2008[27](καταδικάστηκε ένας (1) παραγωγός σε τρίμηνη φυλάκιση –εξαγοραζόμενη-)[28] ή την παρέμβαση στον Εισαγγελέα το 2008[29] (αλλού επεμβαίνει ο κ.Σανιδάς όπως είναι γνωστό!)



Η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στις παραγκουπόλεις. Η παραβατικότητα. Σήμερα, οι νέες παραγκουπόλεις έχουν τις ιδιομορφίες τους και κυριαρχούνται από πολλαπλά φαινόμενα. Υπάρχουν περιοχές που παρ’ όλο τον προλεταριακό χαρακτήρα τους, κυριαρχούνται από τοπικές ή ευρύτερες μαφίες, φαινόμενο που θα πρέπει να θεωρηθεί ως συνέχεια της ανάπτυξης της μαφίας στη πρώην ΕΣΣΔ με την οποία συνεργάζεται (διαφόρων ομάδων, τσετσένικη μαφία, ρώσσικη μαφία, γεωργιανή, αλβανική κλπ στις οποίες το ελληνικό στοιχείο πολλές φορές παίζει και τον κυρίαρχο ρόλο – αυτό το τονίζουμε γιά να μην μας πούν ότι φταίνε οι ξένοι γιά το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα ! Βέβαια, το αναρχικό σύνθημα «τί είναι η ληστεία μιας Τράπεζας μπροστά στο έγκλημα της ίδρυσής της ;» δεν απέχει καθόλου από την πραγματικότητα, αλλά αυτό είναι μιά άλλη ιστορία, μιά και η εποχή του Ρομπέν των Δασών και του Τσακιτζή έχει μάλλον ακολουθήσει την φεουδαρχία στον τάφο της.

[1] Χρ. Αγριαντώνη, Αγώνες γιά την κατοικία στην Χιλή. Δελτίο ΣΑΔΑΣ τ.3/1973 σελ. 46, Δ.Δεμέναγα-Π. Κανελλόπουλος Οι bariadas της Lima, ο άτυπος τρόπος ανάπτυξης της πόλης. Φοιτητική διάλεξη στον Τομέα Πολεοδομίας του ΕΜΠ, Αθήνα 2000, Α.Κόκκινου-Δ.Πέππα Λατινική Αμερική, el hambre de la vivienda. Φοιτητική διάλεξη στον Τομέα Πολεοδομίας του ΕΜΠ, Αθήνα 2004

[2] Δεμέναγα ...οπ.παρ., Κόκκινου...οπ.παρ.

[3] Jean Fourastier, le grand esperant des XXeme siecle Paris 1945, ελλ. μτφρ. Η μεγάλη ελπίδα του 20ου αιώνα, Αθήνα 1972

[4] Β.Ι.Λένιν, Ιμπεριαλισμός, το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού (1910)

[5] Γ.Σαρηγιάννης Εισαγωγή στην ιστορία και θεωρία της πόλης, Αθήνα 1985 σελ. 103 , του ίδιου, Αθήνα 1830-2000 εξέλιξη, πολεοδομία, μεταφορές. Αθήνα 2000 σελ. 244

[6] Κ.Βασιλοπούλου, Ο Νόμος του Ζε, περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας , Κόκκινου-Πέππα, οπ.παρ.

[7] R.Merlin, les villes nouvelles, Paris 1969, F.Osborn-A.Whittick, The new towns, F.Jaspert, vom Staedtebau der Welt, Berlin 1961 κ.α.

[8] γιά τις συνθήκες παραγωγής αυτών των «νέων πόλεων» και τον τρόπο κατοίκησης των οικοδόμων τους στην Ελβετία, βλ. Joern Janssen (ed.), “Goehnerswill”, Wohnungsbau im Kapitalismus, Zuerich 1972

[9] Κ.Μπίρης, Αι Αθήναι, σελ. 171, Αθήναι 1960.,Ιγκε Δάνου, Αναφιώτικα,- Δελτίο ΣΑΔΑΣ 3/1973 σελ. 8, της ίδιας, Ιστορία μιάς απαλλοτρίωσης από το δημόσιο, Δελτίο ΣΑΔΑΣ 1-2/1973

[10] Μπίρης, οπ.παρ. 172

[11] Μπίρης, οπ.παρ. 202 , 242, και ακόμη το αφιέρωμα του Δελτίου του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων «Γκάζι, Κεραμεικός, Μεταξουργείο» τ.6/1993

[12] Ελίζα Παπαδοπούλου-Γεώργιος Σαρηγιάννης, συνοπτική έκθεση γιά τις προσφυγικές περιοχές του Λεκανοπεδίου Αθηνών, Αθήνα 2006 (έκδοση σε CD του Σπουδαστηρίου Πολεοδομικών Ερευνών της Σχολής Αρχιτεκτόνων), συνοπτική δημοσίευση στο Monumenta, τ.1 Αθήνα 2007.

[13] Γρηγόρης Στουρνάρας, Η επέκταση του Βόλου στον Μεσοπόλεμο, η εγκατάσταση των προσφύγων και η συγκρότηση της Νέας Ιωνίας. Η περίπτωση των Τζαμαλιώτικων, μεταδιδακτορική έρευνα (χρηματοδότηση από το ΙΚΥ) Βόλος 2007

[14] Β.Χαστάογλου..................... Καλαμαριά, Θεσσαλονίκη ..........

[15] Εξωραϊστικός Σύλλογος – Ενωση Δημοτών Δραπετσώνας «Θυμοίτης», Στα 50 χρόνια του Δήμου Δραπετσώνας, 2002.

[16] Ελίζα Παπαδοπούλου.... οπ.παρ.

[17] Αγγελική Λαϊου, μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά την διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, στο «μελέτες γιά τον εμφύλιο πόλεμο1944-1949» (πρακτικά ομώνυμου Συνεδρίου) Αθήνα 1992, σελ. 67 κ.εφ.

[18] Δημ.Σέρβος, το παιδομάζωμα, και ποιοί φοβούνται την αλήθεια, Αθήνα 2001

[19] ενδεικτικά αναφέρονται η περίφημη γιά την εποχή της Εκθεση του Α.Σπανού Αθήνα 1962, τα άρθρα του Δ.Εμμανουήλ , του Α.Ρωμανού, του Γ.Αραχωβίτη κ.α.στο δελτίο του ΣΑΔΑΣ 1/1975, του Α.Ρωμανού κ.α. στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ αρ. 820 της 21.12.74, την Εκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών «Πρόγραμμα Αναπτύξεως 1976-1980», Αθήνα 1976, το τεύχος «Κατοικία» του Σπουδαστηρίου Πολεοδομικών Ερευνών στην σειρά «πολεοδομικά πρότυπα» (1977) τα αφιερώματα του περιοδικού Αρχιτέκτονες, τ. 36/Νοε-Δεκ 2002 «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες (1ο), και 37/Ιαν-Φεβρ. 2003 (2ο), τ.54/Νοε-Δεκ. 2005 Αυθαίρετα...τότε και τώρα, βλ. ακόμη ανάλυση στου Γ.Σαρηγιάννη, Αθήνα 1830-2000 οπ.παρ. σελ. 161.

[20] Γ.Σαρηγιάννης, Εργατική τάξη και η εξέλιξή της στην Ελλάδα, Διάπλους τ.21, Αυγ.-Σεπτ. 2007, του ίδιου η μικροαστική πόλη, Διάπλους τ. 26 Ιούνιος-Ιούλιος 2008

[21] βλ. δημοσιεύματα που αναφέρθηκαν γιά την Ηλεία από το 2002 ως σήμερα

[22] Σ.Ζώτος, σε εγκαταλειμμένο πτηνοτροφείο της Αρτας κολαστήριο γιά μετανάστες... Ριζοσπάστης 28.12.2007

[23]« κοιμούνται με βάρδιες –σε ανήλιαγη αποθήκη στην Πλατεία Αμερικής 30 μετανάστες από την Μπουργκίνα Φάσο», Ριζοσπάστης 7.6.2008

[24] Μ.Νοδάρος, η πυρκαγιά έφερε στο φώς τους καταυλισμούς της ντροπής, Ελευθεροτυπία 26.6.06

[25] τα γεγονότα είναι γνωστά, ενδεικτικά αναφέρονται δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη 19.4.08, 22.4.08, 23.4.08, 24.4.08, 25.4.08, 27.4.08, κ.α. της Ελευθεροτυπίας 19.4.08, 13.4.08, 22.4.08, κ.α.

[26] Μ.Νοδάρος, στον Συνήγορο του Πολίτη γιά τους καταυλισμούς, Ελευθεροτυπία 20.8.2002

[27] Μ.Νοδάρος κρύβουν τους «άθλιους» στα φραουλοχώραφα» Ελευθεροτυπία 11.4.08

[28] Μ.Νοδάρος, καμπάνες γιά τις φράουλες της ντροπής, Ελευθεροτυπία 14.4.08

[29] Μ.Νοδάρος, αναφορά στον Αρειο Πάγο γιά τους αθλίους της Νέας Μανωλάδας...Ελευθεροτυπία 23.4.08

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες