Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

ΠΟΛΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ – Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ

τρία άρθρα του Γ. Σαρηγιάννη
στο περιοδικό «Διάπλους» που εισαγάγουν στο θέμα.
Προσεγγίσεις για την ταξική δομή στην πόλη: εργατική τάξη,
μικροαστική πόλη, παραγκουπόλεις.


Δεν είναι οι διεργασίες και η πολιτική συνείδηση τέτοια που να οδηγεί τις παραγκουπόλεις πάντα στην Αριστερά και τον κοινωνικό αγώνα. Δεν είναι ασυνείθιστο το φαινόμενο, μικροαστικές μάζες που μεταπίπτουν σε προλεταριάτο αντί να αποκτήσουν προλεταριακή συνείδηση να στρέφονται σε ακροδεξιές ιδεολογίες και δράσεις. Ετσι, κοινωνικά προβλήματα εμφάνισης λούμπεν προλεταριάτου, μαφίας και παραβατικότητας σε χαμηλό αλλά και σε ύψιστο βαθμό, υπάρχουν στις σύγχρονες παραγκουπόλεις διεθνώς, όπως στο Ρίο ντε Ζανέϊρο, όπου αυτό είναι μιά μεθοδευμένη κατάσταση που προκύπτει από την συνεργασία της αστυνομίας και των παρακρατικών της ώστε αντί το προλεταριάτο να διαμορφώσει επαναστατική συνείδηση, να ενσωματωθεί σε ένα μαφιόζικο σύστημα ή να αποδεχτεί την κρατική τρομοκρατία[1]



Είναι γνωστό και έχει μελετηθεί από πολλούς ερευνητές στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα ότι οι παραγκουπόλεις στην λατινική Αμερική αποτελούν ένα σύνθετο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, στο οποίο η διαδικασία πραγματοποιείται σε μία ακραία περίπτωση από συγκροτημένες ομάδες εποικιστών πλήρως ανεξάρτητων και με αυτοδιαχείριση, μέχρι την άλλη περίπτωση όπου το ίδιο το κράτος «καθοδηγεί» και καρπούται διάφορα πολιτικά οφέλη. Στις περιπτώσεις αυτές η κρατική παρέμβαση οδηγεί μέχρι και στην αποδοχή από τους κατοίκους της συνεργασίας με τις δυνάμεις καταστολής[2] ή ακόμη και την συνεργασία των μαφιών που ελέγχουν τις φαβέλες και οι οποίες εξασφαλίζουν στους κατοίκους τους, τους favelados, την «προστασία» και την ηρεμία, ασφαλτόστρωση δρόμων, φάρμακα και βοηθήματα γιά τους φτωχούς, με παράλληλη βέβαια ενασχόληση των συμμοριών αυτών με εμπόριο ναρκωτικών κ.α.[3]



Κοινωνικά οι παραγκουπόλεις ακολουθούν την κοινωνική κατάσταση της εποχής τους. Εντονες ταξικές συσπειρώσεις στις προσφυγογειτονιές, αρχικά βενιζελικοί και πολύ σύντομα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εξελίχτηκαν στην Κατοχή ως οργανωμένες εστίες αντίστασης (Χαροκόπου, Καισαριανή, Κοκκινιά και Κορυδαλλός, Κερατσίνι κ.α). Η επόμενη φάση του ’50, εξακολουθούσε να είναι με το ΚΚΕ και την τότε ΕΔΑ, αλλά μετά την μεταπολίτευση άρχισε η πορεία προς την σοσιαλδημοκρατία ή και την δεξιά, και αυτό ερμηνεύτηκε από πολλούς μελετητές σε προηγούμενα τεύχη του Διάπλου[4].



Η Καισαριανή και του Χαροκόπου, έπαιξαν τον ιστορικό τους ρόλο τότε, τώρα είναι πιό εύκολο να μεθοδεύσει η αστική τάξη την προσέγγιση του εξαθλιωμένου ή μή προλεταριάτου στην κάθε είδους μαφία, ιδίως αν υπάρχουν οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις, όπως προέλευση των κατοίκων και σχέσεις τους με τις μαφίες του τόπου προέλευσης (ρωσσοπόντιοι και σχέσεις τους με τις ρώσσικες κ.α. μαφίες στην πρώην Σοβιετική Ενωση, τσιγγάνοι, ρομά, στους οποίους έχει ήδη αναπτυχθεί ταξική διαφοροποίηση ανάμεσα σε «φτιαγμένους» και προλεταριάτο. Εδώ οι «φτιαγμένοι» συγκροτούν μαφίες και «δένουν» και το προλεταριάτο τους κ.α., πρόσφυγες από ανατολική Ευρώπη με συγκροτημένες μαφίες όπως Ρουμανία, Βουλγαρία κ.α. ) ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο σε πρόσφυγες από το Ιράκ, το Αφγανιστάν το Μπαγκλαντές ή την Πολωνία. Οι αλβανοί οικονομικοί μετανάστες, παρ’ όλα όσα σκόπιμα λέγονται, μένουν γενικά έξω από τις μαφίες, ελάχιστοι μετέχουν και αυτοί κυρίως με αφεντικά έλληνες μαφιόζους[5]. Θα πρέπει να σημειωθεί έντονα, η συνεργασία των μαφιών αυτών με αστυνομικά όργανα σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολλές φορές αστυνομικοί είναι και ηγετικά στελέχη τους ιδίως σε υποθέσεις ναρκωτικών και κυκλωμάτων πορνείας από χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Βέβαια είναι αυτονόητο ότι τα κυκλώματα αυτά δεν θα μπορούσαν να ανθίσουν χωρίς και την συνεργασία των δικαστικών αρχών, και βγήκαν αρκετά στην φόρα με τις σίγουρα μικρές αποκαλύψεις του λεγόμενου «παραδικαστικού κυκλώματος» -η διαφθορά είναι πολύ βαθύτερη...



Ετσι, έχουμε πολλές φορές γεγονότα ή καταστάσεις σε περιοχές όπως γιά παράδειγμα στο Μενίδι[6] ή στην Αγία Βαρβάρα[7] ή το Ζεφύρι[8] που σίγουρα αναλογούν στις αντίστοιχες των favelados της λατινικής Αμερικής με ναρκωτικά, παραεμπόριο «επώνυμων» ειδών (αλλά μαϊμούδων, και γιατί όχι άλλωστε να μην βγαίνει και ο πολύς ο κόσμος με «σινιέ» ρούχα; μόνο οι πολυεθνικές χάνουν και οι δεσποινίδες και νεαροί του Κολωνακίου που χάνουν την αποκλειστικότητα ! ) και βεβαίως με την ύπαρξη συμμοριών συνεργαζόμενων ή μή κατά περίπτωση με τις κρατικές αρχές, και κάπου τόχουμε ξαναδεί αυτό το έργο ...



Η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στις παραγκουπόλεις. Η επαναστατικότητα. Από την άλλη μεριά όμως, η δημιουργία των παραγκουπόλεων της λατινικής Αμερικής πολλές φορές αποτέλεσε διεργασία αντίστοιχη εκείνης της Αυστρίας του 1920, με συνεκτική εσωτερική οργάνωση, καθαρό πολιτικό πλαίσιο (συνήθως αριστερότερα της επίσημης αριστεράς), των pobladores. Η οργάνωση αυτή, επέλεγε τους χώρους κατάληψης (συνήθως εκκλησιαστική και κρατική περιουσία) οργάνωνε και διαμοίραζε τον χώρο και οργάνωνε την εγκατάσταση (σχεδίαση και διανομή των «οικοπέδων», κατάληψη, οικοδόμηση, περιφρούρηση) των οικιστών[9].



Εχουμε τέτοια παραδείγματα από την Χιλή, και δεν είναι τυχαίο ότι αποτέλεσαν και τις βασικές εστίες αντίστασης στην επίθεση της Χούντας στο καθεστώς του Σαλβατόρ Αλλιέντε όπως η παραγκούπολη Loermida στο Σαντιάγκο στις 12.9.1973 [10] γι’ αυτό και βομβαρδίστηκαν ανηλεώς από την αεροπορία του Πινοσέτ[11]. (Τηρουμένων των αναλογιών, ας θυμηθούμε τις επιθέσεις με μυδραλιοβόλα των spitfires της RAF στον Δεκέμβρη του ’44 στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, κυρίως στις γύρω από το Θησείο γιά να σπάσουν την πολιορκία από τον ΕΛΑΣ των ταγματασφαλιτών στου Μακρυγιάννη).



Τέτοιου είδους κοινωνικές συνθέσεις στις παραγκουπόλεις, προφανώς ευνοούν τις επαναστατικές διεργασίες, αλλά στην Ελλάδα μάλλον συμβαίνει το αντίθετο, και αυτό προκύπτει από μιά σειρά συγκεκριμένων διεργασιών στην απόκτηση κατοικίας στις περιοχές αυτές. Η απόκτηση οικοπέδου και η οικοδόμηση ακολούθησε έναν νόμιμο γιά τους κατοίκους δρόμο : την νόμιμη αγορά του οικοπέδου και των υλικών κατασκευής άσχετα αν ο πωλητής οικοπεδέμπορος ήταν απατεώνας και καταπατητής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η εξασφάλιση της μή κατεδάφισης περνούσε από πολλά κανάλια όπως την συγκεκριμένη μάντρα υλικών όπου έπρεπε να προμηθευτεί ο οικιστής τα υλικά του (αλλιώς «καρφωνόταν» και ερχόταν αμείλικτη η αστυνομία και του το κατεδάφιζε) η δωροδοκία των αστυνομικών οργάνων (που πολλές φορές ενείχε και παράπλευρες «παραχωρήσεις»), η προσφυγή γιά προστασία στον τοπικό βουλευτή του κυβερνώντος Κόμματος (τουλάχιστον γιά μιά δεκαπενταετία 1950-1964 της δεξιάς), γιά παράδειγμα γιά το Πέραμα μετά το 1974 αυτός ήταν ο Ηλίας Βουγιουκλάκης της ΝΔ[12] και πριν την Χούντα ανάλογα,κ.α.[13] και αυτό συνεχίζεται και σήμερα όπου οι καταυλισμοί γιά παράδειγμα της Ηλείας ελέγχονται από συγκεκριμένα κυκλώματα[14] που παρέχουν «στέγη, τροφή και προστασία»[15].



Παράλληλα, έχουμε περιπτώσεις καταλήψεων χώρων όπου αυτές γίνονται από οργανωμένες ομάδες αλλά όχι μόνο γιά αυτοστέγαση αλλά και γιά ...μεταπώληση σε άλλους οικιστές, και βέβαια στις περιπτώσεις αυτές (στις οποίες εν πολλοίς συγκαταλέγεται και το Πέραμα) διαμορφώνονται και αντίστοιχες συνειδήσεις[16] και αυτό δεν πρέπει να το παραγνωρίσουμε.



Τί τελικά είναι οι «παραγκουπόλεις» ; λύση ανάγκης γιά τις πλατειές μάζες ; περιθώριο νομοτελειακό ή μή ; εργαλείο της άρχουσας τάξης στο να βολεύει το πρόβλημα της κατοικίας; κανάλι ενσωμάτωσης στο Σύστημα; Νομίζω ότι είναι όλα αυτά, και δεν ισχύουν μόνο οι χαρακτηρισμοί του Α.Τρίτση γιά τον «ηρωϊκό οικιστή των αυθαιρέτων» ούτε μόνο οι χαρακτηρισμοί τους ως «παραβατικά» στρώματα. Είναι όλα μαζί, και ως εποικοδόμημα, γιά να τις μελετήσουμε θα πρέπει να ερευνήσουμε βασικά το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο της κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας στην οποία εντάσσονται, βρίσκοντας και τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές τους, από τα προσφυγικά του ’22 μέχρι τα αυθαίρετα του ’50, και από τις faveles και τις barriadas της λατινικής Αμερικής μέχρι τις εγκαταστάσεις των ρωσσοποντίων στο Μενίδι και τους καταυλισμούς των ασιατών στην Ηλεία και τα Μεσόγεια.

(δημοσιεύθηκε στο «Διάπλους» τ.18/Φεβρ.-Μαρτ. 2007)





αφιερώνεται στην μνήμη του Γιάννη, (1975-2007)

που τόσο πάλεψε μαζί με τους φίλους-ες και συντρόφους-ες του

ανάμεσα στ’ άλλα και γιά καλύτερες μέρες γιά τους μετανάστες



Η ταξική δομή της πόλης. Η ταξική δομή της πόλης είναι μια δεδομένη έννοια, μόνο που τις τελευταίες δεκαετίες αποκτά άλλη ποιοτική διάσταση. Οι εργατικές συνοικίες, τα slums δίπλα στις βιομηχανίες του 19ου αιώνα, έδωσαν εν πολλοίς την θέση τους στους προσφυγικούς συνοικισμούς των παραπηγμάτων του Μεσοπόλεμου, και στην συνέχεια και αυτοί στις περιοχές αυθαιρέτων των εσωτερικών μεταναστών στο Δυτικό Λεκανοπέδιο μετά την εμφυλιοπολεμική περίοδο.



Κάποιοι θα μπορούσαν να μιλήσουν γιά σύγχρονα slums, τηρουμένων των αναλογιών, ανάμεσα στην εξαθλίωση της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα και την εξαθλίωση της μικροαστικής τάξης του 20ου αιώνα : η μεταπολεμική πολυκατοικία στις περιφερειακές συνοικίες των Αθηνών πράγματι αξίζει σχετικά έναν τέτοιο τίτλο και η ονομασία «Κυψέλη» ή «Παγκράτι», ιδίως όσο αφορά τα ισόγεια και υπόγεια διαμερίσματα –ακόμη και των πρώτων ορόφων- υποδηλώνει την απαξίωση ενός πολεοδομικού περιβάλλοντος που αποτέλεσε έντεχνα το ιδανικό και το πρότυπο των μικροαστών του ’50.



Κοινωνικά στρώματα και τάξεις στον χώρο της Αθήνας. Βλέποντας το θέμα από την γενικότερη κοινωνικοοικονομική σκοπιά και όχι μόνο από την στενά «πολεοδομική» θα μπορούσε να είχε μερικές διαπιστώσεις γιά το ποιά είναι σήμερα τα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης στην Αθήνα (και την Ελλάδα γενικότερα), μιλάμε γιά κανονικό προλεταριάτο και όχι το γνωστό μας λούμπεν προλεταριάτο. Από την εποχή όπου οι οικοδόμοι γιά παράδειγμα δεν κατέχουν μόνο την εργατική τους δύναμη αλλά και ένα ποσοστό υπεραξίας που απολαμβάνουν από μισθωτούς σ’ αυτούς, τώρα που οι ίδιοι έγιναν «υπεργολάβοι», έχουν περάσει ίσως και χωρίς και να το καταλαβαίνουν στα μικροαστικά στρώματα, αυτό όμως το βλέπουμε μόνο στα εκλογικά αποτελέσματα όπου παραδοσιακές εργατικές περιοχές όπως το Περιστέρι, η Καισαριανή, το Αιγάλεω, ο Κορυδαλλός, η Νέα Ιωνία, περιοχές εργατικές και προσφυγικές, προπύργια της Αριστεράς στον Μεσοπόλεμο, την Κατοχή και την πρώτη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο, πάντα με κομμουνιστές δημάρχους, σιγά –σιγά διολισθαίνουν σε ηπιότερους πολιτικούς σχηματισμούς, και σύντομα σε σοσιαλδημοκρατικούς ακόμη και στην επάρατο Δεξιά που τόσο σκληρά πολέμησαν οι πατεράδες τους.



Ποιός αντικατέστησε τα μικροαστικά πλέον αυτά στρώματα στην παραγωγή; ποιός είναι εκείνος που είναι σήμερα ο πραγματικός –κατά τον μαρξιστικό ορισμό – προλετάριος, αυτός «που δεν έχει να χάσει τίποτα εκτός από τις αλυσσίδες του», αυτός που κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη η οποία και έρχεται αντικρυστά με το Κεφάλαιο στην βασική Αρχή του Καπιταλιστικού Συστήματος;



Οικονομικοί μετανάστες – η προϊστορία. Πέρα από ακόμη μεγάλα στρώματα υπαλλήλων στον εμπορικό και βιοτεχνικό τομέα αλλά και εργατών σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες που υπάρχουν ακόμη, (και δεν είναι τυχαίο ότι είναι και οι πλέον ριζοσπαστικότεροι στις πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές τους), σε πολλές περιπτώσεις την θέση των περισσότερο χαμηλών οικονομικών στρωμάτων την έχουν πάρει, ή πιό σωστά, τους συμπληρώνουν πλέον, οι οικονομικοί μετανάστες. Αρχικά προέρχονταν από την ελληνική επαρχία, όπως στην δεκαετία του ’50-’60 που πήγαιναν απ’ ευθείας από το χωριό τους στην Γερμανία και το Βέλγιο και κάποιοι ερχόταν στην Αθήνα, η οποία παρουσίασε αύξηση 37% στην δεκαετία περίπου εκείνη την εποχή, με αιχμή το δυτικό Λεκανοπέδιο της «αυθαίρετης δόμησης» με αυξήσεις από 300% (Αγία Βαρβάρα, Αγ.Δημήτριος κ.α) μέχρι και 660% (Νέα Λιόσια). Οι οικονομικοί μετανάστες της ελληνικής επαρχίας μετά το ’70 συνήθως είχαν προέλευση την Θράκη και ήταν από την μουσουλμανική κοινότητα, με κύριο χώρο εγκατάστασης στην Αθήνα τις δυτικές παρυφές του κέντρου και εργασία στις βιοτεχνίες της περιοχής Ψυρρή, Μεταξουργείου και Κολωνού.



Μετά το 1980 όμως παρατηρείται ένα έντονο ρεύμα από το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές και εν μέρει και από το Ιράκ, οι άνθρωποι αυτοί εργάζονταν στις ανθούσες τότε βιομηχανίες της Δυτικής Εισόδου της Αθήνας (Χαϊδάρι) και κατοικούσαν στην γύρω περιοχή. Μιά μεγάλη ομάδα όμως εργαζόταν στο Μενίδι, τα Μεσόγεια και τον Μαραθώνα ως αγρεργάτες, συνήθως κάτω από ιδιαίτερα άθλιες συνθήκες στέγασης, διατροφής και μισθοδοσίας. Τέλος μετά το 1991 και την μαζική έξοδο πληθυσμών από το πρώην σοσιαλιστικό στρατόπεδο, η Ελλάδα και ειδικά η Αθήνα, πύκνωσε την εργατική της τάξη αρχικά με αλβανούς και αργότερα με κάθε προέλευσης πρώην κατοίκων της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι στις ομάδες αυτές προστίθενται και οικονομικοί μετανάστες από τον αφρικανικό χώρο, στην δεκαετία του ’70 από την τότε αποσχισθείσα επαρχία της Νιγηρίας, την Μπιάφρα, και στην συνέχεια από όπου διεξάγονταν πόλεμοι με τις επακολουθούσες μαζικές σφαγές και μαζική προσφυγιά, σχεδόν σε όλη την Αφρική.



Οι οικονομικοί μετανάστες σήμερα. Σήμερα στην Αθήνα, διαβιούν πάνω από 40 εθνότητες από την Ασία (Μπαγκλαντές, Ινδία, Πακιστάν, Ιράκ), από την Αφρική (Ζαϊρ, Κονγκό, Νιγηρία, Σουδάν, Κένυα, Ουγκάντα) και από την Νοτιοανατολική πρώην σοσιαλιστική Ευρώπη (αλβανοί, πολωνοί, σέρβοι, βούλγαροι, ρουμάνοι, ουκρανοί και ρώσοι, τσετσένοι), αλλά και ομογενείς από την Νότια Ρωσσία, (που ήταν και εκεί πρόσφυγες από τον Πόντο του 1922), τους γνωστούς «ρωσοπόντιους». Μιλάμε πάντοτε γιά προλεταριάτο, δεν συμπεριλαμβάνουμε ούτε τους νεοκαπιταλιστές από την Ρωσία, ούτε τους μεγαλοεπιχειρηματίες από τον Λίβανο, και φυσικά ούτε τους κάθε λογής μαφιόζους από την Νοτιοανατολική Ευρώπη ή αλλού. Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία του αφιερώματος του «Διάπλου» (τ.4) το 2001 υπήρχαν 800.000 περίπου ξένοι υπήκοοι στην Ελλάδα, αριθμός που θα πρέπει να αμφισβητηθεί δεδομένης της μή καταμέτρησης των λαθρομεταναστών που προφανώς απέφυγαν να απογραφούν, ενώ οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ το 2003 ανέρχονταν στις 500.000 περίπου. Τουλάχιστον επίσημα έχουμε 300.000 οικονομικούς μετανάστες που είτε είναι παιδιά, (μή εργαζόμενα;;;), είτε γυναίκες και άντρες μή ασφαλισμένους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν προσφέρουν «μαύρη εργασία», και σίγουρα ο αριθμός των μεταναστών που δεν εμφανίζονται ούτε στις απογραφές ούτε στα ασφαλιστικά ταμεία είναι μεγαλύτερος από αυτήν την διαφορά των 300.000 προσώπων. Αναλυτικότερα και με όλες τις επιφυλάξεις που αναφέρθηκαν, εμφανίζονται ως ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ το 2003, 243.000 αλβανοί, 60.000 ρώσσοι, 32.000 βούλγαροι, 22.000 ρουμάνοι, 17.000 πακιστανοί, και από 6-9.000 αιγύπτιοι, πολωνοί, ινδοί, από το Μπαγκλαντές, σύροι, φιλιππινέζοι, και από 1000-4000 γεωργιανοί, ουκρανοί, γιουγκοσλάβοι, κινέζοι, νιγηριανοί, ιρανοί, τούρκοι (κούρδοι ;) αιθίοπες και σουδανοί. Ο κατάλογος δεν αποδίδει πιστά την πραγματικότητα μιά και λείπουν οι λαθρομετανάστες και μάλιστα σε μεγάλους αριθμούς όπως οι κούρδοι (εκτός αν μέρος τους περιλαμβάνεται στους τούρκους τους ιρανούς και τους ιρακινούς). Αλλες πηγές όμως δίνουν διαφορετικά συνολικά νούμερα, όπως γιά 50.000 πολωνούς, 30.000 από τις Φιλιππίνες κλπ. όπου φαίνεται καθαρά ότι μικρά ποσοστά από τους μετανάστες είναι εγγεγραμμένοι στο ΙΚΑ, όπως άλλωστε αναλύθηκε.



Η κοινωνική θέση των μεταναστών. Ακόμη, πρέπει να συγκρίνουμε την υποδοχή των ελλήνων μεταναστών στην Γερμανία του ’60 με την υποδοχή των οικονομικών μεταναστών στην χώρα μας, που είναι το άκρως αντίθετο. Στην Γερμανία οι τότε μετανάστες (έλληνες, ιταλοί, γιουγκοσλάβοι, τούρκοι και ισπανοί) απολάμβαναν όλα τα προνόμια των γερμανών εργατών, ήταν γραμμένοι στα συνδικάτα, είχαν ασφάλιση και κανονικό μισθό, πράγμα που γιά μικρό μόνο ποσοστό συμβαίνει εδώ. Οι εδώ συνθήκες είναι γνωστές, εργασία στο ένα πέμπτο του νόμιμου μεροκάματου (στην επαρχία πολλές φορές τους καταγγέλουν οι ίδιοι οι εργοδότες ως παράνομους, απελαύνονται και δεν πληρώνονται τα χρωστούμενα μεροκάματα), ο ρατσισμός δεν περιγράφεται και υποδαυλίζεται όχι μόνο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και από τις επίσημες Αρχές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ας μην ξεχνάμε την «απόφαση» επαρχιακών δημάρχων που έθεταν «ωράριο κυκλοφορίας» στους ξένους και ας μην μιλήσουμε γιά την εντολή του Υπουργείου όχι μόνο να μην περιθάλπονται μετανάστες στα δημόσια νοσοκομεία αν δεν είναι «νόμιμοι» αλλά και να καταγγέλλονται στην αστυνομία ! Σημειώνεται γιά την ιστορία ότι ο γιατρός που διαμαρτυρήθηκε γιά την απόφαση αυτή, απολύθηκε...



Η επιλογή του χώρου εγκατάστασης. Ποιά είναι η κατανομή στον χώρο αυτών των «παιδιών ενός κατώτερου θεού»; Κατ’ αρχήν, η εγκατάσταση ενός μετανάστη, ακολουθεί τρείς κανόνες: κοντά σε δικούς του, κοντά στην δουλειά και με φθηνό κόστος. Ο πρώτος όρος είναι η ελάχιστη εξασφάλιση προστασίας και βοήθειας ιδίως τον πρώτο καιρό και η αλληλεγγύη αυτή συσπειρώνει όσους έχουν ανάγκη, σε «γειτονιές» από την αρχαιότητα –βέβαια συσπειρώνει και τα ανώτερα οικονομικά στρώματα στους δικούς τους χώρους, αλλά γιά άλλους λόγους, υψηλής ποιότητας περιβάλλον, κοινωνικό γόητρο, ασφάλεια κλπ. Ο δεύτερος όρος, πολλές φορές ταυτίζεται με τον πρώτο, δεδομένου ότι οι «πρωτοαφιχθέντες» αναζήτησαν χώρο όπου υπήρχε δουλειά, ενώ οι επόμενοι έρχονται κοντά στους δικούς τους. Είναι φανερό, ότι και ο τρίτος όρος, το φθηνό ενοίκιο, ταυτίζεται με τον χώρο εργασίας, και μιλάμε γιά υποβαθμισμένες βιομηχανικές περιοχές της Αθήνας, μιά και αυτοί οι οικονομικοί μετανάστες εργάζονται είτε σε ευκαιριακές εργασίες, είτε σε βιοτεχνίες και βιομηχανίες κυρίως, και μιά μερίδα ως αγρεργάτες όπως αναφέρθηκε. Επίσης πρέπει να ξεχωρίσουμε τους εργαζόμενους στην οικοδομή, χωρίς ιδιαίτερη κατανομή σε εθνικότητα, που ο όρος «εγγύτητα στην εργασία» μεταφράζεται απλά σε εγγύτητα σε Μέσα Μαζικών Μεταφορών. Ετσι, μπορούμε να αιτιολογήσουμε απόλυτα σχεδόν την σημερινή κατανομή των οικονομικών μεταναστών



* η πιό απλή περίπτωση είναι εκείνη των αγρεργατών που τους εγκαθιστούν ασφυκτικά σε άθλιες συνθήκες, σε αγροτικές αποθήκες στα κτήματά τους στον Μαραθώνα, τα Μεσόγεια, το Μενίδι, κυρίως ινδούς και πακιστανούς. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι «ρωσοπόντιοι» στην ευρύτερη περιοχή του Μενιδιού ανάμεσα σε καταυλισμούς τσιγγάνων ρομά, και με την ίδια αθλιότητα κατασκευών, αν και η εργασία τους μπορεί και να μην είναι πάντα στην περιοχή. Η εγκατάστασή τους έγινε μάλλον με κρατική πρωτοβουλία, όπως στην Χούντα η εγκατάσταση των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης στον Κολωνό και το Μεταξουργείο.



* οι εργαζόμενοι στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες του Δυτικού τμήματος του Λεκανοπεδίου, από το Ψυρρή και τον Κολωνό, μέχρι τον Ελαιώνα, το Περιστέρι, το Χαϊδάρι (εξαιρούμε την Ελευσίνα μιά και αποτελεί δικό της χώρο με την βαρειά κυρίως βιομηχανία της και τους δικούς της οικονομικούς μετανάστες), όσοι δεν στεγάζονται «από την επιχείρηση» (έχει καταγγελθεί η «στέγαση» σε παροπλισμένο πλοίο στην Χαλκίδα σε εργαζόμενους οικονομικούς μετανάστες σε συγκεκριμένη βιομηχανία της περιοχής), κατοικούν στις περιοχές ανάμεσα στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Ετσι, η περιοχή Κολωνού, Περιστερίου, Λένορμαν, Ελαιώνας και Ρέντης, Πλατεία Αττικής και Πλατεία Βάθης, Μεταξουργείο και Ψυρρή (όσο δεν τους διώχνουν μαζί με τις βιοτεχνίες τα μοντέρνα και πανάκριβα «φαγάδικα»), είναι η κύρια περιοχή εγκατάστασής τους.



* θα πρέπει γιά σύγκριση να κάνουμε μιά παρένθεση γιά τους υψηλών οικονομικών επιπέδων ξένων, όπως λιβανέζων, ρώσσων, από τις ΗΠΑ και Καναδά και τέλος των κινέζων, όπου εγκαθίστανται οι δύο πρώτοι κυρίως στην παραλιακή περιοχή (Παλαιό Φάληρο έως Βουλιαγμένη) πολλοί και σε οχυρωμένες βίλλες, ή στην περιοχή Αγίας Παρασκευής (κοντά στα ελληνοαμερικανικά κολλέγια), και οι κινέζοι σε μεσοαστικές περιοχές όπως το Παγκράτι.







Ο σημερινός εθνογραφικός χάρτης της Αθήνας. Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, αλλά και από δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου (metrorama 27.8.2001, Καθημερινή 17.3.1996, 25.5.1997, 2.5.1999 κ.α., Ελευθεροτυπία 24.1.2001, 13.5.2002 κ.α. αλλά και κυρίως του αφιερώματος του «Διάπλου» τ.4), η εγκατάσταση των οικονομικών μεταναστών ακολουθεί αυτές τις τρείς αρχές που αναλύθηκαν (εθνογραφική συσπείρωση, εγγύτητα τόπου εργασίας, φθηνό κόστος εγκατάστασης). Σύμφωνα λοιπόν με τις παραπάνω πηγές, έχομε:



* κατ’ αρχήν, το «εμπορικό κέντρο» με μαγαζιά με προϊόντα της πατρίδας τους, που διαχειρίζονται οικονομικοί μετανάστες όπου πέρα από την διαχείριση, απευθύνονται και σε συγκεκριμένες εθνότητες, αυτό σύμφωνα με τα δημοσιεύματα περιλαμβάνεται στο «τρίγωνο» Πειραιώς-Σοφοκλέους-Σωκράτους, και αυτό είναι λογικό, μιά και η περιοχή της Ομόνοιας μετά τον πόλεμο αποτελούσε το κέντρο των χαμηλών στρωμάτων – σε αντίθεση με την Πλατεία Συντάγματος. Προφανώς τα μαγαζιά αυτά, αποτελούν και χώρο συνάντησής τους.



Από κεί και πέρα, έχουμε κάποιες ειδικές συγκεντρώσεις, όπως



* την παλαιά συγκέντρωση μουσουλμάνων εσωτερικών μεταναστών (με πρωτοβουλία της Χούντας γιά να μειώσει το μουσουλμανικό στοιχείο της Θράκης !) στην περιοχή του Κολωνού – πλ.Βάθης-Μεταξουργείου.

* ειδικά στο Μενίδι, εκτός από τους ρωσσοπόντιους, και ρώσσους, γεωργιανούς, τσετσένους, ουκρανούς και από το Καζακστάν. Εδώ πρόκειται γιά κρατικής πρωτοβουλίας εγκατάσταση, οι μετανάστες εργάζονται σε διάφορες περιοχές, πάντως έτσι και αλλιώς είναι στο κέντρο βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων τόσο στο Δυτικό Λεκανοπέδιο όσο και το Θριάσιο.
* την «μικρή Βαρσοβία» γύρω από την Πλατεία Βάθης και την Μιχαήλ Βόδα με πολύ καλά οργανωμένη πολωνική κοινότητα, καταστήματα, στέκια, παιδικούς σταθμούς.
* την σουδανική συγκέντρωση στα Κάτω Πατήσια, με ενσωμάτωση και μεταναστών από την Σιέρα Λεόνε.
* βιομηχανικές περιοχές, Πειραιάς, Ν.Ιωνία, Ρέντης, Περιστέρι: από Πακιστάν και Μπαγκλαντές, Ιράκ, Κούρδοι.
* στις περιοχές γύρω από τα νοσοκομεία της Βασιλίσσης Σοφίας, νοικιάζουν ομαδικά διαμερίσματα μετανάστες από τις Φιλιππίνες που εργάζονται ως νοσηλεύτριες ή αποκλειστικές και που συναντώνται τις αργίες τους με τις συμπατριώτισσές τους που εργάζονται σε όλο το Λεκανοπέδιο ως οικιακοί βοηθοί.
* αγρεργάτες. Κυρίως ινδοί και πακιστανοί : Μαραθώνας, Μενίδι, Μεσόγεια



Σε μιά πρώτη εκτίμηση σχέσης χώρου και εθνικότητας, έχομε



* ρώσσοι, ουκρανοί, κλπ : Αγίου Κωνσταντίνου, Ομόνοια, Πλ.Βικτωρίας, Κολωνός, Κυψέλη,
* πακιστανοί, ινδοί και από το Μπαγκλαντες: Πλ.Βάθης, Ομόνοια, Ρέντης, Ν.Ιωνία, Ανω Λιόσια, Κερατσίνι, Πειραιάς, Σπάτα
* αλβανοί :πλ.Βάθης, πλ.Βικτωρίας, Κυψέλη, Γκύζη, Μπραχάμι, Ν.Ιωνία, Ανω Λιόσια, Μεσόγεια.
* αφρικανοί: Ομόνοια, Αγίου Μελετίου, Κυψέλη, Κουκάκι, Αμπελόκηποι, Λ.Αλεξάνδρας, Νεάπολη, Ρέντης, Πειραιάς
* πολωνοί: πλ.Βάθης, πλ.Ομονοίας, Κυψέλη, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Χολαργός



Είναι φανερό ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις και ανάμεσα στις διάφορες εθνικότητες, όπου άλλοι (προφανώς οι πρόσφατοι μετανάστες) διαμένουν σε περισσότερο υποβαθμισμένες περιοχές, ενώ οι παλαιότεροι που απέκτησαν και κάποια οικονομική επιφάνεια σε καλύτερες.



Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλές από της εθνότητες έχουν φθάσει σε υψηλά επίπεδα οργάνωσης, με δικά τους σχολεία, παιδικούς σταθμούς, «στέκια» συγκέντρωσης, ακόμη και τόπους θρησκευτικής λατρείας, οργανώνουν τις δικές τους γιορτές, έχουν ακόμη και δικά τους περιοδικά.



Σημειώνεται ακόμη ότι τα πρωϊνά των Κυριακών, πίσω από τον Αγιο Κωνσταντίνο συγκεντρώνεται συγκεκριμένη εθνότητα (νομίζω πολωνοί ή ανατολικής Ευρώπης) όπου και διακινείται η αλληλογραφία που παραλαμβάνεται από την πατρίδα από εκείνους που έχουν πιά σταθερή διεύθυνση και μοιράζεται στους καινούργιους.





Εχομε λοιπόν στην Αθήνα, όπως και σε κάθε άλλη μεγαλούπολη, διάχυτες νησίδες μεταναστών, και ακόμη μιά συνεχή κοινωνική κινητικότητα, όπως άλλωστε και στους δικούς μας εσωτερικούς μετανάστες του ’50. Νεοαφιχθέντες μετανάστες, περιθάλπονται και προστατεύονται από τους ομοεθνείς τους, μέχρι να «ορθοποδίσουν», βελτιώνουν τις συνθήκες εργασίας και στην συνέχεια και της κατοικίας και πολλές φορές (σε μικρά ποσοστά) αλλάζουν και χώρο κατοικίας αν ανέλθουν οικονομικά. Γενικά πάντως, ο χώρος εγκατάστασης στο Λεκανοπέδιο, γιά το συντριπτικό ποσοστό τους είναι οι υποβαθμισμένες γενικά περιοχές, είτε αυτές είναι οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές περιοχές, είτε τα απαξιωμένα ισόγεια και υπόγεια της πανάθλιας «αθηναϊκής πολυκατοικίας».



Σίγουρα μιά και η πόλη δεν είναι μόνο τα κτήρια αλλά και οι άνθρωποι, έχουμε «πόλεις μέσα στην πόλη», πόλεις πολλές, διαφορετικές, που αποτελούν τελικά ένα ενιαίο σύνολο, πολυεθνοτικό, πολύχρωμο, πολυεθιμικό, πολυεπίπεδο οικονομικά και κοινωνικά, και είτε αυτό αρέσει είτε όχι σε κάποιους, αποτελεί αναπόσπαστο και ιδιαίτερα ζωντανό μέρος της πόλης των Αθηνών, και γιατί όχι άλλωστε ;









[1]Βασιλοπούλου, οπ.παρ., 23.11.2003, Κόκκινου...όπ.παρ.

[2] Α.Κόκκινου - Δ.Πέππα, Λατινική Αμερική «el hambre de la vivienda». οπ.παρ.

[3] οπ.παρ. σελ. 39

[4] Διάπλους, Αφιέρωμα στην εργατική τάξη στην Ελλάδα, τ.21 Αυγ.-Σεπτ. 2007, στο ίδιο περιοδικό Αφιέρωμα «ο μικροαστός, από την φάρσα στην τραγωδία», τ. 26 / Ιούνιος-Ιούλιος 2008. Βλ. ακόμη Γ.Σαρηγιάννης Αριστερά και τοπική αυτοδιοίκηση, Διάπλους τ. 11 Δεκ 2005 - Ιαν 2006

[5] Γ.Κούσης, η ταυτότητα του εγκλήματος, Ελευθεροτυπία 12.11.2004

[6] «gangs, τα παιδιά από το Μενίδι» περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας 23.3.08 βλ.και διαμαρτυρίες του Δημάρχου και πολιτών στην Ελευθεροτυπία 30.3.08 και 13.4.08

[7] Δ.Πίτουρας, Αγία Βαρβάρα, στα duty free της δυτικής όχθης. Περιοδικό «Ε» της Ελευθεροτυπίας, τ.834/13.1.08

[8] Γ.Λινάρδου, Ζεφύρι το Κόσοβο της πρωτεύουσας, Ελευθεροτυπία 11 Ιουλίου 1999, Γ.Δάμα, Ζεφύρι, Γκέτο φόβου και ναρκωτικών, Ελευθεροτυπία 20 Ιανουαρίου 2000

[9] Κόκκινου- ..., οπ.παρ., Δεμέναγα-..., όπ.παρ. Μ.Παπαδολαμπάκης, αγώνες : το δικαίωμα στη γη, στη στέγη και στον τρόπο ζωής, Δελτίο ΣΑΔΑΣ 3/1973 σελ, 13, Μ.Μαντουβάλου το πρόβλημα της στέγης στο Πέραμα, δελτίο ΣΑΔΑΣ 1/1975, σελ. 73

[10] Μ.Παπαδολαμπάκης, αγώνες: το δικαίωμα ...οπ.παρ. σελ. 33

[11] Μ.Παπαδολαμπάκης, οπ.παρ.

[12] Ι.Δάνου-Γ.Παντόπουλος, Πέραμα, ιστορικό των γεγονότων, Δελτίο του ΣΑΔΑΣ 1/1975 σελ.55

[13] βλ. γιά τα αυθαίρετα στην υποσημείωση 19

[14] Μ.Νοδάρος, χρυσοφόρες καλύβες, Ελευθεροτυπία 21 Αυγούστου 2002

[15] από το γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «σ’ ευχαριστώ ώ εταιρεία» της δεκαετίας του ‘70

[16] φοιτητική Διάλεξη Β.Βασιλειάδης – Ζ.Βουζάβαλης, Συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, Πέραμα. Τομέας Πολεοδομίας ΕΜΠ 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες