Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Η Διεθνής Οικονομική Κρίση και η Ελληνική Οικονομία

Ζαρωτιάδης Γρηγόρης,




Μια από τις πιο εύστοχες παρομοιώσεις της καπιταλιστικής οικονομίας είναι αυτή ενός υπερωκεάνιου, στο οποίο το μόνο το οποίο λειτουργεί είναι το πηδάλιο πλοήγησης, ενώ κατά τα λοιπά παρασέρνεται ακυβέρνητο από το ρεύμα του Ατλαντικού.

Τα σκαμπανεβάσματά της, μικρά ή μεγάλα, είναι αναπόφευκτά, ενώ όσο δυσπρόβλεπτες είναι οι αμέσως επόμενες αλλαγές κατεύθυνσης, άλλο τόσο βέβαιη προβάλει η τελική κατάληξη της βασανιστικής της πορείας.

Εκείνο που μένει στους διαχειριστές της είναι απλά οι ελάσσονος σημασίας διορθωτικές κινήσεις που το μόνο που μπορούν να πετύχουν, αν και όχι με απόλυτη βεβαιότητα, είναι η μερική απόσβεση κάποιων βίαιων κραδασμών.

Ο Κρούγκμαν, ένας από τους πλέον οξυδερκείς σύγχρονους νεοκλασικούς οικονομολόγους, στη συνέντευξη που παραχώρησε στον ελληνικό τύπο στο τέλος του Σεπτεμβρίου αναπαράγει ουσιαστικά την παραπάνω παραβολή: Διαπίστωσε, ορθά, ότι παρά τη βαθμιαία επιδείνωση της βαθιάς κρίσης δεν επήλθε, ακόμη, κάποιο κραχ, δηλαδή μια συνολική κατάρρευση του συνολικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Ταυτόχρονα υπεραμύνθηκε των πρωτοβουλιών του αμερικανικού κράτους, ενώ από την άλλη άφησε κάποιες προσεκτικές επιφυλάξεις ως προς τα αποτελέσματά τους και το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την εμφάνισή τους.

Η επιφυλακτικότητά του, παράλληλα με μια προσπάθεια εφησυχασμού, ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς το κραχ στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, μεγάλο ή μικρό μένει να το δείξει το μέλλον, εμφανίστηκε μόλις μερικές μέρες μετά, τη Δευτέρα στις 06 του Οκτώβρη…

Το μόνο σίγουρο λοιπόν είναι πως η επιφυλακτική αισιοδοξία είναι η πλέον πολιτικά ενδεδειγμένη – για τα αστικά συμφέροντα – και ταυτόχρονα σχετικά ειλικρινής στάση. Όσα στοιχεία και να διαθέτει ένας οξυδερκής αναλυτής είναι φύσει αδύνατο να προβλέψει με ακρίβεια τις αμέσως επόμενες, βραχυπρόθεσμες εξελίξεις των οικονομικών μεγεθών. Αυτός που υποστηρίζει το αντίθετο αγνοεί την πραγματικότητα, ή απλώς προσπαθεί εν γνώσει του, με ανειλικρινή τρόπο, να τονώσει τις προσδοκίες των πολιτών και να συμβάλλει στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης.

Ακριβώς αυτό προσπαθεί να κάνει η ελληνική Κυβέρνηση. Η επικοινωνιακή της πολιτική χτίζεται γύρω από το εξής δίπολο: ενώ επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την διεθνή κρίση ως μια αναπάντεχη δικαιολογία των αδιεξόδων που η ίδια έχει συσσωρεύσει, της υιοθέτησης των νέων αντιλαϊκών μέτρων και ενός προϋπολογισμού (για το 2009) που μόλις είδε το φως της δημοσιότητας προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, ταυτόχρονα προσπαθεί να καθησυχάσει τους εργαζόμενους και το καταναλωτικό κοινό δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας εσωτερικής ασφάλειας. Όμως αυτή η αντίφαση κάθε άλλο παρά πρέπει να μας εκπλήσσει.

Άλλωστε, η ολοένα εντεινόμενη κρίση εκπροσώπησης στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και η κατάρρευση των προσδοκιών των ελληνικών νοικοκυριών δικαιολογεί απόλυτα αυτήν την επικοινωνιακή τακτική. Πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών διαπιστώνει πως για τα τρία τέταρτα των καταναλωτών έχει χειροτερέψει η οικονομική τους κατάσταση τον τελευταίο χρόνο, ενώ μάλιστα περιμένουν περαιτέρω επιδείνωση στο άμεσο μέλλον.

Κοντά οκτώ στους δέκα δεν θεωρούν αποτελεσματικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της ακρίβειας, ενώ το 90% του δείγματος περιμένει περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων. Ένας στους δύο ανησυχεί για τη μελλοντική οικονομική του ασφάλεια και ένας στους τρεις θεωρεί βέβαιη την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας. Αντίστοιχη είναι και η εικόνα του βαρόμετρου των προσδοκιών των επιχειρηματιών.

Είναι λοιπόν ευδιάκριτη και αδιαμφισβήτητη η καταβαράθρωση του κλίματος που διέπει την ελληνική κοινωνία και οικονομία, γεγονός που δυσκολεύει αφάνταστα την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να εγγυηθεί όχι απλώς τις αποταμιεύσεις των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά κυρίως την κοινωνική ειρήνη και την οικονομική ισορροπία πάνω στις οποίες στηρίζεται το σύστημα που εξυπηρετεί τους εκμεταλλευτές. Μια προσπάθεια που γίνεται ακόμη πιο επίπονη, όταν στις 20 του Οκτώβρη αναμένεται η επίσημη ανακοίνωση από τη Eurostat για το πραγματικό έλλειμμα της χώρας, το οποίο βέβαια ξεπερνά τα όρια επιτήρησης και αναμένεται να προσεγγίζει το 3,5% του ΑΕΠ, ή όταν το φάσμα της ακρίβειας και η ραγδαία πτώση των πραγματικών μισθών κάθε άλλο παρά δημιουργούν προσδοκίες για ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης, της βασικής κινητήριας δύναμης ενός συστήματος που εκ φύσεως βασίζεται στην παραγωγή εμπορευμάτων.

Συνεπώς, σε ένα τέτοιο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον είναι απολύτως δικαιολογημένη η εκστρατεία εφησυχασμού των κρατικών παραγόντων. Αυτή βασίζεται στο πραγματικό γεγονός ότι το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είχε καμία, ή καλύτερα πολύ μικρή, σχέση και «αλισβερίσια» με τα λεγόμενα «τοξικά προϊόντα» της διεθνούς χρηματαγοράς. Άλλωστε, οι ελληνικές Τράπεζες χορτάσανε την απληστία τους και διατήρησαν τα διαρκώς αυξανόμενα υπερκέρδη τους λεηλατώντας βασικά την εγχώρια αγορά και τις περιφερειακές αγορές των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής, μέσω του υπερβολικού διάφορου μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού.

Όμως το ζήτημα προφανώς δεν είναι εκεί. Όπως ακριβώς η χρηματοπιστωτική κατάρρευση δεν είναι η ίδια η οικονομική κρίση, αλλά ένα από τα προκαλούμενα φαινόμενά της, προφανώς το πιο δημοσιοποιημένο, έτσι και ως προς την ελληνική οικονομία, η εξέλιξή της δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πράγματι μικρή εμπλοκή των ελληνικών Τραπεζών στο μολυσμένο και επικίνδυνο φαγοπότι των διεθνών χρηματοπιστωτικών κολοσσών.

Η κρίση είναι κατά βάση κρίση υπερπαραγωγής, καταναλωτικής αδυναμίας και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων. Γεννιέται στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, γνήσιο τέκνο της καπιταλιστικής αταξίας και αδηφαγίας. Συνεπώς, στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας θα επηρεάσει και τη χώρα μας που βασανίζεται ούτως ή άλλως εδώ και καιρό από τις πρακτικές των μαθητευόμενων μάγων του νεοφιλελευθερισμού.

Θα επηρεαστεί η αγορά ακινήτων και στέγασης, ο κατασκευαστικός κλάδος ο οποίος μάλιστα είναι από τις παραδοσιακές ατμομηχανές της ελληνικής οικονομίας, θα επηρεαστούν οι εξαγωγές και ο τουρισμός, θα μειωθεί ακόμη περισσότερο η παραγωγική επενδυτική δραστηριότητα δεδομένων των αρνητικών προσδοκιών αλλά και της αναμενόμενης αύξησης των επιτοκίων – και πολύ πιθανό, δυστυχώς για τους γραφειοκράτες και τους αστούς αλλά ευτυχώς για τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα, να προκληθούν ευρύτερες κοινωνικές αντιστάσεις, να μεταλλαχθούν εντέλει η αίσθηση της απογοήτευσης και οι καταβαραθρωμένες προσδοκίες σε διάθεση πάλης και διεκδίκησης, στην ελπίδα της ανατροπής του αυτοκαταστροφικού συστήματος στο οποίο ζούμε.

Ιωάννινα, 06/10/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες