Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ

Εργαζόμενοι χωρίς ασφάλεια: Η ιδιωτική ασφάλιση επελαύνει
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ ΑΠΟΣΥΡΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο είναι οι αλλαγές στο Ασφαλιστικό, καθώς συνδέονται άμεσα με την προσπάθεια του ελληνικού και ευρωπαϊκού καπιταλισμού για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και των κρατικών «κοινωνικών» δαπανών, έτσι ώστε να αποκτήσει πόντους στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και τις ασιατικές καπιταλιστικές χώρες.

Το νομοσχέδιο Πετραλιά αποτελεί τομή μέσα στη συνέχεια των βαθύτερων αναδιαρθρώσεων που έχουν δρομολογηθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 (νόμοι Σιούφα, Ρέππα) και τείνουν να αλλάξουν το πρόσωπο του ασφαλιστικού συστήματος. Στο σύνολό τους και στην αλληλεπίδρασή τους, οι αλλαγές αυτές αποτελούν μια ριζική αναμόρφωση του παλιού ασφαλιστικού μοντέλου. Αλλάζουν τη δομή και τη φιλοσοφία του, τις προϋποθέσεις και τα κριτήριά του, τους στόχους και τις πηγές χρηματοδότησής του, την έννοια του ασφαλιστικού κινδύνου και τις σχέσεις της ασφάλισης με το κράτος και τη γενικότερη οικονομική πραγματικότητα, το χαρακτήρα της κρατικής ασφαλιστικής προστασίας και τη σχέση της με τους άλλους φορείς «κοινωνικής» προστασίας, το ρόλο του ιδιωτικού τομέα ασφάλισης. Αυτή η διάσταση γίνεται περισσότερο ορατή όχι με μια τυπική προσκόλληση στο γράμμα του νόμου, αλλά με την προβολή των θεσμικών ρυθμίσεων στο φόντο του νέου κοινωνικού – εργασιακού τοπίου. Για παράδειγμα, η ελαστική εργασία, ακόμα και αν τυπικά παραμείνουν τα 65 έτη, εξακοντίζει προς τα πάνω τα όρια συνταξιοδότησης.
Πρόκειται για μια κοινωνική κοσμογονία στα ασφαλιστικά πράγματα, η οποία σηματοδοτεί το πέρασμα από την τυπική και μέσω κρατικής διαμεσολάβησης στην πραγματική, καθολική και απευθείας υπαγωγή της ασφαλιστικής προστασίας – και γενικότερα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης – στις απαιτήσεις και τις προτεραιότητες που θέτουν η αναπαραγωγή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και το κυνήγι του μέγιστου κέρδους στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις οι αντιασφαλιστικές «μεταρρυθμίσεις» και το υπό διαμόρφωση ασφαλιστικό σύστημα δεν προσαρμόζονται απλώς στις αντιδραστικές εργασιακές αλλαγές και τις νέες μορφές απόσπασης υπεραξίας. Αντίθετα, γίνονται πολιορκητικός κριός για την προώθησή τους, τις επιταχύνουν, δρουν ενεργητικά υπέρ τους, τις ενισχύουν και τις τροφοδοτούν. Για παράδειγμα, η μείωση ή απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές τους εισφορές ΄ταν προσλαμβάνουν προσωρινά νέους ανέργους ή υλοποιούν προγράμματα κατάρτισης γίνεται όχημα για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, για τις διαρκείς απολύσεις και νέες προσλήψεις εργατικού δυναμικού.
Έτσι, σήμερα ο τρόπος με τον οποίο η ασφάλιση και η «κοινωνική πολιτική» του κράτους ενσωματώνονται στο συνολικότερο μοντέλο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και συσσώρευσης επανασχεδιάζεται, ώστε να αποτελέσουν αποτελεσματικότερο και ενεργό μοχλό προώθησης των αντιδραστικών εργασιακών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού – ακριβώς όπως το «κοινωνικό κράτος» ή το Ασφαλιστικό του Βίσμαρκ και του Μεταξά ενσωματώθηκαν στο καθεστώς κεφαλαιακής αξιοποίησης και εκμετάλλευσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού.

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ
Η αλλαγή στο Ασφαλιστικό είχε αναδειχτεί από το κεφάλαιο – πολύ πριν κατατεθεί το νομοσχέδιο Πετραλιά – σε κομβική «μεταρρύθμιση», από την οποία δεν μπορεί να κάνει πίσω. Έχει μεγάλη αξία να ανιχνεύσουμε τι βρίσκεται πίσω από αυτή τη στάση, όχι κυρίως για να αναλύσουμε την κατάσταση, αλλά για να συμβάλουμε στον εφοδιασμό των αγώνων, ώστε να αποκρούσουν την επιδρομή της κυβέρνησης.
Καταρχήν, έχουμε πίσω μας μια μακρά περίοδο σκληρής λιτότητας, η οποία έχει οδηγήσει τους μισθούς για μεγάλα τμήματα των εργαζομένων στα όρια της απόλυτης εξαθλίωσης. Άρα, η ποιοτική βουτιά στην ανταγωνιστικότητα και την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης που έχει ανάγκη το κεφάλαιο για να υπερβεί την κρίση του μπορεί να προέλθει όχι τόσο από την παραπέρα συρρίκνωση των μισθολογικών εισοδημάτων των εργαζομένων της καπιταλιστικής δύσης, όσο από την ποιοτικού χαρακτήρα μείωση του «μη μισθολογικού κόστους εργασίας» και την επίσης ποιοτικού χαρακτήρα αξιοποίηση του φτηνού και ανασφάλιστου εργατικού δυναμικού (εξ ου και τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα επιχειρήσεων και εργαζομένων, η οδηγία Μπόλκεσταϊν, τοφαινόμενο «Κίνα») σε συνδυασμό πάντα με τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης που στηρίζονται στην απόσπαση σχετικής υπεραξίας και στην αξιοποίηση των νέων επιτευγμάτων της επιστήμης.
Αυτή η τάση είναι ακόμη πιο πιεστική για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, που υστερεί απέναντι στα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα – εκτός των άλλων – και γιατί το κόστος παραγωγής επιβαρύνεται με πολύ ψηλότερες (σε σχέση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα) ασφαλιστικές εισφορές. Για το λόγο αυτό, η κατάκτηση μιας ανώτερης ανταγωνιστικότητας είναι στενότατα συνυφασμένη με την προώθηση μιας επιθετικής στρατηγικής που θα μειώνει τις ασφαλιστικές επιβαρύνσεις και παράλληλα, θα αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες (γραμμή Λισσαβόνας).
Δεύτερον, τα τελευταία χρόνια έχει αποκατασταθεί μια μεταβολή στην κρατικομονοπωλιακή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών. Στη θέση της κεϊνσιανής πολιτικής, που «ανεχόταν» τα δημοσιονομικά ελλείμματα προκειμένου να στηριχτεί το εργατικό εισόδημα και – δια μέσου αυτού – η κατανάλωση των προϊόντων της φορντικής αλυσίδας («ενεργός ζήτηση»), έχει μπει η οικονομική διαχείριση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη μείωση των ελλειμμάτων, στη δημοσιονομική πειθαρχία, στη συγκράτηση του πληθωρισμού. Η πολιτική αυτή έχει «γονιδιακά» την τάση να περικόπτει δραστικά κάθε δημόσια δαπάνη που δεν φαίνεται να έχει άμεση παραγωγική απόδοση και να ανακατανέμει με ακόμη πιο ταξικό τρόπο τα κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού.
Τρίτον, μια ακόμη σημαντική αλλαγή είναι η ενίσχυση (και σχετική αυτονόμηση) του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της σφαίρας της κυκλοφορίας στους κόλπους του κεφαλαίου. Πρόκειται για ενίσχυση που εμπεριέχει (όπως δείχνουν το σοκ του χρηματιστηρίου και της αγοράς των ακινήτων) ισχυρά στοιχεία αστάθειας αλλά και άγρια μανία κερδοφορίας. Στο πλαίσιο αυτό δρομολογείται η μετάβαση από την παλαιού στη νέου τύπου καταλήστευση των αποθεματικών των ταμείων από το σύμπλεγμα τράπεζες – εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων – εισηγμένες επιχειρήσεις στο χρηματιστήριο, με ψευδεπίγραφο σύνθημα την «αξιοποίηση των αποθεματικών» των ταμείων.
Τέλος, η εδραίωση του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» ήταν αποτέλεσμα από τη μία, των οικονομικοκοινωνικών αναγκών του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του μεταπολεμικού μοντέλου συσσώρευσης και από την άλλη, της πίεσης που ασκούσαν το εργατικό κίνημα της δύσης και η σύγκριση με το εξαιρετικά αναπτυγμένο «κοινωνικό κράτος» του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σήμερα όμως, το κεφάλαιο έχει απαλλαγεί από τους παράγοντες αυτούς: Οι οικονομικές προτεραιότητες έχουν μεταβληθεί, το «αντίπαλο δέος» του «υπαρκτού» δεν υπάρχει, το συνδικαλιστικό κίνημα έχει μεταλλαχθεί σε μηχανισμό συνδιαλλαγής, ενώ και οι δυνατότητες αξιοποίησης φτηνών, ευέλικτων και ανασφάλιστων εργατικών «χεριών» μοιάζουν απεριόριστες εντός ή εκτός έδρας. Στο πλαίσιο αυτό, το «κράτος πρόνοιας» αντιμετωπίζεται ως περιττό «βαρίδι» που πρέπει να πεταχτεί προκειμένου να απογειωθεί η μηχανή της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Κράτος και εργοδότες αποσύρονται από τις ασφαλιστικές δαπάνες
Με βάση τις προωθούμενες και τις ήδη επιβεβλημένες αλλαγές, η ασφάλιση από δικαίωμα μετατρέπεται σε ατομική υποχρέωση και ευθύνη του εργαζόμενου απέναντι στον εαυτό του. «Θες ασφάλιση, φρόντισέ το», μοιάζει να είναι το νέο σύνθημα, που συμπληρώνεται με το «ότι πληρώνεις παίρνεις». Μέχρι πρότινος, η ασφαλιστική προστασία θεωρούταν υποχρέωση και ευθύνη της πολιτείας, του κράτους προς τον πολίτη. Ήταν δικαίωμα του πολίτη, που άλλοτε ήταν αυτοδίκαιο (πήγαζε από την ιδιότητα του πολίτη – κατοίκου μιας χώρας) και σ’ άλλες περιπτώσεις ήταν θεμελιωμένο σε κάποια χρόνια μισθωτής εργασίας. Τώρα η ασφαλιστική προστασία γίνεται προσωπική υποχρέωση του πολίτη προς τον εαυτό του, δηλαδή η κοινωνική ασφάλιση παύει να είναι βασικό εργατικό δικαίωμα.
Ο δραστικός περιορισμός της κρατικής ασφαλιστικής προστασίας είναι, συνεπώς, βασικός πυλώνας της νέας ασφαλιστικής πραγματικότητας. Σ’ αυτό το στόχο συγκλίνουν όλα τα ρεύματα της κυρίαρχης πολιτικής. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν ως προς την έκταση της κρατικής παρέμβασης: Για τους πιο ακραίους νεοφιλελεύθερους, το κράτος πρέπει να αποσυρθεί πλήρως από την παροχή ασφαλιστικής προστασίας, για άλλους πρέπει απλώς να παρέχει σε κάθε πολίτη ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας και προστασίας ή μια ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη. Σε κάθε περίπτωση όμως, και παρά τις διαβαθμίσεις ως προς την έκταση της κρατικής ασφαλιστικής προστασίας είναι, συνεπώς, βασικός πυλώνας της νέας ασφαλιστικής πραγματικότητας. Σ’ αυτό το στόχο συγκλίνουν όλα τα ρεύματα της κυρίαρχης πολιτικής. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν ως προς την έκταση της κρατικής παρέμβασης: Για τους πιο ακραίους νεοφιλελεύθερους, το κράτος πρέπει να αποσυρθεί πλήρως από την παροχή ασφαλιστικής προστασίας, για άλλους πρέπει απλώς να παρέχει σε κάθε πολίτη ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας και προστασίας ή μια ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη. Σε κάθε περίπτωση όμως, και παρά τις διαβαθμίσεις ως προς την έκταση της κρατικής ασφαλιστικής προστασίας, η ουσία είναι ίδια: η ασφάλιση είναι ευθύνη και υποχρέωση του πολίτη προς τον εαυτό του. Το κράτος παρεμβαίνει μόνο «επικουρικά», συμπληρωματικά, όντας ένας εγγυητής του ελάχιστου επιπέδου προστασίας και των αγοραίων κανόνων με τους οποίους θα παρέχεται η ασφαλιστική προστασία.
Όμως, το κενό που αφήνει η σταδιακή απόσυρση του κράτους από τα ασφαλιστικά πράγματα, δεν θα μπορεί – λόγω της εξουθενωτικής λιτότητας – να το καλύψει ο εργαζόμενος, ο άνεργος ή ο συνταξιούχος. Γι’ αυτή την περίπτωση, «η στρατηγική που αμφισβητεί τον κεντρικό ρόλο του κράτους στην παροχή κοινωνικής φροντίδας και τάσσεται υπέρ της μείωσής του», προτείνει την «παράλληλη αύξηση του ανεπίσημου, του εθελοντικού ή και του ιδιωτικού τομέα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών». Πρόκειται για το λεγόμενο «προνοιακό πλουραλισμό», ο οποίος προωθείται με τη δημιουργία τοπικών συμφώνων μεταξύ κρατικών οργανισμών, τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωνικών φορέων, μη κερδοσκοπικών οργανισμών για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου κοινωνικού κινδύνου, καθώς και με την επανεμφάνιση της φιλανθρωπίας, του εθελοντισμού, της οικογενειακής αλληλεγγύης.
Λογική συνέπεια της παραπάνω αλλαγής είναι και η αλλαγή ως προς τις πηγές χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης, της ασφάλισης εν γένει. Αφού, λοιπόν, η ασφάλιση είναι υποχρέωση του μισθωτού προς τον εαυτό του, η χρηματοδότησή της δεν μπορεί παρά να βαραίνει όλο και περισσότερο τον ίδιο τον εργαζόμενο, άμεσα ή έμμεσα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κόστος της ασφάλισης (τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του) μεταφέρεται από το κράτος και τους εργοδότες στους ίδιους του μισθωτούς («θες ασφάλιση, πλήρωσέ την», συμπληρώνεται το σύνθημα).
Άμεσα η οικονομική επιβάρυνση των εργαζομένων αυξάνει με πολλούς τρόπους με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών, με την παράταση του εργάσιμου βίου που απαιτείται για να θεμελιωθεί το δικαίωμα στη σύνταξη, με τη διαρκώς αυξανόμενη οικονομική συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα, στα νοσήλια, στις επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία (εισιτήρια), με την επίσης αυξανόμενη προσφυγή στην ιδιωτική ασφαλιστική κάλυψη κλπ.
Ανάλογη συνέπεια θα έχει και το λεγόμενο «τριζωνικό» σύστημα ασφάλισης. Και αυτό γιατί από μια μορφή ασφαλιστικής προστασίας στο σύνολο της οποίας συμμετέχει το κράτος (έστω με ένα ποσοστό), θα πάμε σε ένα μοντέλο όπου στο βασικό κορμό των ασφαλιστικών καλύψεων θα συμμετέχει ο εργαζόμενος και ο εργοδότης (βασική ή εργασιακή σύνταξη) ή μόνο ο εργαζόμενος (συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση), το κράτος θα συμμετέχει ή θα καλύπτει εξ ολοκλήρου την Τρίτη συνιστώσα του συστήματος (εθνική σύνταξη), η οποία όμως θα έχει χαρακτήρα προνοιακού βοηθήματος.
Πολύ σημαντικές είναι και οι έμμεσες οικονομικές επιβαρύνσεις των εργαζομένων. Τέτοιες επιβαρύνσεις, για παράδειγμα, είναι η πρόβλεψη για να δοθούν υπέρ του νεοδημιουργημένου «ασφαλιστικού κουμπαρά» το 4% των εσόδων του ΦΠΑ (που θα οδηγήσει σε αύξησή του) και το 10% των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις! Μια άλλη μορφή έμμεσης επιβάρυνσης των μισθωτών είναι οι πολύμορφες ελαφρύνσεις ή απαλλαγές των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές τους εισφορές όταν αυτοί δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ή κατάρτισης κλπ. Οι εισφορές αυτές καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τα φορολογικά έσοδα του κράτους και τελικά από τους ίδιους τους μισθωτούς!
Επίσης, η μείωση των κρατικών δαπανών για την υγεία και η οικονομική σύνθλιψη των κρατικών νοσοκομείων (που και αυτά λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες, δηλαδή με όρους αγοράς) μέσω των λεγόμενων «κλειστών» ή «σφαιρικών» προϋπολογισμών, αναγκάζει τα δημόσια νοσοκομεία να αυξήσουν τα νοσήλια που τους καταβάλουν τα ασφαλιστικά ταμεία για τη νοσηλεία ασφαλισμένων τους σ’ αυτά. Τα ταμεία, που επίσης στραγγαλίζονται από τη μείωση των κρατικών επιχορηγήσεων, αν θέλουν να μην τιναχτούν οικονομικά στον αέρα, έχουν μόνο μια λύση: Να μετακυλήσουν αυτό το αυξημένο κόστος στους ασφαλισμένους, αυξάνοντας τις επιβαρύνσεις τους (π.χ. αύξηση συμμετοχής σε εξετάσεις, επεμβάσεις, θεραπείες).
Μιλώντας με θεωρητικούς όρους, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η αύξηση των εργατικών επιβαρύνσεων στα ζητήματα της ασφαλιστικής προστασίας μεταφέρει (άμεσα ή έμμεσα) ένα τμήμα του κόστους για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στις πλάτες των ίδιων των εργαζομένων (ατομικά ή συλλογικά), ότι απαλλάσσει το κεφάλαιο από ένα τμήμα (το συλλογικό και έμμεσο) του εργατικού κόστους (ή αλλιώς, του μεταβλητού κεφαλαίου), μειώνει
την αξία της εργατικής δύναμης και άρα, αυξάνει το ποσοστό της αποσπώμενης υπεραξίας.

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Από το «κράτος πρόνοιας» στην «αγορά πρόνοιας»
Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΠΕΛΕΥΝΕΙ
Το προηγούμενο ασφαλιστικό μοντέλο δεν είχε ανοιχτά αγοραίο χαρακτήρα. Εντασσόταν βέβαια στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων (οικονομικο-κοινωνικά και πολιτικο-ιδεολογικά), ωστόσο αυτό δεν γινόταν με άμεσους όρους και η ασφαλιστική προστασία δεν παρεχόταν με απροκάλυπτα εμπορευματοχρηματικό τρόπο. Επιπλέον, η ιδιωτική ασφάλιση δεν είχε γενικευμένο και καθοριστικό ρόλο. Αυτό σήμερα αλλάζει ως αποτέλεσμα του συνόλου των κοινωνικών και ασφαλιστικών αλλαγών. Η θριαμβεύουσα «ελεύθερη αγορά» διεισδύει επιθετικά και στον τομέα της ασφάλισης. Τώρα πια το σύνολο της ασφαλιστικής προστασίας θα παρέχεται με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια και όρους αγοράς. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα γιατί:
Καταρχήν, έχουμε μια σημαντική, και διαρκώς διευρυνόμενη αύξηση του ειδικού βάρους της ιδιωτικής ασφάλισης, μιας ασφάλισης που λειτουργεί με καθαρά ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Παράλληλα, το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα – και ειδικά τα επικουρικά ταμεία, που τείνουν να μετεξελιχθούν σε επαγγελματικά, τύπου δεύτερου πυλώνα – θα λειτουργεί πλέον με ανάλογα κριτήρια και θα εξασφαλίζει παροχές ανάλογα με τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβλήθηκαν. Η φιλολογία για τη μετάβαση από ένα σύστημα «αναδιανεμητικό» σε ένα σύστημα «ανταποδοτικό» ή «κεφαλαιοποιητικό» (εν μέρει ή στο σύνολό του) και γενικά η αναγόρευση της ανταποδοτικότητας σε ευαγγελική ρήση στο χώρο της ασφάλισης αυτό ακριβώς εκφράζει. Μια πολύ χαρακτηριστική έκφραση αυτής της λογικής ήταν η πρόταση του διοικητή του ΙΚΑ Μιλτιάδη Νεκτάριου (επί ΠΑΣΟΚ) για τη μετατροπή του ταμείου σε Ανώνυμη Εταιρεία! Ένα άλλο παράδειγμα είναι η θεσμοθέτηση αρχών ενός «ελεγχόμενου ανταγωνισμού» μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ασφαλιστικής προστασίας. Με ανάλογα κριτήρια θα γίνεται στο εξής και η διαχείριση θα γίνεται πλέον από εξειδικευμένες ιδιωτικές εταιρείες επ’ αμοιβή και όχι από το διοικητικό προσωπικό των ασφαλιστικών ταμείων. Η είσοδος των αποθεματικών στο χρηματιστήριο δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου, μιας διαδικασίας που έχει βαθύτερες και ουσιαστικότερες πλευρές από το «τζογάρισμα» των αποθεματικών στο «βωμό της Σοφοκλέους» (ένα πρώτο δείγμα ήταν η περιπέτεια των δομημένων ομολόγων).
Τέλος, η «συγχώνευση του κοινωνικού στη λειτουργία της αγοράς», η βαθύτερη «υπαγωγή της κοινωνικής πολιτικής πρόνοιας στις νέες ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων», η βαθύτερη και πιο αντιδραστική ενοποίηση παραγωγικής και αναπαραγωγικής διαδικασίας που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο καπιταλισμό, αποτελεί μια επιπλέον πλευρά αυτής της τάσης. Αναγορεύοντας όμως σε ατμομηχανή του τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και την ελεύθερη αγορά, το νέο ασφαλιστικό μοντέλο αποκτά έναν ακραίο αντιλαϊκό χαρακτήρα, μιας και σταδιακά θα αποψιλώνεται από τα όποια κοινωνικά χαρακτηριστικά διατηρεί ακόμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο τυπικά δημόσιος χαρακτήρας του ασφαλιστικού συστήματος – στην έκταση που θα εξακολουθήσει να υπάρχει – θα μοιάζει με ένα «πουκάμισο αδειανό», με ένα μηχανισμό που ο τυπικά κοινωφελής του χαρακτήρας ακυρώνεται κάθε στιγμή από την αντιδραστική και αγοραία λειτουργία του. Ταυτόχρονα, όμως, θα ακυρώνεται και η δυνατότητα του κρατικού ασφαλιστικού συστήματος να γίνεται μοχλός κοινωνικής συναίνεσης και οργάνωσης της ενσωμάτωσης των εργαζομένων στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων.
Που μπορεί να οδηγήσει η εξέλιξη αυτή; Αποτελεί λύση η αγοραιοποίηση – ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος; Η εμπειρία των χωρών που είναι πιο μπροστά στην υιοθέτηση αυτής της τάσης είναι δραματική και απαντά κατηγορηματικά όχι. Στις ΗΠΑ οι ανασφάλιστοι έχουν ξεπεράσει τα 46 εκατομμύρια. Πλήθος ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων ή τυπικά δημόσιων, τα οποία όμως λειτουργούν με αγοραίους όρους έχουν καταρρεύσει, συντρίβοντας και τις υπεσχημένες προς τους εργαζόμενους ασφαλιστικές – συνταξιοδοτικές παροχές. Ανάμεσά τους και τα προγράμματα μερικών από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες ή τα προγράμματα που διαχειρίστηκαν οι πιο «αξιόπιστοι» παγκόσμια θεσμικοί επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες