Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

Ο Badiou για τον Althusser και την Υποκειμενικότητα χωρίς Υποκείμενο

Ακολουθεί μια δική μου μετάφραση του κεφαλαίου “Althusser: Subjectivity without a Subject,” σελ. 58-67, του βιβλίου του Alain Badiou, Metapolitics (London: Verso 2005), αγγλικής μετάφρασης (από τον J. Barker) του πρωτότυπου γαλλικού βιβλίου Abrégé de métapolitique (Paris: Seuil, 1998). (Επίσης, μπορείτε να το κατεβάσετε σαν αρχείο pdf εδώ.)

Althusser: Υποκειμενικότητα χωρίς Υποκείμενο
Alain Badiou

Αν παραβλέψουμε τους αμέτρητους κακεντρεχείς θεατές, για τους οποίους ο Αλτουσέρ είχε γίνει μια απλώς παθολογική περίπτωση, κληρονομημένη στους μελετητές των ιδιορρύθμων ψυχών, μου φαίνεται ότι υπάρχουν δυο ιδέες, που κυριαρχούν στην έρευνα για την θεωρητική δουλειά του, έρευνα που διεξάγεται με μεγάλη διεθνή θέρμη και η οποία δεν έχει ακόμη εξασθενίσει – κι αυτό είναι ένα καλό σημάδι.

Η πρώτη είναι η τοποθέτηση του Αλτουσέρ σε σχέση με τον Μαρξισμό.

Η δεύτερη είναι η προσπάθεια αναζήτησης στη δουλειά του μιας θεωρίας του υποκειμένου

Για το πρώτο ζήτημα, πιστεύω, για να το θέσω καθαρά, ότι ο Μαρξισμός δεν υπάρχει. Όπως έχω ήδη πει, ο Sylvain Lazarus έχει δείξει ότι μεταξύ Μαρξ και Λένιν υπάρχει μάλλον μια ρήξη και μια ανασύνθεση, παρά μια συνέχεια και μια εξέλιξη. Παρόμοια, υπάρχει μια ρήξη μεταξύ Στάλιν και Λένιν και μεταξύ Μάο και Στάλιν. Ο Αλτουσέρ εκφράζει μια ακόμη άλλη προσπάθεια ρήξης. Κι αυτό που κάνει την εικόνα ακόμη πιο περίπλοκη είναι ότι όλες αυτές οι ρήξεις είναι διαφορετικών τύπων. Όλα αυτά κάνουν τον ‘Μαρξισμό’ το (κενό) όνομα ενός απόλυτα ασυμβάτου συνόλου, κάθε φορά που σ’ αυτόν αναφέρεται, όπως θα έπρεπε φυσικά, η ιστορία των πολιτικών ιδιαιτεροτήτων.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι το σχέδιο για μια ‘Μαρξιστική φιλοσοφία,’ που κάποτε κήρυσσε ο Αλτουσέρ, ήταν αυτό που ο ίδιος αργότερα εγκατέλειπε. Ο Αλτουσέρ εξηγεί με τέλειο τρόπο, στο Ο Λένιν κι η Φιλοσοφία,[1] ότι οι Μαρξ και Λένιν δεν εγκαινίαζαν μια νέα φιλοσοφία, αλλά μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας, που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που έχει σχέση με την πολιτική.

Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να διεισδύσει κανείς στη δουλειά του Αλτουσέρ, αν τη βλέπει σαν ‘περίπτωση’ του Μαρξισμού ή σαν μια (ατελή) έκφανση της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Για να διεισδύσουμε στη δουλειά του Αλτουσέρ, πρέπει να εξετάσουμε την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματός του και τους εντελώς ιδιαίτερους στόχους του.

Το πρωταρχικό ερώτημα είναι, επομένως, το εξής: πώς – από ποιο γνωσιακό τόπο – μπορεί κανείς να συλλάβει την ιδιαιτερότητα του Αλτουσέρ; Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει, χωρίς να χρειάζεται κανείς να καταφεύγει στα a priori, δηλαδή, στα a priori του Μαρξισμού;

Για το δεύτερο ζήτημα, η ετυμηγορία μου είναι απόλυτη: δεν υπάρχει καμία θεωρία του υποκειμένου στον Αλτουσέρ, ούτε θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.

Για τον Αλτουσέρ, κάθε θεωρία προχωρά μέσω εννοιών. Αλλά το ‘υποκείμενο’ δεν είναι έννοια. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στη ‘Σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ.’ Για παράδειγμα: “η έννοια ‘διαδικασία’ είναι επιστημονική, η έννοια ‘υποκείμενο’ είναι ιδεολογική.”[2] Το ‘υποκείμενο’ δεν είναι το όνομα μιας έννοιας, αλλά μιας αντίληψης, δηλαδή, το σημάδι κάποιου ανύπαρκτου πράγματος. Δεν υπάρχει κανένα υποκείμενο, αφού υπάρχουν μόνο διαδικασίες.

Η συχνή προσπάθεια συμπλήρωσης του Αλτουσέρ με τον Λακάν σ’ αυτό το ζήτημα, κάτι που φαίνεται να βασίζεται σε κάποια απ’ τα κείμενα του Αλτουσέρ για την ψυχανάλυση, είναι κατά τη γνώμη μου ανυπόστατη. Στον Λακάν υπάρχει μια θεωρητική έννοια του υποκειμένου, η οποία, επιπλέον, έχει και οντολογική βάση. Διότι η ουσία του υποκειμένου στον Λακάν είναι η σύζευξη του κενού με το ‘αντικείμενο μικρό α’ [‘objet petit a’]. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στον Αλτουσέρ, για τον οποίον η ύπαρξη του αντικειμένου είναι περισσότερο προβληματική απ’ ό,τι του υποκειμένου. Ο Αλτουσέρ γράφει: ‘αντικείμενο = κατοπτρική αντανάκλαση του υποκειμένου.’[3] Το αντικείμενο είναι, επομένως, το είδωλο κάποιου ανύπαρκτου πράγματος. Η διαδικασία χωρίς υποκείμενο λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά, όπως η διαδικασία χωρίς αντικείμενο.

Το δεύτερο πρωταρχικό ερώτημα, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι το εξής: αν δεν υπάρχει υποκείμενο, αν υπάρχουν μόνο διαδικασίες χωρίς υποκείμενο, τότε πώς μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική απ’ την επιστήμη των διαδικασιών χωρίς υποκείμενο, δηλαδή, απ’ την επιστήμη της ιστορίας, με τη μορφή του ιστορικού υλισμού; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε την πολιτική απ’ την επιστήμη (του ιστορικού υλισμού) χωρίς, προφανώς, να την αναγάγουμε σε ιδεολογία;

Τώρα, το ότι η πολιτική δεν είναι ούτε επιστήμη ούτε ιδεολογία είναι μια πεποίθηση, που σταθερά διαβεβαιώνεται απ’ τον Αλτουσέρ. Το 1965, είχε διακρίνει την πολιτική πρακτική απ’ την ιδεολογική και την επιστημονική πρακτική. Το 1968, είχε εξηγήσει ότι κάθε διαδικασία γίνεται μέσα σε ‘σχέσεις,’[4] που μπορεί να είναι οι σχέσεις παραγωγής, αλλά επίσης κι άλλες σχέσεις: πολιτικές ή ιδεολογικές, εδώ για μια φορά ακόμη ξεχωριστές μεταξύ τους.

Κι ακόμη καλύτερα: ο Αλτουσέρ δέχεται ότι μόνο οι “αγωνιστές της επαναστατικής ταξικής πάλης” μπορούν στην πραγματικότητα να συλλάβουν την έννοια της διαδικασίας μέσα σε σχέσεις. Επομένως, η αληθινή έννοια της διαδικασίας είναι κτήμα μόνον όσων ασχολούνται με την πολιτική πρακτική.

Τέλος, υπάρχουν τρία ζητήματα, των οποίων η ενότητα πρέπει να γίνει κατανοητή πλήρως. Πρώτο, η πολιτική είναι ξεχωριστή κι απ’ την επιστήμη κι απ’ την ιδεολογία. Δεύτερο, πάνω στην έννοια του υποκειμένου είναι αδύνατο να θεμελιωθούν αυτές οι διακρίσεις. Τρίτο, είναι με την πολιτική που η έννοια ‘της διαδικασίας μέσα σε σχέσεις’ μπορεί να γίνει αντιληπτή.

Ας υποστηρίξουμε λοιπόν ότι κάθε ‘αντιληπτή’ [pensant] σχέση για τον Αλτουσέρ πρέπει να αρχίζει με τη διαπραγμάτευση δυο ερωτημάτων. Πρώτο, υπάρχει το ερώτημα της ιδιαιτερότητας του εγχειρήματός του, η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή εντελώς διαφορετικά από ό,τι σαν περίπτωση υπαγωγής στο κενό όνομα του ‘Μαρξισμού.’ Και δεύτερο, μέσα σ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα, βρίσκεται το ερώτημα της πολιτικής σαν διαδικασίας χωρίς υποκείμενο, λαμβάνοντας υπόψη ότι από μόνη της η πολιτική διαδικασία είναι ικανή, στην αγωνιστική της διάσταση, να οδηγήσει στην έννοια του τι γενικώς είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο.

Ας δώσουμε κάποιες κατευθύνσεις σ’ αυτές τις δυο προϋποθέσεις.

Ο τόπος, απ’ όπου μιλά ο Αλτουσέρ είναι η φιλοσοφία. Όπως σε κάθε φιλοσοφία, ο Αλτουσέρ επιδιώκει να δώσει έναν ορισμό της ίδιας της φιλοσοφίας. Κι όλοι γνωρίζουν ότι ο Αλτουσέρ έχει δώσει (τουλάχιστον) δυο ορισμούς της φιλοσοφίας.

Ο πρώτος είναι η ‘θεωρία της θεωρητικής πρακτικής.’[5] Ο ορισμός αυτός παραμένει μέσα στο πλαίσιο του διαλεκτικού υλισμού σαν μια τυπική σύνθεση των διαδικασιών της σκέψης.

Ο δεύτερος είναι η ‘αναπαράσταση της ταξικής πάλης στις επιστήμες’ [représentation de la lutte des classes auprès des sciences].[6] Ή: η αναπαράσταση, ως προς τις επιστήμες, της πολιτικής. Ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι η θεμελιώδης συνθήκη της φιλοσοφικής δραστηριότητας είναι η εξάρτησή της απ’ την πολιτική, απ’ την πολιτική διασαφήνιση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το σχέδιο του Αλτουσέρ γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης των χαρακτηριστικών της πολιτικής μετά τον Στάλιν κάτω απ’ την αιγίδα μιας φιλοσοφικής ρήξης.

Γιατί είναι βάσιμο αυτό το σχέδιο; Ακριβώς επειδή ο,τιδήποτε συμβαίνει στην φιλοσοφία είναι οργανικά συνδεδεμένο με την πολιτική συνθήκη της φιλοσοφίας. Έτσι, μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί την φιλοσοφία, από μέσα απ’ το εσωτερικό της, σαν ένα είδος μηχανισμού αντιγραφής της ίδιας της δικής της πολιτικής συνθήκης. Ιδιαίτερα, μια νέα φιλοσοφική δυνατότητα θα μπορούσε να επιτρέψει την αποκρυπτογράφησή της – παρότι με κόστος μια πολύπλοκη ‘διάστρεψη’ – σαν ένα ενδο-φιλοσοφικό δείκτη της πραγματικής κίνησης της πολιτικής συνθήκης. Για τον Αλτουσέρ, η ελπίδα ήταν ότι μια νέα φιλοσοφική δραστηριότητα θα ερχόταν να επιβεβαιώσει αυτό που ήταν στη διαδικασία να γίνει αντιληπτό μέσα στην πολιτική μετά τον Στάλιν.

Για να γίνει κατανοητή κάθε χροιά αυτού του σχεδίου, είναι κρίσιμης σημασίας να μη συγχέεται αυτό με το σχέδιο της πολιτικής φιλοσοφίας και είναι σ’ αυτό το ζήτημα, που η ρήξη, την οποίαν έφερε ο Αλτουσέρ, οδηγεί στα κατευθυντήρια ερωτήματα της δικής μας της μεταπολιτικής. Το ότι η φιλοσοφία είναι το μέρος που μπορεί να γίνει κατανοητή η πολιτική μετά τον Στάλιν, εξ ολοκλήρου απορρίπτεται απ’ τον Αλτουσέρ. Στην πραγματικότητα, μόνον οι πολιτικοί αγωνιστές σκέφτονται αποτελεσματικά την πολιτική καινοτομία. Αυτό που η φιλοσοφία είναι ικανή να κάνει είναι να αντιγράψει, μέσα στο ξεδίπλωμα των προηγουμένως αοράτων φιλοσοφικών δυνατοτήτων, το σημάδι μιας ανανεωμένης ‘ικανότητας αντίληψης’ (όπως λέει ο Lazarus) της πολιτικής, που γίνεται κατανοητή στη βάση της δικής της άσκησης. Ο Αλτουσέρ γνώριζε πολύ καλά ότι οποιοσδήποτε ισχυριζόταν πως η φιλοσοφία σκέφτεται απευθείας την πολιτική – και συνεπώς μετονόμαζε ‘το πολιτικό’ – απλώς υπέβαλε την φιλοσοφία στην αντικειμενικότητα του Κράτους. Αν η φιλοσοφία είναι ικανή να αντιγράψει ό,τι συμβαίνει στην πολιτική, αυτό γίνεται ακριβώς επειδή η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία της πολιτικής, αλλά μια ιδιάζουσα [sui generis] δραστηριότητα της σκέψης, η οποία καθορίζεται απ’ τα συμβάντα της πραγματικής πολιτικής (τα συμβάντα της ταξικής πάλης, με τη γλώσσα του Αλτουσέρ). Και μέσα απ’ την επιτέλεση μιας σεισμογραφικής λειτουργίας ως προς τις πραγματικές κινήσεις της αντιληπτής πολιτικής, ο Αλτουσέρ θα κατασκευάσει τις πολύ ειδικές ρυθμίσεις, που η φιλοσοφία απαιτείται να κατέχει:

Η φιλοσοφία δεν είναι μια θεωρία, αλλά μια δραστηριότητα διαχωρισμών, ένας συλλογισμός των διαχωρισμών μέσα στη σκέψη. Επομένως, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να σχηματίσει τη θεωρία της πολιτικής. Αλλά μπορεί να χαράξει νέες γραμμές διαμερισμού, να συλλογισθεί νέους διαχωρισμούς, που να επαληθεύουν τη ‘μετατόπιση’ της πολιτικής συνθήκης.

Η φιλοσοφία δεν έχει κανένα αντικείμενο. Ιδιαίτερα, το ‘πολιτικό’ αντικείμενο δεν υπάρχει γι’ αυτήν. Η φιλοσοφία είναι μια δράση, της οποίας τα αποτελέσματα είναι αυστηρώς ενυπάρχοντα [immanent]. Είναι η ανακάλυψη νέων πραγματικών [in actu] δυνατοτήτων αυτό που κάνει την φιλοσοφία να υποκλίνεται στην πολιτική της συνθήκη.

Η φιλοσοφία προστατεύεται απ’ τον κίνδυνο της σύγχυσης της ιστορίας με την πολιτική (κι, επομένως, της επιστήμης με την πολιτική) λόγω του ότι η ίδια στερείται ιστορίας. Η φιλοσοφία επιτρέπει μια μη ιστορικίστικη αντίληψη των πολιτικών συμβάντων.

Σ’ όλα αυτά τα ζητήματα, η φιλοσοφική ιδιαιτερότητα του Αλτουσέρ είναι πολύ έντονη, παρότι ακόμη απέχει απ’ το να έχει παραγάγει σε πλήρες εύρος τα αποτελέσματά της. Κάθε αληθινά σύγχρονη φιλοσοφία πρέπει να ξεκινά απ’ αυτές τις ιδιαίτερες θέσεις, με τις οποίες ο Αλτουσέρ προσδιόριζε την φιλοσοφία

Βλέποντας ότι το σχέδιο του Αλτουσέρ είναι ο προσδιορισμός της πολιτικής διαμέσου των ενυπαρχόντων [immanent] αποτελεσμάτων της μέσα στην φιλοσοφική δραστηριότητα, η πρώτη φάση του σχεδίου ουσιαστικά βρίσκεται στην τάξη του διαχωρισμού. Ο σκοπός εδώ είναι να αποδειχθεί πώς η πολιτική διαχωρίζεται κι απ’ την ιδεολογία κι απ’ την επιστήμη και αυτό γίνεται δια μέσου κάποιων δράσεων (κι, επομένως, θέσεων) φιλοσοφικού χαρακτήρα.
Για τον Αλτουσέρ, η επιστήμη χαρακτηρίζεται απ’ την εννοιολογική κατασκευή των αντικειμένων της. Αν το ‘αντικείμενο,’ με τη γενική έννοια, είναι μια ιδεολογική ιδέα (που συσχετίζεται με την ανυπαρξία του υποκειμένου), με μια άλλη έννοια το ‘αντικείμενο’ (που αυτή τη φορά συσχετίζεται, λόγω ανυπαρξίας του υποκειμένου, με την ‘αντικειμενικότητα’) καθορίζει ακριβώς τον πυρήνα της επιστημονικής πρακτικής. Η επιστήμη είναι μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο, αλλά με αντικείμενα, και η αντικειμενικότητα είναι ο συγκεκριμένος κανόνας, που αντιστοιχεί σ’ αυτήν. Ο διαχωρισμός της πολιτικής απ’ την επιστήμη γίνεται πρώτα με την αναγνώριση του γεγονότος ότι η πολιτική, όπως ακριβώς κι η φιλοσοφία, δεν έχει κανένα αντικείμενο και δεν εμπίπτει στην ισχύ του κανόνα της αντικειμενικότητας. Για να χαρακτηρίσει το μη αντικειμενικό κανόνα της πολιτικής, ο Αλτουσέρ χρησιμοποιεί τις εκφράσεις ‘αγωνιστικότητα’ [partisanship], ‘(ταξική) τοποθέτηση’ ή ‘(επαναστατική) μαχητική δραστηριότητα.’

Η (αστική) ιδεολογία χαρακτηρίζεται απ’ την έννοια του υποκειμένου, που έχει μια νομική μήτρα και υποτάσσει το άτομο στους ιδεολογικούς Κρατικούς μηχανισμούς: αυτό είναι το θέμα της ‘ανάκρισης του υποκειμένου’ [interpellation en sujet]. Είναι αποφασιστικής σημασίας να παρατηρήσουμε εδώ ότι η ιδεολογία, της οποίας η υλικότητα παρέχεται απ’ τους μηχανισμούς, είναι μια κρατικίστικη έννοια κι όχι μια πολιτική έννοια. Το υποκείμενο, όπως το κατανοεί ο Αλτουσέρ, επιτελεί μια λειτουργία του Κράτους. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα πολιτικό υποκείμενο, αφού η επαναστατική πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί λειτουργία του Κράτους.

Όλο το πρόβλημα είναι, τότε, το εξής: πώς μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον ιδιαίτερο χώρο της πολιτικής, αν απ’ αυτήν αφαιρεθεί το αντικείμενο κι η αντικειμενικότητα (η πολιτική δεν είναι επιστήμη), καθώς επίσης και το υποκείμενο (η πολιτική δεν είναι ιδεολογία, δεν είναι λειτουργία του Κράτους); Στην πράξη και με φανερά ημιτελή τρόπο, ο Αλτουσέρ προσέγγιζε αυτό το ζήτημα με τους παρακάτω δυο τρόπους.

1. Η ‘τάξη’ κι η ‘ταξική πάλη’ είναι τα σημαίνοντα, που σταθερά ‘τιθασεύουν’ τη φευγαλέα ταυτότητα της πολιτικής. Είναι τα ονόματα της πολιτικής. Η λέξη ‘πάλη’ δηλώνει ότι δεν υπάρχει κανένα πολιτικό αντικείμενο (η πάλη δεν είναι αντικείμενο) και η λέξη ‘τάξη’ δηλώνει ότι δεν υπάρχει ούτε κι υποκείμενο (ο Αλτουσέρ ήταν αντίθετος με την ιδέα του προλεταριάτου-υποκειμένου στο πεδίο της ιστορίας). Αυτός ο ονομαστικός χαρακτηρισμός είναι αυστηρά προσωρινός, ακόμη κι αμφίβολος, για ένα λόγο που πειστικά εξέφραζε ο Lazarus: η λέξη ‘τάξη’ κυκλοφορεί με αντιφατικό τρόπο μεταξύ της επιστήμης της ιστορίας (της οποίας αποτελεί μια έννοια, που έχει σχέση με την κατασκευή του αντικειμένου) και της πολιτικής.

2. Με εκφράσεις, όπως ‘αγωνιστικότητα,’ ‘επιλογή,’ ‘απόφαση’ ή ‘επαναστατική μαχητικότητα,’ ο Αλτουσέρ δηλώνει ότι ο,τιδήποτε περιλαμβάνεται στην πολιτική είναι κάλλιστα κι αληθινά υποκειμενικής τάξης.

Ας πούμε ότι το ζήτημα, στο οποίο μας οδηγεί ο Αλτουσέρ, χωρίς όμως να μπορούμε να αποφανθούμε αν το είχε ήδη αναγνωρίσει ο ίδιος, είναι το εξής: μπορούμε να σκεφθούμε την υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο; Επιπλέον, μπορούμε να σκεφθούμε την υποκειμενικότητα χωρίς υποκείμενο, έτσι ώστε η μορφή της να μην είναι πλέον ένα (επιστημονικό) αντικείμενο; Προς την κατεύθυνση αυτού του αινίγματος της υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο, σαν ένα ενδο-φιλοσοφικό σημάδι της πολιτικής, κινείται όλο το πλαίσιο της σκέψης του Αλτουσέρ, το οποίο μπορεί να ονομασθεί τοπογραφικό πλαίσιο [l’appareillage topique].

Σύμφωνα με το δόγμα του ‘όλα ήδη βρίσκονται εκεί,’ η τοπογραφική δόμηση βγάζει στο φως τρία ουσιαστικά ζητήματα:

1. Έναν υλιστικό προσδιορισμό απ’ την οικονομία, που παρέχει την αρχή της μαζικής σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, η οικονομία είναι η μορφή της αντικειμενικότητας, ο τόπος του αντικειμένου κι, επομένως, ο τόπος της επιστήμης.

2. Τις φανταστικές συνθέσεις, που φέρνουν τα άτομα, τα οποία είναι ονομαστικώς ανύπαρκτα. Αυτός είναι ο τόπος του υποκειμένου, ο τόπος της ιδεολογίας. Αλλά επίσης και του Κράτους στο επιχειρησιακό του εύρος, στην ‘κατάκτηση’ των ιδιαιτέρων σωμάτων, στη λειτουργική (κι όχι κυρίως αντικειμενική) ύπαρξη των μηχανισμών του.

3. Τα συμβάντα των υπερ-προσδιορισμών, των καταστροφών, των επαναστάσεων, των καινοτομιών, της κυριάρχησης της μη κυρίαρχης αντίφασης. Εδώ βρίσκεται η πραγματική ουσία της αγωνιστικότητας, η ευκαιρία του μαχητή, η στιγμή της επιλογής. Ο υπερ-προσδιορισμός βάζει το δυνατό μέσα στην ημερήσια διάταξη, ενώ ο οικονομικός τόπος (η αντικειμενικότητα) είναι ο τόπος της καλά-διατεταγμένης σταθερότητας και ο κρατικίστικος τόπος (η ιδεολογική υποκειμενικότητα) κάνει τα άτομα να ‘λειτουργούν.’ Ο υπερ-προσδιορισμός είναι ο αληθινός πολιτικός τόπος. Και στην πραγματικότητα πρέπει να ειπωθεί ότι ο υπερ-προσδιορισμός ανήκει στην υποκειμενική σφαίρα (της επιλογής, της αγωνιστικότητας, της μαχητικότητας), ακόμη και παρότι δεν παράγει κανένα υποκείμενο (τέτοιες παραγωγές είναι κρατικίστικες), ούτε επαληθεύει, ούτε κατασκευάζει κανένα αντικείμενο (τέτοιες κατασκευές υπάρχουν μόνο στο πεδίο της επιστήμης).

Πώς λοιπόν θα μπορούσε να γίνει κατανοητή εδώ η ‘υποκειμενικότητα’ χωρίς υποκείμενο ή αντικείμενο; Είναι μια διαδικασία της ομοιογενούς σκέψης μέσα στην υλική μορφή της μαχητικότητας, η οποία δεν προσδιορίζεται δια μέσω της (επιστημονικής) αντικειμενικότητας, ούτε αιχμαλωτίζεται στην (ιδεολογική) παραγωγή του υποκειμένου. Στον τόπο του υπερ-προσδιορισμού, η διαδικασία αυτή εξισορροπεί πάνω στο δυνατό κι αυτό το κάνει στο πνεύμα της αγωνιστικότητας, της δεοντολογίας [prescription], χωρίς να εγγυάται τίποτε, ούτε μέσα στην αντικειμενική τάξη της οικονομίας, ούτε μέσα στην κρατικίστικη τάξη του υποκειμένου, αλλά όντας εντούτοις ικανή να εξιχνιάσει μια πραγματική τροχιά μέσα στην κατάσταση.

Ο Αλτουσέρ δεν σκεφτόταν γι’ αυτόν τον τόπο έτσι όπως προσπαθεί να το κάνει σήμερα ο Lazarus, δια μέσου μιας θεμελιακής προσέγγισης, που εγκαταλείπει τη φιλοσοφική παράκαμψη. Αλλά πράγματι αναζητούσε μια υποθετική τοπογραφία, η οποία, διευρύνοντας, ή όπως έλεγε ‘εκπληρώνοντας,’ την οπτική των Μαρξ και Ένγκελς, θα έκανε δυνατή τη θεώρηση αυτής της οπτικής. Όχι άμεσα (γιατί στην πραγματικότητα ο Αλτουσέρ δεν ήταν πολιτικά ενεργός), αλλά εντός της συναγόμενης σφαίρας από την φιλοσοφική εγγραφή.

Για την εποχή του ήταν ένα σπουδαίο σχέδιο και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να εστιάζεται πάνω του η διανοητική προσοχή όλων μας. Αυτή η αξιοθαύμαστη προσπάθεια, ακόμη κι ακατονόμαστη (η σύλληψη της υποκειμενικότητας χωρίς υποκείμενο), αρκεί για να κάνει τον Λουΐ Αλτουσέρ άξιο αποδέκτη του πιο ειλικρινούς σεβασμού μας. Γιατί ήταν αυτός, που άνοιξε το δρόμο σ’ εκείνες τις δύσκολες προσπάθειες, που επιχειρούν, έξω από κάθε πολιτική φιλοσοφία, να φέρουν νέες, πολιτικά συγκροτημένες, φιλοσοφικές επιδράσεις στη ζωή. Επίσης, ακολουθώντας το δικό του δρόμο, αναγκασθήκαμε να απορρίψουμε την ανθρωπιστική θεώρηση του δεσμού ή της κοινότητας, που προσδένει μια αφηρημένη και σε τελική ανάλυση και υποδουλωμένη αίσθηση της πολιτικής πάνω στο άρμα της θεολογικής ηθικής των δικαιωμάτων.Γι’ αυτό το λόγο, θα αφιερώσω στον Αλτουσέρ τις δυο επόμενες ασκήσεις μεταπολιτικής, που διαπραγματεύονται την έννοια του ‘πολιτικού δεσμού’ και της δημοκρατίας.

Σχόλια
[1] Louis Althusser, Lenin and Philosophy and Other Essays, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1971.

[2] Louis Althusser, ‘Marx’s Relation to Hegel,’ στο Politics and History. Montesquieu, Rousseau, Hegel, Marx, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1972, σ. 185.

[3] Ibid.

[4] Ibid., σ. 186.

[5] Louis Althusser, For Marx, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1969. Althusser & Étienne Balibar, Reading Capital, μεταφρ. Ben Brewster. London: NLB, 1970.

[6] Althusser, ‘Lenin and Philosophy,’ στο Lenin and Philosophy and Other Essays, σ. 65.

Αναγνώστες