Ξ εκινώντας από τη δεκαετία του ’70, μια νέα άποψη προέκυψε ανάμεσα σε σοβαρούς μελετητές της Ρωσικής Επανάστασης. Αντί να αντιμετωπίζουν την άνοδο του σταλινισμού ως την προκαθορισμένη συνέπεια του λενινισμού ή της εργατικής εξουσίας, οι «αναθεωρητές» ιστορικοί εξέτασαν αντίθετα τις τρομακτικές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου και της διεθνούς απομόνωσης. Ανακάλυψαν ότι τα πρώτα χρόνια του εργατικού κράτους ήταν πολύ πιο πλούσια και περίπλοκα από την κλασική δεξιά εκδοχή της «αναπόφευκτης πορείας προς το σταλινισμό». Στα γενικά συμπεράσματά της, η έρευνά τους επιβεβαίωσε ότι μάλλον οι υλικές συνθήκες, παρά το «προπατορικό αμάρτημα» των Μπολσεβίκων, ήταν αυτές που μετέτρεψαν μια μαζική, λαϊκή επανάσταση στο αντίθετό της, το σταλινισμό. Παρ’ όλα αυτά, οι αναρχικοί συνεχίζουν να διατηρούν την άποψη ότι ο εκφυλισμός της Ρωσικής Επανάστασης ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της εξουσιαστικής τακτικής των Μπολσεβίκων. Σύμφωνα με την αφήγησή τους, μόλις βρέθηκαν στην εξουσία μέσω ενός ύπουλου πραξικοπήματος, οι Μπολσεβίκοι δεν έχασαν χρόνο στην εξόντωση των αντιπάλων τους, συγκεκριμένα των αναρχικών, τους οποίους έβλεπαν ως απειλή στις «κρατικιστικές» τους βλέψεις. Οι αναρχικοί εστιάζουν κυρίως στο παράδειγμα του αναρχικού Νέστορ Μάχνο και των μαχνοβικών στην Ουκρανία σαν θετικό παράδειγμα μιας ελευθεριακής εναλλακτικής προοπτικής απέναντι στο λενινισμό.
Ο Μαχνοβικός, συμμέτοχος και χρονογράφος του κινήματος, Πίτερ Αρσίνοφ γράφει: «Η ιστορία του μαχνοβικού κινήματος, κατά τη διάρκεια του οποίου οι λαϊκές μάζες προσπάθησαν επί χρόνια να πραγματοποιήσουν μια μορφή ανεξαρτησίας ανώτερη από οποιαδήποτε έχουμε γνωρίσει εμείς, κάνοντας τεράστιες θυσίες στο όνομά της, οπωσδήποτε ξεσκεπάζει τον μπολσεβικισμό και ισοπέδωσε ολοκληρωτικά το θρύλο του δήθεν επαναστατικού και προλεταριακού χαρακτήρα τους». Στη σύνοψη του κινήματος, το Infoshop.org, «ένα αχαρχικό FAQ», γράφει: «Εδώ έχουμε ένα μαζικό κίνημα το οποίο, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες «έκτακτες συνθήκες» με τους Μπολσεβίκους, δεν εφάρμοσε τις ίδιες πολιτικές. Πραγματικά, αντί να καταπιέσουν τα σοβιέτ, τη δημοκρατία στο στρατό και τους χώρους δουλειάς για χάρη της συγκεντρωποιημένης, από την κορυφή ως τη βάση, εξουσίας του κόμματος και να τροποποιήσουν την πολιτική τους γραμμή για να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της δικτατορίας του κόμματος, οι Μαχνοβικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εφαρμόσουν και να ενθαρρύνουν την αυτοκυβέρνηση της εργατικής τάξης». Οι περισσότερες ιστορίες αναρχικών για το κίνημα ακολουθούν μια παρόμοια γραμμή. Αυτό το άρθρο υποστηρίζει ότι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι από κατασκευές μέχρι φαντασιώσεις. Στην πραγματικότητα, η εμπειρία των Μαχνοβικών αποτελεί παράδειγμα μελέτης της αποτυχίας της αναρχικής πολιτικής. Μπροστά στον εμφύλιο πόλεμο, το μαχνοβικό κίνημα γρήγορα εγκατέλειψε τις αρχές του, αναπαράγοντας όλα τα χαρακτηριστικά για τα οποία κατηγορούσε τον μπολσεβικισμό. Αλλά χωρίς το θεωρητικό υπόβαθρο του μαρξισμού, οι πράξεις τους συχνά ήταν κενές επαναστατικού περιεχομένου. Ένας μύθος γεννιέται Υπάρχει μια μικρή διαμάχη γύρω από τα βασικά σημεία της βιογραφίας του Μάχνο. Γεννημένος το 1889 από φτωχή αγροτική οικογένεια στην Ουκρανία, ο Νέστορ Μάχνο (Νέστορ Ιβάνοβιτς Μιχαϊλένκο) δούλευε στα χωράφια από μικρό παιδί. Αφού εγκατέλειψε το σχολείο, δούλεψε σύντομα ως μαθητευόμενος ζωγράφος και αργότερα σε ένα χυτήριο σιδήρου. Μετά την επανάσταση του 1905, άρχισε να ενδιαφέρεται για την πολιτική και μπήκε σε έναν αναρχικό κύκλο στο Γκουλιάι-Πόλιε που επιδιδόταν σε εκτελέσεις και οικονομικές «απαλλοτριώσεις», μέχρι που φυλακίστηκε το 1909 και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστική εργασία. Εκεί «μαράζωνε» μέχρι που οι εργάτες ανέτρεψαν τον τσάρο με την Επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 και κήρυξαν γενική αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους. Επέστρεψε στην πατρίδα του, έξω από το Γκουλιάι-Πόλιε, και άρχισε να οργανώνει για την κοινωνική επανάσταση. Οι προσπάθειές του διακόπηκαν σύντομα από την Αυστρογερμανική εισβολή του 1918, η οποία αναίρεσε τις μεταρρυθμίσεις που μοίραζαν τη γη στους αγρότες, εγγυημένες από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο στρατός κατοχής άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο. Ο Μάχνο οργάνωσε μια ένοπλη αντίσταση και παρενοχλούσε τις δυνάμεις κατοχής. Μετά από μια πραγματικά σκληρή μάχη, στον Μάχνο δόθηκε ο τίτλος Μπάτκο (πατέρας) από τους στρατιώτες του. Όταν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γερμανών κατέρρευσαν το Νοέμβρη, η Ουκρανία έγινε πεδίο μάχης του εμφυλίου, καθώς ο στρατός των Λευκών επεδίωκε να επιβάλει δικτατορία και να την κάνει βάση των επιχειρήσεών του. Οι Μαχνοβικοί συνέχισαν να οργανώνονται και να πολεμούν. Παρά τις σκόρπιες αναφορές για το αντίθετο, η ηγεσία τους ήταν από άποψη αρχών ενάντια στον αντισημιτισμό ή τις συμμαχίες με τους Λευκούς. Αρχικά επέδειξαν εξαιρετικές τακτικές ανταρτοπολέμου. Αργότερα, βρέθηκαν σε μεγαλύτερες τακτικές μάχες. Ο στρατός του Μάχνο κυμαινόταν σε μέγεθος από μερικές εκατοντάδες μέχρι δεκάδες χιλιάδες και βάδιζε κάτω από τα λάβαρα «Ελευθερία ή θάνατος» και «Η γη στους αγρότες, τα εργοστάσια στους εργάτες». Έκαναν συμμαχίες με τους Μπολσεβίκους ενάντια στις δυνάμεις της αντίδρασης, αλλά αυτές οι συμμαχίες επανειλημμένα κατέρρεαν μέσα σε αμοιβαίες αλληλοκατηγορίες. Τελικά, ο Κόκκινος Στρατός έστειλε τον Μάχνο στην εξορία. Πέθανε από φυματίωση το 1934. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι αναρχικοί ξεκίνησαν ένα μονόπλευρο σε μεγάλο βαθμό αγώνα για να πουν την «πραγματική» ιστορία για τον Μάχνο.
Ένα ψέμα που έχει επαναληφθεί Όταν γράφει κανείς ιστορία, είναι σημαντικό να ανατρέχει σε πολλές πηγές για τα γεγονότα-κλειδιά. Κανένα από τα μεγάλα έργα αναρχικών για τον Μάχνο δεν το κάνει αυτό. Παρ’ όλα αυτά, αυτά τα βιβλία είναι χρήσιμα επειδή παρέχουν πληροφορίες για τη γενική πορεία του κινήματος και από αμέλεια αποκαλύπτουν τα λάθη και τις αντιφάσεις της δραστηριότητας του Μάχνο. Τα βασικά κείμενα για την ιστορία του Μάχνο είναι, κατά σειρά έκδοσης, Πίτερ Αρσίνοφ, Ιστορία του Μαχνοβικού Κινήματος, Βολίν, Η Άγνωστη Επανάσταση και Αλεξάντερ Σκίρντα, Νέστορ Μάχνο - Ο Κοζάκος της Αναρχίας: Η Πάλη για Ελεύθερα Σοβιέτ στην Ουκρανία 1917-1921. Αυτοί οι συγγραφείς σπάνια δικαιολογούν επαρκώς τα βασικά τους επιχειρήματα, προβάλλοντας απλούς ισχυρισμούς και στείρα πολεμική αντί για στοιχεία και αιτιολογήσεις. Ο Αρσίνοφ πρωτογνώρισε τον Μάχνο στη φυλακή και αργότερα τον ακολούθησε στην Ουκρανία. Ο Βολίν ήταν ένας άλλος Ρώσος αναρχικός που ήρθε στην Ουκρανία για να δραστηριοποιηθεί στην περιοχή που έλεγχαν οι Μαχνοβικοί. Στην διδακτορική του διατριβή για το κίνημα, ο μαρξιστής αναλυτής Κόλιν Νταρτς έκανε μια εκτεταμένη κριτική των έργων του Αρσίνοφ και του Βολίν και κατέληξε: «Τα υπάρχοντα κείμενα είναι αναξιόπιστα όσον αφορά τη στήριξή τους στα γεγονότα. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές, αυτές των αναρχικών συντρόφων του Μάχνο, είναι σκανδαλιστικά αναξιόπιστες γύρω από τα γεγονότα. Γεγονότα ισοπεδώνονται, χρονολογίες μπερδεύονται, ολόκληρες περίοδοι συγκαλύπτονται, γίνονται «άλματα λογικής» και παρουσιάζονται δικαιολογίες. Παρότι τα κείμενα του Αρσίνοφ και του Βολίν είναι θεμελιώδη στην κατανόηση της πορείας του μαχνοβικού κινήματος, κάθε ισχυρισμός για τα γεγονότα, κάθε αναφορά σε ημερομηνία πρέπει να ελέγχονται κόντρα σε άλλες πηγές. Επιπλέον, η εκδοχή του Βολίν στηρίζεται κυρίως στον Αρσίνοφ για το περίγραμμα της ιστορίας, το οποίο απλώς στολίζει με ανέκδοτες μαρτυρίες πού και πού. Το κείμενο του Σκίρντα είναι πιθανώς το πιο πλατιά διαβασμένο σήμερα. Η ΑΚ Press το επανατύπωσε πρόσφατα, και γραπτά όπως το «An anarchist FAQ» αναφέρονται σε αυτό ως «μακράν ο καλύτερος απολογισμός του κινήματος που είναι διαθέσιμος». Με την πένα του Σκίρντα, ο Μάχνο αναδύεται σαν Δευτέρα Παρουσία. Με «απίστευτη δύναμη πνεύματος», ήταν ένας «ανυπότακτος χαρακτήρας»: «κυριολεκτικά αψηφούσε το θάνατο», «δαιμόνιος και τολμηρός», «μεθοδικός σε βαθμό μανίας», «έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο», με «σιδερένια αποφασιστικότητα», «ταπεινός ανάμεσα στους ταπεινούς», «εξαιρετικά σχολαστικός, σχεδόν μονομανής». «Συνέχεια αποδείκνυε το μέγεθος των μοναδικών χαρισμάτων του ως ηγέτης», ως «στρατιωτική ιδιοφυία», ενώ «άλλοι έκαναν λάθη που ο ίδιος ο Μάχνο σίγουρα θα είχε αποφύγει» εξαιτίας του «απίστευτου πλούτου της τακτικής του ιδιοφυίας», της «τολμηρής τρομοκρατικής δράσης» και «ιδιοφυίας στον ανταρτοπόλεμο». Συνεχίζει ο Σκίρντα: «Σε αυτά τα χαρίσματα, ο Μάχνο προσέθετε τις ικανότητες της σπάνιας ψυχραιμίας και αυτοσυγκέντρωσης. Σχεδόν ποτέ δεν ήταν συγχυσμένος, θα ζύγιζε την κατάσταση αμέσως και θα έβρισκε την καλύτερη δυνατή λύση που θα του επέτρεπε να ξεφύγει για άλλη μια φορά από τη σφηκοφωλιά». Αναμενόμενα, ο Σκίρντα δέχεται όλες τις δηλώσεις του Μάχνο ως πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ο Μάχνο ισχυρίζεται ότι είχε συναντηθεί με τον Λένιν το 1918. Η μόνη απόδειξη ότι έγινε αυτή η συνάντηση είναι η μαρτυρία του Μάχνο –δεν εμφανίζεται στις σημειώσεις ή τα ημερολόγια κανενός από τους υποτιθέμενους παρόντες, συμπεριλαμβανομένων των Σβερντλόφ και Λένιν. Ακόμα και ο Αρσίνοφ, που καταγράφει το ταξίδι του Μάχνο στη Μόσχα, δεν αναφέρει καμιά συνάντηση με τον Λένιν κατά την επίσκεψη. Αποδεχόμενος τα λόγια του Μάχνο ως ιερές γραφές, ο Σκίρντα παρουσιάζει όλες τις κριτικές σε αυτόν ως οπορτουνιστικές, υποκριτικές ή εξουσιαστικές. Τόσο βαθιά είναι η αντιπάθεια του Σκίρντα για τους Μπολσεβίκους, που φτάνει στο σημείο να εξιδανικεύει τον εχθρό τους, τον βάρβαρο στρατηγό του Λευκού Στρατού Κορνίλοφ: «Αντίθετα με ό,τι έχει συχνά υποστηριχθεί, ο Κορνίλοφ ήταν ένας πατριώτης αξιωματικός που αναρριχήθηκε στην ιεραρχία, ο γιος ενός Κοζάκου με Μογγόλα μητέρα, που ενώ δεν είχε καμιά επαναστατική επιρροή, ήταν αυτός που διέταξε τη σύλληψη του Τσάρου και της οικογένειάς του. Οπότε δεν ήταν αντιδραστικός αλλά βαθιά αντιμοναρχικός και πρόθυμος να πει σε όποιον καθόταν να τον ακούσει ότι θα μετανάστευε στις ΗΠΑ αν αποκαθίστατο η μοναρχία στη Ρωσία.» Ευγενικά λόγια για έναν άνθρωπο που είπε ότι αυτός και οι αξιωματικοί του «δεν θα δίσταζαν να κρεμάσουν όλα τα μέλη των σοβιέτ αν χρειαζόταν» κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματός του. Στην αρχή του εμφυλίου, ο Κορνίλοφ είπε: «Όσο μεγαλύτερη η τρομοκρατία, τόσο μεγαλύτερες οι νίκες μας» και «Πρέπει να σώσουμε τη Ρωσία! Ακόμα και αν χρειαστεί να κάψουμε τη μισή και να χύσουμε το αίμα των τριών τετάρτων όλων των Ρώσων!» Οι αναρχικοί βοηθήθηκαν στη μυθοπλασία τους από τη σχετική απουσία αναφοράς των μελετητών στο κίνημα του Μάχνο κατά τον εμφύλιο. Παρά την έλλειψη αρχειακού υλικού και αξιόλογων μελετών, μπορούμε ακόμη να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Ας αρχίσουμε από αυτό που ελάχιστοι αναρχικοί ιστορικοί κάνουν –εξετάζοντας τις πραγματικές συνθήκες μέσα στις οποίες η Ρωσία βρέθηκε σε κατάσταση επανάστασης και εμφυλίου.
Όχι σε συνθήκες της επιλογής τους Η τελική επιτυχημένη οικοδόμηση του σοσιαλισμού απαιτεί ανεπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις για να βάλουν ένα τέλος στις ελλείψεις και να απελευθερώσουν την ανθρωπότητα. Οι Μπολσεβίκοι ήξεραν ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να ξεκινήσει στη Ρωσία αλλά δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί εκεί. Εξαιτίας της οικονομικής καθυστέρησης και της μικρής εργατικής τάξης της Ρωσίας, οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν ότι ήταν καταδικασμένοι αν η επανάσταση δεν εξαπλωνόταν διεθνώς. Το κύριο καθήκον τους ήταν να προσπαθήσουν να αντέξουν, κάνοντας ό,τι μπορούσαν για να εξαπλωθεί η παγκόσμια επανάσταση, και να περιμένουν ανακούφιση από την εργατική τάξη μιας ανεπτυγμένης καπιταλιστικής χώρας όπως η Γερμανία. Χωρίς περισσότερα παραγωγικά μέσα, όπως τρακτέρ, η Ρωσία ρίσκαρε μια καταστροφική ρήξη ανάμεσα στους αγρότες (τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού) και τους εργάτες (αν και με δύναμη δυσανάλογη του μεγέθους τους, παρέμεναν μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού). Αλλά το σοβιετικό κράτος δεν είχε κανένα περιθώριο. Τρομοκρατημένη από το ρωσικό παράδειγμα, η διεθνής αστική τάξη άρχισε να σχεδιάζει την ανατροπή του εργατικού κράτους. Χρηματοδότησαν έναν άγρια αντιδραστικό Λευκό Στρατό και έριξαν τη χώρα στον εμφύλιο πόλεμο. Η νεογέννητη επανάσταση στεκόταν στο χείλος του γκρεμού. Στη διάρκεια του πολέμου, τα σοβιέτ θα αντιμετώπιζαν στρατιώτες από 14 χώρες. «Μέχρι το καλοκαίρι του 1918, τριάντα διαφορετικές κυβερνήσεις είχαν στρατεύματα στο έδαφος που κάποτε αποτελούσε τη Ρωσική Αυτοκρατορία και οι 29 από αυτές ήταν εχθρικές προς τους Μπολσεβίκους». «Πολλές φορές η σοβιετική εξουσία περιορίστηκε στην περιφέρεια της Μόσχας –στις πόλεις της Μόσχας και της Πετρούπολης και μια μικρή περιοχή γύρω τους». Η Πετρούπολη, ένα μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, παραλίγο να καταληφθεί από τους Λευκούς και η μάχη για την υπεράσπισή της άφησε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού πάμπτωχο και σκελετωμένο από τον υποσιτισμό. Τα σοβιέτ έπρεπε να ανασυγκροτήσουν ένα στρατό κυριολεκτικά από το μηδέν, σε μια χώρα ήδη εξουθενωμένη από τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκροτημένος αρχικά ως εθελοντική δύναμη με εκλεγμένους αξιωματικούς, ο Κόκκινος Στρατός αναγκάστηκε να καθιερώσει τη στρατολογία και να διορίζει αξιωματικούς. Αλλά έπρεπε να νικήσουν. Ένας ιστορικός της Ρωσικής Επανάστασης έγραψε ότι «η εναλλακτική λύση στον μπολσεβικισμό, εάν αποτύχαινε να επιβιώσει από τον εμφύλιο πόλεμο... δεν θα ήταν ο Τσερνόφ να καλεί σε Συνταντική Συνέλευση... αλλά ένας στρατιωτικός δικτάτορας, ένας Κόλτσακ ή ένας Ντενίκιν, να εισβάλλει στη Μόσχα καβάλα σε άσπρο άλογο». Ο απολογισμός της δράσης των Λευκών ήταν τρομακτικός: Ο Λευκός στρατηγός Ντενίκιν εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς με κύριο χαρακτηριστικό του ένα άγριο μίσος για όλους τους Εβραίους. Όταν ξέσπασαν τα πογκρόμ του 1919 κατά των Εβραίων της Ουκρανίας, οι εχθροί του μπολσεβικισμού διέπραξαν κάποιες από τις πιο βάρβαρες διώξεις στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου... Εκτιμήσεις του αριθμού των νεκρών φτάνουν στο σημείο ενός Εβραίου στους δεκατρείς. Εκατοντάδες χιλιάδες έμειναν άστεγοι και δεκάδες χιλιάδες ακόμα έπεσαν θύματα σκληρών τραυματισμών ή επιδημιών... Από αυθόρμητα ξεσπάσματα φυλετικού και θρησκευτικού μίσους, τα πογκρόμ ήταν πια ψυχρά υπολογισμένες επιχειρήσεις γενικών βιασμών, απίστευτης βαρβαρότητας και καταστροφών χωρίς προηγούμενο. Στα τέλη Αυγούστου σε έναν εβραϊκό οικισμό στο Κρέμεντσουγκ, μέσα σε μια μόνο μέρα οι Λευκοί βίασαν 350 γυναίκες, ανάμεσά τους εγκύους, λεχώνες και ετοιμοθάνατες. Ο Κόκκινος Στρατός τελικά επικράτησε στον εμφύλιο πόλεμο αλλά με τεράστιες απώλειες. Αν και 350 χιλιάδες πέθαναν στη μάχη, περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πέθαναν από επιδημίες και πείνα που προκάλεσαν οι συνθήκες πολέμου. Και η αποτυχία του επαναστατικού κύματος στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού να εξελιχθεί σε εργατική εξουσία άφησε το νεογέννητο εργατικό κράτος απομονωμένο. Οι δυσκολίες του εμφυλίου πολέμου οδήγησαν σε κατάρρευση τη βιομηχανική παραγωγή. Το 1918, η παραγωγή σιδηρομεταλλευμάτων έπεσε στο 12,3% του επιπέδου του 1913. Μέχρι το 1920, είχε πέσει στο 1,7%. Η παραγωγή κάθε υλικού έπεσε στη διάρκεια αυτού του διαστήματος. Τεράστια τμήματα των σιδηροδρόμων και το 50% των σιδηροδρομικών μηχανών δεν λειτουργούσαν. Μέχρι το 1919, η παραγωγικότητα είχε πέσει στο 22% των (ήδη χαμηλών) επιπέδων του 1913. Η συνολική εργατική δύναμη μειώθηκε στο μισό κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Μέχρι την άνοιξη του 1920, η Πετρούπολη, το βασικό βιομηχανικό κέντρο, είχε χάσει περίπου το 60% του πληθυσμού της. Ο ιστορικός E.Χ. Καρ γράφει, «Προέκυψε το εξής παράδοξο, την εγκαθίδρυση της ‘δικτατορίας του προλεταριάτου’ ακολούθησε μια αξιοσημείωτη συρρίκνωση και του μεγέθους και του ειδικού βάρους στην οικονομία της τάξης στο όνομα της οποίας ασκούνταν η δικτατορία». Οι ελλείψεις προσωπικού στα εργοστάσια ήταν σταθερά στο 30% (πολλές φορές πολύ περισσότερο) και η πιο συνηθισμένη αιτία ήταν η πείνα. Μέχρι την άνοιξη του 1918, το διατροφικό επίπεδο ήταν 10% χαμηλότερα από ό,τι απαιτούνταν για να συντηρηθεί ο μέσος εργάτης. Και τότε ξεκίνησε και ο αποκλεισμός από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μέχρι το 1919, «ούτε ένα γράμμα, ούτε ένα καλάθι με τρόφιμα, ούτε ένα πακέτο με αγαθά, ούτε μια ξένη εφημερίδα δεν μπορούσε να μπει στην Κόκκινη Ρωσία». Το 1913, η Ρωσία εξήγαγε 26,5 εκατομμύρια τόνους εμπορευμάτων, το 1917 αυτό το ποσό είχε μειωθεί σε 1,1 εκατομμύριο, το 1918 σε 32.000 και το 1919 στο μηδέν. Παρά την απελπιστική ανάγκη για βιομηχανική παραγωγή, ο Λένιν αναγκάστηκε να ωθήσει τους εργάτες της Πετρούπουλης, το λίκνο της επανάστασης, να πάνε στην ύπαιθρο για να μαζέψουν τρόφιμα τον Ιούλιο του 1918. Το 25% του ρωσικού πληθυσμού υπέφερε από ασιτία. Οι άνθρωποι ξέθαβαν νεκρά άλογα για να φάνε το κρέας τους, άλλοι στράφηκαν ακόμα και στον κανιβαλισμό. Κι όμως υπήρχαν σιτηρά. Ο Βόρειος Καύκασος μόνον παρήγε 2,5 εκατομμύρια τόνους σιτηρών. Μόνο 270.000 τόνοι το μήνα χρειάζονταν για να προμηθεύονται σταθερά οι μεγάλες πόλεις. Οι πλούσιοι αγρότες ή κουλάκοι κυρίως το έκρυβαν. Ως πτυχή μιας πολιτικής γνωστής ως πολεμικός κομμουνισμός, οι Μπολσεβίκοι ξεκίνησαν να ζητούν σιτηρά από την αγροτιά. Κάθε μέρα παραπάνω που οι κουλάκοι κρατούσαν τα σιτηρά σήμαινε περισσότερους νεκρούς ανθρώπους. Λιγότερο καταπιεστικά μέτρα για να πάρουν τρόφιμα είχαν αποτύχει, αφήνοντας τη βία ως μοναδικό μέσο σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Ο λαϊκός επίτροπος τροφοδοσίας εξήγησε, «Υπάρχουν μόνο δύο πιθανότητες, ή θα πεθάνουμε από την πείνα, ή θα αδυνατίσουμε την αγροτική οικονομία μέχρι ενός σημείου, αλλά θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε τις τωρινές δυσκολίες». Ο αναρχικός ιστορικός Πολ Άβριτς συνόψισε το τραγικό δίλημμα: Υπάρχουν ελάχιστες αμφιβολίες για το ότι οι επιτάξεις σιτηρών έσωσαν το μπολσεβίκικο καθεστώς από την ήττα, γιατί χωρίς αυτές ούτε ο στρατός, ούτε ο πληθυσμός των πόλεων, από τους οποίους η κυβέρνηση αντλούσε τη βασική της υποστήριξη, θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Όμως, το αναπόφευκτο τίμημα ήταν η αποξένωση με την αγροτιά. Αναγκασμένοι υπό την απειλή όπλου να παραδώσουν το περίσσευμά τους και χωρίς την αποζημίωση που ζητούσαν σε αναγκαία καταναλωτικά αγαθά, οι χωρικοί απάντησαν με προβλεπόμενο τρόπο: οι επιτάξεις τροφίμων, όταν δεν συναντούσαν ανοιχτή αντίσταση, αντιμετώπιζαν τακτικές αποφυγής στις οποίες χρησιμοποιούνταν όλη η εφευρετικότητα των αγροτών. Το 1920, οι αρχές εκτιμούσαν ότι πάνω από το 1/3 της συνολικής σοδειάς είχε αποκρυβεί επιτυχώς από τις ομάδες επιτάξεων της κυβέρνησης. Οι Μαχνοβικοί υπήρξαν σε μια ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία. Καθώς οι αγρότες κατέλαβαν τη γη, με κάθε οικογένεια να παίρνει το δικό της κομμάτι, άνθισε η επιθυμία να είναι ελεύθεροι από κάθε εξωτερική παρέμβαση. Η αγροτιά είχε βρεθεί ανάμεσα στην κατανοητή δυσαρέσκεια απέναντι στις απαιτήσεις των Μπολεσβίκων και τον μεγαλύτερο φόβο της για την εξουσία των Λευκών. Ο Μάχνο έχτισε το στρατό του πάνω σε αυτά τα θεμέλια.
Ένα τρύπιο αδιάβροχο Προφανώς οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για σοσιαλισμό πλήρους ισότητας, πόσο μάλλον για την κατάργηση του κράτους και τον κομμουνισμό. Αλλά οι αναρχικοί υποβαθμίζουν τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η επανάσταση και παρουσιάζουν τον Μάχνο ως μια βάσιμη εναλλακτική. Για να στηρίξουν την υπόθεσή τους, οι αναρχικοί κατασκεύασαν μια εξιδανικευμένη εκδοχή των «ελεύθερων κοινοτήτων» του Μάχνο. Οι Μαχνοβικοί έκαναν δύο απόπειρες να οργανώσουν την παραγωγή σύμφωνα με το αναρχικό μοντέλο. Και οι δύο είχαν ως επίκεντρο τη βάση της δράσης τους, το Γκουλιάι-Πόλιε. Η πρώτη, το Φλεβάρη του 1918, κράτησε 3 βδομάδες πριν την καταστρέψει η Αυστρογερμανική εισβολή. Ξέρουμε ελάχιστα για αυτό το πείραμα. Τα ίδια τα απομνημονεύματα του Μάχνο ασχολούνται ελάχιστα με την πολιτική και οικονομική οργάνωση των κοινοτήτων. Απεναντίας, ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του γράφοντας για τη μοιρασιά των γευμάτων. Ο Μάχνο αγνοεί όλα τα κεντρικά ζητήματα που περιγράφουν τον τρόπο λειτουργίας μιας κοινωνίας. Ο Νταρτς γράφει:
Δεν υπάρχει τίποτα πάνω στις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, στον καταμερισμό εργασίας, στη συγκομιδή, στην παραγωγική διαδικασία, στην αγορά, στη διανομή του πλεονάσματος. Απλά τριακόσιοι αδιαφοροποίητοι αναρχικοί και αγρότες σε μια κοινοτική καντίνα να παίρνουν ρεπό όποτε θέλουν. Και αυτές οι λίγες βδομάδες της άνοιξης επρόκειτο να λειτουργήσουν ως βάση για μια κοινωνική επανάσταση.
Η δεύτερη απόπειρα του Μάχνο να εγκαθιδρύσει κοινότητες ήρθε με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στα τέλη του 1918 και με την αποχώρηση των Κεντρικών Δυνάμεων. Μέχρι τις αρχές του 1919, ο Μάχνο και οι οπαδοί του είχαν συγκροτήσει και λειτουργούσαν περισσότερες κομμούνες. Αυτές άντεξαν μέχρι τον Ιούνιο, όταν κατέρρευσαν στη διάρκεια συγκρούσεων ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τους Μαχνοβικούς. Ο Αρσίνοφ τις περιγράφει ως:
Πραγματικές εργαζόμενες κοινότητες αγροτών που…. βρήκε εκεί όποια ηθική και υλική στήριξη χρειαζόταν. Οι αρχές της αδελφοσύνης και της ισότητας κυριαρχούσαν στις κοινότητες. Όλοι –άντρες, γυναίκες, παιδιά- δούλευαν ανάλογα με τις ικανότητές τους. Η οργανωτική δουλειά ανετίθετο σε έναν ή δύο συντρόφους, οι οποίοι, αφού την τέλειωναν, αναλάμβαναν τις υπόλοιπες δουλειές μαζί με άλλα μέλη της κομμούνας.
Αυτό ακούγεται πολύ ωραίο. Αλλά ο Αρσίνοφ γνωρίζει ότι υπήρχαν λίγες κοινότητες (αυτός περιγράφει τέσσερις) «και περιλάμβαναν μια μειοψηφία του πληθυσμού –ιδιαίτερα αυτούς που δεν είχαν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις. Με τη μαζική αναδιανομή της γης στην επανάσταση, οι περισσότεροι αγρότες είχαν πια πρόσβαση στη δική τους γη. Υπήρχε ελάχιστο ενδιαφέρον για συμμετοχή στις αναρχικές κομμούνες. Η αγροτιά είχε αποκτήσει ελάχιστα ερεθίσματα μέσα στην εμπειρία της που θα την ωθούσαν να αναζητήσει τέτοιες ριζοσπαστικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα, το πολύ μερικές χιλιάδες μέσα σε έναν πληθυσμό εκατομμυρίων αναμείχθηκαν στις κοινότητες –ή λιγότερο από το 1% όσων ζούσαν στις περιοχές που οι Μαχνοβικοί διεκδικούσαν επιρροή. Αυτά τα πειράματα δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αντιμετωπίσουν ζητήματα της σύγχρονης παραγωγής και λογικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως μοντέλα για την κοινωνία. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο όταν εξετάζουμε τη στάση των Μαχνοβικών προς τους εργάτες. Αν και κάποτε έστειλε στη Μόσχα εκατό βαγόνια τρένου γεμάτα σιτάρι που είχε αρπάξει από τους Λευκούς, ο Μάχνο γενικά είχε μια δύσπιστη στάση απέναντι στις πόλεις, που τις αποκαλούσε «δηλητήριο». Το όραμά του για τις σχέσεις αγροτών-εργατών βασιζόταν στις ανταλλαγές ανάμεσα στους δύο. Αλλά η ανθρωπότητα δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα δίκαιο σύστημα παραγωγής όσο υπάρχει η πιθανότητα οι αγρότες να παράγουν ένα πλεόνασμα το οποίο θα θέλουν να πουλήσουν. Όταν καταλάμβαναν πόλεις, οι Μαχνοβικοί καταργούσαν όλους τους νόμους και τις κρατικές δομές. Μέσα στην αναταραχή του εμφυλίου, άδειαζαν όλες τις φυλακές. Μετά θα μοίραζαν όλα τα χρήματα και τα τρόφιμα μέχρι να τελειώσουν. Κατέστρεφαν τις υπάρχουσες οικονομικές και πολιτικές δομές και έπειτα αρνούνταν κάθε ευθύνη για τις συνέπειες. Δεν υπήρχε καμιά σκέψη για οργάνωση της διανομής των πόρων, γιατί δεν υπήρχε καμιά πρόβλεψη για τα προβλήματα της παραγωγής, πέρα από τη μικρής κλίμακας οικογενειακή αγροτική παραγωγή. Όταν οι εργάτες στους σιδηροδρόμους και τα τηλεγραφεία της περιοχής που δεν είχαν πληρωθεί για μήνες ζήτησαν βοήθεια, ο Μάχνο τους είπε, «Δεν είμαστε σαν τους Μπολσεβίκους για να σας ταϊσουμε, δε χρειαζόμαστε το σιδηρόδρομο. Αν χρειάζεστε χρήματα, πάρτε το ψωμί από αυτούς που χρειάζονται τους σιδηροδρόμους και τους τηλεγράφους σας». Στην πραγματικότητα, οι Μαχνοβικοί χρειάζονταν τους σιδηροδρόμους. Αλλά ο Μάχνο ανακήρυξε το στρατό του απαλλαγμένο από τα τέλη που έπρεπε να καταβάλλει σε αυτούς. Μέσα στις συνθήκες εμφυλίου πολέμου και μαζικής λιμοκτονίας, το κάλεσμά του ήταν λιγότερο για την εργατική εξουσία και περισσότερο συνταγή για την πείνα. Ο Μάχνο εξέδωσε ένα νόμισμα που είχε πάνω του τη φράση «Φτιάξε τέτοια». Επίσης ανακήρυξε όλα τα νομίσματα ισχύοντα, ακόμα και αυτά των προηγούμενων κυβερνήσεων. Ενώ αυτό μπορεί να μοιάζει απλά σαν τα καμώματα του Άμπι Χόφμαν, ο τεράστιος πληθωρισμός ήταν καταστροφικός για τους εργάτες. Σε αντίθεση με τους αγρότες, που παράγουν την τροφή τους, οι εργάτες εξαρτιόνταν από το μισθό τους για να φάνε και χρειάζονταν απελπισμένα ελέγχους στις τιμές. Αλλά δεν μπορούσαν να στραφούν για βοήθεια στον Μάχνο, που είπε αργότερα στους εργάτες του Μπριάνσκ, «Επειδή οι εργάτες δε θέλουν να στηρίξουν το κίνημα του Μάχνο και απαιτούν πληρωμή για τις επισκευές του θωρακισμένου αυτοκινήτου, θα πάρω το θωρακισμένο αυτοκίνητο και δε θα πληρώσω τίποτα». Ο Λέον Τρότσκι, ηγέτης του Κόκκινου Στρατού, έγραψε για ένα παρόμοιο περιστατικό: Από όταν οι Μαχνοβικοί κατέλαβαν τις σιδηροδρομικές γραμμές από το Μαριουπόλ, αρνούνται να επιτρέψουν στο κάρβουνο και τα σιτηρά να περάσουν, παρά μόνο ως ανταλλάγματα για άλλες προμήθειες. Ενώ απορρίπτει την ‘κρατική εξουσία’ που δημιούργησαν οι εργάτες και οι αγρότες σε όλη τη χώρα, η ηγεσία των Μαχνοβικών κατέληξε να έχει οργανώσει τη δική της μικρή ημι-πειρατική εξουσία, η οποία τολμά να φράζει το δρόμο της σοβετικής εξουσίας στην Ουκρανία και όλη τη Ρωσία. Αντί να οργανώσουν την οικονομία της χώρας κατάλληλα, σύμφωνα με ένα γενικό σχεδιασμό και μια συνολική αντίληψη, και αντί για μια συνεργατική, σοσιαλιστική, υποχρεωτική διανομή όλων των αναγκαίων αγαθών, οι Μαχνοβικοί προσπαθούν να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους με τα όπλα και τις συμμορίες: οποιοσδήποτε άρπαξε κάτι είναι και ο δίκαιος κάτοχός του, και μετά μπορεί να το ανταλλάξει με ό,τι δεν έχει. Αυτό δεν είναι ανταλλαγή προϊόντων αλλά κλοπή αγαθών. Σε αυτό το κείμενο του 1919, οι Μαχνοβικοί δείχνουν σχεδόν να αγνοούν επίτηδες την πείνα που αντιμετώπιζε η Ρωσία μετά την επανάσταση:
Το ζήτημα των προμηθειών ήταν ιδιαίτερα εύκολο να λυθεί στην αρχή της επανάστασης, όταν η ζωή δεν ήταν ακόμα σε πλήρη αποδιοργάνωση και όταν η τροφή ήταν διαθέσιμη παντού σε περισσότερο ή λιγότερο επαρκείς προμήθειες.
Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Τον Οκτώβρη του 1917, η Πετρούπολη είχε αποθέματα τροφίμων μόνο για 4 μέρες. Αν και οι αγρότες είχαν πρόσβαση στην τροφή, οι πόλεις λιμοκτονούσαν και η κατεστραμμένη από τον πόλεμο οικονομία παρέπαιε. Η μαχνοβική λύση δεν μπορούσε να δουλέψει: αποκεντρωμένη αναρχία για να ξεπεράσει τα πραγματικά προβλήματα της παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η τοπική αυτονομία θα σήμαινε κανένα συντονισμένο κεντρικό σχέδιο για την πολεμική παραγωγή και την άμυνα. Αν εφαρμοζόταν σε μεγάλη κλίμακα, η μαχνοβική προσέγγιση θα οδηγούσε σε μια άμεση νίκη των Λευκών, με μια άμεση ανατροπή όλων των κατακτήσεων της αγροτιάς.
Αν περπατάει σαν πάπια… Οι αναρχικοί βλέπουν την εξουσία ως την κυρίαρχη αιτία της ανθρώπινης καταπίεσης. Υπάρχει ένα πλατύ εύρος απόψεων γύρω από το ποιου τύπου εξουσία είναι «κακή» - κάποιοι απορρίπτουν κάθε εξουσία, άλλοι μόνο την ιεραρχική εξουσία και άλλοι μόνο την κρατική εξουσία. Οι περισσότεροι απορρίπτουν την εξουσία της πλειοψηφίας πάνω στη μειοψηφία (τη δημοκρατία) ως αντιπαραθετική στην ελευθερία. Οι έμφυτες αντιφάσεις σε αυτή την προσέγγιση έχουν απαντηθεί σε αυτό το περιοδικό και αλλού. Όταν καταλάμβαναν πόλεις ή χωριά, οι στρατιώτες του Μάχνο έβαζαν ανακοινώσεις σε τοίχους οι οποίες έγραφαν:
Αυτός ο στρατός δεν υπηρετεί κανένα πολιτικό κόμμα, καμιά εξουσία, καμιά δικτατορία. Αντίθετα, επιχειρεί να απελευθερώσει την περιοχή από κάθε πολιτική εξουσία, από όλες τις δικτατορίες. Παλεύει να προστατέψει την ελευθερία δράσης, την ελεύθερη ζωή των εργατών ενάντια σε κάθε καταπίεση και κυριαρχία. Ο στρατός του Μάχνο γι’ αυτό δεν αντιπροσωπεύει καμιά εξουσία. Δεν θα υποβάλει κανέναν σε οποιαδήποτε υποχρέωση. Ο ρόλος του περιορίζεται στο να προστατεύει την ελευθερία των εργατών. Η ελευθερία των αγροτών και των εργατών ανήκει στους εαυτούς τους και δεν πρέπει να υποφέρει κανέναν περιορισμό.
Αλλά έχοντας τον έλεγχο μιας περιοχής την οποία ήθελαν να προστατέψουν, οι Μαχνοβικοί κατέληγαν να σχηματίζουν αυτό που οι περισσότεροι θα αποκαλούσαν κράτος. Οι Μαχνοβικοί εφάρμοζαν μονεταριστική πολιτική. Περιόριζαν τον Τύπο. Αναδιένειμαν τη γη σύμφωνα με ειδικούς νόμους τους οποίους περνούσαν. Οργάνωναν περιφερειακά συνέδρια με νομοθετικές εξουσίες. Έλεγχαν ένοπλα αποσπάσματα για να στηρίξουν την πολιτική τους. Για να αντιμετωπίσουν τις επιδημίες, κοινοποίησαν υποχρεωτικά στάνταρ καθαριότητας για τη δημόσια υγεία. Εκτός από τους Μαχνοβικούς, τα κόμματα απαγορεύτηκε να οργανώνουν τη συμμετοχή τους σε εκλογές για τα περιφερειακά σώματα. Απαγόρεψαν την εξουσία σε όσους διαφωνούσαν μαζί τους για «να εμποδίσουμε τους εχθρικούς προς τις πολιτικές μας ιδέες να κυριαρχήσουν». Έδωσαν πλατιές εξουσίες σε ένα «Τοπικό Στρατιωτικό-Επαναστατικό Συμβούλιο Αγροτών, Εργατών και Ανταρτών». Οι Μαχνοβικοί χρησιμοποίησαν τη στρατιωτική εξουσία για να καταπιέσουν τις αντίπαλες πολιτικές ιδέες και οργανώσεις. Ο αναρχικός ιστορικός Πολ Άβριτς σημειώνει, «το Στρατιωτικό-Επαναστατικό Συμβούλιο, δρώντας σε συνδυασμό με το Περιφερειακό Κογκρέσσο και τα τοπικά σοβιέτ, στην πράξη συγκροτούσε μια άτυπη κυβέρνηση στην περιοχή γύρω από το Γκουιλιάι Πόλιε». Γιατί οι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί δημιούργησαν ένα κράτος; Δεν ήταν μπερδεμένοι ή εκφυλισμένοι. Έχτισαν ένα κράτος γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Τελικά, τα κράτη είναι όργανα καταναγκασμού με τα οποία μια τάξη διοικεί την κοινωνία. Ένα κράτος των εργατών είναι μοναδικό στην ιστορία γιατί η τάξη που ασκεί την εξουσία το πράττει για τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο, η Ουκρανία απείχε πολύ από μια αταξική κοινωνία, όπως δείχνουν και οι πράξεις των Μαχνοβικών. Φυσικά ποτέ δεν αποκάλεσαν το όργανό τους αυτό «κράτος». Όταν η πραγματικότητα ξεπερνά τη θεωρία, οι αναρχικοί παραδοσιακά απλά δημιουργούν νέα ονόματα. Το 1873, ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λαφάργκ έγραφαν αυτή την ανάλυση του αναρχικού προγράμματος:
Βέβαια σε αυτή την αναρχική οργάνωση… έχουμε πρώτα το Συμβούλιο της Κομμούνας, μετά τις εκτελεστικές επιτροπές, οι οποίες για να μπορέσουν να κάνουν οτιδήποτε πρέπει να έχουν κάποιες εξουσίες και να στηριχθούν από μια λαϊκή δύναμη. Αυτό θα ακολουθείται από τίποτα λιγότερο από μια ομοσπονδιακή βουλή που κυρίαρχος στόχος της θα είναι να οργανώνει αυτή τη λαϊκή δύναμη. Όπως το Συμβούλιο της Κομμούνας, αυτή η βουλή θα πρέπει να αναθέσει την εκτελεστική εξουσία σε μία ή περισσότερες επιτροπές, οι οποίες και μόνο με αυτήν την πράξη θα αποκτήσουν εξουσιαστικό χαρακτήρα που οι ανάγκες της πάλης θα αναδεικνύουν όλο και περισσότερο. Αντιμετωπίζουμε λοιπόν μια τέλεια ανακατασκευή όλων των στοιχείων του ‘εξουσιαστικού κράτους’. Και το γεγονός ότι αποκαλούμε αυτή τη μηχανή ‘επαναστατική κομμούνα οργανωμένη από τη βάση προς την κορυφή’ κάνει ελάχιστη διαφορά. Το όνομα δεν αλλάζει τίποτα από την ουσία».
Οι επιθέσεις των αναρχικών στην πολιτική των Μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο συχνά εστιάζουν στην αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, στη στρατολογία, στις επιτάξεις σιτηρών και στη δημιουργία μυστικής αστυνομίας. Όμως, κάτω από τις ίδιες συνθήκες εμφυλίου πολέμου, ο στρατός του Μάχνο υιοθέτησε όλα αυτά τα μέτρα, αλλά με διαφορετικά ονόματα. Στο στρατό του, ο Μάχνο ισχυριζόταν ότι οι μονάδες είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τους διοικητές τους. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος διατηρούσε το δικαίωμα του βέτο ενάντια σε οποιαδήποτε απόφαση. Όλο και περισσότερο στηριζόταν σε μια κλειστή ομάδα φίλων του για την ανώτατη διοίκηση. Όπως γράφει ο Νταρτς, «Αν και κάποιες από τις προσπάθειες του Μάχνο επιχειρούσαν να εφαρμόσουν πιο δημοκρατικές δομές μέσα στο στρατό, ο έλεγχός του παρέμενε απόλυτος, αυθαίρετος και υποχρεωτικός. Ένα σύνταγμα θεώρησε αναγκαίο να περάσει μια απόφαση ότι «όλες οι εντολές πρέπει να εκτελούνται εφόσον ο διοικητής ήταν νηφάλιος όταν την εξέδωσε». Καθώς ο πόλεμος συνεχιζόταν, ο στρατός του, από το να ψηφίζει τις εντολές, πέρασε στο να κάνει εκτελέσεις που διέταζε ο Μάχνο για να ενισχυθεί η πειθαρχία. Οι πιέσεις του πολέμου ανάγκασαν τον Μάχνο να στραφεί στην αναγκαστική στρατιωτική υπηρεσία, μακράν διαφορετική από την ελεύθερη συμμετοχή ατόμων που υμνείται στην αναρχική θεωρία. Όλες οι αναρχικές αφηγήσεις το αποκαλούν «εθελοντική» κινητοποίηση (συμπληρωμένο με πολλά ερωτηματικά). Ο ιστορικός Ντέιβιντ Φούτμαν περιγράφει τις γλωσσικές αλλαγές:
Όπως φαίνεται, με την επιμονή του Μάχνο, το δεύτερο Συνέδριο πέρασε μια απόφαση υπέρ της «γενικής, εθελοντικής και ελεύθερης κινητοποίησης». Η ορθόδοξη αναρχική γραμμή, όπως εκφράστηκε σε μια συγκέντρωση αναρχικών εκείνη την περίοδο, ήταν ότι «κανένας εξαναγκαστικός στρατός… δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικός υπερασπιστής της κοινωνικής επανάστασης», και η συζήτηση στράφηκε γύρω από το ζήτημα του αν η επιστράτευση μπορούσε να περιγραφεί ως «εθελοντική» (ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του καθένα), εφόσον γινόταν ως αποτέλεσμα μιας απόφασης που πάρθηκε εθελοντικά από τους εκπροσώπους της κοινότητας στο σύνολό της.
Για την περίπτωση που οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν την έννοια του «εθελοντικά», οι Μαχνοβικοί εξέδωσαν ένα διευκρινιστικό δελτίο:
Κάποιες ομάδες έχουν αντιληφθεί την εθελοντική κινητοποίηση ως κινητοποίηση μόνο για αυτούς που θέλουν να ενταχτούν στον Επαναστατικό Στρατό, και πως όποιος για οποιονδήποτε λόγο θέλει να μείνει σπίτι του δεν φέρει καμιά ευθύνη… Αυτό είναι λάθος… Η εθελοντική κινητοποίηση ονομάστηκε έτσι επειδή οι αγρότες, οι εργάτες και οι αντάρτες οι ίδιοι αποφάσισαν να κινητοποιηθούν χωρίς να περιμένουν την άφιξη οδηγιών από την κεντρική εξουσία.
Οι Μαχνοβικοί χρειάστηκαν την επιστράτευση για τους ίδιους λόγους που τη χρειάστηκαν οι Μπολσεβίκοι: ο όγκος της αγροτιάς είχε κουραστεί να πολεμάει. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν μια πολιτική άποψη που έβλεπε την επιστράτευση ως κομμάτι μιας μεταβατικής περιόδου, με το μέλλον να εξαρτάται από την παγκόσμια επανάσταση, όταν οι παραγωγικές δυνάμεις της ανθρωπότητας, που πρώτα ανέπτυξε με ταχείς ρυθμούς ο καπιταλισμός, θα μπορέσουν να απλωθούν σε όλες τις πτυχές της ζωής, σύμφωνα με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας. Οι αγρότες της Ρωσίας και της Ουκρανίας χρησιμοποιούσαν ακόμα ξύλινα άροτρα και έσπερναν με τα χέρια. Είχαν να κερδίσουν πολλά από μια αύξηση και της παραγωγικότητας και του ελεύθερου χρόνου. Αντίθετα, ο Μάχνο δεν είχε καμιά παρόμοια προοπτική και κανένα γενικό σχέδιο ή όραμα για το μέλλον. Ένας στρατός πρέπει να τρέφεται. Καθώς προχωρούσαν μέσα από την Ουκρανία, οι ντόπιοι θα τους έδειχναν τους κουλάκους που θα «συμφωνούσαν» να παρέχουν τροφή. Παρά τις εντολές που είχαν για το αντίθετο, οι Μαχνοβικοί λεηλατούσαν τη μία πόλη μετά την άλλη, επιβαρύνοντας τη δύσκολη κατάσταση των εργατών. Ένας μάρτυρας θυμόταν:
Η παροχή τροφίμων ήταν πρωτόγονη, με τον παραδοσιακό αντάρτικο τρόπο: οι «μπρατίσκι» –όπως αποκαλούσαν οι Μαχνοβικοί ο ένας τον άλλον - σκορπίζονταν στις καλύβες των χωρικών όταν έμπαιναν σε ένα χωριό και έτρωγαν ότι έστειλε ο Θεός. Δεν υπήρχαν όμως ελλείψεις, αν και αρπαγές και απερίσκεπτες καταστροφές στα στοκ των αγροτών συνέβησαν. Τους είδα να πυροβολούν τα κοπάδια των αγροτών για πλάκα, περισσότερες από μία φορές, ανάμεσα στις κραυγές γυναικών και παιδιών. Από τις πρώτες μέρες, έπαιρναν τον εξοπλισμό που χρειάζονταν από αυτούς που τον είχαν. Καθώς περνούσαν από χωριά και πόλεις, απαιτούσαν από τον πληθυσμό να τους φιλοξενήσει. Ενώ καταδίκαζε τη σοβιετική Τσεκά ως μια εξουσιαστική προδοσία, ο Μάχνο δημιούργησε δύο μυστικές αστυνομικές δυνάμεις, που εκτέλεσαν μια σειρά πράξεις τρομοκρατίας. Μετά από μια μάχη σε ένα χωριό, πυροβόλησαν ένα χωρικό, ύποπτο προδοσίας, χωρίς δίκη. Συνολικά εκτέλεσαν πολλούς από τους αιχμαλώτους πολέμου. Η μυστική αστυνομία είχε την αποστολή να ξεφορτωθεί τους «αντιπάλους μέσα και έξω από το κίνημα». Οι δραστηριότητές τους οδήγησαν ένα αναρχικό Συνέδριο να ζητήσει από τον Μάχνο εξηγήσεις για τη δράση του:
Μας έχει αναφερθεί ότι υπάρχει στο στρατό μια υπηρεσία αντικατασκοπίας που επιδίδεται σε αυθαίρετες και ανεξέλεγκτες πράξεις, κάποιες από τις οποίες είναι πολύ επικίνδυνες, σαν της Τσεκά των Μπολσεβίκων. Έχουν αναφερθεί έλεγχοι, συλλήψεις, ακόμα και βασανιστήρια και εκτελέσεις.
Ο Μάχνο δεν ήταν ο άγιος που υποθέτουν οι οπαδοί του. Αποδέχτηκε μια σειρά πολιτικών θέσεων, αν και όπως έγραψε ο Σκίρντα αποτελούσαν μια «σχετική παραβίαση της αναρχικής διδασκαλίας που απαγόρευε την αποδοχή οποιασδήποτε εξουσίας». Αλλά μη φοβάστε –τις ανέλαβε μόνο για να «περιορίσει την εξουσία αυτών των επιτροπών». Αυτή είναι μια σταθερή αδυναμία του αναρχισμού. Στον πραγματικό κόσμο, είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από όλες τις εξουσίες. Αντίθετα, οι αναρχικοί στηρίζονται στην ανώτερη ηθική και τους ξεχωριστούς ανθρώπους. Τελικά, καταλήγει αυτή η συλλογιστική, η εξουσία είναι κακή γιατί οι φυσιολογικοί άνθρωποι θα την καταχρώντο πολύ γρήγοορα. Ο Μάχνο διακήρυξε ότι το μεθύσι δημοσίως των στρατιωτών του, ήταν σοβαρό παράπτωμα, αλλά τοποθετούσε τον εαυτό του πάνω από το νόμο του. Όπως γράφει σε ένα χρονολόγιο του κινήματος, ο στενός του συνεργάτης, Βολίν: Το μεγαλύτερο λάθος του ήταν σίγουρα η κατάχρηση του αλκοόλ… Κάτω από την επιρροή του ο Μάχνο γινόταν ανεύθυνος των πράξεών του, έχανε τον έλεγχο του εαυτού του. Τότε τα πάντα ήταν ένα προσωπικό καπρίτσιο, συχνά υποστηριζόμενο με τη βία, που ξαφνικά αντικαθιστούσε την αίσθηση του επαναστατικού καθήκοντος. Ήταν ο δεσποτισμός, οι εξωφρενικές φάρσες, τα δικτατορικά καμώματα ενός πολέμαρχου.
Και άλλοι αναφέρουν τον αλκοολισμό του Μάχνο. Πιο ενοχλητική ήταν η συμπεριφορά του Μάχνο στις γυναίκες. Σύμφωνα με τον Βολίν, ο Μάχνο και οι διοικητές του διοργάνωναν μεθυσμένα πάρτι που μετατρέπονταν σε «όργια όπου αρκετές γυναίκες υποχρεώνονταν να συμμετέχουν». Και πάλι ο Σκίρντα υπερασπίζεται τον Μάχνο. Πρώτα, αναφέρει το καύχημα του Μάχνο σε ένα σύντροφο ότι «μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε στις μέρες της δόξας του». Προφανώς ο Μάχνο δεν βίαζε γυναίκες –το ήθελαν όλες. Τότε, ο Σκίρντα υποθέτει ότι η γυναίκα του Μάχνο, που ταξίδευε μαζί του, δεν θα το επέτρεπε. Όμως η σχέση τους ξεκάθαρα ήταν πολύ περίπλοκη. Εκείνη προσπάθησε να τον σκοτώσει όταν βρίσκονταν μαζί στην εξορία. Σε μεταγενέστερες φωτογραφίες, το πρόσωπό του έχει μια τεράστια ουλή από τη μαχαιριά της. Όσα γνωρίζουμε για τη μεταχείριση των γυναικών στο στρατό του Μάχνο αντικατοπτρίζουν την πολιτική των αγροτών, των οποίων ο αγώνας δεν αμφισβητεί απαραίτητα τις κυρίαρχες ιδέες της κοινωνίας.
Φίλοι σε δύσκολους καιρούς Η περιγραφή όλων των επεισοδίων κάθε στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία απέχει πολύ από το σκοπό αυτού του άρθρου. Ο Μάχνο ήταν ξεκάθαρα χαρισματικός στην πολεμική τακτική. Αυτός εφάρμοσε πρώτος την χρήση τω τατσανάκα, πολυβόλων ανεβασμένων σε άμαξες με άλογα. Μεταμφιεζόταν με τις στολές του εχθρού, διέσπαζε τις γραμμές του και επιτιθόταν από πίσω. Όταν αντιμετώπιζε μια σίγουρη συντριβή, οι δυνάμεις του απλά εθαβαν τα όπλα τους και εξαφανίζονταν στα γύρω χωριά. Σε πολλές στιγμές του εμφυλίου πολέμου οι δυνάμεις του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε συνεργασία με τον Κόκκινο Στρατό. Παρ’ όλα αυτά οι αναρχικοί υπερβάλλουν όταν ισχυρίζονται ότι ο στρατός του μόνος του κέρδισε τον πόλεμο τσακίζοντας τα νώτα των Λευκών. Στο αποκορύφωμά τους, τα σοβιέτ είχαν 5 εκατομμύρια στρατιώτες σε 16 στρατιές, που πολεμούσαν σε ένα μέτωπο 5 χιλιάδων μιλίων και παρήγαν όλο τους τον εξοπλισμό. Ο στρατός του Μάχνο έφτασε μέχρι τους 30.000 στρατιώτες, ποτέ δεν πολέμησε έξω από την Ουκρανία και στηριζόταν σε άλλους για τον οπλισμό του. Επιπρόσθετα, η βασική τακτική του Μάχνο – η παρενόχληση των μετόπισθεν του Λευκού Στρατού - θα ήταν αδύνατη χωρίς τον Κόκκινο Στρατό να συγκρούεται με το κυρίως σώμα των Λευκών. Οι αφηγήσεις των αναρχικών ξοδεύουν τον περισσότερο χρόνο τους στο να απαριθμούν τη στρατιωτική ιδιοφυία του Μάχνο και τις προδοσίες των Μπολσεβίκων. Αλλά η εξήγησή τους για τη διάλυση της συμμαχίας Μάχνο-Μπολσεβίκων –ο φόβος των Μπολσεβίκων απέναντι σε ένα επιτυχημένο παράδειγμα αναρχισμού - καταρρέει εύκολα. Τα πραγματικά αίτια για τις μάχες ανάμεσα στους δύο προήλθαν από τον τρόπο που η αρχική συμμαχία έσπασε και το αδύνατο της ανοχής μιας αναξιόπιστης «αναρχικής» περιοχής στη νότια Ουκρανία, ανάμεσα σε μια θάλασσα εχθρικών καπιταλιστικών δυνάμεων. Η πρώτη συμμαχία μεταξύ του Μάχνο και του Κόκκινου Στρατού έσπασε το Μάη του 1919. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Παρά τη συμφωνία τους, ο Μάχνο απαγόρευε τη συλλογή σιτηρών από τις περιοχές που έλεγχε και επιτιθόταν σε τρένα με προμήθειες που περνούσαν από εκεί. Τότε ήταν μια περίοδος άμεσου κινδύνου για το σοβιετικό κράτος. Ο Λευκός Στρατός προέλαυνε χρησιμοποιώντας τα αεροπλάνα, τα τανκς, τα πολυβόλα, τα πεδινά πυροβόλα, τα τουφέκια και τα εκατομμύρια σφαιρών που είχε παραλάβει από τις δυτικές δυνάμεις. Στα μέσα του Μάη, ο Ντενίκιν έσπασε τις γραμμές του Μάχνο και προχώρησε 30 μίλια στα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού. Τις τρεις επόμενες μέρες, ο Λευκός Στρατός εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο κενό που δημιουργήθηκε στο μέτωπο που φύλασσε ο Μάχνο. Σύντομα όλος ο Κόκκινος Στρατός τράπηκε σε υποχώρηση. Με την πτέρυγα του μετώπου που ήταν υπεύθυνος διαλυμένη, ο Μάχνο παραιτήθηκε από τη θέση του στις 29 Μάη και εγκατέλειψε το μέτωπο. Οι Μαχνοβικοί ειδοποίησαν τον Κόκκινο Στρατό ότι επρόκειτο «να δημιουργήσουν έναν ανεξάρτητο αντάρτικο στρατό, εμπιστευόμενοι στο σύντροφο Μάχνο την ηγεσία του στρατού». Εκείνη τη μέρα οι Μπολσεβίκοι διέταξαν τη σύλληψή του. Ο Νταρτς γράφει: Εν τω μεταξύ, οι αντάρτες αποφάσισαν να καλέσουν ένα έκτακτο συνέδριο στις 15 Ιούνη για να συζητήσουν την προέλαση των Λευκών και την κρίση στις σχέσεις με τους Κόκκινους. Το κάλεσμα που βγήκε απευθυνόταν σε όλες τις περιοχές δύο περιφερειών, σε όλους τους αντάρτες και προκλητικά σε όλους τους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού στην περιοχή. Η αντίδραση των Μπολσεβίκων ήταν σκληρή. Οι Λευκοί κατέλαβαν το Μπάκμουτ, βορειοανατολικά του Γκουλιάι-Πόλιε την 1η Ιούνη. Οι Μπολσεβίκοι κατηγόρησαν τον Μάχνο ότι αναζητούσε προστασία κάτω από την σοβιετική σημαία και μετά επιτιθόταν στην πολιτική οργάνωση του Κόκκινου Στρατού και της σοβετικής κυβέρνησης, ενώ προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την εξουσία του. Στις 4 Ιουνίου ο Τρότσκι εξέδωσε τη Διαταγή Νο 1824, ένα κείμενο που ο Αρσίνοφ παρουσιάζει ως απόδειξη της παρασπονδίας των Μπολσεβίκων. Ο Σκίρντα επίσης παραθέτει τους όρους της, αν όχι το προοίμιο. Σε αυτές τις συνθήκες, η διαταγή ήταν λογική. Απαγόρευε το Συνέδριο σαν υποκίνηση άλλης μιας αντισοβιετικής εξέγερσης και μιας περαιτέρω εξάπλωσης του μετώπου. Η ανακοίνωση των Μαχνοβικών για το Συνέδριο δήλωνε ότι το σοβιετικό κράτος πρέπει να ανατραπεί και καλούσε τα μέλη του Κόκκινου Στρατού να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να παραστούν. Με την κατάρρευση της συμμαχίας, και οι δύο πλευρές στράφηκαν η μία ενάντια στην άλλη, με την Τσεκά να κυνηγάει Μαχνοβικούς και τις δυνάμεις του Μάχνο να εκτελούν Μπολσεβίκους. Για δεκαετίες, οι αναρχικοί έγραφαν πολεμικές για το πώς προδόθηκαν. Όμως η δική τους χρονική σειρά και εκδοχή των γεγονότων ανατρέπεται από τον Νταρτς, ο οποίος καταλήγει: Ο Αρσίνοφ και ο Βολίν παρουσιάζουν με σοβαρά λάθη τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του μετώπου του Κόκκινου Στρατού ενάντια στον Ντενίκιν από τον Μάχνο το Μάη και τον Ιούνη του 1919, για να οργανώσει και να παραστεί σε ένα τοπικό αναρχικό συνέδριο στο Γκουλιάι-Πόλιε. Οδηγήθηκαν σε αυτά τα λάθη από πολλές δευτερεύουσες πηγές. Όταν δει κανείς ένα πιο σωστό χρονολόγιο, η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται λιγότερο πειστική. Μια πιθανή εναλλακτική είναι ότι ο Μάχνο με τις δυνάμεις του πραγματικά εγκατέλειψε τη θέση του, όπως υποστήριζαν τότε οι Μπολσεβίκοι. Αυτό είναι πολύ περισσότερο από μια απλή λεπτομέρεια. Οι ισχυρισμοί των αναρχικών περί του Μάχνο-θύματος της σοβιετικής προδοσίας υπήρξαν κεντρικοί ιδεολογικά σε διάφορες συγκυρίες, όπως η γαλλική φοιτητική εξέγερση του 1968, και στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε τέτοιου είδους αμφισημίες. Τους επόμενους 18 μήνες, ο εμφύλιος πόλεμος σάρωνε την Ουκρανία. Στα τέλη του 1920 ο Μάχνο ήταν σε άσχημη θέση. Ο Βράνγκελ (διάδοχος του Ντενίκιν) τον είχε στριμώξει με επιτυχία και του είχε στερήσει τη βάση των επιχειρήσεών του στο Γκουλιάι-Πόλιε. Ο Βράνγκελ επιχείρησε να συμμαχήσει με τους Μαχνοβικούς, αλλά αυτοί εκτέλεσαν τους απεσταλεμένους του. Παρ’ όλα αυτά υπήρξε ένα τμήμα του στρατού του Μάχνο που πίστεψε ότι είχε συνάψει συμμαχία και ενώθηκε με τις δυνάμεις του Βράνγκελ για αρκετές βδομάδες. Εν τω μεταξύ, οι Μπολσεβίκοι είχαν σχεδόν νικήσει τον Βράνγκελ, αλλά ήθελαν να τον οδηγήσουν έξω από την Ουκρανία προτού λεηλατήσει τη σοδειά εκείνης της χρονιάς. Ο Κόκκινος Στρατός και οι Μαχνοβικοί έκαναν μια νέα συμμαχία και τσάκισαν γρήγορα τον Βράνγκελ. Αν και υπάρχουν διαφωνίες για το ρόλο που έπαιξε ο στρατός του Μάχνο εκείνη την περίοδο, ο Βράνγκελ αναγκάστηκε να αποσύρει όλες του τις δυνάμεις πριν το τέλος του χρόνου. Λίγο μετά, ο Κόκκινος Στρατός επιτέθηκε στους Μαχνοβικούς, οδηγώντας τελικά τον Μάχνο στην εξορία. Για να κατανοήσουμε γιατί ο Κόκκινος Στρατός επιτέθηκε στον Μάχνο πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω. Μέχρι το 1920, είχε αναπτυχθεί τόση αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης, που ακόμα και αν συμφώνησαν για μια νέα συμμαχία, χτίστηκε για να διαλυθεί μόλις οι πιέσεις της πάλης ενάντια στον κοινό εχθρό υποχώρησαν. Και οι δύο πλευρές το αναγνώρισαν αυτό. Οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπιζαν μια κατάσταση όπου οι Μαχνοβικοί τους είχαν προδώσει στο παρελθόν, είχαν επανειλημμένα διακηρύξει την υπερβολική τους εχθρότητα στη δικτατορία του προλεταριάτου και δεν είχαν τίποτα άλλο παρά αοριστολογίες να προσφέρουν ως εναλλακτική λύση. Οι Μαχνοβικοί ήταν οργανωμένοι με μια προσέγγιση του αναρχισμού από τα πάνω, καθώς ο αγροτικός στρατός θα εισέβαλλε σε μια πόλη και θα διέλυε κάθε κρατική υποδομή προτού συνεχίσει να προχωρά. Το σοβιετικό κράτος στεκόταν με δυσκολία όρθιο και δεν μπορούσε να αντέξει να αφήσει μια τέτοια εχθρική δύναμη να οργανωθεί στην Ουκρανία. Όταν έληξε η απειλή του Λευκού Στρατού, ο όγκος της βάσης του Μάχνο προερχόταν κυρίως από αγρότες εξαγριωμένους με την επίταξη σιτηρών. Καθώς η πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα περιορισμένης αγοράς για τους αγρότες, γνωστό ως Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), μεγάλο κομμάτι της υποστήριξης του Μάχνο υποχώρησε.
Συμπέρασμα Αυτό το άρθρο δεν θα μπορούσε να καλύψει όλες τις αντιθέσεις που έχουν ξεσπάσει γύρω από τον Μάχνο, ούτε να εξετάσει όλες τις δραστηριότητες των Μαχνοβικών. Αντίθετα, επικεντρώθηκε σε αυτές τις δράσεις που είναι πιο σχετικές με την κατανόηση της πολιτικής φύσης και των ορίων του κινήματος του Μάχνο. Ειρωνεία, ενώ καταδικάζει τον μπολσεβικισμό αγνοώντας τις υπερβολικά αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπιζε, ο Αρσίνοφ δικαιολογεί όλα τα προβλήματα των Μαχνοβικών λόγω των ίδιων «ειδικών» συνθηκών:
Η βασική ανεπάρκεια του κινήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι τα τελευταία δύο του χρόνια επικεντρώθηκε κυρίως στις στρατιωτικές δραστηριότητες. Αυτή δεν ήταν μια οργανική εξέλιξη του ίδιου του κινήματος αλλά περισσότερο η δυστυχία του –επιβλήθηκε στο κίνημα από την κατάσταση στην Ουκρανία. Τρία χρόνια αδιάκοπου εμφυλίου πολέμου μετέτρεψαν τη νότια Ουκρανία σε ένα διαρκές πεδίο μάχης… Αυτές οι συνθήκες απομάκρυναν τους Μαχνοβικούς από τις υγιείς τους βάσεις, από την κοινωνικά δημιουργική δουλειά μέσα στις μάζες, και τους ανάγκασαν να συγκεντρωθούν στον πόλεμο… Όταν μιλάμε για τον στρατιωτικό χαρακτήρα του κινήματος δεν πρέπει να ξεκινάμε από το γεγονός ότι οι Μαχνοβικοί αφιέρωσαν τεράστιο χρόνο σε μάχες πεζικού και ιππικού. Θα πρέπει καλύτερα να ρωτάμε πώς ξεκίνησαν οι Μαχνοβικοί, τι στόχους επεδίωκαν και τι μέσα είχαν για να τους υλοποιήσουν… Το κίνημα προφανώς έπρεπε να αποδεχτεί μεγάλες αλλαγές στη στρατηγική του, στις τακτικές και στα μέσα δράσης του και αναγκάστηκε να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών του στο στρατιωτικό σκέλος της πάλης για ελευθερία. Αλλά, όπως είπαμε, αυτό δεν ήταν το λάθος του, αλλά η ατυχία του.
Αλλάξτε τα ονόματα και αυτό περιγράφει σχεδόν τη διαδρομή των Μπολσεβίκων στη Ρωσική Επανάσταση. Η διαφορά είναι ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν μια προσέγγιση της ανθρώπινης απελευθέρωσης που συνδεόταν με τον πραγματικό κόσμο. Οι Μαχνοβικοί ποτέ δεν είχαν ένα ρεαλιστικό σχέδιο για το μετασχηματισμό και την οργάνωση της κοινωνίας. Ο μόνος λόγος που μπόρεσαν να δράσουν ήταν γιατί η ρωσική εργατική τάξη ανέτρεψε τον Τσάρο και την αστική τάξη. Αλλά σχεδόν 90 χρόνια μετά, ο Μάχνο ακόμα αναφέρεται από τους αναρχικούς. Εξηγώντας το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον για τον Μάχνο, ο Νταρτς γράφει:
Το μαχνοβίτικο κίνημα, εξαιτίας του ότι προσέλκυσε την προσοχή πολλών από την αναρχική διανόηση, είναι το πιο αναλυτικά καταγεγραμμένο από τις αγροτικές εξεγέρσεις. Ιστορικά, ο αναρχισμός υπήρξε συχνά η πολιτική έκφραση της διάθεσης για αντίσταση που αναπτύσσουν κοινωνικές τάξεις που η θέση τους υποβαθμίζεται από τις τάσεις της εποχής τους. Κλασικά, οι αναρχικοί επαναστάτες είναι αριστοκράτες –Μπακούνιν, Κροπότκιν, Τολστόι - ή πλούσιοι αγρότες. Σπάνια έχουν αναμειχθεί με τη συγκεντροποίηση και την εκβιομηχάνιση. Οι αναρχικοί δεν είναι τόσο αντι-εθνικιστές όσο προ-εθνικιστές. Νοσταλγούν την κοινότητα που προϋπήρξε του έθνους-κράτους. Το μέλλον τους στηρίζεται σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν… Όταν ο Μάχνο ξεκίνησε να παλεύει ενάντια στην εκμοντερινιστική επανάσταση των Μπολσεβίκων, ένα κόμμα με μεγάλη θεωρητική και πρακτική ικανότητα και την ικανότητα να προσαρμόζει τη στρατηγική του στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, απέτυχε. Είναι μέτρο των ικανοτήτων του το ότι η αντίστασή του στον μπολσεβικισμό κράτησε τόσο. Είναι μετά βίας μια ένδειξη της βιωσιμότητας του αναρχικού οράματος.
Στη δεκαετία του ’20, κάποια από τα επιζώντα μέλη των Μαχνοβικών άνοιξαν μια συζήτηση για τα επόμενα βήματα του αναρχικού κινήματος. Φαίνονταν να έχουν κατανοήσει την εμπειρία της Ρωσίας και να τη χρησιμοποιούν ως οδηγό για τη μελλοντική δράση. Σε αυτή τη συζήτηση ο Μάχνο έγραψε:
Χωρίς πειθαρχία μέσα στην οργάνωση, δεν υπάρχει τρόπος να αναπτυχθεί καμιά συνεπής επαναστατική δράση. Με την απουσία της πειθαρχίας, η επαναστατική πρωτοπορία δεν μπορεί να υπάρξει, γιατί σε αυτή την περίπτωση θα βρισκόταν σε πλήρη αταξία στη δράση της και θα ήταν ανίκανη να αναγνωρίσει τα καθήκοντα της περιόδου ή να ανταποκριθεί στο ρόλο που οι μάζες περιμένουν από αυτή.
Ο Μάχνο επικαλείται το σχήμα του μπολσεβικισμού –επαναστατική πειθαρχία, κόμμα της πρωτοπορίας- χωρίς το περιεχόμενό του, την αυτοαπελευθέρωση της εργατικής τάξης. Αντιλαμβανόταν τον εκφυλισμό στη Ρωσία κύρια ως ζήτημα ιδεών, («κρατισμός» και εξουσιασμός), και όχι υλικών συνθηκών, (φτώχεια και απομόνωση). Έτσι καταλήγει ότι, «αν οι αναρχικοί ήταν συνδεδεμένοι στενά με οργανωτικούς όρους και αν η δράση τους στηριζόταν αυστηρά σε μια ξεκάθαρη πειθαρχία, δεν θα είχαν υποστεί μια τέτοια ήττα». Αλλά η δύναμη που απαιτείται για να μετασχηματιστεί ριζικά η κοινωνία σε νέα βάση δεν μπορεί να βρεθεί μόνο ανάμεσα στους λίγους διαφωτισμένους που «καταλαβαίνουν». Αντίθετα, βρίσκεται στην συλλογική δράση και αυτενέργεια της εργατικής τάξης. Έχοντας στα χέρια της το μοχλό της παραγωγής, μόνο η εργατική τάξη μπορεί να επαναστατικοποιήσει την κοινωνία. Η ρωσική εμπειρία δείχνει ότι θα χρειαστεί ένα κράτος όταν το καταφέρει –για να υπερασπίσει τις κατακτήσεις της. Αλλά δείχνει επίσης ότι όταν η εργατική εξουσία εδραιωθεί, οι υπερασπιστές της θα πρέπει να καταβάλουν τεράστιες προσπάθειες για να βοηθήσουν τους εργάτες στις άλλες χώρες στη δική τους πάλη για αυτοαπελευθέρωση. Μια σοσιαλιστική επανάσταση που μένει απομονωμένη είναι τελικά καταδικασμένη. Για να ανατραπεί η αστική τάξη χρειάζεται οργάνωση και εξουσία. Στη δράση τους, οι Μαχνοβικοί το παραδέχονταν αυτό. Αλλά οι ουτοπικές αντιλήψεις τους τους εμπόδιζαν να ενωθούν με το εργατικό κράτος. Άλλοι αναρχικοί, όπως ο Βικτόρ Σερζ και ο Μπιλ Σατόφ, αντιλήφθηκαν ότι η στιγμή απαιτούσε την ακλόνητη ενότητα των επαναστατών και ότι οι άμεσοι στόχοι έπρεπε να υπολείπονταν των μακροπροθέσμων στόχων. Αν και οι Μπολσεβίκοι τελικά απέτυχαν (και σίγουρα έκαναν αρκετά λάθη στη διαδρομή), κάθε άλλη εκδοχή θα είχε πρόωρα στερήσει την πιθανότητα να εξαπλωθεί η εργατική εξουσία. Σε μια απεύθυνση στον αναρχισμό στη διάρκεια του εμφυλίου, ο Τρότσκι συνοψίζει περίπου τη μαρξιστική θέση για το κράτος:
Η αστική τάξη μας λέει: μην αγγίζετε την κρατική εξουσία, είναι το ιερό προνόμιο των μορφωμένων τάξεων. Αλλά οι αναρχικοί λένε: μην την αγγίζετε, είναι ένα σατανικό κατασκεύασμα, μια διαβολική μηχανή, δεν έχουμε καμιά σχέση μαζί της. Η αστική τάξη λέει, μην την αγγίζετε γιατί είναι ιερή. Οι αναρχικοί λένε μην την αγγίζετε γιατί είναι αμαρτωλή. Και οι δύο λένε: μην την αγγίζετε. Αλλά εμείς λέμε: όχι μόνο αγγίξτε την, πάρτε τη στα χέρια σας και χρησιμοποιήστε τη για τα συμφέροντά σας, για την κατάλυση της ατομικής ιδιοκτησίας και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «International Socialist Review», τεύχος 53, Μάης-Ιούνης 2007
Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού της ΔΕΑ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου