Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Η αριστερά και το μακεδονικό - Ουρά της εθνικής ενότητας


Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ήταν πραγματικά σημαντική για διάφορους λόγους πολύ πιο σοβαρούς από το ελληνικό βέτο στην ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Ήταν η πρώτη Σύνοδος του ΝΑΤΟ από την οποία οι ΗΠΑ έφυγαν με άδεια χέρια, ή μάλλον για να ακριβολογούμε, με πολύ λιγότερα από αυτά που ήθελαν.

Η αριστερά και το μακεδονικό

Δημοσιεύθηκε από kseeath στο Μάιος 7, 2008

Ουρά της εθνικής ενότητας

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, ήταν πραγματικά σημαντική για διάφορους λόγους πολύ πιο σοβαρούς από το ελληνικό βέτο στην ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Ήταν η πρώτη Σύνοδος του ΝΑΤΟ από την οποία οι ΗΠΑ έφυγαν με άδεια χέρια, ή μάλλον για να ακριβολογούμε, με πολύ λιγότερα από αυτά που ήθελαν. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την Ουκρανία και τη Γεωργία πήγε περίπατο, καθώς οι ευρωπαίοι δεν θέλησαν να ρισκάρουν τις σχέσεις τους με τη Ρωσία του Πούτιν. Σε μια μακεδονόπληκτη Ελλάδα το γεγονός ότι η Ουκρανία συνταρασσόταν από διαδηλώσεις και συγκρούσεις ενάντια στην προοπτική της ένταξης στο ΝΑΤΟ, ότι πολλοί σοβαροί αναλυτές μιλούσαν ακόμη και για το ενδεχόμενο εμφύλιας σύρραξης, πέρασε στα ψιλά. Η ελληνική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε την ευνοϊκή για αυτήν συγκυρία και έθεσε το βέτο για την ένταξη της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ εκβιάζοντας τη γειτονική χώρα στο ζήτημα του ονόματος.

Το ελληνικό βέτο ήταν πάνδημη απαίτηση. Προσπαθώντας να αντιπολιτευθούν την κυβέρνηση σε ανέξοδο πατριωτισμό, σύσσωμη η αντιπολίτευση, χωρίς καμιά εξαίρεση, στήριξε τον Καραμανλή σε αυτή την “εθνική μάχη”. Εδώ δεν θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τα κίνητρα των ελλήνων καπιταλιστών όσον αφορά το μακεδονικό, ούτε την πραγματική ιστορική διάσταση του θέματος πίσω από τους εθνικούς μύθους που διαδίδουν τα παπαγαλάκια τους. Το έχουμε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν και θα το ξανακάνουμε όσο χρειάζεται. Αυτή τη φορά θα ασχοληθούμε με τους αριστερούς συνοδοιπόρους της εθνικής ενότητας. Κι αυτό γιατί θεωρούμε πως ο διεθνισμός αποτελεί ζήτημα αρχής για την αριστερά. Και το κριτήριο δεν είναι ούτε οι προγραμματικές διακηρύξεις, ούτε τα μότο κάτω από τον τίτλο των εντύπων της, αλλά πως εφαρμόζεται κάθε φορά συγκεκριμένα, πως οι “αιώνιες αρχές” γίνονται ζωντανή πολιτική παρέμβαση και δράση. Και δυστυχώς για το μεγαλύτερο τμήμα της αριστεράς, οι φραστικές καταγγελίες του εθνικισμού δεν την εμπόδισαν να στοιχηθεί πίσω από τους έλληνες καπιταλιστές και την κυβέρνησή τους στις γραμμές της εθνικής ενότητας.

“Η προκλητική τακτική των Σκοπίων με τα οργανωμένα επεισόδια και την αδιαλλαξία συνιστά κατ ουσίαν «ειρηνική» αντιγραφή της τακτικής των Αλβανοκοσοβάρων: μέσω της έντασης επιδιώκουν να προκαλέσουν ειρηνική επέμβαση των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ εναντίον της Ελλάδας. Η Αθήνα οφείλει να τηρήσει σταθερή, διαλλακτική αλλά ανυποχώρητη επί της ουσίας στάση, χωρίς κανέναν φόβο και σύμπλεγμα. Η κυβέρνηση Καραμανλή πρέπει να συμπεριφερθεί με τη σταθερότητα που επιβάλλει η επίγνωση ότι έχει απέναντί της μια χώρα που μετά την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου είναι μάλλον… μελλοθάνατη μακροπρόθεσμα, άρα καμία υποχώρηση πέραν των ορίων που έχει καθορίσει η Αθήνα ως ανεκτών δεν έχει νόημα.” (Δελαστίκ, στο Έθνος).

Όλες τις μέρες που προηγήθηκαν της Συνόδου στο Βουκουρέστι η αριστερά υπερθεμάτιζε σε εθνικισμό κάνοντας “σκληρή και ανυποχώρητη” αντιπολίτευση για το μακεδονικό ζήτημα. Την ίδια περίοδο, ξεφούσκωναν οι αγώνες για την ανατροπή στο ασφαλιστικό, και η ΓΣΕΕ αντάλλασσε εργασιακή ειρήνη με σκανδαλώδεις “αυξήσεις” και η πολιτική ζωή σέρνεται από το ένα σκάνδαλο στο άλλο. Η ταχύτητα που όλα αυτά πέρασαν σε δεύτερο πλάνο και η αριστερά έθεσε πρώτο της στόχο την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, νομίζουμε ότι φανερώνει πολλά. Δείχνει πως πέρα από τις διακηρύξεις, η αριστερά επιλέγει να “αντιπολιτεύεται” την αστική τάξη σε αυτά που “μας” ενώνουν (τα εθνικά θέματα) και όχι αυτά που “μας” χωρίζουν (την ταξική πάλη). Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούριο. Αξίζει όμως να σημειωθεί η συγκυρία που γίνεται. Εν μέσω σκληρής ταξικής πάλης που προσπαθεί να βάλει φρένο στην ισοπεδωτική επίθεση που δέχεται η εργαζόμενη κοινωνία από τους έλληνες καπιταλιστές και την κυβέρνησή τους. Εν μέσω μιας συγκυρίας που η απαξία της πολιτικής του δικομματισμού στρέφει μαζικά την ελληνική κοινωνία να αναζητά πολιτική λύση στα αριστερά.
Πρέπει οι εργαζόμενοι να καταλάβουν πως η συστράτευσή τους στα πλαίσια μιας εθνικής ενότητας δεν αποτελεί μια πρόσκαιρη “ανακωχή” από την ταξική πάλη μπροστά στους “κοινούς” εθνικούς σκοπούς. Οι καπιταλιστές δεν κάνουν καμιά απολύτως ανακωχή. Το διάστημα που η αριστερά “έδινε γη και ύδωρ στο βωμό της εθνικής ενότητας”, ούτε η άγρια λιτότητα ανακόπηκε, ούτε η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων κάμφθηκε. Τις ίδιες ακριβώς μέρες η κυβέρνηση του Καραμανλή εξάγγειλε νέα πακέτα “μεταρρυθμίσεων”, προχωρούσε στο ξεπούλημα του ΟΤΕ, των λιμανιών, έσερνε τους απεργούς στα δικαστήρια. Η ταξική πάλη δεν κάνει καμιά ανακωχή. Απλώς η αριστερά επέλεξε να πάρει “άδεια από τη σημαία”.

“Το αστείο: Βέτο τώρα σημαίνει ευθεία σύγκρουση με τους Αμερικανούς. Δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι υπάρχει ελληνική κυβέρνηση που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον η κυβέρνηση Καραμανλή.” (Δελαστίκ, στο Έθνος).

Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους; Όταν η αριστερά προσπαθεί να αντιπολιτευθεί την αστική τάξη υπερθεματίζοντας σε εθνικισμό και τσάμπα πατριωτισμό, τέτοια παθαίνει. Να γίνεται γελοία. Η αμηχανία της αριστεράς μετά το ελληνικό βέτο ήταν πασιφανής. Το ΚΚΕ στην ανακοίνωσή του μετά το Βουκουρέστι μίλησε για «κάτι σαν βέτο της ελληνικής διπλωματίας». Και αμέσως μετά άρχισε να απαριθμεί τα “ανταλλάγματα” της Ελλάδας στους αμερικάνους. Το ΚΚΕ στην ανακοίνωσή του εντοπίζει 3 “ανταλλάγματα”. Ο ΣΥΡΙΖΑ δια στόματος Αλαβάνου εντοπίζει 5 και μιλά για “ατυχή, λαθεμένο συσχετισμό- παγίδα”. Η διαφορά στον αριθμό δεν κρύβει τη σύμπτωση στην ουσία της επιχειρηματολογίας: Ότι η ελληνική κυβέρνηση “αντάλλαξε” το βέτο με παραχωρήσεις στους αμερικάνους. Και ποιες είναι αυτές; Στρατός στο Αφγανιστάν, αγορά οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ, και περισσότερες παραχωρήσεις στη βάση της Σούδας.
Όσον αφορά τα δύο πρώτα είναι άκυρα αφ’ εαυτού. Βεβαίως, οι ΗΠΑ ζήτησαν από τους ευρωπαίους στρατιωτικές ενισχύσεις στον “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία” και οι ευρωπαίοι, μαζί και οι έλληνες, εκείνη την ώρα σφύριζαν αδιάφορα. Δεν το διαπιστώνουμε εμείς, το διαπιστώνουν όλα τα διεθνή μέσα, ότι ο Μπους σε αυτό το θέμα γύρισε με άδεια χέρια. Οι λίγες χώρες που υποσχέθηκαν να στείλουν στρατό δεσμεύτηκαν για πολύ μικρές, συμβολικές σχεδόν, ενισχύσεις. Οι ευρωπαίοι προτιμούν να κρατηθούν μακριά από τη διαγραφόμενη στρατιωτική συντριβή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Το ίδιο έκανε και η ελληνική διπλωματία. Κάνει πολύ καλά η αριστερά και θέτει το ζήτημα της παρουσίας του ελληνικού στρατού στα πλαίσια της επιβολής της Νέας Τάξης. Αλλά χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να το παρουσιάζει σαν αντάλλαγμα για το μακεδονικό.
Το δεύτερο “αντάλλαγμα” που αφορά την αγορά όπλων ακυρώθηκε αμέσως μόλις λέχθηκε, με την ανακοίνωση της αγοράς των αεροπλάνων όχι από τις ΗΠΑ, αλλά από τη… Γαλλία. (Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η Γαλλία είναι η μόνη χώρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη το κράτος της Μακεδονίας με το όνομά του). Επίσης είναι σωστό να ανοίγει η αριστερά το ζήτημα των εξοπλισμών, αλλά, αντί να το χρησιμοποιεί για να σιγοντάρει τον εθνικισμό, θα πρέπει να το θέσει στις πραγματικές του βάσεις. Πως μια κυβέρνηση που δεν έχει λεφτά για παροχές και έχει ταράξει τον ελληνικό λαό στη λιτότητα, αν πρόκειται να θωρακιστεί στρατιωτικά μπορεί να ξοδεύει αστρονομικά ποσά μοιράζοντας και τις ανάλογες μίζες.
Τελικά, το μόνο “αντάλλαγμα” που αναμένει να δούμε είναι αυτό της βάσης της Σούδας και της όποιας επέκτασής της. Το θέμα της επέκτασης της βάσης όντως θα τεθεί σε ιδιαίτερες συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας τον Ιούνιο. Τουλάχιστον, κάτι τέτοιο έχει επισημανθεί πολλές φορές και ουδέποτε έχει διαψευστεί από την ελληνική κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε που θα καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις για τη βάση της Σούδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει ως μόνο της στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης στο διεθνή ανταγωνισμό. Με αυτό το γνώμονα η ελληνική διπλωματία προσπαθεί να ισορροπεί ανάμεσα σε μεταβαλλόμενες συμμαχίες που θεωρεί ότι την εξυπηρετούν συγκυριακά ή μεσοπρόθεσμα. Οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ θα εξαρτηθεί από τις γενικότερες εξελίξεις στον πλανήτη. Από τη στάση των υπόλοιπων ευρωπαίων απέναντι στις ΗΠΑ, από τις εξελίξεις στη Ρωσία του Πούτιν, από την έκβαση των πολεμικών συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή και από μια σειρά παρόμοιων παραγόντων, διαρκώς μεταβαλλόμενων. Σε αυτή την αλυσίδα παραγόντων, το όνομα της Μακεδονίας αποτελεί την τελευταία τρύπα του ζουρνά.
Η αριστερά γενικά συνηθίζει να αντιμετωπίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική με μια οπτική “βλαχοδήμαρχου” που ο κόσμος του ορίζεται από το χωριό του, τα γειτονικά χωριά και μια κεντρική εξουσία στην πρωτεύουσα που είναι “αόρατη” και πανταχού παρούσα. Ομοίως και η οπτική της αριστεράς, που η ερμηνεία της για τον κόσμο εξαντλείται στην Κύπρο (μας), την Τουρκία, την Αλβανία και εσχάτως τα “Σκόπια”. Και φυσικά τους πανταχού παρόντες αμερικάνους. Με ένα τέτοιο ερμηνευτικό σχήμα ζητά και το ρόλο του συμβουλάτορα των αστικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα. Εκτός από γελοία όμως μια τέτοια προσέγγιση είναι και επικίνδυνη για τα συμφέροντα των ελλήνων καταπιεσμένων. Αντί να συμβάλει στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης ταξικής συνείδησης, τους υποβιβάζει στο επίπεδο του “έλληνα πολίτη” και τελικά τους αφήνει προσδεμένους στην ελληνική αστική τάξη.

Για να είμαστε δίκαιοι, σε αυτό που ονομάζουμε “αριστερά” υπήρξαν αρκετές διαφοροποιήσεις. Καταρχάς μια μειοψηφική άποψη, που εκφράζεται κυρίως από οργανώσεις τροτσκιστικής αναφοράς που ακολουθούν μια περισσότερο ή λιγότερο συνεπή διεθνιστική στάση. Πρόκειται όμως για την εξαίρεση στον κανόνα. Ο κανόνας ήταν οι διάφορες παραλλαγές του πατριωτισμού.
Το ΚΚΕ έμεινε συνεπές στην πατριωτική του αντίληψη για μια ακόμη φορά. Στην ανακοίνωση της ΚΕ μετά το ελληνικό βέτο αναφέρει βέβαια πως “Στην υπόθεση των Σκοπίων αντανακλάται η αβυσσαλέα διαφορά που χωρίζει κάθετα το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, όπου στη μια όχθη του βρίσκονται οι θιασώτες ενός κόσμου που είναι «εφικτός» μόνο στα πλαίσια των ευρωατλαντικών μονόδρομων, κι από την άλλη όχθη βρίσκεται η φωνή που αρνείται τα «τετελεσμένα» της «νέας τάξης», απορρίπτοντας τόσο τον κοσμοπολιτισμό όσο και τον εθνικισμό, ως όψεις του ίδιου νομίσματος.” Αφήνοντας όμως τα παχιά λόγια στην πάντα και περνώντας στην πράξη, το ΚΚΕ συντάχθηκε πλήρως δια στόματος της Παπαρήγα με την θέση της κυβέρνησης για “σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό”. Δηλαδή με αυτή τη λογική γιατί να μην χρησιμοποιούμε γενικότερα τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς στο λεξιλόγιό μας; Γιατί να αντί να λέμε “Βουλή των Ελλήνων” να μην χρησιμοποιούμε τον όρο “ελλαδική βουλή”; Ή ακόμη καλύτερα γιατί να λέμε “Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας” και όχι “Κομμουνιστικό Κόμμα του Ελλαδικού Χώρου” ή κάτι παρόμοιο τέλος πάντων; Το ΚΚΕ δυστυχώς για μια ακόμη φορά απέδειξε ότι χρησιμοποιεί τον προλεταριακό διεθνισμό σαν παραπέτασμα για να υποταχτεί στα πατριωτικά κελεύσματα των ελλήνων καπιταλιστών.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Ο λόγος είναι ότι οι διάφορες συνιστώσες του δεν έχουν κοινή αντίληψη για το θέμα. Έτσι, η ΚΟΕ ακολούθησε την πατριωτική πεπατημένη, ενώ τμήματα τροτσκιστικής προέλευσης διαφοροποιήθηκαν έστω και χωρίς πολύ θόρυβο. Αλλά και ο ίδιος ο Συνασπισμός δεν έχει ενιαία αντίληψη. Έτσι από τη μια έχουμε τους πατριώτες τύπου Παπαγιαννάκη και ταυτόχρονα τη Νεολαία ΣΥΝ που με ανακοίνωσή της αναγνώρισε ανοιχτά το δικαίωμα του γειτονικού κράτους να αυτοπροσδιορίζεται όπως το ίδιο επιθυμεί. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, αναγκασμένη να πατά σε δυο βάρκες, επέλεξε ένα συνδυασμό πατριωτισμού και κοσμοπολιτισμού σε ίσες δόσεις. Να υπενθυμίσουμε το ταξίδι του Αλαβάνου στη Μακεδονία λίγο πριν ανοίξει το ζήτημα, σε μια μάλλον συμβολική κίνηση, που στόχο είχε να καταδείξει πως μια “άλλου τύπου διπλωματία” είναι εφικτή. Ο ίδιος ο Αλαβάνος επιστρέφοντας από το ταξίδι του παρουσιάστηκε στη στην Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Άμυνας της Βουλής, όπου ανάμεσα σε άλλα είπε και τα παρακάτω: “Είδα στο τύπο και από φιλικά, αν θέλετε, ονόματα ερωτήματα και κριτική, αν έπρεπε να πάμε στα Σκόπια. Αν έπρεπε ένας έλληνας πολιτικός αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος, να πάει στα Σκόπια. Εγώ λεω ότι όλα θα κριθούν από το αποτέλεσμα. (…) Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να συναντιούνται εκπρόσωποι δύο χωρών, υπουργοί κλπ, - να συναντιόμαστε με υπουργούς της Τουρκίας και καλά κάνουμε, γιατί προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης, όταν η μισή Κύπρος είναι υπό κατοχή – και δεν μπορούμε να συναντηθούμε με έναν υπουργό της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, διότι μπορεί να φοράει ένα μπλουζάκι που θα γράφει το όνομα Μακεδονία, με το οποίο εμείς διαφωνούμε. Δηλαδή πιο σοβαρό είναι το μπλουζάκι το οποίο θα γράφει το όνομα Μακεδονία, από τη συνάντηση με έναν Τούρκο πολιτικό, του οποίου το μπλουζάκι θα γράφει Τουρκία και δεν θα μας ενοχλεί, αλλά που ξέρουμε ότι τα στρατεύματά τους κατέχουν το 40% του εδάφους της Κύπρου; Είναι μεγάλο λάθος. Διαπίστωσα ότι αυτό οδηγεί και σε παρεξηγήσεις και σε έλλειψη επαφής και σε αύξηση του ελλείμματος εμπιστοσύνης. Σας καλώ να ακολουθήσετε το δρόμο που προσπαθούμε να ανοίξουμε. Δηλαδή, ναι μπορούμε με μια χώρα που έχουμε διαφορές να συζητάμε. Όπως κάνουμε με την Τουρκία, όπως κάνει ο Ολμέρτ με τον Αμπάς και μπορούμε να συζητήσουμε κι άλλα θέματα, να ανοίξουμε και άλλα θέματα”. Από το μικρό αυτό απόσπασμα γίνεται φανερό πως μια πιο κοσμοπολίτικη εκδοχή της διπλωματίας, όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται τον εθνικισμό, αλλά μάλλον τον συμπληρώνει. Και έτσι ακριβώς έγινε: Πίσω από τις διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ, η ουσία σε ότι αφορά στο πολιτικό επίδικο είναι καρμπόν η ίδια: συστράτευση στο πλατύ μέτωπο της “εθνικής ενότητας”.

«Με ασυγχώρητη ελαφρότητα και προσποιητή αδιαφορία προσπέρασε η ελληνική κυβέρνηση την απίστευτα προκλητική συνέντευξη του υπουργού Εξωτερικών της ΠΓΔΜ Αντόνιο Μιλοσόσκι στην ηλεκτρονική έκδοση του αμερικανικού περιοδικού “Νιούζγουικ” την περασμένη εβδομάδα. Ελάχιστα και εν παρόδω ασχολήθηκε με τη συνέντευξη αυτή και ο Τύπος, παρ’ όλο που πρόκειται για πραγματική “βόμβα” από πολιτική σκοπιά και δυναμιτίζει εντελώς κάθε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. “Δεν πρόκειται για το όνομα, αλλά για τη μακεδονική μειονότητα που ζει στην Ελλάδα (!)”, δήλωσε κατ’ αρχάς ο Μιλοσόσκι, ο οποίος έγινε έτσι ο πρώτος ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος των Σκοπίων έπειτα από πολλά χρόνια που βάζει ανοιχτά και επώνυμα πρόβλημα “μακεδονικής μειονότητας” στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας ότι ο αλυτρωτισμός και επομένως ο επεκτατικός επιθετικός εθνικισμός παραμένουν κυρίαρχη ιδεολογία στη γειτονική χώρα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις που δίνουν σε άλλα ξένα έντυπα οι ηγέτες τους.
(…) Η προκλητικότητα της συνέντευξης Μιλοσόσκι όμως είναι τόσο μεγάλη, ώστε τελικά οι ισχυρισμοί του περί “μακεδονικής μειονότητας” στην Ελλάδα να ωχριούν μπροστά στο πολύ κρισιμότερο θέμα που θέτει -τη… σύμπηξη μετώπου Άγκυρας, Σκοπίων-Τιράνων εναντίον της Ελλάδας στη βάση της καταπίεσης εκ μέρους της Αθήνας της τουρκικής και των ανύπαρκτων αλβανικής και “μακεδονικής” μειονοτήτων!
(…) Είναι να απορεί κανείς τι άλλο θα βρει η ηγεσία των Σκοπίων για να δηλητηριάσει μόνιμα το κλίμα των σχέσεων με την Αθήνα, όχι απλώς να δυναμιτίσει το κλίμα των συνομιλιών…». (Δελαστίκ, Έθνος)

Μέσα στο αποπνικτικό κλίμα των ημερών ο Χαρδαβέλας παρουσίασε στην εκπομπή του μια συνέντευξη από μια ηλικιωμένη σλαβομακεδόνισσα, η οποία αν και γεννήθηκε σε κάποιο χωριό της Φλώρινας διαμένει στην πόλη των Σκοπίων. Κατέφυγε εκεί (όπως και τόσοι άλλοι) για να γλιτώσει από τους διωγμούς των κυνηγών κεφαλών που λυμαίνονταν την περιοχή μετά την ήττα των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Η ίδια άλλωστε ήταν αντάρτισσα αρχικά στον ΕΛΑΣ και κατόπιν στον ΔΣΕ.
Μετά την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης επετράπη η επιστροφή στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, αλλά μόνο των “ελλήνων το γένος”, αφήνοντας εκτός συνόρων όλους τους Σλαβομακεδόνες, που σε μεγάλο βαθμό είχαν περάσει στις γραμμές των ανταρτών και τους ακολούθησαν στην εξορία. Πολλοί από αυτούς άφησαν πίσω συγγενείς στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, άφησαν περιουσίες. Είναι αναμενόμενο να ακούει κανείς από τη δεξιά για την “ανύπαρκτη μακεδονική μειονότητα”, για την “προκλητική προπαγάνδα των Σκοπίων” και άλλα παρόμοια, αλλά όταν τέτοια επιχειρήματα ακούγονται (ή ακούγονται δια της… σιωπής) από την αριστερά, τότε η αηδία κυριαρχεί της οργής. Εδώ πια δεν πρόκειται για μια θεωρητική συζήτηση γύρω από τον εθνικισμό, ή τον ιμπεριαλισμό. Εδώ η υπόθεση αφορά τους ίδιους τους “εν όπλοις” συντρόφους μας. Το εμφυλιακό κράτος της δεξιάς και η “αποκατάσταση” της αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ είχε κάθε λόγο να τους ξεγράψει. Η αριστερά ποιον λόγο έχει;
Ας αφήσει επιτέλους η αριστερά την “υψηλή διπλωματία” και το ρόλο του αυτόκλητου συμβουλάτορα της ελληνικής αστικής τάξης. Ας αφήσει τις “εξηγήσεις” για τις προθέσεις των αμερικάνων στα Βαλκάνια και ας πάρει επιτέλους θέση σε πέντε απλά ζητήματα: Υπάρχει ή δεν υπάρχει σλαβομακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα; Καταπιεζόταν ή δεν καταπιεζόταν (και ακόμη στο βαθμό που δεν αναγνωρίζεται σαν τέτοια) από το αστυνομικό ελληνικό κράτος; Οι γεννημένοι στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας και τα παιδιά τους έχουν ή δεν έχουν δικαίωμα να επιστρέψουν στα χωριά τους και στα σπίτια τους; Έχουν ή δεν έχουν δικαίωμα στις περιουσίες τους που τις καρπώθηκαν οι ταγματασφαλίτες; Και τελικά, έχουν ή δεν έχουν δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται όπως θέλουν και γιατί αυτό θα έπρεπε να ενοχλεί την αριστερά;

Η θέση των κομμουνιστών δεν είναι να γίνονται ούτε οι νεροκουβαλητές του εθνικισμού της αστικής τους τάξης, ούτε να παριστάνουν τους “ρεαλιστές” συμβουλάτορες στους διπλωματικούς ελιγμούς της. Οι θέσεις τους στα εθνικά ζητήματα είναι θέση αρχών και συνεπώς αδιαπραγμάτευτη. Και το πρώτο καθήκον είναι να καταπολεμούν το εθνικιστικό δηλητήριο στην ίδια τους τη χώρα, το δηλητήριο που κρατά δέσμιους τους εργαζομένους και τους καταπιεσμένους σε “εθνική ενότητα” με τους καταπιεστές τους, ενάντια στα ταξικά αδέρφια τους των υπόλοιπων χωρών. Να ξεσκεπάζουν τα ψέματα πίσω από τους εθνικούς μύθους και να φανερώνουν την αλήθεια. Και η αλήθεια στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απλά και μόνο η αλαζονεία του ελληνικού ιμπεριαλισμού.

Κ. Ρουσίτης

www.ks-ee.prg

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες