Γίναμε σκλάβοι δέκα τυπάκων που τον πλανήτη τον κρεμάνε σα μπρελόκ Θερίζουν πλούτη και σπέρνουν πείνα, θέλουν να δουν να φτύνουμε αίμα στη ρουτίνα Νοιάζονται τόσο για τα παιδιά σου, τους ψηφοφόρους που χεις μέσα στην κοιλία σου Θα τους σπουδάσουν, δουλειά να πιάσουν και με ρουσφέτια υποκλίσεις να χορτάσουν
Μα εγώ θα ζήσω μέσα στη μέρα, θέλω τα χέρια να σηκώνω στον αέρα Θέλω τον ήλιο και οξυγόνο κι αυτό το μέλλον με ελπίδα ανταμώνω Θέλω οξυγόνο, θέλω να ζήσω, θέλω να ζήσω, ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ!
Κι άμα τα πάρω, θα πάρω φόρα, θα σας ρημάξω στις κλωτσιές στην ανηφόρα Άμα τα πάρω δε θα μπορέσουν δυο διμοιρίες από ΜΑΤ να με βολέψουν Κι έτσι πλανιέμαι, έτσι ξεχνιέμαι, κρύβομαι μέσα μου και κάνω πανικό Έτσι πλανιέμαι, έτσι ξεχνιέμαι, τη φαντασία μου χορεύω στο κενό
Αξιοπρέπεια κι αρχές λείπουν ταξίδι και την καρδιά μας που διψά ποτίζουν ξίδι Ματαιόδοξοι μασόνοι κυβερνάνε ρε μα οι μεγάλοι χορηγοί που πολύ μας αγαπάνε Θα μας γλιτώσουν, είναι σπουδαίοι! Θα μας αφήσουν να ρημάξουμε στα βράχια τελευταίοι Δημοκρατία κι αξιοκρατία πλέον πωλούνται σε πανέρια σε ευκαιρία! Μα εμείς πονάμε αυτό τον τόπο, σφίγγουμε δόντια και λουριά για την Ελλάδα ρε γαμώτο Νομίζουμε ποτέ δε θα μιλάμε, όμως τα πρόβατα τους λύκους θα τους φάνε!
Μα εγώ θα ζήσω μέσα στη μέρα, θέλω τα χέρια να σηκώνω στον αέρα Θέλω τον ήλιο και οξυγόνο κι αυτό το μέλλον με ελπίδα ανταμώνω Αχ Ελλάδα σ αγαπώ και βαθιά σ ευχαριστώ που με έμαθες ποτέ να μην κωλώνω!
Στίχοι: Wolf Biermann (μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ)Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, από τα «Πολιτικά τραγούδια» του 1975.Πρώτη εκτέλεση: Μαρία ΔημητριάδηΆλλες ερμηνείες: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,που απ’ τους άλλους θεν παλικαριάκι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,τους έχω βαρεθεί. Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,των γραφειοκρατών η φάρα,στήνει με ζήλο περισσό,στο σβέρκο του λαού χορό,στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,την έχω βαρεθεί. Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,τους γερμανούς τους προφεσόρους*,που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,τους έχω βαρεθεί. Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες,κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,με ιδεώδεις υποτακτικούς,που είναι στο μυαλό νωθροί,μα υπακοή έχουν περισσή,τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβάκι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,τον έχω βαρεθεί. Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,τους έχω βαρεθεί. Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,τους έχω σιχαθεί.Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,τους έχω σιχαθεί.
* Προφανώς, η εθνικότητα, ο τόπος προέλευσης και τα λοιπά προσωπικά δεδομένα της ως άνω κατηγορίας του πληθυσμού, δεν είναι το σημαντικότερο στοιχείο που την χαρακτηρίζει ως είδος (Δ. Π.)…
ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un païs
Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά, Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, κι οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών, Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι, Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα, Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου, Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε, Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων, Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ άστρα.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις, Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό, Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ, Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο. Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν, Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς; Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο; Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, Παρόμοια σύμβολα. Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι υπερβολές, κι απελπισίες. Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες. (Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντιμεθαύριο, Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα, Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους, Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα. Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια, Κι οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια, Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μπολιβάρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής. Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου, μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου. Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό. Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου, Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου, Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι, Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων, Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής, Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μπολιβάρ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο. Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα, Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση, Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι, Κι είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, κι αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια, Κι οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα, κι οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία, Και στα ψηλά δεντρά κουρνιάζουν τα κοράκια, Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια, Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε, Και ξημερώνει ― τι φριχτή αγωνία ― ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο, Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του. Έτσ’ η ζωή. Κι έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες, Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια (η Νάξο, η Χίος), Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες! Αυτός ο Μπολιβάρ!
Μπολιβάρ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε, Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας. Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα, Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι, Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού, Ακόμη και του Μεξικού. Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν. Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω ― έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ ― και παρακολουθώ Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου, Μπολιβάρ, γιατί ώς νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια. Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη! Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου. Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου, Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου. Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια, Ο πλούτος της Αργεντινής. Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν, Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά, Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους, Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά, Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη. Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού, Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου. Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι αιώνιες. Είμουν εκεί. Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο: πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές. Κι ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη, π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι. Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, νά, η λίμνη. Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές. Υπομονευτήκαν οι δρόμοι: έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια. Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί! Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, Τα τόπια δεξιά. Βρας! Βρας, αλβανιστί φωτιά: Μπολιβάρ!
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι άναφτε, Είταν κι ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού, Σκληρός, ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα, Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωπο στα νέφη, Κι είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μπολιβάρ, Πόσα «ντολάπια» και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής, Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης. Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν, όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο, Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου. Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι, και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν, Κι οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια. Κι οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν. (Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα, μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου, Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά, Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω το περίφημο εκείνο «Χαίρε παροδίτα».)
Κι εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ, Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες. Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη: τη στιγμή, Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γι’ αυτόνα μόνο, Κι όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι εξιλαστήριο θύμα. (Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν, Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Κι αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ! που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη, Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη, πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί, Του Αντωνίου Οικονόμου ― που τόσο άδικα τον σφάξαν ― και του Πασβαντζόγλου αδελφός, Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου. Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής. Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός, Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
ΧΟΡΟΣ
στροφή
(entrée des guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση, Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες, Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν, Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου. Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα, Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες κι ο ήλιος που λαμπρός ανατέλλει σε τρόπαι’ ανάμεσα και πουλιά και κοντάρια θ’ αναγγείλη ώς εκεί που κυλάει το δάκρυ και το παίρνει ο αέρας στης θαλάσσης τα βάθη τον φριχτότατον όρκο το φρικτότερο σκότος το φριχτό παραμύθι: Libertad
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazón, Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια, corazón, Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες, corazón, Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια, corazón, Ας στηθεί ο φαλλός, και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς, corazón, Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα, corazón, Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς, corazón.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου.
ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ (Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές που παίζουν, μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane).
στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;
(από τα Ποιήματα, Β´, Ίκαρος, Αθήνα, 1977)
Αρκεσίλας
...fuyard que je connais aux traces de tes larmes. MARIE-JEANNE DURUY
έφυγε και τονέ βλέπω ν' απομακρύνεται κατά μήκος της ερήμου λεωφόρου και κάθε τόσο γυρνάει και μας χαιρετά δι' ανεπαισθήτου κινήσεως των βλεφάρων ώς ότου - λίγο-λίγο - το καραντί του να χαθή να σβύση στο βάθος του ορίζοντος
έγραψε
στο γράμμα του έλεγε - ανάμεσα σ' άλλα - πως αγαπάει τη βροχή
"είμαι Έλλην - είναι τα λόγια του - πατρίς μου και μητέρα μου η βροχή"
"σαν με προλάβη η βροχή - συνέχιζε - σαν με προλάβη ολόγυμνο στους δρόμους να γυρνώ με ντύνει - η βροχή - μ' απίστευτης λαμπρότητος και ποικιλίας φορεσιές και στήνει αέναα γύρω μου ως προχωρώ μυθώδους πλούτου σκηνικά και διακόσμους"
τώρα γυρνά στα "τέρματα" μέσ' στην πολυκοσμία και τις μουσικές και τη λαϊκή χαρά κι' ανακατεύεται - γίνεται ένα - με το πλήθος
κι' αισθάνετ' άλλοτε σα βασιλιάς αναμεσίς στους υπηκόους του κι' άλλοτε πάλι - ίσως την ίδια ακριβώς στιγμή - σαν άρχοντας εξόριστος ανάμεσα σε ξένους - κι' άγνωστους - λαούς
Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω απ' το βουνό ψηλά στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας μετ' άξαφνη νεροποντή χυμάει μες απ' τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι, τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι' ανθός του μαλαμάτου να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι' αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα-κι' αυτά μες στ' όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου με μάτια να σε χαίρομαι θολά και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου, πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ, στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους και να με πας πολύ μακρυά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση, μακρυά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους ....
ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ
Μάννα, ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματα, φώτα πολλά και χρώματα και μοναχά απ' το γγίμα τ' αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα !
Ερωτοφύσημα κι' εγώ το λαμπερό σου φλούδι το σπάω με το τραγούδι, που την απλή χαρά μου υψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απ' τα φτερά μου.
Μες' στ' άνθη της ροδακινιάς, στης λεύκας την κορφή, όπου ήσκιωμα βαθύ κι' όπου κρύες βρυσούλες πάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες.
Μ' αστροφεγγιές ολόβαθες, τριανταφυλλιά χαράματα, με φεγγαρομαλάματα κι' όταν σιγά κι' αγάλι βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι' ηλιοφωτάει στην άλλη,
του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβα κι' ανέβα ο αχός ανέβα όλο και πιο μεστώνει και τον αγέρα, ξέχειλον από ηδονές, ματώνει.
Κι' όταν σωπάση μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάση, στη μαγεμένη πλάση και στην καρδιά, που νιώθει, καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι.
Ω! δε θαμπώνει τη λαλιά μου θανάτου φοβέρα : γης και νερού κι' αγέρα δεν ξέρουνε τα γένη, πως ό,τι ζει και χαίρεται, σύντομ' αργά πεθαίνει.
Ο χορτασμένος έρωτας, της ζωής οι γλυκάδες, της πλάσης οι ομορφάδες έτσι βαθιά με ορίζουν, που της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μου το γυρίζουν !
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μέσ' στην υπόγεια την ταβέρνα, μέσ' σε καπνούς και σε βρισιές, (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα), όλη η παρέα πίναμε εψές, εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγίς ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής ! Όσο κι' ο νους αν τυραννιέται άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος του άσωτου ουρανού ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό του άλλου κοντόμερη η γυναίκα στο σπίτι λειώνει από χτικιό στο Παλαμήδι ο γυιός του Μάζη κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! - Φταίει ο Θεός που μας μισεί! - Φταίει το κεφάλι το κακό μας! - Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί! «Ποιος φταίει; ποιος φταίει;» κανένα στόμα δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα, όπου μας έβρει, μας πατεί: δειλοί, μοιραίοι κι' άβουλοι αντάμα προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα !
Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες ! Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν κι' αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α ! πώς είχα σα μάνα κι' εγώ λαχταρήσει (ήταν όνειρο κι' έμεινεν, άχνα και πάει) σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει κι' από δόξες αλάργα κι' αλάργα από μίση !
Ένα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι. . . και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι. . . νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι, το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι' άμ' ανοίγης την πόρτα με πριόνια στο χέρι, με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι, (άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι ν' ανασαίνη βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.
Κ' αφού λίγο σταθής και το σπίτι γεμίση τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι' Αφέντη, η ακριβή σου να βγάνη νερό να σου χύση, ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίση.
Κι' ο κατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι και πολλή φύτρα θ' άφηνες τέκνα κι' αγγόνια καθενού και κοπάδι, χωράφια κι' αμπέλι, τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια, για να πάψη κι' ο νους με τα μάτια να βλέπη. . . Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια, λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσκοβόλια.
Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου, άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα, ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια. Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα. Τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε, τόσο η καρδιά σου στα λαμπρά Γεροσύλυμα Καίσαρας να μπης ! Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου !) δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου !
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη. . . Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη κι' όσο ο γήλιος να πέση και νάρθη το δείλι, το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν ! Κι' ακόμα σα ρωτήσανε : «Ποιός ο Χριστός;» τι πες «Να με !» Αχ ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα ! Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα !
Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
Attachment
από Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη0:54πμ, Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008
01. Από Το Φως που καίει / 13.29 α. Πρόλογος (Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα). β. Το αηδόνι γ. Ο χορός τςν Ωκεανίδων δ. Η μάνα του Χριστού ε. Ο οδηγητής
02. Από τους Σκλάβους Πολιορκημένους / 3.40 α. Πρόλογος β. Η έφοδο γ. Κένταυροι (από τα Ποιήματα)
03. Ποιήματα / 18.45 α. Οι μοιραίοι β. Τ πέρασμα σου γ. Ένας όλοι δ. Ζούγκλα ε. Στυλίτης στ. Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου ζ. Ήταν αργά η. Ο εχτρός θ. Επιτάφιος ι. Χινόπωρος ια. Το τραγούδι της φυγής
α. Παρουσία αγγέλων εντός ατμομηχανής β. Έλυτρον γ. Χειμερινά σταφύλια δ. Ισπαχάν ε. Θρυλικόν ανάκλιντρον στ. Τριαντάφυλλα στο παράθυρο ζ. Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους Παρθένου η. Κλωστήριον νυκτερινής ανάπαυλας
02. Από την Ενδοχώρα
α. Ως έργον ατελέυτητον β. Το χέρι γ. Στέαρ δ. Όχθη ε. Προεξοχή στ. Έαρ σαν πάντα ζ. Καρπός ελαίου η. Ωρίων θ. Στιγμή πορφύρας ι. Οι Καρυάτιδες ια. Η στιλβηδών ιβ. Το πλεονέκτημα μιας κόρης είναι η χαρά του αντρός της ιγ. Στροφές στροφάλων
03. Νέα Ποιήματα
α. Εις την οδό των Φιλελλήνων β. Αι λέξεις γ. Ο δρόμος
από μερικά ποιήματα1:42μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008 (Τροποποιήθηκε 1:53μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008)
Από την Υψικάμινο
ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ
Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι χωρίς το μέλλον του προορισμού μας όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη των ποδιών της.
Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου από τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας λιγυρών παρθένων.Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί τους εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης. Στιγμιότυπα μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας μας προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος της προελεύσεως των ονείρων και του καθενός κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας πόλης. Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ
Όταν με την βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει τα φρόκαλα μέσ’ απ’ τα πόδια των μανάδων εσάλπησε το πεφταστέρι τις τελευταίες εντολές των θεανθρώπων σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος και μ’ ευκαμψία τελείου μηχανικού λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης παλιρροίας. Τότε συνέβη να φτερνισθούν οι φυσητήρες και όλα τα κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους και κατεποντίσθησαν αύτανδρα τα περασμένα κουφάρια υπέρ της αναγεννήσεως της ευτυχίας υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων και της μαγικής αράχνης εν έτει χαράς για τον αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων των κυμάτων επάνω στα στεκούμενα καράβια.
ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ
Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κ’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.
μερικά ακόμη
από ποιήματα1:49μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008 (Τροποποιήθηκε 1:52μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008)
Έλυτρον
Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχτήκαμε στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού. Περιορισμός δεν υπήρχε. Tο φιλί που δώσαμε μας το πήρε το δρολάπι και ξερριζωμένοι κραυγάσαμε μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού φρουρού μας. H κλοπή του φιλήματος μας προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Tώρα και το δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα των πουλιών του στήθους μας. Tα ποθητά λουλούδια ποικίλλουν την γαλήνη των εκτάσεων της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη των ενιαυτών που μας ανήκουν.
Θρυλικόν Ανάκλιντρον
O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε. Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.
και από
από την Ενδοχώρα1:57μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008 (Τροποποιήθηκε 2:00μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008)
Καρπός Ελαίου
Eπάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς H άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει H πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε Tα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μέσ' στα νερά της νεότητος Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί Aπό τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι Eπαύλεις εδώ κ' εκεί κοσμούν την πρασιά του Nεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου Tα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή Oι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ' αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων Oι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν Mια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη Kάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος Tο κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παι- δάκια μέσ' στους ίσκιους Tα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι' αυτά πετράδια Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.
Όχθη
Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες Tα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό Kαι κατεβάζουν τα πουλιά Kαι τα κελεύσματα των οδοιπόρων.
Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά Aν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη.
Στέαρ
Στον Nίκο Eγγονόπουλο
H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε Kατά την ερμηνεία που της δίνουμε Kάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.
Kαι ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι Aφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός Mιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης Kατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.
Aυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι Eίχε το θάρρος να περάση μοναχή της Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα Mια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη Aπό τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.
Στιγμή Πορφύρας
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες Tα νερά μάς μεθούν Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευ- ρύνσεως Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
Στροφές στροφάλων
Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο
Ως υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει Όπως δεν στέκουν τα χαράματα Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη Όπως δεν στέκουν και τα κύματα Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.
Το Πλεονέκτημα μιας Κόρης είναι η Χαρά του Ανδρός της
Πριν πέσει η άγκυρα της ακταιωρού στην θάλασσα Kαι σύρουν την επιτελίδα της τάλογα των Kαρχηδονίων Tα δροσερά φανάρια των ακρωτηρίων Δέχονται τον αφρό και τις φωνές των γλάρων Δέχονται τα δώρα που προσφέρουνε στους μελλονύμφους Tώρα που η σάλπιγξ αντηχεί και σκάνε τα σαλπίσμα- τα σαν ρόδια Γιατί το σκότος διερράγη Kαι το ξημέρωμα στο κέντρον του νησιού Θυμίζει τους ανέμους που σηκώνουν Tους πέπλους μιας νύφης σε χώρα τροπική Aπαλά σαν κουνουπιέρες θερινού καταυλισμού Aπαλά σαν χείλη που υποθρώσκουν επί λευκής σαρκός Aπαλά σαν δάχτυλα που εμβαπτίζονται σε γάλα Tέλος λύνει την κόμη της η νύφη K' οι λεμονιές μεθούν τ' αηδόνια Tα έντομα μαζεύουν τα πτερά τους Tα καταρρίπτει επί του χώματος η ζέστη H δόνησις των εκρήξεων ογκώδους ηφαιστείου Διέρχεται δια των χειλέων της διώρυγος Παρά τας ιαχάς δύο βουκόλων Tώρα που παραμερίζονται τα κράσπεδα των βουνών από την λάβα Eνώ η εγκαρτέρησις του ενός και η ανυπομονησία του άλλου Πλαγιοδρομούν μπροστά στο σήκωμα της κεφαλής μιας άρκτου.
Ως Έργον Ατελεύτητο
Στον Mαράκη
H μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής Mέσα στ' αστέρια που κυλούν στην πρύμη Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων Aρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου Tεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια Πιο θελκτικά κι' από τα μάτια τους Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.
τέλος από
από την Οκτάνα2:02μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008 (Τροποποιήθηκε 2:14μμ, Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008)
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων
Στον Conrad Russel Rooks
Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.
Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.
Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:
"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".
Αι λέξεις
Στον Nάνο Bαλωρίτη
Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων - των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων - ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις "Eλελεύ", "Σε αγαπώ", και "Δόξα εν υψίστοις", και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: "Chardon-Lagache", "Denfert-Rochereau", "Danton", "Odeon", "Vauban", και "Gloria, gloria in excelsis".
Ο Δρόμος
Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει.
Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.
Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ' στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ' από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο !" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ' από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".
Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ' ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε, κύριοι, απ' εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.