Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη

Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη: Το Φως που καίει / Σκλάβοι πολιορκημένοι / Ποιήματα


MP3 audio: listen

Δείτε επίσης

Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο - Υψικάμινος / Ενδοχώρα / Νέα Ποιήματα

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=822366

Ο Ρίτσος διαβάζει Ρίτσο - Ρωμιοσύνη

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=816574

Ο Σεφέρης διαβάζει Σεφέρη

http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=814000

Μερικά ποιήματα


Kώστας Βάρναλης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ "ΣΤO ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ,,

Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ' το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι' ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι' αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι' αυτά μες στ' όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι' αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ' τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι' από τους μαύρους κολασμένους ....


ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ

Μάννα, ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματα,
φώτα πολλά και χρώματα
και μοναχά απ' το γγίμα
τ' αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα !

Ερωτοφύσημα κι' εγώ το λαμπερό σου φλούδι
το σπάω με το τραγούδι,
που την απλή χαρά μου
υψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απ' τα φτερά μου.

Μες' στ' άνθη της ροδακινιάς, στης λεύκας την κορφή,
όπου ήσκιωμα βαθύ
κι' όπου κρύες βρυσούλες
πάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες.

Μ' αστροφεγγιές ολόβαθες, τριανταφυλλιά χαράματα,
με φεγγαρομαλάματα
κι' όταν σιγά κι' αγάλι
βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι' ηλιοφωτάει στην άλλη,

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβα
κι' ανέβα ο αχός ανέβα
όλο και πιο μεστώνει
και τον αγέρα, ξέχειλον από ηδονές, ματώνει.

Κι' όταν σωπάση μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάση,
στη μαγεμένη πλάση
και στην καρδιά, που νιώθει,
καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι.

Ω! δε θαμπώνει τη λαλιά μου θανάτου φοβέρα :
γης και νερού κι' αγέρα
δεν ξέρουνε τα γένη,
πως ό,τι ζει και χαίρεται, σύντομ' αργά πεθαίνει.

Ο χορτασμένος έρωτας, της ζωής οι γλυκάδες,
της πλάσης οι ομορφάδες
έτσι βαθιά με ορίζουν,
που της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μου το γυρίζουν !



ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ

Μέσ' στην υπόγεια την ταβέρνα,
μέσ' σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα),
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγίς
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής !
Όσο κι' ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού
ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λειώνει από χτικιό
στο Παλαμήδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
«Ποιος φταίει; ποιος φταίει;» κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα,
όπου μας έβρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι' άβουλοι αντάμα
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα !



Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες !
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι' αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α ! πώς είχα σα μάνα κι' εγώ λαχταρήσει
(ήταν όνειρο κι' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέρφια να σ' είχα γεννήσει
κι' από δόξες αλάργα κι' αλάργα από μίση !

Ένα κόκκινο σπίτι σ' αυλή με πηγάδι. . .
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι' άμ' ανοίγης την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνη βαθιά τ' όλο κέδρον αγέρι.

Κ' αφού λίγο σταθής και το σπίτι γεμίση
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι' Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνη νερό να σου χύση,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίση.

Κι' ο κατόχρονος θάνατος θάφτανε μέλι
και πολλή φύτρα θ' άφηνες τέκνα κι' αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφια κι' αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψη κι' ο νους με τα μάτια να βλέπη. . .
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεφτή μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου, καλέ μου,
άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε, τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσύλυμα Καίσαρας να μπης !
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου !)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου !

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη. . .
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι' όσο ο γήλιος να πέση και νάρθη το δείλι,
το σταυρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κι' οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν ! Κι' ακόμα
σα ρωτήσανε : «Ποιός ο Χριστός;» τι πες «Να με !»
Αχ ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα !
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δε σ' έμαθ' ακόμα !



Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια, 10
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά. 20

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη 30
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός! 40

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα, 50
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή), 60

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: 70
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί. 80

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου 90
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. 100

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".


(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)


Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;


Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -

έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.


Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;

Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!


(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)





Attachment
από Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη 0:54πμ, Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

MP3 audio: listen


Attachment
από Ο Βάρναλης διαβάζει Βάρναλη 0:54πμ, Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008

MP3 audio: listen



τα περιεχόμενα των mp3
από ... 0:55πμ, Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008
01. Από Το Φως που καίει / 13.29
α. Πρόλογος (Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα).
β. Το αηδόνι
γ. Ο χορός τςν Ωκεανίδων
δ. Η μάνα του Χριστού
ε. Ο οδηγητής

02. Από τους Σκλάβους Πολιορκημένους / 3.40
α. Πρόλογος
β. Η έφοδο
γ. Κένταυροι (από τα Ποιήματα)

03. Ποιήματα / 18.45
α. Οι μοιραίοι
β. Τ πέρασμα σου
γ. Ένας όλοι
δ. Ζούγκλα
ε. Στυλίτης
στ. Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου
ζ. Ήταν αργά
η. Ο εχτρός
θ. Επιτάφιος
ι. Χινόπωρος
ια. Το τραγούδι της φυγής



Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες