Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

 

 

 

Η απεργία είναι φυσικόν γεγονός, το οποίον δεν εξετάζεται από απόψεως νομιμότητος, όπως δεν εξετάζει κανείς εάν βρέχη ή δεν βρέχη κατά Σύνταγμα και κατά νόμον, εάν πεινά κανείς νομίμως ή δεν πεινά, εάν έχωμεν κυκλώνα ή θαλασσοταραχήν ή εκρήγνυται κεραυνός σύμφωνα με το Σύνταγμα ή με τους κειμένους νόμους.

 

[Απάντηση του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ επί Οικουμενικής Κυβερνήσεως του 1927 όταν κατεσυκοφαντούντο οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργοί]

 

 

Αγαπητέ Κώστα,

 

Μια βίαιη κοινωνική έκρηξη, όπως αυτή των ημερών που ακόμα ζούμε, δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο να κατανοηθεί. Όποιος προσπαθεί να μιλήσει δημόσια και να μεταφράσει σε μονοσήμαντες σημασίες πράξεις ετερόκλητες, με διαφορετικά κίνητρα εκ μέρους διαφορετικών δρώντων και σε κυμανόμενο βαθμό τυφλές (δηλαδή: μη επαρκώς αναστοχασμένες από τους ίδιους τους φορείς τους) πρέπει να ριγεί από το βάρος της ευθύνης και από το συντριπτικό φορτίο του καθήκοντος που αναλαμβάνει. Το αντίθετο ακριβώς, δηλαδή, από την εγκληματική επιπολαιότητα με την οποία είδαμε να μιλούν αυτές τις ημέρες οι εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου και οι επαγγελματίες δημαγωγοί των ΜΜΕ. Ιδίως ο λεγόμενος αντιεξουσιαστικός χώρος, με τον οποίον εξακολουθούν να μας συνδέουν συγκεκριμένοι και καθόλου συγκυριακοί προσωπικοί και ιστορικοί δεσμοί, έχει μπροστά του ένα δύσκολο έργο: όχι μόνον επειδή γίνεται αντικείμενο αισχρής και αστόχαστης κατασυκοφάντησης (η οποία εν συνεχεία θα οπλίσει το επόμενο αστυνομικό χέρι), ούτε βέβαια επειδή ανταποκρινόμενος σε τυχόν ναρκισσιστικές του αυτοεικόνες θα όφειλε να διεκδικήσει δάφνες επαναστατικής πρωτοπορίας (αυτό ταιριάζει μόνο στα σταλινικά κόμματα), αλλά προπαντός επειδή είναι ο μόνος που δεν έχει να αποκομίσει κανένα βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό όφελος από οιαδήποτε πρακτική έκβαση των πραγμάτων, οπότε τα συμφέροντά του συμπίπτουν θέλοντας και μη με την επιδίωξη της αλήθειας.

            Η αλήθεια όμως είναι το πιο πολύπλοκο πράγμα που υπάρχει και, θα το πω ακόμα μία φορά, δεν υπάρχει τρόπος να την προσεγγίσεις παρά μόνο ξηλώνοντας επίμονα το δίχτυ των παραμορφώσεων και των ψεμμάτων που υφαίνουν όσοι έχουν επενδυμένα συμφέροντα στη σύγχιση και στην αδιαφάνεια, στη διατήρηση υπαρχουσών ισορροπιών δύναμης, στην εξουσιαστική στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» που στις κρισιμότερες στιγμές στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης. Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο μέσα στα συνταρακτικά γεγονότα που μόλις  ζήσαμε είναι ότι, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμάμαι μετά και τους τελευταίους σπασμούς της δικτατορίας, το σχέδιο αυτό δεν λειτούργησε, στον βαθμό τουλάχιστον που επιδιωκόταν. Ακόμα κι εκείνοι που έγιναν αναίτια θύματα της ανεξέλεγκτης τροχιάς των γεγονότων, μικροκαταστηματάρχες, έμποροι, καθημερινοί άνθρωποι συχνά ένα βήμα πριν από τα όρια της απελπισίας, πιεσμένοι ήδη τρομακτικά από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, από τη δραματική υποβάθμιση των όρων της ζωής τους και από την υποκινούμενη υπερχρέωση η οποία τούς υποσχέθηκε τη συμμετοχή σε έναν καταναλωτικό παράδεισο που απομακρύνεται σαδιστικά μέσ’ από κάθε κίνηση με την οποία πασχίζουν να τον πλησιάσουν, όλοι αυτοί οι μικροαστοί «νοικοκυραίοι» της λαϊκιστικής ρητορικής των κρατούντων έδειξαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια εντυπωσιακή αμφιθυμία: μιαν απροθυμία, δηλαδή, να συνταχθούν απερίφραστα με τις δυνάμεις του κράτους και της καταστολής… Γιατί; Διότι, προφανώς, άρχισαν να βλέπουν για πρώτη φορά κάπως καθαρά τη συνεργία του υπάρχοντος κράτους με τους μηχανισμούς της αυξανόμενης  κοινωνικής ανισότητας οι οποίοι τούς συντρίβουν               

            Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ίσως το πολυτιμότερο μάθημα των πρόσφατων κοινωνικών αναταράξεων, και αυτήν ακριβώς είναι που προσπάθησαν λυσσαλέα να συσκοτίσουν μέσα στον στρόβιλο των γεγονότων όλοι σχεδόν οι φορείς δημοσίου λόγου: κομματικοί εκπρόσωποι, τηλεοπτικά κανάλια, μεγάλα συγκροτήματα του τύπου. Όλοι ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν τη δολοφονία του μικρού μαθητή, ακόμα και να επικρίνουν σφοδρά την «αντιδημοκρατικότητα» της αστυνομίας ––την οποία βέβαια την ίδια στιγμή εγκαλούσαν επειδή δεν επενέβη δυναμικά στα επεισόδια της Δευτέρας και της Τρίτης–– υπό τον όρον ότι το πράγμα θα περιοριζόταν εκεί: δεν θα γινόταν λόγος για την πολιτική διαφθορά, για την κατάφωρη ευθύνη και των δύο κομμάτων εξουσίας, για τη συσσώρευση του κοινωνικού πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια η οποία ανατινάζει από τα μέσα κάθε λειτουργία δημοκρατίας, για τις εφιαλτικές ανισότητες μιας κοινωνίας που παράγει διαρκώς αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα τμήματά της πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο… Εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, σαν αποτέλεσμα της σύλληψης και της λειτουργίας της ως αγοράς με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.

            Το ζήτημα της αστυνομικής βίας είναι βέβαια τρομακτικά σοβαρό, χάνει όμως κάθε σημασία από τη στιγμή που συζητιέται αποσυνδεδεμένο. Η αστυνομία δεν είναι δημοκρατικός μηχανισμός – και από αυτή την άποψη είναι γελοία τα όσα ακούστηκαν και κατά καιρούς ακούγονται για «εκδημοκρατισμό της αστυνομίας»: μια πραγματικά δημοκρατική αστυνομία δεν θα ήταν καθόλου αστυνομία, θα ήταν λαϊκή πολιτοφυλακή…Μια «δημοκρατική αστυνομία» είναι αντίφαση εν τοις όροις, όσο ακριβώς είναι αντίφαση εν τοις όροις να βαφτίζουμε τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες της αγοράς «δημοκρατίες». Πόσο τυφλός, πόσο παραπλανημένος, πόσο ανεγκέφαλος πρέπει να είναι κάποιος δηλαδή για να μη βλέπει πως η δημοκρατία, με οιαδήποτε έννοια του όρου, συνυποθέτει αυστηρά έναν κρίσιμο βαθμό κοινωνικής ισότητας;Όταν κάποιος έχει τη δύναμη να αγοράσει (και να πουλήσει) την εργασία μου, τον χρόνο μου, το σώμα μου και την ίδια την επιβίωσή μου, τί θα ήταν γι’ αυτόν ευκολότερο από το ν’ αγοράσει τη γνώμη μου; Να αγοράσει κατά συνέπεια την ψήφο μου, τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, τη δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά μου; Να μη γελιόμαστε· δεν υπάρχειτίποτε απολύτως στις σημερινές κοινωνίες που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους «δημοκρατίες» – ούτε βεβαίως η ύπαρξη κοινοβουλίων, εξ ου και η απαξίωσή τους από ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας… Το να πει κάποιος ––όπως ακούσαμε κυβερνητικό εκπρόσωπο να λέει–– ότι όσοι περιφρονούν το κοινοβούλιο είναι οπαδοί του σκοταδισμού και της δικτατορίας γεννάει τουλάχιστον υπόνοιες για τη διανοητική του επάρκεια, διότι ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να εννοήσει το πρόδηλο σημαινόμενο της απαξίωσης: το γεγονός δηλαδή ότιστις κοινωνίες της ξέφρενης κεφαιοκρατικής συσσώρευσης έχουν ήδη αρθεί οι περιεχομενικές διαφορές κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας.

            Ως μηχανισμός περιφρούρησης ενός κράτους φτιαγμένου έτσι ώστε να διασφαλίζει την ανισότητα του πλούτου και της ισχύος, η αστυνομία είναι κατ’ ανάγκη ένας μηχανισμός καταστολής: δουλειάς της είναι να βιαιοπραγεί, να βασανίζει και, όταν είναι ανάγκη, να σκοτώνει… Όσο αμείλικτο κι αν ακούγεται αυτό, δεν χρειάζεται να μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα και από την ανθρώπινη πλευρά του αστυνομικού. Βεβαίως, από τον ίδιο τους τον χαρακτήρα μηχανισμοί όπως ο στρατός και η αστυνομία είναι φυσικό να ασκούν έλξη σε κάποιες ιδιαίτερες χαρακτηρολογίες ανθρώπων: βαριά ψυχαναγκαστικούς, σαδομαζοχιστικές προσωπικότητες, ασταθή εγώ με παρανοϊκή δομή στα όρια του διωκτικού παραληρήματος… Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν οι μηχανισμοί αυτοί να πάψουν να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με νεοφασιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι με τον όρο «νεοφασισμός» κατανοούμε κυρίως την πολιτική μορφή που ενδύονται τέτοιου είδους ψυχοπαθολογίες. Εξίσου παράλογο θα ήταν όμως να πιστέψουμε ότι όλοιόσοι εργάζονται στις δυνάμεις ασφαλείας ή και στον στρατό ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία (αναρωτιέμαι μάλιστα εάν συνιστούν καν πλειοψηφία…). Διότι προφανώς για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ιδίως από τη βάση της ταξικής πυραμίδας, το πράγμα γίνεται αντιληπτό σαν μία δουλειά όπως όλες οι άλλες, και μάλιστα ένα είδος δουλειάς που ανέκαθεν έδινε τη δυνατότητα σε παιδιά ταπεινής καταγωγής να σταδιοδρομήσουν ανοδικά στην κοινωνική ιεραρχία, πράγμα που σε άλλα πεδία τούς ήταν απαγορευμένο. Ως εργαζόμενοι, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μία απεριόριστα ταπεινωτική συνθήκη, στα όρια του ανθρώπινου – διότι το να πρέπει να υπακούς, το να ενεργείς αποκλειστικά κατ’ εντολήν και να σου είναι απαγορευμένη κάθε προσωπική κρίση, επιλογή και αυτενέργεια είναι ίδιον μόνο του δούλου, για του οποίου την ανθρώπινη υπόσταση, ως γνωστόν, είχαν αμφιβολίες μερικοί από τους εξοχότερους κατά τ’ άλλα διανοητές της αρχαιότητας… Από τη θέση αυτή, ο «υπερβάλλων ζήλος» πολλών αστυνομικών θα μπορούσε ακόμα και να ιδωθεί ως η έσχατη διεκδίκηση ––διεστραμμένη και παραπλανημένη φυσικά–– της στραγγαλισμένης τους αυτονομίας.

            Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το να κατηγορούμε προσωπικάκάποιους αστυνομικούς, και μάλιστα με δακρύβρεχτους ηθικολογισμούς, είναι απλή εθελοτυφλία. Ισοδυναμεί με το να συγκαλύπτουμε το πρόβλημα του δομικού ρόλου της αστυνομίας σε κοινωνίες όπου η ταξική βία αναβλύζει διαρκώς, ακατάπαυστα, μέσ’ απ’ όλες τις θεσμικές πτυχές (και της οποίας θύματα δεν είναι λιγότερο οι ίδιοι οι αστυνομικοί, ανεξαρτήτως τού πόσο μπορούν να το καταλάβουν): πολύ πιο αποκαλυπτική επ’ αυτού, πιστεύω, είναι η αθέμιτη και κατά συρροήν συνεργία αστυνομίας και δικαστικής εξουσίας, αυτή που εξασφαλίζει τη συστηματική ατιμωρησία των αστυνομικών εγκλημάτων καταστρατηγώντας ακόμα και τους κατ’ επίφασιν κανόνες που έχουν ανάγκη για τη νομιμοποίησή τους οι αυταποκαλούμενες «δημοκρατίες». Αλλά ούτε κι αυτό αρκεί, διότι όσο το πρόβλημα δεν είναι απλώς ζήτημα ατομικής αυθαιρεσίας, άλλο τόσο δεν είναι απλώς ζήτημα «θεσμικής δυσλειτουργίας»: σε κοινωνίες από τη σύστασή τους σχεδιασμένες βάσει του παραδείγματος της αγοράς, όπου όλες οι λειτουργίες τους είναι αιχμάλωτες στον χαλύβδινο μηχανισμό της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του εμπορεύματος, πράγμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μονοπώληση του πλούτου και της ισχύος από όλο και πιο περιορισμένες ελίτ και στην αυξανόμενη περιθωριοποίηση όλο και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού, η «ομαλή» λειτουργία των θεσμών δεν έχει λιγότερο απάνθρωπες συνέπειες από τη δυσλειτουργία τους.

            Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι ελίτ σπανίως είναι ορατές. Αφήνουν την οργή να εκτονώνεται στον κυματοθραύστη της αστυνομίας, παραδείγματος χάριν, και αν αυτό δεν αρκέσει δεν έχουν κανένα πρόβλημα σε δεύτερο βήμα να θυσιάσουν και μία κυβέρνηση: τί ευκολότερο από το ν’ αγοράσουν μια επόμενη; Τις ημέρες αυτού του Δεκεμβρίου που τον απόηχό τους ακόμα ζούμε στην Ελλάδα, η συναίνεση συμπήχθηκε στο πρώτο βήμα: τα κροκοδείλια δάκρυα για τον «αδικοχαμένο Αλέξη» υπέδειξαν αμείλικτα τον αποδιοπομπαίο τράγο ––την «αστυνομική αυθαρεσία»–– και απαγόρευσαν οιαδήποτε κίνηση πέραν της αόρατης διαχωριστικής που έσυραν. Και η διαχωριστική αυτή τέμνει εγκαρσίως πολλά επίπεδα: στο επίπεδο της μαζικής έκρηξης, ας πούμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά καταγγέλλουμε (και θα πατάξουμε ανελέητα) οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία· στο επίπεδο των πολιτικών αντιδράσεων, αντίστοιχα, επικρίνουμε την ανεπάρκεια της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείματα των κρατικών υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης  κλπ. αλλά θα διασύρουμε πολιτικά (εάν δεν μπορούμε να διώξουμε και ποινικά) όποια συντεταγμένη πολιτική δύναμη καταγγέλλει το πολιτικό σύστημα στο συνολό του και αρνείται να υπογράψει δημοσίως δήλωση αποκήρυξης της απεριόριστης κοινωνικής διαμαρτυρίας. Στη θέση αυτή βρέθηκε παρεμπιπτόντως ο ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο πολιτικό κόμμα που έδειξε να ξυπνάει από τον μακρύ λήθαργο της εξαχρειωτικής συναίνεσης και να αποκτά επιτέλους στοιχειώδη αντανακλαστικά πολιτικής αριστεράς.Προφανώς δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα κίνητρα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν εάν είναι κοινά σε όλες τις συνιστώσες του, ωστόσο είναι αποκαλυπτικό του τρέχοντος πολιτικού ήθους ότι όλοι έσπευσαν να του αποδώσουν το πιο χαμερπές ––την αθέμιτη ψηφοθηρία–– ανίκανοι προφανώς να διανοηθούν ότι κάποιος θα ήταν ποτέ δυνατό να λειτουργεί διαφορετικά στον πολιτικό στίβο απ’ ό,τι αυτοί οι ίδιοι. Και φυσικά δεν εκπλήσσει η αρραγής συμπαράταξη του ΚΚΕ με τις αντιδραστικές δυνάμεις, η χαφιεδίστικη δημαγωγία και πρακτική του (που όπως ήταν αναμενόμενο επαινέθηκε αφειδώς από τους θεματοφύλακες του νόμου και της τάξης), όσους τουλάχιστον θυμόμαστε τα ιστορικά εύσημα της παράδοσής του στην καταστολή των μεγάλων εξεγέρσεων του αιώνα που πέρασε – από την Ισπανική Επανάσταση μέχρι το Ιταλικό ’68 και μέχρι την εκκαθάριση της αριστερής αντιπολίτευσης στον Ελληνικό Εμφύλιο ή τη στήριξη των γραφειοκρατικών τυραννιών της Ανατολικής Ευρώπης (τα οποία ξαναθυμήθηκε πρόσφατα όταν, στο τελευταίο του παραλήρημα εθνοπατριωτικού μεγαλοϊδεατισμού, αναστήλωσε το ειδεχθές φάντασμα του νεκροθάφτη των κομμουνιστικών οραμάτων)...

            Γιατί αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να πέσει εύκολα, χωρίς μάλιστα μεγάλο κόστος για τις κυρίαρχες ελίτ. Δεν έπεσε επειδή τοΠΑΣΟΚ δεν ήθελε τούτη τη στιγμή να πιει το πικρό ποτήρι της εξουσίας, γνωρίζοντας ότι η εναλλαγή που εκπροσωπούσε ήταν αδύνατο να θίξει τις πηγές της λαϊκής δυσαρέσκειας, κι επειδή το ΚΚΕ επίσης δεν ήθελε τούτη τη στιγμή να μετρήσει εκλογικά την απώλεια των κοινωνικών δυνάμεων που μέχρι χθες κρατούσε ζηλότυπα εγκλωβισμένες στη χειραγωγική τακτική του (και τις οποίες ελπίζει να επανακτήσει όταν κοπάσει ο αναβρασμός). Όλοι ωστόσο γνωρίζουν καλά πως αυτός ο κλυδωνισμός δεν ήταν όπως οι προηγούμενοι. Κατέρρευσε κατ’ αρχάς ο μύθος των «εκατό-διακοσίων κουκουλοφόρων» (που στην ξύλινη γλώσσα των χειραγωγών της δημοσιότητας χρησιμοποιείται κατ’ επανάληψιν ως συνώνυμο των προσδιορισμών «αναρχικοί» και «αυτόνομοι», γυμνωμένων από την αυτονόητη ––και ιστορική–– πολιτική τους συνδήλωση καθώς στην αμβλεία νοημοσύνη τους έχουν το νόημα περίπου βρισιάς), πάντα με τον συνοδευτικό υπαινιγμό της έξωθεν υποκίνησης· δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις δύο-τρεις χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας, και ακόμα λιγότερο να τους στιγματίσεις ως υποκινούμενους, προβοκάτορες ή εγκαθέτους… Η μαζικότητα αυτής της κινητοποίησης, η επέκτασή της σαν πυρκαγιά σε αναπάντεχα στρώματα του πληθυσμού και σε ηλικίες, το ανυποχώρητο πείσμα της, ακόμα και ο βαθμός συναίνεσης που για πρώτη φορά σε αυτή τη χώρα απέσπασε ακόμη και από εκείνους οι οποίοι δεν συμμετείχαν εξαρχής, ακόμη και από εκείνους που πραγματικά υλικά τους συμφέροντα θίχτηκαν από το ανεξέλεγκτο ξεχείλισμα βίας, δημιουργεί αυτομάτως ένα μέτρο σύγκρισης μόνο με το Πολυτεχνείο και τη Νομική (όχι τυχαία σε αυτές τις σχολές, κατειλημμένες ακόμα τη στιγμή που γράφω, συγκροτήθηκαν τα άτυπα διαβουλευτικά όργανα της εξέγερσης, βεβαίως εκ των υστέρων…). Μίλησαν και μιλούν πολύ όλ’ αυτά τα χρόνια για «τέλος της Μεταπολίτευσης»· πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή σηματοδοτήθηκε το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης, όπως με το Πολυτεχνείο και τη Νομική σηματοδοτήθηκε το πραγματικό τέλος της Δικτατορίας.

            Μια τέτοια εκτίμηση, που ανοίγει ένα ελάχιστο χάσμα ελπίδας σε μία συνθήκη πραγμάτων η οποία ως χθες έμοιαζε απολύτως αδιέξοδη, δεν μπορεί ούτε και χρειάζεται να είναι ενθουσιώδης πανηγυρισμός. Αντιλαμβάνομαι, όπως κι εσύ, ότι τέτοιοι εκρηκτικοί σπασμοί της κοινωνίας έχουν μέσα τους όψεις οι οποίες είναι ανθρώπινο να μας λυπούν βαθιά και αφήνουν πραγματικές πληγές στο κοινωνικό σώμα. Ούτε όμως, από την άλλη πλευρά, είναι δική μας δουλειά να ηθικολογούμε στο κενό· εκείνο που χρειάζεται είναι να καταλάβουμε τη βαθιά λογική των γεγονότων. Όσο κατακριτέα πράγματα κι αν είναι η αδιάκριτη καταστροφικότητα ή το λεγόμενο πλιάτσικο από μία αφηρημένα ηθική σκοπιά, οσοδήποτε τυφλές και αν είναι ως ενέργειες, δεν παύουν να έχουν αντικειμενική σημασία και βάρος, το οποίο εμείς πρέπει να κατανοήσουμε και να μεταφράσουμε σε πρόσφορους πολιτικούς όρους. Αυτά τα κατακριτέα φαινόμενα είναι μάλιστα, λέω, οι πιο αποφασιστικοί δείκτες του πραγματικού κοινωνικού περιεχομένου. Οι άνθρωποι που ενήργησαν έτσι ––μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, κάθε είδους περιθωριοποιημένοι και οπωσδήποτε φτωχοί, άνθρωποι δηλαδή εξωθημένοι στα όρια της κοινωνικής εκμηδένισης που εκδικούνται γι’ αυτή τους τη θέση–– δηλώνουν τα ίδια τα όρια αντοχής του κοινωνικού δεσμού: το μη παρέκει του αποκλεισμού και της καταρράκωσης, το σημείο ανατίναξης των μηχανισμών της ανισότητας. Οι άνθρωποι αυτοί έγιναν πολλοί, πάρα πολλοί μέσα στα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια. Και αν κοιτάξουμε τί συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα, θα δούμε ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε παρόμοια θερμοκρασία βρασμού... Τι θα γίνει όλος αυτός ο ανθρώπινος πόνος, η απαντοχή, η ανείπωτη δυστυχία και απόγνωση – αν όχι λεπίδι στη σφαγίτιδα φλέβα των κατεχόντων;

Αν παρατηρήσει κάποιος το είδος των εξεγέρσεων που είχαμε από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα ––στο Μπρίξτον, στο Λος Άντζελες, στα προάστεια του Παρισιού, κοκ.–– θα δει ότι όλες είχαν αυτό το χαρακτηριστικό της μανίας και της ανεξέλεγκτης καταστροφικότητας, που είναι στοιχείο μουγκό και τυφλό, ξένο σε κάθε είδους συντεταγμένη διεκδίκηση ή πολιτική, με τη συμβατική έννοια του όρου, διαμαρτυρία…. Σκεφτόμουν τις ημέρες αυτές ότι ίσως ούτε ο όρος «κοινωνική εξέγερση» είναι πλέον ακριβής για να περιγράψει τέτοιου είδους αναταράξεις: πολύ περισσότερο πρέπει να μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο, που θα παίρνει όλο και πιο ωμές, όλο και πιο άγριες, όλο και εφιαλτικές μορφές στο διαφαινόμενο μέλλον. Ο Γαλλικός Μάης ήταν ακόμα μία κοινωνική εξέγερση, με την έννοια ότι διαδραματιζόταν στο πλαίσιο της μεταδιαφωτιστικής τυπικής δημοκρατίας όπου λειτουργούσε ακόμα ένα ίζημα αυτού που αποκαλούμε δημόσια σφαίρα, διαδικασίες κοινωνικής διαβούλευσης, οσοδήποτε υπονομευμένες, στα πλαίσια των οποίων υπήρχε ακόμα η δυνατότητα άρθρωσης αιτημάτων και διεκδικήσεων στην παραδοσιακή πολιτική γλώσσα. Στην μανιώδη και ξέφρενη πορεία που πήρε ο καπιταλισμός στην τελευταία υπερώριμη φάση του μετά τη δεκαετία του ’70, η ίδια η δημόσια σφαίρα αλώθηκε ανεπανόρθωτα, το πεδίο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων εξαρθρώθηκε και η αυξανόμενη συγχώνευση των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών με τους μηχανισμούς του εθνικού κράτους σηματοδότησε μια διαδικασία μη αναναστρέψιμου εξολοκληρωτισμού των μεταβιομηχανικών κοινωνιών – που μέσω της αποκαλούμενης «παγκοσμιοποίησης» σύρει τώρα στο σιδερένιο δίχτυ του ολόκληρο τον πλανήτη. Χωρίς το παραδοσιακό πεδίο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων δεν υπάρχει πλέον χώρος αναπνοής για κοινωνικά κινήματα, με ό,τι όρος σήμαινε από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και μετά. Όταν όμως η ανθρώπινη αγανάκτηση και οδύνη δεν έχει τον χώρο και τα μέσα για να διερμηνευθεί σε έλλογη διαμαρτυρία και πολιτικό πρόταγμα, τόσο είναι μοιραίο να επανενσκήψει ως αυτό που στις υλικές της ρίζες είναι: ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο, παλιρροϊκό κύμα ή έκρηξη ηφεστείου που στο διάβα του παρασύρει και κατακαίει αδιακρίτως δικαίους και αδίκους… Γι’ αυτό λέω ότι ο κοινωνικός πόλεμος είναι το διαφαινόμενο μέλλον των κοινωνικών εξεγέρσεων στις κοινωνίες μας. 

            Κώστα, είναι τρεις μήνες τώρα που προσπαθώ να τελειώσω ένα πολιτικό βιβλίο. Έντεκα άρθρα ή δοκίμια που έγραψα και δημοσίευσα μέσα στην τελευταία πενταετία, έξι από τα οποία συνοδευόμενα από ένα αυτοτελές Υστερόγραφο, σύνολο δεκαεφτά κείμενα (ανάμεσά τους κι εκείνο που δημοσιεύεις σε αυτό το τεύχος του Πανοπτικού σου  με τίτλο «Η απατηλή ρητορεία των δικαιωμάτων»). Τους έδωσα τον γενικό τίτλοΚεφάλαια κριτικής των ιδεολογιών στην αυγή του 21ου αιώνα και ήμουν έτοιμος να τα παραδώσω στον εκδότη, όταν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και κάποιες περί αυτήν συζητήσεις με ανάγκασαν να προσθέσω την τελευταία στιγμή ένα κομμάτι (Μέρος ΙΙ του κειμένου που επιγράφεται «Μεταμορφώσεις της εργασίας και παρούσες προοπτικές»). Ολοκλήρωσα έτσι το βιβλίο και το παρέδωσα, όμως καθώς η κρίση έπαιρνε όλο και πιο καταιγιστικές διαστάσεις παγκοσμίως ήμουν όλο και λιγότερο ικανοποιημένος: ένιωθα πως υπήρχαν ακόμη πολλά να ειπωθούν, όχι εντελώς κοινότοπα ελπίζω, πράγμα που υπέκυψα τελικώς τελικώς στον πειρασμό να κάνω γράφοντας ένα πρόσθετο κείμενο με τίτλο «Το ψεύδος της οικονομίας και η τρίτη διατύπωση της καντιανής προσταγής». Μ’ ένα αίσθημα ανακούφισης εγκατέλειψα πλέον το βιβλίο στη φροντίδα του εκδότη του, όταν ήρθε αυτός εδώ ο καταιγισμός των γεγονότων μπροστά μας, δίπλα μας, που με αναγκάζει και πάλι να γράψω… Έχω ένα οδυνηρό αίσθημα, θέλω να σου πώ, ότι δεν μπορώ να τελειώσω το βιβλίο μου: γιατί η πραγματικότητα με την οποία υποτίθεται ότι αυτό το βιβλίο ήθελε να αναμετρηθεί αλλάζει δραματικά από μέρα σε μέρα, γιατί το παρόν εισβάλλει ακατάπαυστα εκεί που η σκέψη προσπαθεί ν’ αποστασιοποιήσει στιγμιαία τα γεγονότα στη διάσταση της «ιστορίας» προκειμένου να ασκηθεί η ίδια... Τίνος πράγματος είναι άραγε δείκτης αυτό το γεγονός;

            Μαντεύω ήδη τί μπορεί να σκέφτεσαι – γιατί το ίδιο, νομίζω, σκέφτομαι κι εγώ: είναι ακριβώς τα σημάδια μια περιόδου κατακλυσμιαίων ιστορικών αλλαγών, εκρηκτικών κρίσεων η οποία εγκυμονεί βαρυσήμαντες σημασίες και άγνωστες συνέπειες. Αλλάζω λοιπόν ακόμα μία φορά τον τίτλο σε Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα και υπόσχομαι να μην ξανασχοληθώ με αυτό το βιβλίο. Άλλες, πολύ πιο σοβαρές έγνοιες σκιάζουν τον ορίζοντα αυτή τη στιγμή και ζητούν την πιο τεταμένη εγρήγορσή μας. Τί πρόκειται να συμβεί στην Ευρώπη, όπου όλες οι ευαίσθητες κοινωνικές της δυνάμεις έχουν αυτή τη στιγμή τα μάτια στραμμένα στο ελληνικό παράδειγμα; Θα έρθει εκείνο που ήδη φοβούνται τα ανδρείκειλα που την κυβερνούν, εκείνο για το οποίο οι συνθήκες είναι απελπιστικά ώριμες σε ολόκληρο τον κόσμο; Και με τί θα μοιάζει αυτό; Θα υπάρχει ακόμα η δυνατότητα έλλογου προσανατολισμού μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου οι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης μοιάζουν από καιρό αχρηστευμένοι; Όταν το παρόν ξαναγίνεται στρόβιλος που έρχεται να σε συνεπάρει στη δίνη του, μόνον όποιος έχει μάθει να βλέπει κατάματα την άβυσσο έχει ίσως ελπίδες να φτάσει σε κάποια όχθη.

 

Με θερμούς χαιρετισμούς, και ευχές για τον δύσκολο χρόνο που έρχεται

 

 

15 Δεκεμβρίου 2008

 

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

 


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

μια διευκρίνιση:

Το κείμενο γράφτηκε για να δημοσιευτεί (και θα δημοσιευτεί) στο 12ο τεύχος του περιοδικού Πανοπτικόν που είναι υπό έκδοση (εξού και ο τίτλος του).


Αναγνώστες