από Βήχος Παναγιώτης
Το κλινικά και κοινωνιολογικά διαμορφωμένο βλέμμα του Ράιχ διέκρινε τη θεμελιακή συσχέτιση ανάμεσα στην αυταρχική καταπίεση των ορμών και τη φασιστική ιδεολογία. Ανάλυσε τις εξωτερικεύσεις, τη φρασεολογία, τα ηθικά σχήματα και τις ενέργειες του «χιτλερισμού» και ανακάλυψε σ’ αυτά τη μετατόπιση του σεξουαλικού φόβου σε ένα μυστικισμό που διαστρέφει την ικανότητα του ανθρώπου για ελευθερία σε έναν παράλογο μηχανισμό χρόνιας εξάρτησης.
Η «Μαζική ψυχολογία του φασισμού» του Βίλχελμ Ράιχ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933, εποχή που ο Χίτλερ πήρε την εξουσία, και το βιβλίο δε διαδόθηκε πλατιά: έγινε ανάγνωσμα των εκπατρισμένων και έτσι δεν άσκησε μεγάλη επίδραση. Κριτική του φασισμού (όχι μόνο του γερμανικού, αλλά της φασιστικής δομής γενικά) δε νοείται χωρίς τον Ράιχ. Το κλινικά και κοινωνιολογικά διαμορφωμένο βλέμμα του Ράιχ διέκρινε τη θεμελιακή συσχέτιση ανάμεσα στην αυταρχική καταπίεση των ορμών και τη φασιστική ιδεολογία. Ανάλυσε τις εξωτερικεύσεις, τη φρασεολογία, τα ηθικά σχήματα και τις ενέργειες του «χιτλερισμού» και ανακάλυψε σ’ αυτά τη μετατόπιση του σεξουαλικού φόβου σε ένα μυστικισμό που διαστρέφει την ικανότητα του ανθρώπου για ελευθερία σε έναν παράλογο μηχανισμό χρόνιας εξάρτησης. (1ον ΜΕΡΟΣ) |
Η ιδεολογία ως υλική δύναμη
1) Η διάσταση
Το γερμανικό επαναστατικό κίνημα πριν από τον Χίτλερ στηριζόταν στην οικονομική και κοινωνική θεωρία του Καρλ Μαρξ. Για να καταλάβουμε λοιπόν το γερμανικό φασισμό, θα πρέπει προηγουμένως να έχουμε καταλάβει το μαρξισμό.
Αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία, μπορούσε κανείς να διαπιστώσει, πως είχαν αρχίσει ν’ αμφιβάλουν, αν ήταν ή όχι ορθή η βασική αντίληψη του Μαρξ για το κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και εκείνοι, που για χρόνια τώρα είχαν αποδείξει έμπρακτα την επαναστατική τους προσήλωση και ετοιμότητα. Οι αμφιβολίες αυτές ξεκίνησαν από το καταρχήν ακατανόητο, αλλ’ αναμφισβήτητο γεγονός: ότι ο φασισμός, που από τη φύση του και τους σκοπούς του ήταν ο πιο ακραίος εκπρόσωπος της κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης, είχε πια γίνει παγκόσμιο φαινόμενο, και σε πολλές χώρες μάλιστα είχε υπερφαλαγγίσει φανερά κι αδιάψευστα το σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα. Το πρόβλημα γινόταν οξύτερο από το γεγονός, ότι το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ πιο έκδηλο στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες.
Το παγκόσμιο φούντωμα του εθνικισμού συνοδευόταν από την αποτυχία του εργατικού κινήματος. Και τούτο, σε μια φάση της σύγχρονης ιστορίας, που οι μαρξιστές τη χαρακτήριζαν «οικονομικά ώριμη για την ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής». Επιπρόσθετα, η αποτυχία αυτή αναρρίπιζε την πικρή ανάμνηση της αποτυχίας της Εργατικής Διεθνούς στις αρχές του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και της καταστολής του εργατικού κινήματος έξω από τη Ρωσία στα 1918-23. Έτσι, οι αμφιβολίες για την ορθότητα της μαρξικής θεωρίας ξεκινούσαν από γεγονότα βαρυσήμαντα. Αν λοιπόν ήταν δικαιολογημένες οι αμφιβολίες, αν ήταν πράγματι λανθασμένες οι βασικές αντιλήψεις του Μαρξ – τότε το εργατικό κίνημα χρειαζόταν ένα ριζικό αναπροσανατολισμό, αν ήθελε να πετύχει τους στόχους του. Αν όμως ήταν αβάσιμες οι αμφιβολίες, αν οι βασικές κοινωνιολογικές ιδέες του Μαρξ ήταν ορθές, τότε χρειαζόταν μια διεξοδική πολύπλευρη ανάλυση των αιτίων, που προκαλούσαν τις συνεχείς αποτυχίες του εργατικού κινήματος, και κάτι περισσότερο: Ήταν ανάγκη να φωτιστεί και να εξηγηθεί αυτή η νεότροπη μέσα στην ιστορία ομαδική κίνηση του φασισμού. Μόνο από μια τέτοια διασάφηση θα μπορούσε να προκύψει μια νέα επαναστατική πράξη.
Ασφαλώς δεν είχαμε να ελπίζουμε καμιά αλλαγή και καμιά βελτίωση, αν δεν ξεκαθαρίζαμε πρώτα το πρόβλημά μας. Ήταν ολοφάνερο, πως ούτε οι εκκλήσεις στην «επαναστατική ταξική συνείδηση» της εργατιάς, ούτε η τότε περιτρέχουσα μέθοδος της αυθυποβολής – κατά Κουέ! – που αποσκέπαζε τις ήττες και τύλιγε με αυταπάτες γεγονότα σοβαρά, μπορούσε να οδηγήσει στο σκοπό. Δεν ήταν δυνατό, να αρκείται κανείς με τη διαπίστωση, ότι το εργατικό κίνημα σημείωνε εδώ και κει κάποια «πρόοδο». Γιατί ο αποφασιστικός συντελεστής δεν είναι να υπάρχει πρόοδος, αλλά πόση πρόοδος υπάρχει σε σύγκριση με την παγκόσμια προέλαση της πολιτικής αντίδρασης.
Η νεαρή κίνηση της εργοδημοκρατικής γενετήσιας οικονομίας ενδιαφέρεται να ρίξει άπλετο φως σ’ αυτά τα προβλήματα, όχι μόνο επειδή μετέχει στον αγώνα για την κοινωνική ελευθερία γενικά, αλλά κυρίως επειδή η εκπλήρωση των στόχων της είναι άρρηκτα δεμένη με την εκπλήρωση των κοινωνικοπολιτικών στόχων της φυσικής εργοδημοκρατίας. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος, που ακριβώς συνυφαίνονται τα ειδικά γενετησιο-οικονομικά προβλήματα με τα γενικά κοινωνικά ζητήματα.
Σε πολλές γερμανικές συγκεντρώσεις γύρω στα 1930, διάφοροι επαναστάτες έξυπνοι και τίμιοι, παρ’ όλη την εθνικιστική και μεταφυσική νοοτροπία τους, όπως λόγου χάρη ο Όττο Στράσσερ, λέγαν στους κομμουνιστές: «Εσείς οι μαρξιστές αναφερόσαστε πάντοτε στις θεωρίες του Μαρξ. Ο Μαρξ όμως δίδασκε, ότι η θεωρία επαληθεύεται μόνο από την πράξη. Εσείς όμως προβάλλετε πάντοτε εξηγήσεις για τις ήττες της εργατικής Διεθνούς. Ο μαρξισμός σας απέτυχε: Για την ήττα στα 1914 έφταιγε η “αποστασία της Σοσιαλδημοκρατίας”, για το 1918, η “προδοτική πολιτική της” και οι αυταπάτες της. Και τώρα έχετε πάλι έτοιμες τις “εξηγήσεις” για το γεγονός, ότι στην παρούσα παγκόσμια κρίση οι μάζες στρέφονται δεξιά κι όχι αριστερά. Μα οι εξηγήσεις σας δεν αλλάζουν το γεγονός της ήττας. Πού λοιπόν στα τελευταία 80 χρόνια επαλήθεψε η πράξη τη θεωρία της κοινωνικής επανάστασης; Το βασικό σας λάθος είναι, ότι αρνιόσαστε την ψυχή και το πνεύμα ή το γελοιοποιείτε, και πάντως δεν το καταλαβαίνετε». Αυτά ή παρόμοια επιχειρήματα προβάλλανε διάφοροι επαναστάτες και οι μαρξιστές δεν ήξεραν τι να απαντήσουν. Σιγά σιγά φαινόταν ολοκάθαρα, ότι η πολιτική προπαγάνδα η «διαφώτιση των μαζών», δεν άγγιζε πια κανένα, εκτός από κείνους που ανήκαν κιόλας στο αριστερό μέτωπο, για τον απλούστατο λόγο, ότι η διαφώτιση αυτή δεν αναφερόταν σε τίποτε το συγκεκριμένο, αλλά μόνο στις οικονομικο-κοινωνικές διαδικασίες της κρίσης, (κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, οικονομική αναρχία κλπ.). Μα δεν έφτανε πια, να διαπιστώνεις τις υλικές ανάγκες, την πείνα φέρ’ ειπείν, γιατί αυτό το έκαναν όλα τα πολιτικά κόμματα, ακόμη και η εκκλησία. Έτσι, όταν πια είχε φτάσει στο κορύφωμά της η οξύτατη οικονομική κρίση και η απαθλίωση, κατατρόπωσε ο μυστικισμός του εθνικοσοσιαλισμού την οικονομική διδασκαλία του Μαρξ. Ήταν λοιπόν φανερό, πως υπήρχε ένα μεγάλο κενό στη διαφώτιση και στη σύνολοι αντίληψη του σοσιαλισμού, και το κενό αυτό ευθυνόταν για τα «πολιτικά σφάλματα». Η μαρξιστική εποπτεία της πολιτικής πραγματικότητας ήταν ελλειπτική. Και ναι μεν η διαλεκτική μέθοδος του ιστορικού υλισμού ενείχε όλες τις προϋποθέσεις αυτές έμειναν αχρησιμοποίητες. Για να το πούμε καθαρά ευθύς εξαρχής: οι μαρξιστές δεν είχαν συμπεριλάβει στην πολιτική τους πράξη τη χαρακτηρολογική δομή των μαζών και την κοινωνική επίδραση του μυστικισμού.
Όποιος από το 1917 περίπου ως τα 1933 είχε παρακολουθήσει και ζήσει ενεργά μέσα στην επαναστατική Αριστερά τη θεωρία και την πράξη του μαρξισμού, ήταν υποχρεωμένος να διαπιστώσει ότι ο μαρξισμός περιοριζόταν στις αντικειμενικές διαδικασίες της οικονομίας και στην πολιτική του κράτους. Ο λεγόμενος «υποκειμενικός παράγοντας» της ιστορίας, η ιδεολογία των μαζών, η εξέλιξή της και οι αντιφάσεις της, ούτε λαμβάνονταν καν υπόψη, κι όσο για κατανόηση, ουδείς λόγος! Και το χειρότερο: οι μαρξιστές δεν κατόρθωναν ν’ αξιοποιήσουν την ίδια τη μέθοδό τους του διαλεκτικού υλισμού, να τη διατηρούν ζωντανή, για να μπορούν να βλέπουν με νέο πάντα μάτι και να κατανοούν κάθε νέο κοινωνικό φαινόμενο, ακριβώς με τη βοήθεια αυτής της μεθόδου.
Δηλαδή, ο διαλεκτικός υλισμός δεν καλλιεργήθηκε, και δεν εφαρμόστηκε στα νέα ιστορικά φαινόμενα, αλλά ο φασισμός ήταν ένα τέτοιο φαινόμενο, τελείως άγνωστο στον Μαρξ και στον Ένγκελς, κι ο Λένιν δεν είχε προφτάσει να δει, παρά μόνο τα πρωταρχινίσματά του. Η αντιδραστική αντίληψη της πραγματικότητας παραβλέπει τις αντιφάσεις της και τις αληθινές καταστάσεις. Η αντιδραστική πολιτική χρησιμοποιεί αυτόματα τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις, που εναντιώνονται στην εξέλιξη. Και θα εξακολουθεί να το κατορθώνει αυτό μόνο, εφόσον η επιστήμη δεν ανακαλύπτει όλες τις επαναστατικές δυνάμεις, που πρέπει να νικήσουν τις αντιδραστικές.
Όπως θα δούμε παρακάτω, στην ομαδική βάση του φασισμού, δηλαδή στην ξεσηκωμένη μικροαστική τάξη, είχαν παρουσιαστεί όχι μόνο αντιδραστικές, αλλά και δραστηριότητες προοδευτικές κοινωνικές δυνάμεις. Οι μαρξιστές παράβλεψαν να επισημάνουν αυτή την αντίφαση. Όχι μόνο, αλλά αγνόησαν γενικά το μικροαστισμό και το ρόλο του σχεδόν ως τη στιγμή, που ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ.
Η επαναστατική πράξη, σ’ οποιαδήποτε περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης, αναβρύζει από μόνη της, όταν καταλαβαίνει κανείς τις αντιφάσεις μέσα σε κάθε νέα διαδικασία, οπότε συντάσσεται ακριβώς με τις δυνάμεις εκείνες, που θέλουν να πάνε μπροστά. Αυτό θα πει να είσαι ριζοσπάστης: «να πιάνεις τα πράγματα στη ρίζα τους», όπως παράγγελνε ο Καρλ Μαρξ. Αν λοιπόν πιάσουμε τα πράγματα στη ρίζα τους, αν καταλάβουμε την αντιφατική τους πρόβαση, τότε μπορούμε ασφαλώς να δαμάσουμε τα αντιδραστικά στοιχεία. Αλλιώς, θα αράξουμε απλώς, θέλοντας – μη θέλοντας – στη μηχανιστική αντίληψη, στον οικονομισμό, ή στη μεταφυσική, και πάμε αναγκαστικά χαμένοι. Επομένως έχει νόημα και πρακτική αξία η κριτική, όταν μπορεί να αποδείξει ποιες αντιφάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας παραβλέφτηκαν και πού. Η επαναστατική πράξη του Μάρξ δεν έγκειται βέβαια στο γεγονός ότι έγραψε προκηρύξεις, ή ότι πρότεινε επαναστατικούς στόχους, αλλά κυρίως ότι κατάλαβε, πως οι βιομηχανικές παραγωγικές δυνάμεις είναι η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής προόδου και περιέγραψε τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας σύμφωνα με την πραγματικότητα. Η αποτυχία του εργατικού κινήματος μας δείχνει, ότι δεν έχουμε ακόμη καταλάβει εντελώς, και μάλιστα σε ορισμένα κύρια σημεία αγνοούμε ολωσδιόλου, τις δυνάμεις εκείνες, που αναχαιτίζουν την κοινωνική πρόοδο.
Όπως συμβαίνει συνήθως με το έργο μεγάλων στοχαστών, έτσι και οι ιδέες του Μάρξ κατάντησαν κενοί τύποι και χάσαν το επιστημονικό-επαναστατικό τους περιεχόμενο στα χέρια των μαρξιστών πολιτικών. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν τόσο πολύ εμπλακεί στους καθημερινούς πολιτικούς αγώνες, ώστε δεν ήταν πια ικανοί ν’ αναπτύξουν παραπέρα τις αρχές μιας ζωντανής βιοθεωρίας, που τους είχαν κληρονομήσει ο Μάρξ και ο Ένγκελς. Αρκεί να πάρουμε το βιβλίο του Γερμανού κομμουνιστή Ζάουερλαντ Διαλεκτικός υλισμός ή οποιοδήποτε βιβλίο του Ζάλκιντ, του Πείκ και άλλων, και να τα συγκρίνουμε με το Κεφάλαιο του Μάρξ, ή με την Εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη του Ένγκελς, για να καταλάβουμε ότι η ζωντανή μέθοδος έχει καταντήσει τύπος, η επιστημονική έρευνα άκαμπτο σχήμα. Το «προλεταριάτο» της εποχής του Μάρξ είχε αναπτυχθεί στο μεταξύ σε τεράστια βιομηχανική εργατική τάξη, οι μικροεπαγγελματίες μικροαστοί σε πλήθος βιομηχανικών και κρατικών υπαλλήλων. Ο επιστημονικός μαρξισμός εκφυλίστηκε σε «αγοραίο μαρξισμό». Αυτό το όνομα δώσανε πολλοί εξαίρετοι μαρξιστές πολιτικοί στον οικονομισμό, που περιορίζει όλη τη ζωή και τα ενδιαφέροντα του ανθρώπου στο πρόβλημα της ανεργίας και στο μισθολόγιο.
Τούτος ο αγοραίος μαρξισμός είχε λοιπόν «αποφανθεί», ότι μια τόσο βαθιά οικονομική κρίση, όπως εκείνη του 1929-1933, έπρεπε να οδηγήσει κατ’ ανάγκην στην ανάπτυξη της αριστερής ιδεολογίας ανάμεσα στις χειμαζόμενες μάζες. Ακόμη και μετά την ήττα το Γενάρη του 1933, εξακολουθούσε να γίνεται λόγος στη Γερμανία για «επαναστατική έξαρση» - ενώ η πραγματικότητα έδειχνε αντίθετα, ότι παρ’ όλες τις προβλέψεις, η οικονομική κρίση είχε οδηγήσει στην ανάπτυξη μιας ακραίας δεξιάς ιδεολογίας ανάμεσα στις προλεταριακές μάζες. Υπήρχε λοιπόν διάσταση μεταξύ οικονομικής και ομαδικής ιδεολογίας. Η διάσταση αυτή αγνοήθηκε από τους αγοραίους μαρξιστές μας. Έτσι, κανείς τους δεν μπόρεσε να θέσει καν το ερώτημα: Πώς είναι δυνατό σ’ εποχή φτώχειας κι εξαθλίωσης να γίνονται οι μάζες εθνικιστικές; Συνθήματα, όπως λ.χ., «σωβινισμός», «ψύχωση», «αποτελέσματα της συνθήκης των Βερσαλιών», δεν εξηγούσαν καθόλου, ούτε αναχαίτιζαν βέβαια την τάση των μικροαστών, να προσχωρούν στην άκρα δεξιά σ’ εποχή εξαθλίωσης. Δείχναν απλώς, ότι εκείνοι που τα χρησιμοποιούσαν δεν είχαν καταλάβει την πραγματική διαδικασία. Γιατί επιπρόσθετα είχανε παραβλέψει, πως όχι μόνο οι μικροαστοί, μα και μεγάλα τμήματα του προλεταριάτου – όχι κατανάγκην τα χειρότερα – είχανε προσχωρήσει στην άκρα δεξιά. Παραβλέπαν επίσης ότι η αστοκρατία, προειδοποιημένη από την επιτυχία της ρωσικής επανάστασης, είχε λάβει νέα προληπτικά μέτρα (όπως το Σχέδιο – Ρούζβελτ, Νιού Ντήλ), που φαίνονταν παράδοξα τότε, ακριβώς επειδή δεν είχε κατορθώσει να τα καταλάβει, ούτε να τα αναλύσει το εργατικό κίνημα. Τέλος, είχε παραβλεφτεί το γεγονός, ότι ο φασισμός στο ξεκίνημά του, όταν είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε ομαδικό κίνημα, είχε στραφεί πρώτα πρώτα εναντίον της μεγαλοαστικής τάξης. Δεν μπορούσες λοιπόν να τον ξοφλήσεις με το χαρακτηρισμό «απλώς σωματοφυλακή του μεγάλου κεφαλαίου», αν μη τι άλλο, επειδή ήταν ομαδικό κίνημα.
Ο Μάρξ ξεκινούσε από τη βασική αντίληψη, ότι η εκμετάλλευση του εμπορεύματος «εργατική δύναμη» και η συγκέντρωση του κεφαλαίου σ’ ελάχιστα χέρια συμβαδίζουν με την εξαθλίωση της πλειοψηφίας της εργαζόμενης ανθρωπότητας. Από την οικονομική αυτή διαδικασία ο Μάρξ έβγαζε το συμπέρασμα, πως ήταν αναγκαία η «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Σύμφωνα με την αντίληψή του, οι παραγωγικές δυνάμεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας «διαρρηγνύουν» τα πλαίσια του τρόπου παραγωγής. Η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και σφετερισμού των προϊόντων από το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί να λυθεί μόνο, αν εξομοιωθεί ο τρόπος παραγωγής με τις παραγωγικές δυνάμεις. Στην κοινωνική παραγωγή πρέπει να προστεθεί και η κοινωνική οικειοποίηση των προϊόντων. Πρώτη πράξη αυτής της ανακατάταξης είναι η κοινωνική επανάσταση. Αυτό είναι το βασικό οικονομικό αξίωμα του μαρξισμού. Η ανακατάταξη αυτή μπορεί να συντελεστεί μόνο όταν η εξαθλιωμένη πλειοψηφία εγκαθιδρύσει τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή τη δικτατορία της πλειοψηφίας των παραγωγών πάνω στη μειοψηφία των απογυμνωμένων πια κατόχων των μέσων παραγωγής.
Οι οικονομικές προϋποθέσεις της κοινωνικής επανάστασης είχαν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη θεωρία του Μάρξ: το κεφάλαιο ήταν συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια, η εξέλιξη της εθνικής οικονομίας σε παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε οξύτατη αντίφαση με το δασμολογικό σύστημα των διαφόρων κρατών, η κεφαλαιοκρατική οικονομία έφτανε μόλις το ήμισυ της παραγωγικής της ικανότητας και είχε πια φανερώσει ολοκάθαρα τον αναρχικό της χαρακτήρα. Η πλειοψηφία του πληθυσμού των βιομηχανικά προηγμένων χωρών ήταν εξαθλιωμένη, γύρω στα 50 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι στην Ευρώπη μόνο, εκατοντάδες εκατομμύρια παραγωγοί λιμοκτονούσαν. Όμως η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών δεν πραγματοποιήθηκε. Αντίθετα από τις προβλέψεις μάλιστα, στο σταυροδρόμι: «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» η εξέλιξη έπαιρνε, προς το παρόν, το δρόμο της βαρβαρότητας. Γιατί, τι άλλο ήταν το παγκόσμιο δυνάμωμα του φασισμού και η εξασθένηση του εργατικού κινήματος; Όποιοι πίστευαν ακόμη πως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα κατέληγε ασφαλώς σε επανάσταση, όποιοι δηλαδή επαναπαύονταν στην ιδέα πως οι εξοπλισμένες μάζες θα γύριζαν τα όπλα τους εναντίον του εσωτερικού εχθρού, αυτοί δεν είχαν παρακολουθήσει την εξέλιξη της νέας πολεμικής τεχνικής. Δεν μπορούσε να απορρίψει κανείς εκ των προτέρων τη διάχυτη άποψη, ότι στον ερχόμενο πόλεμο ήταν μάλλον απίθανο να εξοπλιστούν οι μεγάλες μάζες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα στρέφονταν εναντίον του άμαχου πληθυσμού στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, και θα τις εκτελούσαν ορισμένοι έμπιστοι και διαλεγμένοι τεχνικοί του πολέμου. Γι’ αυτό, προϋπόθεση μιας νέας επαναστατικής πράξης ήταν να προσαρμόσουμε τη σκέψη μας και τους υπολογισμούς μας στα νέα δεδομένα. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δικαίωσε αυτούς τους φόβους.
2. Οικονομική και ιδεολογική δομή της γερμανικής κοινωνίας 1928-1933
Λογικό είναι να περιμένει κανείς, πως οι οικονομικά εξαθλιωμένες εργατικές μάζες συνειδητοποιούν με οξύτητα την κοινωνική τους κατάσταση, πως ωριμάζει εντός τους η βούληση να καταργήσουν την κοινωνική κακοδαιμονία, πως ο εργαζόμενος μέσα σε ανυπόφορες κοινωνικές συνθήκες θα αγανακτήσει και θα συλλογιστεί: «Είμαι ένας υπεύθυνος φορέας της κοινωνικής εργασίας. Απάνω μου κι απάνω στους ομοιούς μου στηρίζεται το καλό και το κακό της κοινωνίας. Αναλαμβάνω λοιπόν την ευθύνη της εργασίας μου». Στην περίπτωση αυτή, ο συλλογισμός )η «συνείδηση») του εργάτη θ’ ανταποκρινόταν στην κοινωνική του κατάσταση. Οι μαρξιστές ονομάζουν αυτή την ανταπόκριση «ταξική συνείδηση». Εμείς θα την ονομάσουμε «επαγγελματική συνείδηση» ή «συνείδηση της κοινωνικής ευθύνης». Η διάσταση λοιπόν ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση και την επίγνωσή της σημαίνει, ότι οι εργαζόμενες μάζες, αντί να διορθώσουν την κατάστασή τους, τη χειροτερεύουν. Οι εξαθλιωμένες μάζες ήταν αυτές ακριβώς, που βοήθησαν την ακραία πολιτική αντίδραση, το φασισμό ν’ ανεβεί στην εξουσία. Το πρόβλημα που θα μας απασχολήσει εδώ είναι: ο ρόλος της ιδεολογίας, η συναισθηματική συμπεριφορά των μαζών ως ιστορικός συντελεστής, ο «αντίκτυπος της ιδεολογίας πάνω στην οικονομική βάση». Αν η εξαθλίωση των μαζών δεν οδήγησε στην ανατροπή των πραγμάτων, δηλαδή στην κοινωνική επανάσταση, αν από την οικονομική κρίση ξεπήδησαν ιδεολογίες αντεπαναστατικές – τότε η εξέλιξη της ομαδικής ιδεολογίας στα κρίσιμα εκείνα χρόνια αναχαίτισε την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», «την επαναστατική λύση της αντίφασης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις του μονοπωλιακού κεφαλαιοκρατισμού και του τρόπου της παραγωγής του», για να μιλήσουμε μαρξιστικά.
Η ταξική διάρθρωση στη Γερμανία (σύμφωνα με τον Κούνικ: Δοκίμιο διαπίστωσης της κοινωνικής διάρθρωσης του γερμανικού πληθυσμού. Η Διεθνής 1928, Ανέλεκτα Λεντς: Προλεταριακή πολιτική, Διεθνής Εργατική Έκδοση, 1931) παρουσίασε την εξής εικόνα:
Κι αν ακόμη λογαριάσουμε, πως πολλοί μεσοαστοί ψηφίσαν αριστερά κόμματα και αντίθετα πολλοί εργάτες δεξιά κόμματα, πάλι μας κάνει εντύπωση το γεγονός, ότι οι παραπάνω υπολογισμοί μας σχετικά με την ιδεολογική δομή συμφωνούν περίπου με τα αποτελέσματα των εκλογών του 1933: κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες είχανε πάρει συνολικά 12 έως 13 εκατομμύρια ψήφους. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα (NSDAP) και το εθνικο-γερμανικό κόμμα μαζί περίπου 19 έως 20 εκατομμύρια ψήφους. Αυτό θα πει ότι τελικά ο αποφασιστικός συντελεστής της πολιτικής αλλαγής δεν ήταν η οικονομική κατάσταση αλλά η ιδεολογική διάρθρωση. Έτσι ο πολιτικός ρόλος των μικροαστικών τάξεων ήτανε πολύ σπουδαιότερος απ’ όσο τον είχαν υπολογίσει.
Την εποχή της ραγδαίας πτώσης της γερμανικής οικονομίας κερδίζει αλματικά το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα τις μεγάλες επιτυχίες του: από τις 800.000 ψήφους το καλοκαίρι του 1928 φτάνει στα 6,4 εκατομμύρια το φθινόπωρο του 1930, στα 13 εκατομμύρια το καλοκαίρι του 1932 και στα 17 εκατομμύρια το Γενάρη του 1933. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό του Γαίγκερ (Χίτλερ, Ρότερ Άουφμπάου(1), Οκτώβρης 1930) στα 6,4 εκατομμύρια των εθνικοσοσιαλιστικών ψήφων συγκαταλέγονταν κιόλας τρία περίπου εκατομμύρια ψήφοι εργαζόμενων και μάλιστα 60-70 τοις εκατό υπαλλήλων και 30-40 τοις εκατό εργατών βιομηχανίας.
Το πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η κοινωνιολογική διαδικασία, το διατύπωσε όσο ξέρω τουλάχιστον, με τη μεγαλύτερη ενάργεια ο Καρλ Ράντεκ, ήδη στα 1930 μετά το πρώτο άλμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος έγραφε:
«Δεν ξέρουμε τίποτε παρόμοιο στην ιστορία των πολιτικών αγώνων, ιδίως σε μια χώρα με πολύ παλιούς πολιτικούς διαφορισμούς, όπου κάθε νέο κόμμα πρέπει ν’ αγωνιστεί πολύ σκληρά για να κατακτήσει μια θέση πλάι στα παλιά κόμματα. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι για το κόμμα τούτο, που παίρνει τη δεύτερη θέση στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, τίποτε δεν έχει γραφεί ως τα τώρα, ούτε στην αστική ούτε στη σοσιαλιστική φιλολογία. Είναι ένα κόμμα χωρίς ιστορία, που υψώνεται ξαφνικά μέσα στην πολιτική ζωή της Γερμανίας, όπως αναδύεται ξάφνου καταμεσής στη θάλασσα ένα νησί ξεπεταγμένο από ηφαίστειες δυνάμεις» (Γερμανικές εκλογές, Ρότερ Άουφμπαου, Οκτώβρης 1930)
Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου, πως κι αυτό το νησί έχει την ιστορία του και την εσωτερική λογική του. Η απάντηση στο μαρξικό δίλημμα: «οπισθοδρόμηση στη βαρβαρότητα» ή «άνοδος στο σοσιαλισμό» εξαρτάται, σύμφωνα με τους συλλογισμούς μας, από τούτο: αν δηλαδή η ιδεολογική δομή στις κυριαρχούμενες μάζες συμπίπτει με την οικονομική τους κατάσταση ή αν διαφέρει, είτε επειδή οι μάζες υπομένουν παθητικά την εκμετάλλευση, όπως στις μεγάλες ασιατικές κοινωνίες, είτε επειδή η ιδεολογία της πλειοψηφίας των καταδυναστευμένων είναι είναι αντίθετη από την οικονομική τους κατάσταση, όπως σήμερα στη Γερμανία.
Το βασικό πρόβλημα λοιπόν είναι, τι καθορίζει τη διάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, και εμποδίζει τη συμφωνία της οικονομικής κατάστασης και της ψυχικής ομαδικής δομής. Πρέπει άρα να καταλάβουμε τη φύση της δομής αυτής και τη σχέση της με την οικονομική βάση, απ’ όπου ξεπήδησε.
Για να το κατορθώσουμε, θα πρέπει ν’ απελευθερωθούμε πρώτα από τις αγοραίες μαρξιστικές αντιλήψεις, που δε μας αφήνουν να καταλάβουμε το φασισμό. Ιδού ποιές είναι οι κυριότερες: Ο αγοραίος μαρξισμός χωρίζει σχηματικά τον οικονομικό βίο από το γενικό κοινωνικό βίο και πρεσβεύει πως η «ιδεολογία» και η «συνείδηση» των ανθρώπων καθορίζονται αποκλειστικά και άμεσα από τον οικονομικό βίο. Έτσι καταλήγει σε μια μηχανιστική αντιπαράταξη οικονομίας και ιδεολογίας, «υποδομής» και «εποικοδομήματος». Εξαρτά σχηματικά και μονόπλευρα την ιδεολογία από την οικονομία και παραβλέπει, πως και η εξέλιξη της οικονομίας εξαρτάται από την ιδεολογία. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται καθόλου το πρόβλημα του «αντίκτυπου της ιδεολογίας». Αν και παραδέχεται τώρα πια την «καθυστέρηση του υποκειμενικού παράγοντα», όπως την εννοούσε ο Λένιν, δεν μπορεί να δαμάσει πρακτικά αυτή την καθυστέρηση, επειδή προηγουμένως έβλεπε μονόπλευρα τον υποκειμενικό παράγοντα σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κατάστασης, χωρίς να εξετάζει πρώτον, μήπως οι αντιφάσεις της οικονομίας οφείλονταν στην ιδεολογία και, δεύτερον, χωρίς να καταλαβαίνει, ότι η ιδεολογία είναι ιστορική δύναμη.
Πράγματι, δε θέλει καθόλου να καταλάβει τη δομή και το δυναμισμό της ιδεολογίας, τα σβήνει με μια μονοκοντυλιά σαν «ψυχολογία» «αντιμαρξιστική». Έτσι παραμελεί τον υποκειμενικό παράγοντα, τη λεγόμενη «ψυχική ζωή» μέσα στην ιστορία, κι αφήνει το χειρισμό τους στο μεταφυσικό ιδεαλισμό της πολιτικής αντίδρασης στους Τζεντίλε και τους Ρόζενμπεργκ, που πρεσβεύουν ότι μόνο το «πνεύμα» και η «ψυχή» κινούν την ιστορία – θεωρία που, παραδόξως, τους εξασφαλίζει από πάνω και τεράστια επιτυχία. Ωστόσο, την παραμέληση αυτής της πλευράς της κοινωνιολογίας, ο ίδιος ο Μαρξ την είχε επιρρίψει από τότε στον υλισμό του 18ου αιώνα. Αλλά ο αγοραίος μαρξιστής θεωρεί την ψυχολογία αυτή καθαυτή σαν ένα εξυπαρχής μεταφυσικό σύστημα, και δεν του περνάει από το νου να χωρίσει το μεταφυσικό χαρακτήρα της αντιδραστικής ψυχολογίας από τα βασικά στοιχεία της, αυτά που μας πορίζει η επαναστατική ψυχολογική έρευνα, και που πρέπει να συνεχίσουμε την ανάπτυξή τους. Αντί να ασκήσει δημιουργική κριτική, απορρίπτει απλώς, και αισθάνεται πολύ «υλιστής», όταν αποκρούει ως «ιδεαλιστικά» κάτι δεδομένα σαν την «ορμή», την «ανάγκη» ή την «ψυχική διαδικασία». Έτσι μπλέκεται σε μεγάλες δυσκολίες και εισπράττει μόνο αποτυχίες, επειδή στην κοινωνική πράξη είναι υποχρεωμένος να ασκεί, απροϋπόθετα, μια πρακτική ψυχολογία, να μιλάει για τις «ανάγκες των μαζών», για «επαναστατική συνείδηση», για «απεργιακή βούληση» κλπ.
Έτσι, όσο αρνιέται την ψυχολογία, τόσο καταντά να ασκεί ο ίδιος ένα μεταφυσικό ψυχολογισμό, και ακόμη χειρότερα, κάτι σαν ένα στείρο κουεϊσμό, όταν λ.χ. εξηγεί μια ιστορική κατάσταση με την «ψύχωση Χίτλερ» ή όταν καθησυχάζει τις μάζες παροτρύνοντάς τες να του έχουν εμπιστοσύνη, ότι τα πράγματα προχωρούν παρ’ όλα αυτά και η επανάσταση δεν πρόκειται ποτέ να συντριφτεί, κλπ. Στο τέλος καταντάει να γεμίζει τις μάζες με πλαστό θάρρος, χωρίς να έχει τίποτε ουσιαστικό να πει για την κατάσταση, χωρίς να καταλαβαίνει καθόλου τι έχει συμβεί. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ποτέ αδιέξοδη κατάσταση για την πολιτική αντίδραση, ότι μια οξεία οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει στη βαρβαρότητα κι όχι στην κοινωνική ελευθερία, αυτό είναι και θα μείνει για τον αγοραίο μαρξιστή βιβλίο εφτασφράγιστο. Αντί να αντλήσει τις θεωρίες και την πράξη από την πραγματικότητα, μεταπλάθει στη φαντασία του την πραγματικότητα, για να συμφωνεί με τους ευσεβείς του πόθους.
Η πολιτική μας ψυχολογία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από τη διερεύνηση αυτού του «υποκειμενικού παράγοντα της ιστορίας», τη διερεύνηση της χαρακτηρολογικής δομής των ανθρώπων μιας ορισμένης εποχής και της ιδεολογικής δομής της κοινωνίας τους. Δεν αντιτάσσεται στη μαρξιστική κοινωνιολογία, όπως λ.χ. η αντιδραστική ψυχολογία και η ψυχολογιστική οικονομία, προβάλλοντάς της μια «ψυχολογική αντίληψη» του κοινωνικού βίου, αλλά εντάσσεται, σ’ ένα ορισμένο σημείο, στη μαρξική θεωρία, που εξαρτά τη συνείδηση από τον κοινωνικό βίο. Η φράση του Μαρξ, ότι η «ύλη» (το Είναι) μεταβάλλεται μέσα στο νου του ανθρώπου σε «ιδέα», κι όχι αντίστροφα, αφήνει ανοιχτά δύο ερωτήματα: πρώτον, πώς συμβαίνει αυτό; Τι γίνεται μέσα «στο κεφάλι του ανθρώπου»; Δεύτερο, πώς επιδρά αυτή η «συνείδηση» (εφεξής θα την ονομάζουμε «ψυχική δομή») πάνω στην οικονομική διαδικασία; Αυτό το χάσμα γεμίζει η χαρακτηροαναλυτική ψυχολογία, αποκαλύπτοντας τη διαδικασία μέσα στην ψυχική ζωή του ανθρώπου, που καθορίζεται από τις συνθήκες του βίου του. Μ’ αυτό τον τρόπο συλλαμβάνει τον «υποκειμενικό παράγοντα», που δεν τον αντιλαμβάνεται ο μαρξιστής. Η πολιτική ψυχολογία έχει λοιπόν ένα αυστηρά καθορισμένο μέλημα. Δεν μπορεί βέβαια να εξηγήσει τη γένεση της ταξικής κοινωνίας ή τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο της παραγωγής (όταν επιχειρεί κάτι τέτοιο, προκύπτει κατά κανόνα κάποια αντιδραστική ανοησία, όπως π.χ. ότι ο κεφαλαιοκρατισμός είναι μια εκδήλωση της πλεονεξίας του ανθρώπου). Όμως μόνο η πολιτική ψυχολογία – κι όχι η κοινωνική οικονομία – έχει την ικανότητα να ερευνήσει, πώς είναι διαρθρωμένος ο ανθρώπινος χαρακτήρας μιας ορισμένης εποχής, πώς σκέφτεται, πώς δρα, πώς προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στο βίο του. Εξετάζει βέβαια μόνο τον καθέκαστο άνθρωπο. Όταν όμως εξειδικεύεται στη διερεύνηση των τυπικών ψυχικών φαινομένων, που είναι κοινά σ’ ένα κοινωνικό στρώμα, σε μια τάξη ή επαγγελματική ομάδα και παραμερίζει τις ατομικές διαφορές, τότε γίνεται ομαδική ψυχολογία.
Αφετηρία της είναι ο ίδιος ο Μαρξ:
«Οι προϋποθέσεις με τις οποίες αρχίζουμε δεν είναι τίποτε αυθαιρεσίες, ούτε δόγματα, είναι πραγματικές προϋποθέσεις, που δεν μπορεί κανείς να τις αφαιρέσει παρά μόνο μέσα στη φαντασία του. Είναι τα πραγματικά άτομα, η δράση τους και οι υλικές βιοτικές τους συνθήκες, τόσο οι προϋπάρχουσες, όσο και οι δημιουργημένες από τη δράση τους».
Γερμανική Ιδεολογία, Ι)
«Ο άνθρωπος είναι ο ίδιος η βάση της υλικής του παραγωγής, όπως και κάθε άλλης ασχολίας του. Ολες οι περιστάσεις άρα που επηρεάζουν τον άνθρωπο, το υποκείμενο της παραγωγής, τροποποιούν λίγο πολύ όλες τις λειτουργίες του ως δημιουργού του υλικού πλούτου, των εμπορευμάτων. Απ’ αυτή τη σκοπιά μπορεί ν’ αποδειχτεί πράγματι, ότι όλες οι ανθρώπινες σχέσεις και λειτουργίες, αδιάφορο πώς και πότε παρουσιάζονται, επηρεάζουν την υλική παραγωγή και επενεργούν επάνω της λίγο πολύ προσδιοριστικά !)».
(Θεωρίες για την υπεραξία, 1905, σελ. 388 κεξ)
Δε λέμε λοιπόν τίποτε καινούργιο και δεν αναθεωρούμε τον Μαρξ, όπως μας κατηγόρησαν τόσο συχνά: «Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις», «όλες» - σ’ αυτές ανήκουν και οι συνθήκες της εργασίας, καθώς επίσης και οι πιο προσωπικές και οι πιο ατομικές και τα υψηλότερα έργα της ορμέμφυτης ζωής και της διάνοιας του ανθρώπου: επομένως και η γενετήσια ζωή των γυναικών και των εφήβων και των παιδιών, καθώς και η θέση της κοινωνιολογικής έρευνας αυτών των σχέσεων και η εφαρμογή της σε νέα κοινωνικά προβλήματα. Ο Χίτλερ κατόρθωσε να κάνει ιστορία μ’ ένα ορισμένο είδος απ’ αυτές τις «ανθρώπινες σχέσεις», ιστορία που δεν εξαλείφεται με κοροϊδίες. Ο Μαρξ δεν ήταν δυνατό να αναπτύξει τη γενετήσια κοινωνιολογία, γιατί δεν υπήρχε τότε γενετήσια επιστήμη (αφροδισιολογία). Εκείνο που προέχει λοιπόν σήμερα είναι να προσθέσουμε στο οικοδόμημα της κοινωνιολογίας όχι μόνο τις οικονομικές σχέσεις, αλλά και τις γενετησιο-οικονομικές, και να καταστρέψουμε την ηγεμονία των μυστικιστών και των μεταφυσικών σ’ αυτό το πεδίο. Όταν μια «ιδεολογία αντεπιδρά πάνω στην οικονομική διαδικασία», θα πει ότι έχει γίνει υλική δύναμη. Όταν μια ιδεολογία γίνεται υλική δύναμη, μόλις πιάσει ρίζα στις μάζες, θα πρέπει ν’ αναρωτηθούμε: με ποιο τρόπο γίνεται αυτό; Πώς είναι δυνατό να επενεργεί υλικά ένα ιδεολογικό δεδομένο, δηλαδή μια θεωρία ν’ αναστατώνει την ιστορία; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ζήτημα της αντιδραστικής ομαδικής ψυχολογίας, δηλαδή της εξόντωσης της «ψύχωσης Χίτλερ».
Η ιδεολογία κάθε κοινωνικού σχήματος δεν αντικαθρεφτίζει απλώς την οικονομική πρόβαση αυτής της κοινωνίας, αλλ’ έχει και μιαν άλλη λειτουργία: να ριζώσει τη διαδικασία αυτή στην ψυχική δομή των ανθρώπων. Οι άνθρωποι υποτάσσονται στις συνθήκες του βίου τους με δύο τρόπους: απευθείας, με την άμεση επίδραση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, και έμμεσα χάρη στην ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας. Επομένως, δημιουργείται μέσα στην ψυχική δομή των ανθρώπων μια αντίφαση, ομόλογη με την αντίφαση ανάμεσα στην επίδραση που ασκεί στη ζωή τους η υλική τους κατάσταση αφενός και η ιδεολογική διάρθρωση της κοινωνίας αφετέρου. Ο εργάτης λόγου χάρη είναι έκθετος τόσο στις συνθήκες της δουλειάς του, όσο και στη γενική ιδεολογία της κοινωνίας. Επειδή όμως οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αντικείμενα αυτών των επιδράσεων, αλλά και τις αναπαράγουν σαν ενεργά όντα (υποκείμενα), θα πρέπει η σκέψη τους και η δράση τους να είναι εξίσου αντιφατικές, όπως και η κοινωνία που τις γεννά. Όταν μια κοινωνική ιδεολογία μεταπλάθει την ψυχική δομή του ανθρώπου, ο άνθρωπος δεν αναπαράγει απλώς εντός του την ιδεολογία εκείνη, αλλά, πράγμα σπουδαιότερο: με τη μορφή του συγκεκριμένου αυτού ανθρώπου, που έχει αλλάξει πια και δρα αντιφατικά, η κοινωνική ιδεολογία έχει πια γίνει ενεργή δύναμη, υλική εξουσία. Μ’ αυτό τον τρόπο και μόνο μ’ αυτόν είναι δυνατό ν’ αντεπιδράσει η ιδεολογία μιας κοινωνίας πάνω στην οικονομική βάση, που τη γέννησε. Ο «αντίκτυπος» χάνει πια τον φαινομενικά μεταφυσικό ή ψυχολογιστικό χαρακτήρα του, όταν μπορέσουμε να τον αντιληφθούμε σαν τη λειτουργία της χαρακτηροδομής του κοινωνικά ενεργού ανθρώπου.
Τότε γίνεται αντικείμενο της φυσικοεπιστημονικής χαρακτηρολογικής έρευνας. Η διαπίστωση ότι η «ιδεολογία» μεταβάλλεται με αργότερο ρυθμό από την οικονομική βάση, διατυπώνεται εδώ με ορισμένη ακρίβεια. Οι χαρακτηρολογικές δομές, που ανταποκρίνονται σ΄ορισμένες ιστορικές καταστάσεις, διαμορφώνονται, στα κύρια γνωρίσματά τους, στην πρώτη παιδική ηλικία κι έχουν πολύ πιο συντηρητικό χαρακτήρα από τις τεχνικές παραγωγικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα είναι, ότι με το πέρασμα του χρόνου οι ψυχικές δομές μένουν πίσω, δεν παρακολουθούν την εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων που τις γέννησαν και που εξακολουθούν να εξελίσσονται γοργά, κι έτσι έρχονται σε σύγκρουση με τις κατοπινές μορφές της ζωής. Αυτό είναι το βασικό γνώρισμα στην ουσία της λεγόμενης «παράδοσης», δηλαδή της αντίφασης ανάμεσα στην παλιά και τη νέα κοινωνική κατάσταση.
Είδαμε πάρα πάνω ότι η οικονομική και η ιδεολογική κατάσταση στις μάζες δε συμπίπτουν αναγκαστικά, και μάλιστα ότι μπορεί να υπάρχει μεταξύ τους μεγάλη διάσταση. Η οικονομική κατάσταση δε μετατρέπεται άμεσα και απευθείας σε πολιτική συνείδηση. Αλλιώς, η κοινωνική επανάσταση θα είχε γίνει προ πολλού. Εξαιτίας αυτής της διάστασης ανάμεσα στην κοινωνική κατάσταση και στην κοινωνική συνείδηση, η έρευνα της κοινωνίας πρέπει να είναι διττή: παρά το γεγονός ότι η δομή απορρέει από τον οικονομικό βίο, η οικονομική κατάσταση πρέπει να εξεταστεί με άλλη μέθοδο από τη χαρακτηρολογική δομή. Στην οικονομική κατάσταση θα εφαρμόσουμε τη μέθοδο της κοινωνικο-οικονομικής έρευνας, στη χαρακτηρολογική δομή τη μέθοδο της βιοψυχολογικής έρευνας. Για να μεταχειριστούμε ένα απλό παράδειγμα: αν εργάτες, που λιμοκτονούν εξαιτίας χαμηλών ημερομισθίων, απεργήσουν ή κλέψουν ψωμί, οι πράξεις τους αυτές απορρέουν απευθείας από την οικονομική τους κατάσταση. Η απεργία ή η κλοπή, λόγω εκμετάλλευσης και πείνας, δε χρειάζεται άλλες ψυχολογικές εξηγήσεις. Στην περίπτωση αυτή η ιδεολογία και η δράση ανταποκρίνονται στην οικονομική πίεση. Οικονομική κατάσταση και ιδεολογία συμπίπτουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντιδραστική ψυχολογία επιχειρεί να εξηγήσει τα δήθεν άλογα αίτια της απεργίας και της κλοπής, πράγμα που οδηγεί πάντοτε σε αντιδραστικές ερμηνείες.
Για την κοινωνική ψυχολογία το ζήτημα είναι ακριβώς αντίστροφο: εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί, δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί ο εξανδραποδισμένος, αλλά γιατί η πλειοψηφία των πεινασμένων δεν κλέβει και δεν απεργεί η πλειοψηφία των εξανδραποδισμένων. Η κοινωνικο-οικονομική επιστήμη μπορεί επομένως να εξηγήσει ικανοποιητικά ένα κοινωνικό φαινόμενο, όταν η ανθρώπινη νόηση και πράξη υπηρετούν έναν έλλογο σκοπό, δηλαδή την ικανοποίηση της ανάγκης, και εκφράζουν συγχρόνως άμεσα την οικονομική κατάσταση. Αποτυχαίνει όμως, όταν η νόηση και η δράση των ανθρώπων βρίσκονται σε αντίφαση με την οικονομική κατάσταση, με άλλα λόγια, όταν είναι άλογες. Ο αγοραίος μαρξισμός και ο οικονομισμός, που δεν αναγνωρίζουν την ψυχολογία, τα χάνουν όταν αντιμετωπίζουν αυτή την αντίφαση. Όσο πιο μηχανιστικός και οικονομοκρατούμενος είναι ο προσανατολισμός του κοινωνιολόγου, όσο λιγότερο γνωρίζει την ανθρώπινη δομή, τόσο περισσότερο θα πάρει το σχήμα επιφανειακού ψυχολογισμού ή ομαδική του διαφώτιση. Αντί να μαντέψει την αντίφαση μέσα στην ψυχή του αγελαίου ανθρώπου και να προσπαθήσει να την παραμερίσει, καταφεύγει σ’ ένα στείρο κουεϊσμό, ή εξηγεί το φασιστικό κίνημα σε μια «ομαδική ψύχωση». (σ. σ. Μια και ο οικονομολόγος δε γνωρίζει, ούτε αναγνωρίζει τις «ψυχικές διαδικασίες» η «ομαδική ψύχωση» δεν είναι γι’ αυτόν, όπως είναι για μας, ένα τεράστιο ιστορικά βαρυσήμαντο κοινωνικό φαινόμενο, αλλ’ απλώς ένα ασήμαντο αμελητέο Τίποτα). Τα προβλήματα της ομαδικής ψυχολογίας επομένως αρχίζουν ακριβώς από το σημείο εκείνο, όπου αστοχεί η άμεση κοινωνικο-οικονομική ερμηνεία. Μήπως αυτό σημαίνει, πως η ομαδική ψυχολογία παίρνει αντίθετη θέση από την κοινωνική οικονομολογία; Όχι. Γιατί η άλογη και αντιφατική νόηση και συμπεριφορά των μαζών σήμερα οφείλεται σε μια προηγούμενη κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Η ανάσχεση της κοινωνικής συνείδησης εξηγείται συνήθως με τη λεγόμενη «παράδοση». Αλλά κανείς ως τα τώρα δεν έκανε τον κόπο να ερευνήσει, τι είναι αυτή η «παράδοση», πως επενεργεί μέσα στον ψυχισμό του ανθρώπου, τι λογής ψυχικά φαινόμενα την εκφράζουν. Ο οικονομισμός έχει ως τα τώρα παραβλέψει, ότι το κύριο ζήτημα δεν είναι να έχει ή ν’ αποκτήσει ο εργαζόμενος τη συνείδηση της κοινωνικής του ευθύνης, (αυτό εξυπακούεται!). Το κύριο ζήτημα είναι: τι αναστέλλει, τι αναχαιτίζει τη συνειδητοποίηση της κοινωνικής ευθύνης.
Η άγνοια της χαρακτηρικής δομής των μαζών καταλήγει συνεχώς σε άγονους προβληματισμούς και στείρες ερμηνείες. Οι κομμουνιστές αποδίδαν, π.χ., την κατάληψη της εξουσίας από το φασισμό στην παραπλανητική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας. Η εξήγηση αυτή μας έφερε σε αδιέξοδο, επειδή ακριβώς κύριο γνώρισμα της σοσιαλδημοκρατίας ήταν ότι καλλιεργούσε τις αυταπάτες. Άρα η ερμηνεία τούτη δεν οδηγεί σε νέα πολιτική πράξη. Εξίσου άγονη είναι η άλλη εκείνη, που πρεσβεύει ότι η πολιτική αντίδραση «συσκότισε», «παραπλάνησε» και «υπνώτισε» τις μάζες με το πρόσωπο του φασισμού. Αλλ’ αυτή ακριβώς είναι και θα είναι πάντοτε η λειτουργία του φασισμού. Κάτι τέτοιες ερμηνείες άρα δεν ανοίγουν κανένα νέο δρόμο. Η πείρα μας διδάσκει, ότι αυτού του είδους οι χιλιοειπωμένες «αποκαλύψεις» δεν συγκινούν ούτε πείθουν τις μάζες. Άρα, δεν αρκεί η κοινωνική και οικονομική έρευνα και οι ερμηνείες της. Δεν είναι λοιπόν λογικό να ρωτήσουμε: τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στις ίδιες τις μάζες, που τις έκανε να μη μπορούν και να μη θέλουν να καταλάβουν τη λειτουργία του φασισμού; Η συνηθισμένη τυπική απόφανση «Οι εργάτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν…» ή «Δεν καταλάβαμε ότι…» δεν εξυπηρετεί κανένα και τίποτε. Γιατί, λοιπόν, δε συνειδητοποιούν οι εργάτες, και γιατί δεν καταλάβαμε; Εξίσου άγονη ήταν και η θέση του ζητήματος στη διένεξη της δεξιάς και της αριστεράς του εργατικού κινήματος. Οι δεξιοί υποστήριζαν πώς οι εργάτες δε θέλανε να αγωνιστούν, οι αριστεροί ανταπαντούσαν πώς αυτό ήτανε λάθος μεγάλο, οι εργάτες ήταν επαναστατικοί και ο ισχυρισμός της δεξιάς σήμαινε απλώς την προδοσία της επαναστατικής ιδέας. Και οι δύο απόψεις, με το «είτε-είτε» τους, είναι μηχανιστικά απολιθωμένες. Σύμφωνο με την πραγματικότητα θα ήταν, να διαπιστώσεις, ότι ο μέσος εργάτης κρύβει μέσα του μιαν αντίφαση, κι επομένως δεν είναι ούτε μονόσημα επαναστάτης, ούτε μονόσημα συντηρητικός, αλλά απλώς ψυχικά διασπασμένος, η δομή του διαμορφώνεται από τη μια μεριά από την κοινωνική του κατάσταση, που γεννάει επαναστατικές ροπές, από την άλλη, όμως, επηρεάζεται από τη γενική, την «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα της αυταρχικής κοινωνίας. Έτσι δημιουργείται στην ψυχή του η αντίφαση.
Είναι απαραίτητο να δούμε αυτή την αντίφαση και να μάθουμε, πώς εκδηλώνει ο εργάτης, στη συγκεκριμένη πράξη, τα επαναστατικά του ή τα αντιδραστικά του αισθήματα. Το ίδιο ισχύει και για το μεσοαστό. Καταλαβαίνουμε αμέσως βέβαια, γιατί εξεγείρεται εναντίον του «συστήματος» σε εποχές οικονομικής κρίσης, εκείνο, που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως κοινωνικο-οικονομικά, είναι, ότι, παρ’ όλη την οικονομική του εξαθλίωση, τρέμει την πρόοδο και καταντάει άκρος αντιδραστικός. Κι ο μεσοαστός άρα είναι ψυχικά διασπασμένος ανάμεσα στο επαναστατικό του αίσθημα και τις αντιδραστικές ιδέες.
Αν θέλουμε να δώσουμε μια κοινωνιολογικά ολοκληρωμένη ερμηνεία ενός πολέμου λ.χ., δεν αρκεί να διαπιστώσουμε τα ειδικά οικονομικά και πολιτικά αίτια, που τον καθορίζουν άμεσα, όπως, φερ’ ειπείν, στα 1914, τα σχέδια της Γερμανίας, να προσαρτήσει τα σιδηρωρυχεία της Μέτρ-Μοζέλ (Briey και Longwy), τις βελγικές βιομηχανικές περιοχές και να επεκτείνει τις αποικίες της στην Ασία, ή στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, τα συμφέροντα της χιτλερικής αυτοκρατορίας για τις πετρελαιοπηγές του Μπακού, τις βιομηχανίες της Τσεχοσλοβακίας κλπ. Τα αυτοκρατορικά συμφέροντα της Γερμανίας ήταν μεν ο αποφασιστικός παράγοντας της στιγμής εκείνης, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την ομαδική ψυχολογική βάση των παγκόσμιων πολέμων, θα πρέπει να ρωτήσουμε: πώς μπόρεσε το ομαδικό-ψυχολογικό υπέδαφος να ρουφήξει την αυτοκρατορική ιδεολογία, και να μετατρέψει σε πράξη τα αυτοκρατορικά συνθήματα – συνθήματα εκ διαμέτρου αντίθετα με την ειρηνόφιλη νοοτροπία του γερμανικού πληθυσμού, που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την εξωτερική πολιτική; Δεν είναι ικανοποιητική απάντηση να ρίχνουμε την ευθύνη στην «προδοσία της ηγεσίας της Β’ Διεθνούς». (σ. σ. Πρβ. Ένγκελς, (Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία), «Η προδοσία δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτε σε καμιά περίπτωση…» Και, Μάρξ, (Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη): «Μένει να εξηγηθεί, πώς μπορεί ένας λαός 16 εκατομμυρίων να αιφνιδιαστεί και να εξανδραποδιστεί από τρεις ιππότες της βιομηχανίας».) Γιατί λοιπόν τα εκατομμύρια οι φιλελεύθεροι και αντι-αυτοκρατορικοί εργάτες αφήσανε να τους προδώσουν; Ο φόβος μπρος στις συνέπειες της στρατιωτικής ανυποταξίας μπορεί να εξηγήσει τη στάση της μικρής μόνο μειονότητας. Όποιος έχει ζήσει την επιστράτευση του 1914, ξέρει ότι ο εργατικός πληθυσμός είχε δείξει ποικίλες διαθέσεις. Υπήρχε βέβαια η συνειδητή άρνηση μιας μειοψηφίας. Αλλά γενικά, στις μεγάλες μάζες, έβλεπε κανείς μια παράξενη υποταγή στη μοίρα, μια μουντή απάθεια, ή έναν έξαλλο πολεμικό ενθουσιασμό, όχι μόνο στις μεσαίες τάξεις, μα ως μέσα βαθιά στους κόλπους της βιομηχανικής εργατιάς. Η μουντή απάθεια των μεν, και ο έξαλλος ενθουσιασμός των άλλων ήταν αναμφισβήτητα βασικά στοιχεία της ομαδικής ψυχολογίας του πολέμου. Τη λειτουργία αυτή της ομαδικής ψυχολογίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο, αν αναλογιστούμε ότι η αυτοκρατορική ιδεολογία είχε αλλάξει συγκεκριμένα την ψυχική δομή των εργαζόμενων μαζών, για να υπηρετήσει την αυτοκρατορική πολιτική. Τέτοιες κοινωνικές καταστροφές δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα στερεότυπα: «πολεμική ψύχωση» και «συσκότιση των μαζών». Αν νομίζει κανείς, πώς οι μάζες είναι τόσο πολύ προσιτές στην απλή συσκότιση, θα πει πώς τις περιφρονεί βαθύτατα. Το ζήτημα είναι, πώς κάθε κοινωνικό σύστημα διαμορφώνει στα μέλη του τις δομές, που του χρειάζονται για τους κύριους σκοπούς του. (σ. σ. «Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι, σε κάθε εποχή, οι άρχουσες ιδέες, δηλαδή η τάξη, που είναι η άρχουσα υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι συνάμα και η άρχουσα πνευματική δύναμη. Η τάξη, που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει για τούτο ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής, έτσι της είναι συνάμα υποταγμένες κατά μέσον όρο οι ιδέες όσων δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Οι άρχουσες ιδέες απλώς και μόνο εκφράζουν ιδεατά τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες, τις κυρίαρχες υλικές συνθήκες διατυπωμένες σε ιδέες. Άρα τις συνθήκες, που κατασταίνουν ακριβώς κυρίαρχη τη μία τάξη, άρα τις συνθήκες της κυριαρχίας της». Μαρξ (Η γερμανική ιδεολογία). Χωρίς αυτές τις ομαδικές χαρακτηροδομές δε θα ήταν δυνατός κανένας πόλεμος. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην οικονομική δομή μιας κοινωνίας και την ομαδική-ψυχολογική δομή των μελών της. Όχι μόνο επειδή οι άρχουσες ιδεολογίες είναι οι ιδεολογίες της άρχουσας τάξης, αλλά – πράγμα πολύ σπουδαιότερο για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων της πολιτικής: επειδή οι αντιφάσεις στην οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας είναι ριζωμένες μέσα στην ομαδική ψυχολογική δομή των καταπιεσμένων ανθρώπων. Αλλιώς, θα ήταν αδιανόητο, ότι οι οικονομικοί νόμοι μιας κοινωνίας μπορούν να καταλήξουν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα, μόνο επειδή τους μετουσιώνουν σε πράξη οι εξανδραποδισμένες μάζες.
Τα ελευθερωτικά κινήματα της Γερμανίας ξέραν βέβαια, τι σπουδαίο ρόλο παίζει ο «υποκειμενικός συντελεστής της ιστορίας». (ο Μαρξ αντίθετα από τους μηχανοκράτες υλιστές έβλεπε τον άνθρωπο καταρχήν σαν υποκείμενο της ιστορίας, κι ο Λένιν ανέπτυξε ειδικώς αυτή την πλευρά του μαρξισμού), εκείνο που τους έλειπε ήταν να αντιληφθούν την άλογη, ασύμφορη πράξη, με άλλα λόγια, τη διάσταση οικονομίας και ιδεολογίας. Οφείλουμε, λοιπόν, να εξηγήσουμε, πώς κατόρθωσε ο μυστικισμός να νικήσει τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Κι αυτό θα το επιτύχουμε μόνο, αν θέσουμε σωστά το πρόβλημα, έτσι ώστε η εξήγησή του να οδηγήσει αυθόρμητα σε νέα πράξη. Αν ο εργαζόμενος δεν είναι μονόσημα επαναστάτης, ούτε μονόσημα αντιδραστικός, αλλά ψυχικά διασπασμένος από τις αντιφατικές επαναστατικές και αντιδραστικές ροπές εντός του, τότε, μια κι ανακαλύψαμε αυτή την αντίφαση, θα πρέπει αναγκαστικά να γεννηθεί μια νέα πράξη, που θ’ αντιτάσσει στις συντηρητικές ψυχικές τάσεις τις επαναστατικές δυνάμεις. Κάθε μυστικισμός είναι αντιδραστικός και κάθε αντιδραστικός άνθρωπος είναι μυστικιστής. Όταν όμως χλευάζουμε απλώς το μυστικισμό και τον διαγράφουμε με τις λέξεις: «συσκότιση» ή «ψύχωση», χωρίς να τον εξηγήσουμε, δεν προτείνουμε βέβαια κανένα μέτρο εναντίον του. Αν όμως καταλάβουμε σωστά το μυστικισμό, θα βρούμε αναγκαστικά και το αντιφάρμακο. Για να το κατορθώσουμε όμως, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε, όσο μας το επιτρέπουν τα γνωστικά μας μέσα, τις σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές συνθήκες και τη δομική διαμόρφωση του χαρακτήρα, και ιδιαίτερα τις ιδέες εκείνες, που δεν μπορούν να εξηγηθούν με κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια, δηλαδή τις άλογες ιδέες.
[color=red][size=18][b]4. Η κοινωνική λειτουργία στην καταπίεση της γενετήσιας ορμής [/b][/size][/color]
Ο Λένιν είχε προσέξει παραξενεμένος, τι αλλόκοτα και άλογα φέρονται οι μάζες πριν από μιαν εξέγερση ή κατά τη διάρκειά της. Σχετικά με τις στρατιωτικές ανταρσίες στη Ρωσία στα 1905 μνημονεύει τα εξής: «Ο στρατιώτης αισθανόταν μεγάλη συμπάθεια για τα ζητήματα των χωρικών, τα μάτια του αστράφταν, μόλις άκουγε να μιλάνε για γη. Επανειλημμένα είχανε πάρει οι στρατιώτες την εξουσία στα χέρια τους, όμως σχεδόν ποτέ δε φτάσανε να χρησιμοποιήσουν ως το τέλος τη δύναμή τους. Οι στρατιώτες κλονίζονταν, σκότωναν κάποιο μισητό τους ανώτερο, και λίγες ώρες αργότερα άφηναν τους άλλους ελεύθερους, αρχίζανε τις διαπραγματεύσεις με τις αρχές και στέκονταν κατόπιν να τους εκτελέσουν, βάζανε την ουρά στα σκέλια κι ανέχονταν να τους ξαναζέψουν στο ζυγό…» (Περί θρησκείας).
Ο μυστικιστής θα αποδώσει αυτή τη συμπεριφορά στην αιώνια ηθική φύση του ανθρώπου, που απότρεψε την ανταρσία εναντίον των θεϊκών θεσμών, της «κρατικής εξουσίας» και των εκπροσώπων της. Ο αγοραίος μαρξιστής δεν ενδιαφέρεται καθόλου για κάτι τέτοια φαινόμενα, δεν μπορεί να τα καταλάβει και να τα εξηγήσει, επειδή δεν είναι δυνατό να εξηγηθούν με καθαρά κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Ο Φρόιντ βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα, όταν αποδίδει τη συμπεριφορά αυτή σ’ ένα παιδικό αίσθημα ενοχής απέναντι στον πατέρα ή τις πατρικές μορφές. Επειδή όμως δεν εξετάζει την κοινωνική καταγωγή και λειτουργία της συμπεριφοράς, δε μας βοηθάει να βρούμε πρακτικές λύσεις. Παραβλέπει επίσης τη συνάρτησή της με την καταπίεση και το κολόβωμα της γενετήσιας ζωής των μαζών.
Για να δείξουμε με ποιον τρόπο μπορούν να εξεταστούν τέτοιες άλογες εκδηλώσεις της ομαδικής ψυχολογίας, χρειάζεται μια σύντομη επισκόπηση των προβλημάτων, που ερευνά η γενετήσια οικονομία. Η γενετήσια οικονομία είναι μια ζητητική μέθοδος, που διαμορφώθηκε σιγά-σιγά, όταν άρχισα να εφαρμόζω στη γενετήσια ζωή του ανθρώπου τη θεωρία της λειτουργίας, και έχει πια φτάσει σε μια σειρά από νέες διαπιστώσεις. Ξεκινάει από τις ακόλουθες προϋποθέσεις.
Ο Μαρξ ανακάλυψε ότι η κοινωνική ζωή διέπεται από τους όρους της οικονομικής παραγωγής και από την πάλη των τάξεων, που αναφύεται εξαιτίας τους. Οι ιδιοκτήτες των κοινωνικών μέσων παραγωγής πολύ σπάνια μεταχειρίζονται την ωμή βία, για να επιβάλουν την κυριαρχία τους στις καταπιεσμένες τάξεις. Το κυριότερό τους όπλο είναι η ιδεολογία, που εξουσιάζει τους εξανδραποδισμένους και στηρίζει με τη δύναμή της την κρατική μηχανή.
Αναφέραμε ήδη ότι ο Μαρξ έβλεπε σαν πρώτη προϋπόθεση της ιστορίας και της πολιτικής το ζωντανό δημιουργικό άνθρωπο με την ψυχική και τη φυσική του ιδιοσυστασία. Η χαρακτηρολογική δομή του ενεργού ανθρώπου – του «υποκειμενικού παράγοντα της ιστορίας», όπως τον εννοούσε ο Μαρξ – έμεινε ανεξερεύνητη, γιατί ο Μαρξ ήταν κοινωνιολόγος, όχι ψυχολόγος, και στις μέρες του δεν υπήρχε ακόμη επιστημονική ψυχολογία. Έτσι μας έμαθε μόνο την οικονομική διαδικασία μέσα στην κοινωνία και το μηχανισμό της οικονομικής εκμετάλλευσης. Και έμεινε αναπάντητο το ερώτημα: για ποιο λόγο άραγε ανέχονται οι άνθρωποι χιλιάδες χρόνια τώρα την εκμετάλλευση, την ηθική ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τη δουλεία; Μισό αιώνα αργότερα ο Φρόιντ ανακάλυψε με μια ειδική μέθοδο, που την ονόμασε ψυχανάλυση, τη διαδικασία που κυβερνάει την ψυχική ζωή. Οι σπουδαιότερες ανακαλύψεις του, που με την επαναστατική καινοτομία τους ανατρέψανε πολλές καθιερωμένες θεωρίες και προκάλεσαν στην αρχή το μίσος, του κόσμου εναντίον του, είναι οι ακόλουθες:
Η συνείδηση είναι ένα μικρό μόνο μέρος της ψυχής. Διευθύνεται κι αυτή από ψυχικές διαδικασίες ανεπίγνωστες, και για τούτο απρόσιτες στον έλεγχο της συνείδησης: κάθε ψυχικό γεγονός, κι ας φαίνεται ασυνάρτητο, όπως τα όνειρα, τα διάφορα ξεστοχήματα – ολισθήματα της γλώσσας, ξαφνικές αμνησίες κλπ. – τα παραληρήματα των ψυχοπαθών και των τρελών, έχει μια λειτουργία και ένα «νόημα», που θα το κατανοήσουμε πολύ καλά, αν μπορέσουμε να το εντάξουμε στην προσωπική ιστορία του ατόμου. Έτσι, η ψυχολογία, που ως την εποχή εκείνη φυτοζωούσε είτε σαν ένα είδος φυσικής του εγκεφάλου («εγκεφαλική μυθολογία») είτε σα θεωρία κάποιου μυστηριακού αντικειμενικού πνεύματος, κατατάχτηκε στη σειρά των φυσικών επιστημών.
Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη ήταν, ότι και το μικρό παιδί αναπτύσσει μια έντονη ερωτική ορμή, που δεν έχει τίποτε να κάνει με την αναπαραγωγή. Επομένως ερωτική, γενετήσια ορμή και αναπαραγωγή, γενετήσιος και γεννητικός δεν είναι ταυτόσημα. Η αναλυτική ορμή, ο ηδονόφιλος ερωτισμός, αναβρύζουν από σωματικές πηγές και είναι το κεντρικό κίνητρο της ψυχικής ζωής. Οι βιολογικοί παράγοντες και οι κοινωνικές συνθήκες συγκλίνουν άρα μέσα στην ψυχή.
Η τρίτη μεγάλη ανακάλυψη ήταν, ότι η παιδική ερωτική ορμή, που ενέχει το πιο ουσιαστικό στοιχείο της σχέσης παιδιού-γονιών (το «οιδιπόδειο σύμπλεγμα»), απωθείται από το φόβο της τιμωρίας (κατ’ ουσίαν το «άγχος του ευνουχισμού») εξορίζεται από την πράξη και εξαλείφεται από τη μνήμη. Έτσι ο απωθημένος παιδικός ερωτισμός ξεφεύγει μεν από τον έλεγχο της συνείδησης, αλλά δε χάνει καθόλου τη δύναμή μου, αντίθετα δυναμώνει περισσότερο και εκδηλώνεται σε διάφορες νοσηρές διαταραχές της ψυχικής ζωής. Επειδή δεν υπάρχει σχεδόν καμιά εξαίρεση σ’ αυτό τον κανόνα για τον «πολιτισμένο άνθρωπο», δικαίως έλεγε ο Φρόιντ, πώς άρρωστός του ήταν ολόκληρη η ανθρωπότητα.
Η τέταρτη σπουδαία ανακάλυψη ήταν, ότι οι ηθικές αρχές όχι μόνο δεν έχουν υπερκόσμια καταγωγή, αλλ’ αντίθετα προέρχονται από την ανατροφή, τα μέτρα που παίρνουν οι γονιοί και οι εκπρόσωποί τους για να τιθασέψουν το παιδί από τη βρεφική του ηλικία. Στην ουσία τους, τα μέτρα αυτά σκοπό έχουν να καταπνίξουν, να δαμάσουν την ερωτική ορμή του παιδιού, την έμφυτη σωματική φιληδονία του. Η πάλη, που αρχικά διαδραματίζεται ανάμεσα στις επιθυμίες του παιδιού και τις απαγορεύσεις των γονιών, εσωτερικεύεται αργότερα, μετουσιώνεται στον αδιάκοπο αγώνα της ηθικής εναντίον του ορμέμφυτου μέσα στην ψυχή του ατόμου. Οι ηθικές ιεραρχίες, που είναι καθαυτές ανεπίγνωστες, διαθέτουν τον ενήλικο άνθρωπο εχθρικά απέναντι στη γνώση των νόμων της γενετήσιας ορμής και της ασυνείδητης ψυχικής ζωής: ευνοούν την απώθηση της γενετήσιας ορμής («αφροδισιαστική αντίσταση») κι έτσι εξηγείται η αντίσταση του κόσμου εναντίον του παιδικού ερωτισμού.
Αναφέραμε μόνο εκείνες τις ανακαλύψεις, που έχουν ξεχωριστή σημασία για το θέμα μας. Η καθεμιά τους ήταν, με την ύπαρξή της και μόνο, πλήγμα βαρύ για την αντιδραστική ηθική φιλοσοφία και τη θρησκευτική μεταφυσική, που υπερασπίζονται κάποιες αιώνιες ηθικές αξίες, διαλαλούν, πώς ένα αντικειμενικό πνεύμα κυβερνά τον κόσμο, αποτάσσονται την Αφροδίτη και περιορίζουν τη γενετήσια ορμή στη λειτουργία της αναπαραγωγής. Όμως, οι ανακαλύψεις αυτές δεν μπόρεσαν να ασκήσουν την επίδραση που θα αντιστοιχούσε στην παραμόνιμη σπουδαιότητά τους, επειδή η ψυχαναλυτική κοινωνιολογία, που οικοδομήθηκε πάνω τους, αναίρεσε κατά μέγα μέρος τον προοδευτικό κι ανατρεπτικό τους πυρήνα. Δεν είναι εδώ ο τόπος να αποδείξουμε αυτή μας τη διαπίστωση. Η αναλυτική κοινωνιολογία επιχείρησε να αναλύσει την κοινωνία, όπως ανάλυσε το άτομο. Αντιπαράταξε την πολιτιστική πρόοδο στην ερωτική απόλαυση, υποστήριξε, πώς τα καταστρεπτικά ορμέμφυτα ήταν αρχέγονα βιολογικά δεδομένα, που κυβερνάνε ακαταμάχητα το ανθρώπινο πεπρωμένο, αρνήθηκε τη μητριαρχική προϊστορία κι άραξε σ’ ένα παραλυτικό σκεπτικισμό, επειδή τρόμαξε μπρος στα συμπεράσματα απ’ τις ίδιες τις ανακαλύψεις της. Έτσι έχει από καιρό τώρα πάρει εχθρική στάση απέναντι σ’ όσους επιχειρούν να βγάλουν αυτά τα συμπεράσματα, και οι εκπρόσωποί της πολεμάνε συνεχώς κάθε τέτοια προσπάθεια. Αλλά αυτό δε θα μας αλλάξει την απόφαση να υπερασπιστούμε σύντονα τις μεγάλες ανακαλύψεις του Φρόιντ απέναντι στην κάθε επίθεση, απ’ οπουδήποτε κι αν έρχεται.
Η ζητητική μέθοδος της κοινωνικής γενετήσιας οικονομίας, που ξεκίνησε απ’ αυτές τις ανακαλύψεις, δε μοιάζει με τις συνηθισμένες απόπειρες, να συμπληρωθεί ή και να συμφυρθεί ο Μαρξ με τον Φρόιντ, ή ο Φρόιντ με τον Μαρξ. Υποδείξαμε παραπάνω σε ποιο ακριβώς σημείο του ιστορικού υλισμού πρέπει να ενταχθεί η ψυχανάλυση, για να εκπληρώσει την επιστημονική αποστολή, που δεν μπορεί να εκτελέσει η κοινωνική οικονομία: να εξετάσει τη δομή και το δυναμισμό της ιδεολογίας, όχι το ιστορικό της έδαφος. Ενσωματώνοντας τις ανακαλύψεις της ψυχανάλυσης η κοινωνιολογία φτάνει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, μπορεί να καταλάβει και να χειριστεί αποτελεσματικότερα την πραγματικότητα, επειδή γνωρίζει πια τον άνθρωπο στη δομή του. Μόνο ένας στενοκέφαλος πολιτικός θα σκεφτόταν να καταλογήσει στη χαρακτηροαναλυτική δομική ψυχολογία, ότι δεν μπορεί να δώσει αμέσως εύκολες πρακτικές συμβουλές. Μόνο ένας φωνασκός πολιτικός θα την απόρριπτε ολωσδιόλου, με το επιχείρημα, ότι κι αυτή έχει επάνω της τα στίγματα της στρεβλωμένης συντηρητικής βιοθεωρίας. Ο γνήσιος κοινωνιολόγος αντίθετα θα την εκτιμούσε σαν επιστημονικά επαναστατική πράξη, επειδή καταλαβαίνει τον παιδικό ερωτισμό. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι, ότι η γενετήσια οικονομία, που οικοδομείται πάνω στο κοινωνικό θεμέλιο του Μαρξ και στο ψυχολογικό θεμέλιο του Φρόιντ είναι στην ουσία της συγχρόνως κοινωνική επιστήμη της ομαδικής ψυχολογίας και της γενετήσιας οικονομίας. Ξεκινάει από κει όπου, μετά την αναίρεση της πολιτιστικής φιλοσοφίας του Φρόιντ, (σ. σ. Όπου, παρ’ όλο τον ιδεαλισμό, υπάρχουν συγκεντρωμένες πολύ περισσότερες αλήθειες για τη ζωντανή ζωή, παρ’ ότι σ’ όλες μαζί τις κοινωνιολογίες και σε κάποιες μαρξιστικές ψυχολογίες), τελειώνει η κλινική – ψυχολογική έρευνα της ψυχανάλυσης.
Η ψυχανάλυση μας αποκαλύπτει τις επενέργειες και τους μηχανισμούς της καταπίεσης και της απώθησης της γενετήσιας ορμής και τα νοσηρά της αποτελέσματα μέσα στο καθέκαστο άτομο. Η κοινωνική γενετήσια οικονομία συνεχίζει: για ποια κοινωνιολογική αιτία καταπιέζει η κοινωνία και απωθεί το άτομο την ερωτική του ορμή;
Πολλές απαντήσεις δόθηκαν σε τούτο το ερώτημα. Η εκκλησία λέει, για τη σωτηρία της ψυχής μας στον άλλο κόσμο. Η μυστική ηθική φιλοσοφία λέει, εξαιτίας της αϊδιας ηθικής φύσης του ανθρώπου. Η πολιτιστική φιλοσοφία του Φρόιντ διατείνεται, πώς ολα αυτά συμβαίνουν για χάρη του «πολιτισμού». Οπότε αρχίζουμε να απορούμε, πώς είναι δυνατό να εμποδίζει την κατασκευή πετρελαιοδεξαμενών και αεροπλάνων ο αυνανισμός των παιδιών και οι ερωτικές σχέσεις των εφήβων. Υποψιαζόμαστε, πώς δεν είναι η πολιτιστική πρόοδος αυτή καθαυτή, που απαιτεί την καταπίεση του παιδικού και του εφηβικού ερωτισμού, αλλά μόνο οι σημερινές μορφές της, οπότε με χαρά μεγάλη θα θυσιάζαμε τις μορφές, αν αυτό θα εξοστράκιζε την άμετρη δυστυχία των παιδιών και των εφήβων. Το ζήτημα τότε δεν είναι πολιτιστικό, αλλά θέμα κοινωνικής διάρθρωσης. Αν μελετήσουμε την ιστορία της καταπίεσης του ερωτισμού και την προέλευση της απώθησης του γενετήσιου ορμέμφυτου, θα διαπιστώσουμε πώς δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα στις απαρχές της πολιτιστικής ανάπτυξης, άρα δεν είναι οι προϋποθέσεις του πολιτισμού, πρωτοδιαμορφώνονται σχετικώς αργά, με την εμφάνιση της αυταρχικής πατριαρχίας και των ταξικών διαφορισμών. Σ’ αυτή τη φάση του πολιτισμού, οι γενετήσιες ανάγκες του συνόλου αρχίζουν να υποδουλώνονται στα κερδοσκοπικά συμφέροντα μιας μειονότητας. Η διαδικασία αυτή παίρνει μια πάγια οργανωτική μορφή με τους θεσμούς του πατριαρχικού γάμου και της πατριαρχικής οικογένειας. Με τον περιορισμό και την καταπίεση της γενετήσιας ορμής μετασχηματίζεται το θυμικό του ανθρώπου, γεννιέται η αρνησίφυλη αντιαισθησιακή θρησκεία, που ιδρύει τη δική της αφροδισιοπολιτική οργάνωση, την εκκλησία, με όλους τους προδρόμους και προφήτες της, με μοναδικό σκοπό, να ξεριζώσει την ερωτική όρεξη και φιληδονία του ανθρώπου, κι έτσι και την παραμικρή ευδαιμονία μέσα στον κόσμο τούτο. Όλα αυτά έχουν βέβαια το κοινωνιολογικό τους αίτιο στην προϊούσα εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης του ανθρώπου.
Για να καταλάβουμε αυτή την αλληλουχία, χρειάζεται να μελετήσουμε το θεμέλιο εκείνο κοινωνικό θεσμό, όπου συναντιόνται και συνυφαίνονται η οικονομική και η γενετησιο-οικονομική κατάσταση της αυταρχικής πατριαρχικής κοινωνίας. Χωρίς τη μελέτη αυτού του θεσμού δεν είναι δυνατό να κατανοήσουμε τη γενετήσια οικονομία και την ιδεολογική πρόβαση της πατριαρχίας. Η ψυχανάλυση ανθρώπων οποιασδήποτε ηλικίας, εθνικότητας και κοινωνικής στάθμης μας δείχνει, ότι η σύμπλεξη της οικονομικοκοινωνικής διάρθρωσης και της γενετήσιας δομής της κοινωνίας καθώς και η αναπαραγωγή της κοινωνικής δομής συντελούνται στα πρώτα τέσσερα ως πέντε χρόνια της παιδικής ηλικίας μέσα στην αυταρχική οικογένεια. Η εκκλησία αναλαμβάνει αργότερα να συνεχίσει απλώς αυτό το ρόλο. Έτσι, το αυταρχικό κράτος αναπτύσσει τα τεράστια συμφέροντά του μέσα στην αυταρχική οικογένεια: η οικογένεια είναι το εργοστάσιο της δομής του και της ιδεολογίας του.
Βρήκαμε το θεσμό, όπου συνυφαίνονται τα γενετήσια και τα οικονομικά συμφέροντα του μέσα στην αυταρχική οικογένεια: η οικογένεια είναι το εργοστάσιο της δομής του και της ιδεολογίας του.
Βρήκαμε το θεσμό, όπου συνυφαίνονται τα γενετήσια και τα οικονομικά συμφέροντα του αυταρχικού κράτους. Πρέπει τώρα να ρωτήσουμε, πώς συντελείται αυτή η σύμπλεξη και ποιος είναι ο μηχανισμός της. Και εδώ την απάντηση μας τη δίνει η ανάλυση της χαρακτηροδομής του αντιδραστικού ατόμου (συμπεριλαμβανομένου και του εργάτη), αρκεί βέβαια η ανάλυση να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα. Η ηθική αναχαίτιση της έμφυτης γενετήσιας ορμής του παιδιού, που στην τελευταία της φάση τρομάζει το μικρό παιδί πώς θα βλαφτούν τα γεννητικά του όργανα, κάνει το παιδί φοβισμένο, ντροπαλό, αρχοφόβο, υπάκουο – «καλό» και «προσαρμοσμένο» με την αυταρχική σημασία των όρων. Η ανάσχεση της γενετήσιας ορμής παραλύει τις επαναστατικές δυνάμεις του ανθρώπου, επειδή από εκεί και πέρα κάθε ζωντανή, ελευθέρια παρόρμηση είναι φορτωμένη άγχος, απαγορεύοντας την ερωτική περιέργεια, προκαλεί μια γενική ανάσχεση στο λογισμό και στην κριτική δύναμη. Τέλος, σκοπός της είναι να φτιάξει τον υπήκοο, τον προσαρμοσμένο στην αυταρχική τάξη, που ανέχεται καρτερικά την κακομοιριά και την ταπείνωση. Ως πρώτο στάδιο, το παιδί θητεύει στο αυταρχικό μικροκράτος της οικογένειας και πρέπει να προσαρμοστεί στη δομή της, για να μπορέσει αργότερα να ενταχθεί στο γενικό πλαίσιο της κοινωνίας. Η αυταρχική διάπλαση του ανθρώπου συντελείται – αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντοτε – κυρίως με το ρίζωμα της ανάσχεσης και του άγχους μέσα στο ζωντανό υλικό του γενετήσιου ορμέμφυτου.
Θα καταλάβουμε αμέσως, γιατί η γενετήσια οικονομία θεωρεί την οικογένεια ως το σπουδαιότερο κέντρο παραγωγής του αυταρχικού κοινωνικού συστήματος, αν λάβουμε υπόψη μας το παράδειγμα μιας μέσης συντηρητικής εργάτισσας. Πεινάει κι αυτή, όσο και μια φιλελεύθερη εργάτισσα, βρίσκεται άρα στην ίδια οικονομική κατάσταση, όπως και εκείνη – αλλά ψηφίζει φασισμό. Όταν διαπιστώσουμε από πάνω, ότι οι δυο αυτές γυναίκες έχουν και διαφορετικές αντιλήψεις για την ερωτική ζωή, τότε καταλαβαίνουμε και την καίρια σημασία της γενετήσιας δομής: η αντι-αισθησιακή ηθική ανάσχεση εμποδίζει τη συντηρητική γυναίκα, να συνειδητοποιήσει την κοινωνική της θέση, τη δένει σφιχτά με την εκκλησία, τόσο μάλλον που η εκκλησία την τρομοκρατεί με τον «μπολσεβίκικο αφροδισιασμό». Θεωρητικά τα πράγματα έχουν ως εξής: ο μηχανοκρατικά σκεπτόμενος αγοραίος μαρξιστής θα υποθέσει, πώς η συνειδητοποίηση της κοινωνικής θέσης θα είναι πολύ πιο έντονη, όταν στην οικονομική δυσπραγία προστεθεί η ερωτική κακουχία. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, θα έπρεπε οι γυναίκες και οι έφηβοι να είναι πολύ πιο επαναστατημένοι από τους άντρες. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει, και ο οικονομολόγος μας βρίσκεται σε απόλυτη αμηχανία μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο. Δεν μπορεί καθόλου να καταλάβει, γιατί η αντιδραστική γυναίκα δε θέλει, ούτε καν να ακούσει το οικονομικό του πρόγραμμα. Ιδού η εξήγηση: η καταστολή της εκπλήρωσης των καθαρά υλικών αναγκών, η οικονομική στέρηση, έχει τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα από την αναστολή της εκπλήρωσης της γενετήσιας επιθυμίας, την ερωτική στέρηση. Η πρώτη οδηγεί στην ανταρσία. Η δεύτερη αντίθετα προκαλεί την απώθηση των ερωτικών ορμέμφυτων, τα εκτοπίζει από τη συνείδηση και κατασταλάζει στην ψυχή σαν ηθική άμυνα – έτσι εμποδίζει να καταλήξει σε εξέγερση, όχι μόνο η ερωτική στέρηση, αλλά και η οικονομική. Μάλιστα κι αυτή ακόμη η απώθηση της εξέγερσης γίνεται υποσυνείδητα. Στη συνείδηση του μέσου απολιτικού ανθρώπου δεν υπάρχει ούτε ίχνος της. Το αποτέλεσμα είναι συντηρητισμός, φόβος της ελευθερίας, αντιδραστική νοοτροπία.
Η απώθηση της γενετήσιας επιθυμίας ενισχύει την πολιτική αντίδραση, όχι μόνο επειδή κάνει το αγελαίο άτομο παθητικό, αδιάφορο και απολιτικό, αλλά γιατί δημιουργεί μέσα στη δομή του μια δεύτερη δύναμη, ένα τεχνητό συμφέρον, που στηρίζει και ενεργά το αυταρχικό σύστημα. Όταν η ερωτική επιθυμία εμποδίζεται από τη γενετήσια απώθηση και δεν μπορεί να βρει τη φυσιολογική της πλήρωση, τότε καταφεύγει σε κάθε λογής υποκατάστατα. Έτσι, λόγου χάρη, η φυσική επιθετικότητα οξύνεται και καταντάει σαδιστική κτηνωδία. Αυτός ο μανιακός σαδισμός είναι ουσιαστικό στοιχείο της ομαδικής ψυχολογικής βάσης των αυτοκρατορικών πολέμων. Θα αναφέρω άλλο ένα παράδειγμα: η στρατοκρατία στηρίζει την ομαδική ψυχολογική της επίδραση σε έναν ερωτικό μηχανισμό: η αισθησιακή έλξη της στολής, η γενετήσια διέγερση, που προκαλούν με τη ρυθμική τους κίνηση οι παρελάσεις, η επιδεικτική – κοκορίσια – εμφάνιση του στρατιωτικού είναι για το υπηρετριάκι ή για την οποιαδήποτε κομμώτρια φως φανερό – όχι όμως και για τους μορφωμένους πολιτικούς μας. Όμως η πολιτική αντίδραση χρησιμοποιεί συνειδητά αυτά τα αισθησιακά συμφέροντα. Όχι μόνο κατασκευάζει παρδαλές στολές, σαν την ουρά του παγωνιού, για τους άντρες, αλλά μεταχειρίζεται και ελκυστικές γυναίκες για τη στρατολογική της διαφήμιση. Ας θυμηθούμε, π.χ. τις χρωματιστές διαφημίσεις των πολέμαρχων δυνάμεων, που έλεγαν περίπου τα εξής: «Αν θέλεις να γνωρίσεις ξένες χώρες, κατατάξου στο Βασιλικό Ναυτικό», κι οι ξένες χώρες είχαν τη μορφή εξωτικών καλλονών. Και γιατί τάχα επηρεάζουν αυτές οι διαφημιστικές εικόνες; Επειδή η νεολαία μας είναι πεινασμένη για ερωτικές απολαύσεις εξαιτίας του περιορισμού της αφροδισιακής ζωής.
Η γενετήσια ηθική, που αναχαιτίζει τη φιλελεύθερη ορμή, καθώς άλλωστε και οι δυνάμεις εκείνες που εξυπηρετούν τα αυταρχικά συμφέροντα, αντλούν την ενέργειά τους από τον απωθημένο ερωτισμό. Τώρα λοιπόν καταλαβαίνουμε καλύτερα ένα καίριο στοιχείο του λεγόμενου «αντίχτυπου της ιδεολογίας πάνω στην οικονομική βάση». Η αναχαίτιση της γενετήσιας ορμής μεταμορφώνει στη δομή του τον οικονομικά καταπιεσμένο άνθρωπο σε τέτοιο σημείο, ώστε να αισθάνεται, να σκέφτεται και να πράττει εναντίον του ίδιου του οικονομικού του συμφέροντος.
Έτσι, η παρατήρηση εκείνη του Λένιν επιβεβαιώνεται και ερμηνεύεται από την ομαδική ψυχολογία. Οι στρατιώτες του 1905 βλέπανε, χωρίς να το συνειδητοποιούν, στο πρόσωπο των αξιωματικών τον πατέρα των παιδικών χρόνων – συμπυκνωμένο στην εικόνα του Θεού – που απαγόρευε τον έρωτα. Τον πατέρα που δεν τους επιτρεπόταν, κι ούτε μπορούσαν τότε να τον σκοτώσουν, παρ’ όλο που τους ποδοπατούσε τη χαρά της ζωής.
Η μεταμέλειά τους μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι δισταγμοί τους ήταν η έκφραση του μίσους που είχε γυρίσει στο αντίθετό του, τη συμπόνια, επειδή δεν ήταν δυνατό να ανέβει στην επιφάνεια και να ενεργήσει σαν μίσος.
Έτσι, το πρακτικό πρόβλημα της ομαδικής ψυχολογίας είναι, πώς θα δραστηριοποιηθεί η παθητική πλειοψηφία του λαού, που συντρέχει πάντοτε στη νίκη της πολιτικής αντίδρασης, και πώς θα εξουδετερωθούν οι αναστολές εκείνες, που αντιδρούν στην ανάπτυξη της ελεύθερης βούλησης. Οι ψυχικές δυνάμεις μιας οποιασδήποτε ανθρώπινης ομάδας, που παρακολουθεί με έξαψη ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι ή απολαμβάνει μια σαχλή οπερέτα, αν μπορούσαν να σπάσουν τα δεσμά τους και να διοχετεύουν στο επαναστατικό κίνημα με τους έλλογους στόχους του, θα ήταν πράγματι ακατάσχετες. Αυτή είναι η κεντρική γραμμή που κατευθύνει την έρευνα της γενετήσιας οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου