Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Βενεζουέλα και Λατινική Αμερική


Χόρχε Αλταμίρα

Οι αριθμοί του δημοψηφίσματος στη Βενεζουέλα μιλούν από μόνοι τους: ο Τσαβισμός έχασε την ψηφοφορία λόγω της μαζικής αποχής πάνω από 3 εκατομμυρίων υποστηρικτών του που μόλις ένα χρόνο πριν είχαν επανεκλέξει τον Τσάβες. Η συνταγματική μεταρρύθμιση απορρίφθηκε από την πλειοψηφία του λαού που έχει ταυτιστεί με το Μπολιβαριανό κίνημα κι όχι από τους ψηφοφόρους της δεξιάς αντιπολίτευσης (κι αυτό χωρίς να λάβουμε υπόψη τον αριθμό των εργαζομένων που ψήφισαν Ναι κάτω από τον εκβιασμό ότι αλλιώς «θα παίζανε το παιχνίδι της Δεξιάς»).


Αναμφίβολα, η Δεξιά ηγήθηκε στην αντιπολίτευση στο δημοψήφισμα και της έδωσε το δικό της περιεχόμενο, αλλά δεν κέρδισε στο στρατόπεδό της τις τσαβιστικές μάζες. Χρειάστηκε να κάνει, ταυτόχρονα, μια τεράστια καμπάνια ακραίας δημοκρατικής δημαγωγίας, εμφανιζόμενη σαν υπερασπίστρια του παρόντος Συντάγματος, το οποίο η ίδια κατάργησε για 24 ώρες στη διάρκεια του πραξικοπήματος του Απριλίου 2002. Η ήττα της συμπολίτευσης, από την μεριά της, ακύρωσε την προσπάθεια ενίσχυσης ενός πολιτικού καθεστώτος προσωποπαγούς εξουσίας που είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη όχι μόνο με την δημοκρατία αλλά και με τον σοσιαλισμό- ο οποίος «θα είναι το έργο της ίδιας της εργατικής τάξης ή δεν θα υπάρξει» (Διακήρυξη της Πρώτης Διεθνούς). Τα προσωποπαγή καθεστώτα στοχεύουν στον στραγγαλισμό της πολιτικής παρέμβασης των εκμεταλλευομένων κι ανοίγουν τον δρόμο στους δημίους τους.

Η ήττα στο δημοψήφισμα αποτελεί πλήγμα στο παρόν καθεστώς, πράγμα που εξηγεί τις διαιρέσεις που έχουν προκληθεί ανάμεσα στο προσωπικό που νέμεται το κράτος. Ένα προσωποπαγές καθεστώς είναι επίσης ένα καθεστώς γραφειοκρατών και καμαρίλας, γιατί κανένα προσωποπαγές καθεστώς δεν μπορεί να λειτουργήσει στο κενό κι έχει ανάγκη από ένα μηχανισμό στήριξης.

Είναι σημαδιακό το γεγονός ότι η απόρριψη (με την μορφή της αποχής) προέρχεται από μια πλειοψηφία του πληθυσμού που την τελευταία δεκαετία πρωταγωνίστησε στις μεγάλες εθνικές κινητοποιήσεις, παρόλο που η αποχή φαίνεται να έχει επηρεαστεί από ετερογενείς και αντιφατικές τάσεις. Οι μάζες που απείχαν είχαν πάρει μέρος στην κινητοποίηση που έθεσε τέρμα στο παλιό φιλο-ιμπεριαλιστικό καθεστώς, το οποίο μοίραζε την εξουσία ανάμεσα στην Acción Democrática (δεξιά Δημοκρατική Δράση) και τους σοσιαλχριστιανούς, καθώς και στην κινητοποίηση, αργότερα, που νίκησε το πραξικόπημα του Απριλίου 2002 και το λοκ-άουτ των αφεντικών τον Δεκέμβριο 2002-Ιανουάριο 2003. Τον Δεκέμβριο του 2006, ο Tσάβες επανεξελέγη από 7.300.000 ψηφοφόρους έναντι 4.400.000 του δεξιού αντιπάλου του Ροζάλες. Στις 2 Δεκεμβρίου 2007, το Ναι πήρε 4.300.000 ψήφους έναντι 4.400.000 του Όχι, στην τελευταία περίπτωση τον ίδιο αριθμό με πέρσι. Στο φως αυτών των δεδομένων εξηγείται η «αυτοσυγκράτηση», την οποία έδειξε η Δεξιά σχετικά με τη νίκη «της». Το να πει κανείς ότι αυτό που συνέβηκε είναι θρίαμβος της Δεξιάς αποτελεί πολιτική κατάχρηση του όρου και αντιπροσωπεύει μια ιδεολογική παραχώρηση στον ιμπεριαλισμό. Αυτή τη λειτουργία εξυπηρετεί η καμπάνια που ισχυρίζεται ότι η δημοκρατία νίκησε τον σοσιαλισμό.

Πρόκειται για ήττα του σοσιαλισμού;

Αυτή την ερμηνεία δίνουν όχι μόνον οι δεξιοί αλλά και η πλειοψηφία των αριστερών, οι οποίοι θεωρούν ότι ο Τσάβες «βιάστηκε» σε μια προσπάθεια «να εγκαινιάσει την μετάβαση στον σοσιαλισμό». Ο ίδιος ο Τσάβες είπε μετά το δημοψήφισμα ότι ο λαός της Βενεζουέλας δεν ήταν έτοιμος για την μετάβαση στο σοσιαλισμό (τον οποίο υποσχέθηκε ότι θα θεσπίσει στο μέλλον).

Μια και η μεταρρύθμιση προέβλεπε τη μείωση της εργάσιμης μέρας στις 6 ώρες και προέβλεπε ένα ασφαλιστικό σύστημα για τους ευκαιριακούς εργάτες, αυτά σημαίνουν ότι πρόκειται για ό,τι πλησιέστερο υπάρχει σε ένα σοσιαλιστικό πρόταγμα; Εάν πράγματι η απόρριψη της μεταρρύθμισης προκλήθηκε από τον φόβο απέναντι σε ένα σύστημα διαφορετικό από τον καπιταλισμό, πώς τότε εξηγείται ότι για οκτώ χρόνια η ίδια μαζική πλειοψηφία εργαζομένων που τώρα τάχα «τρόμαξαν» ορθώθηκε ενάντια στο πραξικόπημα των αντιπροσώπων του «Πρώτου Κόσμου» και της «δημοκρατίας» και υποστήριξε τις «αποστολές» με τα διάφορα προγράμματα εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης και οικισμού ή γιατί αντιμετώπισε το σαμποτάζ στο πετρέλαιο υπερασπιζόμενη την εθνική κυριαρχία στους υδρογονάνθρακες; Ένας λαός που θα ήταν εχθρικός στον σοσιαλισμό θα ήταν ανίκανος να ξεκινήσει, πολύ λιγότερο να αναπτύξει μια αντιιμπεριαλιστική πάλη. Το τέχνασμα να ταυτίζεται το προσωποπαγές καθεστώς με τον σοσιαλισμό δεν είναι βέβαια κάποιο καινούργιο εύρημα, αποτελεί 200 χρόνια τώρα μέρος του οπλοστασίου συκοφαντιών του αντικομμουνισμού («ο σοσιαλισμός είναι αυταρχικός»). Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει εθνικιστής «καουντίλλιο» (αρχηγός) στην ιστορία που να μην έβαλε το ένδυμα του σοσιαλισμού, από τον καιρό που ο Γερμανός αυταρχικός Όττο φον Μπίσμαρκ φλερτάρισε μ’ αυτό όταν εθνικοποίησε τους σιδηροδρόμους και εγκαθίδρυσε ένα από τα πρώτα συνταξιοδοτικά συστήματα. Μερικοί το ονόμασαν «Πρωσικό Σοσιαλισμό» (θα μπορούσαν άλλοι να τον πουν «σοσιαλισμό του 19ου αιώνα». Συνεπώς δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει ότι οι διάφορες ερμηνείες του αποτελέσματος στην Βενεζουέλα (η πλειοψηφία τους είναι κακόπιστες) το χαρακτηρίζουν σαν απόρριψη του σοσιαλισμού. Ανάμεσά τους κι οι τροτσκιστές της LCR της Γαλλίας που υποστήριξαν την προτεινόμενη μεταρρύθμιση σαν απαρχή του σοσιαλισμού, παρόλα τα ελαττώματά της που ήταν δευτερεύοντα γι’ αυτούς έστω και αν ενισχύονταν το προσωποπαγές καθεστώς κι ο βοναπαρτισμός κι εγκαθιδρύονταν η κοινωνική και εργατική πειθάρχηση από τη μεριά του κράτους. Οι απολογητές λέγανε επιπλέον ότι η μεταρρύθμιση δεν μπορούσε παρά να καθυστερήσει να δρομολογήσει κοινωνικές αλλαγές γιατί θα έπρεπε να εισάγει αμέσως τους σχετικούς νόμους.

Πολιτικό δημοψήφισμα

Το ψεύδος της θέσης που λέει ότι υπήρξε μια απόρριψη του σοσιαλισμού αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η μεταρρύθμιση που απορρίφτηκε έχει μόλις μια διαφορά βαθμού από το υπάρχον Σύνταγμα κι όχι κάποια ποιοτική διαφορά. Ο Τσάβες μπορεί σήμερα να κυβερνά αγνοώντας τελείως το κοινοβούλιο, μέσω ειδικών νόμων (ένα είδος υπερεξουσιών)- που ήδη εφαρμόζει- ή να παρακάμψει την αυτονομία της Κεντρικής Τράπεζας (γεγονός που επίσης κάνει ήδη). Το παρόν Σύνταγμα είναι τόσο «σοσιαλιστικό» όσο αυτό που απορρίφθηκε και στον καιρό του είχε εγκριθεί από μια Συντακτική Συνέλευση και ένα δημοψήφισμα. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν ο σοσιαλισμός. Και παρά την ήττα της μεταρρύθμισης, το πολιτικό σύστημα της Βενεζουέλας παραμένει ένα προσωποπαγές καθεστώς -με κάποια λιγότερα γνωρίσματα από εκείνα που θα επιθυμούσε ο εμπνευστής της μεταρρύθμισης. Το ότι είναι ψεύδος τα περί σοσιαλισμού είναι πασιφανές.

Στην πραγματικότητα, ο Τσάβες δεν κάλεσε σε δημοψήφισμα για να μεταρρυθμίσει το Σύνταγμα (πολύ λιγότερο για «να εγκαινιάσει την μετάβαση στο σοσιαλισμό») αλλά για να επιτύχει μια δημοψηφισματική νομιμοποίηση εν όψει της όξυνσης των αντιφάσεων της μπολιβαριανής διαδικασίας συνολικά: υπάρχουν αυξανόμενα οικονομικά προβλήματα (ο πληθωρισμός το Νοέμβριο ήταν 4,4%), κοινωνικές εντάσεις (η πρόσφατη απεργία των εργατών πετρελαίου, προβλήματα εφοδιασμού), και πολιτική κρίση (ένα μεγάλο μέρος των τσαβιστών κυβερνητών και δημάρχων δεν κινητοποιήθηκε για το δημοψήφισμα, ενώ αυξάνεται η φοιτητική κινητοποίηση που καθοδηγεί η Δεξιά). Μια από τις εκδηλώσεις αυτών των αντιφάσεων είναι, ακριβώς, η διάσπαση στις κυβερνητικές γραμμές και στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ακριβώς επειδή το δημοψήφισμα έχει λίγο να κάνει με το Σύνταγμα και πολύ περισσότερο με την δημοψηφισματική νομιμοποίηση, η ήττα του ανοίγει αναπόφευκτα μια περίοδο τεράστιας πολιτικής κρίσης. Οι «τροτσκιστές» που υποστήριξαν το κείμενο της μεταρρύθμισης εξαπατούν: υποστηρίξανε ένα βοναπαρτιστικό, δηλαδή ένα αντισοσιαλιστικό πρόγραμμα κι αποπροσανατόλισαν τον λαό παρουσιάζοντας μία συνταγματική διαδικασία σαν εμβάθυνση της επανάστασης.

Αν έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

Η θέση περί απόρριψης τους σοσιαλισμού χρησιμεύει για να δικαιολογήσει μια δεξιά στροφή στη Βενεζουέλα και μια προσέγγιση ανάμεσα σε συμπολίτευση και δεξιά αντιπολίτευση, ή τουλάχιστον μια συμφιλίωση με τους τσαβίστες που αποσκίρτησαν τους τελευταίους μήνες. Αναφερόμαστε, σ’ αυτή την περίπτωση, στο τμήμα του στρατού που ακολουθεί τον πρώην υπουργό άμυνας Μπαντουέλ και στο τσαβιστικό κόμμα Ποδέμος. Ένας ανώτατος αξιωματούχος της κυβέρνησης, ο υφυπουργός Εξωτερικών Βλαντιμίρ Βιγιέγκας παρουσίασε το αποτέλεσμα της 2ης Δεκεμβρίου σαν «μια σωτήρια ήττα» (εφημερίδα Νασιόν, 4/12). Μπα, τι μας λέει; Ζήτω η ήττα! Χωρίς την παραμικρή ντροπή λέει ότι «θεωρούμε ξεπερασμένο το σοσιαλιστικό μοντέλο […] το ίδιο πιστεύει και ένα μεγάλο τμήμα της χώρας που το συνδέει με την απώλεια των ελευθεριών». Ο υπουργός δεν αντιλαμβάνεται, φαίνεται, ότι εδώ και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια αυτός και η κυβέρνηση που τον πληρώνει μιλούσαν και πραγματοποιούσαν τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, στο δημοψήφισμα» νικήθηκαν τα άκρα(!!!), τόσο στον τσαβισμό όσο και στην αντιπολίτευση»- που πάει να πει ότι ο Τσάβες που έθεσε το δίλημμα «ή Τσάβες ή Μπους» αποτελεί τον «εξτρεμιστή» της ίδιας της κυβέρνησής του. Η ήττα, σύμφωνα με τον τσαβίστα υφυπουργό Βιγιέγκας, είναι «σωτήρια… γιατί θα εξαφανιστούν προσωρινές ανησυχίες… και θα διορθωθούν λάθη». Η θέση αυτή ενός τμήματος τσαβιστών που έχει εγκατασταθεί στη κυβέρνηση γεννά το προφανές συμπέρασμα: η απειλή ενός πραξικοπήματος προέρχεται από το εσωτερικό της συμπολίτευσης, από ένα μεγάλο τμήμα της που στις 2 Δεκεμβρίου κάλεσε να ψηφιστεί το Ναι ή συμπορεύτηκε μ’ αυτή την ψήφο, μ’ άλλα λόγια από το εσωτερικό ενός καθεστώτος που οι ψευτο-αριστεροί χαρακτηρίζουνε χρόνια τώρα σαν την πολιτική μορφή της διαρκούς επανάστασης στην Βενεζουέλα.

Η εξάντληση της μπολιβαριανής εμπειρίας

Η ήττα στο δημοψήφισμα κορύφωσε μία πρόσφατη πολιτική διαδικασία που αν και δεν έχει απλωθεί είναι πολύ έντονη. Άρχισε με την επίθεση για την ενσωμάτωση της εργατικής Γενικής Συνομοσπονδίας UNT [Εθνική Ένωση Εργαζομένων] σε παράρτημα του Υπουργείου Εργασίας και συνεχίστηκε με τη δημιουργία του ενός και μοναδικού κόμματος. Όπως πάνε τα πράγματα, η «γεωμετρία της εξουσίας» που έγινε έμμονη ιδέα του Τσάβες δεν περιλαμβάνει την παρέμβαση στις περιφέρειες, κυρίως εκεί όπου κυβερνά η δεξιά αντιπολίτευση. Αφορά μόνο την παρέμβαση στο εργατικό κίνημα. Αυτό προκάλεσε μια κρίση όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, το ΡΡΤ και το Ποδέμος αρνήθηκαν να υποταχθούν στο ενιαίο κόμμα του Τσάβες, το PSUV (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας). Τα πέντε εκατομμύρια μέλη που υποτίθεται ότι εντάχθηκαν στις γραμμές του PSUV δεν ήταν αρκετά, όπως φαίνεται, για να ξεπεράσουν τα τεσσεράμισι εκατομμύρια ψήφους του Όχι. Αυτή την κρίση την ακολούθησε η κρατικοποίηση του καναλιού RCTV- όπου η κυβέρνηση δεν ανανέωσε την άδεια ιδιωτικής του εκμετάλλευσης και το έθεσε κάτω από τον γραφειοκρατικό έλεγχο του κράτους (αντί να το παραχωρήσει στα χέρια ανεξάρτητων λαϊκών οργανώσεων). Στη συνέχεια, η κυβέρνηση και το PSUV στάθηκαν ανίκανοι να αντιπαλέψουν πολιτικά τον έλεγχο της Δεξιάς στο φοιτητικό κίνημα, το οποίο αντιμετώπισαν όπως και το τηλεοπτικό κανάλι. Δεμένος με τα κρατιστικά του συμφέροντα και την πολιτική του ενσωμάτωσης στο κράτος, ο τσαβισμός στάθηκε ανίκανος να προσεγγίσει το φοιτητικό κίνημα με όπλα ελευθεριακά και σοσιαλιστικά. Ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» ήταν ανίκανος να κινητοποιήσει την δική του νεολαία και να απογυμνώσει τις αντιφάσεις του αντίπαλου κινήματος΄ τελικά, η φοιτητική κινητοποίηση της Δεξιάς ήταν ο βασικός αγωγός που ακολούθησε η ολιγαρχία για να καταλάβει τους δρόμους, πράγμα που σίγουρα την θέτει σε ένα πεδίο αντιφάσεων ακόμα ευρύτερο μακροπρόθεσμα. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί η έκρηξη των οικονομικών αντιφάσεων: την στιγμή που η λεγόμενη «μπολιμπουρζουαζία» [η αστική τάξη του μπολιβαριανού κινήματος] πλουτίζει κτηνωδώς, λυμαινόμενη το κρατικό θησαυροφυλάκιο και κερδοσκοπώντας στη μαύρη αγορά συναλλάγματος (ωραίος σοσιαλισμός, έτσι δεν είναι;), αυξάνεται η ανέχεια κι η έλλειψη εφοδίων την οποία η κυβέρνηση αρνείται. Προπαντός αρνείται να αυξήσει τους μισθούς (προκαλώντας την απεργία των εργατών πετρελαίου) .

Η τάση προς τον βοναπαρτισμό είναι πάντοτε έκφραση όχι προσωπικών καπρίτσιων αλλά μιας κοινωνικής κρίσης. Προσπαθεί να διαχειριστεί σαν διαιτητής οξυμένες κοινωνικές συγκρούσεις καταφεύγοντας σε έκτακτα μέτρα. Η αποτυχία του δημοψηφίσματος σημαίνει ότι το μπολιβαριανό πρόταγμα έχει εξαντληθεί. Αυτό το έχουμε πει εδώ και μήνες (άρθρο του Αλταμίρα για την «κρίση στις Ένοπλες Δυνάμεις» στην Πρένσα Ομπρέρα της 9 Αυγούστου και άρθρο του Οβιέδο στις 30 Αυγούστου). Γι’ αυτό και τώρα δεν χρειάζεται να αυτοσχεδιάσουμε κάποιο συμπέρασμα. Η όξυνση της πολιτικής κρίσης που ετέθη στην ημερήσια διάταξη με την ήττα στο δημοψήφισμα θα κάνει να εμφανιστούν νέες εκδηλώσεις βοναπαρτισμού που θα διαφέρουν από τις μέχρι τώρα καθώς θα έχουν μεγαλύτερη αστάθεια και λιγότερη θεσμική στερεότητα.

Μια εξαιρετική κατάσταση

Στη Βενεζουέλα έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση εξαιρετική, θα λέγαμε θαυμάσια. Η ήττα του δημοψηφίσματος ξεμπλοκάρει, από τη μια μεριά τις δυνατότητες για το εργατικό κίνημα ώστε να οργανωθεί με τρόπο ανεξάρτητο, δίνοντας ένα πλήγμα (που θα το θέλαμε θανάσιμο) στο υπουργείο Εργασίας. Από την άλλη μεριά, η Δεξιά δεν έχει τους όρους για να πάρει μια αποφασιστική πρωτοβουλία: πρώτο, γιατί η λαϊκή συνείδηση είναι το ίδιο, αν όχι ακόμα πιο αντιδεξιά από πριν΄ δεύτερο, γιατί η Δεξιά συνεχίζει να είναι διαιρεμένη από ισχυρούς ανταγωνισμούς. Η αδυναμία της Δεξιάς εκδηλώνεται στην προσπάθειά της να προσεγγίσει τους «τσαβίστας χωρίς τον Τσάβες». Ο στρατός δεν μπορεί, για την ώρα, να έχει εμπιστοσύνη σε μια δεξιά περιπέτεια γιατί έτσι θα μπορούσε να χάσει οριστικά την αίγλη του στο λαό, παρόλο που αυτό, βέβαια, δεν θα κρατήσει για πάντα. Η Βενεζουέλα μπήκε σε μια μεταβατική περίοδο γεμάτη σπασμούς που απαιτεί πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα από τις ταξικές δυνάμεις. Αν η κοινωνική κρίση οξυνθεί κι οι αντίπαλες δυνάμεις δεν μπορούν να αποκτήσουν συνοχή και να κάνουν να πέσει η πλάστιγγα προς το μέρος τους, τότε θα ενταθούν τα βοναπαρτιστικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης, στην κατεύθυνση μιας μεγαλύτερης τάσης στη δημαγωγία και τις κοινωνικές παραχωρήσεις, από την μια, και από την άλλη, με την καταστολή τόσο κατά της Αριστεράς όσο και κατά της Δεξιάς. Το καθήκον είναι, ως εκ τούτου, να εντείνουμε την πολιτική, προγραμματική και οργανωτική προετοιμασία μιας σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, η οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στο ανεξάρτητο προλεταριάτο.

Ένα εργατικό κόμμα

Η στρατηγική πρωτοβουλία που επιβάλλεται είναι να δώσουμε την εναρκτήρια ώθηση για την ίδρυση ενός κόμματος των εργατών. Το PSUV είναι νεκρό. Ο Ορλάντο Κιρίνο, ηγέτης του Ρεύματος C-Cura της UNT που απέρριψε την πρόσφατη βοναπαρτιστική μεταρρύθμιση και ο οποίος πρωτύτερα είχε αρνηθεί να υποταχτεί στο PSUV, έθεσε την αναγκαιότητα ενός κόμματος των εργατών. Η γνώμη μας είναι ότι αυτή η πρόταση πρέπει να γίνει πράξη αμέσως. Δεν έχει σημασία ο αρχικός αριθμός των μελών΄ αυτό που έχει σημασία τώρα είναι ένα πρόγραμμα και μια εφημερίδα, πάνω απ’ όλα μια εργατική σοσιαλιστική εφημερίδα. Είναι λυπηρό ότι χάθηκε τόσος χρόνος μέχρι τώρα λόγω της προσαρμογής του 90% των τροτσκιστικών ομάδων στον Τσαβισμό και στο PSUV. Ξεκινώντας με την ίδρυση του πυρήνα ενός κόμματος και ιδιαίτερα με την εφημερίδα, θα τεθεί η αναγκαιότητα, επίσης άμεσα, μιας καμπάνιας για τις άμεσες διεκδικήσεις που θα συγκεκριμενοποιηθεί σε σχέδια πάλης και σε μια καμπάνια για ένα δημοκρατικό Συνέδριο της UNT. Εάν καθυστερήσουμε και χάσουμε χρόνο να τα βάλουμε στην πράξη αυτά, τότε θα δούμε να ανασταίνονται τα πτώματα των παλιών δεινοσαύρων της CTV.

Έχει δημιουργηθεί στην Βενεζουέλα μια κατάσταση άκρως αντιφατική που δεν μπορεί να περιληφθεί πλήρως σε έναν απλό ορισμό. Η πολιτική κρατική διαιτησία εξασθενίζει σαν συνέπεια της επενέργειας ενός συνόλου παραγόντων. Αποσαφηνίζοντας τη νέα κατάσταση θα έχουμε την ευκαιρία να προωθήσουμε την λατινοαμερικάνικη επανάσταση σε μια καινούργια φάση.

[Ο Χόρχε Αλταρίρα είναι ηγετικό στέλεχος του Παρτίδο Ομπρέρο της Αργεντινής και της Συντονιστικής Επιτροπής για την Επανιδρυση της Τέταρτης Διεθνούς]

Μετάφραση Σ.


http://www.politikokafeneio.com/neo

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες