Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΚΡΙΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ


 Του Σάββα Γ. Ρομπόλη
Καθ. Παντείου Πανεπιστημίου
Επιστ. Δ/ντή ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

1. Η διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομική κρίση
Η οικονομική κρίση βαθαίνει στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να χαθούν 8,5 εκατ. θέσεις εργασίας στην Ε.Ε. τη διετία 2009-2010, σε αντίθεση με τα 9,5 εκατ. θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν την περίοδο 2006-2008.
Μπροστά σ’ αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, απουσιάζει παντελώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το κάθε κράτος-μέλος εφαρμόζει, στο πλαίσιο των κριτηρίων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, μία περιοριστική πολιτική δημοσιονομικής –εισοδηματικής πειθαρχίας, απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικής προστασίας, με άμεσα και απτά αποτελέσματα:
α) την πραγματική μείωση των εισοδημάτων η οποία επιφέρει μείωση της ζήτησης, επιδεινώνοντας έτσι τις συνθήκες ύφεσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, β) την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των συνταξιούχων (στην Ελλάδα το 2007 59% των αποδοχών αντιστοιχούσε σε φόρους πάσης φύσεως και ασφαλιστικές εισφορές, από 57% που ήταν το 2005), γ) την αμφισβήτηση και υπονόμευση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας,    δ) την σημαντική αύξηση της ανεργίας (στην Ελλάδα  η επίσημη ανεργία τον Νοέμβριο του 2009 ήταν 10,6% [532.000 άτομα] από 7,8% [Νοέμβριος 2008] και η πραγματική ανεργία είναι 16,5% [825.000 άτομα]) και την σοβαρή χρηματοδοτική αποδυνάμωση της κοινωνικής ασφάλισης.
Είναι φανερό ότι οι πολιτικές αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσδοκούν την σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας με μείωση των μισθών και των εισοδημάτων καθώς και με απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και αποδόμηση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, με καταμέτωπη επίθεση όχι μόνο στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα αλλά και στους αρμούς των οργανωμένων Ευρωπαϊκών κοινωνιών που ως ένα βαθμό εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή, με αποτέλεσμα τον κοινωνικό κατακερματισμό, την αβεβαιότητα και την συρρίκνωση των προσδοκιών.
2. Η Οικονομική κρίση και ύφεση στην ελληνική οικονομία
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας σήμερα χαρακτηρίζεται ως αρκετά σοβαρή, με την έννοια ότι εκτός του υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος και δημόσιου χρέους πλήττεται και από την έντονη ανισοκατανομή του εισοδήματος, την υψηλή ανεργία και την τεχνολογική και καινοτομική κατάρρευση της παραγωγικής βάσης. Επομένως η οδός διάσωσης προϋποθέτει συνεκτικές, συγκεντρωμένες και στοχοθετημένες παρεμβάσεις βραχυπρόθεσμου και μεσο-μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, προκειμένου κατά την περίοδο 2010-2015 να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αποκατάστασης των προαναφερόμενων διαρθρωτικών ανισορροπιών. Το δυσάρεστο σ’ αυτή την αναγκαιότητα είναι ότι η έμπρακτη στήριξη της ελληνικής οικονομίας από την Ε.Ε., μονεταριστικής κατά κύριο λόγο έμπνευσης, κινείται στην κατεύθυνση της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας για τον έλεγχο και την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων, με αποτέλεσμα η παντελής έλλειψη αναδιανεμητικών και αναπτυξιακών στοιχείων, να παρατείνει τις συνθήκες οικονομικής κρίσης και ύφεσης της ελληνικής οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια και να δημιουργήσει, τόσο όρους στασιμοπληθωρισμού, όσο και όρους κραχ στην αγορά εργασίας με την αύξηση της ανεργίας.
Μία τέτοια προοπτική θα στερηθεί της αντοχής της ελληνικής κοινωνίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διάβρωση της κοινωνικής συνοχής. Παράλληλα, μία τέτοια προοπτική προσδίδει στην Ελλάδα τον ρόλο του ενός «κύβου» του πάζλ που συγκροτεί το ευρωπαϊκό εργαστήρι του κοινωνικού πειράματος της πλήρους αποδόμησης του κοινωνικού κράτους στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ε.Ε. στον τομέα αυτό είναι φανερό ότι έχει επιλέξει στην σφαίρα της επίσημης οικονομίας την στρατηγική μίμησης του κοινωνικού κράτους και του προτύπου εργασιακών σχέσεων των ΗΠΑ και στο επίπεδο των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων που επικρατούν στην σφαίρα της «μαύρης εργασίας» έχει επιλέξει την στρατηγική μίμησης της Κίνας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η αποτυχία της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα να βελτιώσει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας διαμέσου της μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας, των ιδιωτικοποιήσεων, της ενίσχυσης της κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα, της διεύρυνσης της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων, της δημοσιονομικής πειθαρχίας με κύριο μέσο την πραγματική μείωση των κοινωνικών δαπανών και της απορρύθμισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει τις εργοδοτικές οργανώσεις που υποστήριξαν αυτή την κατεύθυνση και αυτό το μείγμα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, σε αναθεώρηση των απόψεών του και σε αλλαγή των πολιτικών τους.
Παράλληλα, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς το γεγονός ότι η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική οδήγησε την ελληνική οικονομία και τους εργαζόμενους στην σημερινή δυσμενή κατάσταση, μετά από μία μακρά περίοδο (1994-2008) αναδιανομής και αύξησης του ΑΕΠ, κατά την οποία θα έπρεπε να μειωθούν τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Αντ’ αυτού, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, παρατηρείται μία μέση ετήσια αύξηση του δημοσίου ελλείμματος κατά 5 δις ευρώ και του δημόσιου χρέους κατά 6,2 δις ευρώ, χωρίς να έχει βελτιωθεί σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, των συνταξιούχων και των ανέργων και να έχουν διευρυνθεί τα αναπτυξιακά αποθέματα της χώρας.
2.1. Από την οικονομική κρίση στην κρίση απασχόλησης
Η σημερινή διεθνής κρίση ξεκίνησε ως κρίση ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου (χρηματοπιστωτική), μετεξελίχθηκε διεθνώς σε κρίση της πραγματικής οικονομίας (οικονομική κρίση και ύφεση) και εξελίσσεται σε κρίση απασχόλησης με την αρνητική τάση της ανεργίας η οποία διεθνώς αλλά και στην Ευρώπη και την χώρα μας θα φθάσει κατά το 2010 σε υψηλά επίπεδα.
Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πρόσφατης κρίσης, με την έννοια ότι ενώ στα επόμενα χρόνια (μετά το 2012) θα παρουσιάζεται ένας σταδιακός ρυθμός ανάκαμψης, εντούτοις αυτό θα συμβαίνει με την ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανεργίας (άνεργη ανάκαμψη). Ακριβώς για αυτό τον λόγο προβλέπεται, από ορισμένους αναλυτές, ότι η κρίση απασχόλησης κατά την φάση της ανάκαμψης θα δημιουργήσει διεθνώς συνθήκες κοινωνικής κρίσης, με αποτέλεσμα η κυκλική εξέλιξη της ανεργίας να καταστεί μεσο-μακροπρόθεσμη, με αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας, στην παραγωγή και στην κοινωνική συνοχή.
Μια τέτοια προοπτική κρίσης της απασχόλησης, θα πλήξει ιδιαίτερα τους νέους (ες), τους ανειδίκευτους, τους μετανάστες και τους εργαζόμενους σε ευέλικτες και προσωρινές μορφές απασχόλησης, επιφυλάσσοντας τους την ένταξη τους στην κατηγορία της μακροχρόνιας ανεργίας και της σταδιακής περιθωριοποίησης από το εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα μακροχρόνια, εξαιτίας της απαξίωσης των ικανοτήτων και δεξιοτήτων τους να μην αποτελούν ελκυστική επιλογή για τους εργοδότες.
Έτσι, με αυτά τα δεδομένα θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια για να επανέλθει το επίπεδο της ανεργίας σ’ αυτό πριν την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης (φθινόπωρο 2008). Για παράδειγμα για τις ΗΠΑ προβλέπεται ότι μια τέτοια προοπτική θα επέλθει μετά το 2018, ενώ για την Ελλάδα προβλέπεται ότι το 2015 το επίπεδο της ανεργίας δεν θα είναι χαμηλότερο απ’ αυτό του έτους 2008 (7,8%). Επιπλέον, κατά την περίοδο 2015 - 2020 η αύξηση της απασχόλησης προβλέπεται ότι θα κυμανθεί στα επίπεδα του 1,5% τον χρόνο, με αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι η ανάκαμψη της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας θα συνυπάρχει με υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Η ανάσχεση αυτής της προοπτικής κρίσης της απασχόλησης, σε βραχυχρόνιο επίπεδο, προϋποθέτει την άμεση ένταξη των ανέργων στην απασχόληση, τόσο για την εξασφάλιση εισοδήματος, όσο και για διατήρηση των δεξιοτήτων τους που θα τους επιτρέψει μεσο-μακροπρόθεσμα να ενταχθούν σε πλέον καινοτομικές, παραγωγικές και τεχνολογικές θέσεις εργασίας όταν επιταχυνθεί η διαδικασία της ανάκαμψης.
Όμως κάτι τέτοιο για να συμβεί, απαιτείται να αποσαφηνισθεί η κινητήρια δύναμη της διεθνούς οικονομικής ανάκαμψης. Για παράδειγμα κατά την περίοδο των τελευταίων δεκαετιών τον ρόλο αυτό έπαιζαν οι καταναλωτές της Αμερικής. Σήμερα, και στο άμεσο μέλλον φαίνεται ότι η Κίνα επενδύει κατά κύριο λόγο σε παιδεία και υποδομές, ενώ οι ΗΠΑ επενδύουν σε υψηλή τεχνολογία. Η Βραζιλία, η Ινδία και η Κίνα εκτιμάται (D.Strαus –Kan, 2009), ότι δεν μπορούν να εξελιχθούν σε κινητήρια δύναμη της διεθνούς ανάκαμψης. Έτσι φαίνεται ότι και στις σημερινές δυσμενείς διεθνείς οικονομικές συνθήκες η ισχυροποίηση του δολαρίου θα μπορούσε για μία ακόμη φορά να ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών  στις ΗΠΑ, προκειμένου να κινητοποιήσουν τις προϋποθέσεις ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όμως, μια τέτοια επιλογή ενίσχυσης του δολαρίου δεν φαίνεται να προβληματίζει την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ γιατί θα αποδυναμώσει τις αμερικάνικες εξαγωγές προς όλο τον κόσμο. Επομένως, απαιτείται να βρεθούν νέοι θύλακες κινητήριας δύναμης της διεθνούς ανάκαμψης, προκειμένου να ανατραπούν οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης που τροφοδοτούν διεθνώς υψηλά ποσοστά ανεργίας. 
Ειδικότερα για την ευρωπαϊκή οικονομία αποτελεί επιλογή πρώτης προτεραιότητας η δημιουργία εσωτερικών προϋποθέσεων ανάκαμψης αφού οι εξωτερικές προϋποθέσεις είναι περιορισμένες.
Πιο συγκεκριμένα είναι αναγκαίο για την ανάκαμψη και την αποτροπή της κρίσης απασχόλησης, να αντικατασταθεί ριζικά το διεθνές, ευρωπαϊκό και ελληνικό πρότυπο ανάπτυξης της ευελιξίας της εργασίας (μικρο-επίπεδο), της ενίσχυσης της προσφοράς (μακρο-επίπεδο) και της ιδιωτικοποίησης και κεφαλαιοποίησης του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο), από το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ρύθμισης της εργασίας (μικρο-επίπεδο), της ενίσχυσης της καινοτομικής και παραγωγικής ανάπτυξης (μακρο-επίπεδο) και της ενδυνάμωσης της αναδιανομής του εισοδήματος και της αναδιανεμιτικότητας του κοινωνικού κράτους (κοινωνικό επίπεδο).
Στο πλαίσιο αυτό του νέου αναπτυξιακού προτύπου, η προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης απαιτείται να επικεντρωθεί στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και όχι με την διαχείριση της ανεργίας και την διευθέτηση των ανισορροπιών στην ελληνική αγορά εργασίας.
2.2. Από την οικονομική κρίση στην κρίση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης
Οι επιλογές δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επεκτείνονται εκ νέου και στις συνταξιοδοτικές τους πολιτικές, με τις παραμετρικές αλλαγές (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, διάρκεια εργάσιμου βίου, κλπ), προκειμένου να περιοριστούν οι δαπάνες συντάξεων και να εξοικονομηθούν πόροι για την κάλυψη των μακροχρόνιων ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, εκτός από την Ελλάδα σε ορισμένες άλλες χώρες της ευρωζώνης που διέρχονται σε μικρό (Γαλλία, Βέλγιο, Αγγλία, Γερμανία) ή μεγάλο βαθμό (Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία) περίοδο κρίσης δημοσίων ελλειμμάτων και δανεισμού, επαναλαμβάνονται αντίστοιχες πολιτικές παραμετρικού χαρακτήρα, που έλαβαν κατά την διάρκεια της περιόδου 1990-2008 και οδήγησαν στην μείωση των συντάξεων μέχρι και 20%, χωρίς παράλληλα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να αντιμετωπίσουν τα χρηματοδοτικά προβλήματα των συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Με άλλα λόγια η δημοσιονομική πολιτική που ασκήθηκε, στα κράτη – μέλη, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδιαίτερα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, προσέφερε απαλλαγές στα υψηλά εισοδήματα και εξ’ αυτού του γεγονότος κατέφευγε σε δανεισμό, χρεώνοντας έτσι τις μελλοντικές γενεές εργαζομένων για την αποπληρωμή του αυξημένου δημόσιου χρέους. Παράλληλα περιορίζοντας τις δημόσιες και κοινωνικές δαπάνες καταφεύγουν την ίδια περίοδο σε πολιτικές παραμετρικού χαρακτήρα που μειώνουν το επίπεδο των συντάξεων και επιδεινώνουν τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης τους.
Έτσι, οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αποστέρησαν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης από νέους πόρους παρά την συρρίκνωση των κοινωνικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Παράλληλα η οικονομική κατάσταση των διανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία) έχει επηρεασθεί αρνητικά, εκτός των άλλων, και από την σημαντική αύξηση της ανεργίας, ενώ αυτή των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ( Ισλανδία, Σλοβακία, Αγγλία, Ιρλανδία) έχει επηρεασθεί αρνητικά από την σημαντική μείωση των τιμών των χρηματιστηριακών τίτλων στους οποίους είχαν επενδύσει κατά κύριο λόγο τις κινητές αξίες των περιουσιακών τους στοιχείων.
Το αποτέλεσμα αυτών των δυσμενών εξελίξεων είναι η αύξηση των εισφορών (Ισλανδία), η αλλαγή του κεφαλαιοποιητικού σε διανεμητικό σύστημα (Σλοβακία) και το πάγωμα της εθνικής σύνταξης (638 ευρώ το μήνα  - Αγγλία) σε συνδυασμό με μείωση του κεφαλαιοποιητικού τμήματος της σύνταξης.
Στην Ελλάδα η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά την οικονομική κατάσταση της κοινωνικής ασφάλισης λόγω της αύξησης της ανεργίας (απώλεια ετήσιων εσόδων 3 δισ. ευρώ). Όμως στην Ελλάδα πολύ περισσότερο έχει επηρεάσει αρνητικά την μακροχρόνια οικονομική κατάσταση της κοινωνικής ασφάλισης, η αύξηση της εισφοροδιαφυγής  (8,3 δισ. ευρώ, 2009), η μη καταβολή των οφειλών του κράτους από το 1993 στα ασφαλιστικά ταμεία (12 δις. ευρώ) και η σταδιακή συρρίκνωση του κεφαλαιακού αποθέματος της κοινωνικής ασφάλισης.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, οι κοινωνικο – ασφαλιστικές επιλογές στην Ελλάδα και σε άλλα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσανατολίζονται κυρίως: στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, στην αύξηση του χρόνου παραμονής στην εργασία και στην προώθηση της εισαγωγής κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στην κοινωνική ασφάλιση με την συρρίκνωση του διανεμητικού τμήματος των συντάξεων και την διεύρυνση (περιορισμός της τριμερούς χρηματοδότησης) του κεφαλαιοποιητικού τμήματος.
Όμως, η δομική αυτή αντίφαση των στόχων και του περιεχομένου των περιοριστικών αυτών μέτρων, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων – συνταξιούχων αλλά και των χρηματοδοτικών αναγκών του κοινωνικο – ασφαλιστικού συστήματος, εμπεριέχει, εκτός των άλλων, και μακρο – κοικωνικό – οικονομικές διαστάσεις, αφού τόσο ο υπολογισμός των συντάξεων με βάση ολόκληρο τον εργάσιμο βίο, όσο και η αύξηση του χρόνου παραμονής στην εργασία, προϋποθέτουν από την πλευρά της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής συνεχή και σταθερή απασχόληση αλλά και δυναμική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Το ίδιο, η διεύρυνση των κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο συνταξιοδοτικό σύστημα προϋποθέτει ασφαλή και υψηλή απόδοση από τις επιλογές αξιοποίησης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Παράλληλα, η συνεχής αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης δημιουργεί συνθήκες διεύρυνσης της ανεργίας και επιδείνωσης του επιπέδου παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και των οικονομιών από την συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ηλικιωμένων εργαζομένων.
Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους και με δεδομένη την αρνητική εμπειρία από την εφαρμογή αντίστοιχων μέτρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση τις προηγούμενες δεκαετίες, σε ορισμένα κράτη – μέλη, όπως και στην Ελλάδα, τίθεται πλέον με την μορφή του επείγοντος, η αναγκαιότητα ανεύρεσης νέων πόρων, εκτός του Κρατικού Προϋπολογισμού (αύξηση αντικειμενικών αξιών δημόσιας και εκκλησιαστικής περιουσίας, τυχερά παιχνίδια, κερδοφορία τραπεζών και δημόσιων επιχειρήσεων, καζίνο,…κλπ, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2010) για την ενίσχυση της χρηματοδότησης και την δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
3. Αντί επιλόγου
Μετά την οικονομική κρίση στην λειτουργία της διεθνούς, της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας πολλά πράγματα θα είναι διαφορετικά στο επίπεδο της ανάπτυξης, της απασχόλησης, του εισοδήματος, των τομέων και κλάδων παραγωγής, της τεχνολογίας, της μετανάστευσης, των κλιματικών αλλαγών και του περιβάλλοντος, της αγοράς εργασίας και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Όμως, αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτή η μετά την κρίση διαφορετικότητα θα πρέπει να σχεδιασθεί, οργανωθεί και λειτουργήσει στην πράξη με τέτοιο τρόπο ώστε να μην δημιουργεί στους εργαζόμενους και στην νεολαία συνθήκες αβεβαιότητας και ανασφάλειας αλλά να δημιουργεί συνθήκες βέβαιας και εξελισσόμενης δυναμικά οικονομικής και κοινωνικής προοπτικής για την ελληνική οικονομία, την αγορά εργασίας και το σύστημα κοινωνικής προστασίας, τα περιουσιακά στοιχεία (κινητά και ακίνητα) του οποίου επαρκούν σήμερα για την χρηματοδότηση των παροχών ενός έτους.
Έτσι, εάν δεν απαντηθούν αναπτυξιακά και κοινωνικά αποτελεσματικά οι προκλήσεις αυτές, οι δύσκολες προοπτικές που βρίσκονται μπροστά μας θα επιδεινωθούν με την έξαρση της αντίφασης «μείωση των προσλήψεων – αύξηση των απολύσεων». Οι προβλέψεις ανάκαμψης της τάξης του 0,4% ή 0,5% αύξησης του ΑΕΠ το 2011 ή το 2012 δεν είναι ικανές και αναγκαίες για να επιλύσουν την προαναφερόμενη αντίφαση στην αγορά εργασίας. Η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη επίλυσης της συγκεκριμένης συνθήκης είναι η νέα ανάπτυξη, η αναδιανομή του εισοδήματος και η μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών. Οι νέοι πόροι θα χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας γιατί το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη αποταμίευσης αλλά η έλλειψη κατανάλωσης, η οποία με την σειρά της θα κινητοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Έτσι μόνο θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, θα παραχθεί και θα αναδιανεμηθεί δίκαια νέος πλούτος, θα εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά η παραγωγή, θα απορροφηθεί σημαντικά η ανεργία, θα εξισορροπηθεί σημαντικά η λειτουργία της αγοράς εργασίας και θα εξαλειφθεί ο φαύλος κύκλος των δημοσιονομικών και αναπτυξιακών αδιεξόδων στην ελληνική οικονομία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ουσιαστική ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας θα επέλθει με την άσκηση δημόσιων πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος, ενίσχυσης της παραγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και αύξησης του εισοδήματος των νοικοκυριών.
Πιο συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση αυτή απαιτείται να διεκδικήσουμε:
α) Εκπόνηση και υλοποίηση ενός ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
β) Υλοποίηση ειδικού τριτοετούς προγράμματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ειδικούς πόρους για την υποστήριξη της απασχόλησης και προστασία της ανεργίας.
γ) Δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής αλληλεγγύης στην Ευρώπη.
δ) Προώθηση νέων πεδίων ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη, με την αύξηση των επενδύσεων στην πράσινη οικονομία, στις επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος, στην νέα τεχνολογία και την καινοτομία.
ε) Αποτελεσματική και ταχύτερη αξιοποίηση των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμογή αντίστροφης αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Από την άποψη αυτή, αποτελεί στόχο επείγουσας προτεραιότητας, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της διεθνούς οικονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (νέο μείγμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής) και η δημιουργία συνθηκών δυναμικής προοπτικής της (νέο πρότυπο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης), τα οποία λειτουργούντα ως οργανική ενότητα θα μεταμορφώσουν (ολοκληρωμένα συμπλέγματα δραστηριοτήτων) την ελληνική οικονομία σ’ ένα οικονομικό και κοινωνικό σχηματισμό καινοτομικής, γνωσιολογικής και αλληλέγγυας προοπτικής, ο οποίος θα εξασφαλίζει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, την ποιότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και των εργασιακών και κοινωνικών συνθηκών παραγωγής τους, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού και διεθνούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.
Στο πλαίσιο αυτό, οι νέες παραγωγικές συνθήκες παραγωγής και δίκαιης αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου, θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη χρηματοδοτικής ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, προκειμένου να ανταποκριθεί αξιοπρεπώς στις μελλοντικές του υποχρεώσεις.
Τα μέτρα λιτότητας που θα γνωρίσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι την προσεχή τριετία θα επιδεινώσουν τουλάχιστον το βιοτικό τους επίπεδο κατά 30% και θα μειώσουν σημαντικά το επίπεδο ζήτησης και κατανάλωσης. Παράλληλα, η μη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου σε εθνικό και περιφερειακό – τοπικό επίπεδο, με κεντρικούς άξονες την επιχειρηματική αντί την επιδοτούμενη επιχειρηματικότητα, την εγκαθίδρυση ολοκληρωμένων συμπλεγμάτων δραστηριοτήτων (clusters) και την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, θα συμβάλλουν στην παραπέρα επιδείνωση της τεχνολογικής-παραγωγικής βάσης της χώρας και στην σημαντική αύξηση της ανεργίας με την περαιτέρω διάβρωση της κοινωνικής συνοχής.




Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες