(Φεβρουάριος 2008)
“Σήμερα μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο κόλαση και τον κάνουμε, όπως γνωρίζετε. Μπορούμε επίσης να τον μεταμορφώσουμε στο αντίθετο” (Χέρμπερτ Μαρκούζε, Το Τέλος της Ουτοπίας, 1967).
Ότι εκείνος ο κόσμος, που ζούσαμε στην δεκαετία του εξήντα, θα μπορούσε καταλήξει στην κόλαση, το ξέραμε, αχ, πόσο το ξέραμε! Στους μεγαλύτερους από μας, ο πικρός καπνός του Άουσβιτς και τα διαμελισμένα μέλη των μαρτύρων της Χιροσίμα ήταν ακόμα παρόντα: η Νύχτα και Ομίχλη και η Χιροσίμα, Αγάπη Μου του Alain Resnais όχι μόνο μας τα θύμιζαν, αλλά και κάποιες φορές μας κατηγορούσαν για το φταίξιμό μας. Ιδού, λοιπόν, η καταραμένη απορία: μέχρι ποιου σημείου ήμασταν όλοι μας υπεύθυνοι γι’ αυτά τα τραγικά γεγονότα, για τους πόλεμους που συνέβησαν, για εκείνο το μίσος κι εκείνη την ανήθικη υπακοή, που επέτρεψαν την ατέρμονη καταστροφή ζωών και πολιτισμών.
Όλα αυτά είχαν ξεκινήσει στο κέντρο της Ευρώπης και μετά, σιγά-σιγά, εξαπλωνόταν και στις άλλες ηπείρους: από την Αφρική ως τη Λατινική Αμερική, από τη Μέση Ανατολή ως την Νότιο-Ανατολική Ασία, η καταστολή κι ο θάνατος ήταν το σημάδι της ευρω-ατλαντικής δύναμης. Γύρω από το ζήτημα των ευθυνών, μπερδευόταν ο φόβος του παρελθόντος μαζί μ’ εκείνον του παρόντος.
Ταυτόχρονα, όμως, η ανάκληση στις προσωπικές ευθύνες, χωρίς να αρνείται κανείς και το συλλογικό σφάλμα, οδηγούσε σε μια ανατροπή του τρόπου θεώρησης, ωθούσε σε μια απεγνωσμένη ρήξη με μια ιστορική πορεία, η οποία δεν μπορούσε πλέον να παρουσιάζεται σαν το πεπρωμένο.
Υπήρξε πολλή διαλεκτική σ’ αυτό το συναίσθημά μας. Μην πάρουμε επάνω μας ούτε το σφάλμα, ούτε τον έπαινο. Στην πραγματικότητα, σ’ εκείνη την άθλια δύση της νεωτερικότητας, η διαλεκτική υπήρχε παντού.
Στην δύση, όπου ο καπιταλισμός κι η δημοκρατία πανηγύριζαν μια δογματική τελεολογία διαμέσου της αδυσώπητης πρότασης της τεχνολογίας.
Στην ανατολή, όπου η χειραφέτηση θεωρούνταν πλέον τετελεσμένη και το μόνο που αναμενόταν ήταν αυτό να γίνει αντιληπτό σ’ ολόκληρο τον λαό. Υπήρχε πάρα πολλή διαλεκτική, έπρεπε να μειωθεί.
Υπήρξε πολλή διαλεκτική σ’ αυτό το συναίσθημά μας. Μην πάρουμε επάνω μας ούτε το σφάλμα, ούτε τον έπαινο. Στην πραγματικότητα, σ’ εκείνη την άθλια δύση της νεωτερικότητας, η διαλεκτική υπήρχε παντού.
Στην δύση, όπου ο καπιταλισμός κι η δημοκρατία πανηγύριζαν μια δογματική τελεολογία διαμέσου της αδυσώπητης πρότασης της τεχνολογίας.
Στην ανατολή, όπου η χειραφέτηση θεωρούνταν πλέον τετελεσμένη και το μόνο που αναμενόταν ήταν αυτό να γίνει αντιληπτό σ’ ολόκληρο τον λαό. Υπήρχε πάρα πολλή διαλεκτική, έπρεπε να μειωθεί.
Η ίδια η δική μας η αυθεντική αίσθηση της ευθύνης δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη νιοστή μεταστροφή της υποκρισίας ή /και της ιδεολογίας, αν δεν αποφασίζαμε να ξεκόψουμε με τη διαλεκτική. Μ’ εκείνη, μέσω της οποίας, στο παρελθόν, είχε επιβληθεί η ενοχή. Μ’ εκείνη, η οποία, στο παρόν, ευνούχιζε την ευθύνη. Μ’ εκείνη, η οποία έκανε το μέλλον πιο θλιβερό από μια χαμένη αγάπη ή από μια απραγματοποίητη ελπίδα.Τι σήμαινε η ρήξη με την διαλεκτική; Σήμαινε εκτροχιασμό της επιθυμίας από εκείνον τον δρόμο, από εκείνην τη μοίρα, που μας οδηγούσε στην κόλαση; Καταρχάς, το πιο σημαντικό πράγμα δεν ήταν τότε να δινόταν μια νέα κατεύθυνση, ένα νέο τέλος στην διαλεκτική της νεωτεριστικότητας.
Δεν επρόκειτο για την επινόηση νέων μορφών ζωής ή νέων περιεχομένων ελπίδας, αλλά για την ανάγκη να βγει από τη μέση η διαλεκτική. Ήταν μια ριζική απόφαση καταστροφής και πιθανόν, επομένως (αλλά μόνο κατόπιν), μιας μεθόδου ανοικοδόμησης – απ’ αυτό είχαμε ανάγκη.
Μια ανανεωμένη καρτεσιανή επιχείρηση. Ίσως ακόμα, ένα έργο επαναβεβαίωσης της πίστης μας; Οπωσδήποτε, όμως, μια επανάσταση.. Τί άλλο θα μπορούσε να επιτρέψει μια τέτοια ανατροπή; Μόνο μια επανάσταση και, στην πραγματικότητα, κατά τη φιλοσοφία, “ένα φαινόμενο, που δεν ξεχνιέται πια, γιατί αποκάλυψε την ύπαρξη μέσα στην ανθρώπινη φύση μιας προδιάθεσης και μιας δύναμης προς το καλό, τέτοιας που κανένας πολιτικός δεν είχε ως τώρα επινοήσει στην πορεία την πραγμάτων” (Kant, Διαμάχη της επιστήμης της φιλοσοφίας με εκείνη των νομικών).
Χρειαζόταν λοιπόν να δημιουργήσουμε σε μας τους ίδιους, στον καθένα μας σαν μονάδα, μια θέληση ριζικής ανανέωσης, τέτοια ώστε που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την κοινή σύγκλιση των μοναδικοτήτων μέσα στο πλήθος.
Αυτή ήταν η επιθυμία του ’68. Μια ανυποχώρητη θέληση αλλαγής, επικεντρωμένη στη σωρεία των δυστυχιών, την οποίαν η ιστορία, στο παρελθόν, είχε αδειάσει μέσα στις συνειδήσεις. Το αίσθημα ευθύνης είχε μετατραπεί σε μια δύναμη, που μπορούσε να καταστρέψει (όχι να απελευθερώσει, αλλά να εκδικηθεί) το σφάλμα των πατέρων. Δεν ξέρω αν, πράγματι, όπως επιθυμούσε ο Descartes, “η θέληση είναι τόσο ελεύθερη από την φύση της, που δεν μπορεί ποτέ να εξαναγκαστεί”: ξέρω πως η θέληση έγινε σε τέτοιο σημείο ελεύθερη. Εμείς μπορέσαμε!Πού στόχευε η ρήξη; Στο να μπορέσει να αναδυθεί από εκείνην την απόρριψη, από εκείνην την συγκεκριμένη ανάληψη ευθύνης, μια νέα εικόνα του ανθρώπου: η ρήξη παρουσιάστηκε μέσα σε μια νέα ανθρωπολογική σύνθεση. Αυτό ήταν το σημάδι μιας πραγματικής επανάστασης.
Δεν ενδιαφέρει αν αυτή η επανάσταση κέρδισε ή τροποποίησε τις σχέσεις εξουσίας, από τις οποίες ή ενάντια στις οποίες είχε εξεγερθεί. Τροποποίησε την ζωή, την εργασία και τις επιθυμίες της “υπάρχουσας μοναδικότητας”: ιδού η νέα μάσκα του υποκειμένου, εκείνη η μοναδικότητα, η οποία είναι ταυτόχρονα και αντίσταση. Το ’68 καθιέρωσε νέες μορφές και ρυθμούς παραγωγής υποκειμενικότητας.
Κατ’ επέκταση, εξανάγκασε τα συστήματα εξουσίας να τροποποιήσουν τις συνθήκες πολιτικής διοίκησης, οικονομικής εκμετάλλευσης, καθώς και τους μηχανισμούς παραγωγής αξιών κι υπακοής.
Όλα άλλαξαν. Στις κουλτούρες του μοντέρνου, οι οποίες, από την αρχή της βιομηχανικής εποχής, ενώ άλλαζαν ακατάπαυστα, παρέμεναν στάσιμες, αντικαθίσταντο (κι αυτό ίσχυε τόσο στο εργοστάσιο, όσο και στη μητρόπολη) με πιο εύκαμπτους, ευκίνητους, άυλους κοινωνικούς δεσμούς, που οικοδομούνταν πάνω σε μια βαθειά δυναμική ανταλλαγών και σε μια πιο έντονη γλωσσολογική συνοχή.
Με τη σειρά τους, η πατριαρχική ηθική κι η εθνική υπερηφάνεια είχαν αποδυναμωθεί από τις ηθικές και τις πολιτικές αντιθέσεις, οι οποίες ύψωναν το σύνολο των μοναδικοτήτων ενάντια στις κοινοτικές αποφάσεις - και, ταυτόχρονα, από τις μεταναστεύσεις και την παγκοσμιοποίηση.
Και η άυλη εργασία, η πνευματική συνεργασία και οι νέες μορφές οικονομικής διοίκησης ενωνόντουσαν τώρα μέσα σε νέες τεχνολογίες συναίνεσης και μέσα σε νέους μηχανισμούς πειθάρχησης. Η ζωή, που είχε οδηγηθεί στο κατώφλι της κόλασης, διαμέσου της αμείλικτης διαδικασίας υπακοής στις προσταγές του καπιταλισμού - η ζωή αναπηδούσε μέσα σ’ εκείνο το κλουβί, επαναστατούσε, ράγιζε ολόκληρο το οικοδόμημα της υποταγής. Ο μεταμοντερνισμός, το σύγχρονο, θεωρούνται σήμερα η πραγματοποίηση των διαδικασιών, που τέθηκαν σ’ εφαρμογή από την επανάσταση του ’68.Το τέλος του “υπαρκτού σοσιαλισμού,” το 1989, δεν είναι τίποτα άλλο από μια δεύτερη συνέπεια όσων συνέβησαν το ’68. Η κεντρική στιγμή της επαναμορφοποίησης της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (ο σοσιαλιστικός κόσμος δεν ήταν παρά μια πλευρά εκείνου του κρύσταλλου) βρίσκεται στην δεκαετία 1968-1978, όταν η αντιιμπεριαλιστική νίκη στο Βιετνάμ και οι εξεγέρσεις των εργατών, των ανέργων και των φοιτητών στον δυτικό κόσμο ανάγκασαν τον καπιταλισμό, σε μια μόνο στιγμή και παντού στην υφήλιο, να υποστεί έναν βαθύ μετασχηματισμό.
Με τη δημιουργία της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, ακόμα κι οι τάξεις – όπως και τα έθνη – εξαφανίζονταν. Οι μέρες της εθνικής απελευθέρωσης, της εργατικής τάξης και των ανατρεπτικών πρωτοποριών έφευγαν. Αλλά η αυτοκρατορία δημιουργεί την αντίσταση των από κάτω κι αυτό φέρνει, λόγω αυτής της αντίστασης, όπως και το ’68, τον πολλαπλασιασμό των δικτύων, που δημιουργούνται αυθόρμητα κι είναι οργανωμένα με βάση μια διαρκώς ανανεωμένη αντίθεση, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Από τις δράσεις αυτού του πλήθους – τους αγώνες και τις διαδηλώσεις, τις μεταναστεύσεις και τις εξεγέρσεις – που πραγματοποιούνται με βάση μια κοινή βιοπολιτική επιθυμία για ειρήνη και δημοκρατία, ανθίζει ένας κόσμος μεταφιλελεύθερος και μετασοσιαλιστικός.
Χωρίς τους φενακισμούς της κυριαρχίας και της αντιπροσώπευσης μπορούμε επιτέλους να κτίσουμε την ελευθερία και την ισότητα. Η επικαιρότητα απλώνεται ανάμεσα σ’ ένα παρόν, που είναι ήδη νεκρό, και σ’ ένα μέλλον, που ήδη ζει. Το ’68 έμεινε να συμβολίζει το βέλος, που ρίφθηκε στο μέλλον.Μα όλα αυτά είναι, κατά κάποιον τρόπο, δευτερεύοντα (παρόλο που έχουν τεράστιες παγκόσμιες συνέπειες). Ο Μαρκούζε σκεφτόταν κάτι άλλο όταν μας έλεγε: “Μπορούμε επίσης να μεταμορφώσουμε τον κόσμο στο αντίθετο της κόλασης.” Είμαι πεπεισμένος πως τότε σκεφτόταν κάτι περισσότερο από την πραγματοποίηση μιας ουτοπίας, μιας μεθόδου, η οποία αναπτύσσει τα θέματα της χειραφέτησης και εγγυάται την δυνατότητά τους.
Είδαμε πως το ’68 συγκροτήθηκε μέσα από μια ρήξη και εξετάσαμε πως αυτή η ρήξη παράγει νέες ανθρώπινες αποφάσεις – ωστόσο είναι ακόμη βέβαιο πως οι τεράστιες συνέπειες, οι μη αναστρέψιμες επιδράσεις, που προέρχονται απ’ αυτήν την ρήξη, ξαναπάρθηκαν από τους μηχανισμούς του ελέγχου και της εξουσίας. Το αγωνιστικό σχέδιο της χειραφέτησης, αν θέλει να συνεχίσει, θα πρέπει να αποκτήσει μια μέθοδο.
Βρισκόμαστε ξανά στις καρτεσιανές απαρχές μιας πολιτικής και οντολογικής μετάβασης: όχι γιατί ο Descartes είναι σύγχρονός μας, αλλά γιατί, ανάμεσα στους μεγαλύτερους φιλοσόφους, είναι ίσως ο λιγότερο διαλεκτικός. Η μέθοδος, λοιπόν, που μας προσφέρει το ’68, είναι μη διαλεκτική. Είναι μια πρόταση εξόδου. Ακόμα και για τον Descartes το ζήτημα ήταν κάτι τέτοιο: έξοδος από τον μεσαίωνα, απόρριψη και μακιαβελική πανουργία απέναντι στις ιδέες της υπέρτατης απολυταρχίας, οι οποίες άρχιζαν να εφαρμόζουν τον έλεγχο της πειθάρχησης πάνω στο “νέο άνθρωπο” της αναγέννησης!
Για μας, τώρα πρόκειται για την έξοδο από τις νέες αυτοκρατορικές δομές της εξουσίας και του ελέγχου. Μπορούμε να το πετύχουμε, αν ξαναβυθιστούμε στο ’68; Πιστεύω πως ναι. Γιατί είναι εκεί που μπορούμε να καταλάβουμε πως η εξουσία είναι πολυσύνθετη (όχι ένας μοναδικός μονάρχης, αλλά πολλά δίκτυα ελέγχου), πως μέσα σ’ αυτήν τη πολλαπλότητα ενυπάρχει η ευφυΐα, αλλά κι η ευθραυστότητα της εξουσίας, και πως, επομένως, οι ελευθερίες παγιδεύουν την εξουσία από τα μέσα, κάθε στιγμή και σε κάθε μορφή της.
Δεν υπάρχει πλέον ένα χειμερινό ανάκτορο για να κατακτηθεί, υπάρχει η εξουσία, που εκφράζεται παντού και πάντα. Αντίσταση, κριτική και ανυπακοή αποτελούν τον ίδιο τον ορισμό του πολίτη. Αλλά ακόμα περισσότερο: δεν πρόκειται απλώς για άμεσες διεκδικήσεις, αλλά για την αναγνώριση της οντολογικής συνοχής, η οποία βρίσκεται μέσα σε κάθε μια από τις μοναδικότητες, που αποτελούν το πλήθος.
Δεν επρόκειτο για την επινόηση νέων μορφών ζωής ή νέων περιεχομένων ελπίδας, αλλά για την ανάγκη να βγει από τη μέση η διαλεκτική. Ήταν μια ριζική απόφαση καταστροφής και πιθανόν, επομένως (αλλά μόνο κατόπιν), μιας μεθόδου ανοικοδόμησης – απ’ αυτό είχαμε ανάγκη.
Μια ανανεωμένη καρτεσιανή επιχείρηση. Ίσως ακόμα, ένα έργο επαναβεβαίωσης της πίστης μας; Οπωσδήποτε, όμως, μια επανάσταση.. Τί άλλο θα μπορούσε να επιτρέψει μια τέτοια ανατροπή; Μόνο μια επανάσταση και, στην πραγματικότητα, κατά τη φιλοσοφία, “ένα φαινόμενο, που δεν ξεχνιέται πια, γιατί αποκάλυψε την ύπαρξη μέσα στην ανθρώπινη φύση μιας προδιάθεσης και μιας δύναμης προς το καλό, τέτοιας που κανένας πολιτικός δεν είχε ως τώρα επινοήσει στην πορεία την πραγμάτων” (Kant, Διαμάχη της επιστήμης της φιλοσοφίας με εκείνη των νομικών).
Χρειαζόταν λοιπόν να δημιουργήσουμε σε μας τους ίδιους, στον καθένα μας σαν μονάδα, μια θέληση ριζικής ανανέωσης, τέτοια ώστε που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει την κοινή σύγκλιση των μοναδικοτήτων μέσα στο πλήθος.
Αυτή ήταν η επιθυμία του ’68. Μια ανυποχώρητη θέληση αλλαγής, επικεντρωμένη στη σωρεία των δυστυχιών, την οποίαν η ιστορία, στο παρελθόν, είχε αδειάσει μέσα στις συνειδήσεις. Το αίσθημα ευθύνης είχε μετατραπεί σε μια δύναμη, που μπορούσε να καταστρέψει (όχι να απελευθερώσει, αλλά να εκδικηθεί) το σφάλμα των πατέρων. Δεν ξέρω αν, πράγματι, όπως επιθυμούσε ο Descartes, “η θέληση είναι τόσο ελεύθερη από την φύση της, που δεν μπορεί ποτέ να εξαναγκαστεί”: ξέρω πως η θέληση έγινε σε τέτοιο σημείο ελεύθερη. Εμείς μπορέσαμε!Πού στόχευε η ρήξη; Στο να μπορέσει να αναδυθεί από εκείνην την απόρριψη, από εκείνην την συγκεκριμένη ανάληψη ευθύνης, μια νέα εικόνα του ανθρώπου: η ρήξη παρουσιάστηκε μέσα σε μια νέα ανθρωπολογική σύνθεση. Αυτό ήταν το σημάδι μιας πραγματικής επανάστασης.
Δεν ενδιαφέρει αν αυτή η επανάσταση κέρδισε ή τροποποίησε τις σχέσεις εξουσίας, από τις οποίες ή ενάντια στις οποίες είχε εξεγερθεί. Τροποποίησε την ζωή, την εργασία και τις επιθυμίες της “υπάρχουσας μοναδικότητας”: ιδού η νέα μάσκα του υποκειμένου, εκείνη η μοναδικότητα, η οποία είναι ταυτόχρονα και αντίσταση. Το ’68 καθιέρωσε νέες μορφές και ρυθμούς παραγωγής υποκειμενικότητας.
Κατ’ επέκταση, εξανάγκασε τα συστήματα εξουσίας να τροποποιήσουν τις συνθήκες πολιτικής διοίκησης, οικονομικής εκμετάλλευσης, καθώς και τους μηχανισμούς παραγωγής αξιών κι υπακοής.
Όλα άλλαξαν. Στις κουλτούρες του μοντέρνου, οι οποίες, από την αρχή της βιομηχανικής εποχής, ενώ άλλαζαν ακατάπαυστα, παρέμεναν στάσιμες, αντικαθίσταντο (κι αυτό ίσχυε τόσο στο εργοστάσιο, όσο και στη μητρόπολη) με πιο εύκαμπτους, ευκίνητους, άυλους κοινωνικούς δεσμούς, που οικοδομούνταν πάνω σε μια βαθειά δυναμική ανταλλαγών και σε μια πιο έντονη γλωσσολογική συνοχή.
Με τη σειρά τους, η πατριαρχική ηθική κι η εθνική υπερηφάνεια είχαν αποδυναμωθεί από τις ηθικές και τις πολιτικές αντιθέσεις, οι οποίες ύψωναν το σύνολο των μοναδικοτήτων ενάντια στις κοινοτικές αποφάσεις - και, ταυτόχρονα, από τις μεταναστεύσεις και την παγκοσμιοποίηση.
Και η άυλη εργασία, η πνευματική συνεργασία και οι νέες μορφές οικονομικής διοίκησης ενωνόντουσαν τώρα μέσα σε νέες τεχνολογίες συναίνεσης και μέσα σε νέους μηχανισμούς πειθάρχησης. Η ζωή, που είχε οδηγηθεί στο κατώφλι της κόλασης, διαμέσου της αμείλικτης διαδικασίας υπακοής στις προσταγές του καπιταλισμού - η ζωή αναπηδούσε μέσα σ’ εκείνο το κλουβί, επαναστατούσε, ράγιζε ολόκληρο το οικοδόμημα της υποταγής. Ο μεταμοντερνισμός, το σύγχρονο, θεωρούνται σήμερα η πραγματοποίηση των διαδικασιών, που τέθηκαν σ’ εφαρμογή από την επανάσταση του ’68.Το τέλος του “υπαρκτού σοσιαλισμού,” το 1989, δεν είναι τίποτα άλλο από μια δεύτερη συνέπεια όσων συνέβησαν το ’68. Η κεντρική στιγμή της επαναμορφοποίησης της καπιταλιστικής νεωτερικότητας (ο σοσιαλιστικός κόσμος δεν ήταν παρά μια πλευρά εκείνου του κρύσταλλου) βρίσκεται στην δεκαετία 1968-1978, όταν η αντιιμπεριαλιστική νίκη στο Βιετνάμ και οι εξεγέρσεις των εργατών, των ανέργων και των φοιτητών στον δυτικό κόσμο ανάγκασαν τον καπιταλισμό, σε μια μόνο στιγμή και παντού στην υφήλιο, να υποστεί έναν βαθύ μετασχηματισμό.
Με τη δημιουργία της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, ακόμα κι οι τάξεις – όπως και τα έθνη – εξαφανίζονταν. Οι μέρες της εθνικής απελευθέρωσης, της εργατικής τάξης και των ανατρεπτικών πρωτοποριών έφευγαν. Αλλά η αυτοκρατορία δημιουργεί την αντίσταση των από κάτω κι αυτό φέρνει, λόγω αυτής της αντίστασης, όπως και το ’68, τον πολλαπλασιασμό των δικτύων, που δημιουργούνται αυθόρμητα κι είναι οργανωμένα με βάση μια διαρκώς ανανεωμένη αντίθεση, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Από τις δράσεις αυτού του πλήθους – τους αγώνες και τις διαδηλώσεις, τις μεταναστεύσεις και τις εξεγέρσεις – που πραγματοποιούνται με βάση μια κοινή βιοπολιτική επιθυμία για ειρήνη και δημοκρατία, ανθίζει ένας κόσμος μεταφιλελεύθερος και μετασοσιαλιστικός.
Χωρίς τους φενακισμούς της κυριαρχίας και της αντιπροσώπευσης μπορούμε επιτέλους να κτίσουμε την ελευθερία και την ισότητα. Η επικαιρότητα απλώνεται ανάμεσα σ’ ένα παρόν, που είναι ήδη νεκρό, και σ’ ένα μέλλον, που ήδη ζει. Το ’68 έμεινε να συμβολίζει το βέλος, που ρίφθηκε στο μέλλον.Μα όλα αυτά είναι, κατά κάποιον τρόπο, δευτερεύοντα (παρόλο που έχουν τεράστιες παγκόσμιες συνέπειες). Ο Μαρκούζε σκεφτόταν κάτι άλλο όταν μας έλεγε: “Μπορούμε επίσης να μεταμορφώσουμε τον κόσμο στο αντίθετο της κόλασης.” Είμαι πεπεισμένος πως τότε σκεφτόταν κάτι περισσότερο από την πραγματοποίηση μιας ουτοπίας, μιας μεθόδου, η οποία αναπτύσσει τα θέματα της χειραφέτησης και εγγυάται την δυνατότητά τους.
Είδαμε πως το ’68 συγκροτήθηκε μέσα από μια ρήξη και εξετάσαμε πως αυτή η ρήξη παράγει νέες ανθρώπινες αποφάσεις – ωστόσο είναι ακόμη βέβαιο πως οι τεράστιες συνέπειες, οι μη αναστρέψιμες επιδράσεις, που προέρχονται απ’ αυτήν την ρήξη, ξαναπάρθηκαν από τους μηχανισμούς του ελέγχου και της εξουσίας. Το αγωνιστικό σχέδιο της χειραφέτησης, αν θέλει να συνεχίσει, θα πρέπει να αποκτήσει μια μέθοδο.
Βρισκόμαστε ξανά στις καρτεσιανές απαρχές μιας πολιτικής και οντολογικής μετάβασης: όχι γιατί ο Descartes είναι σύγχρονός μας, αλλά γιατί, ανάμεσα στους μεγαλύτερους φιλοσόφους, είναι ίσως ο λιγότερο διαλεκτικός. Η μέθοδος, λοιπόν, που μας προσφέρει το ’68, είναι μη διαλεκτική. Είναι μια πρόταση εξόδου. Ακόμα και για τον Descartes το ζήτημα ήταν κάτι τέτοιο: έξοδος από τον μεσαίωνα, απόρριψη και μακιαβελική πανουργία απέναντι στις ιδέες της υπέρτατης απολυταρχίας, οι οποίες άρχιζαν να εφαρμόζουν τον έλεγχο της πειθάρχησης πάνω στο “νέο άνθρωπο” της αναγέννησης!
Για μας, τώρα πρόκειται για την έξοδο από τις νέες αυτοκρατορικές δομές της εξουσίας και του ελέγχου. Μπορούμε να το πετύχουμε, αν ξαναβυθιστούμε στο ’68; Πιστεύω πως ναι. Γιατί είναι εκεί που μπορούμε να καταλάβουμε πως η εξουσία είναι πολυσύνθετη (όχι ένας μοναδικός μονάρχης, αλλά πολλά δίκτυα ελέγχου), πως μέσα σ’ αυτήν τη πολλαπλότητα ενυπάρχει η ευφυΐα, αλλά κι η ευθραυστότητα της εξουσίας, και πως, επομένως, οι ελευθερίες παγιδεύουν την εξουσία από τα μέσα, κάθε στιγμή και σε κάθε μορφή της.
Δεν υπάρχει πλέον ένα χειμερινό ανάκτορο για να κατακτηθεί, υπάρχει η εξουσία, που εκφράζεται παντού και πάντα. Αντίσταση, κριτική και ανυπακοή αποτελούν τον ίδιο τον ορισμό του πολίτη. Αλλά ακόμα περισσότερο: δεν πρόκειται απλώς για άμεσες διεκδικήσεις, αλλά για την αναγνώριση της οντολογικής συνοχής, η οποία βρίσκεται μέσα σε κάθε μια από τις μοναδικότητες, που αποτελούν το πλήθος.
Η εξουσία δεν θα ξαναγίνει εκείνο το “ένα” πράγμα, που ήταν πριν το ’68, είναι καταδικασμένη να αποδεχτεί την πολλαπλότητα, που επαναστατεί και αναζητά την ευτυχία.Πιστεύω πως, αν συλλογιζόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως να μπορέσουμε, σε μια νέα εποχή, να ξαναδημιουργήσουμε εκείνη την έκρηξη πάθους, ακόμη κι από την ερμηνεία του Μαρκούζε, έξω από κάθε διαλεκτική, μέσα στην οικουμενικότητα της εξόδου.
Toni Negri
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου