Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Eduard Limonov: Εγώ ο Λιμόνωφ, άπατρις και αντικοινωνικός


Από πάρα πολύ μικρός, θυμάμαι, οι αρχές μου προξενούσαν ένα παράξενο είδος φόβου. Αυτό συνέβαινε και μετά τις πρώτες μου επαφές με τη διοίκηση: με τον γυμνασιάρχη στο Καρκόφ, το διευθυντή της τοπικής Αστυνομίας, όπου με τραβούσαν σαν αλήτη για διάφορους πραγματικούς ή φανταστικούς λόγους. Αυτή ίσως να είναι και η αιτία που με 'κανε να διαλέξω για πρώτη μου δουλειά ένα από τα πιο ελεύθερα επαγγέλματα: κλέφτης, μέλος μιας ομάδας νεαρών κλεφτών.


Αργότερα που μεγάλωσα και έπηξε το μυαλό μου, δούλεψα σε γραφεία μετακομίσεων, σε οικοδομές, σε μεταλλεία, προσπαθώντας να αποφύγω τους γραφειοκράτες γιατί κάθε παρουσία μου στο γραφείο κάποιου υπεύθυνου, μου προκαλούσε μιαν ατέλειωτη αμηχανία. Ίδρωνα δίχως λόγο, δεν ήξερα πού να βάλω τα χέρια μου, έβηχα, έβγαζα και έβαζα τα γυαλιά μου χωρίς αιτία.


Αντίθετα οι σχέσεις μου με όλον τον υπόλοιπο κόσμο που δεν είχε τίποτα ιδιαίτερες ευθύνες, ήταν καθ' όλα ομαλές, στηριζόμενες στη βιολογική φιλία και το βιολογικό μίσος και είμαι πεπεισμένος πως αυτός είναι ο πιο δίκαιος οδηγός που πρέπει να κυβερνά τις ανθρώπινες σχέσεις.


Υποφέροντας πάντα από την αναγκαστική συναλλαγή με τις αρχές, ανακάλυψα ένα νέο ελεύθερο επάγγελμα. Έγινα λοιπόν ράφτης κατ' οίκον. Οι σχέσεις μου τότε λοιπόν με το ανθρώπινο είδος περιορίστηκαν στο ελάχιστο δυνατό. Οι σχέσεις πελάτη-ράφτη είναι από τις πιο βιομηχανοποιημένες που μπορούμε να φανταστούμε. Τα χρόνια εκείνα, το να βγαίνεις έξω από την παραγωγή έπεφτε στην παγίδα του νόμου.


Στα είκοσι τρία μου διεύρυνα ακόμα λίγο την απόσταση που με χώριζε από την ομάδα εκείνη των ανθρώπων που δέχονταν διαταγές από τις αρχές, και έτσι έφτασα στη Μόσχα με τη ραπτομηχανή στα χέρια. Ο λόγος που εγώ πήγα στη Μόσχα, είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με το λόγο για τον οποίο εκατοντάδες χιλιάδες Σοβιετικοί πολίτες τρέχουν στην πρωτεύουσα. Ήθελα να συνεργαστώ με τους περιθωριακούς του είδους μου, με τα μέλη της ομάδας των ανεπισήμων ποιητών, το ΣΜΟΓΚ.


Μια διάταξη σχετική με τις εσωτερικές μετακινήσεις προστατεύει τη Μόσχα όπως επίσης και μερικές άλλες πόλεις από την αθρόα προσέλευση πολιτών: Για να εγκατασταθεί κανείς στη Μόσχα θάπρεπε να έχει τη συγκατάθεση των αρχών - με τη μορφή μιας σφραγίδας πάνω στην ταυτότητά του. Oι κάτοικοι του Καυκάσου αποκτούσαν τη σφραγίδα αυτή πληρώνοντας τον αρχηγό της τοπικής αστυνομίας ή κάνοντας ένα λευκό γάμο. Εγώ όμως ήμουνα φτωχός. Έτσι λοιπόν εγκαταστάθηκα στη Μόσχα μέσα στην παρανομία.Έξι χρόνια έζησα εκτός νόμου. [...] Στα 1973, το πιο αμείλικτο τμήμα του σοβιετικού καθεστώτος, η KGB, άρχισε να εστιάζει την πολύτιμη προσοχή της στο άτομό μου.


Το αντικοινωνικό στοιχείο, που ως την ημέρα εκείνη ζούσε αποκομμένο από την ομαδική ζωή, είδε να του προσφέρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία: να γίνω πληροφοριοδότης, να συντάξω πληροφορίες-εκθέσεις για τους τόσους αλλοδαπούς φίλους που είχα τότε. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν διπλωμάτες. Αρνήθηκα το πατριωτικό αυτό καθήκον και όλα αυτά με έκαναν ν' αντιληφθώ πως ο φόβος μου αυτός για τις αρχές, πήγαζε περισσότερο από μιαν απέχθεια παρά από τρόμο.


Έντουαρντ Λιμόνοβ (1943)

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

Αναγνώστες