Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Το ψόφιο σκυλί

Ο Μαρξ ως ο αυθεντικός φιλοσοφικός εκφραστής της εποχής που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση. Η «σχέση» με τον Χέγκελ


ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΣ

Οι εγελιανοί




Η εκτίμηση του εγελιανισμού, της φιλοσοφίας των άμεσων και έμμεσων (όπως ο Μαρξ) μαθητών του Χέγκελ που υιοθέτησαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τη θεωρία του δασκάλου τους, καθοριζόταν παλαιότερα συχνά από ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Σήμερα αναγνωρίζεται ότι μερικά τουλάχιστον σημεία, όπως π.χ. η εμμονή στην πράξη, ήταν κοινά και για τις δύο πτέρυγες της εγελιανής σχολής. Οι «δεξιοί» ή «παλαιοεγελιανοί», οι οποίοι ονομάζονται έτσι εξαιτίας της συντηρητικής τους στάσης τόσο προς το γράμμα και το πνεύμα της εγελιανής φιλοσοφίας όσο και προς τον χριστιανισμό και το ισχύον στην εποχή τους πολιτικό καθεστώς, θεωρούνται απλοί επίγονοι του Χέγκελ. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τους «αριστερούς» ή «νεοεγελιανούς», με στοχαστές δηλαδή, όπως π.χ. ο Φόιερμπαχ, ο Μαρξ αλλά και ο Κίρκεγκορ, οι οποίοι μετά την αρχική αποδοχή απορρίπτουν το εγελιανό σύστημα ασκώντας παράλληλα ριζική κριτική στον χριστιανισμό και στην πολιτική κατάσταση της εποχής τους. (Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Χέγκελ μπορεί κατά κάποιο τρόπο να χαρακτηριστεί ο πρώτος «νεοεγελιανός», αφού στα πρώιμα θεολογικοπολιτικά γραπτά του, τα οποία όμως παρέμειναν άγνωστα στον 19ο αιώνα, είχε προκαταλάβει τον δρόμο που ακολούθησε μετέπειτα ο νεοεγελιανισμός.) Οι διάφορες γενεαλογίες της σύγχρονης φιλοσοφικής συνείδησης αναγνωρίζουν στον νεοεγελιανισμό έναν κρίσιμο ρόλο για τη διαμόρφωσή της.

Ο Χέγκελ είχε προσπαθήσει με το σύστημά του να αποκαταστήσει τη χαμένη, μετά την κριτική του Καντ, ενότητα μεταξύ της νόησης και της πραγματικότητας, της λογικής και της ιστορίας. Στην «απόλυτη Ιδέα», στην οποία συντελείται και εκφράζεται η ενότητα αυτή, αναβιώνει για μία ακόμη φορά η μεταφυσική ενότητα του αληθούς, του αγαθού και του ωραίου ή της φιλοσοφίας, της θρησκείας και της τέχνης, με τίμημα βέβαια την υποταγή των δύο τελευταίων στην πρώτη. Αυτό που πραγματικά υπάρχει, η αληθινή πραγματικότητα, είναι για τον Χέγκελ η Ιδέα, δηλαδή το λογικό, η νόηση με τις έννοιες και τις σχέσεις τους. Αυτές παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες, έχουν γενικό και καθολικό χαρακτήρα και δίνουν νόημα στη φύση και στην ιστορία. Αντίθετα, αυτό που μεταβάλλεται και είναι αισθητό είναι οντολογικά υποδεέστερο και δεν υπάρχει πραγματικά. Ο Χέγκελ το χαρακτηρίζει «μη πραγματικό», «απλώς εμπειρικό», «τυχαίο», «ασήμαντο», «παροδικό» ή «πεπερασμένο».

Για τους νεοεγελιανούς η ενότητα και η ταυτότητα του λογικού με την πραγματικότητα είναι πλασματική, υπάρχει μόνο στη νόηση και στις λογικές έννοιές της, οι οποίες είναι κάτι αφηρημένο και δευτερογενές και όχι η αληθινή πραγματικότητα που παραμένει έξω από το σύστημα του Χέγκελ. Την πραγματικότητα αυτή ο Φόιερμπαχ, π.χ., την εντοπίζει στον πεπερασμένο και συγκεκριμένο ενσώματο άνθρωπο και στις αισθήσεις του που δεν ανάγονται σε λογικές έννοιες, αλλά αντίθετα είναι προϋπόθεση και θεμέλιό τους. Για τον Μαρξ το λογικό και η συνείδηση καθορίζονται από τις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ των συντελεστών της υλικής παραγωγής, οι οποίες αποτελούν το αληθινό «είναι». Για τον Κίρκεγκορ, τέλος, η αληθινή πραγματικότητα είναι η έγχρονη ύπαρξη του «υπάρχοντος στοχαστή», η οποία παραμένει απρόσιτη στο λογικό και στη νόηση.

Η κριτική στάση προς τον «λογοκεντρισμό» και τη μεταφυσική του Χέγκελ και η έμφαση στο σώμα, το κοινωνικό είναι και την έγχρονη ύπαρξη είναι τα στοιχεία εκείνα του νεοεγελιανισμού στα οποία εστιάζουν επιδοκιμαστικά την προσοχή τους τα κυρίαρχα ρεύματα της σύγχρονης φιλοσοφίας καθώς κοινός παρονομαστής τους είναι ο αντιεγελιανισμός.

Ο Μαρξ

Είναι κοινή η αίσθηση ότι το 1989 σήμανε το τέλος μιας ιστορικής εποχής που πολιτικά άρχισε με τη Γαλλική Επανάσταση. Η εποχή αυτή καθορίστηκε κυρίως από τον σχηματισμό του εθνικού κράτους, την ανάπτυξη στο πλαίσιό του της αστικής κοινωνίας, τη διαμόρφωση και εξέλιξη της σχέσης μεταξύ βιομηχανικού κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας· επίσης από την πολιτική ενσωμάτωση των εργατών στο σύγχρονο εθνικό κράτος, την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική του εκδοχή και την τελική αποτυχία του κομμουνιστικού πειράματος.

Οι αυθεντικοί φιλοσοφικοί εκφραστές αυτής της εποχής είναι αναμφισβήτητα ο Χέγκελ (προπαντός με τη Φιλοσοφία του Δικαίου) και ο Μαρξ. Δεν είναι τυχαίο ότι ως λίγο πριν από το 1989 η ορολογία, οι τόποι, οι τρόποι, η ρητορική και η επιχειρηματολογία ενός ιδιότυπου εγελιανομαρξισμού κυριαρχούσαν όχι μόνο στον φιλοσοφικό, αλλά και στον πολιτικό και αισθητικό λόγο. Και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι μετά το 1989 δεν αμφισβητείται, όπως ήταν αναμενόμενο, μόνο ο Μαρξ αλλά στο μεταξύ και ο Χέγκελ.

Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε ο Μαρξ μετά το 1989 απεικονίζεται με παραστατικό τρόπο στη μοίρα των Απάντων Μαρξ - Ενγκελς. Η μνημειώδης αυτή έκδοση που θα ολοκληρωθεί σε 122 τόμους διακόπηκε αμέσως μετά το 1989. Για ευνόητους λόγους δεν ήταν κανένας πρόθυμος να επωμιστεί το οικονομικό και ιδεολογικό βάρος του εγχειρήματος, και προς στιγμήν σχηματίστηκε η εντύπωση πως η διακοπή αυτή σήμανε το οριστικό και αμετάκλητο τέλος της έκδοσης. Χρειάστηκε πολύς καιρός και η συμβολή πολλών κρατών για να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση και η συνέχιση και αποπεράτωσή της. Πριν από δύο περίπου χρόνια κυκλοφόρησε τελικά ο πρώτος ­ μετά τη διακοπή ­ καινούργιος τόμος.

Παράλληλη, θα μπορούσε να πει κανείς σχηματοποιώντας τα πράγματα, ήταν και η πορεία του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος για τον Μαρξ. Αμέσως μετά το 1989 υπήρξαν πολλά σχετικά δημοσιεύματα, τα οποία είχαν καταδικαστικό ή απολογητικό χαρακτήρα και μιλούσαν συχνά για το τέλος του Μαρξ και της φιλοσοφίας του. Ακολούθησε μια κάμψη του ενδιαφέροντος, το οποίο όμως τα τελευταία χρόνια άρχισε να αναζωπυρώνεται. Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός ότι ο Μαρξ γενικά δεν αντιμετωπίστηκε από τη φιλοσοφία ­ όπως ίσως θα προσδοκούσαν πολλοί ­ σαν «ψόφιο σκυλί». (Η φράση είναι του γερμανού διαφωτιστή Λέσινγκ και τη χρησιμοποίησε πριν από δύο περίπου αιώνες για να περιγράψει τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε ο Σπινόζα από τους λογίους της εποχής.)

Με αφορμή την πρόσφατη μικρή αύξηση των σχετικών δημοσιευμάτων μερικοί διαβλέπουν ήδη ενδείξεις μιας «αναγέννησης» της φιλοσοφίας του Μαρξ. Ισως η διάγνωση αυτή να είναι υπερβολικά αισιόδοξη και να εκφράζει μια επιθυμία μάλλον παρά την πραγματικότητα. Εστω όμως και αν δεν μπορεί να γίνει λόγος για «αναγέννηση», θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την ύπαρξη των προϋποθέσεων για κάτι τέτοιο. Αξιοπρόσεκτα στη συνάφεια αυτή είναι τρία σημεία. Αφενός η προσφυγή αρκετών αμερικανών φιλοσόφων σε επιχειρήματα του Μαρξ για τη διατύπωση μιας πολιτικής θεωρίας, η οποία υπερβαίνει τη φορμαλιστική και στείρα πλέον αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και «κοινοτισμού». Ακολούθως, μια πληθώρα δημοσιευμάτων, κυρίως από την πλευρά των οικονομικών επιστημών, γύρω από μια «ηθική της οικονομίας», τα οποία φαίνεται να ανταποκρίνονται σε μια αυξανόμενη ζήτηση για κάτι τέτοιο από την ίδια την οικονομία. Και τέλος το αίτημα αρκετών οικονομολόγων για μια «νέα πολιτική οικονομία».

Μια δεκαετία μετά την πλήρη επικράτησή της, θα μπορούσε να πει κανείς ερμηνεύοντας αυτά και άλλα παρόμοια φαινόμενα, η «κεφαλαιοκρατία» φαίνεται να είναι όχι μόνο πολιτικά και ηθικά, αλλά και θεωρητικά ανεξέλεγκτη, πράγμα που προκαλεί δυσφορία και ανησυχία ακόμη και σε εκείνους οι οποίοι υποτίθεται ότι κατέχουν τους νόμους που τη διέπουν. Στο αίτημα των οικονομολόγων για μια νέα «πολιτική» οικονομία διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, η επίγνωση ότι το τίμημα της ουδετερότητας και αντικειμενικότητας που προσφέρει η προϊούσα μαθηματικοποίηση της επιστήμης τους ενδέχεται να είναι η απώλεια κάθε επαφής με την πραγματικότητα ­ εφόσον βέβαια η κεφαλαιοκρατία δεν «κατασκευάσει» στο μεταξύ την πραγματικότητα που της ταιριάζει. (Οι τεράστιες επενδύσεις στη βιοτεχνολογία και οι πρώτες εφαρμογές της δείχνουν ότι σύντομα ίσως θα χρησιμοποιείται αυτό το ρήμα χωρίς εισαγωγικά.)

Ο προσδιορισμός «νέα» πολιτική οικονομία υποδηλώνει βέβαια την ανάγκη προσαρμογής της στα νέα δεδομένα. Η «πολιτική» και η «ηθική» ωστόσο με τις οποίες επιδιώκεται τώρα να επενδυθεί εκ των υστέρων η «γυμνή» και καθαρή οικονομία ήταν συστατικά στοιχεία της «παλαιάς» πολιτικής οικονομίας, όπως την άσκησαν ο Ανταμ Σμιθ και ο Μαρξ που ήταν εξίσου και φιλόσοφοι. Η «νέα πολιτική οικονομία» στο μέτρο που επανοικειοποιείται την ηθική και την πολιτική αποκτά στη σημερινή συγκυρία αυτόματα κριτικό χαρακτήρα, και προσανατολίζεται έτσι στην αρχική της μορφή και επομένως και στη φιλοσοφία. Μια φιλοσοφικά προσανατολισμένη πολιτική οικονομία όμως δεν μπορεί να αγνοήσει τον Μαρξ. Διότι μετά τον Μαρξ η κριτική, και ειδικότερα η κοινωνική κριτική, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της φιλοσοφίας. Και έτσι όπως μετά τον Καντ δεν είναι δυνατόν να φιλοσοφεί κανείς με προκαντιανό τρόπο, έτσι και μια φιλοσοφία ή μια πολιτική οικονομία με φιλοσοφικές διαστάσεις που αγνοεί τον Μαρξ θα ήταν αφελής.

Το έργο του Μαρξ περιέχει όμως και μια κριτική της φιλοσοφίας, όπου η φιλοσοφία είναι μόνο αντικείμενο της κριτικής και όχι και το υποκείμενο που την ασκεί. Η κριτική αυτή καταλήγει στη γνωστή θέση για την αναίρεση της φιλοσοφίας και τη μετατροπή της σε επαναστατική πράξη που αλλάζει την πραγματικότητα. Αυτή τη θέση, ως γνωστόν, επικαλέστηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα και ανακήρυξαν τον εαυτό τους σε υποκείμενα της κριτικής επαναστατικής πράξης με τα γνωστά αποτελέσματα. Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι το κατά πόσο όλα αυτά, παρ' όλο που έγιναν ερήμην του Μαρξ, είναι αναγκαία συνεπαγωγή της φιλοσοφίας του. Το πρόβλημα αυτό όμως επανέρχεται και στον Νίτσε και είναι κρίσιμο για την κατανόηση του χαρακτήρα της σύγχρονης φιλοσοφίας.

Με την απομάκρυνση του Μαρξ από το φιλοσοφικό προσκήνιο υποχώρησε και το ενδιαφέρον για τον εγελιανισμό, με εξαίρεση την ιδιαίτερη περίπτωση του Κίρκεγκορ. Στοχαστές όπως π.χ. ο Μαρξ Στίρνερ, αλλά ακόμη και ο Φόιερμπαχ απασχολούν τα κυρίαρχα ρεύματα της σύγχρονης φιλοσοφίας μόνο στο μέτρο που μπορούν να εκληφθούν ως πρόδρομοί τους στην κριτική κατά του Χέγκελ και του μεταφυσικού του συστήματος.

Ο κ. Παύλος Χαιρόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Το ΒΗΜΑ, 19/11/2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες