ΕΚΤΟΣ ΟΡΙΩΝ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Έτσι κι αλλιώς, ο Ζορζ Χαμπάς ή Χακίμ αλ-Θάουρα αποτελούσε, πολύ πριν από τον θάνατό του, μια φυσιογνωμία «ξένη» στην πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στις τάξεις των Παλαιστινίων και ακόμη περισσότερο, του αραβικού κόσμου. Η προδοτική στροφή παλιών συναγωνιστών του, οι οποίοι έχουν μετατραπεί στον καλύτερο σύμμαχο του Ισραήλ και των Αμερικανών και η σταδιακή κυριαρχία του «νόμου του Ισλάμ» στις καρδιές και τις συνειδήσεις των Αράβων, ακόμη και σε ακραία αντιδραστικές εκδοχές, είναι τα δύο στοιχεία που έκαναν τον ιστορικό ηγέτη να μοιάζει με μια φυσιογνωμία που ερχόταν από μιαν άλλη, μακρινή εποχή.
Σε πολλούς, λοιπόν, η απώλειά του ήταν λογικό να προκαλέσει αισθήματα ανακούφισης. Ακόμη και όσοι τον θρήνησαν στις δημόσιες δηλώσεις τους και κήρυξαν επίσημο πένθος, όπως ο πρόεδρος την μισής Παλαιστινιακής Αρχής, Αμπού Μάζεν δεν θα πρέπει να αισθάνθηκαν άσχημα με την είδηση που έφτασε, τη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου, από το Αμάν της Ιορδανίας. Αυτό δεν συνέβη όμως επειδή ο Χαμπάς μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στα δρώμενα ή να τους αλλάξει ρότα – αυτή τη δυνατότητα, άλλωστε, την είχε απωλέσει προ πολλού, όπως και το δημιούργημά του, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, το οποίο βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων. Η αιτία βρίσκεται, πρωτίστως, στο γεγονός ότι η παρουσία και μόνο εν ζωή του «σοφού της επανάστασης», αποτελούσε ένα «αγκάθι» στην προδιαγραμμένη πορεία της παλαιστινιακής ελίτ προς τον ταπεινωτικό συμβιβασμό.
Ο Χαμπάς και ο Γιάσερ Αραφάτ ήταν οι δύο ηγέτες που σημάδεψαν την τραγική ιστορική διαδρομή του παλαιστινιακού λαού, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ο καθένας με τον τρόπο του και από τη θέση του, μέσα από τις έντονες αντιθέσεις τους, για τους στόχους και για τις μορφές, οι οποίες συχνά έπαιρναν χαρακτήρα σκληρής αντιπαράθεσης, αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την ενότητα. Γι’ αυτό και ο χαμός του Χαμπάς μοιάζει να κλείνει και σημειολογικά τον κύκλο ο οποίος άνοιξε πριν από τέσσερις και πλέον δεκαετίες.
Ο γνωστός και ως «γιατρός» («πατέρας της παλαιστινιακής τρομοκρατίας» για την δυτική προπαγάνδα) εξέφραζε ένα ριζικά διαφορετικό ρεύμα σκέψης και δράσης από τον Αραφάτ. Ένα ρεύμα το οποίο, ορθώς, αξιολογήθηκε ως εξαιρετικά επικίνδυνο από τους Ισραηλινούς, ειδικά μετά την παγίωση μιας ισορροπίας τρόμου στις σχέσεις τους με τις αραβικές χώρες, μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιμπούρ. Γι’ και επιχείρησαν ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσουν τουλάχιστον δύο φορές (κάτι που πέτυχαν με το διάδοχό του Αμπού Αλί Μουσταφά, το 2001 και στις αρχές της δεύτερη Ιντιφάντα), ενώ δεν έλειψαν οι προσπάθειες να υπονομευθεί η θέση του ίδιου και του Λαϊκού Μετώπου στις συνειδήσεις των ομοεθνών και συναγωνιστών του.
Ο Χαμπάς θέλησε να «παντρέψει» τον πληγωμένο αραβικό εθνικισμό και τον πατριωτισμό των Παλαιστινίων με τις επαναστατικές απελευθερωτικές ιδέες. Έριξε τολμηρά το σπόρο των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό των αραβικών κοινωνιών, αμφισβητώντας την έννοια του παναραβισμού. Δεν δίστασε να διαφωνήσει με την τακτική συνδιαλλαγής την οποία σταδιακά υιοθέτησε ο Αραφάτ έναντι των κατακτητών και κατήγγειλε τις Συμφωνίες της Μαδρίτης και του Όσλο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πλήρωσε γι’ αυτό βαρύ πολιτικό, αλλά και προσωπικό κόστος, καθώς δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του από το 1948 που την εγκατέλειψε, μετά τη «Νάκμπα», ως το θάνατό του.
«Η Ιντιφάντα πιστεύουμε ότι είναι η βασική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουμε ως λαός για να πραγματώσουμε τους στόχους μας», έλεγε σε συνέντευξη που έδωσε στη Δαμασκό, στον Νασίμ Αλατράς. Με γνώμονα, άλλωστε, την επιτυχία της Ιντιφάντα, δεν δίστασε να στηρίξει και την ισλαμική Χαμάς. Αυτό του επέβαλε η σοφία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου