Το ενδιαφέρον εν προκειμένω, και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, είναι ότι τα θύματα των δικών τους τρόπων είναι οι ίδιοι. Χρόνια τώρα οι πρωταγωνιστές της τηλεοπτικής ζωής μας αναπτύσσουν με μαεστρία την κοινωνική αναισθησία. Είδηση δεν είναι ότι συμβαίνει, αλλά ότι πουλάει. Πετυχημένος (και υψηλά, πολύ υψηλά, υψηλόμισθος) δημοσιογράφος δεν είναι όποιος ανακαλύπτει τις ειδήσεις αλλά όποιος βρίσκει και ξέρει να πλασάρει εκείνο που πουλάει.
Η καταστροφή ανθρώπων, δεν έχει σημασία. Αλλοτε σε μικρή και άλλοτε σε μεγαλύτερη έκταση. Από την εισβολή σε βαρυπενθούντα σπίτια, μέχρι την διαπόμπευση ανθρώπων. Χάριν του φιλοθεάμονος κοινού.
Χάριν των θεατών του τηλεοπτικού Κολοσσαίου.
Οι κανόνες έχουν τεθεί και το τέρας γεννιέται αδιάκοπα και κάθε νέα φορά έχει και πιο αποκρουστική μορφή. Τα νέα τερατάκια για να φτάσουν και να ξεπεράσουν τα καθιερωμένα τέρατα πρέπει να κάνουν κάτι ακόμα πιο τερατώδες. Υπάρχει τέλος σ’ αυτό το πανηγύρι;
Η ιδέα να παγιδεύσεις το τηλέφωνο και να καταγράψεις τη συνομιλία με το συνάδελφο ή φίλο σου, δεν είναι παρά η συνέχεια, η λογική εξέλιξη όσων έχουμε ήδη «απολαύσει» πολλάκις από την οθόνη μας. Υποκλέπτεται το κρυφομιλητό του διπλανού δωματίου και προβάλλεται προς βραδινή μας τέρψη. Για ποια αλληλεγγύη συναδέλφων να μιλήσουμε τώρα!
Το κοινό έγκλημα έχει κώδικα τιμής. Εδώ δεν υπάρχει.
Ο παρόμοιος γκανγκστερισμός δεν είναι ένα απλό πρόβλημα μεταξύ δημοσιογράφων. Εμείς νομίζουμε πως αν ποδοπατούνται οι άλλοι στα βαλτόνερα, εμείς μπορούμε να παρακολουθούμε συνεπαρμένοι και ζητωκραυγάζοντες, βάζοντας στοιχήματα και απολαμβάνοντας την ασφαλή θέση μας στον καναπέ. Δυστυχώς, η βρώμα μας αγγίζει. Τα βαλτόνερα μπαίνουν κάτω από την πόρτα, όσο κι αν κλείνουμε τα μάτια να μην τα δούμε. Σαπίζουν και τη δική μας ύπαρξη.
Τα ασπόνδυλα γίνονται δημοσιογράφοι, πολιτικοί, παράγοντες, ορίζουν τις ζωές μας και προβάλλουν το μοντέλο της επιτυχίας. Όποιος θέλει να απολαύσει λεφτά, αξιώματα, προβολή και γκόμενες ξέρει τώρα ποιος είναι ο ασφαλής τρόπος. Να τους μοιάσει.
Ανατριχιάζω στη σκέψη (και τη γνώση) του πόσοι Χίοι εκκολάπτονται σήμερα στα τηλεοπτικά (κυρίως) γραφεία.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΑΜΝΑΚΗΣ
****************************************
2)Για ένα αστείο;
Στο Αστείο, που για πολλούς είναι το καλύτερο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, μαθαίνουμε ότι το χιούμορ και η εξουσία δεν έχουν καλές σχέσεις. Ο κεντρικός ήρωας, ο νεαρός Λούντβιχ, πληρώνει ακριβά τις σαχλαμαρίτσες που γράφει παρορμητικά πίσω από μια κάρτα την οποία στέλνει στη φίλη του, που είναι στέλεχος της κομμουνιστικής νεολαίας: «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού! Το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι!».
Κάποιες επιλήψιμες «σαχλαμαρίτσες» που λέει ο Ζαχόπουλος πάνω στην έξαρση του ερωτικού πάθους είναι, όπως έχει ειπωθεί, η αιτία που ψαλιδίστηκε το DVD και κυρίως, η αιτία που τον έσπρωξε στην απόπειρα αυτοκτονίας.
«Πλάκα έκανα», υποστηρίζει ο δημοσιογράφος Δ. Καμπουράκης αναφερόμενος στη συνομιλία του με έναν άλλο δημοσιογράφο, τον Στ. Χίο, που τη μαγνητοφώνησε και τη δημοσίευσε εν αγνοία του πρώτου.
Να λοιπόν που τα αστεία προκαλούν ισχυρές αναταράξεις όχι μόνο στα «κομμουνιστικά» καθεστώτα, όπως αυτό της Τσεχοσλοβακίας, αλλά και στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Όχι τα κάθε είδους αστεία, αλλά αυτά που αφορούν την εξουσία – την Πρώτη στην περίπτωση του κ. Ζαχόπουλου, την προηγούμενη Τετάρτη στην περίπτωση των δύο δημοσιογράφων.
Όλοι κατανοούμε ότι το «πολιτικό-εκδοτικό» θρίλερ των τελευταίων εβδομάδων δεν θα δεν θα τελειώσει με ένα λυτρωτικό γέλιο, αλλά με αντιδραστικές ανακατατάξεις στο πολιτικό και μιντιακό σκηνικό. Θα γελάσει καλύτερα όποιος γελάσει τελευταίος και αυτός ο τελευταίος δεν θα είναι ούτε η δημοκρατία ούτε ο λαός, αλλά εκείνοι που εκμεταλλεύονται το λαό και περιορίζουν τις ελευθερίες του.
Όταν φαίνεται ότι όλοι παρακολουθούν όλους, ότι όλοι καταγράφουν όλους και ότι ο ένας καρφώνει τον άλλον, η ίδια γ έννοια της παρακολούθησης και του φακελώματος μοιάζει να αναιρείται. Μας παρακολουθούν οι δορυφόροι και οι περίτεχνοι μηχανισμοί των μυστικών υπηρεσιών, τα προσωπικά μας δεδομένα γίνονται φύλλο και φτερό στα χέρια διαφανών μηχανισμών και πάντα με την ευλογία του κράτους. Όμως εκτός από τον Μεγάλο Ρουφιάνο, υπάρχει και ο μικρός ρουφιάνος της διπλανής πόρτας, ο συνάδελφος, ο φίλος ή η φίλη με την τσάντα-κάμερα. Έτσι εξοικειωνόμαστε με την ιδέα της παρακολούθησης, έτσι οικοδομείται η κοινωνία του φόβου, της καχυποψίας αλλά και των «σωτήρων».
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου