Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Με τι κοστούμι το κούρεμα;;;

Γράφει ο Γρηγόρης Ζαρωτιάδης

Ήρθε η ώρα της αλήθειας για τους μαθητευομένους και αμετανόητους «μάγους» του νεοφιλελευθερισμού. Παρά τις τόσες περιπτώσεις όπου η περιφερόμενη ανά τον κόσμο συνταγή τους οδήγησε στην κατάρρευση εθνικών οικονομιών δεν πτοήθηκαν.
 Προφανώς όχι γιατί είναι ανόητοι, αλλά γιατί αυτή είναι η βαθύτερη επιδίωξη: «αξιοποιώντας» τη δυσχέρεια στην οποία περιέρχεται μια οικονομία, ανεξαρτήτως σε πιο βαθμό οφείλεται σε διεθνείς κρίσεις ή σε εσωτερικές αδυναμίες, το πραγματικό ζητούμενο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι ακριβώς να προκαλέσει αυτό που τόσο έντεχνα αποκαλούν «εσωτερική υποτίμηση»: την κατακρήμνιση του «κόστους εργασίας» και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας.
 Δεν πρόκειται για δαιμονική τακτική, αλλά για τη δαιμόνια επιμονή των νεοσυντηρητικών να πιστεύουν ότι η διέξοδος από τη συστημική κρίση του καπιταλισμού θα προκύψει μέσα από την δημιουργία «el dorado» για να πεισθεί το υπερσυσσωρευμένο διεθνές κεφάλαιο να επανεπενδυθεί σε παραγωγικές δραστηριότητες.

Δυστυχώς για τους απολογητές της «ελεύθερης οικονομίας», το αδιέξοδο αυτής της προσέγγισης είναι πλέον ευδιάκριτο: σε συνθήκες γενικευμένης συστημικής κρίσης, όπως αυτήν την περίοδο, η καταστροφή των υφιστάμενων παραγωγικών δομών, παρ' όλες τις αναποτελεσματικότητές τους, προτού ανοίξει το δρόμο ανάκτησης της κερδοφορίας των παραγωγικών επενδύσεων, οδηγεί σε υφέσεις που η «τέλεια λειτουργούσα αγορά» αδυνατεί να διαχειριστεί. Εξ' ου και η αναγκαστική λύση του «βαθιού κουρέματος».
 Μετά τη χρέωση της ελληνικής οικονομίας με πρόσθετα δανειακά βάρη και υπερβολικά επιτόκια, τα οποία η ίδια η Τρόικα αναγκάστηκε δυο φορές να αναπροσαρμόσει προς τα κάτω, μετά την επιβολή ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής εξ' ορισμού δυσεπίτευκτο, το οποίο δεν αποσκοπούσε παρά στην εσωτερική υποτίμηση που προαναφέραμε, ήρθε η ώρα να αποδεχθούμε όλοι αυτό που οι αν μη τι άλλο ικανοί αναλυτές της χρηματαγοράς λέγανε εδώ και καιρό: με αυτήν την τακτική το ελληνικό - και όχι μόνο - χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. 
Η νομενκλατούρα των Βρυξελλών αναγκάζεται σε αυτό που έπρεπε να γίνει εξ' αρχής: σε γενναία μείωση του χρέους και σε εξορθολογισμό των επιτοκίων.Όμως, ενώ η συγκεκριμένη επιλογή είναι η μόνη δυνατή και δίκαιη λύση - ας μην ξεχνάμε τις ληστρικές αποδόσεις των χρεογράφων του ελληνικού δημοσίου, απόρροια της κάθε άλλο παρά αντικειμενικής και τέλειας λειτουργίας της χρηματαγοράς - με τους όρους με τους οποίους προδιαγράφεται ότι θα γίνει θα οδηγήσει μάλλον δεν βάθεμα των προβλημάτων, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για το σύνολο της €-ζώνης. 
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που συνοδεύουν την αναγκαία μείωση των υπερδιογκωμένων χρεών των αστικών κρατών:Ποιος θα «πληρώσει τη νύφη»; Η μείωση της αξίας των ομολόγων θα επηρεάσει άμεσα και ριζικά την ρευστότητα των εμπορικών τραπεζών, σε Ελλάδα και στο υπόλοιπο της Ε.Ε., αλλά και των ασφαλιστικών ταμείων, ιδιαιτέρως στη χώρα μας.
 Πως θα μπορέσει λοιπόν το σύστημα - Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, EFSF και Κεντρικές Τράπεζες των ισχυρών οικονομικά κρατών μελών - να συγκεντρώσει και να διαθέσει τα κεφάλαια που θα διασφαλίζουν την βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού (και όχι μόνο…) χρηματοπιστωτικού συστήματος; Σε ποιους θα επιβληθούν τα πρόσθετα βάρη που, αμέσως ή εμμέσως, θα πρέπει να συγκεντρωθούν μέσα από το φορολογικό σύστημα και / ή μέσα από τον έλεγχο των διεθνών, ενδοκοινοτικών και μη, κινήσεων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου;
 Μάλιστα η δυσκολία απάντησης αυτού του ερωτήματος ενισχύεται, καθώς στο σύνολο κρατών της €-ζώνης επικρατεί στην καλύτερη περίπτωση ένα καθεστώς δημοσιονομικής δυσχέρειας και προβληματικής ρευστότητας, αποτέλεσμα της γενικευμένης συστημικής κρίσης διεθνώς.
Πως θα καλυφθούν οι τρέχουσες δαπάνες του ελληνικού προϋπολογισμού, καθώς αυτός παραμένει ελλειμματικός; Εδώ φαίνεται ακριβώς και η σημασία των ενδογενών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας, επιβεβαιώνοντας, μόνο όμως εν μέρει, αυτούς που υποστηρίζουν ότι, εκτός και πέρα από τη διεθνή κρίση, η ευθύνη βαραίνει και «εμάς», ως πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα. Λέμε όμως ότι αυτές οι απόψεις επιβεβαιώνονται μόνο εν μέρει, γιατί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού παρέμεινε, παρά την άσκηση μιας άκριτης, βαθύτατα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, είτε αυτή επιβλήθηκε από τους διεθνείς συμβουλάτορες, είτε επιλέχθηκε από τους εγχώριους εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού. 
Θα καλύψει λοιπόν τις τρέχουσες ανάγκες του κράτους, των ταμείων αλλά και του εγχώριου τραπεζικού συστήματος η «κοινοτική αλληλεγγύη» και τι διασφαλίσεις θα ζητήσουν, ευρισκόμενοι υπό την εσωτερική πολιτική πίεση των δικών τους κοινωνιών;Η απάντηση που θα δοθεί στα δύο αυτά ερωτήματα από τη τρέχουσα Σύνοδο Κορυφής θα προσδιορίσει και το «κοστούμι» που θα συνοδεύει το αναπόφευκτο «κούρεμά» μας.
 Η απάντηση που θα δοθεί θα μας δώσει τη δυνατότητα να πούμε ποιος προβλέπεται να «πληρώσει τη νύφη», άρα και να αποφανθούμε αν πρόκειται για θετική ή όχι εξέλιξη για τον ελληνικό και για τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς. Γιατί αν πρόκειται, η γενναία μείωση του ελληνικού κρατικού χρέους να συνοδευθεί από μια εντατικοποίηση του περιορισμού των δαπανών και των φορολογικών επιβαρύνσεων, οριζοντίως και αποκλειστικά εις βάρος των ευρύτερων λαϊκών εισοδημάτων, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τότε οι όποιες μακροχρόνιες προοπτικές ανοίγονται για την ελληνική οικονομία από το κούρεμα θα πνιγούν στην βραχυπρόθεσμα προκαλούμενη ύφεση.
Αντιθέτως, υπάρχει εναλλακτική. Αφενός το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος (δηλαδή της κάλυψης της ρευστότητάς του) μπορεί και πρέπει να το καλύψει το υπερσυσσωρευμένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
 Για παράδειγμα, ο ίδιος ο Γιούνκερ (;) τόλμησε ή αναγκάστηκε από τις συνθήκες να προτείνει την εισαγωγή φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών - τουλάχιστον των ενδοκοινοτικών. Αφετέρου, ως προς την ανταπόκριση στην ανάγκη της άμεσης διασφάλισης της βιωσιμότητας του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού, απλώς και μόνο ας σημειωθεί ότι αυτές οι βαθιές μισθολογικές περικοπές στις οποίες προβαίνει η Κυβέρνηση προβλέπεται από την ίδια να οδηγήσουν στην εξοικονόμηση το πολύ 2,5 δισεκατομμυρίων στο 2012. Αντιθέτως, οι λειτουργικές δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν στα 7 και πλέον δισεκατομμύρια, διαμορφώνοντας πάνω από το 50% του συνολικού μισθολογικού βάρους, ενώ και οι εξοπλιστικές δαπάνες προβλέπονται να αυξηθούν περίπου 25% φθάνοντας στα 1,3 δισεκατομμύρια.
 Τα συμπεράσματα λοιπόν ως προς το πόσο και από πού μπορεί να εξοικονομήσει μια πολιτική νοικοκυρέματος με αναδιανεμητικό, κοινωνικό προφίλ είναι εμφανή! Βεβαίως, όλα αυτά δεν μπορούν να υλοποιηθούν παρά στο πλαίσιο μιας συνολικής αλλαγής στη χώρα και παράλληλα στην Ε.Ε. Μιας αλλαγής στην κατεύθυνση ενός ρεαλιστικού ριζοσπαστισμού, μιας σοσιαλιστικής, δημοκρατικής προοπτικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες