Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Τοπικότητα, κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα

Της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών

Στις 23-24 Οκτώβρη, έγινε στην Νομική σχολή της Αθήνας το ευτοπικό διήμερο, το οποίο διοργανώθηκε από το περιοδικό Ευτοπία και την ομάδα ελευθεριακών κομμουνιστών. Την πρώτη μέρα, εισηγητής ήταν ο ιταλός σύντροφος Αντρέα Πάπι. Εδώ παραθέτουμε την εισήγηση της ομάδας ελευθεριακών κομμουνιστών για τη δεύτερη συζήτηση με τίτλο «τοπικότητα, κοινωνικοί αγώνες και το ελευθεριακό πρόταγμα σήμερα»

.

Εισαγωγή
Αμηχανία. Αυτή είναι η λέξη που καλύτερα από κάθε άλλη χαρακτηρίζει την κατάσταση των απελευθερωτικών, επαναστατικών ρευμάτων στις σημερινές συνθήκες. Στις συνθήκες της αποτυχίας κράτους και κεφαλαίου όχι μόνο να ικανοποιήσουν τις ψευδαισθήσεις της αέναης «ανάπτυξης» που καλλιέργησαν, αλλά και να συντηρήσουν τη απαραίτητη ευμάρεια που νοηματοδοτούσε την ανοχή των καταπιεσμένων απέναντί τους. Τα τριάντα αργύρια της κοινωνικής συναίνεσης αποδειχτήκαν κάλπικα.
«Ώρα να σπάσει αυτή η συναίνεση» είναι το αυθόρμητο συμπέρασμα. Πέρασε όμως τόσος καιρός που όλοι μας ζήσαμε υπό το θέαμα του καπιταλιστικού αυτοθαυμασμού (παλεύοντας να ανοίξουμε μικρές τρύπες που ελπίζαμε να γίνουν ρήγματα στο φράγμα), που για να λέμε την αλήθεια, δεν το πολυπιστεύαμε ότι θα δικαιωθούμε. Ότι δηλαδή θα βρεθεί μια κοινωνία , να την χτυπούν από παντού, με τη συναίνεση στο χέρι, χωρίς καμιά ασφάλεια ή βεβαιότητα. Κι επειδή δεν το πολυπιστεύαμε, δεν προετοιμαστήκαμε. Στεκόμαστε σήμερα αμήχανοι στο πως αυτή η συναίνεση θα σπάσει -στην έκταση που της αρμόζει- και ακόμα πιο αμήχανοι για το τι θα γίνει μετά. Κι αυτό το «μετά» αποδεικνύεται, τόσο πιο απαραίτητο να προταχθεί, όσο πλησιάζει στο «τώρα». Για το κάθε θύμα κράτους και κεφαλαίου, η πιθανότητα να πρέπει να ζυγίσει τις συνέπειες μια ολικής ρήξης με αυτές μιας νέας, ολικής υποταγής του, γίνεται όλο και πιο ορατή.
Δεν είμαστε αυτοί που περιμέναμε καρτερικά την θανάσιμη κρίση του καπιταλισμού, δεν ξέρουμε αν αυτή η κρίση είναι θανάσιμη ούτε αν τελικά υπάρχουν θανάσιμες κρίσεις. Αυτό που ξέρουμε είναι πως αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που εκτός από το μέλλον, μας έρχεται και από το παρελθόν. Το παρελθόν των επαναστατών που πρέπει να αποφασίσουν τι επανάσταση θέλουν, πώς να την κάνουν και πόσο μακριά θέλουν να φτάσει.
Λίγα χρόνια πριν μια τέτοια προοπτική σκέψη αν δεν ήταν ιδεολογική άσκηση επί χάρτου, εκλαμβάνονταν σαν αφόρητος ρομαντισμός. Σήμερα είναι ανάγκη. Τα πράγματα σοβαρεύουν, ό,τι γύρω μας δεν άλλαξε θα αλλάξει σύντομα. Γιατί ακόμα και αν αυτή κρίση αποδειχτεί κάτι πρόσκαιρο, ένα ακόμα καπρίτσιο ενός αποχαλινωμένου συστήματος που ζορίζεται για να δυναμώσει, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι «να παίξουμε το χαρτί μας». Σε τελική ανάλυση θα ήταν άδικο να περιμένουμε μεγαλύτερη επιείκεια και κατανόηση από τις επόμενες γενιές επαναστατών από αυτή που δείξαμε εμείς στις προηγούμενες….

Μέρος Α
Οι αναρχοκομμουνιστικές αντιλήψεις, όπως άλλωστε και το σύνολο των ρευμάτων που απαρτίζουν το σώμα της ελευθεριακής σκέψης και πράξης, προσδιορίζονται πολύ περισσότερο από την τροχιά που τους επιβάλλει ένας σκληρός πυρήνας αξιακών σταθερών και πολιτικών προταγμάτων παρά από μια «υπεριστορική» στρατηγική πάλης. Στον πυρήνα αυτό βρίσκονται οι πολιτικές σταθερές που, απαράλλαχτες από το 19ο αιώνα, μπορούν και περιγράφουν με πληρότητα την ουσία του κοινωνικού ζητήματος, την κριτική των μέσων του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά πάνω από όλα το διακύβευμά του. Κάποιος που αγνοεί τη φύση του αναρχισμού εύκολα θα μιλήσει για φυγή στην «ουτοπία» ίσως ακόμα και να θεωρήσει την έλλειψη μιας συσκευασμένης στρατηγικής σαν το φυτώριο του οπορτουνισμού. Κι όμως, το ανάποδο συμβαίνει. Ξεκινώντας από το τέλος, από το συνολικό, από το «τι χρειάζεται», τα ελευθεριακά ρεύματα δεσμεύουν τον εαυτό τους σε μια διαρκή επανεξέταση της αξίας του ίδιου του αγώνα, της αναγκαιότητάς του, της μορφής του. Η απροθυμία του αναρχισμού να παρέχει στους καταπιεσμένους έναν οδικό χάρτη για τη νίκη του στοίχισε πολύ σε ένα κόσμο που η τελεολογική εμμονή της αστικής σκέψης και του Χριστιανισμού κυριαρχούσε. Η απαίτηση όμως της συνολικότητας στον αγώνα δικαιώθηκε πικρά. Δεν φτάνει να υπάρχει λευκό ψωμί για όλους και ελευθερία λόγου: το απέδειξε ο Δυτικός καπιταλισμός τα τελευταία χρόνια. Δεν φτάνει η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: το απέδειξε ο εξευτελισμός των σοσιαλιστικών πειραμάτων. Δεν φτάνει μια κάποια γενικευμένη λαϊκή κοινότητα: το απέδειξε ακόμα και ο φασισμός.
Για τους αναρχοκομμουνιστές το ζητούμενο, αυτό της αυτοδιευθυνόμενης πολιτικά κοινωνίας που κατέχει και νέμεται συλλογικά τα μέσα παραγωγής, αναπαρίσταται σε μια σειρά ιδιαίτερων θέσεων που έχουν αξία μόνο στο βαθμό που επιβεβαιώνονται μέσα σε υπαρκτά ή αναγκαία χαρακώματα αγώνα. Είναι η μαζική αθλιότητα που παράγουν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις ενός νέου πολυπολικού κόσμου που αναδεικνύουν την διαλεκτική σχέση (και όχι απλά μια σχέση υποταγής) ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία. Είναι ο φιλελευθερισμός που μεταμορφώνει το κράτος από νταβατζή σε κλεπταποδόχο που μεταπουλάει τα κλοπιμαία του στους ιδιώτες, αναδείχνοντας την ανάγκη επανακατάκτησης από την κοινωνία της έννοιας του δημοσίου. Είναι οι πόλεις τέρατα, ο υδροκεφαλισμός της αστικοποίησης, η ερήμωση της γης που περιγράφουν την αξία της αποκέντρωσης. Η κυριαρχία της αγοράς και του κανιβαλικού ατομικισμού της είναι που παράγει την ανάγκη της νέας κοινότητας, το ξεμπρόστιασμα της αστικής δημοκρατίας είναι που αποκαλύπτει την επιταγή για καθολική και αδιαμεσολάβητη συμμετοχή όλων στο πολιτικό πεδίο. Φτάνει να διαβάσεις την ιστορία των επαναστάσεων για να διαγράψεις την λογική των «σταδίων για τον σοσιαλισμό», είναι η καθημερινότητα του σήμερα που επιβάλλει τόσο τους ταξικούς αγώνες και την οργάνωσή τους όσο και τις αντιθεσμίσεις ως μέσα, ξανά, επιβίωσης. Είναι τελικά η κρίση ως κρίση συστήματος που θέτει με πολύ πιο επιτακτικό τρόπο όλες αυτές τις προβληματικές και γεννάει την ανάγκη να παραχθεί μια στρατηγική αγώνα με προοπτική, όχι «γενικά», όχι για παντού και πάντα, αλλά για το εδώ και το τώρα. Μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί, που να μπορεί να αντέξει σε αξιολόγηση, που να είναι τόσο ευλύγιστη ώστε να διορθώνει τα λάθη της και να ζυμώνεται και τόσο άκαμπτη που να μην επιτρέπει την αφομοίωση από το σύστημα ή την αποδόμηση και τον εκφυλισμό της.
Για να μπορέσει να υπάρξει πρέπει να είναι σε θέση να δει καθαρά γύρω της γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποφύγει μια ανάλυση που θα εντοπίσει όχι μόνο τα δομικά στοιχεία μιας πραγματικότητας αλλά και τα ενδημικά, την ιστορικότητα και την επίδρασή της, όλα αυτά που δίνουν την υλική υπόσταση αυτού που βιώνουμε.
Μιλώντας για την Ελλάδα, και χωρίς κανένα φαντασιακό περί «ανάδελφου» εθνικού περιβάλλοντος, εντοπίζουμε εκείνα τα κομμάτια της ιστορικότητας που μπορούν να παράγουν συμπεράσματα χρήσιμα στην ερμηνεία των όσων συμβαίνουν αλλά και στην επιλογή των άμεσων στόχων, των μέσων πάλης αλλά και της μεσοπρόθεσμης κατεύθυνσης.
Είναι βασικό στοιχείο καθαυτής της πολιτικής εξουσίας η σύγκρουσή της με κάθε μορφή κοινότητας διαμορφωμένης από την κοινωνική βάση που θα μπορούσε να διεκδικήσει μια κάποια αυτονομία. Στην εγγεγραμμένη πολιτική ιστορία της Ελλάδας η τοπικότητα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αφού αυτή μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες αποτέλεσε το βασικό κοινωνικό πεδίο που μέσα του υπήρξαν μαζικά τέτοιες κοινότητες.
Επιλέγοντας το συγκεντρωτικό μοντέλο, αυτό της εθνικής ομογενοποίησης και της ενιαίας διοίκησης, (σε ένα μετεπαναστατικό πολυκοινοτικό και πολυπολιτισμικό περιβάλλον), το Ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο ώστε παράλληλα με τις άλλες επιδιώξεις του, να αποδυναμώσει ή να εξαφανίσει αυτόν τον απειλητικό για την ύπαρξή του παράγοντα. Από τους επεκτατικούς πολέμους για την «εθνική ολοκλήρωση», τη «μεγάλη ιδέα», τις εθνοκαθάρσεις, την προσφυγιά, μέχρι την πολιτισμική απαξίωση και τον οικονομικό στραγγαλισμό. Αυτή η σύγκρουση, ανάμεσα στο «δήμο» και το κράτος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό όλες τις πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας.
Η Ελληνική εξουσία, οι δομές και η αποτελεσματικότητά της και κυρίως η σχέση της με την Ελληνική κοινωνία, το συμβολικό κύρος και η αποφασιστικότητα των όπλων της, ακόμα και σήμερα ως ηχώ, συνδέεται άρρηκτα με το χτύπημα τοπικών κοινοτήτων (ευθέως στην αρχή και με τον εθνικό ή πολιτικό μανδύα στη συνέχεια) και το χώνεμά τους σε μια διαδικασία όλο και αυξανόμενης διείσδυσης του κράτους στην κοινωνία. Μια διαδικασία που συνοψίζεται στο αέναο καθεστωτικό αίτημα του «εκσυγχρονισμού».
Η τοπικότητα και οι εσωτερικές δομές της ήταν επίσης αυτές που καθόρισαν την εξέλιξη μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων της Ελληνικής ιστορίας με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της εθνικής αντίστασης και κυρίως του εμφυλίου όπου ένα κίνημα υπό την καθοδήγηση της μαρξιστικής και προλεταριακής ηγεσίας του ΚΚΕ βρέθηκε να επιβιώνει στα μικρά χωριά, να στηρίζεται στην τοπική αυτάρκεια, και να μονοπωλεί σχεδόν την ατζέντα του με εθνικά ζητήματα.
Παρενθετικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως όταν αναφερόμαστε στο «δήμο», όχι σαν μια επιθυμητή κοινωνική δομή ελευθερίας, αλλά σαν μια ιστορική οντότητα, αναφερόμαστε σε μια κοινότητα εξουσιαστική. Μια κοινότητα με πλούσιους και φτωχούς, με παπάδες και πατριαρχία μια κοινότητα ασφυκτικής πολιτισμικής καταστολής. Αλλά και μια κοινότητα που ενσωματώνει την κοινωνική αλληλεγγύη, μια κοινότητα πρόθυμη να πάρει φωτιά από τα απελευθερωτικά κηρύγματα, που διεκδικεί την αυτάρκεια και έχει την κοινωνικότητα ως θέσφατο. Αντιφατική και από τη στιγμή που καμιά πολιτική δυναμική δεν βρέθηκε για να της προσφέρει ένα αυτοδύναμο απελευθερωτικό πρόταγμα, καταδικασμένη να ηττηθεί στη σύγκρουσή της με το κράτος. Όπως και ηττήθηκε.
Η τοπικότητα σχεδόν αποδυναμώθηκε σαν πεδίο δημιουργίας κοινοτήτων και τίποτα δεν την αντικατέστησε. Η τοπική αυτονομία, η αλληλεγγύη, οι ανθρώπινες σχέσεις αποδείχθηκαν πολύ λίγες για να αντιμετωπίσουν τη σπάνη, την πατριαρχία, την πολιτιστική τρομοκρατία της εκκλησίας, την πολιτική και εθνική τρομοκρατία του κράτους, την οικονομική τρομοκρατία της κάθε τοπικής αστικής τάξης. Οι μάχες του εμφυλίου, οι υποχρεωτικές ή εθελούσιες μετακινήσεις πληθυσμών στα αστικά κέντρα αλλά κυρίως η ξενιτιά στέρησαν και το ανθρώπινο δυναμικό και την προοπτική υλικής επιβίωσης κοινοτικών δομών που όλο και περισσότερο εκλαμβάνονταν (αλλά και αυτομαστιγώνονταν) σαν ξεπερασμένες και οπισθοδρομικές. Προφανώς και η καπιταλιστική ανάπτυξη, που στις περισσότερες χώρες, ευθύνεται αποκλειστικά σχεδόν για τον αστικό μετασχηματισμό, έπαιξε και εδώ τον αποδομητικό της ρόλο. Σε μικρότερη όμως κλίμακα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός πως μέχρι τα τέλη της μεταπολίτευσης η ελληνική παραγωγική βάση στηρίχθηκε κύρια στον πρωτογενή τομέα. Το ελληνικό κεφάλαιο, δυναμικό και δραστήριο δεν κατευθύνθηκε σε μια εσωτερική βιομηχανική παραγωγή και αυτό είχε σαν λογική συνέπεια τη μη ύπαρξη ενός τόσο μαζικού προλεταριάτου που θα μπορούσε να δημιουργήσει ευρείες κοινότητες σε ταξική βάση.
Το κράτος πλήρωσε ακριβά την απόφασή του να πετύχει τον «εκσυγχρονισμό». Ενσωματώνοντας υποχρεωτικά τις τοπικές εξουσίες, μεταμορφώνοντάς τες από δυνητικό εχθρό σε σίγουρο σύμμαχο, διαπραγματεύτηκε μαζί τους. Τις μετέτρεψε σε συστημικό πυλώνα (όπως άλλωστε έκανε και με άλλες δυνάμεις όπως η εκκλησία) εισάγοντας στον οργανισμό του ένα παράγοντα σύγκρουσης συμφερόντων που ακόμα και σήμερα το εμποδίζει να δει τον εαυτό του ως κάτι ενιαίο. Το κράτος-συμμαχία φέουδων, από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας του έως τη μεταπολίτευση, ήταν ένα κράτος ανίκανο να οικειοποιηθεί τους κανόνες της συντεταγμένης αστικής δημοκρατίας, αυτούς του δημοκρατικού έθνους-κράτους. Η αδιάκοπη πολιτική ανωμαλία, η διαφθορά, η αναποτελεσματικότητα των σχεδιασμών, η ασυνέχεια, οι εξαρτήσεις, είχε ως συνέπεια την σε μεγάλη κλίμακα απώλεια του συμβολικού του κύρους ως ανώτατη κανονιστική αρχή.
Σε αυτό το περιβάλλον ήρθε η μεταπολίτευση, ως η καλύτερη προσπάθεια της εξουσίας να επιβάλει καθεστωτική ομαλότητα, έχοντας να διαχειριστεί μια αστικοποιημένη κοινωνία, πολυδιασπώντας τους καταπιεσμένους με την καρικατούρα της ιδεολογικής-κομματικής διαπάλης ενσωματωμένης στην καθεστωτική κανονικότητα. Αυτή θεσμοθέτησε τη νέα μορφή κράτους. Αυτή ενός μηχανισμού που έχει απέναντί του, επιτέλους, ένα αδόμητο αλλά ελεγχόμενα διασπασμένο κοινωνικό σύνολο και επιχειρεί την υπογραφή ενός «αξιόπιστου» κοινωνικού συμβολαίου για την εκμαίευση της κοινωνική ειρήνης. Σε αυτό όμως θα αναφερθούμε παρακάτω…
Αποδίδοντας στην τοπικότητα αυτή τη σημασία στην πολιτική εξέλιξη έχει ιδιαίτερη σημασία να παρακολουθήσουμε το πώς η αποδυνάμωσή των τοπικών κοινοτήτων αποτυπώθηκε σε θεσμικό και διοικητικό επίπεδο. Ένας κύκλος που ξεκινάει από τον Ιωάννη Καποδίστρια και την άρνησή του να αναγνωρίσει καν την κοινότητα σαν πολιτική οντότητα (για να καταλήξει στα γρήγορα να εξοντωθεί από αυτήν) και κλείνει στο «σχέδιο Καποδίστριας» ενάμιση αιώνα μετά που εξαφάνισε την κοινότητα από τον πολιτικό χάρτη. Με νομικά τερτίπια, με τη διαρκή αλλαγή των κανόνων και της διοικητικής δομής το κράτος πέτυχε, όσο η τοπική κοινότητα (ως χωριό αλλά εν μέρει και ως αστικός δήμος) διατηρούσε σημάδια ζωής, να μην υποψιαστεί ποτέ τη δυνατότητα να στοχαστεί τον εαυτό της με πολιτικούς όρους, να μην προλάβει να διακρίνει ότι είναι στόχος επίθεσης, να μην αναρωτηθεί γιατί.
Οι μαζικές αντιδράσεις στο «σχέδιο Καποδίστριας» αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα αυτού του στοχασμού που δεν έγινε. Πολύ αργά, πολύ λάθος.
Ο Καλλικράτης είναι η συνέχεια της επίθεσης του κρατικού συγκεντρωτισμού. Ερχόμενος να αντικαταστήσει το μοντέλο κοινότητα-νομός-κράτος με το μοντέλο περιφέρεια-κράτος-Ευρωπαϊκή ένωση αποκαλύπτει ένα πολιτικό σχεδιασμό που πλέον υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα. Ένα πλάνο που στοχεύει στην σχεδιασμένη και απρόσκοπτη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, στο σπάσιμο κάθε εμπόδιου για επέκταση των αγορών σε όλες τις πτυχές της ζωής, στον παντεπόπτη οφθαλμό του κοινωνικού ελέγχου και της καταστολής. Με ελάχιστες αντιδράσεις, και τις περισσότερες από αυτές να οφείλονται σε γελοίους παραγοντισμούς είναι μια μάχη που δεν ένοιωσε κανείς υπεύθυνος να δώσει. Μια μάχη χαμένη από τα πριν.
Έχει όμως τεράστια αναλυτική αξία γιατί αποκαλύπτει το διοικητικό μοντέλο το οποίο επιχειρούν να μας επιβάλλουν, σε ένα νέο πολυπολικό, παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, στη γεωπολιτική που εντάσσεται το Ελληνικό κράτος.
Η περιφέρεια γίνεται ο πρώτος βαθμός της κρατικής διοίκησης, αυτός που θα διαχειριστεί τους δημόσιους πόρους, που θα υποδέχεται τις νεοαποικιοκρατικές επενδύσεις (παρακάμπτοντας ακόμα και το σύνταγμα). Μπορούμε, ως μια εκ των συνεπειών της κρίσης να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η αναμόρφωση του δεύτερου βαθμού διοίκησης, του εθνικού κράτους…

Μέρος Β

Η βάση στην οποία επιχειρείται αυτή η ανάλυση, το ερώτημα που την κινητοποιεί μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Αν αυτό που θέλουμε είναι η κοινωνική απελευθέρωση και αυτό που αναζητούμε είναι ο δρόμος προς αυτήν τότε το πρώτο αδιέξοδο που πρέπει να ξεπεραστεί είναι το πεδίο στο οποίο μπορούμε να περιμένουμε την δημιουργία εκείνων των κοινοτήτων που από τη μια θα αντισταθούν και θα επιτεθούν ενώ ταυτόχρονα θα οικειοποιηθούν τον απαραίτητο ζωτικό πολιτικό και κοινωνικό χώρο ώστε να γίνουν το κύτταρο της απελευθέρωσης; Πού θα φυτρώσουν οι κοινότητες αγώνα και αντιθέσμισης;
Και λέμε αδιέξοδο αναφερόμενοι στην κοινωνική αποδόμηση που ολοκλήρωσε η μεταπολίτευση. Μια αποδόμηση που πέρα από το πώς επέδρασε σε επίπεδο καθεστώτος (και άρα τι έχουμε να περιμένουμε από αυτό) πέρα από το πώς επέδρασε σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων αντανακλάται καθαρά στους κοινωνικούς αγώνες που εμφανίστηκαν, άνθησαν και ηττήθηκαν τα 35 αυτά χρόνια.
Επιχειρώντας και επιτυγχάνοντας το θεμελιακό αίτημα της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή την συρρίκνωση και καθήλωση του δημόσιου πολιτικού χώρου της κοινωνίας σε απόσταση βολής από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς η εξουσία πέτυχε και την εποπτεία κάθε πολιτικής δύναμης που δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό της συμμετοχής στο δημοκρατικό παιχνίδι, και την αποδοχή της ιδεολογίας σαν τον κυρίαρχο δίαυλο συμμετοχής των εκμεταλλευόμενων στον δημόσιο πολιτικό χώρο. Ένα δίαυλο που οδηγούσε κατευθείαν στους καθεστωτικούς κομματικούς μηχανισμούς, μια ιδεολογία που νοηματοδοτούνταν μέσα από την επιρροή της σε θεσμούς. Παγίδα στην οποία με χαρά και ευγνωμοσύνη έπεσε η αριστερά, επενδύοντας την «ένδοξη ιστορία της», εγκλωβίζοντας έτσι τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που ήταν πρόθυμες να παλέψουν αντισυστημικά αλλά που αντιλαμβάνονταν αυτή την ιστορία ως δικό τους βίωμα.
Η ύπαρξη μιας ενιαίας και κεντρικής ΓΣΕΕ για παράδειγμα, καθ’ εικόνα και ομοίωση του κοινοβουλίου (με τις εκλογικές ισορροπίες της εργατικής τάξης) δεν μπορούσε παρά να παράγει μαζικές κινητοποιήσεις, απρόσωπες, στο κατώτατο όριο του ρεφορμισμού. Δεν μπορούσε παρά να αντιληφθεί τον εαυτό της (ειδικά από την ώρα που ο εκσυγχρονισμός κατέλαβε το κράτος με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ) σαν το εργατικό λόμπυ στην εξουσία. Δεν υπήρχε καμιά αντίφαση όταν το κράτος τιμούσε την εξέγερση του ’36 στη Θεσσαλονίκη την ίδια ώρα που τα ΜΑΤ αιματοκυλούσαν εργατικές διαδηλώσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος των μεταπολιτευτικών κοινωνικών αγώνων, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90, όση μαζικότητα κι αν είχαν, όσες κόκκινες σημαίες κι αν σήκωσαν, ότι συνθήματα κι αν φώναξαν ήταν αγώνες του καθεστωτικού θερμοκηπίου.
Πλάι όμως σε αυτούς,, στα απώτατα όρια της αστικοδημοκρατικής ελαστικότητας και πέρα από αυτά, άνθησαν αγώνες με χαρακτηριστικά που υπερέβαιναν τη δυνατότητα ενσωμάτωσης. Αγώνες που κράτησαν ζωντανή την επαναστατική φλόγα και δημιούργησαν μια καινούρια αγωνιστική ιστορία, παρακαταθήκη για σήμερα.
Ο σχηματισμός ενός βιομηχανικού προλεταριάτου τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αποτέλεσμα μια θνησιγενούς απόπειρας εκβιομηχάνισης (με τις ρίζες της στη δεκαετία του ’50) έδωσε την ευκαιρία σε μαχητικά κομμάτια της επαναστατικής αριστεράς να κατορθώσουν τη δημιουργία κοινοτήτων αγώνα, αυτοοργανωμένων κοινωνικών δομών σε ταξική βάση, που πάλεψαν εκτός θερμοκηπίου και πέτυχαν νίκες που ξεπερνούσαν τον ρεφορμισμό. Τα βιομηχανικά σωματεία βάσης και η εμβληματική τους σύγκρουση με τον κλαδικό συνδικαλισμό ήταν η πρώτη αμφισβήτηση , στα πλαίσια της μεταπολίτευσης από την πλευρά καταπιεζόμενων κοινωνικών δυνάμεων του κοινωνικού συμβολαίου. Μπορούμε επίσης να αναφερθούμε και σε άλλους μεμονωμένους εργατικούς αγώνες αλλά και τοπικούς. Παρ’ όλη όμως την αξία τους ήταν καταδικασμένοι να ηττηθούν. Η εκβιομηχάνιση ανακόπηκε γρήγορα, η τοπικότητα ολοκλήρωσε την αποσάθρωσή της, η ιδεολογία στην κυβέρνηση (οι πρώτες δύο τετραετίες του ΠΑΣΟΚ) ολοκλήρωσε το σχέδιο του εκσυγχρονισμού για να μπορέσει να πεθάνει εν ειρήνη δίνοντας τη σκυτάλη στην πλήρη αποδόμηση του κοινωνικού και στον φιλελεύθερο ατομικισμό.
Η μόνη ανατρεπτική πολιτική δύναμη, στο μεταπολιτευτικό σκηνικό, που κατόρθωσε να γλιτώσει και από την μέγγενη της ενσωμάτωσης και από το αδιέξοδο της προσκόλλησης σε επαναστατικά υποκείμενα που θριαμβεύουν μονάχα στη θεωρία ήταν ο αναρχικός χώρος (και κάποιες μικρές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που προσέγγιζαν την αυτονομία). Με ελάχιστη αυτοδύναμη συμμετοχή στην νεοελληνική αγωνιστική ιστορία, η εισαγόμενη από φοιτητικούς κύκλους (προϊόντα του Γαλλικού Μάη), επανεφεύρεση του αναρχισμού στην Ελλάδα άνοιξε νέες προοπτικές. Κουβαλώντας τις αντιλήψεις της κριτικής της καθημερινής ζωής μέσα από ένα ιδιόρρυθμο συγκρητισμό διαφορετικών ρευμάτων (αυτόνομων, καταστασιακών, συμβουλιακών…) αλλά με τα πιο ανυπόταχτα στοιχεία της αναρχικής πολιτικής κουλτούρας στο κέντρο, είχε τα απαραίτητα αντισώματα ώστε να ανοίξει τα μάτια του και να ανοιχτεί στις νέες ταυτότητες που γεννιόνταν στο αστικό περιβάλλον. Πάτησε πάνω στην πολιτισμική άρνηση, το underground, ζυμώθηκε με την νεοσχηματισμένη μητροπολιτική νεολαία και σε μεγάλο βαθμό έγινε μια πολιτικοκοινωνική κοινότητα των πιο συνειδητών τμημάτων της. Παίζοντας μόνος του, ο «χώρος», αφού ακόμα και οι λίγες δυνάμεις της αριστεράς που μπορούσαν να αντιληφθούν την κοινωνική δομή που σχημάτισε ο μεταβιομηχανικός καπιταλισμός είτε την απαξιούσαν σα στοιχείο του εποικοδομήματος είτε δεν είχαν τα απαραίτητα εργαλεία να παρέμβουν, δημιούργησε έναν χώρο κοινωνικής επιρροής, μικρό αλλά ανθεκτικό, μπολιασμένο με την αρχετυπικό πνεύμα της άρνησης και της εξέγερσης. Δεν χρειάζεται εδώ να ασχοληθούμε με τα ποικίλα προβλήματα που ανέδειξε η κοινωνική του καταγωγή και η μονομέρεια σε θεματικές και θέσεις. Γιατί το ουσιώδες είναι ότι κατάφερε να δημιουργηθεί την ώρα που όλοι οι άλλοι εξαφανίζονταν. Και καθώς τα χρόνια περνούσαν και η συλλογική εμπειρία συσσωρεύονταν επίπονα, ο όλο και πιο μαζικοποιούμενος «χώρος» απλώθηκε και στα πιο «υλικά» μέτωπα αγώνα. Σήμερα δύσκολα θα βρεις τοπικό αγώνα που να μην έχει στο εσωτερικό του αναρχικούς, ή να μην υιοθετεί το αναρχικό πρόταγμα της αυτοοργάνωσης ενώ σημαντική δουλειά γίνεται και στην ταξική πάλη. Φυσικά, όπως συμβαίνει παντού, αλλά και ως ιστορική αδυναμία του αναρχισμού, η πολιτική συγκρότηση υπολείπεται της κοινωνικής δυναμικής…
Πριν προχωρήσουμε στο σήμερα και τις αναγκαιότητές του κρίνουμε απαραίτητη μια διευκρίνιση θεωρητικού περιεχομένου: ανήκουμε στη σχολή του αναρχισμού που διαχωρίζει το πολιτικό από το κοινωνικό, κι αυτό διατρέχει όλη την ανάλυση και τις θέσεις. Δεν θα ήμασταν αναρχικοί αν θεωρούσαμε ότι η ευθύνη της απόφασης και της πραγμάτωσης της κοινωνικής αλλαγής ανήκε οπουδήποτε αλλού από τις ίδιες τις κοινωνικές δυνάμεις (εδώ θα συμφωνήσουν όλοι) και τις δικές τους απόλυτα αυτεξούσιες οργανώσεις (εδώ θα διαφωνήσουν πολλοί). Διαχωρίζοντας το πολιτικό δεν ανακαλύπτουμε υποψήφια καθοδηγητικά κέντρα ούτε «αόρατους καπετάνιους» της κοινωνίας. Αναφερόμαστε στις οργανωμένες δυνάμεις που δίνουν τη μάχη των ιδεών στον κεντρικό δημόσιο χώρο της κοινωνίας, που παλεύουν να πείσουν άτομα και κοινωνικές ομάδες για μια συνολική προοπτική, που αντιπαρατίθενται με το καθεστώς σαν τέτοιο ξεκινώντας πάντα τη μάχη του από το τέλος. Η συνάντηση πολιτικού και κοινωνικού θα συμβαίνει όταν η καταπιεζόμενη κοινωνία δομείται και αποκτά αυτοσυνείδηση, συνήθως όταν βρισκόμαστε σε περιόδους επαναστατικών αλλαγών. Αυτό όμως, όπως η ιστορική εμπειρία μας έχει δείξει, μπορεί να συμβεί μόνο στο βαθμό που και το πολιτικό και το κοινωνικό, έχουν καταφέρει ήδη να αναπτυχθούν σε ένα ικανό βαθμό. Το κοινωνικό χωρίς τις αφοσιωμένες στη συνολικότητα δυνάμεις θα εγκλωβιστεί στην αμεσότητα των αναγκών και την έλλειψη προοπτικής, θα υπονομευτεί από τις αμφίθυμες κοινωνικές δυνάμεις, θα κατακερματιστεί και θα συντριβεί όταν η κούραση της «ανωμαλίας» αντιπαρατεθεί με την «ομαλότητα» της παλινόρθωσης. Το πολιτικό χωρίς το κοινωνικό θα καταλήξει ιδεολογική σέχτα, θα πεθάνει ως ηρωική πρωτοπορία ή θα «διασωθεί» στη δικτατορία.
Το βασικό πρόβλημα των ημερών που ζούμε, τουλάχιστον στην Ελλάδα είναι πώς, ενώ κράτος και κεφάλαιο βλέπουν τα οικονομικά, πολιτικά και προπαγανδιστικά τους ερείσματα να χάνονται, η ίδια η κοινωνία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ανυπαρξίας κοινών τόπων που θα μπορούσαν να εκκινήσουν διαδικασίες συσπείρωσης και αυτοοργάνωσης νέων κοινωνικών δομών. Η εξουσία, στο τέλος της μεταπολίτευσης, με πλεονάζουσα έπαρση πέταξε στα σκουπίδια το ιδεολογικό εργαλείο ενσωμάτωσης στη δημοκρατία (επαναφέροντας τα κόμματα στον παλιό καλό τους ρόλο αυτόν του διανομέα κοινωνικών πόρων και δύναμης), βασιζόμενη στο γεγονός ότι η κοινωνική αποδόμηση και η καταναλωτική ευμάρεια θα εξασφάλιζε την «χιλιετή της βασιλεία» χωρίς τα εμπόδια που βάζουν οι μηχανισμοί κοινωνικής αφομοίωσης του παρελθόντος. Τους χτύπησε μάλιστα αλύπητα, ως συντεχνίες, ως βαρίδια στην «ανάπτυξη». Και πέτυχε απόλυτα. Μέχρι του σημείου που έπαψε να μπορεί να συντηρεί αυταπάτες, που δεν μπορούσε άλλο να συνεχίζει να δανείζει. Τώρα ανακαλύπτει πόσο αποκομμένη είναι από την κοινωνία, πως δεν έχει κανένα αξιόπιστο μηχανισμό (ούτε συνδικάτα, ούτε κομματικές τοπικές, ούτε μαζικές θεματικές οργανώσεις, ούτε ενεργό εθνική συνείδηση, ούτε καν την εκκλησία) για να μανιπουλάρει τις εξελίξεις ή έστω να κρυφακούσει τι ετοιμάζεται κάτω.
Οι δυνάμεις της εξουσίας και οι δυνάμεις της ανατροπής τελικά αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Φαίνεται να μην υπάρχει κοινωνία για να απευθυνθούν. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Οι δυνάμεις της αληθινής σοσιαλδημοκρατίας, του παρεμβατισμού, των κλειστών συνόρων παραμένουν, στο κόσμο της εξουσίας, πεταμένες στη γωνία ελπίζοντας, περισσότερο ίσως από τους επαναστάτες, σε μια παρατεινόμενη κρίση (είτε οικονομική είτε και εθνική) που θα σάρωνε το φιλελεύθερο μπλοκ και θα τις επανέφερε στο προσκήνιο ώστε να μπορέσουν να επανασυστήσουν ελεγχόμενες συσπειρώσεις κοινωνικών δυνάμεων. Για το μπλοκ εξουσίας που εδώ και 20 χρόνια βασιλεύει και κυβερνά η ακόμα μεγαλύτερη κοινωνική αποδόμηση με έμφαση πλέον στη διαίρεση των καταπιεσμένων σε μικροκοινωνική κλίμακα (συντεχνία εναντίον συντεχνίας, νέες αντιμεταναστευτικές πολιτικές, επικέντρωση στην εγκληματικότητα) είναι μονόδρομος για να εξασφαλίσει μέρες, μήνες και ίσως και χρόνια έμπρακτης υποταγής. Η όξυνση της καταστολής και η εμβάθυνση του κοινωνικού ελέγχου είναι η άλλη πλευρά αυτού του νομίσματος.
Προφανώς αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι το αντίθετο.
Στο πολιτικό επίπεδο τα πράγματα είναι κάπως πιο «εύκολα». Τα κόμματα της αριστεράς, όσο και αν αυξήσουν τα εκλογικά τους κουκιά δεν φαίνονται ικανά να ξεπεράσουν την αναξιοπιστία που οι συνεπείς τους προσπάθειες εδώ και 35 χρόνια πέτυχαν: το θέμα σε συνθήκες κρίσης είναι να έχεις μέλη, όχι ψήφους. Και η ψαλίδα ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγαλώνει και θα μεγαλώνει.
Για τις δυνάμεις που κινούνται στο ελευθεριακό φάσμα, αναρχικών ή όχι, ζούμε το τέλος μιας περιόδου όπου οι κοινωνικές συνθήκες μπορούσαν χωρίς κόστος να ανακλώνται στις δομές τους με τη μορφή του ατομικού lifestyle και η οργάνωση να εξαντλείται σε λίγες ομάδες συγγένειας και αφορμαλιστικές συνελεύσεις, θεματικές ή επικαιρότητας. Η συσπείρωση σε μεγαλύτερα σχήματα πρέπει να γίνει παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των «πρωτοβάθμιων» συλλογικοτήτων. Ένα κύμα οργάνωσης πρέπει να σαρώσει τον αυτοαναφορικό τρόπο πολιτικής ύπαρξης. Οργάνωση που έχει νόημα μόνο αν οδηγεί στη μαζική κοινωνική παρέμβαση με επαναστατικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πρέπει να πέσουν μαζικά συνθήματα πολιτικής συμμετοχής, αντίστασης και αυτοοργάνωσης σε κάθε μέτωπο που το καθεστώς ανοίγει. Πρέπει να ανοίξουμε δικά μας μέτωπα, να τολμήσουμε να μιλήσουμε και για μια διαφορετική κοινωνία και τους τρόπους να φτάσουμε σε αυτήν. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε καίρια τις αντιδραστικές ριζοσπαστικές δυνάμεις που βρίσκουν χώρο ύπαρξης. Πρέπει να σταθούμε μαχητικά ενάντια στην καταστολή, προσωποποιημένη ή ευρύτερη, χτυπώντας ένα προς ένα τα σχέδιά της. Πρέπει να ξανακάνουμε κοινά αποδεκτή αρετή την κοινωνικότητα και την αλληλεγγύη και ούτε αυτό, ούτε κανένα από όλα αυτά τα «πρέπει» μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη δυναμική αλλά και την αξιοπιστία του παραδείγματος του να κάνεις πρώτος εσύ ότι προτείνεις με τόση αλαζονεία στους άλλους να κάνουν…

Μέρος Γ
Ως πολιτικά υποκείμενα, μέσα στο ελευθεριακό φάσμα, οι αναλύσεις, οι δομές, οι στρατηγικές, οι δράσεις, έχουν σκοπό: την κοινωνική απελευθέρωση.
Το πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης παραμένει πάντα επίκαιρο, απαράλλαχτο όσο η κοινωνική αθλιότητα που το γέννησε παραμένει κυρίαρχη. Μιλώντας για τον τελικό στόχο του αγώνα μας, δεν έχουμε παρά ελάχιστα καινούρια πράγματα να πούμε.
Τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί: άμεσος και καθολικός κοινωνικός έλεγχος στη λήψη αποφάσεων, κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και συλλογικός σχεδιασμός της, πολιτισμική απελευθέρωση, οικολογικό βίωμα, φεντεραλισμός… Στην «αιώνια» διαμάχη ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι «τα πάντα επαναλαμβάνονται» και αυτούς που λένε πως «τα πάντα είναι καινοφανή» το απελευθερωτικό πρόταγμα ανήκει στους πρώτους. Αυτό που ανήκει κυρίως στους δεύτερους είναι η στρατηγική του αγώνα. Γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία βιώνουμε μια πλήρη αδυναμία να εντοπίσουμε με ρεαλιστικούς όρους τα κοινωνικά πεδία μέσα στα οποία θα αναπτυχθούν οι κοινότητες αγώνα και αντιθέσμισης. Ή αλλιώς, δεν έχουμε πού να κοιτάξουμε για να βρούμε το «επαναστατικό υποκείμενο». Το χωριό είναι τόπος απόμαχων, εγκλωβισμένων και τουριστών. Η γειτονιά αν δεν είναι ενότητα στο χάρτη ενός μεσοαστικού προαστίου είναι μια Βαβέλ αλληλοϋποβλεπόμενων «γνωστών». Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται σε χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που δυσκολεύουν το στήσιμο σωματείων, η πολιτική στράτευση έχει απαξιωθεί. Οι επιμέρους κουλτούρες (κυρίως της νεολαίας) συνιστούν έναν ενσωματωμένο γαλαξία καταναλωτικών ναρκισσισμών.
Μόνο ο χώρος του παραγωγικού δημοσίου έχει απομείνει ικανός να συγκεντρώνει υπολογίσιμους αριθμούς ανθρώπων και κρίσιμες ενότητες καθηκόντων αλλά εκεί είναι που βασιλεύει η λογική της υποταγής. Διότι εκεί είναι το τελευταίο προγεφύρωμα (ως κομματική εξαγορά ή κομματικός συνδικαλισμός) των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων στην κοινωνική δομή. Το δημόσιο συγκροτεί ένα κοινωνικό πεδίο που κυριαρχεί η συνενοχή του ρουσφετιού την ίδια ώρα που έχει μπει στο στόχαστρο της καπιταλιστικής επέκτασης.
Με δυο λόγια η κοινωνία, για να εξεγερθεί πρέπει να ξαναφτιαχτεί. Και αυτό είναι ένα πρωτοφανές ζήτημα.
Ο Δεκέμβρης του ’08 απέδειξε ότι η οργή, η απαραίτητη καύσιμη ύλη του απελευθερωτικού αγώνα υπάρχει. Πού ήταν όμως κρυμμένοι όλοι αυτοί που εξεγέρθηκαν; Και πού πήγαν μετά;
Το καλό είναι πως πέρα από τα φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού και αντιδραστικής στροφής (που είναι σίγουρα λιγότερα από ότι θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πριν μια πενταετία) βλέπουμε να γεννιούνται σαν τα μανιτάρια, σκόρπια και απομονωμένα για την ώρα, πρωτοβουλίες και κινήσεις κυρίως σε τοπικό αλλά και σε ταξικό επίπεδο που φανερώνουν τόσο μια αγωνιστική διάθεση όσο και μια τάση επανασχηματισμού κοινοτήτων. Πλατείες, πάρκα, οικολογικά ζητήματα, πρωτοβάθμια σωματεία.
Η αυτοοργάνωση εμφανίζεται σαν κοινωνικός αυτοματισμός. Λογικά θα αντιτείνει κανείς πως είναι η υποκίνηση αναρχικών και αριστερών που παίζει το ρόλο της: σίγουρα, αλλά κανείς δεν μπορεί να μην παρατηρήσει το πόσο αποτυγχάνουν από την άλλη οι προσπάθειες πολιτικής στρατολόγησης παλιάς κοπής. Όσο και να το επιζητά ο ελιτισμός μας, ευτυχώς, ούτε εμείς ούτε κανένας άλλος μπορεί να παραστήσει τον «μεγάλο ωρολογοποιό» των κοινωνικών δομών.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι σαν πολιτικά υποκείμενα να διακρίνουμε τις δυναμικές που αναπτύσσονται, να τις ενισχύουμε εντάσσοντας τες σε ένα σκεπτικό που εισάγει την ενότητα και τη προοπτική τους, να συμβάλλουμε στην «υπεράσπισή» τους απέναντι στην καταστολή, να αποκαλύψουμε τις αφομοιωτικές ντρίπλες της καθεστωτικής προπαγάνδας ή το καπέλωμα…
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σαν κοινωνικά υποκείμενα είναι να συμμετέχουμε ολόψυχα σε αυτές, αλλά πάνω από όλα να δημιουργήσουμε καινούριες. Από το πιο μεγάλο έως το πιο μικρό, από το σωματείο και τη λαϊκή συνέλευση, έως μια συλλογική κουζίνα ή το κράτημα των παιδιών της πολυκατοικίας σε βάρδιες, καλό είναι ότι είναι άμεσα εφικτό.
Από τα όσα βλέπουμε να ξεσπούν, αλλά και ως προϊόν απλών παρατηρήσεων της Ελληνικής πραγματικότητας (παράλογη υπερσυγκέντρωση σε αστικά κέντρα, σταδιακή εξαφάνιση της αγροτικής παραγωγής, ανυπαρξία κοινωνικής πρόνοιας , πλήθος μικρών επιχειρήσεων και γιγάντωση ενός άχρηστου τομέα υπηρεσιών) μπορούμε να αναμένουμε πως η τοπικότητα θα είναι ένα πεδίο προνομιακό για την δημιουργία νέων αυτοοργανωμένων κοινοτήτων. Όχι ως αναβίωση παλαιών και νεκρών δομών εντοπιότητας, αλλά ως μια νέα προσέγγιση σχηματισμού κοινωνικού ιστού που να μπορεί να συστήσει πολιτικό σώμα. Η τοπικότητα όμως δεν θα παράγει τίποτα καλύτερο από ότι στο παρελθόν αν δεν συνδεθεί με την ταξική πάλη. Γι’ αυτό και είναι άμεσα αναγκαίο να αναζητηθούν οι τρόποι σύνδεσης και συντονισμού των τοπικών και ταξικών κοινοτήτων που υπάρχουν και που θα δημιουργηθούν.
Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική, ούτε εξιδανικεύουμε κάποιες δομές θεωρώντας πως εμπεριέχουν μαγικά ένα περιεχόμενο.
Στοίχημα είναι. Οι κακοτοπιές στην διαδρομή της αυτοοργάνωσης περιμένουν.
Δεν αγνοούμε όμως και την συγκυρία.
Είτε πρόκειται για ένα αγώνα, είτε εξίσου σημαντικό, για μια αντιθέσμιση (το σχηματισμό δηλαδή μιας δομής που επανοικειοποιείται κομμάτια της ζωής αυτόνομα έξω από το κράτος και τις αγορές με όρους ισότητας και ελευθερίας), η πίεση της κρίσης δρα προωθητικά. Το ίδιο κάνει και η καταπιεσμένη από τον φιλελευθερισμό, κοινωνική φύση του ανθρώπινου όντος. Και όλα αυτά μπορεί να καταλήξουν στο κυνήγι μεταναστών, στη σύγκρουση κοινωνικών ομάδων στο εσωτερικό των καταπιεσμένων, όπως και μπορεί να αναδείξουν νέες, άφθαρτες ηγεσίες βάσης που θα εκμεταλλευτούν την αυτοοργάνωση για να την εξοντώσουν αγοράζοντας θέσεις εξουσίας.
Η αυτοοργάνωση όμως είναι διακύβευμα. Όποιος την αμφισβητεί στο όνομα των κινδύνων της μπορεί να απευθυνθεί για σιγουριά και βεβαιότητα στο Χριστό, τον Λένιν ή αν προτιμά, ας κάτσει να περιμένει τη μεγάλη νύχτα. Η συνολικοποίηση, με τη έννοια της λειτουργική ενότητας όλων αυτών των εγχειρημάτων που σχηματίζονται, είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε και ως πολιτικά και ως κοινωνικά υποκείμενα για να κάνουμε το επόμενο βήμα. Η προσπάθεια αυτά τα εγχειρήματα να πολλαπλασιαστούν, να επεκταθούν (ειδικά οι αντιθεσμίσεις στην παραγωγική διαδικασία), να βρεθούν, να συντονιστούν, να σχηματίσουν πολιτικό σώμα με τον δικό τους δημόσιο χώρο όπου θέσεις και ρεύματα θα συγκρούονται και θα ζυμώνονται, είναι ο πυρήνας όλων των προσπαθειών για κοινωνική αλλαγή σήμερα. Το να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα ως κοινωνική δύναμη και έτσι τη δική τους αυτοσυνείδηση, είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούν από τον ρεφορμισμό (ως εγχειρήματα αγώνα) ή τον εναλλακτισμό (ως αντιθεσμίσεις). Μια συνείδηση όμως που δεν μπορεί να υπάρξει όσο η κοινωνία ως σύνολο συνεχίζει να διατηρεί αυταπάτες για τις «υποχρεώσεις» της που απορρέουν από το κοινωνικό συμβόλαιο.
Είναι καθήκον των επαναστατών τόσο στο εσωτερικό των κοινοτήτων αγώνα και αντιθέσμισης όσο και στο πολιτικό πεδίο, στο μέτρο και στις κατευθύνσεις που αρμόζουν στη θέση του καθένα και πάντα υπό τον όρο ότι εντάσσονται λειτουργικά στη στρατηγική του αγώνα, να πολεμήσουν με λόγο και πράξεις την ανακωχή των καταπιεσμένων προς το κράτος. Οι «ιεροί θεσμοί», ο σεβασμός στην αστική δημοκρατία, η καθεστωτική νομιμότητα, πρέπει να χτυπηθούν, να υπονομευτούν, να γελοιοποιηθούν, πρέπει να σπάσει η κουλτούρα της υποταγής. Οι καταπιεσμένοι εδώ και 20 χρόνια τίμησαν την «υπογραφή» τους με την εξουσία χάνοντας την αξιοπρέπειά τους για «ένα κινητό και τέσσερις ρόδες». Αλλά κράτος και κεφάλαιο, όπως κάθε παράσιτο, δεν έχουν μπέσα. Καιρός να το συνειδητοποιήσουν όλοι.
Αναφερόμενοι στο σήμερα και σε έναν μεσοπρόθεσμο στόχο του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση θέλουμε ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο που θα αγωνίζεται αλλά και θα δημιουργεί τη δική του αυτόνομη υπόσταση. Αυτοοργανωμένο, εξωθεσμικό, μαχητικό.
Για να ανοίγει διαύλους ελευθερίας, ισότητας, αδελφότητας. Για να ναρκοθετεί το έδαφος για το κράτος και το κεφάλαιο, επιβάλλοντας ένα νέο σημείο ισορροπίας στον κοινωνικό πόλεμο, με την εξουσία σε θέση άμυνας. Θέλουμε τη δημιουργία μιας κοινωνίας μέσα στην κοινωνία.
Μια κοινωνία που θα επεκτείνεται επιθετικά αναζητώντας το όλον, που θα απελευθερώνει χώρους, που θα καταλαμβάνει κομμάτια της παραγωγής. Που θα αντιστέκεται στις επιθέσεις του συστήματος και θα το χτυπά σε κάθε ευκαιρία. Τη μήτρα από όπου θα προέλθει ένας νέος πολιτισμός, ένα νέο δίκαιο, μια διαρκώς εξελισσόμενη πολιτειακή αλλαγή. Με τα μέσα και τους όρους του σήμερα και με τις αναφορές μας στα απελευθερωτικά εγχειρήματα του παρελθόντος, από τον Ουγγρικά εργατικά συμβούλια, τον Ισπανικό αναρχικό κολεκτιβισμό, τα σοβιέτ της πρώτης περιόδου, αλλά και πιο πίσω, στη μητέρα κάθε σύγχρονης επαναστατικής απόπειρας, την Παρισινή κομμούνα και την κοινωνική της δημοκρατία διακρίνουμε το ρήγμα που ανοίγει η κρίση κατάρρευσης των παλιών ψευδαισθήσεων, και αφήνουμε πίσω τις δικές μας στην αναζήτηση του σχεδίου και των στόχων.
Πρέπει να «παίξουμε το χαρτί μας» και αν τελικά δεν είμαστε εμείς, θα έρθουν άλλοι, μετά από εμάς. Αλήθεια όμως, γιατί να μην είμαστε εμείς;

Ομάδα Ελευθεριακών Κομμουνιστών
Οκτώβρης 2010

http://eleftheriakoi.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες