Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

Δρόμοι της Αντίστασης: το ΕΑΜ, 1941-1944

Του Θαναση Δ. Σφηκα

Επειδή η ιστορική αμνησία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική και κοινωνική ακρισία που πριονίζει την αυτογνωσία και τα συλλογικά οράματα μιας κοινωνίας, έχει ζωτική σημασία η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, αλλά και η απόδοση της οφειλόμενης τιμής στην εποποιία της έγερσης και της Αντίστασης του 1941-1944∙ και ήταν εποποιία, γιατί αυτό που συντελέστηκε στην κατεχόμενη Ελλάδα δεν ήταν τίποτε λιγότερο από μια επική ιστορία με πρωταγωνιστές όχι επαγγελματίες σωτήρες, αλλά ανθρώπους καθημερινούς, ανώνυμους, ατόφιους.

Η Ιστορία, έγραψε ο Ένγκελς, από μόνη της "δεν κάνει τίποτε, δεν κατέχει κανένα τεράστιο πλούτο, δεν διεξάγει κανέναν αγώνα. Αντίθετα! Ο άνθρωπος, ο πραγματικός, ο ζωντανός άνθρωπος είναι που τα κάνει όλα, κατέχει και αγωνίζεται. [...] Η Ιστορία δεν είναι άλλο παρά η δραστηριότητα του ανθρώπου, που επιδιώκει τους σκοπούς του". Και οι άνθρωποι -όλοι οι άνθρωποι-, συνέχιζε ο Μαρξ, είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν οι ίδιοι την ιστορία τους, όχι όμως υπό περιστάσεις και σε συνθήκες της δικής τους επιλογής. Η ιστορία της Αντίστασης είναι η ιστορία των ανθρώπων εκείνων που συνειδητοποίησαν άμεσα τις συνθήκες που είχαν δημιουργήσει η στρατιωτική ήττα, η τριπλή κατοχή και η πείνα, αψήφησαν τους κινδύνους και προσπάθησαν να τις αλλάξουν.

Η συμβολή της ΕΑΜικής Αντίστασης

Ένα βασικό αίτιο της εξάπλωσης του ΕΑΜ ήταν η δημιουργία, η εδραίωση και η νομιμοποίηση πραγματικών μορφών λαϊκής εξουσίας σε ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας. Ιδίως μετά την ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), τον Μάρτιο του 1944, η Ελεύθερη Ελλάδα ουσιαστικά απέκτησε κυβέρνηση που παρήγαγε πλούσιο έργο στον τομέα των επικοινωνιών, στη λαϊκή αυτοδιοίκηση, στη δημιουργία μηχανισμών εκπαίδευσης και πολιτιστικών φορέων, στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος και τη ματαίωση του σχεδίου των Γερμανών να επιτάξουν το σύνολο του αγροτικού προϊόντος το καλοκαίρι του 1944. Η κοινωνική απήχηση και εμβέλεια της ΕΑΜικής συμμαχίας φαίνονται από το γεγονός ότι κατά την Απελευθέρωση ο ΕΛΑΣ αριθμούσε 120.000 τακτικούς και εφεδρικούς αντάρτες και αντάρτισσες, περισσότεροι από 1.000.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις ΕΑΜικές οργανώσεις, 1.500.000 άνδρες και γυναίκες είχαν λάβει μέρος στις εκλογές του Απριλίου 1944 για την ανάδειξη του Εθνικού Συμβουλίου, ενώ το ΚΚΕ έφτασε να έχει 420.000 μέλη.

Ο ΕΛΑΣ συνέβαλε στην επιτυχία των συμμαχικών στρατηγικών σχεδιασμών και ανάγκασε το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο να αναγορεύσει την Ελλάδα σε θέατρο επιχειρήσεων της πρώτης γραμμής του πολέμου, δεσμεύοντας τουλάχιστον 200.000 Γερμανούς στρατιώτες για την κατοχή της. Στο εσωτερικό, η δράση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ελεύθερων περιοχών στα ορεινά και ημιορεινά, την επιτυχή άμυνα έναντι των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, τη ματαίωση της εργατικής επιστράτευσης, την αντιμετώπιση της πείνας, και τη ματαίωση των βουλγαρικών σχεδίων για τη Μακεδονία.1

Ίσως όμως η σημαντικότερη συμβολή της ΕΑΜικής Αντίστασης ήταν η ιδεολογική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων προς την κοινωνική αλληλεγγύη και την ισότητα, τη συλλογική οργάνωση και τη συλλογική δράση -και όλα αυτά μέσα από μια διαδικασία ευρείας και εθελοντικής πολιτικοποίησης εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών.

Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αντιστασιακού κινήματος

Οι περιστάσεις στις οποίες βρέθηκαν οι άνθρωποι αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής εμπεριείχαν εξαρχής τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αντιστασιακού κινήματος: οι προϋποθέσεις αυτές ήταν η ιδεολογική και πολιτική απονομιμοποίηση των αστικών πολιτικών κομμάτων ήδη από την περίοδο 1935-1936, το κενό πολιτικής εξουσίας και η κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού το 1941, η επισιτιστική κρίση και η πείνα των χιλιάδων θανάτων τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής. Ήδη από τον Μάιο του 1941 καταγράφεται η επιθυμία για Αντίσταση, όταν στη Λαμία, π.χ., δημιουργείται, με πρωτοβουλία πέντε κομμουνιστών, η πατριωτική οργάνωση "Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας" (ΜΕΣ), με σκοπό, όπως γράφει ένας από αυτούς, ο Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής)

"τη συσπείρωση όλων των πολιτών σε εθνική βάση, ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες διαφορές που τους χώριζαν στο παρελθόν, ώστε ν' αγωνιστούν για ψωμί και να ζήσουν, ενώ ταυτόχρονα, καλλιεργώντας και αναπτύσσοντας το εθνικό τους φρόνημα, να τους δώσουμε κουράγιο και δύναμη ν' αρχίσουν να αντιδρούν στα σχέδια του καταχτητή να μας εξαθλιώσει σαν λαό και να μας αφανίσει σαν Έθνος".

Ο κόσμος, συνεχίζει ο Χουλιάρας, άρχισε να συσπειρώνεται και να οργανώνεται εξαιτίας της πείνας και της καταπίεσης που τον μάστιζε, αλλά και λόγω του πληγωμένου πατριωτισμού του.2

Ταυτόχρονα, από το καλοκαίρι του 1941 αρχίζει η σταδιακή εμφάνιση των πρώτων ενόπλων ομάδων που τις αποτελούσαν τέτοιοι "ρομαντικοί πατριώτες", οι οποίοι λειτούργησαν "ως προπομποί της ένοπλης αντίστασης".3 Μετά τον Σεπτέμβριο του 1941 το ΕΑΜ και οι οργανώσεις που αυτό δημιούργησε συνάρθρωσαν στην πράξη και με επιτυχία τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με την κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο αποτέλεσε "το περισσότερο ολοκληρωμένο, και γι' αυτό το προσφορότερο, πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα αρνητικά βιώματα της καθημερινότητας μπορούσαν να μεταλλαχθούν σε αντιστασιακή δράση".4

"Μέτρο των πραγμάτων και των όντων"5

Τον Νοέμβριο του 1941, δύο μήνες μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, το ΜΕΣ της Λαμίας αφομοιώνεται σε αυτό και ανασυγκροτείται, και τότε ξεκινά η πορεία προς τη δημιουργία. Γράφει ο Γιώργος Χουλιάρας:

"Ντυμένος με μια χωροφυλακίστικη κυλόττα μπαλωμένη στα γόνατα κι ένα σακάκι όχι στα μέτρα μου, με παλιές στρατιωτικές αρβύλες, μια τραγιάσκα στο κεφάλι κι ένα τρουβά στον ώμο με περιεχόμενο μια αλλαξιά ρούχα, λίγες ελιές και λίγη μπομπότα, κι από κάτω το διάγγελμα του ΕΑΜ, έτσι, σαν φτωχός χωριάτης ξεκίνησα τον Νοέμβρη του 1941 από τη Λαμία να πάω στη Δυτική Λοκρίδα και την Παρνασσίδα να εφαρμόσω την απόφαση της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ του νομού Φθιωτιδοφωκίδας" [για τη δημιουργία ΕΑΜικών οργανώσεων, στις οποίες] θα έχουν θέση όλοι οι Έλληνες που θέλουν ν' αγωνιστούν για τη λευτεριά, ανεξάρτητα από κόμματα. Όλοι όσοι θέλουν ν' αγωνιστούν ενάντια στο σκοπό που επιδιώκουν οι Γερμανο-Ιταλοί καταχτητές και που είναι ένας και μοναδικός: να μας εξαφανίσουν σαν λαό και σαν έθνος".

Σε λίγους μήνες, τον Μάιο του 1942, ο Θανάσης Κλάρας και ο Γιώργος Χουλιάρας αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν δύο ανταρτικές ομάδες, ο πρώτος στις περιοχές της Ευρυτανίας, της Φθιώτιδας και του Δομοκού, και ο δεύτερος στις περιοχές της Παρνασσίδας και της Λοκρίδας. Δύο μήνες αργότερα, οι δύο ομάδες θα αντάμωναν στη Γκιώνα, στα χωριά γύρω από το Μαυρολιθάρι.

Μόλις συγκροτήθηκε η αντάρτικη ομάδα του Χουλιάρα, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο. Ύστερα ακολούθησαν οι απλές και ανθρώπινες έγνοιες - το κρύο, η βροχή, η δίψα και η πείνα, μα και ο φόβος για αντίποινα από τους κατακτητές εξαιτίας της δράσης των πρώτων ανταρτών, που είχε ως αποτέλεσμα η ομάδα να επιλέξει αρχικά την τακτική της "αυτοαπομόνωσης"· έτσι, όμως, γράφει ο Χουλιάρας, "θέλοντας και μη, μέναμε πιο πίσω από τις διαθέσεις του κόσμου". Ακόμη ήταν οι αμφιβολίες για το κατά πόσον θα έπρεπε να οικειοποιούνται ή να επιτάσσουν ό,τι ανήκε στους ανθρώπους της περιοχής, ακόμη και αν αυτό έθετε σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση των ανταρτών κατά τις πρώτες, ιδιαίτερα δύσκολες ημέρες και εβδομάδες· και αυτό, όπως είχε πει ο στρατηγός Μακρυγιάννης πολλά χρόνια πρωτύτερα, για "'να μη με ειπεί κλέφτη και άρπαγο [η πατρίδα μου], αλλά να με ειπεί τέκνο της κι εγώ μητέρα μου'".

Χαρακτηριστικό είναι το εξής περιστατικό. Κάποια μέρα στις αρχές του καλοκαιριού του 1942, η ομάδα του Χουλιάρα, η οποία υπέφερε από την πείνα, έφτασε σε μια στάνη και ζήτησε από τον τσοπάνο να αγοράσει τυρί. "Αυτός", γράφει ο Χουλιάρας, "νόμισε ότι τον κοροϊδεύαμε και φοβόταν να μη βρει το μπελά του γιατί πρώτη φορά του 'τυχε να περάσουν απ' τη στάνη άνθρωποι οπλισμένοι και να του ζητάνε ν' αγοράσουν τυρί. Μας κοιτούσε περίεργα και μονολογούσε, 'καλό και τούτο, μέχρι τώρα άλλοι μου 'παιρναν τα πράματα και με έδερναν κι από πάνω, τούτοι θα με δείρουν γιατί δεν θέλουν να πάρουν αυτά που τους δίνω μοναχός μου'".

Προς το τέλος του καλοκαιριού του 1942 οι ομάδες του Κλάρα και του Χουλιάρα, του Άρη και του Περικλή πλέον, συναντήθηκαν και συγχωνεύθηκαν. Οι δύο άνδρες γνωρίζονταν από παλιά μεταξύ τους, και γνωρίζονταν καλά· τόσο καλά που ο Περικλής, συντροφεύοντας τον Άρη στις ομιλίες που έκανε στα χωριά της περιοχής και ακούγοντάς τον να μιλά με πάθος για την πατρίδα και τους αγώνες των Ελλήνων στο παρελθόν για εθνική ανεξαρτησία, κάποια στιγμή του λέει: "Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι είσαι σωβινιστής πρώτης γραμμής". Στενός σύντροφος του Άρη στο ξεκίνημα του ΕΛΑΣ, ο Περικλής υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς της απήχησης που είχαν η παρουσία και τα λόγια του Θανάση Κλάρα στον κόσμο της Ρούμελης – έναν κόσμο που μετά έκπληκτος ρωτούσε αν αυτός ο Άρης είναι διανοούμενος ή στρατιωτικός. Έτσι, γράφει ο Περικλής, άρχισε "η προσπάθεια να δημιουργήσουμε κάτι το καινούργιο για μας, ένα στρατό απ' το μηδέν, πράμα που και για μας τους ίδιους φαινόταν ακόμα σαν όνειρο."

Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ

Εξηγώντας τους στόχους της αντιστασιακής έγερσης στα χωριά όπου έμπαινε με τους πρώτους ΕΛΑΣίτες, ο Άρης έλεγε:

"Κι όταν ο ΕΛΑΣ αγκαλιάσει όλη την Ελλάδα, γίνει στρατός και λευτερώσει τη χώρα, τότε το ΕΑΜ θα καλέσει το λαό σ' εκλογές με το απλό εκλογικό σύστημα, ν' αποφανθεί από ποιους θέλει να κυβερνηθεί. Κι όταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης του λαού γίνει αποδεχτό και σεβαστό από όλους, τότε και εμείς, ο ΕΛΑΣ, σ' αυτούς τους εκλεκτούς του λαού θα παραδώσουμε τα όπλα μας, κι αυτοί ας αποφασίσουν αν θα τα πετάξουν στις μάντρες με τα παλιοσίδερα ή αν θα τα βάλουν στο Μουσείο'".6

Πράγματι, η συνολική λογική του ΚΚΕ ήταν εκείνη του λαϊκού μετώπου έναντι της φασιστικής απειλής, και η αναζήτηση συμμάχων ακόμη και εντός της αστικής τάξης. Στόχος, ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας και μέσον η έμπρακτη άρνηση της αμεσότητας της επαναστατικής προοπτικής.

Μιλώντας στην 44η συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, στις 27 Ιουλίου 1944, για το πρόγραμμα του ΚΚΕ, ο Σιάντος είπε ότι η Ελλάδα ήταν "χώρα προπαντός γεωργική, καθυστερημένη, χωρίς μεγάλη βιομηχανία, χώρα εξαρτημένη από το εξωτερικό. Αυτή η αντικειμενική κατάσταση δεν σηκώνει σοσιαλισμό. [...] Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, σε αστικοδημοκρατικές αλλαγές της κατάστασης. [...] Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς τον σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη. [...] Όλη η ιστορία, τονίζει [ο Σιάντος] της πολιτικής και της τακτικής του ΚΚΕ από το 1935, είναι μια πλατιά ενιαιομετωπική πολιτική, μια πολιτική συνεργασίας με όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις που επιθυμούν τις αστικοδημοκρατικές λύσεις".

Όσο για την εθνική ενότητα, ο Σιάντος ζήτησε δύο εγγυήσεις:

"α) ότι θα παλέψουμε όλοι μαζί κατά του καταχτητή & β) ότι κανένας δεν θα δώσει δυναμικές λύσεις. Αν δέχονται αυτές τις δύο προϋποθέσεις της ενότητας, τότε η ενότητα είναι καμωμένη. Αν έχουν άλλους σκοπούς, τότε αυτοί θα είναι υπεύθυνοι για τη ματαίωσή της".

Την επόμενη ημέρα, στην 45η συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο γραμματέας Οικονομικών Άγγελος Αγγελόπουλος χαρακτήρισε "το πρόγραμμα του ΚΚΕ [...] σε πολλά σημεία πολύ συντηρητικό". Όμως ο Σιάντος είχε απάντηση:

"Ο Εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 'είναι' μια ιστορική πράξη για το δημόσιο βίο της χώρας. [...] Αυτό όμως ξύπνησε την αντίδραση, που φοβάται ότι θα της πάρουμε την εξουσία και με νόμιμα μέσα. [... Εμείς] πιστεύοντας ότι αντιπροσωπεύουμε ένα πλατύτερο νέο ρεύμα, δεχόμαστε να συμπράξουμε σε ωρισμένο πρόγραμμα, με κάθε Ελληνική τάση, επειδή σεβόμαστε την πολιτική ελευθερία και είμαστε αληθινά δημοκρατικοί, περιμένοντας να μας δώση ο λαός με τις εκλογές την οριστική επικράτηση".7

Αντίδραση στην Αντίσταση

Μόνο που οι Έλληνες, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων, δεν ήταν οι μόνοι που ενδιαφέρονταν για τις τύχες της χώρας τους. Υπήρχαν και οι Άγγλοι, για την παρουσία και τον ρόλο των οποίων αξίζει να μνημονευτεί ένα περιστατικό στο οποίο, από τη μια πλευρά, φαίνονται η νοοτροπία και οι προθέσεις τους απ' τη στιγμή που έφθασαν στην Ελλάδα και, από την άλλη, οι επιδιώξεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Το περιστατικό έγινε δέκα μέρες πριν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, και το διηγείται ο Περικλής:

"Την ίδια μέρα, στις 16 [Νοεμβρίου 1942], φτάσαμε στο Κυριακοχώρι [της Φθιώτιδας]. Στον κόσμο που μας περίμεναν στην πλατεία του χωριού μίλησαν για λίγο ο Άρης, ο Ζέρβας κι ο Γουντχάουζ, ο οποίος στο λόγο του τόνισε περισσότερο τη φράση 'ήρθαμεν να σας ελευθερώσουμε'. Μετά ο Άρης δευτερολόγησε κι εξήγησε: 'Οι Έλληνες θα λευτερωθούν μόνοι τους. Γι' αυτό άλλωστε πήραμε τα όπλα και μας βλέπετε μπροστά σας. Ο πόλεμος ο δικός μας ενάντια στον καταχτητή για τη λευτεριά της πατρίδας μας είναι και συμβολή στον αγώνα που κάνουν οι σύμμαχοι και οι λαοί όλου του κόσμου ενάντια στον φασισμό. Θα δεχτούμε τη βοήθεια των συμμάχων γιατί θεωρούμε τον αγώνα κοινό κι έχουμε υποχρέωση να βοηθάει ο ένας τον άλλον για τον κοινό σκοπό. Δεν αναλαμβάνουμε όμως καμιά υποχρέωση απέναντι σε κανέναν απ' αυτούς. Ούτε για τώρα ούτε για το μέλλον, μετά την απελευθέρωση'".8

Από την άλλη πλευρά, η αντίδραση των εσωτερικών και εξωτερικών αντιπάλων του ΕΑΜ συνοψίζεται στα λόγια του διορισμένου από τους Βρετανούς πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου προς τον Γιώργο Σεφέρη στο Κάιρο, τον Ιούλιο του 1944:

"'Ποιος θα κάνει την επανάσταση;' λέει. 'Η επανάσταση θα γίνει, πρέπει να γίνει, ποιος θα την κάνει; Θα την κάνει ο συρφετός; όχι την κάνει η Κυβέρνηση. Η Κυβέρνησή μου θα είναι επαναστατική Κυβέρνηση.' Ρητορεύει σα μεθυσμένος. Έχεις όρεξη να του πεις, κι αν με ρωτήσουν: Εναντίον τίνος κάνει η κυβέρνησή σας την επανάσταση; τι ν' απαντήσω. Σωπαίνω".9

Ο Παπανδρέου, όμως, γνώριζε τι έλεγε. Σε συνάντησή του με τον Τσώρτσιλ στη Ρώμη, τον Αύγουστο του 1944, ζήτησε από τον πρωθυπουργό της Αγγλίας τη "βρετανική ένοπλη βοήθεια" για να αφοπλίσει τους αντάρτες και να δημιουργήσει στρατό, χωροφυλακή και αστυνομία που θα ήλεγχε η κυβέρνησή του. Λίγες ημέρες πριν την Απελευθέρωση, στις αρχές Οκτωβρίου 1944, οι σχεδιασμοί του Παπανδρέου εξακολουθούσαν να βασίζονται στην προοπτική βρετανικής επέμβασης, η οποία όμως έπρεπε να εκδηλωθεί άμεσα και προσχηματικά – όσο δηλαδή υπήρχαν ακόμη Γερμανοί στρατιώτες σε ελληνικό έδαφος. Σε σημείωμά του προς τον Τσώρτσιλ, στις 8 Οκτωβρίου 1944, δέκα ημέρες πριν την άφιξη της κυβέρνησής του στην Αθήνα, ο Παπανδρέου έλεγε:

"η αποστολή βρετανικών στρατευμάτων πρέπει να είναι άμεση, διότι δεν μπορεί να γίνει παρά μόνον εφόσον απομένουν γερμανικά στρατεύματα στην Ελλάδα [...] Θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τους λόγους της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων μετά από την πλήρη αποχώρηση του εχθρού".10

Την ίδια περίοδο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν ότι το ΕΑΜικό κίνημα ήταν

"μια ολοκληρωμένη επανάσταση [η οποία] κυριαρχεί. Ζήτημα καταστολής του δεν μπορεί να τεθεί. Η ιδεολογία που εκπροσωπεί και τα συμφέροντα που συνδέονται με αυτό είναι τόσο ζωτικά ώστε το περισσότερο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι ένας συμβιβασμός με την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων".11

Τον Δεκέμβριο του 1944 φάνηκε ότι για τους Βρετανούς και τον ελληνικό αστικό κόσμο χρειαζόταν η στρατιωτική επέμβαση, προκειμένου να καμφθεί η δυναμική πορεία της Αριστεράς. Όμως η στρατιωτική ήττα στα Δεκεμβριανά δεν ήταν αρκετή για να ανακόψει την πολιτική και ηθική δυναμική του ΕΑΜικού κινήματος. Αυτό που ακολούθησε -ο Εμφύλιος Πόλεμος- δεν ήταν άλλο παρά η διαδικασία απόρριψης των αιτημάτων της Αριστεράς και εξόντωσης των φυσικών φορέων τους από εκείνες τις δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που θα θίγονταν από την πραγμάτωσή τους.

Δρόμοι και διαβάτες

"Στη ζωή μας γενικά", έγραψε το 1949 ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στον Γιώργο Σεφέρη, "θα ήθελα να τιμήσω τους σπάνιους διαβάτες που ανταμώνει κανένας στους δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά".12 Η ετυμηγορία για το αν οι δρόμοι αυτοί γύρω μας, αλλά και τόσοι άλλοι δρόμοι, "δεν οδήγησαν πουθενά" βρίσκεται πέραν των προθέσεων αυτού του ομιλητή. Βέβαιο είναι, όμως, ότι οι δρόμοι αυτοί κυριολεκτικά και μεταφορικά περπατήθηκαν από σπάνιους διαβάτες, τους οποίους τιμούμε σήμερα εδώ. Το υστερόγραφο, λοιπόν, ανήκει στον Τάσο Λειβαδίτη και στο ποίημά του "Αθανασία":

"Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων - όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις".

Ο Θανάσης Δ. Σφήκας είναι ιστορικός και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες