editorial περιοδικού "ΘΕΣΕΙΣ" τχ.102
Προσγείωση
Η υψιπετής προσέγγιση της κυβέρνησης που ήθελε να «ολοκληρώσει τον διάλογο» εντός τριμήνου και να προχωρήσει στις «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» του ασφαλιστικού στο πρώτο εξάμηνο του 2008 αντίκρισε τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα που συχνά αυθαδιάζει και δεν δέχεται να φυλακιστεί μέσα στα διαχειριστικά οράματα των κυβερνώντων. Η κινητοποίηση για το ασφαλιστικό έδειξε για άλλη μια φορά τα όρια των κρατικών ρυθμίσεων, τα οποία ακόμη και σε περιόδους ύφεσης και απονεύρωσης της πολιτικής των «από κάτω» συχνά αποδεικνύονται πολύ στενότερα των μεγαλεπήβολων σχεδιασμών. Και όπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις τα πραγματικά αίτια για την υποστολή του εγχειρήματος συγκαλύπτονται από τις εσωτερικές αντιφάσεις της πολιτικής των κρατούντων.
Αν το σάλπισμα για την άτακτη υποχώρηση δόθηκε από την αποπομπή Μαγγίνα, είναι κρίσιμο παρʼ όλα αυτά να επισημάνουμε ενδιαφέρουσες διαστάσεις που αναδύονται από τις λανθάνουσες παραμέτρους της συγκυρίας. Ο υπουργός που διαχειριζόταν τη «μεγάλη στροφή» στην κυβερνητική πολιτική για το ασφαλιστικό συμπύκνωσε στο άτομό του μια από τις βασικές αιτίες των υποτιθέμενων ανισορροπιών του συστήματος, την ανασφάλιστη εργασία. Ενώ παράλληλα εικονογραφούσε με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο και σε όλο του το μεγαλείο το κοινωνικό συμβόλαιο κεφαλαίου και μικροαστών για την καταστρατήγηση κάθε κρατικής ρύθμισης για το περιβάλλον με τη συστηματική αυθαίρετη δόμηση, ακριβώς μπροστά στα μάτια του «δημόσιου ελέγχου». Και όλα αυτά με το «εκσυγχρονιστικό» ή «μεταρρυθμιστικό» θράσος που εκπορεύεται από τη μια και μοναδική αρχή που σε τελική ανάλυση διέπει τις «σύγχρονες δημοκρατίες»: Νόμος είναι το δίκιο του κεφαλαίου και του κέρδους, ενώ είναι συχνά διδακτικό και χρήσιμο αυτό να φαίνεται στα ίδια τα πράγματα.
Η πρώτη συνέπεια που προκύπτει από το δεδομένο της αποπομπής είναι η αναψηλάφηση των συσχετισμών στο ασφαλιστικό.
Η δεύτερη αφορά σε ζητήματα «δημόσιου συμφέροντος» και κοινωνικού ελέγχου.
Διδάγματα από το ασφαλιστικό
Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό ότι η αποπομπή Μαγγίνα έφερε στην επιφάνεια την πραγματικότητα της ανασφάλιστης εργασίας, και μάλιστα όχι μόνο των μεταναστών. Εδώ εμφανίζεται ρητά η γενικευμένη τάση «μείωσης του κόστους εργασίας» που κατά ένα σημαντικό μέρος της εκφράζεται με την προσπάθεια για «παράνομη» συρρίκνωση του απόλυτου κόστους εργασίας: συμπίεση των άμεσων αποδοχών κάτω από το όριο της συλλογικής σύμβασης αλλά και μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών ως τμήμα «μελλοντικού» (κατά το κεφαλαιοποιητικό σύστημα) εισοδήματος. Μια τάση που υιοθετούν αναφανδόν κυρίως οι από τεχνολογική άποψη πλέον καθυστερημένες μερίδες του κεφαλαίου. Οι οικονομικοί μετανάστες με το έλλειμμα πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και στηριγμάτων είναι η πλέον ευάλωτη κοινωνική κατηγορία, αλλά εξίσου τρωτοί απέναντι στο κεφάλαιο είναι οι νέοι, οι γυναίκες, οι άνεργοι, δηλαδή μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων που βρίσκονται εκτός «κοινωνικού συμβολαίου» της «νέας εποχής».
Βρίσκεται όμως αυτό στον πυρήνα του «προβλήματος» του ασφαλιστικού συστήματος; Είναι η ανασφάλιστη εργασία, η μη απόδοση του «μελλοντικού» (κατά το κεφαλαιοποιητικό σύστημα) εισοδήματος στα ταμεία, η αιτία της κακοδαιμονίας; Παρά το γεγονός ότι είναι σημαντικό να επισημαίνεται ρητά η συστηματική παραβίαση από την πλευρά του μεμονωμένου κεφαλαίου των κανόνων που θεσπίζει ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης (και την εφαρμογή των οποίων στη συνέχεια «αμελεί»), δηλαδή η κατίσχυση του κέρδους ως υπέρτατου νόμου πάνω και πέρα από τους «νόμους» που χρησιμοποιούνται ως ταπετσαρίες για τις κοινωνικές χωματερές, είναι εξίσου σημαντικό να μην παραβλέπεται και μια άλλη διάσταση.
Η ανασφάλιστη εργασία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμη σύμπτωμα, ένα αδρό ίχνος του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μια «νόμιμη» μετακύλιση του κόστους διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην εργασία. Είναι κάτι σαν τις νόμιμες φοροαπαλλαγές των κερδών του κεφαλαίου προκειμένου να «μετατραπούν σε επενδύσεις», τις σχεδόν «νόμιμες» μεταμφιέσεις ιδιωτικής κατανάλωσης σε επιχειρηματικές δαπάνες, γεγονός που σχεδόν καθαγιάζει τη φοροδιαφυγή ευρύτατων κοινωνικών κατηγοριών υψηλού εισοδήματος, και τις εντελώς «παράνομες» αλλά εξίσου «αποδεκτές» πρακτικές απασφάλισης της εργασίας. Είναι ένα απλό εργαλείο που αναδεικνύει το «πρόβλημα» του ασφαλιστικού ως μια ακόμη όψη της δημοσιονομικής κρίσης και μάλιστα συνδεδεμένη με «φυσικά» κοινωνικά φαινόμενα, όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού, η αναλογία εργαζομένων / ασφαλισμένων κλπ.
Η μεγάλη ανατροπή...
Και πάνω απʼ όλα προσφέρεται ως πρόφαση για τη συνολική αλλαγή του πλαισίου αντιμετώπισης της κοινωνικής ασφάλισης: από τη «μη κεφαλαιοποιητική» διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων για την «ανάπτυξη» και την «ανοικοδόμηση» στην εποχή των «παχιών αγελάδων» των πολλών εισφορών και των λίγων συντάξεων, στην κρίση του συστήματος που «αδυνατεί» να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις και χρειάζεται τώρα την «κεφαλαιοποιητική» στροφή και την υλοποίηση του οράματος «ο καθένας για τον εαυτό του και όλοι για το κεφάλαιο».
Περίεργα ήθη για την κοινωνία του χρήματος και του κέρδους!
Αν το σύστημα ήταν «κεφαλαιοποιητικό» από την αρχή, τότε ο εργαζόμενος της δεκαετίας του ʼ50 πρακτικά δάνειζε τις εισφορές του στο κράτος (του κεφαλαίου) για την ανάπτυξη (της καπιταλιστικής οικονομίας) και συνεπώς στη λήξη της περιόδου φυσιολογικά θα ζητούσε την «επιστροφή της απόδοσης» με τη μορφή μερίσματος επί των κερδών ή τόκου επί του κεφαλαίου.
Αν πάλι το σύστημα ήταν «κοινωνικό», στηριγμένο στην αρχή ότι η κοινωνία φροντίζει πάντοτε τους συνταξιούχους της, τότε το κοινωνικό μέρισμα που θα απαιτούσε ο εργαζόμενος ήταν αυτό που «εύκολα» του δόθηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία - η υποσχετική για το μέλλον, αλλά που εξίσου «εύκολα» και χωρίς ενδοιασμούς εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια με την προβολή της δημοσιονομικής κρίσης και της «κατάρρευσης» των ασφαλιστικών ταμείων: οι εγγυημένες συντάξεις
Στην πρώτη περίπτωση θα έπρεπε οι θιασώτες της δημοσιονομικής «εξισορρόπησης» να μας εφοδιάσουν με αναλογιστικές μελέτες για την πορεία της κοινωνικής ασφάλισης από τη δημιουργία του συστήματος μετά τον πόλεμο και όχι αυθαίρετα από τη μέρα που εξυπηρετεί το τρομοκρατικό σενάριο της «άμεσης κατάρρευσης» των ταμείων. Στη δεύτερη θα έπρεπε να μας μιλήσουν απλά για τον τρόπο χρηματοδότησης του συστήματος και μάλιστα χωρίς τη συνήθη πρακτική που επικαλείται τη γενικευμένη άμεση ή έμμεση φορολογία, η οποία με το μαγικό τρόπο που μόνο τα δημόσια οικονομικά πετυχαίνουν αποσπά δημόσια έσοδα ειδικά από εκείνους που δεν έχουν ούτε οφείλουν να εισφέρουν.
Και σε κάθε περίπτωση δεν είναι ανεκτό να προσποιούνται οι οπαδοί της «δημοσιονομικής αυστηρότητας» ότι δεν γνωρίζουν το συμβόλαιο το οποίο υπέγραψαν εδώ και πάνω από 50 χρόνια και σύμφωνα με το οποίο τους δόθηκαν τα αποθεματικά των ταμείων προς «διαχείριση» με μοναδικό αντίκρυσμα την εγγύηση μελλοντικής απόδοσης των συντάξεων σε ύψος που θα ρυθμίζεται από το ίδιο το κράτος και (υποτίθεται) ότι αντιστοιχεί στις ανάγκες συντήρησης και ευπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων (και το οποίο ουδέποτε μνημόνευε συρρίκνωση ή βελτίωση των παροχών ανάλογα με την αρνητική ή θετική αντίστοιχα απόδοση των τοποθετημένων κεφαλαίων, όπως περίπου συμβαίνει στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες).
Η κοινωνία του κέρδους που έχει ως θεσμικό ανακλαστικό την παντοκρατορία του δικαίου, δεν μπορεί αίφνης να «ανακαλύπτει» το άκυρο παρελθουσών δικαιοπραξιών και να επιβάλλει τη βία του κεφαλαίου μέσα από την κρίση των δημόσιων οικονομικών ή του Δημοσίου γενικότερα.
... και οι αμέτρητες συνέπειές της
Αυτό που διακυβεύεται τελικά στην παρούσα αναμέτρηση όμως δεν είναι απλά η αθέτηση υπεσχημένων και η αποδοχή της αυθαιρεσίας που στηρίζεται στη γυμνή βία. Είναι η αρχή μιας μετατόπισης που αλλάζει συνολικά την κοινωνική οπτική: όποιος αποδέχεται τις νέες πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες στην πραγματικότητα ομολογεί ότι η αμοιβή της εργασίας δεν είναι μέσο αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης αλλά απλά και μόνο «αμοιβή προς κατανάλωση» στην κοινωνία που παράγει για το κέρδος. Στην οπτική αυτή είναι απόλυτα φυσιολογικό ο «καταναλωτής» να «επιλέγει» τον τρόπο διαχείρισης λαμβάνοντας αποφάσεις για τη σχέση της «σημερινής» (=εργασία) προς τη «μελλοντική» (=σύνταξη) κατανάλωση, όπου το κράτος θα εγγυάται ένα ολοένα μικρότερο μέρος της τελευταίας και το υπόλοιπο μεγαλύτερο τμήμα της θα εναπόκειται στην αγορά να το διασφαλίσει χωρίς τις «στρεβλώσεις» των κρατικών εγγυήσεων. Αυτό δεν είναι άλλωστε και το στοίχημα του «συμφώνου σταθερότητας», που ελέγχει ασφυκτικά τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος και το οποίο φυσιολογικά δεν θα αργήσει να συμπεριλάβει και τις κρατικές εγγυήσεις;
Η κατεύθυνση είναι μια: ενδυνάμωση της ατομικότητας, περιστολή της κοινωνικής συλλογικότητας, προώθηση της ατομικής επιχειρηματικότητας, ατομική ανάληψη του κινδύνου και τελικά ενίσχυση της ρευστότητας των αγορών. Με αποθεματικά ταμείων που θα μάθουν να λειτουργούν κατά το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους χωρίς κρατικές εγγυήσεις και χωρίς το ειδικό βάρος, τη γνώση και τη διαπραγματευτική ισχύ του Δημοσίου, απλό προσάρτημα στην κίνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου και έρμαιο των διακυμάνσεων των κεφαλαιαγορών.
Έτσι διαπιστώνεται για μια ακόμη φορά ότι τα «κοινωνικά συμβόλαια» δεν είναι παρά απορρίμματα που ανακυκλώνονται ανάλογα με την ιστορική περίοδο που διανύουν οι κύκλοι συσσώρευσης του κεφαλαίου. Κυνικά διατυπωμένο αυτό σημαίνει ότι οι κρατικές εγγυήσεις είναι σε ισχύ όταν δεν πρόκειται να καταπέσουν και συνεπώς είναι άνευ αντικειμένου, ενώ εξαλείφονται ή περιορίζεται η εφαρμογή τους όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη να τηρηθεί η συναφθείσα συμφωνία. Στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας αυτό ονομάζεται Catch-22, το κόλπο «κερδίζω-χάνεις».
Οι συντάξεις από δημόσιο κοινωνικό αγαθό έχουν ήδη γίνει εμπόρευμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Υπάρχει το «Δημόσιο Αγαθό»;
Και σε αυτή την ιστορική πορεία οι συντάξεις ούτε είναι μόνες ούτε αποτελούν εξαίρεση. Βρίσκονται στην κατηγορία εκείνη των «δημόσιων αγαθών» που έχουν αμετάκλητα οδεύσει προς τις αγορές για να ενταχθούν και αυτά ως φορείς της σχέσης του κεφαλαίου στο δικό τους ιδιαίτερο κύκλο αξιοποίησης. Για να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά ότι η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού είναι στηριγμένη στις νομικές μορφές με τις οποίες εμφανίζονται οι σχέσεις και τα εμπορεύματα στις κοινωνίες στις οποίες δεσπόζει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, και σχετίζεται άμεσα με την ιστορική φάση την οποία διέρχεται ο συγκεκριμένος κοινωνικός σχηματισμός.
Η έννοια του «αγαθού» που νοηματικά παραπέμπει στις αξίες χρήσης δύσκολα μπορεί να σταθεί στην κοινωνία που παράγει για το κέρδος και όχι για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. Κάθε όψη της παραγωγής ορίζεται κοινωνικά, δηλαδή εντός της αγοράς, και κάθε «αγαθό» (δηλαδή αξία χρήσης) παράγεται για να καταναλωθεί και να αποφέρει κέρδος. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζονται τα προϊόντα σε συγκεκριμένες φάσεις του κύκλου αξιοποίησης του κεφαλαίου μπορούν να παραπέμπουν σε «αγαθά», δηλαδή αξίες χρήσης, αν αυτό απαιτείται κοινωνικά, δηλαδή αν η αγορά δεν έχει ακόμη «ωριμάσει», ή αν αυτό επιτάσσουν οι κοινωνικές συμμαχίες που στηρίζουν την εξουσία του κεφαλαίου.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η περίοδος κατά την οποία δημιουργούνται βασικές κοινωνικές υποδομές (δίκτυα «κοινής ωφέλειας», δρόμοι, σιδηροδρομικά δίκτυα, αεροδρόμια κλπ.), η κατανάλωση των οποίων σε «ανταποδοτικό» καθεστώς δεν είναι εφικτή ούτε μπορεί να λειτουργήσει με τους κανόνες της οικονομίας του κέρδους. Πρόκειται όμως για συγκεκριμένη ιστορική φάση στην εξέλιξη των υποδομών, η οποία όταν ολοκληρωθεί δίνει τη θέση της στην «εκμετάλλευση», τη λειτουργία με τους «κανόνες της αγοράς»: εδώ αίφνης προκύπτει με αφάνταστη ευκολία, στη θέση της «κοινής ωφέλειας», η «δημόσια επιταγή» για κερδοφορία γεγονός που τελικά αντανακλάται και στην εισαγωγή των εταιριών κοινής ωφέλειας στο χρηματιστήριο. Το τελευταίο δεν είναι παρά η τυπική αναγνώριση του γεγονότος ότι και αυτές οφείλουν να λειτουργούν με βάση το κριτήριο παραγωγής κέρδους, αντικαθιστώντας τις παλιές αναφορές στο «λαό», το «έθνος» και το «δημόσιο συμφέρον», με δέσμευση απέναντι στο «παντοδύναμο κοινό» των μετόχων.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν για παράδειγμα τα μέσα μαζικής μεταφοράς και ο σιδηρόδρομος που δεν μπορούν να λειτουργήσουν «αποδοτικά», δηλαδή να τιμολογούν με βάση το κόστος, γιατί αυτό θα αποτελούσε σημαντικό πλήγμα για τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα και θα δυσχέραινε την κινητικότητα της εργασίας. Οπότε συντηρείται καθεστώς «κοινής ωφέλειας» με την επιδότηση των κομίστρων, το οποίο με τη σειρά του χρηματοδοτείται από την προς τους χαμηλόμισθους και τα μισθοσυντήρητα στρώματα προσανατολισμένη φορολογία. Με αυτό τον τρόπο κλείνει με «πολιτικά ορθό» τρόπο η εξίσωση της τελικής χρηματοδότησης της «κοινής ωφέλειας», η οποία δεν είναι άλλη από τη (σχεδόν αυτούσια) σε δυο στάδια μετακύληση του συνολικού κόστους στην εργασία.
Το «δημόσιο αγαθό» ήταν εξ αρχής μια χίμαιρα: ουδέποτε υπήρξε αλλά ακόμη και όταν δηλώθηκε ως τέτοιο πάντοτε αποτελούσε ιστορική ιδιομορφία, μικρό προσάρτημα στο εμπόρευμα και την κατανάλωση με σκοπό το κέρδος. Γιατί τελικά με βάση τις κρατούσες αντιλήψεις του πλειοψηφούντος κοινωνικού ρεαλισμού, υπάρχει «καλύτερο» μέσο διασφάλισης του «κοινού οφέλους» από την αγορά, την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής εμπορευμάτων για το κέρδος, την «αόρατη χείρα» που διασφαλίζει ότι η επιδίωξη του εγωιστικού ατομικού οφέλους από τον παραγωγό - κεφαλαιοκράτη οδηγεί, μέσω της «συνισταμένης των εγωισμών», στη μεγιστοποίηση της «κοινωνικής ωφέλειας» μέσω της αγορά; Η κοινωνία δεν είναι παρά η συνισταμένη των ατομικών εγωισμών, η συνέργεια του ανταγωνισμού, η τυφλή αλληλεγγύη της ματαιοδοξίας.
Η «κοινωνική παραγωγή»
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τι σηματοδοτεί η προβολή και διεκδίκηση σήμερα μιας «δημόσιας παραγωγής αγαθών», από κρατικές επιχειρήσεις και με στόχο την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και προτεραιοτήτων, ως ειδοποιό στοιχείο για τη διάκριση μιας «κοινωνικής παραγωγής» που δεν αποβλέπει στο κέρδος αλλά στον «άνθρωπο»;
Είναι κατʼ αρχάς απόλυτα ορθό να διεκδικεί κανείς και να προσπαθεί να επιβάλει τη στρατηγική «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» ως υποθήκη για μια κοινωνία όπου η παραγωγή θα αποβλέπει στην ικανοποίηση αναγκών. Και η στρατηγική αυτή έχει ίχνη στη σημερινή συγκυρία: με αυτήν διεκδικούν οι εργαζόμενοι βελτιώσεις στο συσχετισμό δύναμης με το κεφάλαιο, ενίσχυση των θέσεών τους στη διαρκή ταξική αναμέτρηση, ακύρωση της στρατηγικής υποβάθμισης της εργασίας σε απλό εξάρτημα του κεφαλαίου. Ταυτίζεται όμως αυτή η στρατηγική με την «παραγωγή για την κοινή ωφέλεια», τη «δημόσια παραγωγή» σε αντίθεση με την «ιδιωτική», την «κοινωνική παραγωγή» που έστω και συγκυριακά «ακυρώνει» ή «τιθασεύει» του μηχανισμούς παραγωγής για το κέρδος;
Είδαμε στα προηγούμενα ότι το κύριο στήριγμα αυτής της συλλογιστικής, η «κοινή ωφέλεια», υπάκουσε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην παραπάνω φαινομενολογία, όσο ακριβώς απαιτήθηκε για να γίνει η αρχική συσσώρευση κεφαλαίου για τη δημιουργία υποδομών. Αλλά είδαμε επίσης ότι και αυτή η «κοινωνική» και «δημόσια» παραγωγή χρηματοδοτήθηκε έμμεσα κατά κύριο λόγο από την εργασία, για να υπαχθεί στη συνέχεια και πάλι στους νόμους της αγοράς ευθύς μόλις ολοκληρωθεί η «μη παραγωγική» (=χωρίς κέρδος) λειτουργία της. Συνεπώς, ακόμη και στη σύντομη, ιστορικά οριοθετημένη, ανάδυση της «κοινωνικής παραγωγής», αυτή αφορούσε κατά κύριο λόγο την «κοινωνικοποίηση» των ζημιών, παρά την εγχάραξη μιας άλλης λογικής στους μηχανισμούς κοινωνικής παραγωγής.
Μένει όμως το ζήτημα των ειδικών κοινωνικών παροχών, που ιστορικά φάνηκε να δίνει το Δημόσιο ως παραγωγός σε ευαίσθητες κοινωνικές κατηγορίες και οι οποίες εξαφανίζονται υπό το καθεστώς της υπαγωγής τους στον ανταγωνισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εδώ τα ειδικά τιμολόγια για συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες – συχνά υπάλληλους των εταιριών κοινής ωφέλειας, ένα είδος «μισθού» που αντιπροσωπεύει μια μη χρηματική μορφή αμοιβής. Χαρακτηριστικό που σταδιακά τείνει να εκλείψει όσο ωριμάζει η αγορά, ως μια ιστορική ιδιομορφία, και περιορίζεται ολοένα περισσότερο, ως συνέπεια της νέας οικονομικής ορθολογικότητας.
Συμπερασματικά, η «δημόσια παραγωγή», οι «δημόσιες επιχειρήσεις» στο μέτρο που δεν αποτελούν ιστορική ιδιαιτερότητα στη συγκεκριμένη φάση συσσώρευσης του κεφαλαίου ή δεν στοχεύουν στη χρηματοδότηση μη παραγωγικών (=μη κερδοφόρων) επενδύσεων υποδομής από το κράτος, είναι απλώς αναγκαίες μεταβατικές νομικές μορφές που θα υπαχθούν με τις κατάλληλες θεσμικές, οργανωτικές και λειτουργικές προσαρμογές στον ανταγωνισμό και στην αγορά.
Το «δημόσιο» και το «κοινωνικό» αποτελούν λοιπόν στις συγκεκριμένες συνθήκες πρόσφορες για το κεφάλαιο μεταμφιέσεις ιδιομορφιών της καπιταλιστικής παραγωγής, που αναλαμβάνει να προωθήσει υπό τη σκέπη του το αστικό κράτος, ενεργώντας ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης αλλά ταυτόχρονα και με τη σχετική αυτονομία που διαθέτει απέναντι στα μεμονωμένα κεφάλαια.
Το «δημόσιο συμφέρον» είναι σε τελική ανάλυση η συγκεκριμένη μορφή με την οποία το αστικό κράτος, μέσα από τη σχετική αυτονομία του, κατορθώνει να εμφανίζει το συμφέρον του κεφαλαίου ως γενικό κοινωνικό συμφέρον όλου του κοινωνικού σχηματισμού.
Και τίθεται εύλογα το ερώτημα τι ακριβώς υπερασπίζεται η Αριστερά όταν προβάλλει ως ανάχωμα στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό το «δημόσιο» απέναντι στο «ιδιωτικό», σε ίση μοίρα με το «κοινωνικό» απέναντι στον «ατομισμό», την αλληλεγγύη απέναντι στον αποκλεισμό;
Η λεωφόρος του «δημόσιου συμφέροντος»...
Η προάσπιση του «δημόσιου» αποτελεί στη σημερινή συγκυρία για την Αριστερά τεκμήριο και ομολογία μια διπλής ήττας.
Αφενός εικονογραφεί την ολοκληρωτική αδυναμία της Αριστεράς απέναντι στην ιδεολογική ηγεμονία του αστισμού: αδυναμία να ασκήσει έστω και υποτυπώδη κριτική στις νομικές μορφές με τις οποίες εμφανίζονται όψεις της ταξικής πάλης στη σύγχρονη κοινωνία.
Αφετέρου σκιαγραφεί την ολοκληρωτική σχεδόν υπαγωγή της οπτικής των αγώνων και των διεκδικήσεων στο εσωτερικό των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και κυρίως του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού, με συνέπεια να προβάλλεται στο κοινωνικό στερέωμα η φενάκη ενός «οικονομικού μηχανισμού του κράτους» με κοινωνικό πρόσωπο, σε ανταγωνισμό με την απόλυτη ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα.
Και μόνο η ευκολία με την οποία μετασχηματίζονται οι νομικές μορφές σε απόλυτο συνεχές από το «δημόσιο» στο «ιδιωτικό», για παράδειγμα στις ιδιωτικοποιήσεις με την εισαγωγή στο χρηματιστήριο και τη διαρκή συρρίκνωση του ποσοστού του Δημοσίου, αρκεί ως πρακτική κριτική στην παραπάνω διάκριση. Και παράλληλα η πολυθρύλητη λειτουργία των «δημόσιων» επιχειρήσεων με «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια» για λόγους «οικονομικής ορθολογικότητας» και «εξυγίανσης» βεβαιώνουν τη ρευστότητα των εννοιών.
Ενώ ιδιαίτερα χρήσιμη είναι και η εξαιρετικά «κοινωνικά» προσανατολισμένη «εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων» που έγινε στη δεκαετία του ʼ80 από τη «σοσιαλιστική» περίοδο διακυβέρνησης, με το πέρασμά τους στη «δημόσια» ιδιοκτησία και την κοινωνικοποίηση των ζημιών υπό το πρόσχημα της διάσωσης της παραγωγικής βάσης (μια στρατηγική διανθισμένη και με ολίγη «καταπολέμηση της ανεργίας», η οποία βέβαια τελικά εγκαταστάθηκε για τα καλά στη συνέχεια).
Τέλος, αναφορικά με την «οικονομική λειτουργία του κράτους», η οποία στηρίχθηκε πάντοτε στο δεσποτισμό της επιχείρησης έστω και με κάποιες παραχωρήσεις στις εργασιακές σχέσεις, μιας και χρηματοδοτήθηκε από τα μονόπλευρης προέλευσης κρατικά έσοδα, αυτή δεν είναι παρά η ανάληψη του επιχειρηματικού κινδύνου από το συλλογικό κεφαλαιοκράτη με χρέωση της εργασίας. Και τούτο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο έως ότου ωριμάσει ο ανταγωνισμός και αποκατασταθούν οι συνθήκες παραγωγικής (= κερδοφόρας) αξιοποίησης του κεφαλαίου. Και αν οι «στρεβλές» εργασιακές σχέσεις εμποδίζουν αυτή τη «μετάβαση», εδώ είναι πάλι το «δημόσιο» για να διορθώσει τα κακώς κείμενα...
Το «δημόσιο» δεν είναι κάποιο ουδέτερο «κοινωνικό» χαρακτηριστικό που η προάσπισή του συμβάλλει στη βελτίωση ή ακόμη και την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης με τη διαρκή επέκτασή του στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα. Το «δημόσιο» αποτελεί νομική και κοινωνική μορφή με την οποία εμφανίζεται η καπιταλιστική κυριαρχία και η αστική ηγεμονία στον κοινωνικό σχηματισμό για να εκφράσει ιστορικές και κοινωνικές (πολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές) ιδιομορφίες της συγκυρίας.
Αν όμως το «δημόσιο» δεν προσφέρεται ως «λύση ευκολίας» για την Αριστερά στη μάχη που δίνει μέσα στον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό, τότε ποιο όπλο προσφέρεται στη θέση του για τις μάχες που έρχονται;
...και η στενωπός του κοινωνικού ελέγχου
Αυτό που πραγματικά καλείται να επιτελέσει η Αριστερά στην παρούσα φάση έντασης του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και ενίσχυσης της κυριαρχίας των αγορών δεν είναι η προσφυγή σε «ευκολίες» που φέρουν το στίγμα συγκεκριμένων ιστορικών περιόδων και συνθηκών, χωρίς να έχουν συγκεκριμένο αντίκρυσμα στη συγκυρία. Αυτό που απαιτείται είναι μια συνολική αλλαγή στρατηγικής που θα φέρει τις δυνάμεις της εργασίας στο προσκήνιο αναδεικνύοντας στοιχεία κοινωνικής αμφισβήτησης ήδη από την παρούσα φάση, χωρίς αυτό να δημιουργεί ψευδαισθήσεις και χίμαιρες για σταδιακή ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Στο ζήτημα αυτό έχουμε πολλά να διδαχθούμε από την ιστορία και ειδικότερα από τις κατακτήσεις της ρώσικης επανάστασης από την οποία μας χωρίζουν πια 90 χρόνια. Αν κάτι πολύτιμο έφερε αυτή στο προσκήνιο, τούτο δεν ήταν η εγκαθίδρυση των «νόμων της σοσιαλιστικής παραγωγής» ούτε των «νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικονομίας» ή τα «επιτεύγματα της προηγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας» η οποία κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Αυτό που ανέδειξε η μεταβατική περίοδος πριν απολιθωθεί στο κακέκτυπο του κρατικού καπιταλισμού ήταν σύμφωνα με τα λόγια του πρωτεργάτη Λένιν αυτός ο μινιμαλιστικός αλλά καθόλου αμελητέος συνδυασμός: εξηλεκτρισμός και σοβιέτ, καπιταλισμός
και εργατικός έλεγχος.
Αν πραγματικά αναζητεί η Αριστερά το «κοινωνικό» στην παραγωγή αυτό δεν πρόκειται να το εντοπίσει στη «δημόσια» οικονομία που σε τίποτε δεν διαφοροποιείται από τη χρηματική οικονομία της αγοράς, το δεσποτισμό της επιχείρησης και την πρωτοκαθεδρία του ανταγωνισμού. Ούτε μπορεί ως δύναμη ανατροπής να αυτοικανοποιείται με την αφοριστική παραπομπή των όποιων ζητημάτων στη συνολική ανατροπή των συσχετισμών δύναμης για την οποία στην καλύτερη περίπτωση «παλεύει» με την ενίσχυση των ποσοστών της (κάτι που κάποιοι το είχαν χαρακτηρίσει παλιότερα κοινοβουλευτικό κρετινισμό).
Ο δύσβατος δρόμος που οφείλει να επιλέξει η Αριστερά που δουλεύει μέσα στην κοινωνία για την ανατροπή είναι εκείνος που πριμοδοτεί, ενισχύει και διαρκώς αναδεικνύει το ρόλο του κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις όψεις του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης.
Δυστυχώς έως σήμερα αυτό που περιστασιακά προέκυψε ήταν κυρίως η απουσία του, συχνά με την πρόφαση της ευκολίας που δίνει η «αυτονόητη» υπεράσπιση του «δημόσιου» χαρακτήρα «κοινωνικών» υπηρεσιών απέναντι στις προσπάθειες ιδιωτικοποίησής τους. Εκτός από ανεπαρκής η στάση αυτή είναι και επιζήμια γιατί συσκοτίζει τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και υπονομεύει την προσπάθεια αναγνώρισης και αντιμετώπισης των πραγματικών συνθηκών διευρυμένης αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Η Αριστερά μετά τις μεγαλεπίβολες αυταπάτες των «σοσιαλιστικών κοινωνιών», των «ειρηνικών δρόμων» και της «δημοκρατίας της κοινωνίας των πολιτών» έχει ανάγκη να επιστρέψει στις ρίζες της στρατηγικής για την ανατροπή, οφείλει να μάθει ξανά να μπουσουλάει ασκούμενη σε απόπειρες κοινωνικού ελέγχου. Ενδεικτικά οφείλει:
- να ασκήσει πραγματικό και σε βάθος έλεγχο των συνθηκών διευρυμένης αναπαραγωγής της εργασίας με αιχμή για την τρέχουσα περίοδο την απόπειρα συρρίκνωσης της συνταξιοδοτικής και υγειονομικής κάλυψης των εργαζομένων, αλλά και γενικότερα την ανασφάλιστη εργασία, τη μερική απασχόληση, τη φανερή και συγκαλυμμένη ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό και όλα τα παρεπόμενα του θαυμαστού νέου κόσμου που έχει ανατείλει,
- να αναλύσει και να επιχειρήσει να επιβάλει αλλαγές και λύσεις στην αναίσχυντη νόμιμη αναδιανομή εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου που πραγματοποιείται με το φορολογικό σύστημα,
- να ελέγξει και να αναδείξει όλες τις παραμέτρους κόστους που υπεισέρχονται στην παραγωγή των υπηρεσιών «κοινής ωφέλειας» και του τρόπου χρηματοδότησής τους,
- να εισέλθει στον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας των δημόσιων οικονομικών και να ελέγξει τις περίεργες ατραπούς που ακολουθούν οι δημόσιες επενδύσεις («εθνικές» ή «κοινοτικές») μαζί και τη συμβολή τους στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου,
- να διερευνήσει ποιοι είναι οι πραγματικά ωφελούμενοι εκ των «δημόσιων υποδομών», πού αληθινά αποκρυσταλλώνεται το «δημόσιο συμφέρον» στην υλοποίηση έργων που μονόπλευρα χρηματοδοτήθηκαν ακριβώς από εκείνους που «δεν έχουν» αλλά και ούτε θα επωφεληθούν,
- να αναδείξει την αδιανόητη καπηλεία που πραγματοποιείται από το Δημόσιο με την υπολειτουργία ελεγκτικών μηχανισμών που έχουν δημιουργηθεί για την προστασία της εργασίας και έχουν συστηματικά παροπλιστεί ως «φύλλο συκής» μιας κοινωνίας που οδηγείται αποκλειστικά από το κέρδος,
- να συμβάλλει στη διασφάλιση της αδέσμευτης πρόσβασης σε φυσικά αγαθά για χρήσεις που στοχεύουν στην ικανοποίηση αναγκών και όχι στην κερδοφορία.
Ο κοινωνικός έλεγχος δεν είναι εύκολη άσκηση επί χάρτου αλλά βουτιά στα βαθιά νερά μιας καθημερινής πολιτικής που ασκείται στην ανατροπή μέσα από την απόπειρα ελέγχου των μηχανισμών που θα εξακολουθήσουν να είναι ενεργοί και στην περίοδο μετάβασης.
Είναι εργαστήριο για τη συλλογή πολύτιμης καθημερινής εμπειρίας που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από τους φθαρμένους θεσμούς εργατικής και συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης, οι οποίοι όντας απόλυτα διαποτισμένοι από την κυρίαρχη ιδεολογία και τη λογική της συνδιοίκησης, είναι εντελώς αναποτελεσματικοί, όπως άλλωστε αποδείχθηκε και στην πρόσφατη εμπειρία με τα δομημένα ομόλογα των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία ανυποψίαστα εγκρίθηκαν από τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους με τη δικαιολογία ότι είχαν τις «διαβεβαιώσεις περί του σύννομου από την αρμόδια υπηρεσία».
Είναι μια άσκηση στη διττή λειτουργία της πολιτικής της ανατροπής η οποία οφείλει να εγγράφει τη δράση της στο εσωτερικό της κίνησης των κοινωνικών αντιφάσεων όντας ταυτόχρονα έξω από τη σφαίρα επιρροής των κυρίαρχων ιδεολογιών.
www.theseis.com/
Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
- το πολιτικό καφενείο θέλει την στήριξη μας
- CATASTROIKA
- DEBTOCRACY // ΧΡΕΟΚΡΑΤΙΑ
- φτηνά δωμάτια στα Σύβοτα
- ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ...
- ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ
- Luxhotels.eu: ηλεκτρονικός κατάλογος ξενοδοχείων σε Ελλάδα και Κύπρο με online σύστημα κράτησης δωματίων.
- WagerShare Casinos
- deal4kids
- Μήπως μιλάνε τα άστρα???
- Citycoupons.gr
- αν έχεις τύχη διάβαινε....
- φοιτητική στέγη για όλη την Ελλάδα
- linky
- για διαφημίσεις και για την ενίσχυση του μπλοκ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου