Φέρνει ξανά στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη ενός φορέα που οργανώνει την κοινή εμπειρία και μεταβιβάζει την εμπειρία των παλιών στα νέα υποκείμενα της πάλης. Μα το κάνει μ’ ένα διαφορετικό τρόπο: στις γερασμένες βεβαιότητες των ιερών κειμένων και των όποιων επιτελείων, απαντάει θέτοντας ξανά ένα παλιό ερώτημα: επανάσταση ή μεταρρύθμιση;
Το νέο αντικαπιταλιστικό κόμμα στη Γαλλία (και όχι μόνο…)
Φεβρουάριος 13, 2008Το 17ο Συνέδριο της LCR που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες κοντά στο Παρίσι ήταν ένα από τα μαζικότερα της ιστορίας της αλλά πιθανότατα και το τελευταίο, αφού η απόφαση προβλέπει την αυτοδιάλυση της οργάνωσης στην προοπτική της συγκρότησης ενός νέου πλατιού αντικαπιταλιστικού κόμματος.
Η LCR (Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα) είναι μια οργάνωση που αριθμεί περί τα 3.500 μέλη, ενώ ο υποψήφιός της στις Γαλλικές βουλευτικές εκλογές πιστώθηκε το 4,1% των ψήφων, το υψηλότερο ποσοστό της Αριστεράς στα αριστερά των σοσιαλιστών (περιττός ίσως αυτός ο πλεονασμός μα οι Γάλλοι επιμένουν ακόμα σε αυτήν τη γλωσσική διαστροφή). Σε συνθήκες γενικευμένης δεξιάς στροφής με όλες τις εκδοχές της παλιάς κομμουνιστικής (σταλινικής ή τροτσκιστικής) και οικολογικής Αριστεράς να συνθλίβονται από το θιασώτη του συνδυασμού ακραίου φιλελευθερισμού και κράτους καταστολής Σαρκοζύ κι από την άχρωμη και δεξιά “σοσιαλιστική” πρόταση της Ρουαγιάλ, η LCR ήταν η μόνη εκδοχή της αριστεράς που δεν συρρικνώθηκε στο όριο μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας. Πολλοί είπαν πως αιτία γι’ αυτό ήταν η φιγούρα του νέου και δημοφιλούς υποψηφίου της Ολιβιέ Μπεζανσενό, ταχυδρόμου στο επάγγελμα. Ο πραγματικός λόγος είναι μάλλον πως η Λίγκα εξέφρασε μια ξεκάθαρη αντίληψη σύγκρουσης με τους βασικούς άξονες της αστικής πολιτικής, σε όλη τη γραμμή των διεκδικήσεων των κινημάτων που συγκλόνισαν τη χώρα όλα τα τελευταία χρόνια. Κι ακόμα, γιατί το έκανε σε ανοιχτή ρήξη με όλες τις λογικές αριστερής συνδιαχείρισης σε κυβερνήσεις, υπουργεία ή δημοτικές αρχές.
Εξέφρασε με άλλα λόγια το διαζύγιο από τις λογικές ταξικής συνεργασίας που παγιδεύουν την αριστερά στην εικοσαετία που μας χωρίζει από την πτώση του Τείχους, περίοδο στην οποία ο “παγκοσμιοποιημένος” καπιταλισμός επελαύνει πάνω σε κάθε κατάκτηση των εργαζομένων και σε όποιες από τις δικές του “αρχές” έχουν στο μεταξύ διασωθεί μέσα στη βαρβαρότητα των πολέμων, της εκμετάλλευσης και της φτώχειας. Όλα αυτά τα χρόνια βλέπουμε να αναπτύσσονται αγώνες, τόσο από την μεριά των παλιών “φορντικών” στρωμάτων της εργατικής τάξης που χάνουν τα κεκτημένα που είχαν κερδίσει με αγώνες δεκαετιών, όσο και από την μεριά των νέων εργαζομένων που βρέθηκαν απ’ ευθείας σε μια παραγωγή όπου καμιά σταθερή σχέση εργασίας ή ωράριο δεν είναι αυτονόητα. Χαρακτηριστικός των γνωρισμάτων αλλά και των ορίων αυτών των αγώνων είναι ο κύκλος των αγώνων που άνοιξε στη Γαλλία από το Δεκέμβρη του 1995: αγώνες της “παλιάς” και “νέας” βάρδιας των εργαζομένων για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και των όρων εργασίας που άλλοι, άλλοτε, με άλλους αγώνες κατέκτησαν. Η αποτυχία τους είναι πως μέχρι τώρα σκόνταφταν στο πολιτικό όριο που τους έθετε η συμμαχία των κομμάτων που εξέφραζαν παραδοσιακά τα “παλιά” στρώματα της εργατικής τάξης με εκείνες της μερίδες του κεφαλαίου που πλήττονταν στη μία ή στην άλλη στροφή της καπιταλιστικής “παγκοσμιοποίησης”, μην προκάμοντας να ακροβολιστούν σε κάποια γωνιά του πλανήτη με φτηνότερα μεροκάματα.
Στα γαλλικά πλαίσια, ενσάρκωση και απώτατο όριο αυτής της εμπειρίας ήταν η κυβέρνηση της “πληθυντικής αριστεράς” του Ζοσπέν και σύμβολό της ο νόμος για το νοθευμένο από την ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας 35ωρο, που αμέσως μετά η δεξιά άρχισε να νοθεύει ακόμα περισσότερο ελαστικοποιώντας κι άλλο τις σχέσεις εργασίας. Εκείνη η αριστερά καταποντίστηκε εκλογικά και τα ρεαλιστικά κυβερνητικά προγράμματα διαχείρισης που προτείνει έκτοτε, αδύναμα καθώς είναι να ενσωματώνουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις, την αποξένωσαν τόσο από τα λαϊκά στρώματα που -σε ευθεία αναλογία με το καθ’ ημάς (υμάς μάλλον) ΠΑΣΟΚ- βλέπει τη “δημοτικότητά” της να κατρακυλάει από κοινού με εκείνη των δεξιών κυβερνήσεων.
Οι αγώνες των τελευταίων ετών για το ασφαλιστικό, οι κινητοποιήσεις στα Πανεπιστήμια, στο δημόσιο τομέα, και εναντίον του “Συμβολαίου πρώτης πρόσληψης” (CPE) ανέδειξαν ένα ρεύμα ανεξάρτητο, του οποίου οι διεκδικήσεις εκφράζονται με ξεκάθαρο και δη ηγεμονικό τρόπο στις στιγμές της όξυνσης. Αυτό το ρεύμα συγκροτήθηκε κυρίως από κομμάτια της “νέας” εργατικής τάξης, δηλαδή κυρίως από εκείνους που εντάσσονται με επισφαλείς όρους στην αγορά εργασίας, κι εκφράστηκε κατ’ αρχήν στους χώρους όπου διατηρούνται ακόμα περιθώρια στοιχειώδους συνδικαλιστικής δράσης, δηλαδή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ενέργεια, συγκοινωνίες, τοπική αυτοδιοίκηση, εκπαίδευση, ταχυδρομεία κ.λπ.) και στα πανεπιστήμια. Και μόνο οι οικονομικές διεκδικήσεις αυτών των αγώνων (αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ασφάλιση, σταθερές σχέσεις εργασίας και απαγόρευση των απολύσεων, για να αναφέρουμε τις πιο βασικές) δεν μπορούν να χωρέσουν στο πρόγραμμα ή στην πολιτική καμιάς κεντροαριστερής λύσης ή “πλειοψηφίας”. Αυτή η πολιτική τους ορφάνια είναι και ο βασικός λόγος που παρά τη δυναμική τους δεν νίκησαν (αν εξαιρέσουμε την -υψηλής συμβολικής αξίας πάντως- απόσυρση του CPE). Δεν μπόρεσαν ούτε να ασκήσουν μαζικό πολιτικό εκβιασμό στην κυβέρνηση και την εργοδοσία, ούτε να ενοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους ξεπερνώντας τα όρια που θέτουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, ούτε να επικοινωνήσουν με τις εκρήξεις των φτωχοδιάβολων των προαστίων.
Το 55% του “όχι” στο ευρωσύνταγμα και ό,τι ακολούθησε ήταν μια έκφραση, με τη μορφή μαζικής λαϊκής ανυπακοής, της αδυναμίας να χωρέσουν αυτές οι εκρηκτικές αντιθέσεις στην όποια μορφή “σοσιαλδημοκρατικής” διαχείρισης της σημερινής αθλιότητας, τύπου Μπλερ, Σημίτη, Πρόντι ή Σρέντερ, που απέδειξαν πόσο εύκολα ανακυκλώνονται, αφού βγάλουν τη βρώμικη δουλειά, προς όφελος της παραδοσιακά φιλελεύθερης και καθαρόαιμα κατασταλτικής, σκοταδιστικής και φιλοπόλεμης δεξιάς. Η κοινωνική και πολιτική ετερογένεια εκείνου του “όχι” που εκφράστηκε σε συνθήκες τηλεοπτικού ολοκληρωτισμού, ήταν χαρακτηριστική τόσο της αναντιστοιχίας ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τις δυνάμεις των μισθωτών, των ανέργων και των νέων, που βλέπουν τους όρους ζωής τους (αλλά και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς) να σκληραίνουν επικίνδυνα, όσο και της αδυναμίας της παρούσας αριστεράς να ξανακερδίσει τον κόσμο των πάλαι ποτέ “κόκκινων προαστίων” που λεηλατήθηκε από τον Λεπέν κι έκτοτε παραμένει εγκλωβισμένος ανάμεσα στην παραίτηση και τις τυφλές εκρήξεις.
Αυτούς τους αγώνες και αυτό το πολιτικό όριο φιλοδοξεί να υπερβεί η απόφαση της LCR, απευθύνοντας ανοιχτό κάλεσμα για τη συγκρότηση νέου αντικαπιταλιστικού κόμματος, προεξοφλώντας ταυτόχρονα την αυτοδιάλυσή της, σε μια διαδικασία με χρονικό ορίζοντα ενός έτους (τέλος 2008). Απευθύνεται “σε γυναίκες και άντρες κάθε ηλικίας, χρώματος, καταγωγής, στους νέους που αντιστέκονται, σε όσους προσδιορίζονται ως κομμουνιστές, οικολόγοι, σοσιαλιστές, σε όσους συμμετέχουν σε αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και ρεύματα ή επαναστατικές οργανώσεις” κι ακόμα σε όσους “αναπτύσσουν αγωνιστική συνδικαλιστική δράση στο χώρο δουλειάς τους” και είδαν τις προσπάθειές τους να στήσουν οριζόντια διακλαδικά δίκτυα της βάσης στις τελευταίες απεργίες να μπλοκάρονται και να καταστέλλονται ανοιχτά από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Τους προτείνει να συγκροτήσουν από κοινού “ένα κόμμα που θα θεμελιωθεί στο έδαφος της εμπειρίας των χθεσινών και των σημερινών εργατικών, αντιπαγκοσμιοποιητικών, διεθνιστικών, οικολογικών, φεμινιστικών και αντιρατσιστικών αγώνων. Ένα κόμμα που θα αγωνίζεται ενάντια στην εκμετάλλευση και κάθε μορφή καταπίεσης, με στόχο την ανθρώπινη χειραφέτηση, ατομική και συλλογική. Ένα κόμμα διεθνιστικό που θα αρνείται την πολιτική της λεηλασίας των χωρών του Νότου καθώς και την πολεμική λογική της Γαλλίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ. Ένα κόμμα ανεξάρτητο που, σε αντίθεση με το Σοσιαλιστικό κυρίως Κόμμα, θα αρνείται τη λογική της συνδιαχείρισης του συστήματος. Ένα κόμμα σε ρήξη με τον καπιταλισμό και τους θεσμούς της κυρίαρχης τάξης. Ένα κόμμα δημοκρατικό που θα δίνει τη δυνατότητα στον ίδιο το λαό να διευθύνει τους αγώνες του έτσι ώστε αύριο να είναι σε θέση να διευθύνει την πορεία της κοινωνίας και της οικονομίας… Για να επινοήσουμε τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.”
Πολύ αόριστα φαίνονται αυτά τα ωραία λόγια θα πει κάποιος και κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύβουν από πίσω. Σωστά, θα πούμε εμείς, αλλά η ιδέα αυτού του νέου κόμματος έγκειται ακριβώς στο να δημιουργήσει το χώρο και το φορέα μέσα στον οποίο οι ανάγκες και οι διεκδικήσεις των εργαζομένων θα αποκρυσταλλώνονται κάθε φορά μέσα από την αλληλεπίδραση και την από κοινού σκέψη και δράση. Βάση της κουβέντας που ανοίγει σε γειτονιές, εργασιακούς χώρους και πανεπιστήμια, σε επιτροπές που στήνονται ήδη εδώ και μήνες και θα συνεχίσουν να στήνονται, είναι οι διεκδικήσεις των πρόσφατων κινητοποιήσεων και οι όποιες επεξεργασίες (της LCR και όποιου προσέλθει), αλλά όχι χωρίς όριο. Το όριο αυτό δεν φιλτράρει τις όποιες δυνάμεις με βάση τις ιδεολογικές τους καταβολές από τα ρεύματα του μαρξισμού του 20ου αιώνα ή το είδος των λαθών που έκαναν στο παρελθόν, αλλά επιχειρεί να τις ενοποιήσει στη βάση της επιθυμίας και της κοινής δέσμευσης να μην τα επαναλάβουν. Το πολιτικό σύνορο του εγχειρήματος έγκειται στην ξεκάθαρη διατύπωση του στόχου, που είναι η ανατροπή κι όχι η μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, ενώ ταυτόχρονα αποσαφηνίζεται εξ αρχής η αντίθεση του νέου φορέα στη λογική της συνδιαχείρισης και της συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις. Το νέο κόμμα φιλοδοξεί να βάλει τέλος στην εποχή της ήττας που ακόμα διανύουμε, συγκροτώντας ένα πρόγραμμα ρήξης σε όλη τη γραμμή του μετώπου με την επέλαση του καπιταλισμού κι όχι απλά ένα “αντινεοφιλελεύθερο” πλαίσιο αναμέτρησης με τις πιο ακραίες μορφές αυτής της επίθεσης.
Οι (γάλλοι) εργάτες του 1848 αφέθηκαν στην καθοδήγηση των “δημοκρατών” και λησμονώντας το επαναστατικό συμφέρον της τάξης τους, καθώς έλεγε ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ, [..] οδηγήθηκαν στην ήττα που τους κατέστησε για χρόνια ανίκανους για κάθε αγώνα, ενώ η ιστορική εξέλιξη επρόκειτο να περάσει από πάνω τους. Χρειάστηκαν πράγματι πάνω από είκοσι χρόνια για να ανασυγκροτήσουν την πολιτική τους δράση στην εμπειρία της Κομμούνας του 1871. Για μας σήμερα τα επαναστατικά παραδείγματα που προηγήθηκαν (πριν και μετά την “πτώση του 1989″) και οι προσπάθειες πολιτικής συγκρότησης των εργαζομένων ως τάξης για τον εαυτό της είναι τόσο πολλά και οι τρέχουσες εμπειρίες πάλης τόσο πλούσιες που, για όποιον θέλει να οπλίσει με αυτήν την εμπειρία την πάλη της κάθε μέρας και να την κάνει επικίνδυνη και ικανή να κερδίσει, δεν υπάρχουν πια περιθώρια να την κρατάει κλεισμένη στη γυάλα της όποιας μικρής του συλλογικότητας ή να την εκχωρεί σε κομματικά ιερατεία κι ακόμα χειρότερα σε κάποια λιγότερο εχθρική εκδοχή της αστικής πολιτικής.
Η εμπειρία ενός δεκαετούς κύκλου αγώνων χωρίς νίκες στις διαφορετικές χώρες τις Ε.Ε. υπαγορεύει συνάμα την αναγκαιότητα της “διεθνοποίησης” αυτού του εγχειρήματος, που στοχεύει να υπερβεί τα όρια που έβαλε σε αυτούς τους αγώνες η “ενότητα” της αριστεράς υπό την ηγεμονία της αστικής πολιτικής, μια “ενότητα” που εξαντλεί πλέον τα όριά της (βλέπε τα όρια που παρουσιάζονται τόσο σε εθνικό επίπεδο π.χ. Ιταλία, Γερμανία όσο και σε διεθνές π.χ. φαινόμενα κρίσης στην Attac). Η τάση ανεξαρτητοποίησης των δυνάμεων της αριστεράς από τις κυβερνητικές-ρεφορμιστικές δυνάμεις σε μια σειρά νέων μορφωμάτων που συγκροτούνται ανά χώρα (Πορτογαλία-Bloco de Esquerda, Ιταλία-Sinistra Critica κ.λπ.) ξεπερνώντας τους παλαιούς διαχωρισμούς που επέβαλαν οι διαφορετικές πολιτικές “ονομασίες προέλευσης” (τροτσκιστές, μαοϊκοί, αυτόνομοι, πρώην σταλινικοί κ.λπ.) καθιστά, σύμφωνα με την εκτίμηση της LCR, άμεσα εφικτό το στόχο μιας αυτοτελούς ενότητας των αντικαπιταλιστικών-επαναστατικών δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτήν την προοπτική, καλούν (με αφορμή τα 40χρονα του Μάη του ‘68) μια διεθνή συνάντηση αυτών των δυνάμεων για τον ερχόμενο Ιούνη.
Όμως, όποιες κι αν είναι οι αντιστοιχίες με τις τάσεις που εμφανίζονται στις διαφορετικές γωνιές της ηπείρου μας, οι αναντιστοιχίες του εν λόγω εγχειρήματος παραμένουν κι είναι εξίσου (αν όχι περισσότερο) χτυπητές. Πριν απ’ όλα γιατί το γεγονός πως μια ιστορικά αποκρυσταλλωμένη πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος αποδέχεται έμπρακτα την παλιά επαναστατική αρχή πως ύψιστος στόχος κάθε πρωτοπορίας είναι η αυτοδιάλυσή της δεν αντιστοιχεί ούτε σε νοοτροπίες μαντριού κι αυτοαναπαραγωγής του μηχανισμού των μορφωμάτων παλαιού “νέου τύπου” ούτε και στις πιο τρέχουσες απόπειρες “κινηματικής-ηλικιακής” ανανέωσης που ξαναζεσταίνουν -με πιο trendy πρόσωπο- τη σούπα των “αριστερών κυβερνητικών πλειοψηφιών”…
Εξάλλου, και στην ίδια τη Γαλλία, ελλείψει άλλου πολιτικού σχηματισμού που να έχει απαντήσει επισήμως θετικά σε αυτήν την πρωτοβουλία, οι κριτικές που της ασκήθηκαν ως τώρα κυμαίνονται λίγο-πολύ στα γνωστά πλαίσια: π.χ. πως είναι μια πρωτοβουλία “πολύ στενή” γιατί αρνείται να συνυπάρξει στον ίδιο πολιτικό φορέα με την αριστερή τάση της σοσιαλδημοκρατίας με την οποία είχε όμως συμμαχήσει στη μάχη ενάντια στο ευρωσύνταγμα. Ή πως έχει χαρακτηριστικά “πολύ θολά” κι “υπερβολικά νέα” για να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό από ένα “άλμα στο κενό” ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μιαν αυτόκεντρη ανάπτυξη της ίδιας της οργάνωσης με άλλο όνομα. Αυτή η κριτική είναι καθ’ όλα βάσιμη και αντανακλά πραγματικούς κινδύνους. Όμως, αν επιλέξει κανείς να θεωρήσει αυτές τις ενστάσεις επαρκείς, για να επιστρέψει στο γνωστό μεροδούλι-μεροφάι, θα σήμαινε ότι επιλέγει να αγνοήσει τις πραγματικές δυνατότητες που δημιουργούν οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις που αγωνίζονται σήμερα και θα αγωνιστούν αύριο (αύριο λέμε όχι σε ένα μακρινό μέλλον). Θα σήμαινε την παραθεώρηση των διδαγμάτων της πρόσφατης εμπειρίας των αγώνων και της πολιτικής πάλης των εργαζομένων και την άρνηση της δυνατότητάς τους να παρέχουν στον εαυτό τους τα μέσα για να ασκούν πολιτική για τον εαυτό τους. Αυτή η δυνατότητα δεν είναι καθόλου δεδομένη, είναι ένα ανοιχτό στοίχημα που θα κριθεί και από το κατά πόσο μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορέσει να συνδεθεί με πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις και να τις συγκροτήσει σε μια ενιαία κίνηση. Αν όμως ο στόχος είναι αυτός, τότε μια τέτοια πρωτοβουλία έχει παραδειγματική αξία.
Γιατί θυμίζει πως μπορούμε και οφείλουμε να κάνουμε πολιτική από κοινού ξεκινώντας από τα ερωτήματα του παρόντος. Να μην προχωράμε κοιτώντας διαρκώς από το καθρεφτάκι το δρόμο που διασχίσαμε. Στέλνει έτσι ανησυχητικό μήνυμα σε κομματάρχες ή φυλάρχους ή άλλους που αρκούνται ακόμα στο να φαντασιώνονται ότι φυλάττουν Θερμοπύλας αλλά και σε όσους φιλοδοξούν να χτίζουν μαντριά για να περιχαρακώσουν τα όνειρα και τους αγώνες μας σε κεντροαριστερές πλειοψηφίες. Φέρνει ξανά στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη ενός φορέα που οργανώνει την κοινή εμπειρία και μεταβιβάζει την εμπειρία των παλιών στα νέα υποκείμενα της πάλης. Μα το κάνει μ’ ένα διαφορετικό τρόπο: στις γερασμένες βεβαιότητες των ιερών κειμένων και των όποιων επιτελείων, απαντάει θέτοντας ξανά ένα παλιό ερώτημα: επανάσταση ή μεταρρύθμιση;
maurochali.wordpress.com/2008/02/13/%ce%a4%ce%bf-%ce%bd%ce%a...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου