ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ είχαν την ξεγνοιασιά και τη θετική ψυχολογία ως σήμα... κατατεθέν. Τώρα οι έρευνες αποτυπώνουν διαρκώς φόβο, δυσαρέσκεια, ανασφάλεια
Το κέφι τους, η ξεγνοιασιά τους, η αισιοδοξία τους, το γέλιο τους, τα έξω καρδιάς γλέντια, ήταν το σήμα κατατεθέν τους. Ηταν για όλο τον πλανήτη μικροί... Ζορμπάδες.
Με το «φαινόμενο» είχαν ασχοληθεί και ειδικοί, οι οποίοι έλεγαν ότι η θάλασσα, το κλίμα και ο λαμπερός ήλιος της Ελλάδας επιδρούσαν θετικά στην ψυχολογία των κατοίκων της. Ακόμα και σε πολύ δύσκολες εποχές για τη χώρα (φτώχεια, ανέχεια, πόλεμοι, ασταθής πολιτική κατάσταση), οι Ελληνες δεν έκαναν πίσω, εξακολουθούσαν να ελπίζουν, να αισιοδοξούν και να αγωνίζονται.
Σήμερα τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Ο Ζορμπάς δεν ζει πια εδώ. Την έκανε γι' αλλού. Οι έρευνες (παγκόσμιες, ευρωπαϊκές και εγχώριες) αποτυπώνουν τον έντονο προβληματισμό του Ελληνα, την απαισιοδοξία του για το αύριο μαζί και τους φόβους του για το σήμερα. Καταγράφουν ένα κλίμα δυσαρέσκειας, ανησυχίας, απογοήτευσης και ανασφάλειας.
Μπορεί σε τέτοιες μετρήσεις να παίζει ρόλο, σε μεγάλο βαθμό, η συγκυρία, ενδεχομένως και η διάθεση της στιγμής, όμως αναδύεται και ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που συνθλίβει, ιδιαίτερα μέσα στις συμπληγάδες της κατανάλωσης και της παγκοσμιοποίησης.
Οι έρευνες μιλούν για ανθρώπους που δεν εμπιστεύονται κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα και βασικούς θεσμούς της Πολιτείας. Η πλειονότητα αυτών πιστεύει ότι η κατάσταση της χώρας βαδίζει από το κακό στο χειρότερο, ελάχιστοι είναι αυτοί που ελπίζουν ότι το 2008 θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι, ενώ το ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο ζουν τους οδηγεί στην απομόνωση και τη δυστυχία.
Ακρίβεια και ανεργία, οι «βραχνάδες» της καθημερινότητας. Συνταξιούχοι και νοικοκυρές, εκείνοι που έχουν χάσει για τα καλά το χαμόγελό τους.
Ιλουστρασιόν πιστωτικές κάρτες και άδειες τσέπες, κακές θέσεις εργασίας και αύξηση των ανισοτήτων. Προσόντα και εφόδια που πάνε χαμένα. Την ίδια ώρα τα όποια κοινωνικά στηρίγματα καταρρέουν. Ανύπαρκτο το κράτος πρόνοιας, προβληματικό το σύστημα Υγείας, Παιδείας, ανασφάλεια και αβεβαιότητες που συνδέονται με το Ασφαλιστικό. Για το θέμα μιλούν στην «Ε» τρεις επιστήμονες, και ο καθένας από τη σκοπιά του ερμηνεύει το κοινωνικό αυτό φαινόμενο.
Των ΜΑΡΙΑΣ ΔΕΔΕ, ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Με το «φαινόμενο» είχαν ασχοληθεί και ειδικοί, οι οποίοι έλεγαν ότι η θάλασσα, το κλίμα και ο λαμπερός ήλιος της Ελλάδας επιδρούσαν θετικά στην ψυχολογία των κατοίκων της. Ακόμα και σε πολύ δύσκολες εποχές για τη χώρα (φτώχεια, ανέχεια, πόλεμοι, ασταθής πολιτική κατάσταση), οι Ελληνες δεν έκαναν πίσω, εξακολουθούσαν να ελπίζουν, να αισιοδοξούν και να αγωνίζονται.
Σήμερα τα πράγματα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Ο Ζορμπάς δεν ζει πια εδώ. Την έκανε γι' αλλού. Οι έρευνες (παγκόσμιες, ευρωπαϊκές και εγχώριες) αποτυπώνουν τον έντονο προβληματισμό του Ελληνα, την απαισιοδοξία του για το αύριο μαζί και τους φόβους του για το σήμερα. Καταγράφουν ένα κλίμα δυσαρέσκειας, ανησυχίας, απογοήτευσης και ανασφάλειας.
Μπορεί σε τέτοιες μετρήσεις να παίζει ρόλο, σε μεγάλο βαθμό, η συγκυρία, ενδεχομένως και η διάθεση της στιγμής, όμως αναδύεται και ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που συνθλίβει, ιδιαίτερα μέσα στις συμπληγάδες της κατανάλωσης και της παγκοσμιοποίησης.
Οι έρευνες μιλούν για ανθρώπους που δεν εμπιστεύονται κυβερνήσεις, πολιτικά κόμματα και βασικούς θεσμούς της Πολιτείας. Η πλειονότητα αυτών πιστεύει ότι η κατάσταση της χώρας βαδίζει από το κακό στο χειρότερο, ελάχιστοι είναι αυτοί που ελπίζουν ότι το 2008 θα γίνουν πιο ευτυχισμένοι, ενώ το ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο ζουν τους οδηγεί στην απομόνωση και τη δυστυχία.
Ακρίβεια και ανεργία, οι «βραχνάδες» της καθημερινότητας. Συνταξιούχοι και νοικοκυρές, εκείνοι που έχουν χάσει για τα καλά το χαμόγελό τους.
Ιλουστρασιόν πιστωτικές κάρτες και άδειες τσέπες, κακές θέσεις εργασίας και αύξηση των ανισοτήτων. Προσόντα και εφόδια που πάνε χαμένα. Την ίδια ώρα τα όποια κοινωνικά στηρίγματα καταρρέουν. Ανύπαρκτο το κράτος πρόνοιας, προβληματικό το σύστημα Υγείας, Παιδείας, ανασφάλεια και αβεβαιότητες που συνδέονται με το Ασφαλιστικό. Για το θέμα μιλούν στην «Ε» τρεις επιστήμονες, και ο καθένας από τη σκοπιά του ερμηνεύει το κοινωνικό αυτό φαινόμενο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
«Μια χώρα νεποτισμού σε διαρκή πόλεμο χαρακωμάτων»
Οι τελευταίες έρευνες σχετικά με την... απαισιοδοξία των Ελλήνων για το μέλλον αποτυπώνουν πράγματι ένα κλίμα δυσαρέσκειας που είναι πια φανερό και διάχυτο. Γιατί όμως φαίνεται να είμαστε απαισιόδοξοι;
Μια πρώτη κάπως συμβατική ερμηνεία είναι η μάλλον χαμηλή αν όχι κακή ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος και της διακυβέρνησης. Η πολιτική σφαίρα, η πολιτική ελίτ, χωρίς ελέγχους, αναφορές και εξισορροπήσεις από τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς και την κοινωνία, πορεύεται αυτοαναπαραγόμενη με τους δικούς της όρους του νεποτισμού, ερήμην των αναγκών της πραγματικής κοινωνίας. Ενα φανερό παράδειγμα είναι τα δημόσια αγαθά. Πώς να είναι κανείς ευτυχής με τα προβλήματα της υγείας, της πρόνοιας ή χειρότερα, τα χάλια της εκπαίδευσης;
Μια δεύτερη, επίσης κάπως προβλεπτή ερμηνεία αφορά την πορεία των «οικονομικών δεικτών της καθημερινότητας», όπως η ανεργία ή η ακρίβεια. Τα στοιχεία μάλιστα δείχνουν σε διεθνές συγκριτικό επίπεδο ότι η αυξημένη απασχόληση του εθνικού εργατικού δυναμικού συσχετίζεται θετικά με υψηλούς βαθμούς ικανοποίησης/ευτυχίας από την καθημερινή ζωή.
Στην Ελλάδα, η απασχόληση υστερεί, όμως ακόμη χειρότερα οι διαθέσιμες θέσεις εργασίας δεν προσφέρουν στη συντριπτική τους πλειονότητα δυνατότητες δημιουργικής καριέρας, με αποτέλεσμα την απογοήτευση αφού ακόμη κι αν κανείς διαθέτει προσόντα, το «σύστημα» συνήθως υποεπενδύει σε αυτά.
Ενας τρίτος, σχετικά πιο πρόσφατος παράγων απαισιοδοξίας είναι αυτός της παγκοσμιοποίησης. Το έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η πίεση και οι απαιτήσεις των αγορών δεν φέρνουν συνήθως... ευτυχία στους απροετοίμαστους και στους ανεπαρκώς ειδικευμένους...
Τέλος, υπάρχει και ένας παράγων απαισιοδοξίας που είναι μαζί και βασικός αλλά και ο λιγότερο προφανής. Μια οικονομία με τεράστια παραοικονομία αλλά και τεράστια εισοδήματα που εισέρχονται με τη μορφή των κεφαλαιακών εισροών ως «δωρεάν γεύματα» (ναυτιλία, τουρισμός, ΚΠΣ, αγορά ακινήτων, εμβάσματα κ.τ.λ.) διαμορφώνει και «εκπαιδεύει» οικονομικά υποκείμενα που καθημερινώς διαγκωνίζονται με κάθε μέσο και χωρίς όρους για τη διανομή του εισοδήματος, χωρίς να έχουν παράξει τον αρχικό πλούτο.
Συγκροτούν «ομάδες» για την πρόσκτηση λοιπόν της προσόδου. Ομάδες που πολλές φορές είτε λαφυραγωγούν το κράτος (ή μέσω του κράτους τους «άλλους») είτε προασπίζονται με σθένος τις προσοδοφόρες θέσεις, τα προνομιακά «μαγαζιά γωνία». Γι' αυτό και όλοι ανεξαιρέτως διαμαρτύρονται, φωνασκούν, απειλούν, εκδηλώνουν ανοικτά τη δυσαρέσκεια και τη δυσθυμία τους, στον αγώνα να κρατήσουν τη θέση που κατέχουν. Οπως ακριβώς συμβαίνει σε έναν πόλεμο... χαρακωμάτων.
Να μη λησμονούμε πάντως ότι στον ανελέητο αυτό καθημερινό πόλεμο που εμπεδώνει ένα γενικό κλίμα δυσαρέσκειας και δυστυχίας, υπάρχουν και αυτοί που πράγματι ζουν στα υπόγεια, που δεν έχουν δικαίωμα... στη δυσαρέσκεια, καθώς η θέση τους στο σύστημα δεν επιτρέπει στη φωνή τους να ακούγεται δυνατά...
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΤΟΥΡΗΣ, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
«Χάνονται οι δεσμοί του χθες, δεν υπάρχει η κουλτούρα του αύριο»
Ο φόβος είναι ένα ατομικό συναίσθημα και συνδέεται με την πρωτογενή αμφισβήτηση της ύπαρξής μας. Είναι επίσης ένα βασικό συναίσθημα που μας προστατεύει από φυσικούς κινδύνους, ενώ ταυτόχρονα μας προσανατολίζει στις επιλογές μας σχετικά με τη βιολογική φροντίδα και την ανθρώπινη οικειότητα. Ωστόσο, η σύγχρονη προέκταση και σύνδεση του σώματός μας με ένα σύνολο τεχνικών μέσων, οικονομικών ανταλλαγών και κοινωνικών δεσμών δημιουργεί ένα ολοένα πιο πολύπλοκο πεδίο, όπου το συναίσθημα του φόβου αποκτά ολοένα και περισσότερο κοινωνικές διαστάσεις.
Ο φόβος από ψυχολογικό φαινόμενο καθίσταται πλέον κοινωνικό φαινόμενο και καθορίζει μαζί με άλλους παράγοντες τη συμπεριφορά μας σε σχέση με την εργασία, την εκπαίδευση, την κατοικία, την κατανάλωση και τη χρήση της τεχνολογίας. Αυτές οι λειτουργίες που αποφέρουν οφέλη στο άτομο, ταυτόχρονα το εκθέτουν σε κοινωνικούς κινδύνους και σε ένα κοινωνικά προσδιορισμένο άγχος, πράγμα λιγότερο έντονο στο παρελθόν. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι φόβοι δημιουργούν ένα ασαφές και απροσδιόριστο τοπίο άγχους, στο οποίο αντιδρούμε με νέα σχέδια και λειτουργίες που συσσωρεύουν νέους φόβους και στρεσογόνους παράγοντες.
Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πιστωτικές κάρτες, τα αεροπορικά ταξίδια, η πολυτελής κατανάλωση και τα νέα τεχνολογικά προϊόντα, που έχουν μετατρέψει πλέον την καθημερινότητα σε μια αρένα οικονομικών και τεχνικών επιδόσεων.
Το άτομο, αν δεν αναπτύξει νέους τρόπους διαχείρισης του φόβου και της επιθυμίας, θα καταναλώνεται και θα αλλοτριώνεται από την ίδια του την πρακτική και το κοινωνικό του περιβάλλον.
Οι κοινωνίες που βρίσκονται σε μετάβαση, όπως είναι η ελληνική, αναπτύσσουν και βιώνουν εντονότερα αυτήν την κουλτούρα του φόβου, διότι, ενώ εγκαταλείπουν τους προστατευτικούς κοινωνικούς δεσμούς του παρελθόντος, δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την κουλτούρα και το κοινωνικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση αυτής της μετανεωτερικής πολυπλοκότητας, και ιδιαίτερα τα προβλήματα που δημιουργούνται στο φυσικό μας περιβάλλον και τους νέους κινδύνους που εμφανίζονται τοπικά και παγκόσμια (ναρκωτικά, κλιματική αλλαγή).
Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας μάς βοηθάει να ερμηνεύσουμε το παράδοξο φαινόμενο ότι πολίτες πιο αναπτυγμένων χωρών, αλλά και ορισμένων πολύ λιγότερο αναπτυγμένων, δηλώνουν μικρότερους φόβους και έχουν πιο αισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον.
Μια δεύτερη συμπληρωματική εξήγηση είναι ότι η Ελλάδα υστερεί θεσμικά και οργανωτικά, κι αυτές οι ελλείψεις, με κύρια παραδείγματα την ασαφή και κατακερματισμένη αγορά εργασίας, την «αναρχία» του ασφαλιστικού συστήματος και την κρατική αδιαφορία για το περιβάλλον, συμβάλλουν στην έλλειψη κοινωνικής και θεσμικής εμπιστοσύνης, καθώς και στην ανάπτυξη μιας γενικευμένης κουλτούρας κοινωνικής και οικονομικής φοβίας.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ, λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και επιστημονικός σύμβουλος της εταιρείας δημοσκοπήσεων VPRC
«Κακές οι θέσεις εργασίας, μεγάλες οι ανισότητες»
Κατ' αρχήν να πω ότι τα δεδομένα του «ευρωβαρόμετρου» που αφορούν την Ελλάδα δεν τα πολυεμπιστεύομαι και ως εκ τούτου δεν ξέρω αν οι Ελληνες είναι σε μεγαλύτερο βαθμό απαισιόδοξοι όσον αφορά το μέλλον απ' ό,τι οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Νομίζω ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι δείκτες ικανοποίησης από τη ζωή είναι λίγο-πολύ ίδιοι. Η ανησυχία τείνει να ενοποιηθεί. Και στη Γαλλία και στην Ιταλία και στη Γερμανία και στην Ελλάδα υπάρχει προβληματισμός για το μέλλον.
Αυτό που αποτυπώνεται στις πρόσφατες έρευνες για την Ελλάδα είναι εξηγήσιμο, καθώς όλοι οι δείκτες που αφορούν την πολιτική, την οικονομία, τους θεσμούς είναι απογοητευτικοί. Οι έρευνες αποτυπώνουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα: την κρίση των θεσμών, την αναποτελεσματικότητα του κράτους, την κατάσταση της οικονομίας, των προσωπικών οικονομικών... Λογικό είναι, λοιπόν, να μην προκύπτει τίποτα καλό.
Ρόλο επίσης παίζει η συγκυρία: Ζωνιανά, υπόθεση Ζαχόπουλου, αυθαιρεσία γενικότερη, αναποτελεσματικότητα του κράτους, διαφθορά, απορρύθμιση εργασιακών σχέσων, η ιστορία του Ασφαλιστικού με τον τρόπο που ήρθε στο προσκήνιο.
Μπορεί οι δείκτες της ανεργίας να είναι καλοί, από την άλλη όμως είναι κακές οι θέσεις εργασίας και η αύξηση των ανισοτήτων. Ολα αυτά δημιουργούν ένα κλίμα. Εάν για παράδειγμα οι έρευνες αυτές γίνονταν την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου υπήρχε μια αίσθηση γιορτής και ανάτασης, η εικόνα θα ήταν καλύτερη, οπωσδήποτε θα προέκυπταν άλλα στοιχεία. Υπάρχει λοιπόν η επίδραση της στιγμής σε όλες αυτές τις μετρήσεις και βέβαια οι δείκτες ικανοποίησης από τη ζωή εξαρτώνται από το προσωπικό βιοτικό επίπεδο, την οικονομία, τα εργασιακά, την καταναλωτική δυνατότητα.
Στη δεκαετία του '80 οι δείκτες ικανοποίησης ήταν ανοδικοί. Υπήρχε μια αισιοδοξία ότι θα βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο για κάποια κομμάτια του πληθυσμού, και πράγματι συνέβη αυτό. Μείωση του βαθμού ικανοποίησης υπήρξε τη δεκαετία του '90 και το 2000. Η δεκαετία του '90 ήταν μια μεταβατική περίοδος, στην οποία άρχισε να αποτυπώνεται μια κάθοδος στους δείκτες αυτούς.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/01/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου