Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

Είμαστε πια πρωταθλητές!

ΑΝΕΡΓΙΑ ΝΕΩΝ

Των ΕΛΙΖΑΜΠΕΤΤΑΣ ΚΑΖΑΛΟΤΤΙ - ΝΑΥΣΙΚΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗ

Παραφράζοντας ένα γνωστό ανέκδοτο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο στη χώρα μας από το να είσαι νέος, έως 29 ετών, πτυχιούχος θεωρητικής σχολής, και να ψάχνεις για δουλειά. Και γίνεται ακόμη χειρότερο όταν είσαι γυναίκα.

Πρωταθλήτρια είναι η χώρα μας, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), στην ανεργία των νέων κάτω των 25 ετών, όχι μόνο στην ευρωζώνη αλλά και στην Ευρώπη των 27, αφού ξεπέρασε την Πολωνία! Συγκεκριμένα, το ποσοστό ανεργίας των νέων κατά το γ' τρίμηνο του 2007 άγγιξε το 22,6%, με την Ιταλία να ακολουθεί με 20,2%.

Η συγκεκριμένη τάση επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥ) για το γ' τρίμηνο του 2007. Σχεδόν ένας στους 4 Ελληνες νέους ηλικίας κάτω των 24 ετών είναι άνεργος, η ανεργία είναι μεγαλύτερη μεταξύ των νέων γυναικών και των πτυχιούχων. Από τους τελευταίους ένας στους 3 είναι άνεργος.

Το φαινόμενο αυτό δεν έχει μόνο οικονομικές συνέπειες στο εργασιακό μέλλον των νέων συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας, αλλά και κοινωνικές. Η ανεργία επηρεάζει τον τρόπο ζωής τους, τη συμπεριφορά τους (επιθετικότητα, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές), τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και συμβάλλει ακόμα και στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας.

Οσον αφορά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες τα στοιχεία της ΕΣΥ σημειώνουν μια ουσιαστική κάμψη της συνολικής ανεργίας, γεγονός που συχνά το εκμεταλλεύεται επικοινωνιακά η κυβέρνηση, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η μείωση αυτή προέρχεται ως επί το πλείστον από θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στα πλαίσια προγραμμάτων stage ή άλλων επιδοτούμενων από την Ε.Ε. προγραμμάτων. Μόνο από τις αρχές του 2006 έως τον Απρίλιο του 2007 προσέφεραν συνολικά 62.500 θέσεις εργασίας σε άνεργους με συμβάσεις ορισμένου όμως χρόνου.

Πού οφείλεται, όμως, το τόσο μεγάλο ποσοστό ανεργίας των νέων στη χώρα μας; Οι ειδικοί, αλλά και νέοι άνεργοι, με τους οποίους επικοινώνησε η «Ε» αποδίδουν την κατάσταση σε: ελλειπή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τις επιχειρήσεις, αδυναμία πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, αλλά και την αδιαφορία της Πολιτείας. Πιο συγκεκριμένα, συζητούν για το θέμα οι καθηγητές του Παντείου Πανεπιστημίου: Απόστολος Δεδουσόπουλος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, και ο Θόδωρος Σακελλαρόπουλος καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας και διευθυντής Τομέα Νεοελληνικής Κοινωνίας, η κοινωνιολόγος του Δικαίου Ασπασία Τσαούση, ο πρόεδρος του σωματείου συμβασιούχων εργασιακών συμβούλων του ΟΑΕΔ Γιώργος Μακράκης και οι νέοι άνεργοι: Ματίνα Ζιώγου, Νάσος Ηλιόπουλος, Δήμητρα Καποτά και Αναστασία Καποτά.

Η πολύ υψηλή ανεργία των νέων, και κυρίως των πτυχιούχων, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα βαδίζει τον αντίθετο δρόμο από εκείνον της κοινωνίας της γνώσης"
Ενας στους τέσσερις νέους κάτω των 25 ετών είναι άνεργος

Θ. Σακελλαρόπουλος
«Εδώ και αρκετό καιρό τα νέα από τη Eurostat και την ΕΣΥΕ είναι επίμονα και ανησυχητικά. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην ανεργία των νέων μεταξύ όλων των χωρών της ευρωζώνης και της Ευρώπης των "27". Σχεδόν ένας στους τέσσερις Ελληνες νέους ηλικίας κάτω των 24 ετών είναι άνεργος», μας λέει εκφράζοντας την ανησυχία του ο καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας - διευθυντής Τομέα Νεοελληνικής Κοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου Θόδωρος Σακελλαρόπουλος και διευκρινίζει: «Η ανεργία είναι μεγαλύτερη μεταξύ των νέων γυναικών και των αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης. Από τους τελευταίους, ένας στους τρεις είναι άνεργος. Αυτά τα στοιχεία συμβαδίζουν με τα γενικότερα στοιχεία για την ανεργία στην Ελλάδα, η οποία εμφανίζεται να είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη».

«Τους τελευταίους μήνες», σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο Κ. Σακελλαρόπουλος, σημειώθηκε μια ουσιαστική κάμψη της συνολικής ανεργίας, που έδωσε την ευκαιρία στην κυβέρνηση να πανηγυρίσει. «Η μείωση αυτή όμως», υπογραμμίζει ο καθηγητής, «προέρχεται ως επί το πλείστον από θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων stage ή άλλων επιδοτούμενων από την Ε.Ε. προγραμμάτων. Η συμμετοχή σε αυτά τα προγράμματα πρέπει να θεωρηθεί γενικά θετικό γεγονός. Ομως, κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των θέσεων εργασίας είναι η ασταθής διατηρησιμότητά τους, δηλαδή η επιστροφή των νέων στην ανεργία όταν λήγουν αυτά τα προγράμματα».

Οσον αφορά τα αίτια αυτής της αρνητικής πρωτιάς της χώρας μας, ο καθηγητής επισημαίνει ότι «οι έρευνες για την ανεργία των νέων δείχνουν ότι οι αιτίες της είναι πολλές: Μία πρώτη αιτία συνδέεται με την ελλιπή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τις επιχειρήσεις. Οι τελευταίες επενδύουν όλο και λιγότερο στην Ελλάδα. Πολλές επιχειρήσεις, αντίθετα, μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους και επενδύουν στο εξωτερικό. Παράλληλα, η εισροή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρή. Από τις μικρότερες στην Ευρώπη.

Η δεύτερη πηγή ανεργίας των νέων είναι η αδυναμία πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας. Στις διάφορες έρευνες που έχουν γίνει υπογραμμίζεται η ανυπαρξία εργασιακής εμπειρίας ως βασικής αιτίας που οι επιχειρήσεις δεν προσλαμβάνουν νέους. Τα προγράμματα πρακτικής άσκησης, απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, επαγγελματικής ειδίκευσης κ.λπ. δεν εμφανίζονται να έχουν την αποτελεσματικότητα και να εφοδιάζουν τους νέους με προσόντα που απαιτούν οι επιχειρήσεις.

Κατά τρίτο λόγο, η ανεργία των νέων τροφοδοτείται από την πολύ υψηλότερη ανεργία των πτυχιούχων ΑΕΙ-ΤΕΙ σε σύγκριση με τους αποφοίτους της βασικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο οφείλεται, όπως δείχνουν όλες οι έρευνες απορροφητικότητας των ΑΕΙ-ΤΕΙ, στην αναντιστοιχία των ειδικεύσεων και προσόντων των πτυχιούχων με αυτά που ζητά η αγορά εργασίας. Τα προγράμματα των περισσότερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων συνεχίζουν να είναι προσκολλημένα στη δεκαετία του '70».

Ποια μέτρα μπορούν όμως να ληφθούν για να περιοριστεί το φαινόμενο; Σύμφωνα με τον κ. Σακελλαρόπουλο: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξάλειψη αυτής της ευρωπαϊκής πρωτιάς της χώρας μας απαιτεί συνδυασμένες πρωτοβουλίες από τις επιχειρήσεις, τους νέους και το κράτος. Το βάρος πέφτει κυρίως στο τελευταίο. Τα προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας πρέπει να ενισχυθούν, να αναβαθμισθούν και να υποστηριχθούν με ισχυρά κίνητρα. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται η ριζική μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών στα ΑΕΙ-ΤΕΙ. Η χρηστική γνώση και τα "εργαλειακά" μαθήματα επιβάλλεται να αναβαθμιστούν στις συνειδήσεις των νέων και στην παρεχόμενη εκπαίδευσή τους. Η αναλυτική και θεωρητική γνώση οφείλει να μετατοπιστεί προς τις μεταπτυχιακές σπουδές. Η επαγγελματική αποκατάσταση των πτυχιούχων της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης πρέπει να αποκτήσει προτεραιότητα, εάν θέλουμε τους νέους μας συμμέτοχους και όχι αποκλεισμένους από τον κόσμο της εργασίας».

«Η πολύ υψηλή ανεργία των νέων, και κυρίως των πτυχιούχων, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα βαδίζει τον αντίθετο δρόμο από εκείνον της κοινωνίας της γνώσης. Επιβάλλεται άμεσα να προχωρήσουμε σε μεταρρύθμιση του συνολικού εκπαιδευτικού μας συστήματος, με στόχο την αγορά εργασίας. Η μακρόχρονη ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός καταπολεμώνται ήδη από την παιδική, προσχολική και σχολική περίοδο και όχι όταν εμφανιστούν».

Ποικίλες και σοβαρές είναι όμως και οι συνέπειες των υψηλών ποσοστών ανεργίας των νέων στην Ελλάδα. Επηρεάζουν τον τρόπο ζωής τους, τη συμπεριφορά τους, τις σχέσεις με τους άλλους, συμβάλλουν ακόμη και στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας κ.λπ.

Α. Τσαούση
«Η ανεργία των νέων είναι ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως ένα πρόβλημα- πηγή, δηλαδή εμπλέκει τους νέους που πλήττονται από αυτό σε άλλα κοινωνικά προβλήματα, ενδεχομένως ίσης έντασης και σοβαρότητας. Ενας κοινωνιολόγος καταρχήν θα τοποθετούσε τους άνεργους ανθρώπους νεαρής ηλικίας σε μια ειδική κατηγορία (at-risk population) που αντιμετωπίζει πρόσθετους κοινωνικούς κινδύνους σε σχέση με την ανεργία: τον κίνδυνο της φτώχειας, της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ουσιών και της άνισης μεταχείρισης, ακόμη και σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές», μας λέει η κοινωνιολόγος του Δικαίου επικ. καθηγήτρια Ασπασία Τσαούση και προσθέτει:

«Τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, υπάρχουν αξιόπιστα επιστημονικά ευρήματα ότι ο μισθός των ανδρών και η σταθερή απασχόληση σε θέση αμειβόμενης εργασίας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον σχηματισμό και στη διατήρηση σταθερών έγγαμων σχέσεων. Είναι βέβαιο ότι η μείωση του συνολικού αριθμού των γάμων δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο στη βάση οικονομικών παραγόντων, ωστόσο η ανεργία των ανδρών έχει συνδεθεί σε διαφορετικές κοινωνίες και με χαμηλότερους ρυθμούς γαμηλιότητας (Kinkade Oppenheimer et al. 1998· Clarkberg 1999· Lichter et al. 2003· Sassler and Goldsheider 2004) και με αυξημένη διαζευκτικότητα (Heckert et al. 1998).

«Επομένως», υπογραμμίζει η κ. Τσαούση, «ειδικά για έναν νεαρό άνδρα, οι κοινωνικές προσδοκίες είναι ξεκάθαρες: θεωρείται "έτοιμος για γάμο" μόνο όταν έχει μια σταθερή δουλειά, διότι έτσι μόνο θεωρείται ότι μπορεί να αναλάβει τις αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής. Αλλες έρευνες, που συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, αποκαλύπτουν ότι μια καλή θέση εργασίας καθιστά τους νεαρούς άνδρες πιο ελκυστικούς υποψηφίους στην "αγορά γάμου", δηλαδή πιο κατάλληλους υποψήφιους γαμπρούς».

«Ο γάμος», σύμφωνα με την κοινωνιολόγο, «είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο και η απόφαση των νέων ανθρώπων να παντρευτούν (ή αντίθετα να παραμείνουν ανύπαντροι) συνδέεται με πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες, που επιδρούν σωρευτικά αλλά και δυναμικά. Ακόμη και οι ειδικοί αδυνατούν να μελετήσουν όλους τους παράγοντες μαζί - απλώς απομονώνουν έναν ή δύο κάθε φορά κι έτσι καταλήγουν σε συμπεράσματα που μας επιτρέπουν κάθε φορά να δούμε μία πλευρά του φαινομένου. Επομένως, όταν είναι περισσότεροι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εξέλιξη ενός φαινομένου, δεν είναι σωστό να μιλάμε για σχέσεις αιτίας - αποτελέσματος, άρα δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ανεργία των ανδρών προκαλεί (από μόνη της) λιγότερους γάμους και περισσότερα διαζύγια. Ωστόσο, ο γάμος και το εισόδημα έχουν μεταξύ τους στατιστικούς συσχετισμούς: συνδέονται και αλληλεπιδρούν δυναμικά ως παράγοντες που επηρεάζουν τις κρίσιμες αποφάσεις στη ζωή των νέων ανθρώπων».








ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/01/2008

"Η ανυπαρξία εργασιακής εμπειρίας αποτελεί αντικειμενική έλλειψη για τους νέους"

Πολλαπλές οι συνέπειες της ανεργίας

Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΕΔΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ*

Η ανεργία των νέων στην ηλικία συνανθρώπων μας, η ανεργία των παιδιών μας, αποτελεί μια κατάσταση που διαρκεί εδώ και δεκαετίες, μια κατάσταση με δραματικές συνέπειες, όχι απλώς οικονομικές, αλλά κοινωνικές, πολιτικές και ψυχολογικές.

Θα αποπειραθώ συνεπώς να συνοψίσω τι γνωρίζουμε από την επιστημονική έρευνα του προβλήματος. Αυτά που γνωρίζουμε είναι πολλά, αλλά όχι αρκετά, ικανά να δώσουμε σαφείς και ταχείας αποτελεσματικότητας λύσεις. Γνωρίζουμε ότι:

1. Οι «νέοι» ορίζονται ως μια ηλικιακή κατηγορία (όσοι είναι μεταξύ 15 ώς 25 ετών). Αυτός ο ορισμός ελάχιστα μας επιτρέπει να καταλάβουμε το τι πραγματικά συμβαίνει. Μόνον αν κατανοήσουμε ότι αυτό που αποτελεί το διακριτικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής κατηγορίας «νέοι» είναι η μεταβατικότητα, η διαδικασία μετάβασης από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, μπορούμε να διαπιστώσουμε μηχανισμούς και παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχή μετάβαση ή την αποτυχία της.

2. Οι «νέοι» δεν αποτελούν μια ομοιογενή κατηγορία. Στην ετερογένειά της συμβάλλουν πλήθος παραγόντων, όπως η κοινωνική θέση της οικογένειας, το επίπεδο σπουδών, το κατά Bourdieu κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτουν κ.λπ. Καθένας από τους παράγοντες αυτούς καθορίζει τις πιθανότητες επιτυχούς ή μη επιτυχούς έκβασης της προσπάθειας ένταξης στην αγορά εργασίας και της θέσης που καταλαμβάνουν στη δομή της απασχόλησης.

3. Η ανεργία των νέων ακολουθεί τις διακυμάνσεις της ανεργίας των «ώριμων» σε ηλικία εργαζομένων. Οταν η ανεργία των «μεγαλυτέρων» αυξάνεται, αυξάνεται και η ανεργία των νέων, αν και πιο έντονα. Το αντίστροφο συμβαίνει όταν μειώνεται η ανεργία των «μεγαλυτέρων». Επίσης, χώρες με υψηλό επίπεδο ανεργίας εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων (με εξαίρεση τη Γερμανία και την Αυστρία εξαιτίας του συστήματος μαθητείας που διαθέτουν). Η ανεργία των νέων, συνεπώς, καθορίζεται από τους ίδιους παράγοντες και τους ίδιους μηχανισμούς που προκαλούν τη συνολική ανεργία. Η μόνη διαφορά είναι ότι στους «νέους» επιμερίζεται ένα μεγαλύτερο τμήμα της ανεργίας, δυσανάλογο για το μερίδιό τους στον πληθυσμό και στο εργατικό δυναμικό.

4. Η συμμετοχή των νέων στο εργατικό δυναμικό μειώνεται συνεχώς και η μείωση στα ποσοστά ανεργίας οφείλεται στην απομάκρυνση των νέων από την αγορά εργασίας στον μεγαλύτερο βαθμό, παρά στη θετική έκβαση της αναζήτησης μιας θέσης εργασίας.

5. Τα νεαρά σε ηλικία άτομα καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας ποιοτικά κατώτερες: Αυτό αποτυπώνεται στα επίπεδα αμοιβών, κλάδων και επαγγελμάτων απασχόλησης, στην επισφάλεια της εργασίας και στα εργασιακά δικαιώματα. Η ανεύρεση μιας εργασίας δεν αποτελεί παρά μια φάση στη διαδικασία μετάβασης στην αγορά εργασίας.

6. Η ανεργία, είτε παρατεταμένη είτε διακοπτόμενη από σύντομες περιόδους επισφαλών εργασιών, έχει συνέπειες για το εργασιακό μέλλον των νέων. Τους εγκλωβίζει σε θέσεις επισφαλείς, με ισχνές προοπτικές σταδιοδρομίας, συνήθως κακοπληρωμένες.

7.Η συχνή εναλλαγή θέσεων εργασίας, παρά τις περί του αντιθέτου επίσημες θέσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για την επαγγελματική σταδιοδρομία των νέων, όσο και για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας. Αυτό οφείλεται στην αδυναμία να αποκτηθούν οι ειδικές εργασιακές δεξιότητες, τεχνικές και κοινωνικές, που μόνο στον χώρο εργασίας μπορούν να αποκτηθούν, όπως και η λεγόμενη «άυλη γνώση», μια γνώση για την οποία δεν υπάρχουν μηχανισμοί μεταβίβασης, αλλά αποκτάται μέσα σε συγκροτημένο εργασιακό περιβάλλον.

8. Τα νέα σε ηλικία άτομα αντιμετωπίζονται με δυσπιστία από τους εργοδότες, δυσπιστία που αγγίζει τα όρια, ορισμένες φορές, ενός ιδιότυπου ηλικιακού ρατσισμού. Οι εργοδότες πιστεύουν ότι οι νέοι

Α. δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις που χρειάζονται

Β. δεν έχουν την απαιτούμενη εμπειρία

Γ. δεν διαθέτουν κοινωνικές εργασιακές δεξιότητες (εργατικότητα, συνέπεια, υπακοή, ικανότητα επικοινωνίας) και δεν φαίνονται πρόθυμοι να ταυτιστούν με την επιχείρηση.

Είναι προφανές ότι μόνο στο θέμα της εργασιακής εμπειρίας υπάρχει βάση στις αιτιάσεις αυτές. Πραγματικά, η έλλειψη εργασιακής εμπειρίας αποτελεί αντικειμενική έλλειψη για τους νέους, ακριβώς γιατί αντιμετωπίζουν μια κατάσταση μετάβασης.

Ωστόσο, η κυρίαρχη αντίληψη θεωρεί ότι οι νέοι δεν αποκτούν στο εκπαιδευτικό σύστημα τις αναγκαίες γνώσεις που απαιτεί η «αγορά». Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γενικευμένη, αλλά διπλή, παρανόηση, με σοβαρές συνέπειες για το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.

Η πρώτη παρανόηση έχει να κάνει με το τι «παράγει» το εκπαιδευτικό σύστημα. Το εκπαιδευτικό σύστημα, ευτυχώς, δεν προσφέρει ειδικές τεχνικές εργασιακές δεξιότητες, αλλά βασικές δεξιότητες. Δεξιότητες δηλαδή που επιτρέπουν σ' αυτόν που τις διαθέτει να μαθαίνει και να προσαρμόζει τις γνώσεις του σε ένα μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον. Αν το εκπαιδευτικό σύστημα αποπειραθεί να προσφέρει τις ειδικές εργασιακές δεξιότητες, είτε θα κατέληγε να «παράγει» εργαζομένους με δεξιότητες με ημερομηνία λήξης ή να γίνει εξάρτημα λίγων μεγάλων επιχειρήσεων. Το πείραμα της Μ. Βρετανίας είναι γνωστό, όπως και η τραγική υποβάθμιση των σπουδών σ' αυτήν. Από την άλλη πλευρά, επίσης, είναι γνωστό ότι οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν προσλαμβάνουν πτυχιούχους με ΜΒΑ, αλλά αποφοίτους τμημάτων ιστορίας, ξένων γλωσσών κ.λπ. Αυτό γιατί η γνώση της ιστορίας και των πολιτισμών προσφέρει ικανότητα προσαρμογής, κατανόηση του διαφορετικού, ευελιξία στη διαχείριση ατόμων από διαφορετικές κουλτούρες.

Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει καμιά εμπειρική έρευνα που να υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν κατάλληλο εργατικό δυναμικό και γι' αυτό δεν προχωρούν σε προσλήψεις νέων. Αντίθετα, τόσο οι έρευνες του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης, όσο και η έρευνα που κάναμε με την καθηγήτρια Νότα Κυριαζή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο δείχνουν ότι ελάχιστες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα στελέχωσης.

Η δεύτερη παρανόηση είναι ότι το πρόβλημα της απορρόφησης των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας, κυρίως, εκπαίδευσης εστιάζεται στην πλευρά των υποψηφίων εργαζομένων, στην πλευρά των ποιοτικών χαρακτηριστικών της προσφοράς εργασίας, ενώ θα έπρεπε να εστιαστεί στην πλευρά της ζήτησης. Το ερώτημα οφείλει να διατυπωθεί με τη μορφή «Εχει η ελληνική επιχείρηση τις οργανωτικές δομές που επιτρέπουν την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού;». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι δυστυχώς αρνητική. Μια ματιά στη δομή απασχόλησης κατά εκπαιδευτικό επίπεδο και κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας αποκαλύπτει ότι οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ανειδίκευτη ή χαμηλής ειδίκευσης εργασία και σπανίως εργασία υψηλής ειδίκευσης. Η τάση, μάλιστα, είναι η διαχρονική στασιμότητα ή και πτώση του επιπέδου εκπαίδευσης. Για να το πω απλά, ας εκσυγχρονίσουμε την παραγωγική δομή και να είστε βέβαιοι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα ανταποκριθεί με απόλυτη επάρκεια.

* Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης



ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 12/01/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες