Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2008

Η Μητέρα Τερέζα, ο Ιωάννης Παύλος Β’ και οι άγιοι ευκαιρίας



του ΜΑΪΚΛ ΠΑΡΕΝΤΙ

Τεύχος Νο 36




Στη διάρκεια των είκοσι έξι χρόνων του στην Αγία Έδρα, ο Ιωάννης Παύλος Β’ έκανε 483 αγιοποιήσεις. Πέθανε όμως πριν προλάβει να ανακηρύξει σε αγία, αν και της είχε ήδη αποδώσει καθεστώς οσίας, τη Μητέρα Τερέζα, την αλβανικής καταγωγής ρωμαιοκαθολική καλόγρια που έτρωγε κι έπινε στα τραπέζια των πλουσίων και διασήμων της Γης, ενώ ταυτόχρονα την επευφημούσαν ως υπέρμαχο των φτωχών. Η Τερέζα, αγαπημένη των μίντια και των Δυτικών γραφειοκρατών, διασημότητα που κατακλυζόταν από εκδηλώσεις λατρείας, ήταν για πολλά χρόνια η πιο σεβαστή γυναικεία μορφή στον πλανήτη. Έχαιρε μεγάλης υπόληψης και το 1979 της είχε απονεμηθεί το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης για το «ανθρωπιστικό της έργο» και τη «θεοπνευστία» της.

Οι δημοσιεύσεις στον Τύπο όμως άφηναν συνήθως απέξω το ότι δεχόταν τεράστια ποσά από πλούσιους χορηγούς, όπως ο καταδικασμένος για το σκάνδαλο παρακαταθηκών και δανείων, μεγαλοαπατεώνας Τσαρλς Κήτινγκ, ο οποίος της είχε προσφέρει ένα εκατομμύριο δολάρια· η Τερέζα έστειλε προσωπική επιστολή στον προεδρεύοντα δικαστή όπου του ζητούσε να δείξει επιείκεια. Ο εισαγγελέας στην υπόθεση της ζήτησε να επιστρέψει το δώρο του Κήτινγκ γιατί ήταν κλεμμένα χρήματα. Εκείνη δεν το έπραξε ποτέ. Επίσης, δεχόταν σημαντικά ποσά από τον κτηνώδη δικτάτορα Ντυβαλιέ της Αϊτής, ο οποίος έκλεβε τακτικά το ταμείο του κράτους.

Τα «νοσοκομεία» της Μητέρας Τερέζας για τους απόρους στην Ινδία και αλλού αποδείχθηκε πως ελάχιστα διέφεραν από μάντρες ανθρώπων, όπου οι βαριά άρρωστοι κείτονταν πάνω σε στρώματα και ενίοτε στοιβάζονταν πενήντα εξήντα μαζί σε ένα δωμάτιο χωρίς να τους παρέχεται επαρκής ιατρική φροντίδα. Καμία διάγνωση δεν γινόταν συνήθως για τις παθήσεις τους. Το φαγητό ήταν χαμηλής θρεπτικής αξίας και οι συνθήκες υγιεινής ελεεινές. Το νοσηλευτικό προσωπικό αριθμούσε λιγοστά μέλη, κυρίως ανεκπαίδευτες καλόγριες και μοναχούς.

Όταν όμως ασθενούσε η Τερέζα, πήγαινε στα ακριβότερα νοσοκομεία και θεραπευτικές μονάδες στον κόσμο, όπου ακολουθούσε θεραπεία βασισμένη στις τελευταίες εξελίξεις της ιατρικής.

Η Τερέζα ταξίδευε ανά την υφήλιο διεξάγοντας εκστρατείες κατά των διαζυγίων, των αμβλώσεων και του ελέγχου των γεννήσεων. Στην τελετή απονομής του Νομπέλ, διακήρυξε ότι «ο μεγαλύτερος καταστροφέας της ειρήνης είναι η άμβλωση». Μία φορά μάλιστα υπαινίχθηκε ότι το Έιτζ ίσως ήταν η δίκαιη τιμωρία για ανάρμοστες σεξουαλικές πρακτικές.

Η Τερέζα διοχέτευε συνεχώς ιστορίες παραπληροφόρησης για αυτοπροβολή. Ισχυριζόταν ότι η αποστολή της στην Καλκούτα έτρεφε χίλια άτομα ημερησίως. Άλλοτε πάλι φούσκωνε τον αριθμό στα τέσσερα, επτά και εννέα χιλιάδες άτομα. Στην πραγματικότητα το συσσίτιό της τάιζε (για έξι ημέρες την εβδομάδα) το πολύ 150 άτομα αν συμπεριλάβουμε και τον εσμό από καλόγριες, νεοφώτιστες και καλογέρους που τη συνόδευαν. Ισχυριζόταν ότι στο σχολείο της στην παραγκούπολη της Καλκούτας φοιτούσαν πέντε χιλιάδες παιδιά, ενώ στην πραγματικότητα τα εγγεγραμμένα στις καταστάσεις ήταν λιγότερα από εκατό.

Η Τερέζα ισχυριζόταν ότι είχε στην Καλκούτα 102 κέντρα οικογενειακής βοήθειας, αλλά όταν ο Αρούπ Τσάτερτζη, κάτοικος της πόλης για πολλά χρόνια, έκανε εκτεταμένη επιτόπια έρευνα, δεν κατάφερε να ανακαλύψει ούτε ένα.

Όπως εξήγησε ένας από τους πιστούς της, «Η Μητέρα Τερέζα είναι από τα άτομα που ουδόλως τα απασχολούν τα στατιστικά δεδομένα. Έχει επανειλημμένως αναφέρει ότι το σημαντικό δεν είναι πόσα έργα γίνονται πράξη, αλλά με πόση αγάπη γίνονται τα έργα αυτά». Στ’ αλήθεια δεν ενδιαφερόταν η Τερέζα για τα στατιστικά δεδομένα; Μάλλον το αντίθετο· τα ανακριβή νούμερα που έδινε εξυπηρετούσαν, με εκπληκτική συνέπεια και ιδιοτέλεια, αυστηρά και μόνον ένα στόχο: να μεγαλοποιεί τα επιτεύγματά της κατά πολύ.

Στο μακροχρόνιο διάστημα που η αποστολή της βρισκόταν στην Καλκούτα, σημειώθηκαν καμιά δεκαριά πλημμύρες και αναρίθμητες επιδημίες χολέρας, μέσα ή στα περίχωρα της πόλης, και χάθηκαν χιλιάδες ζωές. Διάφοροι οργανισμοί παροχής βοήθειας έσπευδαν σε κάθε καταστροφή, πουθενά όμως δεν μπορούσες να δεις την Τερέζα και τους συνεργάτες της, πλην μιας –σύντομης– εξαίρεσης.

Όταν ερωτήθηκε πώς μπορούν οι άνθρωποι χωρίς χρήματα και εξουσία να κάνουν τον κόσμο καλύτερο, η Τερέζα απάντησε (και η απάντησή της γοήτευσε ορισμένους ακροατές): «Θα έπρεπε να χαμογελούν περισσότερο». Όταν ερωτήθηκε, σε συνέντευξη Τύπου στην Ουάσιγκτον, «Διδάσκετε στους φτωχούς να υπομένουν τη μοίρα τους;», απάντησε: «Νομίζω ότι είναι υπέροχο για τους φτωχούς να αποδέχονται τη μοίρα τους, να μοιράζονται τα πάθη του Χριστού. Νομίζω ότι τα βάσανα των φτωχών βοηθούν πολύ τον κόσμο μας».

Η ίδια όμως ζούσε πλουσιοπάροχα, και στα ταξίδια της στο εξωτερικό η διαμονή της ήταν πολυτελέστατη. Στα ψιλά γράμματα φαίνεται πως έχει περάσει το γεγονός ότι ως παγκόσμια διασημότητα ελάχιστο καιρό διέμενε στην Καλκούτα, ενώ έκανε παρατεταμένες επισκέψεις σε πανάκριβες τοποθεσίες στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πετώντας από τη Ρώμη στο Λονδίνο και από εκεί στη Νέα Υόρκη με ιδιωτικά αεροπλάνα.

Η Μητέρα Τερέζα είναι το υπέρτατο παράδειγμα του αποδεκτού συντηρητικού προτύπου, παρακαταθήκη ενός πολιτισμού όπου οι ελίτ κυριαρχούν· μια «αγία» που δεν καταφέρθηκε ποτέ εναντίον της κοινωνικής αδικίας και διατηρούσε σχέσεις οικειότητας με τους πλούσιους, τους διεφθαρμένους και τους δυνατούς.

Ισχυριζόταν ότι ήταν υπεράνω της πολιτικής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κατηγορηματικά αντίθετη σε οποιαδήποτε προοδευτική μεταρρύθμιση. Η Τερέζα ήταν φίλη του Ρόναλντ Ρέηγκαν και ακόμα πιο στενή φίλη του δεξιού Βρετανού μεγιστάνα των μίντια Μάλκομ Μάγκερριτζ. Θαύμαζε τον Αϊτινό δικτάτορα Ντυβαλιέ, ο οποίος και την είχε φιλοξενήσει, και υποστηριζόταν από διάφορους δικτάτορες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, οι οποίοι τη θαύμαζαν με τη σειρά τους.

Η Τερέζα ήταν μια αγία στα μέτρα και τα γούστα του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’. Μετά το θάνατό της το 1997, ο πάπας παρέκαμψε το (πενταετές) διάστημα που είθισται να αναμένουν πριν ξεκινήσουν τη διαδικασία για την ανακήρυξη ενός ατόμου σε όσιο, και κατόπιν σε άγιο. Το 2003, σε χρόνο ρεκόρ, η Μητέρα Τερέζα έγινε οσία, το τελικό στάδιο πριν την αγιοποίηση.

Το 2007 όμως, η αγιοποίησή της προσέκρουσε σε εμπόδια, διότι αποκαλύφθηκε πως, πέρα από όλες τις άλλες αντιφάσεις, η Τερέζα δεν υπήρξε βράχος πνευματικής χαράς και ακλόνητης πίστης. Οι Καθολικές Αρχές στην Καλκούτα εξέτασαν τα ημερολόγιά της, όπου αποκάλυπτε πως τη βασάνιζαν οι αμφιβολίες: «Νιώθω πως δεν με θέλει ο Θεός, πως ο Θεός δεν είναι Θεός και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα». Ο κόσμος νομίζει ότι «ξεχειλίζω από πίστη, ελπίδα και αγάπη, και ότι η στενή μου σχέση με τον Θεό και η ένωση με το θέλημά Του γεμίζουν την καρδιά μου. Πού να 'ξεραν! – έγραφε. Ο Παράδεισος δεν σημαίνει τίποτε».

Πέρασε πολλές λευκές νύχτες να βασανίζεται και να περνούν από το μυαλό της σκέψεις όπως: «Μου λένε ότι ο Θεός με αγαπάει – μα το σκοτάδι, το κρύο και το κενό είναι τόσο αληθινά και απέραντα που τίποτε δεν αγγίζει την ψυχή μου». Η ημερήσια εφημερίδα Il Messaggero, με ευρεία κυκλοφορία στη Ρώμη, σχολίασε: «Τον πρώτο χρόνο είχε οράματα και τα υπόλοιπα πενήντα, μέχρι το θάνατό της, αμφιβολίες: να ποια ήταν η αληθινή Μητέρα Τερέζα».

Ένα άλλο παράδειγμα ευκαιριακής αγιοποίησης, με την επέμβαση του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’, είχαμε το 1992: τότε ο πάπας έκανε με συνοπτικές διαδικασίες όσιο τον αντιδραστικό μονσινιόρ Χοσέ Μαρία Εσκριβά δε Μπαλαγκέρ, υποστηρικτή του φασιστικού καθεστώτος στην Ισπανία και αλλού, και ιδρυτή της Όπους Ντέι, του ισχυρού και υπόγειου υπεραντιδραστικού κινήματος «που ενέπνεε σε πολλούς το φόβο γιατί το θεωρούσαν μια φαύλη σέκτα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας». Ο Εσκριβά έγινε όσιος μόλις δεκαεπτά χρόνια μετά το θάνατό του, ρεκόρ που κατερρίφθη αργότερα από τη Μητέρα Τερέζα.

Πιστός στα πολιτικά του πιστεύω, ο Ιωάννης Παύλος χρησιμοποίησε τον εκκλησιαστικό θεσμό της αγιοποίησης για να περιβάλλει με τον ιδιαίτερο μανδύα της ιερότητας υπερσυντηρητικά πρόσωπα όπως ο Εσκριβά και η Τερέζα – και υπόρρητα, και όσα πρέσβευαν. Μια άλλη, περίεργη ομολογουμένως, επιλογή του από τους υπερσυντηρητικούς που αγιοποίησε ήταν ο αυτοκράτορας Κάρολος, ο τελευταίος Αψβούργος ηγεμόνας της Αυστροουγγαρίας, ο οποίος βρισκόταν στο θρόνο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Ιωάννης Παύλος έκανε όσιο και τον Αλόιζιγιε Στέπινατς, τον ισχυρό Κροάτη κληρικό που στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εκφράστηκε υπέρ των Ναζί και της φασιστικής οργάνωσης των Ουστάσι όταν κατέλαβαν την Κροατία. Ο Στέπινατς παρευρισκόταν στο κοινοβούλιο των φασιστών, έκανε πάμπολλες δημόσιες εμφανίσεις στο πλευρό κορυφαίων στελεχών των Ναζί και των Ουστάσι, και υποστήριζε ανοιχτά το φασιστικό καθεστώς.

Μέσα στο ουράνιο πάνθεον του Ιωάννη Παύλου, οι αντιδραστικοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να αγιοποιηθούν παρά οι μεταρρυθμιστές. Πάρτε για παράδειγμα το πώς αντιμετώπισε τον αρχιεπίσκοπο Όσκαρ Ρομέρο, ο οποίος καταφερόταν ενάντια στην αδικία και την καταπίεση που μάστιζε τον εξαθλιωμένο πληθυσμό του Ελ Σαλβαδόρ, και τον οποίον δολοφόνησε ένα δεξιό απόσπασμα θανάτου. Ποτέ ο Ιωάννης Παύλος δεν αποκήρυξε τη δολοφονία ή τους δράστες, την αποκάλεσε απλώς «τραγική». Μάλιστα, λίγες μόλις εβδομάδες πριν την εκτέλεση του Ρομέρο, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι από το κόμμα ARENA, τον νόμιμο βραχίονα των αποσπασμάτων θανάτου, είχαν στείλει αντιπροσωπεία στο Βατικανό, η οποία έγινε ευμενώς δεκτή, για να διαμαρτυρηθούν για τις δημόσιες δηλώσεις του Ρομέρο υπέρ των φτωχών.

Πολλοί φτωχοί κάτοικοι του Ελ Σαλβαδόρ έβλεπαν τον Ρομέρο περίπου σαν άγιο, αλλά ο Ιωάννης Παύλος προσπάθησε να απαγορεύσει οποιαδήποτε συζήτηση περί οσιοποίησής του για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Η λαϊκή πίεση από το Ελ Σαλβαδόρ ανάγκασε το Βατικανό να μειώσει τον χρονικό ορίζοντα στα είκοσι πέντε χρόνια. Όπως και να’ χει, η υπόθεση του Ρομέρο θα προχωρήσει με ρυθμούς χελώνας.

Ο διάδοχος του Ιωάννη Παύλου, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’, παρέκαμψε το πενταετές διάστημα αναμονής προκειμένου να βάλει άμεσα τον ίδιο τον Ιωάννη Παύλο στην υπερταχεία για την αγιοποίηση, στο ίδιο βαγόνι με την Τερέζα. Ήδη από το 2005 κυκλοφορούσαν ιστορίες για πιθανά θαύματα που αποδίδονταν στον προσφάτως εκλιπόντα Πολωνό ποντίφηκα.

Μια τέτοια ιστορία μας πρόσφερε ο καρδινάλιος Φραντσέσκο. Κάποια φορά που γευμάτιζε με τον Ιωάννη Παύλο, ο καρδινάλιος ανέφερε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει εξαιτίας μιας ασθένειας. Ο πάπας «χάιδεψε το λαιμό μου, ως αδελφός, ως πατέρας που ήταν. Κατόπιν έκανα θεραπεία επί επτά μήνες και μπόρεσα να ξαναμιλήσω». Ο Μαρκιζάνο πιστεύει ότι η αποθεραπεία του ίσως οφείλεται στον ποντίφηκα: «Θα μπορούσε», είπε. Un miracolo! Viva il papa!

Αρχική Δημοσίευση: CommonDreams.org, 25 Οκτωβρίου 2007

Μετάφραση: Ματίνα Βασιλείου


http://www.monthlyreview.gr/antilogos/greek/periodiko/arxeio/article_fullstory_html?obj_path=docrep/docs/arthra/MR36_parentFS/gr/html/index

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες