Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ


Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 16 Δεκεμβρίου 2007 και ήταν πραγματικά «προφητικό». Έγραφε τότε ο σ. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ: «Οι περισσότεροι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι δεν θα ξεσπάσει ύφεση στην Αμερική, ανέφερε ο Εκόνομιστ ένα μήνα για να μας υπενθυμίσει όλο ειρωνεία ότι ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί τον Μάρτιο του 2001, όταν το 95% των οικονομολόγων δήλωνε πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση, αλλά και το 1929 όταν οι οικονομολόγοι του Χάρβαρντ διαβεβαίωναν πως “το ενδεχόμενο κρίσης είναι πέραν όλων των πιθανών ενδεχομένων”». Καλύτερα λοιπόν να δέσουμε τις ζώνες μας…

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Άνοδος τιμής πετρελαίου και πτώση του δολαρίου

ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Άστραψαν και βρόντηξαν οι πρόεδροι της Βενεζουέλας και του Ιράν στην τελευταία σύνοδο των ηγετών των μελών του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (ΟΠΕΚ) εναντίον των ΗΠΑ. Αυτή τη φορά όμως κανείς, στην κυριολεξία κανείς, δεν ήθελε ούτε και μπορούσε να τους κάνει να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους, καθώς η αγωνία που εξέφραζαν με αφορμή την κάθετη πτώση της διεθνούς ισοτιμίας του δολαρίου ήταν κοινή! «Δεν βλέπετε πως το δολάριο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση χωρίς αλεξίπτωτο;» ρώτησε από το βήμα ο Ούγκο Τσάβες για να συμπληρώσει: «Λόγω της υποτίμησης του αμερικανικού δολαρίου οι συναλλαγές στο πετρέλαιο θα πρέπει να διεξάγονται με τη χρήση ενός συνδυασμού άλλων ισχυρών σκληρών νομισμάτων και θα πρέπει να απαιτήσουμε από τα χρηματιστήρια πετρελαίου να αντικαταστήσουν το δολάριο με άλλα νομίσματα»! Ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ήταν πιο πρακτικός ανακεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματα της συνόδου: «Όλοι οι συμμετέχοντες ηγέτες επέδειξαν ενδιαφέρον να αλλάξουν τα αποθεματικά τους σε σκληρό νόμισμα προς όφελος ενός αξιόπιστου σκληρού νομίσματος», δήλωσε με το πέρας των εργασιών, κάνοντας τους αμερικανόδουλος Σαουδάραβες να σπεύσουν πανικόβλητοι με ανακοίνωση Τύπου να διαχωριστούν, τονίζοντας ότι οι ίδιοι ουδέποτε εκδήλωσαν σχετική πρόθεση!

Τα όσα διαμείφθηκαν στον ΟΠΕΚ δεν αποτελούν παρά την κορυφή του παγόβουνου της τρέχουσας, ιστορικών διαστάσεων, οικονομικής κρίσης όπως ήρθε στην επιφάνεια τον Αύγουστο που μας πέρασε. Η σημασία της είναι πρωτοφανής καθώς αγκαλιάζει με θανάσιμο τρόπο τους πιο βασικούς πυλώνες του διεθνούς οικονομικού συστήματος: Από τη δολαριακή του βάση μέχρι την ατμομηχανή του που είναι η ικανότητά του να εγγυάται την αέναη επέκταση της πίστωσης: Να παράγει δηλαδή δανεικά, ώστε από τα κράτη και τις επιχειρήσεις μέχρι τα νοικοκυριά, να δανείζονται όλοι με σχετικά ευνοϊκούς όρους για να καταναλώνουν διασφαλίζοντας την πραγμοποίηση της υπεραξίας. Πλέον καμία σταθερή δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, καθώς μια σειρά παράγοντες φαινομενικά ανεξάρτητοι (όπως η κρίση στην αγορά στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης και η πιστωτική ασφυξία από τη μια και η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του δολαρίου από την άλλη) έχουν οδηγήσει στη σύμπτωση κυκλικές και δομικές αιτίες της χρόνιας κρίσης οδηγώντας την καπιταλιστική οικονομία σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο. Η μοναδικότητά του, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται από την πασιφανή αδυναμία όλων εκείνων των παλιών εργαλείων που έκαναν για παράδειγμα την άλυτη κρίση του ’73 να μη λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις και να αργοσέρνεται. Τι είχαν να δώσουν αυτά τα μέσα πλέον το έδωσαν.

ΑΠΕΙΛΕΙΤΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Στην πιο περίοπτη θέση των μέσων που αναδύθηκαν στα απόνερα της δομικής κρίσης του 1973 βρίσκεται η λεγόμενη συμφωνία Μπρέτον Γουντς ΙΙ, που ως κύριο χαρακτηριστικό της έχει ότι…ποτέ δεν συνομολογήθηκε, ούτε καν στα λόγια από όσους συμμετείχαν, αλλά επιβλήθηκε όπως περίπου η Pax Americana. Σε αντίθεση με τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς που συμφωνήθηκε ρητά με κάθε επισημότητα και προπαρασκευή την επομένη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, προβλέποντας ένα σταθερό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, εγγυημένο από χρυσό, με τις ΗΠΑ να λειτουργούν ως άμεσος εγγυητής του, στο Μπρέτον Γουντς ΙΙ αφορά κατ’ αρχήν τη σταθερή πρόσδεση πολλών εθνικών νομισμάτων αναπτυσσόμενων χωρών με το δολάριο, σε ένα μάλιστα επίπεδο που μπορεί να χαρακτηριστεί υποτιμημένο γι’ αυτά, ώστε να διευκολύνονται οι εξαγωγές τους. Το άλλο σκέλος της ανταλλαγής περιλαμβάνει την κατάθεση στις ΗΠΑ, με τον πιο διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο τα τελευταία χρόνια, όλων αυτών των ρευστών διαθέσιμων έτσι ώστε να καλύπτονται τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της και να μπορεί να λειτουργεί ως εγγυητής, χωρίς φυσικά να αναλαμβάνει και δεσμεύσεις. «Από ορισμένες πλευρές το Μπρέτον Γουντς ΙΙ μοιάζει με ένα γιγαντιαίο καρτέλ που ξεπλένει χρήμα. Αγοράζεις τα προϊόντα μου και σε ανταπόδοση σου δίνω τα λεφτά πίσω υπό τη μορφή δανείων», ανέφερε αναλυτής των Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 26 Νοεμβρίου. Αυτό μπορούσε να το πράττει όμως όσο λειτουργούσε ένας άλλος καλολαδωμένος μηχανισμός που κρατούσε το δολάριο σε μια αξιοπρεπή ισοτιμία. Βασική κινητήρια δύναμή του ήταν τα αμερικανικά επιτόκια στα οποία θα επανέλθουμε.

Ο μηχανισμός που κρατούσε το δολάριο σε μια υψηλή ισοτιμία κατέρρευσε και ως αποτέλεσμα το αμερικανικό νόμισμα έναντι ενός καλαθιού ισχυρών νομισμάτων έχει χάσει το ένα τέταρτο της αξίας του τα τελευταία πέντε χρόνια, ενώ έναντι του ευρώ έφθασε να κατρακυλήσει: Από 86 σεντς που ανταλλασσόταν το 2002, εδώ και λίγους μήνες διαπραγματεύεται σταθερά μεταξύ 1,4 και 1,5 δολάρια ανά ευρώ. Η πτώση του δολαρίου είχε πολλαπλές συνέπειες τόσο εντός και εκτός των ΗΠΑ. Στο εξωτερικό οι συνέπειες ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το δολάριο αποτελεί το βασικότερο μέσο με το οποίο γίνονται οι διεθνείς συναλλαγές, αλλά και το βασικότερο νόμισμα στο οποίο τηρούν τα αποθεματικά τους κεντρικές τράπεζες, επενδυτές, κ.ά. Στη βάση της πρώτης του λειτουργίας, ως μέσο διεκπεραίωσης των διεθνών ανταλλαγών, η κάθετη πτώση της ισοτιμίας του σηματοδότησε την κάθετη πτώση των εσόδων εκείνων των κρατών που το χρησιμοποιούν ως μέσο πληρωμής. Γι’ αυτό φώναζαν Τσάβες και Αχμαντινετζάντ και γι’ αυτό οι συνδαιτυμόνες τους κατά βάση συμφωνούσαν, όσο κι αν δεν το παραδέχονταν δημόσια επειδή δεν ήθελαν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Υπό αυτό το πρίσμα, η συνεχής άνοδος της τιμής του πετρελαίου είναι κατά ένα σημαντικό μέρος αποτέλεσμα της πτώσης της ισοτιμίας του δολαρίου, για να μπορέσουν οι πετρελαιοεξαγωγικές χώρες να αντισταθμίσουν τις απώλειές τους και αυτό το αποτέλεσμα στη συνέχεια γίνεται νέα αιτία πτώσης της ισοτιμίας του αμερικανικού νομίσματος για να μετριαστούν οι επιπτώσεις από την κούρσα ανόδου της τιμής του μαύρου χρυσού. Έτσι, η άνοδος από την αρχή του χρόνου της τιμής του πετρελαίου κατά 60% σε όρους δολαρίου, μεταφράζεται σε άνοδο της τάξης του 51% σε όρους βρετανικής λίρας, 46% σε όρους γιεν και 42% σε όρους ευρώ. Υπολογίζεται μάλιστα ότι η πτώση κατά μια ποσοστιαία μονάδα της ισοτιμίας του δολαρίου οδηγεί το πετρέλαιο σε μια ισόποση αύξηση. Ενώ δεν είναι τυχαίο ότι το πετρέλαιο έφθασε μια ανάσα από τα 100 δολάρια, όταν η ισοτιμία του ευρώ προς το δολάριο άγγιξε για πρώτη φορά το 1,5. Αυτός ο μηχανισμός αντιστάθμισης ωστόσο δεν είναι μηδενικού αθροίσματος για τις χώρες που εξάγουν βασικά εμπορεύματα και πιο συγκεκριμένα πετρέλαιο, καθώς βλέπουν τα πραγματικά τους έξοδα να υπολείπονται σταθερά αυτών που θα μπορούσαν να εισπράξουν λόγω του μέσου με το οποίο είναι αναγκασμένοι να πραγματοποιούν τις διεθνείς συναλλαγές τους. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο επιτίθενται στις ΗΠΑ χωρίς να παραγνωρίζονται τα πολιτικά κίνητρα: Ότι τυχόν αντικατάσταση του δολαρίου θα έχει δραματικές συνέπειες τόσο για την ισοτιμία του όσο και για το κύρος του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο στρέφονται πολλές χώρες κατά του δολαρίου είναι ότι η σταθερή πρόσδεση της ισοτιμίας των νομισμάτων τους προς το δολάριο (όπως έχουν κάνει όλες σχεδόν οι αραβικές χώρες και δεκάδες άλλες από τον Ισημερινό μέχρι την Ουκρανία, εκχωρώντας έτσι στην αμερικανική κεντρική τράπεζα το προνόμιο χάραξης πολιτικής επιτοκίων) έχει μετατραπεί σε παράγοντα δημιουργίας πληθωρισμού και μύριων άλλων ανισορροπιών στο εσωτερικό τους. Στα Εμιράτα για παράδειγμα, τρίζει εκ θεμελίων το θαύμα που οικοδομείται από τους δεκάδες χιλιάδες μετανάστες, καθώς η συνεχής πτώση της πραγματικής αξίας των δολαριακών εμβασμάτων που στέλνουν στις οικογένειές τους στην Ινδία και το Πακιστάν έχει οδηγήσει σε απεργίες, βίαιες μορφές καταστολής και αμφισβήτηση της βιωσιμότητας ενός μοντέλου εκμετάλλευσης ξένης εργατικής δύναμης που απέδιδε επί δεκαετίες. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι οι πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργούνται στην οικονοία τους, καθώς η αμερικανική τράπεζα μειώνει τα επιτόκια για να αποτρέψει την ύφεση στο εσωτερικό των ΗΠΑ και αυτές οι χώρες που θα ήθελαν μια συγκρατημένη πολιτική επιτοκίων, βλέπουν να ανοίγουν οι κρουνοί των χρηματοδοτήσεων, υπερθερμαίνοντας μια ήδη φλεγόμενη οικονομία. Στα Εμιράτα σήμερα συμβαίνει ότι ακριβώς είχε συμβεί στην Αργεντινή το 2001, όταν η δολαριοποιημένη οικονομία οδηγήθηκε σε κρίση λόγω μιας άσχετης πολιτικής επιτοκίων, με αντίστροφους όμως όρους: Το πέσο κατέρρευσε υπό το βάρος μιας συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, όταν ενδεικνυόταν επέκταση, ενώ το ριάλ και το ντιρχάμ απειλούνται από μια εξίσου απρόσφορη επεκτατική πολιτική, όταν ενδείκνυται μάζεμα των λουριών. Καθόλου τυχαία λοιπόν, ακόμη και χώρες όπως το Κουβέιτ που θεωρούν αδιαμφισβήτητο τον φιλοαμερικανικό προσανατολισμό τους, εγκαταλείπουν τη μονοσήμαντη νομισματική πολιτική και στη θέση του δολαρίου συνδέουν το εθνικό τους νόμισμα με ένα καλάθι ισχυρών νομισμάτων, στα οποία απλά συμπεριλαμβάνεται και το δολάριο.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο ακούγεται σαν ειρωνεία η φράση «στροφή προς την ποιότητα» που παλιά σήμαινε αγορά δολαρίων, είναι ότι η αποτίμηση των αποθεματικών που τηρούν σε δολάρια κατά κανόνα οι κεντρικές τράπεζες οδηγεί σε απώλειες. Ως αποτέλεσμα, το ειδικό τους βάρος συνεχώς μειώνεται. Έτσι από 71% που ήταν οι τοποθετήσεις των κεντρικών τραπεζών σε δολάρια το 1999, σήμερα έχουν φτάσει το 64,8%. Από ‘δω και πέρα όμως αρχίζουν τα προβλήματα, καθώς οποιαδήποτε περαιτέρω απομάκρυνση από τις δολαριακές τοποθετήσεις, πολύ μάλιστα περισσότερο αν γίνει απότομα, θα σημάνει την περαιτέρω απαξίωση αυτών των τοποθετήσεων. Η μετάβαση έτσι στη νέα κατάσταση επισύρει ένα επιπλέον διαφορετικό κόστος, το οποίο θα μεγιστοποιηθεί αν η μετάβαση γίνει απότομα. Εδώ συναντιούνται τα στενά οικονομικά συμφέροντα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας που πουλάει δολάρια με τους ανά τον κόσμο πελάτες της οι οποίοι αγοράζουν, καθώς τους κρατάει όμηρους και είναι σαν να τους λέει «αν με κάψετε, καήκατε».

Αυτή η ισορροπία ωστόσο, υπό το βάρος των υψηλών διακυβευμάτων με τα οποία είναι αντιμέτωπη η αμερικανική οικονομία, έχασε το σασπένς της από τη στιγμή που η αμερικανική κεντρική τράπεζα άρχισε ξανά να μειώνει τα επιτόκια του δολαρίου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κράτησε τα επιτόκια του ευρώ στο ύψος τους, προσφέροντας έτσι μια επωφελέστατη εναλλακτική λύση για τις τοποθετήσεις σε ξένο νόμισμα. Χωρίς κόστος μπορούν επομένως να εγκαταλείψουν το δολάριο οι κεντρικές τράπεζες όλου του κόσμου, από τη στιγμή που ο πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Μπεν Μπερνάνκι, αποσαφήνισε ότι δεν πρόκειται να μείνει απαθής μπροστά στους κινδύνους της ύφεσης και θα μειώνει τα επιτόκια του δολαρίου, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο προκάτοχός του Γκρίνσπαν οδηγώντας τα από το 6,5% στο 1%!

Η διαφαινόμενη μείωση των αμερικανικών επιτοκίων καθιστά σχεδόν βέβαιο ότι η τρέχουσα πτώση του δολαρίου δεν θα είναι συγκυριακή ή κυκλική, ανάλογη της πτώσης που καταγράφηκε το 1977-79, το 1985-88 και το 1993-95, για να ανακάμψει στη συνέχεια. Οι πιθανότητες να αποβεί για το δολάριο ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας τόσο καταστροφικός όσο απέβη και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος για τη βρετανική λίρα, αυξάνονται αν δούμε τη σταδιακή συρρίκνωση του ειδικού βάρους της αμερικανικής στην παγκόσμια οικονομία και την παράλληλη άνοδο του ειδικού βάρους των αναπτυσσομένων, όπως συνηθίζεται να λέγονται, περιφερειακών καπιταλιστικών χωρών. Η συσσώρευση στα χέρια τους τεράστιου πλούτου εξαιτίας της ανόδου των τιμών των βασικών προϊόντων την τελευταία πενταετία, έχει ενισχύσει τη θέση τους στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η ευκολία με την οποία έσπευσαν να παίξουν το ρόλο του «λευκού ιππότη» αραβικά και ασιατικά επενδυτικά κεφάλαια, σώζοντας το τελευταίο τρίμηνο από τη χρεοκοπία τραπεζικούς κολοσσούς όπως τη Citibank, τη Barclays, τη Bear Sterns, τη Menyll Lynch και την εβδομάδα που μας πέρασε την ελβετική UBS ή η είδηση ότι τα δύο τρίτα των μετοχών του χρηματιστηρίου του Λονδίνου ελέγχονται από μεσανατολικά κεφάλαια δείχνουν μια ιστορικής σημασίας αλλαγή των οικονομικών συσχετισμών.

Η φούσκα των ακινήτων απειλεί

Η ΥΦΕΣΗ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΑΝΟΔΟ!!!

Όσο όμως κι αν οι αποφάσεις για τις τοποθετήσεις νομισμάτων έγιναν ευκολότερες από την ευκαμψία που έδειξε η αμερικανική κεντρική τράπεζα και την εμμονή των ευρωπαίων να δίνουν προτεραιότητα στις διαδικασίες εκκαθάρισης κεφαλαίου που υποκινούν τα αμετάβλητα – παρά τις διεθνείς εκκλήσεις – ψηλά επιτόκια του ευρώ, το σασπένς δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, έγινε μεγαλύτερο και μετατοπίστηκε αφορώντας τα εξής: Πρώτο, τις πηγές από τις οποίες οι ΗΠΑ θα καλύπτουν τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους και δεύτερον, το μίγμα πολιτικής που θα εφαρμόσουν πιεζόμενες από τη μια να μειώσουν άμεσα τα επιτόκια για να αποτραπεί η ύφεση και από την άλλη να τα αυξήσουν για να ενισχυθεί το δολάριο και να στηριχτεί το ισοζύγιο. Οι επιλογές δεν είναι άπειρες και κάθε μια έχει κόστος!

Μέχρι και πρόσφατα, στο πλαίσιο του Μπρέτον Γουντς ΙΙ που προαναφέραμε, οι ΗΠΑ ήταν η τραπεζική θυρίδα όλου του κόσμου έχοντας επινοήσει και εφαρμόσει ένα σκανδαλώδη στη σύλληψή του μηχανισμό για να μαζεύουν αυτά τα λεφτά και να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου. Στον πυρήνα του είχε τη δημιουργία χρεογράφων στη βάση υλικών περιουσιακών στοιχείων, εσχάτως και όλο και περισσότερο στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης. Έτσι με την ίδια συχνότητα που στα τέλη της δεκαετίας του ’90 οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου όλου του κόσμου κατέληγαν στις ΗΠΑ για να χρηματοδοτήσουν εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων και αμέσως μετά τη φούσκα των μετοχών νέας τεχνολογίας, με την ίδια ακριβώς ταχύτητα όλη την προηγούμενη πενταετία κατέληγαν να χρηματοδοτούν την αμερικανική κτηματική αγορά. Οι χαμηλές αποδόσεις των κρατικών χρεογράφων παρέμεναν έτσι αδιάφορες, μια και ο ιδιωτικός τομέας αναλάμβανε να δημιουργήσει τα κίνητρα για την προσέλευση των κεφαλαίων. Η ανοχή που επέδειχναν επομένως οι αμερικανικές πιστωτικές αρχές στην «άγρια δύση» της κτηματικής φούσκας δεν είναι και τόσο δύσκολο να εξηγηθεί.

Το ρευστό που εισέρεε μετατρεπόταν σε δάνεια, τα οποία έφθασαν να χορηγούνται χωρίς καμιά εγγύηση. Τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης από 8,5% που ήταν στο σύνολο των κτηματικών δανείων στα τέλη του 2003, μετά από δύο χρόνια έφθασαν το 20%. Η αφειδώλευτη χορήγησή τους υποκινούσε παράλληλα έναν οικοδομικό οργασμό και μία άνοδο των τιμών των κατοικιών. Πέρυσι τέτοια εποχή, στο τέλος του 2006 δηλαδή, η αξία όλων των σπιτιών στις ΗΠΑ είχε φθάσει το 153% του αμερικανικού ΑΕΠ, για να μειωθεί στις 30 Σεπτέμβρη του 2007 στο 150% του ΑΕΠ κι αφού πρώτα στο τέλος του δεύτερου τριμήνου 2,1 εκατ. Σπίτια έμεναν άδεια! Για να έχουμε και ένα μέτρο σύγκρισης για τη φούσκα των ακινήτων, να αναφέρουμε ότι η φούσκα των μετοχών δεν είχε αγγίξει τέτοια ύψη, καθώς στο ανώτατο σημείο η κεφαλαιοποίησή της έφθασε το 136% του ΑΕΠ…μόνο.

Το ερώτημα που τώρα γεννιέται είναι με ποιο τρόπο θα καλύψουν άμεσα, όπως απαιτείται, οι αμερικανικές αρχές το κενό που άφησε πίσω της η φούσκα των ακινήτων, καθώς συνέβαλλε στη χρηματοδότηση του ελλείμματος.

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Κρίση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων

ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΖΗΜΙΕΣ

Η ζημιά που δημιουργήθηκε από τη φούσκα των ακινήτων ξεπερνάει κατά πολύ το πρόβλημα χρηματοδότησης του αμερικανικού ισοζυγίου γιατί πρώτον, οι διαστάσεις της είναι πρωτοφανείς και παραμένουν ακόμη άγνωστες, δεύτερον, είναι πλανητική, ξεπερνάει δηλαδή τα περιορισμένα σύνορα των ΗΠΑ και τρίτον, έχει κάνει μετάσταση στο πιο νευραλγικό σημείο του σύγχρονου καπιταλισμού: Εκεί που παράγονται οι πιστώσεις.

Η αμερικανική βιομηχανία των ακινήτων θα μείνει στην ιστορία της απάτης, καθώς μετέτρεπε τα κουρελόχαρτα που υπέγραφαν ακόμη και οι άποροι για να αγοράσουν δάνεια, σε εγγυήσεις τις οποίες στη συνέχεια εκχωρούσε στους δανειστές της για να παρασυρθούν μετά σε μια δίνη αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων, με αποτέλεσμα σήμερα στην κυριολεξία κανείς να μην ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται. Τα πιθανά σημεία, εξαιρουμένων των γνωστών τραπεζών, υπολογίζονται σε 11.000! Θα χρειαστεί να περάσουν πολλές μέρες από το νέο χρόνο για να γίνει αυτό γνωστό, καθώς μία μία οι μεγαλύτερες τράπεζες που ενεπλάκησαν θα δημοσιεύουν τους ισολογισμούς τους, εμφανίζοντας τις μαύρες τρύπες. Το σύνολο των απωλειών που αναμένεται τελικά να καταγράψουν (έχοντας συνυπολογίσει τις ζημιές ύψους 50 δις. Δολαρίων που έχουν μέχρι τώρα γίνει γνωστές από τις τράπεζες που προαναφέραμε) εκτιμάται ακόμη και σε 400 δις. Δολάρια, όταν το σκάσιμο της φούσκας της νέας τεχνολογίας συνοδεύτηκε από ζημιές ύψους 93 δις. Δολ… μόνο. Πρόκειται για ποσά που εμπεριέχουν και αέρα, κυρίως όμως αποτελούν παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας που θυσιάζονται στο βωμό των οπισθοδρομικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής για να ξεπεραστεί η κρίση. Φαίνεται έτσι ότι η τεχνική διάχυσης κινδύνου που επιλέγηκε κατάφερε το ακατόρθωτο: Να μολύνει το πιστωτικό σύστημα από τη μια άκρη ως την άλλη, ελαχιστοποιώντας πάντως τις απώλειες κάθε μεμονωμένης τράπεζας. Εντυπωσιακό επίσης, πέρα από ενδεικτικό, είναι και το γεγονός ότι η κρίση δεν περιορίστηκε μόνο στις ΗΠΑ αλλά έθιξε κολοσσούς όπως την Ελβετία, την Αγγλία, τη Γερμανία κ. ά.

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι το πρόβλημα ρευστότητας που έχει εμφανιστεί από τον Αύγουστο, λόγω των βάσιμων υποψιών που έχει το κάθε πιστωτικό ίδρυμα για το άλλο πως καταγράφει απώλειες και δεν θα μπορέσει να ξεπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει όταν ζητάει δανεικά από τη διατραπεζική. Ως αποτέλεσμα, η μείωση των λεγόμενων «εμπορικών γραμματίων» που παρατηρείται είναι θεαματική και άνευ προηγουμένου. «Ούτε μία φορά από το 1973 που ξεκίνησε η αμερικανική κεντρική τράπεζα να μετράει αυτά τα μεγέθη δεν μειώθηκαν με τέτοια ταχύτητα αυτές οι χρηματοδοτικές αρτηρίες», τόνιζαν οι Νιου Γιορκ Τάιμς στις 29 Νοέμβρη. Για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες εύρεσης ρευστού ενόψει των αυξημένων πάντα αναγκών του τέλους του έτους, οι σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου (ΗΠΑ, ευρωζώνης, Αγγλίας, Καναδά και Ελβετίας) συμφώνησαν την Τετάρτη να δημιουργήσουν ένα μηχανισμό παροχής ρευστού που θα διοχετεύει επιτόπου όσες ενέσεις ρευστού χρειάζεται η αγορά, πριν οι ανάγκες προσλάβουν τη μορφή χιονοστιβάδας οδηγώντας τα επιτόκια σε τριψήφια μαυραγορίτικα επίπεδα και τις τράπεζες στη χρεοκοπία, όπως συνέβη με τη βρετανική Northem Rock τον Σεπτέμβριο. Τελευταία φορά που στήθηκε ανάλογος μηχανισμός άμεσης βοήθειας ήταν την 11η Σεπτέμβρη του 2001…

Απ’ όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η κρίση που έχει ξεσπάσει στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία από τον Αύγουστο, με τη μορφή της «πιστωτικής ασφυξίας», ακόμη και αν δεν προσλάβει βίαιες ή εκρηκτικές μορφές το επόμενο διάστημα, όπως συνέβη για παράδειγμα το 1930 ή το 1973 και παραμείνει μια ακόμη πυορροούσα πληγή δίπλα στις πέντε – έξι ακόμη που έχουν ανοίξει αυτή την τριακονταετία, σηματοδοτεί ένα μετασχηματισμό βαθιά αντιδραστικό, καταστροφικό για τις εκρηκτικά αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας και αποκαλυπτικό για την αδυναμία του κεφαλαίου να συνεχίσει να διοικεί την κοινωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες