Δαγκώνουν από 1η Ιανουαρίου οι τιμές στα τρόφιμα
Στα τρόφιμα, εκεί που «πονά» η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, ετοιμάζονται από τις επόμενες ημέρες να χτυπήσουν και πάλι, με μεγάλες αυξήσεις τιμών, οι βιομηχανίες τροφίμων, σύμφωνα με τα κοστολογικά στοιχεία που αποστέλλουν στο υπουργείο Ανάπτυξης. Στο τελευταίο, οι επικεφαλής Χρ. Φώλιας και Γ. Βλάχος σηκώνουν τα χέρια, διότι η αγορά, όπως λένε, είναι ελεύθερη και η νομοθεσία δεν επιτρέπει παρεμβάσεις.
Η εκτίναξη των τιμών τον Νοέμβριο (πληθωρισμός στο 3,9%) έφερε «εκεχειρία» στο μέτωπο των τιμών τον Δεκέμβριο για να αρχίσουν και πάλι έντονες οι πληθωριστικές πιέσεις από τον Ιανουάριο.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να κωφεύει στις φωνές που και εκ των ένδον εκτοξεύονται για την ανάγκη αναχαίτισης των φαινομένων της Ακρίβειας, καθώς κανείς υπουργός δεν αναλαμβάνει να το θέσει και επίσημα -έστω εκτός ημερήσιας διάταξης- στην ατζέντα της κυβερνητικής επιτροπής ή οποιουδήποτε άλλου κυβερνητικού οργάνου.
Παρ' ότι οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται την περίοδο των γιορτών -θα είναι δυσεξήγητη έκπληξη αν τα στοιχεία της Στατιστικής δείξουν ότι ο πληθωρισμός ελάχιστα υπερέβη το 4% τον Δεκέμβριο- εντούτοις σημειώθηκε συγκράτηση στον ξέφρενο ρυθμό αυξήσεων του Νοεμβρίου. Βασική αιτία η μειωμένη ζήτηση στην αγορά και ειδικά τη χριστουγεννιάτικη.
Στελέχη του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας έχουν μιλήσει για πτώση του τζίρου κατά 10-30% σε σχέση με πέρσι. Οσο και αν οι εκτιμήσεις αυτές κρίνονται μάλλον υπερβολικές, κοινή είναι η αίσθηση ότι οι καταναλωτές συγκράτησαν τις αγορές τους.
Ακόμη και τα στοιχεία της Στατιστικής για το μήνα Οκτώβριο αποτυπώνουν αυτή τη συγκράτηση. Ο τζίρος των καταστημάτων αυξήθηκε 4,2%, έναντι 9,3% πέρυσι.
Ομως, ο όγκος των πωλήσεων (δηλ. μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού από τον τζίρο) αυξήθηκε μόλις 1,3%, έναντι 5,1% πέρυσι.
Η στασιμότητα είναι πλέον εντός των τειχών.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να κωφεύει στις φωνές που και εκ των ένδον εκτοξεύονται για την ανάγκη αναχαίτισης των φαινομένων της Ακρίβειας, καθώς κανείς υπουργός δεν αναλαμβάνει να το θέσει και επίσημα -έστω εκτός ημερήσιας διάταξης- στην ατζέντα της κυβερνητικής επιτροπής ή οποιουδήποτε άλλου κυβερνητικού οργάνου.
Παρ' ότι οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται την περίοδο των γιορτών -θα είναι δυσεξήγητη έκπληξη αν τα στοιχεία της Στατιστικής δείξουν ότι ο πληθωρισμός ελάχιστα υπερέβη το 4% τον Δεκέμβριο- εντούτοις σημειώθηκε συγκράτηση στον ξέφρενο ρυθμό αυξήσεων του Νοεμβρίου. Βασική αιτία η μειωμένη ζήτηση στην αγορά και ειδικά τη χριστουγεννιάτικη.
Στελέχη του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας έχουν μιλήσει για πτώση του τζίρου κατά 10-30% σε σχέση με πέρσι. Οσο και αν οι εκτιμήσεις αυτές κρίνονται μάλλον υπερβολικές, κοινή είναι η αίσθηση ότι οι καταναλωτές συγκράτησαν τις αγορές τους.
Ακόμη και τα στοιχεία της Στατιστικής για το μήνα Οκτώβριο αποτυπώνουν αυτή τη συγκράτηση. Ο τζίρος των καταστημάτων αυξήθηκε 4,2%, έναντι 9,3% πέρυσι.
Ομως, ο όγκος των πωλήσεων (δηλ. μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού από τον τζίρο) αυξήθηκε μόλις 1,3%, έναντι 5,1% πέρυσι.
Η στασιμότητα είναι πλέον εντός των τειχών.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 31/12/2007
Η Eurobank βάζει φωτιά στα επιτόκια
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΙΩΤΗ
Ποδαρικό με ακριβότερο χρήμα * Στο 8% για επιχειρηματικά *Κακός οιωνός για νοικοκυριά
Αρχισε η αύξηση των επιτοκίων
Η Eurobank ανακοίνωσε το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής ότι προχωρεί στην αναπροσαρμογή του βασικού της επιτοκίου για επιχειρηματικά δάνεια κατά 0,25% στο 8%, ανοίγοντας έτσι τον χορό για την αύξηση του κόστους του χρήματος.
Η Τράπεζα απέδωσε την απόφασή της αυτή στην παρατεταμένη αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Το συγκεκριμένο επιτόκιο αφορά κυρίως τις χρηματοδοτήσεις για κεφάλαια κίνησης. Ωστόσο η απόφαση της Τράπεζας να τ' αυξήσει, εκλαμβάνεται ως προπομπός ανάλογων κινήσεων και σε άλλες κατηγορίες χορηγήσεων, είτε αυτές αφορούν επιχειρήσεις είτε ιδιώτες. Αλλωστε περί αυτού είχε προϊδεάσει ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Νίκος Νανόπουλος, ο οποίος μιλώντας σε δημοσιογράφους στις αρχές Δεκεμβρίου είχε κάνει λόγο για το τέλος των φτηνών στεγαστικών δανείων.
Ηδη η κρίση ρευστότητας που πλήττει το διεθνές πιστωτικό σύστημα είχε αγγίξει και την εγχώρια αγορά, αφού είχε οδηγήσει σε αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στη διατραπεζική (euribor) κατά 0,5% - 0,75%. Τα επιτόκια αυτά λειτούργησαν σαν ιμάντας, μεταφέροντας «αυτοδικαίως» ισόποσες αυξήσεις και όλα τα κυμαινόμενα επιτόκια χορηγήσεων, που ήταν συνδεμένα με το euribor.
Η επιβάρυνση αυτή είχε περάσει εμφανώς μεν σιωπηρώς δε, το τελευταίο δίμηνο τόσο στις δόσεις των στεγαστικών δανείων, όσο και στην καταναλωτική πίστη (δάνεια και πιστωτικές κάρτες). Ομως και το επιτόκιο των περισσοτέρων επιχειρηματικών δανείων προσδιορίζεται από το euribor, με αποτέλεσμα το κόστος του χρήματος να έχει αυξηθεί και σ' αυτές τις κατηγορίες χορηγήσεων.
Προάγγελος ανόδου
Κατά συνέπεια, η απόφαση της Eurobank να προχωρήσει σε αύξηση και του διοικητικώς καθοριζόμενου, βασικού επιτοκίου επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων, ερμηνεύτηκε από την αγορά ως προανάκρουσμα γενικευμένης ανόδου των επιτοκίων. Αλλωστε δεν είναι μόνο η άνοδος του επιτοκίου του euribor που έχει επιβαρύνει το δανεισμό των τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους επιχειρούν να περάσουν το αυξημένο κόστος στην πελατεία τους.
Η περιορισμένη ρευστότητα του συστήματος είχε ωθήσει αρκετές τράπεζες εις άγραν καταθέσεων προσφέροντας ασυνήθιστα υψηλά επιτόκια σε μεγάλους κυρίως καταθέτες, προκειμένου να προσελκύσουν κεφάλαια. Μάλιστα αρκετά πιστωτικά ιδρύματα έχουν βρεθεί αντιμέτωπα με το δίλημμα, να απορροφήσουν τα ίδια μέρος του αυξημένου κόστους, τουλάχιστον μέχρι να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες στην αγορά χρήματος, θυσιάζοντας όμως έτσι ένα μέρος των κερδών τους, είτε να σπεύσουν να μεταφέρουν την αύξηση αυτή στην «τιμή του χρήματος».
Πάντως ο ανταγωνισμός στην τραπεζική αγορά παρ' όλο που είναι οξύτατος αντιμετώπισε με κάποια ανακούφιση την πρωτοβουλία της Eurobank, καθώς έτσι «λύνονται τα χέρια» και στις διοικήσεις κάποιων άλλων τραπεζών να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα. Το ποιες και πόσες τράπεζες θα ακολουθήσουν τελικώς θα εξαρτηθεί από το πόσο ανθεκτικές είναι οι δυνάμεις αυτές του ανταγωνισμού.
Ανεξάρτητα όμως από το εύρος που θα λάβει αυτός ο νέος κύκλος ανόδου των επιτοκίων, το 2008 δεν προδιαγράφεται ευοίωνο για τους δανειζόμενους (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), οι οποίοι χρωστούν στις τράπεζες περισσότερα από 200 δισ.. ευρώ.
Η Τράπεζα απέδωσε την απόφασή της αυτή στην παρατεταμένη αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Το συγκεκριμένο επιτόκιο αφορά κυρίως τις χρηματοδοτήσεις για κεφάλαια κίνησης. Ωστόσο η απόφαση της Τράπεζας να τ' αυξήσει, εκλαμβάνεται ως προπομπός ανάλογων κινήσεων και σε άλλες κατηγορίες χορηγήσεων, είτε αυτές αφορούν επιχειρήσεις είτε ιδιώτες. Αλλωστε περί αυτού είχε προϊδεάσει ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Νίκος Νανόπουλος, ο οποίος μιλώντας σε δημοσιογράφους στις αρχές Δεκεμβρίου είχε κάνει λόγο για το τέλος των φτηνών στεγαστικών δανείων.
Ηδη η κρίση ρευστότητας που πλήττει το διεθνές πιστωτικό σύστημα είχε αγγίξει και την εγχώρια αγορά, αφού είχε οδηγήσει σε αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στη διατραπεζική (euribor) κατά 0,5% - 0,75%. Τα επιτόκια αυτά λειτούργησαν σαν ιμάντας, μεταφέροντας «αυτοδικαίως» ισόποσες αυξήσεις και όλα τα κυμαινόμενα επιτόκια χορηγήσεων, που ήταν συνδεμένα με το euribor.
Η επιβάρυνση αυτή είχε περάσει εμφανώς μεν σιωπηρώς δε, το τελευταίο δίμηνο τόσο στις δόσεις των στεγαστικών δανείων, όσο και στην καταναλωτική πίστη (δάνεια και πιστωτικές κάρτες). Ομως και το επιτόκιο των περισσοτέρων επιχειρηματικών δανείων προσδιορίζεται από το euribor, με αποτέλεσμα το κόστος του χρήματος να έχει αυξηθεί και σ' αυτές τις κατηγορίες χορηγήσεων.
Προάγγελος ανόδου
Κατά συνέπεια, η απόφαση της Eurobank να προχωρήσει σε αύξηση και του διοικητικώς καθοριζόμενου, βασικού επιτοκίου επιχειρηματικών χρηματοδοτήσεων, ερμηνεύτηκε από την αγορά ως προανάκρουσμα γενικευμένης ανόδου των επιτοκίων. Αλλωστε δεν είναι μόνο η άνοδος του επιτοκίου του euribor που έχει επιβαρύνει το δανεισμό των τραπεζών, οι οποίες με τη σειρά τους επιχειρούν να περάσουν το αυξημένο κόστος στην πελατεία τους.
Η περιορισμένη ρευστότητα του συστήματος είχε ωθήσει αρκετές τράπεζες εις άγραν καταθέσεων προσφέροντας ασυνήθιστα υψηλά επιτόκια σε μεγάλους κυρίως καταθέτες, προκειμένου να προσελκύσουν κεφάλαια. Μάλιστα αρκετά πιστωτικά ιδρύματα έχουν βρεθεί αντιμέτωπα με το δίλημμα, να απορροφήσουν τα ίδια μέρος του αυξημένου κόστους, τουλάχιστον μέχρι να ομαλοποιηθούν οι συνθήκες στην αγορά χρήματος, θυσιάζοντας όμως έτσι ένα μέρος των κερδών τους, είτε να σπεύσουν να μεταφέρουν την αύξηση αυτή στην «τιμή του χρήματος».
Πάντως ο ανταγωνισμός στην τραπεζική αγορά παρ' όλο που είναι οξύτατος αντιμετώπισε με κάποια ανακούφιση την πρωτοβουλία της Eurobank, καθώς έτσι «λύνονται τα χέρια» και στις διοικήσεις κάποιων άλλων τραπεζών να ακολουθήσουν το ίδιο παράδειγμα. Το ποιες και πόσες τράπεζες θα ακολουθήσουν τελικώς θα εξαρτηθεί από το πόσο ανθεκτικές είναι οι δυνάμεις αυτές του ανταγωνισμού.
Ανεξάρτητα όμως από το εύρος που θα λάβει αυτός ο νέος κύκλος ανόδου των επιτοκίων, το 2008 δεν προδιαγράφεται ευοίωνο για τους δανειζόμενους (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), οι οποίοι χρωστούν στις τράπεζες περισσότερα από 200 δισ.. ευρώ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 31/12/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου