Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

REBEL WITH A CAUSE

ΚΡΑΤΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ, ΘΕΣΜΙΚΗ ΒΙΑ

ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΑΓΑΖΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ




1. Το κράτος ως επιχείρηση


Η κρίση αξίωσε να βιώσουμε σε όλο το μεγαλείο του το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος ως ιδιότυπη επιχείρηση, η οποία έχει κατορθώσει να τελειοποιήσει τις αρχές και δομές λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με τρόπο που συνδυάζει μοναδικά τις «ευκαιρίες της ελεύθερης οικονομίας» με την «προστασία της κοινωνικής πρόνοιας».

Πράγματι, το κράτος που ως συλλογικός κεφαλαιοκράτης «αποσύρεται» από την οικονομική σφαίρα προκειμένου να απελευθερώσει δυνάμεις για το ιδιωτικό κεφάλαιο και την αγορά, πολιτεύεται στα δημόσια οικονομικά με βάση την αρχή: μηδενικό ρίσκο και θεσμική προστασία στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου, αξιοποίηση όλων των ευκαιριών ενισχυμένης κερδοφορίας με εγγύηση την προεξόφληση μελλοντικής «προσόδου» από τη μοναδική εξαρτημένη μεταβλητή στην κοινωνική εξίσωση, την εργασία.

Αν το παραπάνω ξενίζει αρκεί να εξετάσει κανείς από κοντά αυτή την παράξενη επιχείρηση που λέγεται «σύγχρονο κράτος», μια επιχείρηση που παράγει τους όρους γενικευμένης αναπαραγωγής της κοινωνίας ενισχύοντας τη θέση του κεφαλαίου στον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης.

Πρόκειται κατ’ αρχάς για τη μοναδική καπιταλιστική επιχείρηση, στην οποία το μετοχικό κεφάλαιο εισφέρουν κυρίως οι «διοικούμενοι» και όχι οι «διοικούντες». Ο μηχανισμός συγκέντρωσης και εισφοράς, η φορολογία, είναι εξαιρετικά αποδοτικός σε ό,τι αφορά τη μισθωτή εργασία και καταστατικά ατελέσφορος έως θεσμικά διάτρητος για το κεφάλαιο.

Αυτή η επιχείρηση έχει τη μοναδική ιδιότητα να επιδιώκει ως μέσο θεσμικής ολοκλήρωσης το πριόνισμα του κλαδιού πάνω στο οποίο κάθεται: σε αντίθεση με κάθε «υγιή» επιχείρηση που επιδιώκει τη χρηματοοικονομική ευρωστία με αύξηση των ιδίων και μείωση των ξένων κεφαλαίων, το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κράτος θεωρεί ότι η γενικευμένη αναπαραγωγή της κοινωνίας απαιτεί ολοένα λιγότερη συμβολή του «κοινού»: μειώνει λοιπόν τα ίδια (με την επιλεκτική μείωση της φορολογίας στα ανώτερα εισοδήματα και το κεφάλαιο) με αποτέλεσμα να στηρίζεται, νομοτελειακά, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα σε δανεισμό.

Συμβάλλουν όμως οι «ζημιές» που αναπόφευκτα προκύπτουν στην εμπέδωση του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου; Τα ελλείμματα που διευρύνονται μεταφέρονται διαρκώς «εις νέο» με επακόλουθο την απομείωση των ιδίων κεφαλαίων και τον διαρκή δανεισμό, τόσο για την εξυπηρέτηση των ελλειμμάτων όσο και του ίδιου του χρέους που ολοένα αυξάνεται. Δανεισμός που γίνεται ολοένα περισσότερο επαχθής μιας και η επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνοδεύεται από δυσμενέστερους όρους, σύμφωνα με τα θέσφατα της κυκλικά προσανατολισμένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Και τότε –ώ του θαύματος– το κράτος-επιχείρηση αντί να προχωρήσει στο μόνο ενδεικνυόμενο μέτρο που είναι η «αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» με τη φορολόγηση των πηγών χρήματος που δεσπόζουν στον κοινωνικό συσχετισμό, αν οι τελευταίες «επιθυμούν» να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, πραγματοποιεί ακριβώς το αντίθετο: αντί να επιβάλει φόρους, δανείζεται από εκείνους που διαθέτουν χρήμα.

Συμπέρασμα: μειώνει τους φόρους στους κρατούντες, δανείζεται από αυτούς δίνοντάς τους πρόσθετο εισόδημα, εισπράττει από τους κυριαρχούμενους στους οποίους με διάφορους τρόπους μειώνει επιπροσθέτως το εισόδημα, και συνεχώς επισείει το φόβητρο της χρεοκοπίας ώστε οι κυριαρχούμενες τάξεις να επιδείξουν τη δέουσα «σύνεση» για να «διασώσουν» κάποια από τα «κεκτημένα» (!) τους.

Το «σύγχρονο» κράτος φαίνεται να εφευρίσκει την «κοινωνική αέναη κίνηση» παραβιάζοντας κάθε νόμο της κοινωνίας και της λογικής. Παράγει χρήμα και εξουσία εκ του μηδενός, συμπιέζοντας τις κυριαρχούμενες τάξεις ολοένα περισσότερο.




2. Οι μηχανισμοί της επιχειρηματικότητας


Και ενώ το κράτος «πασχίζει» να διατρανώσει με περισσή «διαφάνεια» τον «μονόδρομο» της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών ως βασικό μηχανισμό εμπέδωσης και διεύρυνσης της συντριπτικής για το κεφάλαιο υπεροχής στον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, δείχνοντας διαρκώς τις άδειες τσέπες του στις όποιες διεκδικήσεις, προβαίνει σιωπηρά και εν κρυπτώ, αξιοποιώντας τη στεγανότητα των μηχανισμών, σε επιπρόσθετες ενέργειες βίαιης αναδιανομής εισοδήματος από τους μη έχοντες στους κατέχοντες.

Μιλάμε συγκεκριμένα για την επινόηση των πάσης φύσεως «αποδόσεων» που καλούνται οι μη έχοντες να «εκμεταλλευτούν» με βάση το γενικό πρόσταγμα: «Δεν έχεις καμία ευκαιρία. Αξιοποίησέ την!».

Το πρώτο βήμα έγινε εδώ και πολλά χρόνια σε όλο τον κόσμο, κατά προτίμηση με την παρότρυνση των κατά τόπους σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες εισήγαγαν τον καπιταλισμό του καζίνο σε κάθε σπίτι με την προσέλκυση των μικρο-αποταμιευτών στο χρηματιστήριο. Οι «παίκτες» είχαν περισσότερο από μια φορά την «ευκαιρία» να ζήσουν από κοντά το θαύμα της «επένδυσης» που μαγικά ξεδιπλώνεται ή συρρικνώνεται ανάλογα με τις επιθυμίες και προσταγές των κατεχόντων, σε αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκλήθηκε το «έγκλημα του χρηματιστηρίου».

Και το πρώτο βήμα ακολούθησαν πολλά επόμενα, των οποίων η πλήρης δυναμική μόλις σήμερα άρχισε να διαφαίνεται στην κρίση, συνδυαζόμενη με ευρείας κλίμακας κινήσεις του πολιτικού προσωπικού και της οικονομικής νομενκλατούρας. Σε όλα υπάρχει κοινός παρονομαστής: οι «αποδόσεις» της πάσης φύσεως ιδιοκτησίας φυσικών ή νομικών προσώπων.

Εδώ μεγαλούργησαν οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι κάθε λογής κράχτες τους με την εξαιρετικής σύλληψης «αξιοποίηση» των αποθεματικών των ταμείων σε δομημένα ομόλογα που αν δεν είχε προκύψει το «σκάνδαλο» ενδέχεται να είχαν καταλήξει σε κάποιους σκουπιδοτενεκέδες με trash bonds από ξεχασμένες τιτλοποιήσεις.

Εδώ δημιούργησαν και πάλι μερικοί υψηλής ευφυΐας χρηματοοικονομικοί εγκέφαλοι, που συνέλαβαν τη μοναδικής έμπνευσης ιδέα του swap που «πολλαπλασιάζει» την αξία του και μόνο από την ανταλλαγή «δημόσιας» με «μοναστηριακή» περιουσία, κάπως σαν τα ψάρια της Καινής Διαθήκης, ενώ ταυτόχρονα απαλλάσσεται από όλες τις δεσμεύσεις διαφάνειας και υποχρεώσεις λογοδοσίας των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων.

Εδώ τέλος αποκαλύφθηκε ότι το κράτος μπορεί να κινηθεί γρήγορα, αξιόπιστα και αποτελεσματικά, αν είναι να «διευκολύνει» το ιδιωτικό κεφάλαιο να αποκτήσει «κατ’ εξαίρεση» δικαιώματα και τίτλους που εγγυώνται μεγάλες αποδόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα εις βάρος των κοινωνικών αναγκών. Το κράτος αποχαρακτήρισε ταχύτατα δασικές εκτάσεις, έδωσε σε χρόνο ρεκόρ χρήσεις γης και όρους δόμησης, έκανε τάχιστα τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις και παρέσχε τις σχετικές άδειες, σε πλήρη αρμονία με τις απαιτήσεις του ατομικού κεφαλαίου.

Ενώ συγχρόνως «ανέθετε» σε υπουργούς να ασκούν «επιχειρηματικότητα χωρίς κινδύνους» και να παραδίδουν μαθήματα «νόμιμης» φοροδιαφυγής και φιλοσοφίας του δικαίου αναφορικά με την ηθική διάσταση της νομιμότητας από τηλεοράσεως. Γιατί η κερδοφόρα ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα βρίσκεται στον πυρήνα του δημοκρατικού κράτους και δεν πρέπει να δαιμονοποιείται – αντίθετα, αν δεν μπορεί να τύχουν υπεράσπισης οι πρακτικές της, όπως στην περίπτωση της Μανωλάδας, πρέπει να φιλτράρονται και να συγκαλύπτονται τα αποτελέσματά τους, με την ευγενική συνδρομή πάντα των δελτίων μαζικής προπαγάνδας των οκτώ, όπως συνέβη στην περίπτωση της δολοφονικής επίθεσης ενάντια στη συνδικαλίστρια στον χώρο των ιδιωτικών συνεργείων καθαρισμού Κωνσταντίνας Κούνεβα.

Όπου η στεγανότητα των μηχανισμών ταυτίζεται με τη δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ «νομιμότητας» και «παρανομίας»!




3. Η διεύρυνση της προεξόφλησης


Και ενώ το κράτος ενστερνίζεται σε όλες τις εκδοχές της τη σύγχρονη επιχειρηματικότητα, η κοινωνία βιώνει τη συνολική απαξίωσή της μέσα στην κρίση με τη γενικευμένη κατάρρευση των αγορών και των πάσης φύσεως διαμεσολαβητών τους. Η οποία βεβαίως δεν οδηγεί αυτόματα σε γενικευμένη ριζική αμφισβήτηση των συσχετισμών: η πρώτη αντίδραση στην κρίση είναι η γενικευμένη αμηχανία, ο φόβος μπροστά στο αβέβαιο μέλλον και ένα ενστικτώδες «συντηρητικό» ανακλαστικό που στοχεύει κατ’ ελάχιστο να περισώσει το υπάρχον, το «κεκτημένο».

Έτσι ενώ καταρρέει η προεξόφληση των μελλοντικών αποδόσεων των αξιών στο νεοφιλελεύθερο καρουσέλ, έρχεται αυτόχρημα να καταλάβει τη θέση της μια νέα διευρυμένη έννοια «κοινωνικής προεξόφλησης» που εδράζεται στη φαινομενολογία της συγκυρίας. Το κράτος, το κεφάλαιο και οι κυρίαρχοι συσχετισμοί δύναμης «προεξοφλούν» τη συναίνεση στην όποια διέξοδο, στο νέο «μονόδρομο», προκρίνοντας ήδη πριν το ανοιχτό ξέσπασμα της κρίσης λύσεις που προϋποθέτουν και «προεξοφλούν» την υποταγή των κυριαρχούμενων.

Το αποτέλεσμα είναι ότι με περισσό θράσος αξιοποιούνται οι συνέπειες της κρίσης για να οδηγηθούμε σε περαιτέρω επιδείνωση του συσχετισμού δύναμης εις βάρος της εργασίας: Στο επίπεδο της απασχόλησης προεξοφλούνται μαζικές απολύσεις και ανεργία, τις οποίες ήδη σημαντικές μερίδες του κεφαλαίου ασκούν προειδοποιητικά και χωρίς προφανή αιτία, ως άσκηση που βελτιώνει τους όρους ανταγωνισμού για το μεμονωμένο κεφάλαιο. Στην κατανάλωση προβάλλεται η προσαρμογή στα νέα δεδομένα, με μόνο ομολογημένο «αρνητικό» σύμπτωμα τη συμπίεση των κερδών και τη μείωση του εισοδήματος κεφαλαιακών μερίδων, για την οποία όμως αξιοποιείται η λύση που αναφέρθηκε στο προηγούμενο σημείο. Ενώ παράλληλα γίνεται πιο ρεαλιστικό το ενδεχόμενο αποδοχής από μέρους της εργασίας τού έως σήμερα αδιανόητου: μοίρασμα της ανεργίας, μείωση του χρόνου εργασίας με περικοπή των αποδοχών σύμφωνα και με τη «ρηξικέλευθη» πρόταση του ΕΒΕΑ. Τέλος, η κρίση ανοίγει εξ ορισμού το κεφάλαιο «ασφάλιση» αφού είναι φανερό ότι η κρίση θα μεταφερθεί σε (διευρυμένη) κρίση του ασφαλιστικού που θα φέρει πιο κοντά χρονικά την «εξυγίανση», δηλαδή περισσότερα χρόνια εργασίας, αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τον εργαζόμενο και μείωση για τον εργοδότη, μείωση των συντάξεων.

Όλα τα παραπάνω μετατρέπουν θρασύτατα τη χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση της εργασίας, όπως ακριβώς έχει επανειλημμένα δοκιμαστεί έως σήμερα με την κρίση υπερσυσσώρευσης και τη δημοσιονομική κρίση. Μόνο που η συνταγή αυτή πετυχαίνει μόνο αν επιβληθεί βιαίως, αν συνδυαστεί με το κατάλληλο μίγμα καταστολής. Και μια πρόχειρη ματιά στα φαινόμενα δείχνει ξεκάθαρα ότι η καταστολή είναι παντού, από τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι «δυνάμεις της αγοράς» έως τη θεσμική βία. Βία που πρέπει να υπάρχει αλλά και να φαίνεται για να έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα με τις «δυνάμεις κατοχής» των ΜΑΤ που ξεπροβάλλουν όταν η νύχτα πέφτει για να θυμίσουν «τις μέρες τις παλιές».




4. Η πρωτοκαθεδρία της βίας


Η βία είναι πανταχού παρούσα στην καθημερινότητα ως άποψη και τρόπος ζωής. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσες απλές υπηρεσίες υποστηρικτικές των καθημερινών λειτουργιών ενός νοικοκυριού, μιας δημόσιας υπηρεσίας, μιας επιχείρησης έχουν αναίτια υποκατασταθεί από τις λεγόμενες «υπηρεσίες ασφαλείας». Από τους σεκιουριτάδες που υποκαθιστούν τους θυρωρούς στις πολυκατοικίες και τις δημόσιες υπηρεσίες, ή το προσωπικό υποδοχής σε καταστήματα έως τους κάθε είδους συναγερμούς στις ιδιοκτησίες και τις αντίστοιχες περιπολίες στους δρόμους, η κοινωνία οφείλει να αισθάνεται ότι απειλείται, πρέπει να βιώσει την απειλή της ανασφάλειας καθημερινά στο πετσί της.

Αν όμως αυτή η «ιδιωτική» βία είναι απεχθής και ενίοτε κωμική ως προς το φαντασιακό που υπαινίσσεται (γιατί χρειάζομαι ένστολους μπράβους στα νοσοκομεία για να με κατευθύνουν στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας εισαγωγής ασθενούς;), η δημόσια βία με την ανεξέλεγκτη πανταχού παρούσα αστυνομία των ΜΑΤ είναι αποκρουστική και γενεσιουργός ενός νέου κύκλου βίας παντού, με το σύνδρομο του μπράβου σε νυχτερινό κέντρο που επιδεικτικά προβάλλουν.

Η κοινωνική βία υπάρχει καταστατικά ως απότοκος της δημοκρατικής παντοδυναμίας της αγοράς και των δυνάμεων της ταξικής κυριαρχίας. Με πολλαπλούς αποδέκτες.

Υπογραμμίζει την κρατική αυθαιρεσία και ωμή βία που δεν έχει ανάγκη να στηρίζεται πάντα στους νόμους ή που μπορεί να τους αγνοεί επιδεικτικά, μιας και στη δημοκρατία νόμος είναι πάντα το δίκιο του ισχυρότερου.

Συμπληρώνεται από τον κατασταλτικό ρόλο της δικαιοσύνης που με την «ελέω θεού» ανεξέλεγκτη και απόλυτα στεγανή λειτουργία της σχεδόν πάντα προστατεύει τη βία της αστυνομίας κατά της ακεραιότητας και ζωής των πολιτών (οι καταδίκες σε εκατοντάδες περιπτώσεις ωμής αστυνομικής βίας μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού!). Για να μη μιλήσουμε για τη διατεταγμένη και κατόπιν συναλλαγής «απονομή δικαιοσύνης» η οποία με έναν απίστευτο ευφημισμό αποκλήθηκε «παραδικαστικό κύκλωμα». Ή για το πόσες φορές «κατόρθωσε» η δικαιοσύνη να μην κρίνει μια απεργία «παράνομη και καταχρηστική»! Ή για την πρόσφατη ενεργοποίηση του «τρομονόμου» απέναντι στους διαδηλωτές του Δεκέμβρη, την άρνηση λήψης καταθέσεων αυτοπτών μαρτύρων που δεν στοιχειοθετούν τα φανταστικά κατηγορητήρια και την εξίσωση της συμμετοχής σε διαδήλωση με τη συμμετοχή σε παράνομες δραστηριότητες.

Μιλάμε για τα στοιχειώδη δικαιώματα που αγνοούνται ή καταπατώνται με απλές συμφωνίες-συναλλαγές που γίνονται δημόσια μπροστά στα μάτια μας.

Όπως τη σχετικά «ανώδυνη» κληρονομική (ενίοτε και διακομματική) μεταφορά του «δημοκρατικού εκλέγεσθαι» εντός της «πολιτικής οικογένειας», φαινόμενο που αισίως φαίνεται ότι έχει αγγίξει το ένα τρίτο περίπου των βουλευτών και επισφραγίζεται μπροστά στις κάμερες (βλ. ενδεικτικά την τοποθέτηση στις λίστες της ΝΔ και μετέπειτα εκλογή της κόρης του καταδικασθέντος για προστασία χασισοκαλλιεργητών πρώην υπουργού και πρωθυπουργικού συμβούλου Μ. Κεφαλογιάννη).

Ή την πολύ σημαντικότερη βεβαίως θεσμική βία που εκδηλώνεται με την προσπάθεια της κυβέρνησης να αγνοήσει την αποτυχία της στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και να επιβάλει από την πίσω πόρτα τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων με διάφορα νομικά τεχνάσματα.

Κυρίως όμως μιλάμε για την καθημερινή συστηματική και γενικευμένη καταπάτηση των «νόμων» που ρυθμίζουν εργασιακά, εισοδηματικά και ασφαλιστικά δικαιώματα του εργαζόμενου.

Όπως την παράνομη, ανασφάλιστη και κάτω του ελάχιστου ημερομισθίου απασχόληση μεταναστών, που μικρό δείγμα της είχαμε στη θερινή εξέγερση των μεταναστών που απασχολούνται εποχιακά στη συγκομιδή της φράουλας στην Αμαλιάδα.

Ή ακόμη την ανασφάλιστη εργασία καθαριστικού συνεργείου σε χώρους του ΙΚΑ (το οποίο προφανώς δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την παρανομία!).

Ή τον ξυλοδαρμό της καθαρίστριας στο Πολυτεχνείο Κρήτης από τον «εργολάβο» γιατί τολμούσε να επιμένει στο σεβασμό των δικαιωμάτων της.

Ή την εκπαραθύρωση οικιακής βοηθού, την απόπειρα συγκάλυψης του γεγονότος και τη σύλληψή της με σκοπό την απέλαση, ενώ ήταν κατάκοιτη στο νοσοκομείο.

Ή τη μαφιόζικη επίθεση με οξύ κατά της συνδικαλίστριας καθαρίστριας εργολαβικού συνεργείου στον ΗΣΑΠ για την οποία υπήρξε αγαστή συνεργασία όλων των μέσων ώστε να αποσιωπηθεί για να μην διαταράξει τη «χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα της Αθήνας»!

Ή την εν ψυχρώ δολοφονία του μαθητή στα Εξάρχεια που «είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή», όπως μας πληροφόρησαν τα δημοκρατικά μέσα ενημέρωσης.




5. Ο αδύναμος κρίκος


Ένα περιστατικό καθημερινής βίας με απρόσμενη κατάληξη, που φάνηκε ότι ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε στη γενικευμένη εξέγερση με κυρίαρχο το στοιχείο του «εξωθεσμικού». Όψη που έφερε σε μεγάλη αμηχανία τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, αδύναμους πλέον να χειριστούν την καθημερινότητα με τις συνήθεις προφάσεις και τον ολότελα αναξιόπιστο λόγο τους.

Είδαμε λοιπόν την περίφημη «δικαιοσύνη» να χρειάζεται μερικές εβδομάδες για να αποφανθεί αν τελικά «εξοστρακίστηκε» η σφαίρα πριν δολοφονήσει τον «άτυχο» μαθητή (όπου η ζωή είναι πλέον θέμα «τύχης»!), και τελικά να προβάλλει ως Πυθία.

Βιώσαμε τη θεσμική πολιτική και τους πολιτικούς να προσπαθούν να κουκουλώσουν το «συμβάν» και να καλούν τους εξεγερμένους να επιστρέψουν σε μια καθημερινότητα την οποία ούτε μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να κατανοήσουν.

Διαβάσαμε περισπούδαστες αναλύσεις που τοποθετούν τη σημερινή εξέγερση στην ιστορική προοπτική των «μεγάλων κατακτήσεων» προηγούμενων γενεών, ώστε γρήγορα να τελειώσουν με την «ανορθογραφία» του παρόντος και να στιγματίσουν το αναίτιο της «μηδενιστικής επανάστασης».

Είδαμε χορτασμένους φαλαινόμορφους πολιτικούς να μας εξηγούν ότι αναμένουν τη διατύπωση αιτημάτων από τους «ταραξίες», λες και η εξέγερση δεν είναι αίτημα από μόνη της.

Διότι δεν είναι σε θέση να «αντιληφθούν» το επίδικο αντικείμενο της εξέγερσης μιας και δεν ταιριάζει στον θαυμαστό κόσμο που έχουν οικοδομήσει πάνω στα συντρίμμια της κοινωνίας της αλληλεγγύης και των αναγκών.

Η ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία του νεοφιλελευθερισμού αδυνατεί να συλλάβει την «εξέγερση των προνομιούχων» διότι έχει απεμπολήσει βασικές έννοιες που –έστω και συμπληρωματικά και ηγεμονευόμενα– συνόδευαν το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος, και μαζί τους τα τελευταία θραύσματα κοινωνικής συνοχής.

Τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα έχουν πλέον αντικατασταθεί από το αδυσώπητο καθεστώς του ανταγωνισμού και των ευκαιριών. Οι συλλογικές αξίες και ανάγκες είναι μια υποσημείωση της ιστορίας του αιώνα των «μεγάλων ολοκληρωτισμών» και αποβάλλονται μαζί με τα απόνερα των κατακτήσεων της εργασίας. Οι ανάσες αναζήτησης και προβληματισμού υπάρχουν μόνο για τη «νέα επιχειρηματικότητα» και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των κοινωνιών στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Η κατοχύρωση των κεκτημένων μπορεί να γίνει μόνο αποδεκτή ως μέσο περιστολής των δικαιωμάτων του «άλλου», του «ξένου», του «εκτός». Και επειδή οι παλαιότεροι μπορεί να φέρουν ακόμη μνήμες από τον «αιώνα των άκρων», η πειθάρχηση και η προσαρμογή έχει από χρόνια εστιαστεί στους νέους που καλούνται να «μάθουν» τους νέους κοινωνικούς ρόλους και να ενστερνιστούν άμεσα τις κοινωνικές αξίες του ανταγωνισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού.

Η πρώτη εκδοχή αυτής της αλλαγής παρατηρείται στο σχολείο, όπου ο συνδυασμός της παραδοσιακής εθνικιστικής, θρησκόληπτης και ελληνοκεντρικής ιδεολογίας συνυπάρχει με την λατρεία της ανταγωνιστικότητας, του γρήγορου «προσανατολισμού στο επάγγελμα» και της προσαρμογής σε πρότυπα περιστολής των βαθμών ελευθερίας της καθημερινότητας αναντίστοιχης με τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που δίνονται στην εποχή.

Και κυρίως για τους εφήβους που ήδη από το γυμνάσιο, αλλά το αργότερο στο λύκειο οδηγούνται σε μια αδιανόητη πολυετή εκμάθηση της υποταγής μέσα από τον πειθαναγκασμό ενός παράλογου εξεταστικού για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, που όμοιό του δεν έχει υπάρξει στην πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας και άλλων κοινωνιών. Των ΑΕΙ που φυσικά στόχο έχουν να είναι χώροι στους οποίους μέσα από τη «σύνδεση με την παραγωγή» εκκολάπτεται η «νέα επιχειρηματικότητα».

Η εξέγερση με αφορμή τη στυγνή δολοφονία έδειξε ότι η νεολαία που ζει υπό καθεστώς περιστολής των επιθυμιών και καταστολής της δημιουργικότητας αποτελεί αδύναμο κρίκο που έσπασε μέσα στην κρίση. Οι διάφορες εκδηλώσεις της –βίαιες και μη– έδειξαν ότι αναβαπτίζεται στη συλλογική δράση, βρίσκει τη χαρά του κοινού έξω από τους καθημερινούς καταναγκασμούς του ανελέητου ανταγωνισμού, που επιπλέον έχει δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα στην κρίση, και ζητάει ρόλο σε όσα προγραμματίζονται ερήμην αυτής για λογαριασμό της.

Γύρω από αυτό το σημείο κρυστάλλωσης άρχισαν βεβαίως να συμπυκνώνονται και άλλες αντιφάσεις που από μόνες τους δεν είχαν τη δυναμική να εκφραστούν: οι νέοι μετανάστες που ζουν σε καθεστώς «αθλίων» – το οποίο θα επιδεινωθεί καθώς θα επιδεινώνεται η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, οι συνταξιούχοι που στις λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές θυμήθηκαν τα παλιά, οι νέοι εργαζόμενοι που θυσιάζονται στο βωμό της κρίσης όπως πετιέται η σαβούρα από το πλοίο που βουλιάζει.

Και ενώ η αντίδραση ογκώνεται, υπάρχουν μερικοί που βιάζονται να «κλείσουν το ζήτημα». Συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στο νέο «συνταγματικό τόξο».




6. Τα παραμάγαζα της πολιτικής


Είναι απόλυτα «θεμιτό» και στη λογική των μηχανισμών να ισχυριστεί ο όποιος Υπουργός Εσωτερικών ότι το «συμβάν» της δολοφονίας είναι μεμονωμένο. Είναι αναμενόμενο ότι η «αξιωματική αντιπολίτευση», ακόμη και ηγουμένου του Γ. Παπανδρέου, θα κατορθώσει να ψελλίσει παραδοσιακά «εκλογάς!» για να δώσει τη λύση ο «λαός», έστω και αν ο τελευταίος ενίοτε «παραφέρεται» και δεν περιορίζεται στις κόσμιες διεκδικήσεις.

Είναι επίσης αναμενόμενο –και ευκταίο– η ριζοσπαστική Αριστερά να προσπαθήσει να κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να στηρίξει την εξέγερση. Πράγμα το οποίο επιχειρεί με συνέπεια ο ΣΥΡΙΖΑ, διαχειριζόμενος την καθημερινή πολιτική σε μια εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία και με όλα τα βέλη στραμμένα επάνω του.

Είναι επίσης προβλέψιμο ότι το ΚΚΕ αισθάνεται «ψύλλους στον κόρφο του», όποτε η δυναμική των αντιφάσεων ξεπερνάει τα –έτσι κι αλλιώς– εξαιρετικά περιορισμένα, στρεβλά και αντιδραστικά ερμηνευτικά σχήματα με τα οποία νομίζει ότι ιδιοποιείται νοητικά την πραγματικότητα. Και ότι είναι πάντα εχθρικό προς οτιδήποτε αφίσταται της «κομμουνιστικής» προοπτικής: δηλαδή των «αγώνων», της «αντιιμπεριαλιστικής»-«αντιμονοπωλιακής» συμμαχίας υπό την ηγεσία της «εργατικής πρωτοπορίας», της λατρείας του «έθνους», της «πατρίδας», των όποιων κρατικών μηχανισμών. Συνοπτικά ενός εθνικο-κομμουνισμού με ισχυρό κράτος στην κατοχή του.

Δεν ήταν όμως αναμενόμενο, να καταγγέλλει ως εξω- και αντι-θεσμική την εξέγερση και όσους την στήριξαν, ταυτιζόμενο με τα αντιδραστικά ανακλαστικά του συνταγματικού τόξου, την ιδεολογία των νοικοκυραίων και τη θεσμολαγνεία των μηχανισμών. Ή μήπως ήταν;

Γιατί δείγματα της συγκεκριμένης στάσης που εμπνέεται από τις εθνικιστικές - αντιδραστικές ιδεολογίες των μηχανισμών έχει δώσει από παλιά. Είναι αυτές οι ιδεολογίες που το οδήγησαν:

  • να καταγγείλει «το κλίμα που καλλιεργείται και τη διαπαιδαγώγηση στα Σώματα Ασφαλείας», σε αντιδιαστολή με τους «δημοκρατικούς θεσμούς» καθημερινού τραμπουκισμού, χαφιεδισμού και συκοφαντίας που έχει καθιερώσει στην πολιτική αντιπαράθεση, αφού τα είχε με συνέπεια θεσμικά υπηρετήσει στους ανύπαρκτους «σοσιαλιστικούς παραδείσους»,

  • να καταγγείλει την εξέγερση ως προβοκάτσια «βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης», τον «πυρήνα των λεγόμενων αντιεξουσιαστών (που) είναι ασύδοτος, ελεύθερος, να διασύρει τον οργανωμένο αγώνα, να εμφανίζεται ως ανώδυνο υποκατάστατο της ταξικής πάλης» όπως άλλωστε το έχει κάνει επανειλημμένα στις «επικράτειες» της ηγεμονίας του,

  • να εγκαλεί «την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να σταματήσει να χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων» μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό με θέμα την εξέγερση, πράγμα που κάνει «γιατί βλέπει μπροστά την κάλπη, καρέκλες, ή μαξιλάρια», ενώ το ίδιο στην απόφαση της ΚΕ κήρυξε «εκλογική ετοιμότητα»,

  • να διαχωρίζει «τη δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση για τα θύματα της κρατικής καταστολής» από τον «σκληρό πυρήνα των κουκουλοφόρων και τα όσα λέγονται για νέες μορφές κινήματος» που «έχει προκύψει από τους κόλπους της κρατικής εξουσίας και χρησιμοποιείται για να συκοφαντήσει το λαϊκό κίνημα»,

  • να σημειώνει ότι «δεν υπήρξε προσχεδιασμός για το θάνατο του μαθητή», πιθανώς γιατί αποφεύγει να κινείται σε «απαγορευμένες περιοχές» όπως τα Εξάρχεια και δεν «γνωρίζει» τίποτε για την παρουσία δυνάμεων κατοχής στην περιοχή.

Και ενώ καλοπροαίρετες ανακοινώσεις του ΣΥΡΙΖΑ «ελπίζουν ότι κάποτε θα σταματήσει αυτός ο κατήφορος», η προοπτική αυτή φαντάζει μάλλον ανέφικτη. Γιατί η στάση του ΚΚΕ ούτε συμπτωματική ούτε ευκαιριακή είναι, αλλά συνειδητή επιλογή μετά την κατάρρευση των «υπαρκτών» καθεστώτων που στήριζαν την αντιπροσώπευση των συμφερόντων τους από το «Κόμμα».

Το ΚΚΕ είναι «κόμμα της τάξης» γιατί στόχο έχει να διατηρήσει το status quo στις ανακατατάξεις που το έφεραν στην αδύνατη θέση του μοχλού. Ελλείψει στόχου, διεκδικεί στήριξη για να συντηρεί δυνάμεις μέσα από την αντιπροσώπευση λογής-λογής συμφερόντων: σφυρίζει αδιάφορα στην πώληση του «Γερμανού», δεν έχει πρόβλημα με τους «κομμουνιστές» αγοραστές του ΣΕΜΠΟ του ΟΛΠ, υιοθετεί «περίεργες» θέσεις σε διάφορες οικονομικές συναλλαγές με το κράτος που κατά επίσης «περίεργη» σύμπτωση συνδέονται με δικά του οικονομικά συμφέροντα. Η ιστορική σχέση του ΚΚΕ με την Αριστερά έχει διαρραγεί από καιρό, ενώ οι θιασώτες της «συνεπούς πολιτικής του» απαντώνται ολοένα συχνότερα στα εκάστοτε κυβερνητικά έδρανα, που θαυμάζουν την αφοπλιστική ειλικρίνεια με την οποία εκστομίζει εθνικο-κομμουνιστικές ανοησίες, για τις οποίες οι διαχειριστικοί περιορισμοί τους λειτουργούν απαγορευτικά.

Το ΚΚΕ είναι πλέον μια καρικατούρα της –έτσι κι αλλιώς– αντιφατικής ιστορίας του, ένα παραμάγαζο των κρατικών μηχανισμών, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς αυτούς και αποσπά ολοένα περισσότερο τον θαυμασμό του συνταγματικού τόξου, συμπεριλαβανομένου του Καρατζαφέρη και της Αυριανής.

Και αυτό δεν το συγκαλύπτει κανένας «αντιιμπεριαλισμός» που ανέξοδα και ανεγκέφαλα εκδηλώνεται σε κάθε διεθνοπολιτική διαταραχή. Ενώ το επιβεβαιώνει η βαθμιαία εντεινόμενη διολίσθησή του στον εθνικοκομμουνισμό, ιδίως μετά την κατάρρευση των κοινωνιών του κρατικού καπιταλισμού.

Αρκεί να διαβάσει κανείς ένα οποιοδήποτε τυχαίο απόσπασμα από τις θέσεις της ΚΕ για το επικείμενο συνέδριο που αποτυπώνουν το εθνικιστικό, φοβικό παραλήρημα και την αποθέωση του χαφιεδισμού ως ιδεολογικού φάρου για το μέλλον.

Good night and good luck!

Δεν υπάρχουν σχόλια:


Αναγνώστες