“Μόνο εάν
σπάσουν οι μεγάλες τράπεζες, τα εν μέρει εθνικοποιημένα παρακλάδια τους
μετατραπούν σε αυθεντικές δημόσιες επενδυτικές τράπεζες και ενθαρρυνθεί η ίδρυση
νέων κοινωνικοποιημένων και περιφερειακών τραπεζών μπορεί να λειτουργήσει προς
όφελος της κοινωνίας ο χρηματοπιστωτικός τομέας και όχι το αντίστροφο. Οι
ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει παταγωδώς – και χρειαζόμαστε μια δημόσια
δημοκρατική λύση”.
Του Seumas
Milne
guardian.co.uk,
Τρίτη 3 Ιουλίου 2012
μετάφραση
Σ.Ε.
Ο
μεγαλύτερος κίνδυνος του σκανδάλου χειραγώγησης των επιτοκίων που καταβροχθίζει
το Σίτι του Λονδίνου είναι να γίνει ο χειρισμός του και να εκτονωθεί με τους
συνήθεις τρόπους, και να μην αλλάξει τίποτε. Η παραίτηση στην οποία
εξαναγκάστηκε ο Μπομπ Ντάιμοντ, εκτελεστικός διευθυντής της Barclays, ακολουθεί
τις ίδιες τετριμμένες διαδικασίες αντιμετώπισης των κρίσεων που δυνητικά
απειλούν τους ισχυρούς: αποκηρύσσονται οι έχοντες τη μεγαλύτερη υπαιτιότητα,
πέφτουν συμβολικά λίγα κεφάλια, γίνεται η έναρξη κάποιας έρευνας από έμπιστους
ανθρώπους και φινίρονται οι κανονισμοί για να αποφευχθεί η επανάληψη των πιο
κατάφωρων ατοπημάτων.
Αυτό ήταν το
πρότυπο των περασμένων χρόνων, όταν το βρετανικό κατεστημένο άρχισε να παραπαίει
λόγω διαφόρων γεγονότων, από την καταστροφή του πολέμου στο Ιράκ μέχρι το
όνειδος των ευτελών δαπανών των βουλευτών εις βάρος του κράτους και τις
υποκλοπές τηλεφωνημάτων που οργάνωσαν εφημερίδες (αν και στην περίπτωση του
πολέμου στο Ιράκ, τα μόνα κεφάλια που έπεσαν ήταν οι διευθυντές του BBC και ένας
δεκανέας του στρατού). Όσον αφορά τις τράπεζες που προκάλεσαν τη μεγαλύτερη
οικονομική κρίση σε 80 χρόνια, διασώθηκαν και επιδοτήθηκαν από το κράτος, με
μόνη απώλεια τη θυσία ενός ιδιόρρυθμου βαρόνου του Σίτι, για να δείχνει την
αψήφιστη βλάβη που προκάλεσαν.
Δεν έχουμε
όμως την αντοχή να επιτρέψουμε και πάλι μια τέτοια πολιτική αμέλεια. Η απάτη που
αποκαλύφθηκε σχετικά με τη χειραγώγηση του κρίσιμου διατραπεζικού επιτοκίου
Libor –που επηρεάζει συμβόλαια, χρηματοπιστωτικά εργαλεία, υποθήκες και δάνεια
αξίας 500 τρισ. δολαρίων--* υπογράμμισε την κλίμακα της διαφθοράς που υπάρχει
στην καρδιά του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ακολουθεί η αποκάλυψη για την κακή
πώληση επικίνδυνων παραγώγων και την πληρωμή ασφαλειών προστασίας, για την
αδηφάγο φοροαποφυγή και για την κατάρρευση του βασικού συστήματος πληρωμών του
ομίλου τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών RBS-NatWest τον περασμένο
μήνα.
Είναι ήδη
σαφές ότι το μαγείρεμα του επιτοκίου, που στηρίζεται σε συμπαιγνία, επεκτείνεται
πέρα από την Barclays, και στην πραγματικότητα πέρα από το Σίτι του Λονδίνου.
Είναι μία από τις πολλές απάτες που έχουν γίνει ενδημικό φαινόμενο σε ένα
καταστροφικά απορρυθμισμένο σύστημα με εγγενή κίνητρα σχηματισμού καρτέλ για να
χειραγωγούν τη βασική τιμή της χρηματοδότησης. Και όχι μόνο αυτό, το μαγείρεμα
γινόταν δημόσια επί χρόνια –αναφέρθηκε πρώτη φορά το 2008-- και μέχρι τώρα δεν
είχε αναληφθεί καμιά ενέργεια για την αντιμετώπισή του.
Τα
ίδια έγιναν με το σκάνδαλο της υποκλοπής τηλεφώνων, που ξέσπασε οχτώ χρόνια
αφότου η Ρεμπέκα Μπρουκς ανέφερε στο Κοινοβούλιο ότι η News Corporation
[ιδιοκτησίας Μέρντοχ, η Μπρουκς ήταν στέλεχος του ομίλου] δωροδοκούσε την
αστυνομία και η ομολογία της αγνοήθηκε παντελώς. Την Τρίτη (3/7) η Barclays
επιδίωξε να ενοχοποιήσει αξιωματούχους του Γουάιτχολ στο μαγείρεμα των επιτοκίων
που έκανε και ένας οργισμένος Ντάιαμοντ, που μάχεται για μια αποζημίωση άνω των
20 εκατομ. στερλινών, είναι αναμενόμενο να πει πολλά περισσότερα όταν εμφανιστεί
στη Βουλή των Κοινοτήτων την Τετάρτη (4/7).
Όπως έγινε
και με τις εφημερίδες του Μέρντοχ, οι πολιτικοί που ταπεινώθηκαν μπροστά στη
χρηματοπιστωτική ελίτ αποκηρύττουν τώρα τους διεφθαρμένους τραπεζίτες και ο ένας
τον άλλον για την αποτυχία τους να τους φέρουν στον ίσιο δρόμο. Ο Ντέιβιντ
Κάμερον, το κόμμα του οποίου βασίζεται σε δωρητές από το Σίτι οι οποίοι
καλύπτουν πάνω από τα μισά έσοδά του, θέλει μια περιορισμένη για το Libor
κοινοβουλευτική έρευνα, προκειμένου να αποφύγει το σχηματισμό της ευρύτερης
εικόνας και θα αποδώσει μομφές στον ενθουσιασμό των Νέων Εργατικών για “ελαφριά
ρύθμιση” των τραπεζών στην κορύφωση του χρηματοπιστωτικού κραχ.
Ο
Εντ Μίλιμπαντ σωστά πιέζει για μια πολύ ευρύτερη, τύπου Λέβεσον,** δημόσια
έρευνα σε όλο το τραπεζικό σύστημα. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως η πολιτική
τάξη ως όλον υιοθέτησε την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα στα χρόνια
της αλματώδους επέκτασής του. Ενώ ο Τόνι Μπλερ και ο Γκόρντον Μπράουν κανάκευαν
τις τράπεζες, ο Τζορτζ Όσμπορν και οι Συντηρητικοί ζητούσαν ακόμη λιγότερες
ρυθμίσεις και έλεγχο, ακόμη και ο φιλελεύθερος δημοκράτης Βινς Κέιμπλ, τωρινή
μάστιγα των τραπεζιτών, υιοθέτησε τη θέση για “ελαφριά ρύθμιση” των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Υπάρχει και
άλλο ένα όνειδος για τις κυβερνώσες ελίτ της χώρας. Η καινούργια αποκάλυψη περί
διαφθοράς έρχεται ύστερα από τη διαπόμπευσή τους για την εξαπάτηση σχετικά με
τον πόλεμο στο Ιράκ, την απάτη στο Κοινοβούλιο και στην αστυνομία, τα εγκλήματα
μιας μαφίας των ΜΜΕ και την καταστροφική χρεοκοπία τραπεζών πριν από τέσσερα
χρόνια. Αυτό, βεβαίως, θα μπορούσε να είχε συμβεί μόνο σε ένα χρηματοπιστωτικό
τομέα όπου κυριαρχούν οι ιδιώτες και δείχνει την ανοησία της χρεοκοπημένης
ιδεολογίας της ελεύθερης αγοράς που ακόμη επικρατεί στη δημόσια
ζωή.
Οι
ισχυροί της πολιτικής και των επιχειρήσεων επιμένουν ότι όλα αυτά είναι πρόβλημα
ηγεσίας, των σάπιων μήλων, και μιας κουλτούρας που έχει εξελιχθεί στραβά. Όμως,
αυτές οι κουλτούρες γεννιούνται από δομές και συστήματα – και στην περίπτωση των
αφεντικών του Σίτι, η ανεξέλεγκτη μεγιστοποίηση του βραχυπρόθεσμου κέρδους είναι
καλό πράγμα εφόσον εκπληρώνει τις απαιτήσεις τους. Ασφαλώς, είναι αναγκαίο να
υπάρξει ένα ξεκαθάρισμα των αφεντικών του Σίτι, διώξεις και έρευνες ευρέος
φάσματος, αλλά μόνο μια βαθιά αλλαγή θα καθαρίσει αυτό το βόθρο.
Το
χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ήδη αποτύχει με τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό
κόστος. Έχει αποδειχθεί διεφθαρμένο, ανίκανο, αρπακτικό και οικονομικά
καταστροφικό. Η αξίωση του Σίτι να θεωρείται η αδιαμφισβήτητη μηχανή για τις
θέσεις εργασίας και τους φόρους της βρετανικής οικονομίας είναι μια ανοησία: τα
φορολογικά έσοδα που εισέπραττε το κράτος από τις τράπεζες, στα έτη της
αλματώδους επέκτασής τους, ωχριούν μπροστά στο κόστος της διάσωσης των τραπεζών
στα 2008-2009 , και οι φόροι που πλήρωναν οι τραπεζίτες ήταν χαμηλότεροι από
αυτούς της βιομηχανίας, ακόμη και στο πιο υψηλό τους σημείο.
Στην
πραγματικότητα, οι τράπεζες τρομπάρονται και φουσκώνουν με τις κρατικές
επιδοτήσεις και την κρατικά παρεχόμενη ρευστότητα που ακόμη παρακρατούν και δεν
τη διοχετεύουν σε παραγωγικά δάνεια εδώ και πέντε χρόνια που διαρκεί η κρίση.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που εξηγεί αυτό το φαινόμενο είναι η αχαλίνωτη πολιτική και
οικονομική δύναμη του Σίτι: το Σίτι έχει αποικιοποιήσει το Χουάιτχολ [έδρα της
βρετανικής κυβέρνησης] και τη δημόσια ζωή, υπαγορεύει τις ρυθμίσεις που το
αφορούν, πολιτικοί και δημόσιοι αξιωματούχοι εναλλάσσουν θέσεις στον κρατικό και
στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τα πολιτικά κόμματα αγοράζονται από τους
τραπεζίτες. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει σφετεριστεί τη
δημοκρατία.
Το
κραχ του 2008 έδωσε μια τεράστια ευκαιρία να τσακιστεί αυτή η λαβή που έχουν
εφαρμόσει οι τράπεζες και να μεταρρυθμιστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πήγε
χαμένη. Το σύστημα έμεινε άθικτο , ακόμη και τις τράπεζες που εν μέρει
εθνικοποιήθηκαν, όπως οι RBS και Lloyds, έκτοτε κάνουν το παν δυνατόν για να τις
παχύνουν, προκειμένου να επανιδιωτικοποιηθούν όσο γίνεται πιο γρήγορα (η άγρια
μείωση κόστους της RBS βρίσκεται πίσω από την εξευτελιστική επίδοσή της τον
περασμένο μήνα), αντί να χρησιμοποιηθούν ως κινητήρες επενδύσεων και
ανάκαμψης.
Το
σκάνδαλο με το μαγείρεμα των επιτοκίων δίνει τώρα μια δεύτερη ευκαιρία να
αυξηθεί η πίεση για μια αλλαγή εκ θεμελίων. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς
ότι αυτό μπορεί να γίνει από μια πολιτική συμμαχία που κυριαρχείται από τους
Τόρις, οι οποίοι χρηματοδοτούνται από το Σίτι, αλλά και το Εργατικό Κόμμα πρέπει
να ξεκόψει εντελώς από το προ κρίσης οικονομικό του μοντέλο.
Ο
πιο αυστηρός έλεγχος των τραπεζών ή ακόμη και ο πλήρης διαχωρισμός της λιανικής
από την επενδυτική τραπεζική δεν επαρκούν για να μετατοπίσουν το Σίτι προς τις
παραγωγικές επενδύσεις ή για να αποτρέψουν να εμφανιστεί ξανά μια συμπαιγνία
διαφθοράς, όπως μεταξύ της Barclays και άλλων τραπεζών που ήρθε πρόσφατα στο
φως. Όπως υποστηρίζει μια έκθεση της ερευνητικής ομάδας του Κέντρου Έρευνας και
Κοινωνικο-πολιτισμικής Αλλαγής (Cresc) του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ την
τρέχουσα εβδομάδα, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα του σύγχρονου τραπεζικού
συστήματος το καθιστά “σχεδόν ακυβέρνητο”.
Μόνο εάν
σπάσουν οι μεγάλες τράπεζες, τα εν μέρει εθνικοποιημένα παρακλάδια τους
μετατραπούν σε αυθεντικές δημόσιες επενδυτικές τράπεζες και ενθαρρυνθεί η ίδρυση
νέων κοινωνικοποιημένων και περιφερειακών τραπεζών μπορεί να λειτουργήσει προς
όφελος της κοινωνίας ο χρηματοπιστωτικός τομέας και όχι το αντίστροφο. Οι
ιδιωτικές τράπεζες έχουν αποτύχει παταγωδώς – και χρειαζόμαστε μια δημόσια
δημοκρατική λύση.
------------------------
*Κατά το
διάστημα 2005 - 2008 στελέχη της Barclays στοιχημάτιζαν στην πορεία των
επιτοκίων και ακολούθως προσπαθούσαν να επηρεάσουν χρηματιστές στις προθεσμιακές
αγορές να λάβουν ανάλογες θέσεις προς όφελος της τράπεζας. Επίσης από το 2007
έως το 2009, εν μέσω παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης δηλαδή, τραπεζίτες της
Barclays ενεργούσαν έτσι ώστε να αποκρύπτουν την πραγματική οικονομική κατάσταση
της τράπεζας προκειμένου αυτή να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια (Τα Νέα
online 29/6) .
**Η έρευνα
Λέβεσον (από το όνομα του λόρδου δικαστή που είναι επικεφαλής της) αφορά την
ευρεία διερεύνηση της κουλτούρας, της πρακτικής και της ηθικής του βρετανικού
Τύπου, με αφορμή το σκάνδαλο υποκλοπών από τον εκδοτικό όμιλο του Μέρντοχ
(2011).
http://www.tometopo.gr/home/news/837-2012-07-05-06-27-04.html
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου