Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τον Γκυ Ντεμπόρ το 1971 για να εμφανιστεί στο 13ο τεύχος (το οποίο δεν κυκλοφόρησε ποτέ) της επιθεώρησης “Καταστασιακή Διεθνής” . Παρέμεινε αδημοσίευτο μέχρι το 2004, οπότε κυκλοφόρησε με τον τίτλο La planète malade (Editions Gallimard, Οκτώβρης 2004) σαν μέρος μιας συλλογής κειμένων του Ντεμπόρ στην οποία περιλαμβάνονταν επίσης Η Παρακμή και η Πτώση της Θεαματικής-Εμπορευματικής Κοινωνίας (1966) και Το Σημείο Έκρηξης της Ιδεολογίας στην Κίνα (1967). Οι σημειώσεις στο τέλος του κειμένου είναι της ελληνικής μετάφρασης.
Πριονιστήριο το Χρυσό Χέρι
Δεκέμβρης 2007
Το ζήτημα της «μόλυνσης» είναι στη μόδα σήμερα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο είναι στη μόδα και η επανάσταση: αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή της κοινωνίας και αναπαρίσταται απατηλά στο θέαμα. Είναι μια πληκτική φλυαρία στο πλαίσιο μιας πληθώρας εσφαλμένων γραπτών και συζητήσεων που προκαλούν σύγχυση, ενώ στην πραγματικότητα επιβάλλεται αναγκαστικά στους πάντες. Αναδεικνύεται παντού ως ιδεολογία, ενώ κερδίζει έδαφος ως πραγματική διαδικασία.
Αυτές οι δύο ανταγωνιστικές κινήσεις – το ανώτερο στάδιο της εμπορευματικής παραγωγής και το σχέδιο της καθολικής της άρνησης, τα οποία είναι εξίσου πλούσια ως προς τις εσωτερικές τους αντιφάσεις – αναπτύσσονται μαζί. Είναι οι δύο όψεις μέσω των οποίων εκδηλώνεται η ίδια ιστορική στιγμή, η οποία αναμενόταν εδώ και πολύ καιρό και η οποία προβλέφτηκε συχνά από ανεπαρκή επιμέρους στοιχεία: η αδυναμία συνέχισης της λειτουργίας του καπιταλισμού.
Η εποχή που διαθέτει όλα τα τεχνικά μέσα για να μεταβάλλει κατά τρόπο απόλυτο τις συνθήκες ζωής σε ολόκληρη τη Γη είναι η ίδια εποχή που, μέσω της ίδιας διαχωρισμένης τεχνικής και επιστημονικής ανάπτυξης, διαθέτει όλα τα μέσα ελέγχου και αναμφισβήτητης προβλεπτικής ικανότητας προκειμένου να μετρήσει εκ των προτέρων με ακρίβεια πού – και πότε – θα οδηγήσει η αυτόματη αύξηση των αλλοτριωμένων παραγωγικών δυνάμεων της ταξικής κοινωνίας: δηλαδή, να μετρήσει την ταχεία υποβάθμιση των ίδιων των συνθηκών επιβίωσης με την πιο γενική και τετριμμένη έννοια του όρου.
Ενώ μερικοί ανόητοι στρέφονται στο παρελθόν και εξακολουθούν να ενδιατρίβουν – και να αντιτίθενται – σε μια αισθητική κριτική όλων αυτών, πιστεύοντας ότι δείχνονται διαυγείς και μοντέρνοι όταν προσποιούνται με επιτήδευση ότι θέλουν να νυμφευθούν τον αιώνα τους, καθώς ισχυρίζονται ότι η λεωφόρος υπερταχείας κυκλοφορίας ή η Σαρσέλ([i]) έχουν τη δική τους ομορφιά, την οποία πρέπει κανείς να προτιμά σε σχέση με την έλλειψη ανέσεων των «γραφικών» παλιών γειτονιών, ή παρατηρώντας με σοβαρότητα ότι ολόκληρος ο πληθυσμός τρέφεται καλύτερα, παρά την ύπαρξη εκείνων που νοσταλγούν το καλό φαγητό, το πρόβλημα της υποβάθμισης της ολότητας του φυσικού και του ανθρώπινου περιβάλλοντος παύει ήδη εντελώς να τίθεται στο επίπεδο της λεγόμενης ποιότητας – αισθητικής ή άλλης – των παλιών χρόνων και μετατρέπεται ριζικά στο πρόβλημα της υλικής δυνατότητας ύπαρξης ενός κόσμου που ακολουθεί μια τέτοια κίνηση. Στην πραγματικότητα, αυτή η αδυναμία ύπαρξης αποδεικνύεται ήδη από όλη τη διαχωρισμένη επιστημονική γνώση, που δε συζητά πλέον παρά μόνο σχετικά με την ημερομηνία λήξης και τα καταπραϋντικά που, αν εφαρμοστούν επιμελώς, μπορούν να την καθυστερήσουν ελαφρώς. Μια τέτοια επιστήμη μπορεί μονάχα να συνοδεύσει στην καταστροφή τον κόσμο που την παρήγαγε και την κατέχει, αλλά είναι αναγκασμένη να το κάνει με τα μάτια ανοιχτά. Δείχνει έτσι, σε βαθμό καρικατούρας, τον ανώφελο χαρακτήρα της γνώσης που δε χρησιμοποιείται.
Με λίγα λόγια, αν το εύρος και η ίδια η ύπαρξη των «Τρόμων του Έτους 1000» εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των ιστορικών, ο Τρόμος του Έτους 2000 είναι τόσο φανερός όσο και βάσιμος· αποτελεί, από τώρα και στο εξής, επιστημονική βεβαιότητα. Εντούτοις, αυτό που συμβαίνει δεν είναι θεμελιωδώς καινούριο: είναι απλώς η αναγκαστική κατάληξη μιας παλιάς διαδικασίας. Μια κοινωνία ολοένα πιο άρρωστη, αλλά επίσης ολοένα πιο ισχυρή, ανα-δημιούργησε παντού τον κόσμο ως το περιβάλλον και το διάκοσμο της αρρώστιας της, ως έναν άρρωστο πλανήτη. Μια κοινωνία που δεν έγινε ακόμα ομοιογενής και δεν αυτοκαθορίζεται, αλλά καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από ένα τμήμα της που τοποθετεί τον εαυτό του υπεράνω αυτής, που είναι εξωτερικό ως προς αυτή, ανέπτυξε μια κίνηση κυριαρχίας επί της φύσης η οποία δεν ελέγχεται. Ο καπιταλισμός παρέσχε τελικά, μέσω της ίδιας του της κίνησης, την απόδειξη ότι δεν μπορεί να αναπτύξει πλέον τις παραγωγικές δυνάμεις· και αυτό δεν ισχύει ποσοτικά, όπως πολλοί είχαν πιστέψει ότι κατάλαβαν, αλλά ποιοτικά.
Ωστόσο, για την αστική σκέψη, μεθοδολογικά, μονάχα το ποσοτικό είναι σοβαρό, μετρήσιμο, πραγματικό· ενώ το ποιοτικό δεν είναι παρά η αβέβαιη υποκειμενική ή καλλιτεχνική διακόσμηση του αληθινά πραγματικού που εκτιμάται με την πραγματική του βαρύτητα. Αντίθετα, για τη διαλεκτική σκέψη – επομένως για την ιστορία και το προλεταριάτο – το ποιοτικό είναι η πιο αποφασιστική διάσταση της πραγματικής εξέλιξης. Ιδού λοιπόν αυτό που τελικά απέδειξαν – ο καπιταλισμός κι εμείς.
Οι αφέντες της κοινωνίας είναι τώρα υποχρεωμένοι να μιλήσουν για τη μόλυνση, για να την καταπολεμήσουν (διότι, σε τελευταία ανάλυση, ζουν στον ίδιο πλανήτη με εμάς· ιδού η μοναδική έννοια με την οποία μπορεί κανείς να παραδεχτεί ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού πραγματοποίησε με αποτελεσματικό τρόπο μια ορισμένη συγχώνευση των τάξεων) και για να την αποκρύψουν: διότι η απλή αλήθεια των βλαβών και των υπάρχοντων κινδύνων είναι αρκετή για να αποτελέσει έναν τεράστιο συντελεστή εξέγερσης, μια υλική απαίτηση των εκμεταλλευομένων, εξίσου ζωτική όσο ήταν και η πάλη των προλετάριων του 19ου αιώνα για τη δυνατότητά τους να τραφούν. Μετά τη θεμελιώδη αποτυχία όλων των ρεφορμισμών του παρελθόντος – που απέβλεπαν όλοι στην οριστική επίλυση του προβλήματος των τάξεων –, ένας καινούριος ρεφορμισμός σκιαγραφείται, που υπακούει στις ίδιες αναγκαιότητες με τους προηγούμενους: να λαδώσει τη μηχανή και να ανοίξει καινούριες ευκαιρίες κέρδους για τις επιχειρήσεις αιχμής. Ο πιο σύγχρονος τομέας της βιομηχανίας ρίχνεται με τα μούτρα στα διάφορα καταπραϋντικά της μόλυνσης, που αποτελούν μια νέα ευκαιρία χρήσης και διαχείρισης του κεφαλαίου η οποία είναι πιο επικερδής από ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που μονοπωλείται από το Κράτος. Αλλά αν αυτός ο καινούριος ρεφορμισμός έχει εκ των προτέρων εξασφαλισμένη την αποτυχία του για τους ίδιους ακριβώς λόγους για τους οποίους απέτυχαν οι ρεφορμισμοί του παρελθόντος, διατηρεί έναντι εκείνων τη ριζική διαφορά ότι δεν έχει πια χρόνο.
Η ανάπτυξη της παραγωγής έχει επαληθευτεί πλήρως μέχρι τώρα ως η πραγματοποίηση της πολιτικής οικονομίας: ως η ανάπτυξη της αθλιότητας, που εισέβαλε και κατέστρεψε το ίδιο το περιβάλλον της ζωής. Η κοινωνία όπου οι παραγωγοί σκοτώνονται στη δουλειά, και δεν έχουν να περιμένουν παρά μόνο αυτό το αποτέλεσμα, τους δίνει με ειλικρίνεια τη δυνατότητα να δουν, και να αναπνεύσουν, το γενικό αποτέλεσμα της αλλοτριωμένης εργασίας ως αποτέλεσμα θανάτου. Στην κοινωνία της υπερ-αναπτυγμένης οικονομίας, τα πάντα εισέρχονται στη σφαίρα των οικονομικών αγαθών, ακόμα και το νερό των πηγών και ο αέρας των πόλεων, δηλαδή τα πάντα μετατρέπονται στο οικονομικό δεινό, «την τελειοποιημένη άρνηση του ανθρώπου», που περιμένει τώρα την πλήρη υλική της κατάληξη. Η σύγκρουση ανάμεσα στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής – αστικές ή γραφειοκρατικές – της καπιταλιστικής κοινωνίας εισήλθε στην τελική της φάση. Η παραγωγή της μη-ζωής ακολούθησε ολοένα και ταχύτερα τη γραμμική και σωρευτική της πορεία· έχοντας δρασκελίσει ένα τελευταίο κατώφλι στην εξέλιξή της, παράγει τώρα με άμεσο τρόπο το θάνατο.
Σήμερα, η τελευταία ουσιαστική, αναγνωρισμένη λειτουργία της αναπτυγμένης οικονομίας, σε ολόκληρο τον κόσμο όπου κυριαρχεί η εργασία-εμπόρευμα που εξασφαλίζει όλη την εξουσία για τους προστάτες της, είναι η παραγωγή θέσεων εργασίας. Επομένως, βρίσκεται κανείς πολύ μακριά από τις ιδέες υπέρ της προόδου που υπήρχαν τον προηγούμενο αιώνα σε σχέση με τη δυνατή μείωση της ανθρώπινης εργασίας μέσω της τεχνικής και επιστημονικής αύξησης της παραγωγικότητας, που υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζε ολοένα και ευκολότερα την ικανοποίηση αναγκών που αναγνωρίζονταν εκ των προτέρων από όλους ως πραγματικές χωρίς μια θεμελιώδη μεταβολή της ποιότητας των αγαθών που ήταν διαθέσιμα. Σήμερα, γίνονται τα πάντα προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, ακόμα και στις περιοχές της υπαίθρου που έχουν εκκενωθεί από τους χωρικούς, δηλαδή προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ανθρώπινη εργασία ως αλλοτριωμένη εργασία, ως μισθαριάτο(ii)· και έτσι, απειλούνται ανοήτως οι ίδιες οι βάσεις της ζωής του είδους, οι οποίες σήμερα είναι πιο εύθραυστες ακόμα και από τη σκέψη ενός Κέννεντυ ή ενός Μπρέζνιεφ.
Ο αρχαίος ωκεανός αυτός καθαυτός είναι αδιάφορος απέναντι στη μόλυνση· η ιστορία όμως δεν είναι. Δεν μπορεί να σωθεί παρά μόνο με την κατάργηση της εργασίας-εμπορεύματος. Και ποτέ άλλοτε δε χρειάστηκε τόσο επιτακτικά να κυριαρχήσει η ιστορική συνείδηση στον κόσμο της, διότι ο εχθρός που βρίσκεται στην πόρτα της δεν είναι πια μια ψευδαίσθηση, αλλά είναι ο θάνατός της.
Καθώς οι φτωχοί αφέντες της κοινωνίας, της οποίας βλέπουμε την αξιοθρήνητη κατάληξη – πολύ χειρότερη από όλες τις καταδίκες με τις οποίες ήταν σε θέση να την κεραυνοβολήσουν άλλοτε οι πιο ριζοσπάστες ουτοπιστές –, οφείλουν σήμερα να ομολογήσουν ότι το περιβάλλον μας έγινε κοινωνικό· ότι η διαχείριση των πάντων έχει γίνει μια άμεσα πολιτική υπόθεση – ακόμα και η διαχείριση των βοτάνων που υπάρχουν στους αγρούς, η δυνατότητα να πίνει κανείς νερό, η δυνατότητα να κοιμάται κανείς χωρίς να χρειάζεται να πάρει πολλά υπνωτικά χάπια ή η δυνατότητα να πλένεται χωρίς να υποφέρει από αλλεργίες –, σε μια τέτοια στιγμή βλέπει κανείς επίσης ότι η παλιά εξειδικευμένη πολιτική οφείλει να ομολογήσει ότι έχει ξοφλήσει πλήρως.
Η λεγόμενη «πάλη ενάντια στη μόλυνση», από την κρατιστική και ρυθμιστική της άποψη πρόκειται καταρχήν να δημιουργήσει καινούριες ειδικεύσεις, υπουργικές υπηρεσίες, jobs([vi]), γραφειοκρατική πρόοδο. Και η αποτελεσματικότητά της θα μετρηθεί εξολοκλήρου με τέτοια μέσα. Δεν μπορεί να αναχθεί σε πραγματική βούληση παρά μόνο μετασχηματίζοντας ριζικά το υπάρχον παραγωγικό σύστημα. Και δεν μπορεί να εφαρμοστεί με σταθερότητα παρά μόνο τη στιγμή όπου όλες οι αποφάσεις της, οι οποίες θα παίρνονται δημοκρατικά και με πλήρη γνώση της κατάστασης από τους παραγωγούς, θα ελέγχονται κάθε στιγμή και θα εκτελούνται από τους ίδιους τους παραγωγούς (για παράδειγμα, τα πλοία θα απορίπτουν αναπόφευκτα το πετρέλαιό τους στη θάλασσα όσο δε θα υπόκεινται στην εξουσία των αληθινών σοβιέτ των θαλασσών). Για να πάρουν όλες αυτές τις αποφάσεις και να τις εκτελέσουν, οι παραγωγοί πρέπει να ενηλικιωθούν: πρέπει όλοι τους να πάρουν την εξουσία.
H επιστημονική αισιοδοξία του 19ου αιώνα κατέρρευσε σε τρία βασικά σημεία. Πρώτον, στην αξίωση να εγγυηθεί την επανάσταση ως την ευτυχή επίλυση των υπάρχουσων συγκρούσεων (αυτή ήταν η Αριστερή-Χεγγελιανή και Μαρξιστική ψευδαίσθηση, η οποία βιώθηκε λιγότερο από την αστική διανόηση, αλλά ήταν η πλουσιότερη και, τελικά, η λιγότερο απατηλή). Δεύτερον, στη συνεκτική θεώρηση του σύμπαντος και, απλούστατα, ακόμα και της ίδιας της ύλης. Τρίτον, στην ευφορική και γραμμική αίσθηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αν κατακτήσουμε το πρώτο σημείο, θα έχουμε επίσης επιλύσει το τρίτο· και, αργότερα, θα μάθουμε να κάνουμε το δεύτερο σημείο δική μας υπόθεση και παιχνίδι. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα αλλά την ίδια την αρρώστια. Σήμερα, ο φόβος βρίσκεται παντού· δεν θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από αυτόν παρά μόνο αν εμπιστευθούμε τις δικές μας δυνάμεις, τη δική μας ικανότητα να καταστρέψουμε όλη την υπάρχουσα αλλοτρίωση και όλες τις εικόνες της εξουσίας που μας διαφεύγει. Εναποθέτοντας τα πάντα, εκτός από τους εαυτούς μας, στη μοναδική εξουσία των Εργατικών Συμβουλίων που θα κατέχουν και θα ανακατασκευάζουν κάθε στιγμή την ολότητα του κόσμου, δηλαδή στην πραγματική ορθολογικότητα, σε μια καινούρια νομιμότητα.
«Επανάσταση ή θάνατος»: αυτό το σύνθημα δεν είναι πια η λυρική έκφραση της εξεγερμένης συνείδησης αλλά η τελευταία λέξη της επιστημονικής σκέψης του αιώνα μας. Βρίσκει την εφαρμογή του στους κινδύνους που αντιμετωπίζει το είδος, καθώς επίσης στην αδυναμία προσαρμογής των ατόμων σε αυτούς τους κινδύνους. Σε αυτή την κοινωνία όπου, όπως είναι γνωστό, η αυτοκτονία προοδεύει, οι ειδικοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν ενοχλημένοι ότι είχε πέσει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα το Μάη του 1968. Εκείνη η άνοιξη αξίωσε επίσης έναν όμορφο ουρανό – χωρίς να ανέλθει με σαφήνεια σε αυτόν κατά τη διάρκεια της εφόδου –, καθώς αρκετά αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν και όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν τη βενζίνη που χρειάζονταν για να μολύνουν. Όταν βρέχει, όταν υπάρχουν τεχνητά σύννεφα πάνω από το Παρίσι, μην ξεχνάτε ποτέ ότι υπαίτια είναι η εξουσία. Η αλλοτριωμένη βιομηχανική παραγωγή προκαλεί τη βροχή.
Η επανάσταση ομορφαίνει τον καιρό.
Γκυ Ντεμπόρ (1971)
Σημειώσεις της μετάφρασης
(i) Σαρσέλ (Sarcelles): Συνοικία στα βορειοδυτικά προάστια του Παρισιού, όπου κυριαρχούν τα τεράστια, τετράγωνα κτιριακά συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1950 και 1960 στο πλαίσιο στεγαστικών προγραμμάτων του γαλλικού κράτους – ιδίως για τη μαζική στέγαση των αλγερινών και άλλων βορειοαφρικανών μεταναστών.
(ii) Salariat: Νεολογισμός που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας συνδυάζοντας τις λέξεις μισθός (salaire) και προλεταριάτο (proletariat).
(iii) P.C.F: Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Parti Communiste Français).
(iv) Βλάντισλαβ Γκομούλκα (1905-1982): Ηγέτης του πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Μετά την πολωνική εξέγερση του 1956, ο Γκομούλκα (ο οποίος βρισκόταν στη φυλακή κατά την περίοδο 1951-54 εξαιτίας διαμαχών στο εσωτερικό του κόμματος), τοποθετήθηκε στη θέση του γενικού γραμματέα και παρέμεινε σε αυτή μέχρι την εξέγερση του 1970 [βλ. σημείωση (v)].
(v) Το Δεκέμβρη του 1970 ξέσπασε εξέγερση σε ένα πλήθος πόλεων της βόρειας Πολωνίας (Γκντανσκ, Γκντύνια, Έλμπλαγκ και Στσέτσιν), με αφορμή την ξαφνική αύξηση των τιμών των τροφίμων και άλλων βασικών αγαθών. Στις 17 Δεκέμβρη, ο στρατός πήρε εντολή να ανοίξει πυρ κατά των εργατών στην Γκντύνια. Στη συνέχεια, η εξέγερση επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της Πολωνίας, οδηγώντας σε ένα κύμα απεργιών και καταλήψεων. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας και ο στρατός, εξοπλισμένος με τεθωρακισμένα και πολυβόλα, κατέστειλαν βίαια την εξέγερση, δολοφονώντας τουλάχιστον 40 και τραυματίζοντας τουλάχιστον 1000 ανθρώπους. Περίπου 3000 συνελήφθησαν. Ο Γκομούλκα και άλλα ηγετικά στελέχη του κόμματος αναγκάστηκαν να παραιτηθούν.
(vi) Jobs: Θέσεις εργασίας (αγγλικά στο πρωτότυπο).
(vii) Ζοζέφ Ντεζάκ (Joseph Déjacque, 1821-1864): Γάλλος αναρχοκομμουνιστής. Κήρυξε την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας επικρίνοντας τον Προυντόν, τον οποίο θεωρούσε «κεντριστή Αναρχικό», φιλελεύθερο αλλά όχι ελευθεριακό. Πήρε μέρος στη Γαλλική επανάσταση του 1848, οπότε συνελήφθη και φυλακίστηκε. Το 1851 διέφυγε στο Λονδίνο και, αργότερα, εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Την περίοδο που βρισκόταν στο Τζέρσεϊ (1852-53) έγραψε το αναρχικό δοκίμιο “Το Επαναστατικό Ζήτημα”. Το 1855, ο Ντεζάκ ήταν μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν το πρόγραμμα της Διεθνούς. Στη Νέα Υόρκη εξέδιδε από το 1958 ως το 1961 το περιοδικό “Ο Ελευθεριακός, Επιθεώρηση του Κοινωνικού Κινήματος” όπου δημοσίευσε σε συνέχειες το βιβλίο του “Η Ανθρωπόσφαιρα, Μια Αναρχική Ουτοπία”. Λίγο πριν το ξέσπασμα του αμερικανικού εμφυλίου (1861) επέστρεψε στο Λονδίνο και από εκεί στο Παρίσι, όπου και πέθανε (βλ. Μαξ Νεττλώ, Η Ιστορία της Αναρχίας, σελ. 96-98, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου