Πολλοί εσφαλμένα θεωρούν ότι ο Μπάρακ Ομπάμα αντιπροσωπεύει την ελπίδα για μια δημοκρατική αλλαγή στο πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Παραθέτουμε μια συνοπτική παρουσίαση της εως τώρα πορέιας του, για να ξέρουμε τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτόν και στο μέλλον.
Ο Μπάρακ Ομπάμα είναι ένας ακόμη ψευδοπροφήτης, ένας δημαγωγός που χρησιμοποιεί τις απογοητεύσεις και τις προσδοκίες της «άλλης Αμερικής» για προσωπικό του όφελος και του κόμματος του.
Στο ξεκίνημα της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο Ομπάμα συσσώρευσε τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο και απέκτησε φήμη μεταξύ των ακτιβιστών του Δημοκρατικού κόμματος χάρη στην ξεκάθαρη αντίθεση του στον πόλεμο του Ιράκ. Οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών θεώρησαν ότι στο πρόσωπο του νεαρού Αφρό-αμερικανού υποψήφιου βρήκαν έναν ιδεολόγο πολιτικό που ήταν διατεθειμένος να έρθει σε σύγκρουση με τα πάσης φύσεως πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα που αλλοιώνουν την δημοκρατική διαδικασία στην Ουάσινγκτον, προκειμένου να προωθήσει συγκεκριμένες αλλαγές μέσω του συστήματος. Με αυτήν την ελπίδα, η εκλογική βάση του Δημοκρατικού Κόμματος στο Ιλινόι αυθόρμητα συσπειρώθηκε γύρω από τον Ομπάμα και του χάρισε καθοριστικές νίκες σε ενδοκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις ενάντια σε υποψηφίους που υποστηρίζονταν επίσημα από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Δημοκρατικού Κόμματος.
Το 2004, εισήλθε θριαμβευτικά στην Γερουσία κραδαίνοντας το λάβαρο του μεταρρυθμιστή, αλλά ταυτόχρονα ξεχώρισε ως ο πιο ελπιδοφόρος νεαρός πολιτικός των Δημοκρατικών με προοπτικές για γρήγορη ανέλιξη στις βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας. Δυστυχώς για τους αφελείς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο Ομπάμα αποδείχτηκε ιδιαιτέρως επιρρεπής στα θέλγητρα της εξουσίας και γρήγορα επέλεξε τον νέο του ρόλο ως ναυαρχίδα του δικομματικού συστήματος στις ΗΠΑ, αντί γι’ αυτόν του εκλεκτού των μαζών.
Λησμονώντας γρήγορα τις προεκλογικές αντιπολεμικές διακηρύξεις του, ο Ομπάμα απέφυγε επιμελώς στα δύο χρόνια που βρίσκεται στην Γερουσία να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα έθιγε την πολεμική προσπάθεια των ΗΠΑ, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποπειράθηκε να αξιοποιήσει την προσοχή που αφειδώς του αφιερώνουν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης για να συμπεριλάβει στον δημόσιο διάλογο το θέμα του τερματισμού της κατοχής του Ιράκ. Άντ’ αυτού, επιδόθηκε σε μια επίδειξη επαίσχυντου λαϊκισμού προσαρμόζοντας τις δημόσιες τοποθετήσεις του γύρω από το ζήτημα του πολέμου, στις εκάστοτε διακυμάνσεις της αμερικανικής κοινής γνώμης σχετικά με το Ιράκ αλλά και αναλόγως το κοινό που είχε απέναντι του. Για παράδειγμα μιλώντας σε συγκέντρωση Δημοκρατικών ψηφοφόρων τον Μάιο του 2006, ο Ομπάμα καυτηρίασε τις απώλειες του Αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και αμφισβήτησε την συνολική πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό. Όταν όμως εμφανίστηκε στην δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή Meet the Press τον Ιανουάριο, δεν δίστασε να αναμασήσει τα πλέον κοινότυπα και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα υπέρ της συνέχισης του πολέμου, προκειμένου να παρουσιάσει οποιοδήποτε αίτημα για αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων ως «πρώιμο».
Αλλά ακόμη και αν ο Ομπάμα είχε τηρήσει μια συνεπή προφορική στάση κατά του πολέμου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που κυρίως απαιτείται από έναν γερουσιαστή είναι η παραγωγή νομοθετικού έργου. Η επιλεκτική, επικοινωνιακής υφής κριτική του Ομπάμα ωχριά μπροστά στις χειροπιαστές αντιπολεμικές πρωτοβουλίες του σκληροπυρηνικού Δημοκρατικού γερουσιαστή Τζακ Μούρτα που πρώτος έθεσε θέμα αποχώρησης των ΗΠΑ από το Ιράκ. Αυτό, ως μέτρο σύγκρισης της δράσης του Ομπάμα, με την δράση ενός αυθεντικά αντιπολιτευόμενου γερουσιαστή.
Σε αντιδιαστολή με τις δυναμικές παρεμβάσεις του Μούρτα, η μέχρι τώρα παρουσία του Ομπάμα στην νομοθετική διαδικασία χαρακτηρίστηκε από ατολμία, απροθυμία να έλθει σε ρήξη με το κατεστημένο και συμβιβαστικό πνεύμα προς τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ο Ομπάμα είναι απών από την μάχη που εξελίσσεται στις ημέρες μας, την προστασία δηλαδή της, έτσι κι αλλιώς υποτυπώδους, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έναντι των τυραννικών διαθέσεων μιας εκτελεστικής εξουσίας που ολοένα και αποχαλινώνεται. Αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτ., δεν είναι τίποτα άλλο από ένα συνταγματικό πραξικόπημα μακράς διάρκειας. Η προοδευτική Αμερική έχει συνείδηση αυτής της εξέλιξης, όμως ο Ομπάμα αρνείται πεισματικά να αποτελέσει την φωνή της. Όταν ο γερουσιαστής Ράσσελ Φάινγκολντ εισηγήθηκε την κλήση σε απολογία της Αμερικανικής κυβέρνησης για το θέμα των παράνομων εξωδικαστικών παρακολουθήσεων Αμερικανών πολιτών, ο Ομπάμα καταψήφισε την πρόταση, συντασσόμενος με τους απολογητές του «Καισαρισμού» στη Γερουσία και υπονομεύοντας την προσπάθεια ανόρθωσης του κύρους και της εξουσίας του νομοθετικού κλάδου έναντι του Προέδρου.
Επιπλέον, αντί να εργαστεί για την δημιουργία και επιβολή ενός προοδευτικού νομοθετικού πλαισίου με αντικείμενο την φορολόγηση των πολυεθνικών και την προάσπιση του κοινωνικού κράτους, ο Ομπάμα με αλάθητο ένστικτο γραφειοκράτη, προτίμησε να έλθει σε συμβιβασμό με τον επιχειρηματικό τομέα παρέχοντας γενναιόδωρα οικονομικά κίνητρα στις επιχειρήσεις υπό μορφή φοροαπαλλαγών, με αντάλλαγμα την παραχώρηση κοινωνικής ασφάλισης στο προσωπικό τους. Ενδεικτικός της μετριοπαθούς προσέγγισης του είναι ο νόμος του περί «υβριδικής ιατρικής περίθαλψης», που προβλέπει την εκχώρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων στις αυτοκινητοβιομηχανίες, προκειμένου να καλύψουν τις δαπάνες που σχετίζονται με την ιατρική περίθαλψη του εργατικού δυναμικού τους.
Τέλος, η μεταμόρφωση του Ομπάμα από «πρίγκιπα» της μεταρρύθμισης σε «βάτραχο» της κομματικής συναίνεσης, ολοκληρώθηκε με τον πλέον ευκαταφρόνητο τρόπο μέσα από την καταλυτική άνωθεν παρέμβαση του στην προκριματική εκστρατεία για το χρίσμα των Δημοκρατικών στην περιφέρεια του Σικάγο. Εκεί τέθηκαν αντιμέτωποι η Τάμμυ Ντάκγουωρθ, βετεράνος του πολέμου του Ιράκ και ευνοούμενη της ελίτ του Δημοκρατικού Κόμματος, με την Κριστίν Σέγκελις, αντιπολεμική υποψήφια προερχόμενη από τις οργανώσεις βάσης των Δημοκρατικών. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ομπάμα είχε ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν διατελέσει «επαναστάτης» υποψήφιος κατά της κομματικής νομενκλατούρας, επέλεξε να στηρίξει την επίσημη υποψήφια Ντάκγουωρθ, λειτουργώντας ως θεματοφύλακας της κομματικής νομιμότητας και προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες για την κατάπνιξη της εσωκομματικής εξέγερσης που αντιπροσώπευε η υποψηφιότητα Σέγκελις.
Γράφτηκε ότι το μόνο πράγμα που ο Μπάρακ Ομπάμα έχει κοινό με την Κοντολίσα Ράις είναι το χρώμα του δέρματος. Πέρα όμως από αυτό, δυστυχώς φαίνεται πως και οι δύο πάσχουν εξίσου από απώλεια ιστορικής μνήμης και έλλειψη φυλετικής συνείδησης. Σήμερα, ο Ομπάμα όπως και η Ράις είναι και οι δύο αξιοσέβαστα μέλη της κλειστής λέσχης των επαγγελματιών πολιτικών της Ουάσινγκτον. Γι’ αυτό και όταν ο διορισμός της Ράις στο αξίωμα της Υπουργού Εξωτερικών τέθηκε για επικύρωση στην Γερουσία, ο Ομπάμα ψήφισε υπέρ του διορισμού χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Η ψήφος του δεν ήταν προϊόν φυλετικής αλληλεγγύης, αλλά σύμβολο ενός διαφορετικού είδους ομοψυχίας. Της ομοψυχίας των κρατούντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου