Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

ΤΩΡΑ ΠΟΥ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ ...

Πρόταση συνάντησης του αντικαmταλιστικoύ δυναµικού της εξέγερσης και κλιµάκωσης της µάχης

"Συντρόφισσα, σύντροφε. Εξεγερµένη Ελλάδα. Εµείς, οι πιο µικροί, από αυτή τη γωνιά του κόσµου, σε χαιρετάµε. Δέξου το σεβασµό µας και το θαυµασµό µας γι' αυτό που σκέφτεσαι και κάνεις. Από µακριά µαθαίνουµε από σένα. Ευχαριστούµε." (Μήνυµα του υποδιοικητή Μάρκος, EZLN).
"Πλανιέται σήµερα στην Ευρώπη, µετά τις βιαιότητες των Αθηνών, ένα άρωµα άνοιξης των λαών, ένα φάντασµα γενικευµένης εξέγερσης της ευρωπα'ϊκής νεολαίας ενάντια στην κρίση .... "~ (Κριστόφ Μπαρµπιέ, διευθυντής του συντηρητικού γαλλικού Εξπρές).


Τα "Δεκεµβριανά του 2008" αποτελούν το σοβαρότερο εξεγερτικό γεγονός µετά τη µεταπολίτευση. Για πρώτη φορά προκλήθηκε µια τόσο σοβαρή πολιτική κρίση πραγµατικά "από τα κάτω και από τα αριστερά", που απείλησε µε ανατροπή την κυβέρνηση και κλυδώνισε συνολικά το πολιτικό σύστηµα. Η εξέγερση έφερε στο προσκήνιο ένα ορµητικό κύµα πολιτικοποίησης µε νέα ποιοτικά κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισµικά χαρακτηριστικά. Η νέα εργατική βάρδια, η νεολαία της εκπαίδευσης, οι εργαζόµενοι, οι µετανάστες, όλοι αυτοί που η ζωή τους έγινε µάχη για την επιβίωση -ενώ γύρω τους χορεύουν τα δισ. που ενισχύουν τις τράπεζες και οι αγοραπωλησίες του Βατοπεδίου- ανέτρεψαν το φόβο, τη σιωπή, την εκλογική αναµονή και τα προγραµµατισµένα σχέδια όλου του επίσηµου πολιτικού σκηνικού.
Η βάση της εξέγερσης έχει βαθιές κοινωνικές ρίζες µέσα στην πολύπλευρη κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισµού και στις συνθήκες της συνολικής αστικής επίθεσης σε παιδεία - εργασία - λαϊκές ελευθερίες, που δηµιουργούν ένα εκρηκτικό µείγµα εργασιακής ανασφάλειας - υποβάθµισης όλων των συνθηκών ζωής - αντιδηµοκρατικής ασφυξίας, ταυτόχρονα µε ένα τεράστιο έλλειµµα "εκπροσώπησης" από το υπάρχον πολιτικό σύστηµα και πολιτικής προοπτικής.
Το "κοινωνικό υποκείµενο" που αποτέλεσε την "καρδιά" της εξέγερσης είναι µια πρωτότυπη, για τα ελληνικά δεδοµένα, σύνθεση - συνάντηση τµηµάτων της παιδείας και της εργασίας: µαθητές, φοιτητές, εργατική νεολαία της επισφαλούς εργασίας, της ελαστικότητας, της ανεργίας αλλά και µεγαλύτερες γενιές µε τα ίδια χαρακτηριστικά, εργαζόµενοι και µετανάστες. Αυτά τα κοινωνικά τµήµατα βρίσκονται στον πυρήνα της παιδείας και της νέας εργασίας, στην καρδιά του µοντέλου απόσπασης υπεραξίας και εκµετάλλευσης που προώθησε ο ολοκληρωτικός καπιταλισµός τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό ήταν που, άλλωστε, έκανε δυνατή την ευρύτατη λα'ϊκή απήχηση έως και στήριξη της εξέγερσης, αφού η πλειοψηφία της εργατικής τάξης αναγνώριζε, ακόµα και όταν δεν συµµετείχε ενεργά στις κινητοποιήσεις, χαρακτηριστικά της δικής της αγωνίας και αγανάκτησης απέναντι στην κατάργηση και των πιο στοιχειωδών δικαιωµάτων της.
Με αυτή την έννοια, το κίνηµα αυτό είναι και νεολαιίστικο και εργατικό, µε χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν περισσότερο στη νέα σύνθεση της εργασίας του ολοκληρωτικού καπιταλισµού και δεν είναι απλώς "νεολαία", ούτε πολύ περισσότερο "περιθώριο", "γκέτο" ή λούµπεν. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε ένα ενιαίο κίνηµα η µαθητική - φοιτητική και η εργατική νεολαία, και µε ένα τρόπο όλες οι γενιές (και όχι η γενιά) των 700 ευρώ και των νέων εργασιακών σχέσεων.
Μέσα από την εξέγερση εκφράστη κε ένα συνολικό "µπούχτισµα" και αντιπαράθεση µε την αστική τάξη πραγµάτων, και όχι µόνο µια αντικατασταλτική καταγγελία ή µια δηµοκρατική διαµαρτυρία (παρότι προφανώς αυτή έπαιξε το ρόλο του πυροδότη). Ήρθε στο προσκήνιο ένα βαθύ αντικαπιταλιστικό φορτίο που αγγίζει όλες τις πλευρές της ζωής, µια ευρύτερη προσπάθεια νοηµατοδότησης της καθηµερινής ζωής, µε σπάσιµο του καπιταλιστικού προτύπου (στο σχολείο, στην εργασία, στην κατανάλωση, στις εορτές κ.λπ.), η άρνηση του "κανονικού", του "οµαλού", του "συνηθισµένου", η επανοικειοποίηση "χαµένων" κοινωνικών δραστηριοτήτων, της πόλης κ.λπ., η αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής έξω από τη δικτατορία του εµπορεύµατος (κάτι που εκφράσθηκε και µε την πληθώρα επιθετικών ενεργειών ενάντια στα σύµβολα του συστήµατος, αλλά και µε ένα πλούτο πρωτοβουλιών εναντίωσης στον κυρίαρχο πολιτισµό).
Η εξέγερση είχε ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά πολιτικά χαρακτηριστικά: εξέφρασε συνολική αντίθεση µε όλο το πολιτικό σύστηµα, τον αστικό συνασπισµό εξουσίας και το κράτος (και όχι πρόσδεση σε κάποια τµήµατά του ή "εναλλακτικές λύσεις" εντός του), διεκδίκησε την ανατροπή της κυβέρνησης (και όχι απλά την παραίτηση κάποιων "υπευθύνων"), µίλησε για τις ανάγκες και τα δικαιώµατα σε παιδεία και εργασία και συνέδεσε το κοινωνικό πρόβληµα µε το αυταρχικό πλέγµα (δεν µίλησε απλά για "δηµοκρατία"), είχε µαζικά µαχητικά συγκρουσιακά χαρακτηριστικά στη δράση (και όχι απλά "παρελάσεις"). Ο Δεκέµβρης έδειξε το πώς κινήµατα µπορούν να γεννιούνται και να αναπτύσσονται γύρω από επιθετικά αιτήµατα µε ταχύτητα, µε την οποία οι αγώνες πολιτικοποιούνται σήµερα µπροστά στην ολότητα της επίθεσης.
Η εξέγερση ανέδειξε ένα πλούτο µορφών οργάνωσης και δράσης. Ξεχώρισε η µορφή της κατάληψης - κέντρο αγώνα - κέντρο αντιπληροφόρησης και των ανοιχτών συνελεύσεων, η οποία διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και έπαιξε πολύ σηµαντικό και κρίσιµο ρόλο, τόσο για την οργάνωση του κινήµατος µε ένα αµεσοδηµοκρατικό τρόπο, όσο και για τη συγκέντρωση και την παρέµβαση του αντικαπιταλιστικού δυναµικού. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην κατάληψη Νοµικής, αποτέλεσαν πραγµατικά µαζικά "εργαστήρια" πολιτικοποίησης και ανάπτυξης της εξέγερσης, ενώ ταυτόχρονα έδωσαν φωνή και "οργάνωση" σε ένα µεγάλο µέρος ανένταχτων αγωνιστών του κινήµατος. Αυτή η λογική δεν απάντησε µόνο στις πρώτες δυσκολίες του συντονισµού αλλά γεννήθηκε και από την ανάγκη για υπέρβαση της πλήρης απουσίας συλλογικών οργάνων σε τµήµατα της νεολαίας αλλά και εργαζόµενους που συµµετείχαν, αλλά και την προσπάθεια να γίνουν διαδικασίες σε µαζικούς χώρους που η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η επίσηµη Αριστερά ούτε ήθελαν ούτε µπορούσαν να τροφοδοτήσουν. Ένας "αστερισµός" πολύµορφων πρωτοβουλιών αναπτύχθηκαν, επίσης, στις συνοικίες και τις πόλεις, µε διαδηλώσεις, καταλήψεις, κέντρα αντιπληροφόρησης, λα'ϊκές συνελεύσεις κ.λπ., διαχέοντας το κλίµα της εξέγερσης σε όλη την κοινωνία και διαµορφώνοντας χώρους για την ενότητα και αγωνιστική έκφραση ενός ευρύτερου λα'ϊκού δυναµικού.
Σηµαντικό χαρακτηριστικό της εξέγερσης ήταν και η υιοθέτηση µαζικών πρακτικών βίας, ως αντι-βία απέναντι στη θεσµοθετηµένη πολυεπίπεδη βία της αστικής εξουσίας. Η σύγκρουση, φαντάζει όλο και περισσότερο ως φυσιολογική πρακτική του κινήµατος όσο και η διαδήλωση και η κατάληψη. Πέρα από αυθόρµητη έκφραση οργής, αυτό αποτελεί και µια έµπρακτη κριτική προς όλες εκείνες τις συνηθισµένες "δοµηµένες", "οργανωµένες" και "περιφρουρηµένες" µορφές αντίδρασης. Η συµβολική βία ήταν συστατικό στοιχείο του κινήµατος, συγκροτούσε το "φαντασιακό" και τροφοδοτούσε το συµβολικό κόσµο της εξέγερσης (όπως φάνηκε πολύ χαρακτηριστικά στο µαζικό "πέσιµο" των µαθητών στα αστυνοµικά τµήµατα σε όλη την Ελλάδα, στη µαζική συµµετοχή νέων στα σπασίµατα τραπεζών και µαγαζιών, στο συµβολικό κάψιµο του χριστουγεννιάτικου δέντρου κ.λπ.).
Αν έτσι έχουν τα πράγµατα γύρω από τις βασικές εκτιµήσεις της εξέγερσης του Δεκέµβρη, θα πρέπει να αποτιµήσουµε σοβαρά τη στάση των "δίδυµων πύργων" του αστικού πολιτικού συστήµατος (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), αλλά και της ρεφορµιστικής και διαχειριστικής Αριστεράς. Η συζήτηση για την ανακήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης που απασχόλησε στα σοβαρά την κυβέρνηση (για πρώτη φορά τίθεται τέτοιο θέµα µετά τη µεταπολίτευση) δεν ήταν απλώς ένα τροµοκρατικό τέχνασµα, αντίθετα απηχούσε τον πραγµατικό φόβο της αστικής τάξης µπροστά στις διαστάσεις που έτεινε να λάβει η εξέγερση και κυρίως µπροστά στον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα της. Είναι καθαρό πως η ΝΔ επένδυσε στην προσπάθεια για την επιβολή του Νόµου και της Τάξης, ενώ το εύρος της καταστολής που εξαπέλυσε αποτελεί "επένδυση" για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήµατος συνολικά. Το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να παίξει στην ίδια ακριβώς "ατζέντα" µε πρώτιστο στόχο την περιφρούρηση της αστικής οµαλότητας, ξεκαθαρίζοντας µε τη στάση του ότι δεν πρόκειται να "αξιοποιήσει" κρίσιµες για το σύστηµα καταστάσεις για την άνοδό του στην κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, µέσα στην εξέγερση αναδείχθηκε ακόµη περισσότερο ο εξίσου βαθύς καθεστωτικός ρόλος και των δύο εκδοχών της κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ο ΣΥΝ -ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη µέρα κιόλας έσπευσε να ζητήσει εκλογές ως διέξοδο από την κρίση, ακολούθησε τη ΓΣΕΕ στο ξεπούληµα της απεργιακής πορείας, ενώ "συνόψισε" τα αιτήµατα της εξέγερσης στο αίτηµα για "εκδηµοκρατισµό της αστυνοµίας". Το ΚΚΕ εξέφρασε µε καθαρό τρόπο την εχθρότητά του απέναντι σε οτιδήποτε µπορεί να απειλήσει πραγµατικά το σύστηµα, αποτέλεσε δύναµη υποστήριξης της κυβέρνησης και συκοφάντησης του κινήµατος, καθώςε αποδέχθηκε και ενίσχυσε την κυβερνητική επιχειρηµατολογία περί "κουκουλοφόρων" και πρόσφερε µαζί µε τις πιο συντηρητικές δυνάµεις άλλοθι στην κυβέρνηση, µε τις θεωρίες περί "ξένων κέντρων". Και οι δύο έδωσαν διαπιστευτήρια προς το κεφάλαιο πως δεν θα διαταράξουν τη σταθερότητα του συστήµατος.
Είναι φανερό ότι µπροστά στα µάτια µας εκρήγνυται µια νέα πολιτικοποίηση, η οποία δεν µπορεί να εκπροσωπηθεί από την υπάρχουσα Αριστερά. Το µεγάλο "στοίχηµα"~ είναι πώς αυτό το πολύµορφο αλλά βαθύ ρεύµα αµφισβήτησης και αντικαπιταλιστικής αναζήτησης θα διαµορφώσει το δικό του ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό πολιτικό ρεύµα, ικανό να δώσει τη µάχη της συνολικής ανατροπής και να δηµιουργήσει τις συνθήκες της επαναστατικής αλλαγής. Και σε αυτό το ερώτηµα δεν υπάρχουν έτοιµες απαντήσεις, ούτε προφανώς αρκεί µόνο η επίκληση του Δεκέµβρη. Η επαναστατική Αριστερά έχει να συνεισφέρει πολλά, αλλά πρέπει και να ακούσει και να "πάρει" πολλά ..
Η εξέγερση ανέδειξε την επείγουσα ανάγκη συνολικής ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστική ς Αριστεράς στο σύνολό της και προώθησης άλλου τύπου κοινωνικών και πολιτικών πρωτοβουλιών από αυτές που έχει συνηθίσει. Σε τέτοιες στιγµές, µέσα στη φωτιά της πολιτικής αντιπαράθεσης και των κοινωνικών συγκρούσεων, οι "πρωτοπορίες" κρίνονται στην πράξη, κατά πόσο και ποιες προθέσεις τους ισχύουν, και τελικά ποια είναι η αντικαπιταλιστική Αριστερά πέρα από τις διακηρύξεις της. Παρά το γεγονός ότι σε γενικές γραµµές υπήρξε επαφή µε την εξέγερση και κινητοποίηση εντός της, η αντικαπιταλιστική Αριστερά ούτε ενιαία εκτίµηση και στάση είχε, ούτε πολύ περισσότερο µια συνεπή πολιτική κατεύθυνση πλήρους "αγκαλιάσµατος"", ανάπτυξης και κλιµάκωσης της εξέγερσης. Αντίθετα αναδείχθηκαν και οξύνθηκαν µέσα στην εξέγερση οι διαφορές και τα αποκλίνοντα σχέδια των δυνάµεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Όλα αυτά έδειξαν στην πράξη ότι µια κεντρική συµµαχία οργανώσεων απέχει πολύ από το να έχει και πραγµατικά ενιαίο και προωθητικό για το κίνηµα προσανατολισµό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ πριν ο χώρος αυτός δεν είχε ταυτόχρονα τέτοιο πληθωρισµό κοινών πολιτικών ανακοινώσεων, αλλά και τέτοια πολυδιάσπαση στις πρακτικές. Το πρόσφατο αντιπολεµικό κίνηµα που ακολούθησε αµέσως µετά τον Δεκέµβρη είναι αδιάψευστος µάρτυρας για κάτι τέτοιο.
Το σοβαρότερο, όµως, είναι ότι, µε ευθύνη και του ΝΑΡ, όπως φάνηκε χαρακτηριστικά και στην κοινή εκδήλωση στο Σπόρτινγκ, αναπαράγεται στο χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ένα µοντέλο όπου οι οργανώσεις είναι οι αξιολογητές που βαθµολογούν και βγάζουν τα συµπεράσµατα του κινήµατος, φροντίζοντας πάντα να αυτοεπιβεβαιώνουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους, και προτείνοντας ως πολιτική προοπτική την "κεφαλαιοποίηση"" των πιο θετικών χαρακτηριστικών του κινήµατος στην επόµενη εκλογική αναµέτρηση. Τείνει να παγιώνεται η λογική πως τα πραγµατικά βήµατα ενοποίησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν δοκιµάζονται από τη συγκεκριµένη πράξη όλων, στα υπαρκτά µέτωπα της πάλης και στις µεγάλες συγκρούσεις, όπως αυτή της εξέγερσης του Δεκέµβρη, µε κριτή τους ίδιους τους αγωνιστές και µε κριτήριο τι προωθεί, οξύνει και κλιµακώνει την αντικαπιταλιστική πάλη, αλλά µέσα από µια "παράλληλη" πραγµατικότητα των πολιτικών γραφείων όπου οι όποιες πολιτικές µετατοπίσεις κρίνονται αποκλειστικά µε βάση τις διατυπώσεις και τις συγκλίσεις στα κείµενα και τις ανακοινώσεις.
Η πράξη του Δεκέµβρη έδειξε, όµως, ότι η ανεπάρκεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν προκύπτει απλά από τη µη συνένωσή της, αλλά από τη δυσκολία της να αναγνωρίσει το νέο κοινωνικό τοπίο του ολοκληρωτικού καπιταλισµού, την αδυναµία της να βγει από το καβούκι της αυτοαναγορευόµενης πρωτοπορίας και να επικοινωνήσει ουσιαστικά µε υποκείµενα, αντιστάσεις, αγώνες και αναζητήσεις που ξεφεύγουν από τις κατατάξεις και το βαθµολόγιο του δικού της πολιτικού λόγου, και κυρίως από το εκκωφαντικό έλλειµµα προγραµµατικής, θεωρητικής και πολιτισµικής τόλµης για επαναθεµελίωση και βαθιά ανανέωση της επαναστατικής πολιτικής και της εργατικής χειραφέτησης.

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΡ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Μέσα στις νέες συνθήκες που δηµιούργησε η εξέγερση, και µε ορατό το ενδεχόµενο µιας αναζωπύρωσής της καθώς θα οξύνεται η οικονοµική κρίση, επιβάλλεται ο επαναπροσδιορισµός των σκέψεων όλων µας και η τολµηρή αναπροσαρµογή του πολιτικού µας σχεδίου. Κεντρικός άξονας αυτής της αναπροσαρµογής πρέπει να είναι η διαµόρφωση και προώθηση µιας πρότασης για πλατιά συνάντηση του αντικαπιταλιστικού δυναµικού της εξέγερσης και των αγώνων, για τη συνέχιση και κλιµάκωση της µάχης για την ανατροπή της αστικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, για µια αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Για την ακρίβεια, χρειαζόµαστε όχι απλώς µια άλλη "πρόταση" αλλά ένα άλλο "µοντέλο πολιτικής"" για την προώθηση του παραπάνω στόχου. Μια λογική και πρακτική που θα υπερβαίνει το κυρίαρχο, ακόµη και µέσα στην αντικαπιταλιστική Αριστερά, µοντέλο της "εκπροσώπησης"" και της "από τα πάνω (και σε πολλές περιπτώσεις εκ των έξω) πολιτικοποίησης"" που αντιλαµβάνεται την ταξική επαναστατική πολιτική µε όρους a priori πρωτοποριών, άρα και αυτόκλητων εκφραστών της πολιτικοποίησης των "απαίδευτων εξοργισµένων µαζών"".
Η ανώτερη πολιτικοποίηση του εξεγερτικού κοινωνικού δυναµικού δεν µπορεί να γίνει µε τους όρους, τους δρόµους και τα σχήµατα του παρελθόντος: σωµατείο - παράταξη - κόµµα, ή µέτωπο - εκλογές - κόµµα. Η πολιτικοποίηση θα αναπτύσσεται όσο θα κατακτούνται στην πράξη περιεχόµενα που θα ενοποιούν και θα βγάζουν µπροστά τις ανάγκες και τις επιθυµίες, άλλα κριτήρια και αξίες από αυτά της καταναγκαστικής εργασίας, της αγοράς και της κατανάλωσης, αντικρατικές και αντιεµπορευµατικές πρακτικές και µορφές συλλογικότητας, αλληλεγγύης αλλά και πρακτικής οργάνωσης της ζωής. Περιεχόµενα και πρακτικές που θα σπάνε το µονοπώλιο του εµπορεύµατος, της γνώσης, του πολιτισµού, της πληροφορίας. Που θα τείνουν να διαµορφώσουν έναν ολόκληρο εναλλακτικό αντικαπιταλιστικό τρόπο ζωής και πολιτισµό.
Η εξέγερση, αλλά και όλοι οι αγώνες των τελευταίων χρόνων, έχουν φέρει στο προσκήνιο ένα µαχητικό ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό δυναµικό πολύ ευρύτερο (και σε ορισµένες περιπτώσεις πολύ πιο τολµηρό στην αναζήτηση και τη δράση) από τις οργανωµένες δυνάµεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αυτό το δυναµικό δεν εντάσσεται εύκολα σε προαποφασισµένες και οργανωτικά ελεγχόµενες διαδικασίες, δεν αναζητά "εκπροσώπηση", αλλά ψηλαφεί µέσα από τις δικές του εµπειρίες τους δικούς του δρόµους µιας ανατρεπτικής πολιτικής λογικής και πρακτικής. Χωρίς πραγµατική συµµετοχή, επικοινωνία και αλληλεπίδραση µε αυτές τις διεργασίες, κανένα σχέδιο για την άλλη Αριστερά δεν µπορεί να προχωρήσει µε πραγµατικούς κοινωνικούς όρους. Πραγµατικά βήµατα για τον πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς µπορούν να γίνουν µόνο και στο βαθµό που αυτό το δυναµικό θα γίνεται υποκείµενο αυτής της πορείας.
Τώρα είναι η ώρα ο δρόµος προς τον πόλο και την άλλη Αριστερά να γεµίσει µε τις αγωνίες, τις αναζητήσεις και τις πρακτικές των εξεγερµένων και των αγωνιζόµενων, καθώς η εξέγερση δείχνει ότι ο άµεσος επαναστατικός αγώνας είναι όχι µόνο ρεαλιστικός, αλλά ότι προσεγγίζεται αυθόρµητα και αντιφατικά από σηµαντικά τµήµατα νεολαίας και εργαζοµένων. Ένας τέτοιος δρόµος απαιτεί σήµερα ανοιχτές αµεσοδηµοκρατικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες που θα εµπλέκουν µε πρωταγωνιστικό ρόλο το αντικαπιταλιστικό δυναµικό και θα διαµορφώνουν έναν αστερισµό - δίκτυο επιτροπών πρωτοβουλίας, επιτροπών αγώνα, εργατικών σχηµάτων, λα'ϊκών συνελεύσεων, κινήσεων πόλης, καταλήψεων, πολιτιστικών οµάδων κ.λπ. Μέσω πραγµατικών αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων (και όχι καρικατούρων του τύπου που προηγήθηκαν της προηγούµενης εκλογικής αναµέτρησης, ούτε βέβαια "βαφτίζοντας"" συνελεύσεις τις εκδηλώσεις της Επιτροπής των οργανώσεων που συµφώνησαν στο Σπόρτινγκ) κατά θέµα, χώρο εργασίας και εκπαίδευσης, πόλη και γειτονιά, αλλά και πανελλαδικά, µπορεί και πρέπει να επιχειρηθεί η πολιτική ενοποίηση αυτών των πολύµορφων αντικαπιταλιστικών πρωτοβουλιών και συλλογικοτήτων, µε στόχο µια ανώτερου τύπου "κοινή δράση" που θα απλώνεται "από τα κάτω"" σε όλα τα µέτωπα και στο συνολικό πολιτικό επίπεδο µε κεντρικό άξονα την αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση στην κρίση.
Αυτό το µοντέλο άµεσης πολιτικής έκφρασης και συνδιαµόρφωσης των ίδιων των αγωνιστών απαιτεί την υπέρβαση του µονοπωλίου των πολιτικών οργανώσεων και της γραφειοκρατικής διαχείρισης της συνεργασίας τους, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει το ρόλο τους αντίθετα υπάρχει "πεδίο δόξης λαµπρό"" για όσες από αυτές µπορούν να δεχτούν να κρίνονται µέσα σε τέτοιου τύπου διαδικασίες και να συµβάλλουν δηµιουργικά σε αυτές. Σε αυτή την κατεύθυνση µπορούν και πρέπει να κινηθούν το ΝΑΡ και το ΜΕΡ Α (το οποίο πρέπει και το ίδιο να δοκιµάσει και να αναπτύξει ποιοτικά τους κοινωνικούς δεσµούς του, το πολιτικό και προγραµµατικό του κεκτηµένο).
Κεντρικό συστατικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας πρέπει να είναι η επανεξόρµηση και τολµηρή ανάπτυξη των ιδεών και των πρακτικών του νέου εργατικού κινήµατος της χειραφέτησης. Η εξέγερση έφερε στην επιφάνεια και βάθυνε το χάσµα ανάµεσα στις δυνάµεις της εργασίας και τον αστικοποιηµένο γραφειοκρατικό συνδικαλισµό. Το χάσµα αυτό θα διευρυνθεί ακόµη περισσότερο, καθώς εν µέσω κρίσης αυτός ο συνδικαλισµός δεν µπορεί να κάνει ούτε τα στοιχειώδη για την υπεράσπιση της θέσης των εργαζοµένων. Ήδη πληθαίνουν οι πρωτοβουλίες και οι µορφές ανεξάρτητης και αυτόνοµης συγκρότησης, αναζήτησης άλλης οργάνωσης και άλλου περιεχοµένου για το εργατικό κίνηµα. Είναι µια µεγάλη ευκαιρία, εποµένως, για να κοινωνικοποιηθεί µέσα σε αυτές τις αναζητήσεις η λογική του νέου εργατικού κινήµατος, να συνδεθεί πρακτικά µε τις προσπάθειες για αυτοοργάνωση, να προτείνει συγκεκριµένες µορφές και περιεχόµενα, ιδιαίτερα για τα νέα τµήµατα της εργασίας.
Για να προχωρήσει αυτή η λογική και πρακτική πρέπει να συγκρουστεί µε τη λογική και πρακτική της οµάδας πίεσης στο επίσηµο συνδικαλιστικό κίνηµα, που έχει όλη η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Πρέπει να δώσει πραγµατική µάχη για οργάνωση µορφών συγκρότησης για τη µεγάλη πλειοψηφία των εκτός συνδικαλισµού. Να αξιοποιήσει υπάρχοντα σωµατεία και την προσπάθεια συντονισµού τους, αλλά όχι ως αποκλειστικό πεδίο και µάλιστα στο όνοµα ενός "θεσµικού συνδικαλισµού"" που αντιπαρατίθεται στην "αυτονοµία"". Κύριο µέτωπο αυτής της προσπάθειας πρέπει να είναι η µάχη για συνελεύσεις, επιτροπές βάσης, αυτοτελή ανάπτυξη αγώνων, ακόµη και απεργιών, πέρα έξω και ενάντια στο πλαίσιο του αστικοποιηµένου συνδικαλισµού.
Ειδικά για τη νεολαία, ο Δεκέµβρης έδειξε τη δυνατότητα ενοποίησης των επιµέρους αγώνων µε βάση µια πρόταση που θα τοποθετείται από τη σκοπιά του κοινωνικά αναγκαίου, δηλαδή µιας σύγχρονης χάρτας αναγκών και δικαιωµάτων της νεολαίας µε αντικαπιταλιστικό περιεχόµενο. Τώρα, µε την εµπειρία σε αιτήµατα και µορφές που έδωσε ο Δεκέµβρης, µπορούµε να προτάξουµε την ενότητα της εργατικής και της σπουδάζουσας νεολαίας, µπορούµε να συµβάλλουµε αποφασιστικά σε µια αγωνιστική αντικαπιταλιστική πρόταση, σε περιεχόµενο και µορφή που θα απευθύνεται σε όλη τη νεολαία κόντρα στον κατακερµατισµό και την πολυδιάσπαση, στη δηµιουργία αντίστοιχων κέντρων αγώνα και συνελεύσεων νεολαίας που θα ενοποιούν το διάσπαρτο δυναµικό και θα τροφοδοτούνται από τα µέτωπα και τους αγώνες.
Συνολικά, αυτή η πολιτική πρόταση και δράση, και το σχέδιο το οποίο συνεπάγεται (που αφορά τόσο το πολιτικό επίπεδο αλλά και τα κρίσιµα µέτωπα του εργατικού, της εκπαίδευσης, του πολέµου, των λα'ϊκών ελευθεριών), είναι πραγµατικά η πλέον ενωτική, µετωπική, αντισεχταριστική προσπάθεια για ουσιαστικά βήµατα διαµόρφωσης του αντικαπιταλιστικού πόλου στις σηµερινές συνθήκες. Απαντά στο κορυφαίο ζήτηµα της ταξικής πάλης σήµερα, που µπορεί να δηµιουργήσει πολιτικά γεγονότα µεγάλης εµβέλειας. Μπορεί να πυροδοτήσει πολύµορφες δράσεις που θα τροφοδοτούν την ενιαία κοίτη της αντικαπιταλιστικής πάλης. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία θα κρίνονται και οι πραγµατικές πολιτικές συγκλίσεις ή και το πραγµατικό βάθος των διαφορών. Μια τέτοια πρωτοβουλία µπορεί να επιδρά και να επηρεάζει την παρέµβαση στους υπαρκτούς θεσµούς που δρα η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Θα είναι ο πραγµατικός ελεγκτής του αντιθεσµικού ή όχι προτάγµατός της, της υπέρβασης ή όχι του εφησυχασµού και της περιχαράκωσης σε αυτό που χρόνια αναγνώριζε η Αριστερά ως "οργανωµένο κίνηµα>" και που σήµερα αδυνατεί να οργανώσει ούτε το ένα τρίτο των εργαζοµένων. Ταυτόχρονα θα διαµορφώσει το έδαφος για τον πραγµατικό επαναστατικό µετασχηµατισµό της ίδιας της αντικαπιταλιστική ς Αριστεράς. Πιστεύουµε ότι η συζήτηση και η δράση για πολιτικές πρωτοβουλίες µε αυτά τα χαρακτηριστικά είναι το βασικό στοίχηµα για την περίοδο που διανύουµε, µπροστά και στις αναµετρήσεις που έρχονται.
Στο εκρηκτικό τοπίο της κρίσης και της εξέγερσης, η σύνδεση της ανάγκης για ζωή χωρίς καπιταλισµό, µε το πρόταγµα και τις µορφές του αγώνα στο σήµερα, η ρεαλιστικότητα της επαναστατικής λύσης του κοινωνικού προβλήµατος θα πρέπει να είναι στην προµετωπίδα µιας τέτοιας προσπάθειας. Αυτό είναι που µπορεί να αλλάζει συσχετισµούς, να αλλάζει και τις ιδέες και τις ίδιες τις πράξεις. Και το µέλλον της εξέγερσης του Δεκέµβρη που διαρκεί πολύ δεν µπορεί παρά να προχωρήσει µέσα από τις κοινωνικές αναµετρήσεις που έρχονται, µέσα από την αγωνία και την ελπίδα των αγωνιστών και του δυναµικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που "δίχως καβάντζα καµιά" γέµισαν τους δρόµους, τις συνοικίες, τις σχολές και τα σχολεία µε την πιο ρεαλιστική ουτοπία της εποχής µας.

Αγαπητού Κυριακή,
Ζέρβας Βαγγέλης,
Λεγάκη Αντωνία,
Μανώλης Ισαάκ,
Παπαδηµητρίου Φώντας,
Πελεκούδας Νίκος,
Φωτάκης Κώστας,
Χαριτάκης Κώστας


Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2009

Σχετικά με την πορεία για την Κ. Κούνεβα

Ορισμένες σκέψεις για τη χτεσινή πορεία.

Η χθεσινή πορεία αλληλεγγύης στην Κ. Κούνεβα έδειξε σε όλους μας, κατά τη γνώμη μου, κάποια πράγματα:

Α) Η εξέγερση του Δεκέμβρη έχει αλλάξει τον τρόπο της λειτουργίας του κόσμου στο δρόμο. Η βία σαν κοινωνική πρακτική έχει πλέον διαχυθεί σε βαθμό που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να ελεγχθεί. Η διαδικασία διάχυσης της κοινωνικής βίας είχε ξεκινήσει από το φοιτητικό κίνημα του 2006-07, αλλά τώρα λόγω της πολύ πιο διευρυμένης σύνθεσης του κομματιού του προλεταριάτου που κατεβαίνει στο δρόμο έχει φτάσει σε πολύ υψηλό επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι τα χθεσινά γεγονότα ήταν μικρότερης κλίμακας από αυτά των ημερών της πρώτης βδομάδας της εξέγερσης, σίγουρα η «μυρωδιά», η «αίσθηση» ήταν η ίδια. Το ασυγκράτητο πλήθος ανθρώπων που επιτέθηκε στις δυνάμεις της αστυνομίας μπροστά στο υπουργείο απαντούσε στο βιτριόλι που δέχθηκε η Κωνσταντίνα και απέδειξε έμπρακτα ότι ξέρει πολύ καλά πως το βιτριόλι αυτό δεν ήταν παρά μια άλλη όψη της σφαίρας που δέχθηκε ο Αλέξανδρος. Επίσης, το μεγαλύτερο κομμάτι της διαδήλωσης που δε συγκρούστηκε μεν αλλά παρέμεινε στο σημείο για να υποστηρίξει τη σύγκρουση και δε μάσησε από την προσπάθεια των μπάτσων να σπάσουν την πορεία, απέδειξε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο σχετικά με το διαχωρισμό των διαδηλωτών σε "καλούς" και "κακούς-κουκουλοφόρους" και ότι όσο οι σχέσεις μας βαθαίνουν τόσο οι στρατηγικές του κράτους γελοιοποιούνται.

Β) Το ίδιο πλήθος αποφάσισε να συνεχίσει να πορεύεται χωρίς ακριβώς να ξέρει που πηγαίνει οδηγούμενο αναγκαστικά από τους πολεοδομικούς φραγμούς της μητρόπολης προς το Γκάζι. Το γεγονός ότι δεν κινήθηκε δεξιά από την Πειραιώς για να συναντήσει ακόμη περισσότερους «μετανάστες» (από αυτούς που ήδη ήταν στην πορεία), τους ανθρώπους δηλαδή με τους οποίους συνεργάστηκε έμμεσα και άμεσα στις 8 Δεκέμβρη, δείχνει ότι η συνεργασία αυτή βρίσκεται ακόμη στα αρχικά της στάδια. Οι «μετανάστες» που χάζευαν την πορεία χαμογελώντας στην Πειραιώς έδειξαν τις προθέσεις τους μιμούμενοι τη ρίψη μολότωφ αντί χαιρετισμού και σηκώνοντας την αριστερή τους γροθιά. Η ξαφνική ενασχόληση κάθε έκφανσης του κράτους με το κομμάτι του παγκόσμιου προλεταριάτου που ονομάζει «μετανάστες», δείχνει ότι αυτή η συνεργασία του με το κομμάτι που ζει μόνιμα εδώ προκαλεί φόβο, μεγάλο φόβο.

Γ) Το πλήθος περπατώντας από το υπουργείο προς το Γκάζι με τις επιθέσεις του σε ότι εκφράζει τη σχέση κεφάλαιο (τις κάμερες, τα ATMs, τα μαγαζιά) δήλωνε ότι οι πορείες από το Δεκέμβρη και μετά δεν είναι μόνο βόλτες που διακόπτουν ήπια για όσο διαρκούν την εμπορευματική κυκλοφορία αλλά αποτελούν απειλή καταστροφής των εμπορευμάτων και των επενδύσεων, δηλαδή απειλή που προβάλει και στο μέλλον. Η προφανής έκφραση του ταξικού μίσους με την επίθεση στο πανάκριβο εστιατόριο Βαρούλκο συμπληρώθηκε από τη λιγότερο προφανή για κάποιους (γιατί η έκφραση του προλεταριάτου είναι πάντα πιο μπροστά από τους κάποιους) επίθεση στην εναλλακτική μορφή του κεφαλαίου που στην Πειραιώς τυχαίνει να λέγεται bios. Η επίθεση αυτή ήταν ο πρόλογος της γιορτής που έγινε λίγο μετά στο Γκάζι.

Δ) Όταν η πορεία έφτασε στο Γκάζι έγινε γρήγορα σαφές ότι η διάδραση μεταξύ του κόσμου της εξέγερσης και των ναών του θεάματος που θησαυρίζουν χάρη στην εκμετάλλευση επισφαλούς εργασίας δε θα είχε ειρηνική έκβαση. Η αυθόρμητη επίθεση στο mamacas’ και σε ότι αυτό συμβολίζει με τη μη μου άπτου, αποστειρωμένη ψευδο-gay, και politically correct, καπιταλιστική αισθητική του, συμπληρώθηκε από την επίθεση στο mad η οποία ήταν χρωστούμενη χρόνια τώρα από τα σαββατόβραδα της αλλοτρίωσης που επιφυλάσσουν τα γαμάτα αντικουλτουριάρικα clubs. Οι επιθέσεις αυτές απλώς υπογράμμισαν ότι οι αληθινές γιορτές γίνονται στο δρόμο και μέχρι σήμερα λέγονται διαδηλώσεις, συγκρούσεις, απαλλοτριώσεις, street parties. Στη συνέχεια θα εφεύρουμε κι άλλες γιορτές με άλλα ονόματα.

E) Η συμπεριφορά του κόσμου στο μετρό, που μετά το αρχικό μούδιασμα και την ολιγόλεπτη σιωπή που επέβαλε η αλλαγή κατάστασης από τον ανοικτό χώρο της διαδήλωσης στην κλειστή απαστράπτουσα μηχανή της μεταφοράς εργατικής δύναμης, πέρασε γρήγορα σε δυναμικά συνθήματα, λέρωσε τον αποστειρωμένο χώρο με συνθήματα για την Κωνσταντίνα και δεν άφησε τους συρμούς να φύγουν παρά μόνο όταν νοιώσαμε ότι έχουν προλάβει να μπουν όσοι μπορεί να κινδύνευαν έξω, απέδειξε ότι η κοινότητα του Δεκέμβρη έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά και δε χάνεται μόλις «διαλυθεί» μια πορεία.

ΣΤ) Τα συνθήματα που ακούγονταν στην πορεία ήταν το συμπλήρωμα της πρακτικής. Τα προλεταριακά συνθήματα κυριάρχησαν των αντι-μπατσικών όχι μόνο λόγω του «θέματος» της πορείας: ήταν αποτέλεσμα της σύνδεσης που κάνουμε όλες και όλοι στο μυαλό μας μεταξύ των διαφορετικών μορφών της καπιταλιστικής πραγματικότητας, σύνδεση που ίσως δεν μπορεί να εκφραστεί καλύτερα από ότι εκφράζεται στο σύνθημα: Η Κωνσταντίνα δεν είναι μόνη, αφεντικά ρουφιάνοι δολοφόνοι.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Η ΟΑΣΗ ΝΑ ΑΠΟΔΟΘΕΙ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ, ΟΧΙ ΣΤΟΥΣ ΙΔΙΩΤΕΣ

αλλιώς: καμία ιδιωτικοποίηση της Όασης, να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στους πολίτες
ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να ανακοινωθούν από το δήμο Ιωαννιτών οι όροι του διαγωνισμού για τη νέα ενοικίαση της «Όασης», την «ανοιχτή πληγή» στο κέντρο της πόλης.
Ξεχνώντας (;) που οδήγησε η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων της δημοτικής περιουσίας (κακές υπηρεσίες, κέρδη στον ιδιώτη, αρχιτεκτονικός βιασμός των κτιρίων, αποκλεισμός των πολιτών από τα δημόσια αγαθά, κ.ά.) η δημοτική αρχή ετοιμάζεται δηλαδή, ακόμη μία φορά, να ξεπουλήσει σε ιδιώτες τη διαχείριση ενός ιστορικού χώρου αυτής της πόλης, όπως έχει συμβεί με μία σειρά άλλων κτιρίων και δημοτικών επιχειρήσεων. Μία «ήπια» μορφή ιδιωτικοποίησης προτείνει από την πλευρά της μερίδα της αντιπολίτευσης στο Δημοτικό Συμβούλιο προτείνοντας η εκποίηση να καθοριστεί όχι από το μίσθωμα αλλά από τις «πραγματικές ανάγκες των πολιτών».
Οι μόνοι αρμόδιοι, όμως, να αποφασίσουμε για την τύχη της Όασης όπως και για κάθε άλλο ζήτημα είμαστε εμείς οι πολίτες, (ψηφίζουμε, δεν ψηφίζουμε σε αυτή την πόλη!).
Με αυτό το δεδομένο και με βάση το ότι το θέμα αναμένεται να συζητηθεί σε επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο,

σας καλούμε να συμμετάσχετε
σε ανοιχτή δημόσια συζήτηση
για το θέμα της Όασης
την Παρασκευή 23 Ιανουαρίου
στις 19:00
στο Εργατικό Κέντρο Ιωαννίνων

για να αποφασίσουμε όλοι μαζί
για το πώς το κτήριο θα μας αποδοθεί πραγματικά στους πολίτες, πώς θα αποκατασταθεί η αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία, τις χρήσεις μπορεί να έχει,
για να είναι των πολιτών και όχι των ιδιωτών
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ Η ΟΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ
(….Θα κάναμε τη συνέλευση στην Όαση αλλά η πολιτική των δημοτικών αρχών και η επιχειρηματική κερδοσκοπία την κατάντησαν χειρότερα από γιαπί…)

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ: Παρέμβαση του Δικτύου για την Περιεκτική Δημοκρατία με αφορμή τις πρόσφατες Σιωνιστικές κτηνωδίες

Αυτές τις μέρες ένα κτηνώδες έγκλημα γίνεται σε βάρος του Παλαιστινιακού λαού με την απόλυτη συμπαράσταση όχι μόνο της Αμερικανικής ελίτ αλλά και των Ευρωπαϊκών ελίτ ―συμπεριλαμβανομένης της δικής μας πολιτικής ελίτ (Ν.Δ. & ΠΑ.ΣΟ.Κ.) που θρασύτατα ζητούν «κατάπαυση του πυρός»: δηλαδή να σταματήσουν οι Σιωνιστές εγκληματίες να δολοφονούν 100 Παλαιστίνιους για κάθε Ισραηλινό (όπως έκαναν σε κάθε περίπτωση στην βρώμικη ιστορία εθνοκάθαρσης της Παλαιστίνης την οποία ξεκίνησαν με την ίδρυση του σιωνιστικού κράτους το 1948) με αντάλλαγμα να σταματήσουν οι Παλαιστίνιοι την αντίσταση τους, δηλαδή το απαράβατο δικαίωμα κάθε λαού κάτω από κατοχή. Έτσι τα F16 και οι πύραυλοι τελευταίας τεχνολογίας και τα αλλά κτηνώδη όπλα Αμερικανικής κατασκευής που οι θρασύδειλοι Σιωνιστές τα χρησιμοποιούν από ύψους μερικών χιλιάδων μέτρων εξισώνονται με τα ...βαρελότα των Παλαιστίνιων. Αποτέλεσμα μέχρι τώρα: 400 σχεδόν νεκροί Παλαιστίνιοι γυναικόπαιδα και άνεργοι που είχαν πιάσει δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί στην αστυνομία της Γάζας, αφού όλες οι άλλες δουλειές έχουν εξαφανιστεί από τον οικονομικό στραγγαλισμό που επέβαλαν οι Σιωνιστές και η Δύση. Αιτία: ο λαός της Γάζας ψήφισε δημοκρατικά την Χαμάς που δεν δέχεται να ξεπουλήσει την Παλαιστίνη όπως το όργανο της υπερεθνικής ελίτ, ο Αμπάς!

ΕΙΝΑΙ ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΘΛΙΒΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΛΑΟ ΓΙΑΤΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΒΙΑ ΠΑΛΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ. Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΛΙΤ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΑΣ Η ΕΛΙΤ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΛΙΤ ΠΟΥ ΣΕ ΑΓΑΣΤΗ ΣΥΜΠΝΟΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΕΛΙΤ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙ ΤΟΝ ΛΑΟ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΟΠΛΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΙΣ ΣΦΑΙΡΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ, ΤΟΛΜΟΥΜΕ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ.

Ιστορική αποτίμηση

Η τραγική ιστορία του παλαιστινιακού λαού είναι αρκετά μακρά. Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα ξεκίνησε η συστηματική προσπάθεια εποικισμού της Παλαιστίνης. Στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι Εβραίοι κατείχαν λιγότερο από το 2% της παλαιστινιακής γης. Από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους, εδώ και 60 χρόνια, ο παλαιστινιακός λαός υφίσταται μια από τις πιο βάρβαρες επιθέσεις στη Ιστορία, με στόχο την εκπλήρωση του σιωνιστικού σχεδίου για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και την εγκαθίδρυση ενός «καθαρού» εβραϊκού κράτους, σε μια περιοχή όπου, για εκατοντάδες χρόνια πριν, το εβραϊκό στοιχείο αποτελούσε την έσχατη μειοψηφία. Οι Παλαιστίνιοι, σύμφωνα με τα σιωνιστικά σχέδια, δεν θα έπρεπε ποτέ να αποκτήσουν ένα πραγματικά κυρίαρχο κράτος, πέρα από ένα είδος προτεκτοράτου εξαρτημένου από το Ισραήλ. Έτσι, μέσω πολέμων και μίας απροκάλυπτης πολιτικής παράνομων εποικισμών των κατεχομένων εδαφών (την οποία ενέκριναν όλα τα Ισραηλινά κόμματα εξουσίας) οι Σιωνιστές κατέληξαν να ελέγχουν το 90% της παλαιστινιακής γης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε, ενώ η Νέα Διεθνής Τάξη είχε παγιωθεί μετά τον πόλεμο στον Κόλπο, ο οποίος είχε αρχίσει να αλλάζει ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, ξεκίνησε η διαδικασία της δημιουργίας ενός παλαιστινιακού προτεκτοράτου με τις διαπραγματεύσεις στο Όσλο.

Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στις συμφωνίες Όσλο (1993) και Ουάσιγκτον (1995) οι οποίες συνάντησαν την αναπόφευκτη μαζική αντίδραση του παλαιστινιακού λαού (μολονότι τμήμα της ελίτ του φαινόταν διατεθειμένο να δεχτεί τον ρόλο της σαν προτεκτοράτου) και οδήγησαν σε νέα ιντιφάντα. Τα γεγονότα του Σεπτέμβρη 2001, ένα χρόνο μετά την έναρξη της, παρείχαν την τέλεια ευκαιρία για τη συντριβή των Παλαιστινιακών οργανώσεων, οι οποίες μπορούσαν τώρα να κηρυχθούν «τρομοκρατικές» και να αντιμετωπίσουν μεταχείριση παρόμοια με εκείνη που επεφύλαξε η υπερεθνική ελίτ για τους Ταλιμπάν. Έτσι, η υπερεθνική ελίτ, με πρώτο το αμερικανικό τμήμα της, ακολουθούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γρήγορα ενέταξε την κατάπνιξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», με αφορμή τις απελπισμένες «επιθέσεις αυτοκτονίας» ενός λαού που δεν είχε άλλο τρόπο να αμυνθεί εναντίον μιας από τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές στον κόσμο, ενώ η διεθνής ρεφορμιστική Αριστερά πήρε μια κατάπτυστη θέση «ίσων αποστάσεων», εξισώνοντας θύτες και θύματα, καταπιεστές και καταπιεζόμενους. Η τελευταία απόπειρα για την εγκαθίδρυση του προτεκτοράτου της Παλαιστίνης, ο Οδικός Χάρτης, που ενέκρινε σύσσωμη η υπερεθνική ελίτ, προϋπέθετε την πλήρη συντριβή του Παλαιστινιακού κινήματος ―πράγμα που επιχειρεί τη στιγμή ακριβώς αυτή η σιωνιστική ελίτ.

Οι τρεις άξονες του Παλαιστινιακού ζητήματος

(υπερεθνική ελίτ / Σιωνιστικό κίνημα / εθνικοαπελευθερωτικό Παλαιστινιακό κίνημα)

Όσον αφορά την υπερεθνική ελίτ, οι στόχοι των στρατιωτικών της επεμβάσεων στον Κόλπο και το Αφγανιστάν τα τελευταία 15 χρόνια, καθώς και των πιθανών επιθετικών ενεργειών κατά του Ιράν και της Συρίας, είναι όχι μόνο ο έλεγχος του πετρελαίου αλλά, κυρίως, η εξάπλωση και στήριξη της Νέας Τάξης που στηρίζεται στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και ένα είδος αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στον βαθμό που η ελίτ αυτή πετυχαίνει τους δυο αυτούς στόχους, κυρίως μέσω της εκμετάλλευσης των εσωτερικών συγκρούσεων μεταξύ Σιιτών, Σουνιτών, Κούρδων (Ιράκ) ή μεταξύ «εκσυγχρονιστών» και Ισλαμιστών (Αφγανιστάν, Ιράν), οι στρατιωτικές επεμβάσεις της «δικαιώνονται», παρά τις εκατόμβες των θυμάτων που άμεσα η έμμεσα προκαλούν. Ιδιαίτερα μάλιστα αν οι επεμβάσεις αυτές κάνουν δυνατό τον μελλοντικό έλεγχο της περιοχής (όπως είναι το στρατηγικό σχέδιο του Πενταγώνου), με βάση την αεροπορική δύναμη της υπερεθνικής ελίτ και την υποστήριξη των χερσαίων κομπάρσων που στρατολογεί στα ελεγχόμενα προτεκτοράτα. Όσο βέβαια η Νέα Τάξη στη περιοχή παγιώνεται, τόσο ενισχύεται η θέση των προτεκτοράτων της ίδιας ελίτ, είτε παλιών (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Αίγυπτος κ.λπ.), είτε νέων (Ιράκ, Αφγανιστάν, και πιθανώς Ιράν & Συρία στο μέλλον). Πέρα όμως από τους δυο βασικούς στόχους της υπερεθνικής ελίτ που αναφέραμε, ένας δευτερογενής στόχος της είναι η «ειρηνοποίηση» της Παλαιστίνης, η οποία περνά μέσα από την ικανοποίηση των επιδιώξεων της Σιωνιστικής ελίτ που δυναστεύει την περιοχή, σχεδόν εδώ και 60 χρόνια.

Το Σιωνιστικό κίνημα, που είχε αρχίσει να δρα ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, δεν ήταν ένα από τα συνηθισμένα εθνικιστικά και αντιαποικιοκρατικά κινήματα της εποχής, με γεωγραφική βάση και στόχο την αναγνώριση της εθνικής τους ταυτότητας και την απαγκίστρωση από τις αυτοκρατορίες της εποχής Από την (Οθωμανική, Άστρο-Ουγγρική, Βρετανική κ.λπ). Με τον Εβραϊκό πληθυσμό διασκορπισμένο ανά τα μήκη και πλάτη της γης και ελάχιστους να έχουν απομείνει στην ιστορική Παλαιστίνη (την οποία από εκατοντάδες χρόνια κατοικούσαν μη Εβραϊκοί πληθυσμοί), από τη στιγμή που το πρώτο συνέδριο του Σιωνιστικού κινήματος διακήρυξε το 1897 ότι η Παλαιστίνη ήταν η γη της επαγγελίας και η Βρετανική Διακήρυξη του Μπάλφουρ το 1917 υιοθετούσε το αίτημα αυτό, άνοιγε ο δρόμος για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης και την δημιουργία εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων. Αυτό ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του Σιωνισμού που, απορρίπτοντας το αίτημα της προοδευτικής Ευρωπαϊκής Αριστεράς (συμπεριλαμβανομένης της Εβραϊκής) για μια πολυπολιτισμική ομοσπονδία από ντόπιους Παλαιστίνιους, Εβραίους κ.λπ. ―γεγονός που θα επέτρεπε και την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη των διωγμένων από τα αντισημιτικά κινήματα Εβραίων― επιδίωκε την δημιουργία ενός «καθαρού» Εβραϊκού κράτους, απόλυτα ελεγχόμενου από τους Σιωνιστές. Ότι επακολούθησε μετά την ίδρυση του Σιωνιστικού κράτους στην Παλαιστίνη στο τέλος του δεύτερου Παγκόσμιου πόλεμου ήταν μοιραία συνέπεια της επικράτησης του Σιωνισμού ανάμεσα στις Εβραϊκές κοινότητες ανά τον κόσμο. Η εθνοκάθαρση, αναπόφευκτα οδήγησε στη δημιουργία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστίνιων και σε όλη τη συνακόλουθη σφαγή ―κυρίως των αδυνάτων, δηλαδή των Παλαιστίνιων― στην άνιση αυτή σύγκρουση.

Όσον αφορά το εθνικοαπελευθερωτικό Παλαιστινιακό κίνημα, η επικράτηση στο κίνημα αυτό των εθνικιστών αρχικά, και των Ισλαμιστών σήμερα, ήταν άλλη μια αναπόφευκτη συνέπεια της επικράτησης του Σιωνισμού. Έτσι, το αίτημα των ακραίων ρευμάτων ανάμεσα στους εθνικιστές και τους ισλαμιστές κατέληξε να είναι μια αντίστροφη εθνοκάθαρση, με την εκδίωξη όλων των Εβραίων εποίκων από την ιστορική Παλαιστίνη και τον επαναπατρισμό των εκατομμυρίων Παλαιστίνιων προσφύγων από τα άθλια στρατόπεδα που τους έχουν εξωθήσει οι Σιωνιστές σε όλη την Μέση Ανατολή. Η «λύση» μάλιστα που πρότειναν οι Αραφάτ και Σαρόν, στηριζόμενοι, ο μεν πρώτος στα εθνικιστικά ρεύματα και την εκκολαπτόμενη αστική τάξη, ο δε δεύτερος στον «μετριοπαθή» Σιωνισμό που καλλιεργούσαν τελευταία οι Σαρόν–Περές και ολόκληρο το Σιωνιστικό κατεστημένο συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς (εκτός από κάποιες ακραίες Σιωνιστικές τάσεις που απαιτούν την ολοκληρωτική εκδίωξη των Παλαιστίνιων…από την Παλαιστίνη!), ήταν η δημιουργία δυο εθνοκαθαρμένων κρατών, την οποία υποστηρίζει και η υπερεθνική ελίτ. Η «λύση» αυτή βέβαια σήμαινε, με δεδομένο τον συσχετισμό δυνάμεων, τη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού Μπαντουστάν-προτεκτοράτου της υπερεθνικής ελίτ, δίπλα στο πανίσχυρο Σιωνιστικό κράτος που θα αναδεικνυόταν ο φύλακας-φρουρός της Νέας Τάξης στη περιοχή.

Η στάση των τοπικών ελίτ και η διερεύνηση των λύσεων του προβλήματος

Όμως, η ίδια η Παλαιστινιακή ελίτ φέρει και αυτή σημαντικό μέρος της ευθύνης για την τραγική κατάληξη στην οποία οδηγείται το παλαιστινιακό κίνημα. Και αυτό, γιατί εναλλακτικές λύσεις για τη δημοκρατική συνύπαρξη των λαών της Παλαιστίνης είχαν προταθεί πολλά χρόνια πριν, από εξέχοντα μέλη της εβραϊκής Αριστεράς σαν την Hannah Arendt η οποία, ήδη από τη δεκαετία του 1940, επιχειρηματολογούσε σθεναρά κατά του Σιωνισμού και υπέρ μίας Μεσανατολικής ομοσπονδίας των λαών στην Παλαιστίνη. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ακόμα και σήμερα υπάρχει μία μη ρατσιστική λύση στο πρόβλημα, με όρους μίας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας των λαών στην Παλαιστίνη. Σε ένα τέτοιο συνομοσπονδιακό σύστημα θα μπορούσαν να ισοκατανεμηθούν όλες οι μορφές εξουσίας μεταξύ των πολιτών της συνομοσπονδίας: Αράβων, Εβραίων και μειονοτήτων. Φυσικά, μία τέτοια λύση αποτελεί ανάθεμα για την Σιωνιστική ελίτ, καθώς φυσικά και για την υπερεθνική ελίτ που δεν θα μπορούσε πια να ελέγχει την κρίσιμη αυτή περιοχή της Μέσης Ανατολής. Όμως, παρόμοια λύση δεν προτάθηκε ποτέ ούτε από την Παλαιστινιακή ελίτ ―μολονότι βέβαια δεν θα περίμενε κανείς από μια ελίτ να υποστήριζε μια λύση που θα σήμαινε την αυτοκατάργηση της.

Σήμερα, ήδη ακούγονται φωνές τόσο από την Παλαιστινιακή όσο και από την Ισραηλινή πλευρά που προτείνουν την δημιουργία ενός ενιαίου κράτους των λαών της περιοχής. Έτσι, από την παλαιστινιακή πλευρά, γίνεται συνείδηση ότι είναι πια αδύνατη η δημιουργία ενός βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους. Όπως έχει δηλώσει ο Ghassan Khatib, ο Παλαιστίνιος υπ. Εργασίας, «με κάθε μίλι του διαχωριστικού τοίχους και κάθε νέο εποικισμό που κτίζεται, η βιωσιμότητα της λύσης των δυο κρατών γίνεται μικρότερη. Μεγάλος αριθμός Παλαιστίνιων συνειδητοποιούν τώρα ότι ένα Παλαιστινιακό κράτος δεν είναι πια πρακτική λύση» Η λύση όμως αυτή απορρίπτεται από τους Σιωνιστές, εφόσον σε ένα τέτοιο κράτος το εβραϊκό στοιχείο θα έχανε την πλειοψηφία μέσα σε λίγα χρόνια, μόνο και μόνο από δημογραφικούς λόγους. Σήμερα, υπάρχουν 5,4 εκ. Εβραίοι και 4,9 εκ. Άραβες στα εδάφη που ελέγχονται από το Ισραήλ αλλά, σύμφωνα με δημογραφικές προβλέψεις, το 2020 θα υπάρχουν 6,7 εκ. Εβραίοι και 8,5 εκ. Άραβες. Αυτό επεσήμανε και ο «προοδευτικός» τ. Εργατικός πρωθυπουργός Μπάρακ που, σε άρθρο του στην Ισραηλινή εφημερίδα Yedioth Ahronoth, έγραφε ότι «η αποτυχία του Σαρόν να ενεργήσει αποφασιστικά για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους θα θέσει σε κίνδυνο ολόκληρη την σιωνιστική επιχείρηση».

Από την άλλη μεριά, δεν λείπουν οι (ελάχιστες) φωνές στην ισραηλινή Αριστερά που επίσης υποστηρίζουν τη λύση του ενιαίου κράτους και καταδικάζουν την Σιωνιστική πολιτική των εποικισμών για τη σημερινή κρίση. Για παράδειγμα, ο Iσραηλινός αρχιτέκτονας Eyal Weizman (ο οποίος είδε να ακυρώνεται η πρόσκληση του να αντιπροσωπεύσει τη χώρα του σε διεθνές συνέδριο αρχιτεκτόνων ―που είχε κερδίζει κατόπιν διαγωνισμού― όταν έκανε κριτική των παράνομων εποικισμών) υποστηρίζει ότι είναι πια αδύνατη η λύση των δυο κρατών. Είναι τόσο προχωρημένη σήμερα, υποστηρίζει, η αλληλεξάρτηση των δυο λαών από πολεοδομική, οικονομική και οικολογική άποψη, ώστε η προϊούσα «λειτουργική ενσωμάτωση» θα οδηγήσει τελικά στο τέλος των σχεδίων και των δυο ελίτ, τόσο της σιωνιστικής όσο και της παλαιστινιακής, για δυο «καθαρά» κράτη.

Έτσι επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα, στο οποίο είχε καταλήξει το Δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας σε προηγούμενη αρθογραφία μας, ότι το ιστορικό αυτό έγκλημα θα είχε αποτραπεί και εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, στη συντριπτική πλειοψηφία τους Παλαιστινίων, θα είχαν σωθεί, αν είχε εισακουστεί η ριζοσπαστική αριστερά (συμπεριλαμβανομένων και προοδευτικών Εβραίων) που είχε καταδικάσει τα Σιωνιστικά σχέδια από τότε. Εάν δηλαδή η γη της Παλαιστίνης δεν είχε μοιραστεί εδαφικά για να στεγάσει ένα «καθαρό» Σιωνιστικό κράτος και ένα Παλαιστινιακό αλλά, αντίθετα, αποτελούσε το θεμέλιο για ένα ενιαίο κοσμικό πολυπολιτισμικό κράτος που θα στέγαζε τόσο τους Παλαιστίνιους όσο και όσους κατατρεγμένους Εβραίους θα ήθελαν να μετακομίσουν εκεί —τη λύση που σήμερα αυξανόμενα υποστηρίζουν προοδευτικοί Παλαιστίνιοι καθώς και αντι-Σιωνιστές Εβραίοι, βλέποντας ότι η λύση των «δυο κρατών» ουσιαστικά οδηγεί σε ένα Σιωνιστικό τέρας και ένα Παλαιστινιακό Μπαντουστάν.

Συμπερασματικά η τελική λύση που προτείνεται σήμερα για το Παλαιστινιακό, εφόσον πλέον έχει αποκλειστεί η λύση των δυο κρατών, είναι η δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού, πολυεθνικού κράτους των λαών της περιοχής, η οποία, για εμάς, θα μπορούσε ν αποτελέσει πρώτο βήμα για μια Περιεκτική Δημοκρατία στην Παλαιστίνη. Τα ποτάμια αίματος όμως που δημιουργούν σήμερα οι Σιωνιστές κάνουν και αυτή την λύση σχεδόν αδύνατη και να φαντάζει απειλητικό το σενάριο ενός πόλεμου εξόντωσης των Παλαιστίνιων της Γάζας που αντιστέκονται και δημιουργίας κάποιου Μπαντουστάν με τον Αμπάς.

Αντισημιτισμός και Αντισιωνισμός

Επειδή σήμερα η Σιωνιστική προπαγάνδα και τα φερέφωνα της στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις έχουν φτάσει στο σημείο να χαρακτηρίζουν αντισημιτικές τις απόψεις οποιουδήποτε που τολμά να επικρίνει τις κτηνωδίες του Σιωνισμού και το σχετικό θέμα «ταμπού» θα κάνουμε ένα σαφή διαχωρισμό μεταξύ αντισημιτισμού και αντισιωνισμού. Σήμερα είναι τεκμηριωμένο ότι έχει καλοστηθεί από τα Σιωνιστικά συμφέροντα, τα οποία αποτελούν καθοριστικό συστατικό στοιχείο της υπερεθνικής ελίτ που διαχειρίζεται την πολιτική και οικονομική παγκοσμιοποίηση, μια «βιομηχανία παραγωγής αντισημιτών» για να δυσφημείται ως αντισημιτική οποιαδήποτε καταγγελία της μεγαλύτερης αδικίας σε βάρος λαού που συνέβη μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο: της απόπειρας εξανδραποδισμού του Παλαιστινιακού λαού η οποία σήμερα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Ο αντισημιτισμός, ο οποίος κατέληξε στην Ναζιστική κτηνωδία, δεν ήταν παρά η λογική κατάληξη πολλών εξοντωτικών διωγμών κατά των Εβραίων, από την μεσαιωνική Ισπανία μέχρι την Τσαρική Ρωσία κ.λπ., και είχε εντελώς διαφορετικά αίτια και διαφορετικό χαρακτήρα από τον αντισιωνισμό. Ο ιστορικός αυτός αντισημιτισμός ξεκινούσε είτε από ηλίθιους θρησκευτικούς λόγους και δεισιδαιμονίες είτε από το γεγονός ότι οι Εβραϊκές κοινότητες, σε αντίθεση με άλλες κοινότητες μεταναστών, δεν αφομοιωνόντουσαν ποτέ στις ευρύτερες εθνικές κοινότητες που τις φιλοξενούσαν αλλά διαφύλασσαν ως κόρη οφθαλμού την εθνικο-θρησκευτική τους ταυτότητα, με την αποθάρρυνση των μικτών γάμων, την καλλιέργεια του μύθου του περιουσίου λαού κ.λπ.

Ο αντισιωνισμός δεν στρέφεται ποτέ αδιακρίτως κατά των Εβραίων πολιτών αλλά συγκεκριμένα εναντίον των Σιωνιστών που εκμεταλλεύθηκαν το ναζιστικό έγκλημα (και ακόμη το εκμεταλλεύονται, όπως έδειξαν πρόσφατα στελέχη της Εβραϊκής αντισιωνιστικής Αριστεράς) και την παγκόσμια συμπάθεια που δημιουργήθηκε για τον Εβραϊκό λαό, ώστε να στήσουν, μέσω μιας ρατσιστικής εθνοκάθαρσης, ένα «καθαρό» Εβραϊκό κράτος σε βάρος των λαών που ζούσαν στα χώματα της Παλαιστίνης από αιώνες. Ο αντισιωνισμός δηλαδή στρέφεται όχι εναντίον θυμάτων αλλά εναντίον φρικτών θυτών που όλα αυτά τα χρόνια επιδιώκουν, με την αποφασιστική βοήθεια αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς (που για τους δικούς τους λόγους ήθελαν τον χωροφύλακα τους στη Μέση Ανατολή) να κτίσουν, χρησιμοποιώντας αδίστακτα την φυσική ή οικονομική βία το εθνικά καθαρό κράτος τους.

Η «τρομοκρατία» και η σημερινή λαϊκή αντιβία ως απάντηση στην συστημική βία

Όμως είναι αυτή η κατάφωρη αδικία που δίδαξε τους Παλαιστίνιους ότι οποιαδήποτε ειρηνική διαδικασία με βάση τη σημερινή πελώρια ανισοκατανομή δύναμης (πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής) δεν θα κατέληγε παρά σε κάποιο «ξεπούλημα» και στην οριστική απομάκρυνση από την Παλαιστίνη των εκατομμυρίων προσφύγων-θυμάτων του Σιωνισμού που αποτελούν τα δυο τρίτα του Παλαιστινιακού λαού. Είναι η ίδια πελώρια ανισοκατανομή δύναμης, όπου τα τελειότερα οπλικά συστήματα της εγκληματικής πολεμικής τεχνολογίας των ΗΠΑ χρησιμοποιούνται ενάντια στις σφεντόνες των παιδιών και τα πιστόλια των αστυφυλάκων, που οδήγησε στην απελπισία τους Παλαιστίνιους και στη χρήση του έσχατου μέσου που διαθέτουν: την ίδια τη ζωή τους για να συμπαρασύρουν μαζί τους στο θάνατο και μερικούς από τους κατακτητές. Έστω και αν αυτές οι πράξεις, που στρέφονται αδιακρίτως εναντίον Εβραϊκών στόχων, επισύρουν την κατηγορία της «τρομοκρατίας» την οποία υιοθετούν ακόμη και πολλοί από τους «προοδευτικούς» (ακόμη και τους ελευθεριακούς), τόσο μεταξύ της Εβραϊκής Αριστεράς στο Ισραήλ και στο εξωτερικό που (εκτός από λίγες φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο Τσόμσκι) σιωπά μπροστά στη ρατσιστική εθνοκάθαρση, όσο και της Αριστεράς γενικότερα.

Αλλά, μολονότι η χρήση βίας αδιακρίτως δεν είναι ούτε πολιτικά αλλά ούτε και ηθικά επιδοκιμαστέα, ήταν αναμενόμενο ότι η βία της υπερεθνικής ελίτ και των παραρτημάτων της αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε αυτού του είδους τη δραστηριότητα. Όσο μεγαλύτερη επομένως είναι η ανισότητα στη κατανομή στρατιωτικής δύναμης μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων και όσο η κρατική βία των καταπιεστών παίρνει κτηνώδεις μορφές τόσο και η αμυντική βία των καταπιεσμένων θα παίρνει περισσότερο αποκρουστικές μορφές.

Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνούμε το ιστορικό υπόβαθρο της βίας. Διότι βέβαια είναι το ρατσιστικό έγκλημα της εθνοκαθάρσης από μέρους των Σιωνιστών που οδήγησε στο σημερινό κύκλο της αποτρόπαιας βίας. Έτσι όπως αποδεικνύεται και στα καθ’ ημάς σήμερα, αλλά και ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η συστημική βία αποτελεί τη γενέτειρα ενός φαύλου κύκλου βίας, τυφλής πολλές φορές, που αποτελεί το τελευταίο όπλο αντίστασης των καταπιεσμένων. Αλλά αυτή η λαϊκή αντιβία όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά σχεδόν πάντα καταπνίγεται από την υπεροπλία του συστήματος.

Είναι επομένως επιτακτική η ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς με στόχο την ανατροπή του υπάρχοντος καταδυναστευτικού για την ανθρωπότητα συστήματος της οικονομίας της αγοράς που σήμερα καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, τη φτώχεια και την εξαθλίωση και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου οι εγκληματικές ελίτ δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν την ωμή φυσική βία εναντίον των λαών τους και άλλων λαών για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και αυτών των οικονομικών ελίτ. Ενός κινήματος που θα θεμελιώνεται πάνω σε ένα σαφές ολιστικό πρόταγμα που θα αποδίδει τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση στην συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια των λίγων, μεταβατική στρατηγική και προϋποθέσεις για τη νέα κοινωνία που θα στηρίζεται στην ισοκατανομή της δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή την κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών σε μια ανασύνθεση των ιστορικών αντισυστημικών παραδόσεων (της δημοκρατικής/αυτόνομης παράδοσης, της σοσιαλιστικής και των αντισυστημικών τάσεων μέσα στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό, μειονοτήτων). Πρέπει άμεσα όλες οι αντισυστημικές δυνάμεις (σοσιαλιστικές, ελευθεριακές) να συμπαραταχθούν με ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα δράσης για την ανατροπή του συστήματος.

ΕΜΠΡΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΒΙΑ,

ΕΙΤΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, ΕΙΤΕ ΦΥΣΙΚΗ!

ΚΑΤΩ ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΤΩΝ ΛΑΩΝ!

01/01/2009

ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία: www.inclusivedemocracy.org

περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία: www.inclusivedemocracy.org/pd

Eπικοινωνία: peridimok@hotmail.com

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Η βία του αποκλεισμού

Ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο του Κοροβέση από την Ελευθεροτυπία της 19-12-2008. Θεωρώ παρήγορο και ουσιαστικό για το κίνημα ότι γράφονται αυτά τα πράγματα και μάλιστα από βουλευτή.

Και ξαφνικά οι δρόμοι της Αθήνας έγιναν χαρούμενοι και γιορταστικοί. Οχι φυσικά για τις θλιβερές γιορτές του καταναλωτισμού, που μετατρέπουν όλες τις χριστιανικές πρωτεύουσες του κόσμου σε μια «Νέα Υόρκη» με αρχηγό έναν ανύπαρκτο Αϊ-Βασίλη, που κάνει διαφήμιση της COCA-COLA. Και δικαιολογημένα, μια που η ίδια τον επινόησε (έχουμε γράψει και παλιότερα γι' αυτό). Η γηρασμένη και βρώμικη τσιμεντούπολη έγινε ξαφνικά νέα, γιατί η νεολαία της κατέβηκε στους δρόμους για να διεκδικήσει το μέλλον της. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν ξέρουμε τι έγινε χθες στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, ημέρα δράσης της νεολαίας ενάντια στην καταστολή και υπέρ εκπαιδευτικών και εργασιακών μεταρρυθμίσεων. Και ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα έχει μια ακόμα πρωτιά στην Ε.Ε. Περίπου ο ένας από τους τρεις τυχερούς που έχει δουλειά, δουλεύει παραπάνω από 48 ώρες την εβδομάδα. Οι προφητείες είναι δουλειά των προφητών. Εμείς οι κοινοί θνητοί μπορούμε να υποθέσουμε πως η Ε.Ε. δεν θα έχει εύκολες μέρες στο άμεσο μέλλον. Γιατί τα προβλήματα που έχουν οι νέοι της Ελλάδας τα έχουν και οι υπόλοιποι νέοι της Ευρώπης, άσχετα αν είναι σε άλλη κλίμακα. Η κατάργηση των συνόρων στην Ευρώπη έφερε πολλά ευρωπαϊκά προϊόντα στη χώρα μας. Εκτός από νόμους και αγαθά έφερε και μορφές πάλης, που ήταν άγνωστες σε μας. Η βία, οι καταστροφές και οι λεηλασίες που ξέσπασαν αμέσως με τη δολοφονία του έφηβου πολίτη, είναι βία του αναπτυγμένου κόσμου. Τα είδαμε στο Λος Αντζελες, στα παρισινά προάστια και σε άλλες πόλεις. Με μια προσέγγιση αυτά τα επεισόδια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ως ένας βίαιος εξευρωπαϊσμός μας.

Αυτές τις μέρες είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με κορίτσια και αγόρια, ή για το ποιητικότερο, λυγερές και άγουρους, δηλαδή στην ηλικία του Αλέξη. Κάποιοι από αυτούς με ρώτησαν αν ήξερα τη γιαγιά ή τον παππού τους. Κάποια ονόματα τα θυμήθηκα από την εποχή του «ένα ένα τέσσερα» και του «δεκαπέντε τα εκατό» της δεκαετίας του '60. Κοντά μισός αιώνας με τα ίδια προβλήματα. Με τη διαφορά πως τότε υπήρχε ελπίδα, πιστεύαμε πως το αύριο θα είναι καλύτερο, ενώ για τους σημερινούς νέους δεν είναι θέμα καλού ή κακού αύριο. Απλά δεν υπάρχει. Μπροστά τους μια μαύρη τρύπα.

Κατηγορήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ πως αυτός υποκινεί τα πάντα. Αυτό με μια άλλη ανάγνωση θα μπορούσε να ήταν και μια πολιτική φιλοφρόνηση, αν δεν ήταν παραλογισμός. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τέτοια δύναμη στη νεολαία, αυτό θα σήμαινε πως στους ενήλικες θα είχε ποσοστά κόμματος εξουσίας. Οπότε, σύμφωνα με αυτή τη λογική, γιατί να μην έπαιρνε την εξουσία και να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα επιφέρουν την κοινωνική γαλήνη και την ανάπτυξη της χώρας με μια ορθολογιστική πολιτική που θα έχει κέντρο τον άνθρωπο και την ευτυχία του και όχι το κέρδος. Αν θέλουμε να ψάξουμε κάποιο βασικό υποκινητή αυτών των γεγονότων, θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στο υπάρχον σύστημα, που έχει κάνει μοναδικό και αληθινό θεό το κέρδος. Εχει μάλιστα και μοναστήρια γι' αυτή τη δουλειά.

Κατηγορήθηκαν ακόμα και οι Αναρχικοί συλλήβδην. «Κουκουλοφόροι», «Γνωστοί Αγνωστοι», «Αντικοινωνικά Στοιχεία» κ.λπ. Ελάχιστα γράφτηκε στον Τύπο πως αντιεξουσιαστές προσπάθησαν να εμποδίσουν ακραίες καταστάσεις και ελάχιστοι πρόσεξαν πως ο χώρος του αναρχισμού έχει πολιτική σκέψη, έστω αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς μαζί τους. Το σημαντικό είναι αλλού. Οι διαθέτοντες πολιτική σκέψη μπορούν να κουβεντιάσουν αναμεταξύ τους, να αποφασίσουν για κάποια πολιτική δραστηριότητα και να πάρουν μια απόφαση δημοκρατικά, σε κάποια γενική συνέλευση. Το έχουμε ξαναγράψει, καλό είναι να το ξαναθυμίσουμε. Ολοι οι κλασικοί θεωρητικοί του Αναρχισμού, που ποτέ δεν συμφώνησαν μεταξύ τους, έκαναν αναφορά στη βία. Αλλά αυτή η βία είχε μια πολιτική στόχευση. Δεν ήταν ποτέ τυφλή και φονταμενταλιστική. Παράλληλα, υπήρχαν και οι πασιφιστές αναρχικοί και εκεί οι μελετητές κατατάσσουν τον Τολστόι, τον Γκάντι, τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που δεν ξέρω αν έχουν οπαδούς στην Ελλάδα, αλλά ίσως να γίνουν κάποτε θεωρητικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ.

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

 

 

 

Η απεργία είναι φυσικόν γεγονός, το οποίον δεν εξετάζεται από απόψεως νομιμότητος, όπως δεν εξετάζει κανείς εάν βρέχη ή δεν βρέχη κατά Σύνταγμα και κατά νόμον, εάν πεινά κανείς νομίμως ή δεν πεινά, εάν έχωμεν κυκλώνα ή θαλασσοταραχήν ή εκρήγνυται κεραυνός σύμφωνα με το Σύνταγμα ή με τους κειμένους νόμους.

 

[Απάντηση του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ επί Οικουμενικής Κυβερνήσεως του 1927 όταν κατεσυκοφαντούντο οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι απεργοί]

 

 

Αγαπητέ Κώστα,

 

Μια βίαιη κοινωνική έκρηξη, όπως αυτή των ημερών που ακόμα ζούμε, δεν είναι ποτέ κάτι εύκολο να κατανοηθεί. Όποιος προσπαθεί να μιλήσει δημόσια και να μεταφράσει σε μονοσήμαντες σημασίες πράξεις ετερόκλητες, με διαφορετικά κίνητρα εκ μέρους διαφορετικών δρώντων και σε κυμανόμενο βαθμό τυφλές (δηλαδή: μη επαρκώς αναστοχασμένες από τους ίδιους τους φορείς τους) πρέπει να ριγεί από το βάρος της ευθύνης και από το συντριπτικό φορτίο του καθήκοντος που αναλαμβάνει. Το αντίθετο ακριβώς, δηλαδή, από την εγκληματική επιπολαιότητα με την οποία είδαμε να μιλούν αυτές τις ημέρες οι εκπρόσωποι του πολιτικού κατεστημένου και οι επαγγελματίες δημαγωγοί των ΜΜΕ. Ιδίως ο λεγόμενος αντιεξουσιαστικός χώρος, με τον οποίον εξακολουθούν να μας συνδέουν συγκεκριμένοι και καθόλου συγκυριακοί προσωπικοί και ιστορικοί δεσμοί, έχει μπροστά του ένα δύσκολο έργο: όχι μόνον επειδή γίνεται αντικείμενο αισχρής και αστόχαστης κατασυκοφάντησης (η οποία εν συνεχεία θα οπλίσει το επόμενο αστυνομικό χέρι), ούτε βέβαια επειδή ανταποκρινόμενος σε τυχόν ναρκισσιστικές του αυτοεικόνες θα όφειλε να διεκδικήσει δάφνες επαναστατικής πρωτοπορίας (αυτό ταιριάζει μόνο στα σταλινικά κόμματα), αλλά προπαντός επειδή είναι ο μόνος που δεν έχει να αποκομίσει κανένα βραχυπρόθεσμο ή μεσοπρόθεσμο κοινωνικό, οικονομικό ή πολιτικό όφελος από οιαδήποτε πρακτική έκβαση των πραγμάτων, οπότε τα συμφέροντά του συμπίπτουν θέλοντας και μη με την επιδίωξη της αλήθειας.

            Η αλήθεια όμως είναι το πιο πολύπλοκο πράγμα που υπάρχει και, θα το πω ακόμα μία φορά, δεν υπάρχει τρόπος να την προσεγγίσεις παρά μόνο ξηλώνοντας επίμονα το δίχτυ των παραμορφώσεων και των ψεμμάτων που υφαίνουν όσοι έχουν επενδυμένα συμφέροντα στη σύγχιση και στην αδιαφάνεια, στη διατήρηση υπαρχουσών ισορροπιών δύναμης, στην εξουσιαστική στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» που στις κρισιμότερες στιγμές στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης. Αν υπάρχει κάτι ελπιδοφόρο μέσα στα συνταρακτικά γεγονότα που μόλις  ζήσαμε είναι ότι, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμάμαι μετά και τους τελευταίους σπασμούς της δικτατορίας, το σχέδιο αυτό δεν λειτούργησε, στον βαθμό τουλάχιστον που επιδιωκόταν. Ακόμα κι εκείνοι που έγιναν αναίτια θύματα της ανεξέλεγκτης τροχιάς των γεγονότων, μικροκαταστηματάρχες, έμποροι, καθημερινοί άνθρωποι συχνά ένα βήμα πριν από τα όρια της απελπισίας, πιεσμένοι ήδη τρομακτικά από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, από τη δραματική υποβάθμιση των όρων της ζωής τους και από την υποκινούμενη υπερχρέωση η οποία τούς υποσχέθηκε τη συμμετοχή σε έναν καταναλωτικό παράδεισο που απομακρύνεται σαδιστικά μέσ’ από κάθε κίνηση με την οποία πασχίζουν να τον πλησιάσουν, όλοι αυτοί οι μικροαστοί «νοικοκυραίοι» της λαϊκιστικής ρητορικής των κρατούντων έδειξαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια εντυπωσιακή αμφιθυμία: μιαν απροθυμία, δηλαδή, να συνταχθούν απερίφραστα με τις δυνάμεις του κράτους και της καταστολής… Γιατί; Διότι, προφανώς, άρχισαν να βλέπουν για πρώτη φορά κάπως καθαρά τη συνεργία του υπάρχοντος κράτους με τους μηχανισμούς της αυξανόμενης  κοινωνικής ανισότητας οι οποίοι τούς συντρίβουν               

            Αυτή η συνειδητοποίηση είναι ίσως το πολυτιμότερο μάθημα των πρόσφατων κοινωνικών αναταράξεων, και αυτήν ακριβώς είναι που προσπάθησαν λυσσαλέα να συσκοτίσουν μέσα στον στρόβιλο των γεγονότων όλοι σχεδόν οι φορείς δημοσίου λόγου: κομματικοί εκπρόσωποι, τηλεοπτικά κανάλια, μεγάλα συγκροτήματα του τύπου. Όλοι ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν τη δολοφονία του μικρού μαθητή, ακόμα και να επικρίνουν σφοδρά την «αντιδημοκρατικότητα» της αστυνομίας ––την οποία βέβαια την ίδια στιγμή εγκαλούσαν επειδή δεν επενέβη δυναμικά στα επεισόδια της Δευτέρας και της Τρίτης–– υπό τον όρον ότι το πράγμα θα περιοριζόταν εκεί: δεν θα γινόταν λόγος για την πολιτική διαφθορά, για την κατάφωρη ευθύνη και των δύο κομμάτων εξουσίας, για τη συσσώρευση του κοινωνικού πλούτου σε όλο και λιγότερα χέρια η οποία ανατινάζει από τα μέσα κάθε λειτουργία δημοκρατίας, για τις εφιαλτικές ανισότητες μιας κοινωνίας που παράγει διαρκώς αποκλεισμό για όλο και μεγαλύτερα τμήματά της πετώντας τα απλώς να πεθάνουν στον δρόμο… Εν ολίγοις, για το ότι η ίδια η κοινωνία έχει προ πολλού διαλυθεί, σαν αποτέλεσμα της σύλληψης και της λειτουργίας της ως αγοράς με μοναδική κινητήρια δύναμη το κεφαλαιοκρατικό κέρδος.

            Το ζήτημα της αστυνομικής βίας είναι βέβαια τρομακτικά σοβαρό, χάνει όμως κάθε σημασία από τη στιγμή που συζητιέται αποσυνδεδεμένο. Η αστυνομία δεν είναι δημοκρατικός μηχανισμός – και από αυτή την άποψη είναι γελοία τα όσα ακούστηκαν και κατά καιρούς ακούγονται για «εκδημοκρατισμό της αστυνομίας»: μια πραγματικά δημοκρατική αστυνομία δεν θα ήταν καθόλου αστυνομία, θα ήταν λαϊκή πολιτοφυλακή…Μια «δημοκρατική αστυνομία» είναι αντίφαση εν τοις όροις, όσο ακριβώς είναι αντίφαση εν τοις όροις να βαφτίζουμε τις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες της αγοράς «δημοκρατίες». Πόσο τυφλός, πόσο παραπλανημένος, πόσο ανεγκέφαλος πρέπει να είναι κάποιος δηλαδή για να μη βλέπει πως η δημοκρατία, με οιαδήποτε έννοια του όρου, συνυποθέτει αυστηρά έναν κρίσιμο βαθμό κοινωνικής ισότητας;Όταν κάποιος έχει τη δύναμη να αγοράσει (και να πουλήσει) την εργασία μου, τον χρόνο μου, το σώμα μου και την ίδια την επιβίωσή μου, τί θα ήταν γι’ αυτόν ευκολότερο από το ν’ αγοράσει τη γνώμη μου; Να αγοράσει κατά συνέπεια την ψήφο μου, τις πολιτικές μου πεποιθήσεις, τη δημόσια και ιδιωτική συμπεριφορά μου; Να μη γελιόμαστε· δεν υπάρχειτίποτε απολύτως στις σημερινές κοινωνίες που να δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό τους «δημοκρατίες» – ούτε βεβαίως η ύπαρξη κοινοβουλίων, εξ ου και η απαξίωσή τους από ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας… Το να πει κάποιος ––όπως ακούσαμε κυβερνητικό εκπρόσωπο να λέει–– ότι όσοι περιφρονούν το κοινοβούλιο είναι οπαδοί του σκοταδισμού και της δικτατορίας γεννάει τουλάχιστον υπόνοιες για τη διανοητική του επάρκεια, διότι ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να εννοήσει το πρόδηλο σημαινόμενο της απαξίωσης: το γεγονός δηλαδή ότιστις κοινωνίες της ξέφρενης κεφαιοκρατικής συσσώρευσης έχουν ήδη αρθεί οι περιεχομενικές διαφορές κοινοβουλευτισμού και δικτατορίας.

            Ως μηχανισμός περιφρούρησης ενός κράτους φτιαγμένου έτσι ώστε να διασφαλίζει την ανισότητα του πλούτου και της ισχύος, η αστυνομία είναι κατ’ ανάγκη ένας μηχανισμός καταστολής: δουλειάς της είναι να βιαιοπραγεί, να βασανίζει και, όταν είναι ανάγκη, να σκοτώνει… Όσο αμείλικτο κι αν ακούγεται αυτό, δεν χρειάζεται να μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα και από την ανθρώπινη πλευρά του αστυνομικού. Βεβαίως, από τον ίδιο τους τον χαρακτήρα μηχανισμοί όπως ο στρατός και η αστυνομία είναι φυσικό να ασκούν έλξη σε κάποιες ιδιαίτερες χαρακτηρολογίες ανθρώπων: βαριά ψυχαναγκαστικούς, σαδομαζοχιστικές προσωπικότητες, ασταθή εγώ με παρανοϊκή δομή στα όρια του διωκτικού παραληρήματος… Για τον ίδιο λόγο δεν μπορούν οι μηχανισμοί αυτοί να πάψουν να αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με νεοφασιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι με τον όρο «νεοφασισμός» κατανοούμε κυρίως την πολιτική μορφή που ενδύονται τέτοιου είδους ψυχοπαθολογίες. Εξίσου παράλογο θα ήταν όμως να πιστέψουμε ότι όλοιόσοι εργάζονται στις δυνάμεις ασφαλείας ή και στον στρατό ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία (αναρωτιέμαι μάλιστα εάν συνιστούν καν πλειοψηφία…). Διότι προφανώς για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, ιδίως από τη βάση της ταξικής πυραμίδας, το πράγμα γίνεται αντιληπτό σαν μία δουλειά όπως όλες οι άλλες, και μάλιστα ένα είδος δουλειάς που ανέκαθεν έδινε τη δυνατότητα σε παιδιά ταπεινής καταγωγής να σταδιοδρομήσουν ανοδικά στην κοινωνική ιεραρχία, πράγμα που σε άλλα πεδία τούς ήταν απαγορευμένο. Ως εργαζόμενοι, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με μία απεριόριστα ταπεινωτική συνθήκη, στα όρια του ανθρώπινου – διότι το να πρέπει να υπακούς, το να ενεργείς αποκλειστικά κατ’ εντολήν και να σου είναι απαγορευμένη κάθε προσωπική κρίση, επιλογή και αυτενέργεια είναι ίδιον μόνο του δούλου, για του οποίου την ανθρώπινη υπόσταση, ως γνωστόν, είχαν αμφιβολίες μερικοί από τους εξοχότερους κατά τ’ άλλα διανοητές της αρχαιότητας… Από τη θέση αυτή, ο «υπερβάλλων ζήλος» πολλών αστυνομικών θα μπορούσε ακόμα και να ιδωθεί ως η έσχατη διεκδίκηση ––διεστραμμένη και παραπλανημένη φυσικά–– της στραγγαλισμένης τους αυτονομίας.

            Θέλω να πω, δηλαδή, ότι το να κατηγορούμε προσωπικάκάποιους αστυνομικούς, και μάλιστα με δακρύβρεχτους ηθικολογισμούς, είναι απλή εθελοτυφλία. Ισοδυναμεί με το να συγκαλύπτουμε το πρόβλημα του δομικού ρόλου της αστυνομίας σε κοινωνίες όπου η ταξική βία αναβλύζει διαρκώς, ακατάπαυστα, μέσ’ απ’ όλες τις θεσμικές πτυχές (και της οποίας θύματα δεν είναι λιγότερο οι ίδιοι οι αστυνομικοί, ανεξαρτήτως τού πόσο μπορούν να το καταλάβουν): πολύ πιο αποκαλυπτική επ’ αυτού, πιστεύω, είναι η αθέμιτη και κατά συρροήν συνεργία αστυνομίας και δικαστικής εξουσίας, αυτή που εξασφαλίζει τη συστηματική ατιμωρησία των αστυνομικών εγκλημάτων καταστρατηγώντας ακόμα και τους κατ’ επίφασιν κανόνες που έχουν ανάγκη για τη νομιμοποίησή τους οι αυταποκαλούμενες «δημοκρατίες». Αλλά ούτε κι αυτό αρκεί, διότι όσο το πρόβλημα δεν είναι απλώς ζήτημα ατομικής αυθαιρεσίας, άλλο τόσο δεν είναι απλώς ζήτημα «θεσμικής δυσλειτουργίας»: σε κοινωνίες από τη σύστασή τους σχεδιασμένες βάσει του παραδείγματος της αγοράς, όπου όλες οι λειτουργίες τους είναι αιχμάλωτες στον χαλύβδινο μηχανισμό της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του εμπορεύματος, πράγμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μονοπώληση του πλούτου και της ισχύος από όλο και πιο περιορισμένες ελίτ και στην αυξανόμενη περιθωριοποίηση όλο και μεγαλύτερων κομματιών του πληθυσμού, η «ομαλή» λειτουργία των θεσμών δεν έχει λιγότερο απάνθρωπες συνέπειες από τη δυσλειτουργία τους.

            Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι ελίτ σπανίως είναι ορατές. Αφήνουν την οργή να εκτονώνεται στον κυματοθραύστη της αστυνομίας, παραδείγματος χάριν, και αν αυτό δεν αρκέσει δεν έχουν κανένα πρόβλημα σε δεύτερο βήμα να θυσιάσουν και μία κυβέρνηση: τί ευκολότερο από το ν’ αγοράσουν μια επόμενη; Τις ημέρες αυτού του Δεκεμβρίου που τον απόηχό τους ακόμα ζούμε στην Ελλάδα, η συναίνεση συμπήχθηκε στο πρώτο βήμα: τα κροκοδείλια δάκρυα για τον «αδικοχαμένο Αλέξη» υπέδειξαν αμείλικτα τον αποδιοπομπαίο τράγο ––την «αστυνομική αυθαρεσία»–– και απαγόρευσαν οιαδήποτε κίνηση πέραν της αόρατης διαχωριστικής που έσυραν. Και η διαχωριστική αυτή τέμνει εγκαρσίως πολλά επίπεδα: στο επίπεδο της μαζικής έκρηξης, ας πούμε, είμαστε όλοι στο πλευρό των μαθητών που διαδηλώνουν ειρηνικά για τον θάνατο του συμμαθητή τους αλλά καταγγέλλουμε (και θα πατάξουμε ανελέητα) οιοδήποτε ξεχείλισμα οργής ενάντια στην κοινωνία· στο επίπεδο των πολιτικών αντιδράσεων, αντίστοιχα, επικρίνουμε την ανεπάρκεια της αστυνομίας, τα δημοκρατικά ελλείματα των κρατικών υπηρεσιών, την αναποτελεσματικότητα της παρούσας κυβέρνησης  κλπ. αλλά θα διασύρουμε πολιτικά (εάν δεν μπορούμε να διώξουμε και ποινικά) όποια συντεταγμένη πολιτική δύναμη καταγγέλλει το πολιτικό σύστημα στο συνολό του και αρνείται να υπογράψει δημοσίως δήλωση αποκήρυξης της απεριόριστης κοινωνικής διαμαρτυρίας. Στη θέση αυτή βρέθηκε παρεμπιπτόντως ο ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο πολιτικό κόμμα που έδειξε να ξυπνάει από τον μακρύ λήθαργο της εξαχρειωτικής συναίνεσης και να αποκτά επιτέλους στοιχειώδη αντανακλαστικά πολιτικής αριστεράς.Προφανώς δεν γνωρίζουμε ποια είναι τα κίνητρα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν εάν είναι κοινά σε όλες τις συνιστώσες του, ωστόσο είναι αποκαλυπτικό του τρέχοντος πολιτικού ήθους ότι όλοι έσπευσαν να του αποδώσουν το πιο χαμερπές ––την αθέμιτη ψηφοθηρία–– ανίκανοι προφανώς να διανοηθούν ότι κάποιος θα ήταν ποτέ δυνατό να λειτουργεί διαφορετικά στον πολιτικό στίβο απ’ ό,τι αυτοί οι ίδιοι. Και φυσικά δεν εκπλήσσει η αρραγής συμπαράταξη του ΚΚΕ με τις αντιδραστικές δυνάμεις, η χαφιεδίστικη δημαγωγία και πρακτική του (που όπως ήταν αναμενόμενο επαινέθηκε αφειδώς από τους θεματοφύλακες του νόμου και της τάξης), όσους τουλάχιστον θυμόμαστε τα ιστορικά εύσημα της παράδοσής του στην καταστολή των μεγάλων εξεγέρσεων του αιώνα που πέρασε – από την Ισπανική Επανάσταση μέχρι το Ιταλικό ’68 και μέχρι την εκκαθάριση της αριστερής αντιπολίτευσης στον Ελληνικό Εμφύλιο ή τη στήριξη των γραφειοκρατικών τυραννιών της Ανατολικής Ευρώπης (τα οποία ξαναθυμήθηκε πρόσφατα όταν, στο τελευταίο του παραλήρημα εθνοπατριωτικού μεγαλοϊδεατισμού, αναστήλωσε το ειδεχθές φάντασμα του νεκροθάφτη των κομμουνιστικών οραμάτων)...

            Γιατί αυτή η κυβέρνηση θα μπορούσε να πέσει εύκολα, χωρίς μάλιστα μεγάλο κόστος για τις κυρίαρχες ελίτ. Δεν έπεσε επειδή τοΠΑΣΟΚ δεν ήθελε τούτη τη στιγμή να πιει το πικρό ποτήρι της εξουσίας, γνωρίζοντας ότι η εναλλαγή που εκπροσωπούσε ήταν αδύνατο να θίξει τις πηγές της λαϊκής δυσαρέσκειας, κι επειδή το ΚΚΕ επίσης δεν ήθελε τούτη τη στιγμή να μετρήσει εκλογικά την απώλεια των κοινωνικών δυνάμεων που μέχρι χθες κρατούσε ζηλότυπα εγκλωβισμένες στη χειραγωγική τακτική του (και τις οποίες ελπίζει να επανακτήσει όταν κοπάσει ο αναβρασμός). Όλοι ωστόσο γνωρίζουν καλά πως αυτός ο κλυδωνισμός δεν ήταν όπως οι προηγούμενοι. Κατέρρευσε κατ’ αρχάς ο μύθος των «εκατό-διακοσίων κουκουλοφόρων» (που στην ξύλινη γλώσσα των χειραγωγών της δημοσιότητας χρησιμοποιείται κατ’ επανάληψιν ως συνώνυμο των προσδιορισμών «αναρχικοί» και «αυτόνομοι», γυμνωμένων από την αυτονόητη ––και ιστορική–– πολιτική τους συνδήλωση καθώς στην αμβλεία νοημοσύνη τους έχουν το νόημα περίπου βρισιάς), πάντα με τον συνοδευτικό υπαινιγμό της έξωθεν υποκίνησης· δεν μπορείς όμως να ποινικοποιήσεις δύο-τρεις χιλιάδες ανθρώπους από άκρη σε άκρη της χώρας, και ακόμα λιγότερο να τους στιγματίσεις ως υποκινούμενους, προβοκάτορες ή εγκαθέτους… Η μαζικότητα αυτής της κινητοποίησης, η επέκτασή της σαν πυρκαγιά σε αναπάντεχα στρώματα του πληθυσμού και σε ηλικίες, το ανυποχώρητο πείσμα της, ακόμα και ο βαθμός συναίνεσης που για πρώτη φορά σε αυτή τη χώρα απέσπασε ακόμη και από εκείνους οι οποίοι δεν συμμετείχαν εξαρχής, ακόμη και από εκείνους που πραγματικά υλικά τους συμφέροντα θίχτηκαν από το ανεξέλεγκτο ξεχείλισμα βίας, δημιουργεί αυτομάτως ένα μέτρο σύγκρισης μόνο με το Πολυτεχνείο και τη Νομική (όχι τυχαία σε αυτές τις σχολές, κατειλημμένες ακόμα τη στιγμή που γράφω, συγκροτήθηκαν τα άτυπα διαβουλευτικά όργανα της εξέγερσης, βεβαίως εκ των υστέρων…). Μίλησαν και μιλούν πολύ όλ’ αυτά τα χρόνια για «τέλος της Μεταπολίτευσης»· πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή σηματοδοτήθηκε το πραγματικό τέλος της Μεταπολίτευσης, όπως με το Πολυτεχνείο και τη Νομική σηματοδοτήθηκε το πραγματικό τέλος της Δικτατορίας.

            Μια τέτοια εκτίμηση, που ανοίγει ένα ελάχιστο χάσμα ελπίδας σε μία συνθήκη πραγμάτων η οποία ως χθες έμοιαζε απολύτως αδιέξοδη, δεν μπορεί ούτε και χρειάζεται να είναι ενθουσιώδης πανηγυρισμός. Αντιλαμβάνομαι, όπως κι εσύ, ότι τέτοιοι εκρηκτικοί σπασμοί της κοινωνίας έχουν μέσα τους όψεις οι οποίες είναι ανθρώπινο να μας λυπούν βαθιά και αφήνουν πραγματικές πληγές στο κοινωνικό σώμα. Ούτε όμως, από την άλλη πλευρά, είναι δική μας δουλειά να ηθικολογούμε στο κενό· εκείνο που χρειάζεται είναι να καταλάβουμε τη βαθιά λογική των γεγονότων. Όσο κατακριτέα πράγματα κι αν είναι η αδιάκριτη καταστροφικότητα ή το λεγόμενο πλιάτσικο από μία αφηρημένα ηθική σκοπιά, οσοδήποτε τυφλές και αν είναι ως ενέργειες, δεν παύουν να έχουν αντικειμενική σημασία και βάρος, το οποίο εμείς πρέπει να κατανοήσουμε και να μεταφράσουμε σε πρόσφορους πολιτικούς όρους. Αυτά τα κατακριτέα φαινόμενα είναι μάλιστα, λέω, οι πιο αποφασιστικοί δείκτες του πραγματικού κοινωνικού περιεχομένου. Οι άνθρωποι που ενήργησαν έτσι ––μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, κάθε είδους περιθωριοποιημένοι και οπωσδήποτε φτωχοί, άνθρωποι δηλαδή εξωθημένοι στα όρια της κοινωνικής εκμηδένισης που εκδικούνται γι’ αυτή τους τη θέση–– δηλώνουν τα ίδια τα όρια αντοχής του κοινωνικού δεσμού: το μη παρέκει του αποκλεισμού και της καταρράκωσης, το σημείο ανατίναξης των μηχανισμών της ανισότητας. Οι άνθρωποι αυτοί έγιναν πολλοί, πάρα πολλοί μέσα στα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια. Και αν κοιτάξουμε τί συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα, θα δούμε ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε παρόμοια θερμοκρασία βρασμού... Τι θα γίνει όλος αυτός ο ανθρώπινος πόνος, η απαντοχή, η ανείπωτη δυστυχία και απόγνωση – αν όχι λεπίδι στη σφαγίτιδα φλέβα των κατεχόντων;

Αν παρατηρήσει κάποιος το είδος των εξεγέρσεων που είχαμε από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα ––στο Μπρίξτον, στο Λος Άντζελες, στα προάστεια του Παρισιού, κοκ.–– θα δει ότι όλες είχαν αυτό το χαρακτηριστικό της μανίας και της ανεξέλεγκτης καταστροφικότητας, που είναι στοιχείο μουγκό και τυφλό, ξένο σε κάθε είδους συντεταγμένη διεκδίκηση ή πολιτική, με τη συμβατική έννοια του όρου, διαμαρτυρία…. Σκεφτόμουν τις ημέρες αυτές ότι ίσως ούτε ο όρος «κοινωνική εξέγερση» είναι πλέον ακριβής για να περιγράψει τέτοιου είδους αναταράξεις: πολύ περισσότερο πρέπει να μιλάμε για κοινωνικό πόλεμο, που θα παίρνει όλο και πιο ωμές, όλο και πιο άγριες, όλο και εφιαλτικές μορφές στο διαφαινόμενο μέλλον. Ο Γαλλικός Μάης ήταν ακόμα μία κοινωνική εξέγερση, με την έννοια ότι διαδραματιζόταν στο πλαίσιο της μεταδιαφωτιστικής τυπικής δημοκρατίας όπου λειτουργούσε ακόμα ένα ίζημα αυτού που αποκαλούμε δημόσια σφαίρα, διαδικασίες κοινωνικής διαβούλευσης, οσοδήποτε υπονομευμένες, στα πλαίσια των οποίων υπήρχε ακόμα η δυνατότητα άρθρωσης αιτημάτων και διεκδικήσεων στην παραδοσιακή πολιτική γλώσσα. Στην μανιώδη και ξέφρενη πορεία που πήρε ο καπιταλισμός στην τελευταία υπερώριμη φάση του μετά τη δεκαετία του ’70, η ίδια η δημόσια σφαίρα αλώθηκε ανεπανόρθωτα, το πεδίο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων εξαρθρώθηκε και η αυξανόμενη συγχώνευση των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών με τους μηχανισμούς του εθνικού κράτους σηματοδότησε μια διαδικασία μη αναναστρέψιμου εξολοκληρωτισμού των μεταβιομηχανικών κοινωνιών – που μέσω της αποκαλούμενης «παγκοσμιοποίησης» σύρει τώρα στο σιδερένιο δίχτυ του ολόκληρο τον πλανήτη. Χωρίς το παραδοσιακό πεδίο των πολιτικών διαμεσολαβήσεων δεν υπάρχει πλέον χώρος αναπνοής για κοινωνικά κινήματα, με ό,τι όρος σήμαινε από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης και μετά. Όταν όμως η ανθρώπινη αγανάκτηση και οδύνη δεν έχει τον χώρο και τα μέσα για να διερμηνευθεί σε έλλογη διαμαρτυρία και πολιτικό πρόταγμα, τόσο είναι μοιραίο να επανενσκήψει ως αυτό που στις υλικές της ρίζες είναι: ανεξέλεγκτο φυσικό φαινόμενο, παλιρροϊκό κύμα ή έκρηξη ηφεστείου που στο διάβα του παρασύρει και κατακαίει αδιακρίτως δικαίους και αδίκους… Γι’ αυτό λέω ότι ο κοινωνικός πόλεμος είναι το διαφαινόμενο μέλλον των κοινωνικών εξεγέρσεων στις κοινωνίες μας. 

            Κώστα, είναι τρεις μήνες τώρα που προσπαθώ να τελειώσω ένα πολιτικό βιβλίο. Έντεκα άρθρα ή δοκίμια που έγραψα και δημοσίευσα μέσα στην τελευταία πενταετία, έξι από τα οποία συνοδευόμενα από ένα αυτοτελές Υστερόγραφο, σύνολο δεκαεφτά κείμενα (ανάμεσά τους κι εκείνο που δημοσιεύεις σε αυτό το τεύχος του Πανοπτικού σου  με τίτλο «Η απατηλή ρητορεία των δικαιωμάτων»). Τους έδωσα τον γενικό τίτλοΚεφάλαια κριτικής των ιδεολογιών στην αυγή του 21ου αιώνα και ήμουν έτοιμος να τα παραδώσω στον εκδότη, όταν το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και κάποιες περί αυτήν συζητήσεις με ανάγκασαν να προσθέσω την τελευταία στιγμή ένα κομμάτι (Μέρος ΙΙ του κειμένου που επιγράφεται «Μεταμορφώσεις της εργασίας και παρούσες προοπτικές»). Ολοκλήρωσα έτσι το βιβλίο και το παρέδωσα, όμως καθώς η κρίση έπαιρνε όλο και πιο καταιγιστικές διαστάσεις παγκοσμίως ήμουν όλο και λιγότερο ικανοποιημένος: ένιωθα πως υπήρχαν ακόμη πολλά να ειπωθούν, όχι εντελώς κοινότοπα ελπίζω, πράγμα που υπέκυψα τελικώς τελικώς στον πειρασμό να κάνω γράφοντας ένα πρόσθετο κείμενο με τίτλο «Το ψεύδος της οικονομίας και η τρίτη διατύπωση της καντιανής προσταγής». Μ’ ένα αίσθημα ανακούφισης εγκατέλειψα πλέον το βιβλίο στη φροντίδα του εκδότη του, όταν ήρθε αυτός εδώ ο καταιγισμός των γεγονότων μπροστά μας, δίπλα μας, που με αναγκάζει και πάλι να γράψω… Έχω ένα οδυνηρό αίσθημα, θέλω να σου πώ, ότι δεν μπορώ να τελειώσω το βιβλίο μου: γιατί η πραγματικότητα με την οποία υποτίθεται ότι αυτό το βιβλίο ήθελε να αναμετρηθεί αλλάζει δραματικά από μέρα σε μέρα, γιατί το παρόν εισβάλλει ακατάπαυστα εκεί που η σκέψη προσπαθεί ν’ αποστασιοποιήσει στιγμιαία τα γεγονότα στη διάσταση της «ιστορίας» προκειμένου να ασκηθεί η ίδια... Τίνος πράγματος είναι άραγε δείκτης αυτό το γεγονός;

            Μαντεύω ήδη τί μπορεί να σκέφτεσαι – γιατί το ίδιο, νομίζω, σκέφτομαι κι εγώ: είναι ακριβώς τα σημάδια μια περιόδου κατακλυσμιαίων ιστορικών αλλαγών, εκρηκτικών κρίσεων η οποία εγκυμονεί βαρυσήμαντες σημασίες και άγνωστες συνέπειες. Αλλάζω λοιπόν ακόμα μία φορά τον τίτλο σε Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα και υπόσχομαι να μην ξανασχοληθώ με αυτό το βιβλίο. Άλλες, πολύ πιο σοβαρές έγνοιες σκιάζουν τον ορίζοντα αυτή τη στιγμή και ζητούν την πιο τεταμένη εγρήγορσή μας. Τί πρόκειται να συμβεί στην Ευρώπη, όπου όλες οι ευαίσθητες κοινωνικές της δυνάμεις έχουν αυτή τη στιγμή τα μάτια στραμμένα στο ελληνικό παράδειγμα; Θα έρθει εκείνο που ήδη φοβούνται τα ανδρείκειλα που την κυβερνούν, εκείνο για το οποίο οι συνθήκες είναι απελπιστικά ώριμες σε ολόκληρο τον κόσμο; Και με τί θα μοιάζει αυτό; Θα υπάρχει ακόμα η δυνατότητα έλλογου προσανατολισμού μέσα σ’ έναν κόσμο του οποίου οι μηχανισμοί αυτοσυντήρησης μοιάζουν από καιρό αχρηστευμένοι; Όταν το παρόν ξαναγίνεται στρόβιλος που έρχεται να σε συνεπάρει στη δίνη του, μόνον όποιος έχει μάθει να βλέπει κατάματα την άβυσσο έχει ίσως ελπίδες να φτάσει σε κάποια όχθη.

 

Με θερμούς χαιρετισμούς, και ευχές για τον δύσκολο χρόνο που έρχεται

 

 

15 Δεκεμβρίου 2008

 

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ

 



Αναγνώστες