«Βλέπω μια γλυκιά επανάσταση από τη νέα γενιά»
- Γεια σου, Ίκαρε!
- Αλόχα, my friend! Φύγαμε;
- «Κουλτούρα να Φύγουμε», λοιπόν. Παρεμπιπτόντως, μίλησε μου για την νέα εκπομπή στο ραδιόφωνο.
- Καταρχάς, το ραδιόφωνο το αγαπάω και θεωρώ ότι είναι ότι πιο όμορφο έχω κάνει στη ζωή μου, πέρα από την ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία. Μ’ αρέσει η μουσική, να παίζω τα τραγουδάκια μου, να παίζω αυτά που αγαπάω. Θυμάμαι ακόμα τις μαγικές στιγμές που πέρασα στο Κρατικό, και τώρα έχω τη τιμή και τη χαρά, δωρεάν, να παίζω μουσικές και να μιλάω για το βιβλίο στο 105.5 στον Κόκκινο.
- Είναι γεγονός ότι μια καινούρια ποιητική συλλογή, είναι μια ακόμη μεγάλη εμπειρία. Τι αποκόμισες από το «Ω!», που κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα από τις Εκδόσεις Οξύ;
- Ουσιαστικά δεν είναι μια ποιητική συλλογή, είναι ένα ποίημα, western love poem το λέω. Ένα είδος ερωτικής ποίησης, αισιόδοξης, επιθετικής, όπου το αγόρι και το κορίτσι είναι μαζί ενωμένοι σ’ έναν κόσμο εχθρικό, αλά Bonnie & Clyde, και προχωρούν, με τους όμοιους τους, ποτέ αποκομμένοι από τον κόσμο δηλαδή, στην ευτυχία του έρωτα και στην απόλαυσή του.
- Η συγκεκριμένα επιλογή, υπό το πρίσμα ποιων συνθηκών, πάρθηκε;
- Είναι αποτέλεσμα μιας δουλειάς πέντε και χρόνων, όπου αποφάσισα να επικεντρωθώ στην ερωτική ποίηση χωρίς ζόφους, μελαγχολίες, την έχασα – τι θα κάνω;, κλάματα, και άλλα συναφή, αλλά να προβάλω την χαρούμενη πλευρά του έρωτα, σε μια κοινωνία και μια εποχή, που βλέπω τις καταστάσεις αντί να εξελίσσονται να οπισθοχωρώντας σε παλιές «αλησμόνητες» εποχές. Συντηρητισμοί, συμπεριφορές ανθρώπων εγκρατείς σε υπερβολικό βαθμό, οι εκδηλώσεις ερωτισμού λιγοστεύουν, το φιλί στο δρόμο υποκρύπτεται για να μην μας δουν οι άλλοι, το αγόρι ντρέπεται να γράψει ένα ποίημα, το κορίτσι θέλει να παντρευτεί νωρίς…
- Πως σου φάνηκε η συνεργασία με τον εικαστικό Πάρι Κούτσικο και το πρωτοπόρο, για τα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα, αποτέλεσμα του «Ω!»;
- Toν Πάρι τον ήξερα από παλιότερες εκδόσεις που είχαμε συνεργαστεί στο Οξύ και υπήρχε πάντα μια αλληλοεκτίμηση. Όσον αφορά το αποτέλεσμα του «Ω!», θα ομολογήσω ότι πραγματικά έγινε μια εξαιρετική δουλειά. Ο Πάρις πέταξε στο τραπέζι την ιδέα για ένα εικονογραφημένο βιβλίο, εγώ του έδωσα το ποίημα «Ω!», πριν από περίπου δυο χρόνια, κι εκείνος έκανε το εξής : χώρισε το ποίημα σε μικρά ή μεγάλα κομμάτια, αποτυπώνοντας τα σε κόλλες χαρτί και κολλώντας τες σε διάφορες βρώμικες, άθλιες, εγκαταλελειμμένες γωνιές, πάρκα, ερείπια, αμάξια αφημένα σε διάφορα σημεία της πόλης μας, φωτογραφίζοντας τες λίγες μέρες μετά, στην όποια κατάσταση ήταν. Η τελική επιλογή των φωτογραφιών ήταν πολύ δύσκολη. Από κει και πέρα, η τελική νίκη του έρωτα στην άθλια μεγαλούπολή μας, η «πόλη υπό ποίηση», ήταν το ζητούμενο μας.
- Τελικά, Ίκαρε μου, η εικόνα των ποιητών ποια είναι; Η αντίληψη που έχουν μερικοί, ότι είναι αποκλεισμένοι στο χώρο τους, αποκομμένοι από παρέες, χωρίς κοινωνικότητα, βρωμεροί, φτωχοί και τρισάθλιοι;
- (γέλια) Πάντοτε έβλεπα δύσπιστα αυτή την πλευρά των ποιητών, με κακό μάτι και επιφυλακτικά, αλλά δεν πιστεύω, ότι οι αληθινοί ποιητές ζουν έτσι. Βασικά δεν ζουν έτσι. Ανέκαθεν ήταν κοινωνικοί, και μάλιστα παρέες-παρέες. Στο Παρίσι, αυτές οι εικόνες ποιητών ήταν σαν κανόνες της ζωής εκεί. Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτό εξακολουθεί να ισχύει σε μεγάλο βαθμό, χαρακτηριστικό παράδειγμα, η τελευταία μεγάλη παρέα, εκείνη των «Σημειώσεων». Ο Παναγιώτης ο Κονδύλης ο φιλόσοφος, ο Ροζάνης, ο Λυκιαρδόπουλος, ο μακαρίτης ο Μάριος ο Μαρκίδης, ο Ανδρέας ο Μυλωνάς, επίσης μακαρίτης, και άλλοι πολλοί, σύχναζαν στης Σόνιας, έτρωγαν και έπιναν συνεχώς μαζί, μιλούσαν επί ώρες για τέχνη, πολιτική κτλ., διαπληκτίζονταν, γελούσαν, διασκέδαζαν, και ως αποτέλεσμα είχαν είτε ένα ποίημα του Ροζάνη και ένα δοκίμιο του Μαρκίδη, είτε το ανάποδο.
- Άρα, λοιπόν, μιλάμε για μια εσφαλμένη εικόνα;
- Aκριβώς! Γιατί όπως έλεγε και ο Μίλλερ, ποίηση είναι όταν ξυρίζομαι, όταν περπατάω, όταν διασκεδάζω με φίλους, όταν γενικά κοινωνώ, τότε το μυαλό του ποιητή παίρνει τροφή, για να κλειστεί μετά στο σπίτι του, επί ώρες, και να συνθέσει το ποιήμα του.
- Και πως ζουν οι συγγραφείς και οι ποιητές; Εκείνοι που έχουν αποφασίσει να αφοσιωθούν στη τέχνη τους, αποκλειστικά, χωρίς κάποιον άλλον βιοπορισμό; Μπορούν να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες της εποχής;
- Αυτό είναι επιλογή του καθενός. Προσωπική του εκτίμηση των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Καρούζος, που είχε δηλώσει ότι είναι επαγγελματίας ποιητής και θα ζει «επαιτώντας και απαιτώντας», ο Σαχτούρης που έκαψε όλα τα νομικά του βιβλία, και είπε ότι θα ζει «με την ποίηση και ένα ξεροκόμματο». Τελευταίος όλων ο μακαρίτης ο Ηλίας ο Λάγιος. Εκείνος βέβαια, εργαζόταν και σε μια γκαλερί και σε ένα βιβλιοπωλείο, αλλά ζωή του όλη ήταν η ποίηση. Από κει και πέρα, μπορεί βέβαια και κάποιος να επιλέξει να αφοσιωθεί στην ποίηση ή στη λογοτεχνία αποκλειστικά, αναλογιζόμενος όμως τα προβλήματα των καιρών και το γεγονός να μην οδηγηθεί στην τρέλα.
- Και για να το συγκεκριμενοποιήσουμε, εσύ Ίκαρε, ασχολείσαι παράλληλα και με πεζογραφία, μετάφραση, ραδιόφωνο, περιοδικά και εφημερίδες. Είναι εύκολο να τα καταφέρει κάποιος όλα μαζί;
- Και πάλι θα πω ότι είναι προσωπική επιλογή του καθενός, αν δηλαδή θέλει να καλλιεργήσει ορισμένες πτυχές του ταλέντου του, χωρίς να τις εγκαταλείψει και ατροφήσουν. Από την άλλη ο πολυπράγμων, δεν είναι απαραίτητα και κάποιος που καλλιεργεί σωστά την κατάλληλη «γωνιά» του ταλέντου του. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων στην ποίηση και τη λογοτεχνία με ένα θεαματικό ντεμπούτο και μια ανύπαρκτη συνέχεια, ακριβώς για το λόγο ότι μπήκαν στο κυνήγι του «άρτου και του οίνου», εγκαταλείποντας αυτό που πραγματικά τους ενδιέφερε, ίσως ασυνείδητα.
- Μίλησε μου για τη συγγραφική σου πορεία και, κυρίως, για το μεταφραστικό έργο, που είναι ογκωδέστατο τα τελευταία είκοσι πέντε και χρόνια;
- Καταρχάς έγραφα μανιωδώς ποίηση από μικρός. Ευτύχησα να δημοσιευθεί το πρώτο μου ποίημα στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» στα 16 μου και να δημοσιεύω την ίδια χρονική περίοδο, πάνω-κάτω, κάθε βδομάδα και ένα ποίημα στην εφημερίδα «Θεσσαλία» στον Βόλο. Η πορεία ήταν αναπόφευκτη, όπως καταλαβαίνεις. Από κει και πέρα, με τις μεταφράσεις τα γεγονότα είχαν τη δική τους χάρη : κάπου στα τέλη του ’70, μια παρέα παιδιών, επηρεασμένοι από ένα ποίημα του Γκίνσμπεργκ που άκουσαν να απαγγέλει ένας συμμαθητής τους στο μάθημα της έκθεσης στον Βόλο, κατέβηκαν στην Αθήνα, σύχναζαν στη Φωλιά του Βιβλίου του Κακουλίδη και στην Αμερικάνικη Βιβλιοθήκη στη Μασσαλίας, και για πλάκα, για παιχνίδι μετέφραζαν ιστορίες και διηγήματα του Πίντσον, του Μπάροουζ, του Κέρουακ κ.ά, αμετάφραστων τότε στην Ελλάδα. Στην παρέα αυτή ήταν η αφεντιά μου, ο Γιάννης ο Τζώρτζης, ο Βασίλης ο Τσαλής κ.ά και κάναμε το γούστο μας. Αυτό το παιχνίδι εξελίχθηκε σε δημιουργία, βοηθώντας και το προσωπικό μας έργο σε μεγάλο βαθμό. Δηλαδή αν δεν ήξερα ποίηση δε θα μπορούσα να μεταφράσω ούτε Ναμπόκοφ ούτε Μίλλερ, όπως κι αυτοί οι συγγραφείς με βοήθησαν στα δικά μου γραπτά, στα δικά μου ποιήματα.
- Και οι κοινωνιολογικές μελέτες σου; Είναι γνωστό ότι έχεις μιλήσει, και μάλιστα εντόνως, για τα πρωτοποριακά κινήματα του 20ου αιώνα, σε μια άτυπη τριλογία, από το «Βορειοδυτικό Πέρασμα» του 1992, στο «Προλογίζοντας έναν Αιώνα» και καταλήγοντας στο «Μάη του ’68: Η Περιπέτεια» το 2001.
- Μελετώντας τα πράγματα με νηφάλιο νου, παρά τα κάμποσα ουίσκι κάθε φορά(γέλια), και κοιτώντας την ιστορία του 20ου αιώνα, παρατήρησα πράγματα και καταστάσεις, που αποτέλεσαν κρίσιμες καμπές ώστε να αλλάξουν τον τρόπο που έβλεπε ο κόσμος τα πράγματα μέχρι τότε. Νταντά, Φουτουρισμός. Υπερρεαλισμός την δεκαετία του ’20, Κόμπρα, Λεττριστές, Καταστασιακοί την δεκαετία του ’50, με αποκορύφωμα τον περίφημο Μάη. Όλα έγιναν με επιστημονική, χειρουργική ακρίβεια, χωρίς μπούρδες, με πολλή δουλειά, μελέτη, ταξίδια και αρκετό ψάξιμο. Και ακόμη χρωστάω ένα βιβλίο για τους μπήτνικς, πέρα από την μελέτη που έχω ήδη κάνει για τον Μπάροουζ.
- Ίκαρε, μετά τις τελευταίες εκλογές, βλέπεις να αλλάζει κάτι στη κοινωνία μας;
- Ναι! Βλέπω να αλλάζει κάτι, διότι πλέον έχουμε Κοροβέση και Ψαρριανό στη Βουλή! Και πέρα από την πλάκα, ο κόσμος δείχνει σιγά-σιγά να βαριέται τους «μεγάλους», και το δείχνει έστω και ισχνά αλλά έμπρακτα. Πλήττουν πλέον, και κυρίως πλήττει η νέα γενιά. Είμαι έμπλεος αισιοδοξίας. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι, οι οποίοι ασφυκτιούν και οι οποίοι αρχίζουν να εκφράζονται, με την προσωπικότητα τους, με το δικό τους στυλ. Αντιμετωπίζουν την καθημερινότητα τους με μια γλυκιά επανάσταση, κυρίως η δική σας γενιά, παρά τα όποια ελλατώματά της. Γι’ αυτό και κλέβω ζωντάνια από εσάς!
- Οι περιπλανήσεις του κου Μπαμπασάκη, θα συνεχιστούν στην Αθήνα και κυρίως ελεύθερα και όχι δίχως περιπέτειες;
- Ναι ρε συ, αλίμονο. Μέχρι τελικής πτώσεως, όλα τα άλλα είναι ψέματα, είναι μπούρδες. Στα μπαρ, στις ταβέρνες, με ποτά, φίλους και άφθονο γέλιο. Δε θα ζήσουμε αδρανείς, αποχαυνωμένοι. Όλοι όσοι κινούμαστε, είμαστε η ελίτ. Και η ελίτ είναι ο πιο λαϊκός άνθρωπος. Αυτός που δουλεύει για να βιοποριστεί αλλά και που διασκεδάζει και δε μιζεριάζει. Στους δρόμους όλοι, λοιπόν!
Ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης είναι συγγραφέας-ποιητής-μεταφραστής. Πρόσφατα κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Ω!», από τις Εκδόσεις Οξύ. Την περίοδο αυτή, κυκλοφορούν επίσης τρία μεταφραστικά του έργα, η «Αλληλογραφία Αναϊς Νιν-Χένρυ Μίλλερ» από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, ο «Διάβολος με το Γαλάζιο Φόρεμα» του Ουόλτερ Μόσλυ από τις Εκδόσεις Πατάκη και το σκανδιναβικό νέο-νουάρ «Αυτό που μου ανήκει» της Άννε Χολτ από τις Εκδόσεις Ορφέας.
http://www.e-bang.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου